02 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΗΣΥΧΙΟΣ Ο ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΣ

«Ο άγιος Ησύχιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Μαξιμιανού (302) κι ήταν ο πρώτος στο παλάτι και στη βουλή της Συγκλήτου. Επειδή ο Μαξιμιανός πρόσταξε όλοι οι χριστιανοί που ήσαν στρατιώτες βασιλικοί, αν δεν αρνηθούν τον Χριστό, να στερηθούν τις ζώνες τους – το σημάδι της βασιλικής τους αξίας – και να ζουν ως ιδιώτες και άτιμοι, λόγω  λοιπόν αυτής της παράνομης προσταγής πολλοί χριστιανοί προτίμησαν να ζουν καλύτερα χωρίς καμία εξωτερική τιμή, παρά να έχουν μεν τιμή αλλά να χάνουν την ψυχή τους. Κι ένας από αυτούς τους χριστιανούς  ήταν και ο άγιος Ησύχιος. Το έμαθε ο βασιλιάς και έδωσε διαταγή να αποδυθεί κι αυτός τα πολυτελή ενδύματά του και να ενδυθεί φτωχό μανδύα, χωρίς μανίκια, υφασμένο από μαλλί, και να ζει μαζί με τις γυναίκες.

Όταν έγινε αυτό, προσκάλεσε ο βασιλιάς τον Ησύχιο και του ζητούσε να του πει αν δεν ντρέπεται που ξέπεσε από την τιμή των μαγίστρων στον άτιμο αυτόν τρόπο ζωής, κι αν έχει επίγνωση ότι κανείς από τους χριστιανούς δεν μπορεί να τον αποκαταστήσει στις προηγούμενες τιμές και εξουσίες που είχε. Ο άγιος απάντησε ότι η παρούσα τιμή είναι πρόσκαιρη, ενώ του Χριστού είναι απέραντη και αιώνια, οπότε ο βασιλιάς οργισμένος πρόσταξε να δεθεί μία μυλόπετρα στον τράχηλό του και να ριχτεί στον Ορόντη ποταμό (στη Συρία), μέσα στον οποίο ο άγιος δέχτηκε το μακάριο τέλος».  

Ένδοξος όσο ζούσε στον κόσμο αυτό ο άγιος Ησύχιος λόγω της μεγάλης του θέσης στο παλάτι του αυτοκράτορα, μέγιστος όμως και στο τέλος του λόγω της πιστότητάς του στον Χριστό και του μαρτυρίου του. Κι ακόμη ενδοξότερος βεβαίως μετά τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού, ζώντας πια μαζί με τους αγγέλους ενώπιον του Κυρίου του.  «Και στον βίο σου ένδοξος και μεταξύ των μαρτύρων μέγιστος ήσουν γνωστός, αθλητά Ησύχιε, και μαζί με τις ουράνιες δυνάμεις παρίσταται με δόξα μπροστά στον Βασιλέα των όλων» θα πει με θάμβος ο άγιος υμνογράφος του Ιωσήφ (στιχ. εσπ.). Κι είναι ακριβώς η ένδοξη κοσμική θέση του που φωτίζει τον πλούτο της χριστιανικότητάς του. Γιατί είχε να αντιπαλέψει με ό,τι αποτελεί στον κόσμο τούτο «μεγάλο και τρανό»: την εξουσία, τα χρήματα, την αποδοχή. Κι όμως εκείνος τα έκανε όλα πέρα, τα θεώρησε κυριολεκτικά ως σκουπίδια. «Εγκατέλειψες τα αξιώματα και τον πλούτο και τη φθαρτή δόξα, κι ακολούθησες μόνο τον Χριστό» (ωδή θ΄). Σαν τον απόστολο Παύλο που κι εκείνος κάπως έτσι προχώρησε στη ζωή του: από «πριγκιπόπουλο» του Ιουδαϊσμού, όπως ήταν, να γίνει «περικάθαρμα» και έσχατος όλων. Κι αυτό γιατί; Για να κερδίσει τον Χριστό. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα (σκουπίδια) είναι ίνα Χριστόν κερδήσω».

Τι υπέκειτο ως κινητήρια δύναμη και στον απόστολο Παύλο, αλλά και στον άγιο Ησύχιο τον Συγκλητικό που εορτάζουμε σήμερα; Αυτό που όλοι γνωρίζουμε καλά: η αγάπη τους προς τον Κύριο, ο θερμός πόθος και έρωτάς τους προς Εκείνον. Ό,τι ζητάει ο λόγος του Θεού: την απόλυτη στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της ισχύος», αυτό έκαναν πράξη οι άγιοι όλοι, αυτό έκανε και ο άγιος Ησύχιος. «Αγάπησες μόνο το ποθητό κάλλος του Χριστού, μακάριε, γι’ αυτό και περιφρόνησες τα κάλλη και τις ομορφιές του κόσμου» (ωδή γ΄). Αυτή είναι η αλήθεια: μόνο η δύναμη του Θεού που ριζώνει ως αγάπη στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να τον κάνει να υπερβεί και την ίδια τη φύση του, την πεσμένη στην αμαρτία και που ρέπει «επιμελώς εκ νεότητος επί τα πονηρά». Κι η δύναμη αυτή όχι μόνο   απεμπλέκει από την έλξη και τη γοητεία των υλικών αγαθών, αλλά και οδηγεί τον πιστό στην κατάθεση και του πιο μεγάλου θεωρούμενου αγαθού, της ίδιας της ζωής. «Ο Κύριος, πανσεβάσμιε, στον καιρό των μαρτυρικών άθλων, σού φανερώθηκε στήριγμα και κραταίωμα. Γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες τον θάνατο» (ωδή δ΄). Η αφοβία του θανάτου άλλωστε δεν είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τον γνήσιο χριστιανό; Γιατί ζει, κατά την ακραία ιδίως κατάσταση του μαρτυρίου, τη χαρισματική αγάπη του Χριστού που είναι δυνατότερη και από τον θάνατο – ο Σταυρός είναι η επιβεβαίωση πάντοτε της πιστότητας στην αλήθεια.

