26 Φεβρουαρίου 2022

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μάς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο: ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα. Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

25 Φεβρουαρίου 2022

Η παραβολή της "Μέλλουσας Κρίσης" μέσα από μία ταινία.


...δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου·...(Ματθ. κε΄, 31-33)


 

ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ...ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ!

«Ο άνθρωπος που σου ζητάει ειλικρινή συγχώρεση, όταν σφάλλη, να τον συγχωράς, κάθε φορά που σφάλλει, με καλοσύνη, και να τον αγαπάς και από κοντά. Τον δε πονηρό που σου ζητάει δήθεν συγχώρεση, για να κάνη τη δουλειά του και συνέχεια να σε μπλέκη στις υποθέσεις του, που βλάπτουν ψυχικά και άλλους ανθρώπους, συγχώρεσέ τον εβδομήντα επτά φορές μαζεμένες, και στο εξής να τον αγαπάς από μακριά και να εύχεσαι γι’ αυτόν» (όσιος Παῒσιος αγιορείτης).

Ο άγιος Παῒσιος, ο μεγάλος όσιος της εποχής μας, ζούσε στο ανώτερο δυνατό για τον άνθρωπο την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Κι αυτό που ζούσε αυτό και δίδασκε είτε προφορικά είτε με τις επιστολές του, μαρτυρώντας στην πραγματικότητα ό,τι διακηρύσσει η Αγία Γραφή και όλη η Πατερική εκκλησιαστική παράδοση. Η αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο δεν είναι η βασική εντολή του ίδιου του Θεού και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη; Και μάλιστα η προς τον συνάνθρωπο αγάπη αποτελεί και την απόδειξη για την ύπαρξη της αγάπης και προς τον Θεό. Ποτέ δεν αυτονομείται η μία από την άλλη, σαν το νόμισμα που έχει δύο πλευρές. Θα πει σε κάποια άλλη αποστροφή λόγου του ο όσιος: «Αν ο άνθρωπος αγαπά τον Θεό, μετά αγαπάει και το σπίτι του, και τον γείτονά του, και τον γείτονα στο σύνορο και τον πάρα πέρα γείτονα. Αν δεν αγαπά τον Θεό, δεν αγαπάει ούτε τον γείτονα ούτε κανέναν. Μετά, αρχίζει ο άνθρωπος να κινείται από συμφέρον».

Έκφραση της γνήσιας αγάπης προς τον συνάνθρωπο, όπως το ζητάει  ο ίδιος ο Κύριος, είναι η απόλυτη ετοιμότητα του πιστού  προσφοράς συγγνώμης προς εκείνον που σφάλλει απέναντί του – η ανεξικακία και συγχωρητικότητά του. Κι όχι όταν σφάλλει μόνο μία φορά, αλλά απειράκις. Στο ερώτημα των μαθητών του Χριστού μέχρι πόσες φορές πρέπει να συγχωρούν τον συνάνθρωπό τους όταν σφάλλει απέναντί τους, λέγοντας και το κατ’ αυτούς όριο: μέχρι επτά, ο Χριστός απάντησε: «Όχι επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά», δηλαδή διαρκώς και χωρίς όριο. Κι εδώ έχουμε τη συνεισφορά του αγίου Παϊσίου, εδραζομένη βεβαίως και αυτή στο ίδιο το παράδειγμα του Ιησού Χριστού: η αγάπη και η συγγνώμη πρέπει να υπάρχει πάντοτε στον χριστιανό – δεν υπάρχει χριστιανός που να κρατάει κακία και πικρία μέσα στην καρδιά του, όταν μάλιστα καλείται όχι μόνο να συγχωρεί αλλά και να αγαπάει μέχρι θυσίας και τον ίδιο τον εχθρό του – αλλά η αγάπη του να συνοδεύεται με διάκριση. Η διακριτική αγάπη είναι εκείνο που αποκαλύπτει την καθαρή συνείδηση του πιστού ανθρώπου.

Η διάκριση αυτή, καρπός φωτισμού από τη ζωντανή σχέση του χριστιανού με τον Κύριο, του δίνει τη δυνατότητα να «βλέπει» την ειλικρινή ή την πονηρή διάθεση του άλλου: ο ειλικρινής, έστω κι αν σφάλλει, ζητάει συγγνώμη με την καρδιά του, θέλοντας να διορθώσει και να αλλάξει τα πράγματα, έστω κι αν δεν τα καταφέρνει τελικώς∙  ο πονηρός ζητάει συγγνώμη αλλά με συμφέρον και υπολογισμό: για να χρησιμοποιήσει τον αδικημένο από αυτόν και πάλι για τα δικά του συμφέροντα – η ψεύτικη συγγνώμη του είναι εργαλείο εξυπηρέτησης του εγωισμού του, συνεπώς βλάπτει εξακολουθητικά τους άλλους.

Τι κάνει λοιπόν ο χριστιανός; Τον μεν ειλικρινή και τον συγχωρεί όπως είπαμε, αλλά και τον προσεγγίζει – «τον αγαπά και από κοντά»,  δεν τον απομακρύνει από την παρέα και τη φιλία του. Τον πονηρό όμως, βεβαίως τον συγχωρεί, και μάλιστα διαμιάς που θα πει παντοτινά, αλλά μένει μακριά του. Τον αγαπά εξ... αποστάσεως! Κι εκφράζει την αγάπη του μόνο μέσω της προσευχής υπέρ αυτού. Και τη στάση αυτή την είδαμε και στον ίδιο τον Κύριο: αγαπούσε τους πάντες, σταυρώθηκε για τους πάντες «αίροντας τις αμαρτίες τους», αλλά δεν ήταν φίλος με όλους. (Αληθινούς φίλους Του άλλωστε χαρακτήρισε μόνον εκείνους που τηρούν το θέλημα του Πατρός Του του εν Ουρανοίς). Γι’ αυτό και απέφευγε όσους Τον εχθρεύονταν και λειτουργούσαν με πονηρία και υπολογισμό απέναντί Του, όπως ήταν οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι.  

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Ο άγιος Ταράσιος δογμάτισε την προσκύνηση των σεπτών και αγίων εικόνων και δι’ αυτού η βασιλική αρχή και ρωμαϊκή εξουσία επανήλθε προς τις σεπτές παραδόσεις των αγίων Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων και η αγία Εκκλησία ενώθηκε με τα υπόλοιπα Πατριαρχεία. Έζησε ο Ταράσιος ευσεβώς και έγινε αξιοσέβαστος στους βασιλείς, ενώ ίδρυσε και ιερό μοναστήρι πέραν του στενού, όπου συνάθροισε πλήθη μοναστών. Υπήρξε πολύ ελεήμων στους πτωχούς, διακυβέρνησε καλώς την Εκκλησία επί είκοσι δύο έτη και δύο μήνες και τελειώθηκε εν ειρήνη, οπότε και κατατέθηκε το σκήνωμά του στο μοναστήρι που κτίστηκε από τον ίδιο. Ήταν σωματικά κατά πάντα όμοιος με τον Θεολόγο Γρηγόριο, εκτός από την ηλικία και την ουλή κάτω από τον οφθαλμό. Διότι δεν ήταν εντελώς μεγάλος στα χρόνια. Η σύναξή του τελείται στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Τρία είναι τα επίπεδα που προβάλλει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ταρασίου: πρώτον∙ η πνευματική ασκητική του διαγωγή, διά της οποίας υπερέβη τα πάθη της σαρκός και έζησε θεωρητικό αγγελικό βίο («όλο το γεώδες των παθών της σαρκός το απέβαλες με τους κόπους της εγκρατείας, Ταράσιε, και έζησες επί γης βίο ισάγγελο» (ωδή η΄), δεύτερον∙ η ορθόδοξη διαποίμανση του ποιμνίου του, με το κήρυγμα των ορθοδόξων δογμάτων, κυρίως της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, και την καταπολέμηση των αιρέσεων («Στερέωσες, Ταράσιε, την ταραγμένη διάνοια των πιστών,  στη άσειστη πέτρα της ορθοδοξίας, και τράνταξες τα θεμέλια της πλάνης και κατέβαλες τις βάσεις των αιρέσεων» (ωδή α΄)∙ «τη βασιλεύουσα διαποίμανες ορθόδοξα, διώχνοντας μακριά τα θηρία των αιρέσεων, θεόπνευστε, και διατρανώνοντας την προσκύνηση των σεπτών εικόνων» (κάθισμα όρθρου),  τρίτον∙ η τεράστια φιλανθρωπική του δράση υπέρ των πτωχών και αναγκεμένων συνανθρώπων του, καρπός της γεμάτης έλεος και αγάπη καρδιάς του («έχοντας την προαίρεσή σου σαν ανεξάντλητο ποτάμι ελέους, ανέβλυσες τους αέναους κρουνούς της ευεργεσίας στους αναγκεμένους» (ωδή ε΄), που συνεχιζόταν και με τα διάφορα θαύματά του («σαν μέγας ήλιος φωταγωγείς πάντοτε το πλήρωμα της οικουμένης με τις λάμψεις των δογμάτων σου και των θαυμάτων σου» (κοντάκιον). 

Ο σεμνός υμνογράφος του αγίου Ταρασίου Γεώργιος μάλιστα, γνωστός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, θέλοντας να προβάλει ζωντανά και παραστατικά το μέγεθος της αγιότητάς  του στους πιστούς, τον παρουσιάζει ως ζωντανή εικόνα και στήλη  που στέκει ενώπιόν μας καλώντας μας να τον ακολουθήσουμε σε ό,τι αυτός πάλεψε να έχει στη ζωή του: την πίστη και τις αρετές. «Στέκεσαι μπροστά μας, σαν γεμάτη πνοή εικόνα και ζωντανή στήλη των αρετών και της πίστεως, Ταράσιε, φωνάζοντας αδιάκοπα με τα έργα και τα λόγια σου, σοφέ, και προτρέπεις όλους τους πιστούς να μιμηθούν εσένα» (ωδή θ΄). Ο υμνογράφος με τον τρόπο αυτό διακηρύσσει την παρρησία στον Θεό του αγίου Ταρασίου. Διότι μόνον ένας που έχει γίνει χριστομίμητος, σαν τον απόστολο Παύλο, μπορεί να έχει το θάρρος να καλεί και τους άλλους να τον ακολουθήσουν στον τρόπο της ζωής του. Όπως δηλαδή ο απόστολος έλεγε «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού», κατά τον ίδιο τρόπο και ο άγιος Ταράσιος: προέτρεπε τους πιστούς να τον μιμηθούν. Σε αποστολικά ύψη λοιπόν η ζωή του, όπως μας τον παρουσιάζει η Εκκλησία μας.

Κι είναι εκπληκτικό από τη ζωή του, όπως το διαπιστώνουμε και στους μεγάλους Ιεράρχες και Πατέρες της Εκκλησίας μας, το γεγονός ότι παρ’ όλες τις απασχολήσεις του ως αρχιεπίσκοπος έβρισκε χρόνο για τις εμβριθείς μελέτες του στην Αγία Γραφή – τι ωραία μας δίνει τη διάσταση αυτή ο ύμνος της ακολουθίας του (ωδή γ΄): «Εισέδυσες στον βυθό της θεόπνευστης Γραφής, Ταράσιε σοφέ, κι από εκεί ανείλκυσες τον πολύτιμο μαργαρίτη» – όπως και το ότι δεν σκλήρυνε την καρδιά του η θεσμική διοικητική του θέση. Η καρδιά του κρατήθηκε ανέπαφη, γεμάτη σπλάχνα οικτιρμών προς όλους τους ανθρώπους, κατεξοχήν μάλιστα προς τους πτωχούς και τους ενδεείς. Το σημειώσαμε και παραπάνω: η καρδιά και η προαίρεσή του ήταν «ανεξάντλητο ποτάμι ελέους και αγάπης». Πόσο πρέπει να τον έχουμε παράδειγμα τον άγιο όλοι οι πιστοί, και μάλιστα εκείνοι που κατέχουν  μεγάλα αξιώματα, είτε στην Εκκλησία είτε στην πολιτεία. Διότι αν τα αξιώματα δεν κάνουν πιο σάρκινη την καρδιά μας και δεν θεωρούνται αναβαθμός για μείζονα αγάπη, ασφαλώς δεν έχουν κανένα νόημα. Κι ίσως θεωρηθούν και η καταδίκη μας.

24 Φεβρουαρίου 2022

ΟΛΟΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ!

«Όλος ο πόλεμος γίνεται για την ταπείνωση. Οι εχθροί έπεσαν από υπερηφάνεια και μας σπρώχνουν προς την απώλεια από τον ίδιο δρόμο. Οι εχθροί μάς επαινούν∙ κι αν η ψυχή δεχτή τον έπαινο, τότε αποχωρεί η χάρη απ’ αυτήν, ωσότου μετανοήση. Έτσι σ’ όλη τη ζωή της η ψυχή μαθαίνει τη Χριστομίμητη ταπείνωση. Μόνο η ταπεινή ψυχή βρίσκει την ανάπαυση και την άγια εκείνη ειρήνη, για την οποία μιλεί ο Κύριος (πρβλ. Ιωάν. ιδ΄ 27). Η νηστεία,  η εγκράτεια, η αγρυπνία, η ησυχία κι οι άλλες αρετές βοηθούν, αλλά η κύρια δύναμη βρίσκεται στην ταπείνωση. Η Μαρία η Αιγυπτία αποξήρανε με τη νηστεία σ’ ένα χρόνο το σώμα της, γιατί δεν είχε και τι να φάη∙ με τους λογισμούς όμως πάλαιβε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια» (όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης).

Θεμέλιο της σκέψεως του χριστιανού για να αξιολογεί τα της ζωής του είναι η σπουδαιότερη δωρεά που ο Θεός του έδωσε: να τον έχει κάνει μέλος του σώματός Του, ένα μ’ Εκείνον. Ο χριστιανός αποτελεί «μίμημα Χριστού», μία «επανάληψη» Εκείνου – ο χριστιανός προεκτείνει τον Κύριο, όπως ο Ίδιος το απεκάλυψε: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», ο Χριστός συνιστά το ένδυμα της ψυχής και του σώματός του. Γι’ αυτό και τα κύρια χαρακτηριστικά του Κυρίου, η αγάπη και η ταπείνωση, θεωρούνται δομικά στοιχεία της χριστιανικότητας του πιστού. Αγάπη ο Κύριος; Αγάπη και ο χριστιανός. Ταπείνωση ο Κύριος; Ταπείνωση και ο χριστιανός. Και το ιερό αυτό ζεύγος, κατά Ιωάννη της Κλίμακος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά: όπου αγάπη εκεί και ταπείνωση∙ όπου ταπείνωση εκεί και αγάπη. Η ταπείνωση μάλιστα αποτελεί τη βάση και της ίδιας της αγάπης, στο δικό της μόνο έδαφος, της ταπείνωσης, μπορεί να φυτρώσει το άνθος της μοναδικής και καθ’ υπερβολήν οδού.

Και βεβαίως η Αγάπη και η Ταπείνωση για τον Θεό μας συνιστούν υπερφυείς καταστάσεις που η διάνοια του ανθρώπου δεν μπορεί να προσεγγίσει – περικλείουν το μυστήριο της Τριαδικής θεότητας. Η αγάπη όμως και η ταπείνωση του χριστιανού αποτελούν αγώνισμα που αποκαλύπτουν την πνευματική κατάστασή του, ένα αγώνισμα που δεν έχει όριο και τέλος, γιατί ο πιστός άνθρωπος διαρκώς «κυνηγά» τον Θεό του που είναι άπειρος. Έτσι ο χριστιανός είναι χριστιανός στον βαθμό που αφήνει χώρο στην ύπαρξή του για να φανερώνεται ο Κύριος, κάτι που μετριέται από τον βαθμό ακριβώς της αγάπης και της ταπείνωσής του. Όσο μεγαλύτερες η αγάπη και η ταπείνωση, τόσο και πλουσιότερη η χάρη του Θεού στον άνθρωπο.

Κι έρχεται ο άγιος Σιλουανός, ο μέγας αυτός όσιος της εποχής μας, που το μεγαλείο του ανέδειξε κατά μοναδικό τρόπο ο άλλος όσιος εξίσου και υποτακτικός του Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, για να τονίσει με τον δικό του λόγο ότι «όλος ο πόλεμος γίνεται για την ταπείνωση». Ο όσιος Γέρων μιλάει και από την πείρα του. Ταλαιπωρήθηκε φρικτά, παρ’ όλες τις τρομακτικές ασκητικές του ενέργειες στο Μοναστήρι του αγίου Παντελεήμονος του Άθω, τις νηστείες και τις χαμευνίες και τις αγρύπνιες του, προκειμένου να «μάθει» το πρώτο και σπουδαιότερο αυτό μάθημα. Σε απόγνωση μάλιστα ευρισκόμενος του εμφανίστηκε ο Κύριος για να του πει: «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση να είναι κανείς με τον Κύριο, αν τον εαυτό του δεν τον έχει καταδικάσει στην... απώλεια, αλλά χωρίς απελπισία. Αυτή δεν είναι η πνευματική πραγματικότητα; Γιατί τι έχει ο άνθρωπος από μόνος του για να μπορεί να καυχηθεί; Μόνο τις αμαρτίες του και τις ανοησίες του. Ό,τι καλό υπάρχει σ’ αυτόν οφείλεται σε δωρεά του Κυρίου. Όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «τι έχεις που δεν το έχεις λάβει; Αφού λοιπόν το έχεις λάβει από τον Θεό, τι καυχάσαι σαν να μην σου έχει δοθεί;» Την ίδια συγκλονιστική μαρτυρία, ποιου ύψους κανείς δεν ξέρει, καταθέτει ο ίδιος απόστολος: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Η μεγαλωσύνη του αποστόλου Παύλου έγκειτο στο απροσμέτρητο βάθος της ταπείνωσής του. Διότι «πας ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» κατά τον λόγο του Κυρίου.

Λοιπόν, η σωτηρία ως σχέση με τον Κύριο, ως δηλαδή επιβεβαίωση του βαπτίσματός μας που Τον ντυθήκαμε, βρίσκεται στην επιλογή της μοναδικής αυτής οδού, της ταπείνωσης, που φανερώνει και τη γνησιότητα της μετανοίας μας. «Μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και τότε θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» είπε ο Κύριος. Γι’ αυτό και Εκείνος είναι ο δάσκαλός μας στην οδό αυτή, γι’ αυτό και «Χριστομίμητη» η ταπείνωση, κατά τον άγιο Σιλουανό. Κι εκείνο που δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης για τον όσιο μεγάλο Γέροντα είναι το γεγονός ότι «οι εχθροί δαίμονες έπεσαν από υπερηφάνεια και μας σπρώχνουν προς την απώλεια από τον ίδιο δρόμο». Ταπεινωνόμαστε λοιπόν; Χριστοποιούμαστε. Υπερηφανευόμαστε; Δαιμονοποιούμαστε. Ακόμη και η άσκηση όλων των αρετών απλώς «βοηθούν». «Η κύρια δύναμη βρίσκεται στην ταπείνωση». Το παράδειγμα της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας είναι πράγματι συγκλονιστικό.

Κι επειδή ο Κύριος θέλει να μας καθοδηγήσει στην οδό Του αυτή προκειμένου να μας παρέχει όλα τα αγαθά Του που δεν μπορεί να τα προσλάβει μία υπερήφανη ψυχή, γιατί είναι γεμάτη από το Εγώ της, δρα απέναντί μας παιδαγωγικά και απείρως στοργικά. Ο άγιος Σιλουανός και πάλι μας επισημαίνει: «Ο Κύριος διαπαιδαγωγεί σπλαχνικά την ψυχή. Μόλις αποκτήση έπαρση η ψυχή έναντι του αδελφού, την ίδια στιγμή δέχεται επίθεση από κάποιο κακό λογισμό∙ κι αν ταπεινωθή η ψυχή, η χάρη παραμένει∙ ειδάλλως, θ’ ακολουθήση ένας μικρός πειρασμός, για να ταπεινωθή. Αν όμως δεν ταπεινωθή, τότε θ’  αρχίση ο πόλεμος της πορνείας. Αν και πάλι δεν ταπεινωθή, θα πέση σε κάποιο μικρό αμάρτημα. Κι αν και πάλι δεν ταπεινωθή, τότε πια έρχεται ένας μεγαλύτερος πειρασμός και θα υποστή μια μεγαλύτερη αμαρτία. Κι έτσι θα δυναμώνη η δοκιμασία, ωσότου ταπεινωθή η ψυχή. Τότε φεύγει ο πειρασμός. Κι αν ταπεινωθή ακόμα περισσότερο, θα έλθη η κατάνυξη και η ειρήνη και θα εξαφανιστή κάθε κακό».

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού)∙ ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή» (κάθισμα όρθρου)∙ ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄)∙ ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄), ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων».

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας».

23 Φεβρουαρίου 2022

Το ζύμωμα του Προσφόρου από τους μαθητές των Κατηχητικών μας.

 


Κατά τη διάρκεια των κατηχητικών μαθημάτων του Σαββάτου 12 Φεβρουαρίου 2022, οι μαθητές όλων των βαθμίδων είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Προσκομιδής, δηλαδή της προετοιμασίας των Τιμίων Δώρων, να δουν τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας μας στο Παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου και των Οσίων Πατέρων και να μετάσχουν στην παρασκευή του προσφόρου.