Πώς συγκεκριμενοποιείται όμως ο θερμός πόθος προς τον Χριστό του μάρτυρα και κάθε αγίου; Τι σημαίνει δηλαδή αγαπώ τον Χριστό ώστε μου δίνει τη δύναμη να αντέξω τα μαρτύρια μέχρι θανάτου; Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ δίνει την απάντηση, θεμελιωμένη στη Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας: αγάπη προς τον Χριστό σημαίνει εναγκαλισμό των εντολών του Χριστού και πορεία ζωής με βάση αυτές – σαν να περιχαρακώνεται ο πιστός ψυχικά και σωματικά από ό,τι ο Κύριος καθορίζει. Διότι ο Κύριος μέσα στις εντολές Του περικλείεται. «Περιχαρακωμένος από τις εντολές του Κυρίου, απόκρουσες, παμμακάριστε Ησύχιε, τις πονηρές θωπείες των ανόμων ηγεμόνων, αθλούμενος καρτερικότατα» (ωδή α΄). Αυτό είναι το αποτέλεσμα στον άνθρωπο που βαδίζει με αγάπη προς το θέλημα του Θεού: νιώθει σαν να είναι μέσα σε φρούριο, παντοδύναμος σχεδόν, που κάθε θεωρούμενη ελκτική δύναμη είναι ενώπιόν του ως αράχνη.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Προσευχαῖς καί νηστείαις τόν Λυτρωτήν ἱλεωσώμεθα∙ συγχαίρει γάρ ὁ Κτίστης τῇ μετανοίᾳ τῶν κτισμάτων αὐτοῦ» (ωδή γ΄ 1ου καν. Τριωδίου).

(Ας καταστήσουμε τον εαυτό μας άξιο του ελέους του Λυτρωτή Χριστού με τις προσευχές και τις νηστείες μας. Διότι ο Δημιουργός συγχαίρει με τη μετάνοια των δημιουργημάτων Του).

Ο μεγάλος Πατήρ και μεγαλοφυής υμνογράφος άγιος Ανδρέας ο Κρήτης είναι ο ποιητής του πρώτου κανόνα του Τριωδίου της ημέρας, συνεπώς και του συγκεκριμένου ύμνου. Με ελάχιστα λόγια τονίζει τρεις καίριες και βαθιές αλήθειες της πίστεώς μας, ενόψει της εισόδου μας στην αγία μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Πρώτον, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Λυτρωτής μας και ο Δημιουργός μας. Δεν είναι ένας σπουδαίος και σημαντικός άνθρωπος, αλλά ο Ίδιος ο Θεός, ο «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», η ίδια η πηγή της ζωής. Όσο κι αν φαίνεται να προκαλεί την ανθρώπινη σκέψη η αλήθεια αυτή, πρόκειται για την αποκάλυψη του Θεού μας, από την οποία εξαρτάται η σωτηρία και η λύτρωσή μας. Αυτός που αποκαλύφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη στον Αβραάμ και τους λοιπούς Πατριάρχες και που φανέρωσε το όνομά Του στον μέγα Μωϋσή μέσα από τη φλεγόμενη αλλά μη κατακαιόμενη βάτο: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν», ο Γιαχβέ εβραϊστί, ο Ίδιος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στον οποίο, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Τα λόγια του ταπεινού Θεού μας Ιησού Χριστού ηχούν συγκλονιστικά, όπως ο ήχος του λιονταριού που προκαλεί φόβο στους πάντες, για να θυμηθούμε τον προφήτη Αμώς. «Ἐάν μή πιστεύσητε ὅτι Ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν» (αν δεν πιστέψετε ότι Εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, ο Ίδιος ο Θεός δηλαδή, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας). Η αποδοχή του Κυρίου Ιησού ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου στη ζωή μας – κι εννοείται όχι κατά θεωρητικό νοησιαρχικό τρόπο – μας κάνει μετόχους της πραγματικής ζωής και μας οδηγεί στην υπέρβαση και του ίδιου του θανάτου. Ο πιστός στον Χριστό ζει την αιώνια ζωή ήδη από τη ζωή αυτή.

Δεύτερον, ότι ο Χριστός ως Δημιουργός και Λυτρωτής μας είναι πλήρης ελέους και αγάπης απέναντι στα πλάσματά Του, και μάλιστα τα πλανεμένα και απομακρυσμένα από Αυτόν πλάσματά Του. Κατά τον λόγο Του, είναι Αυτός που αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει για το ένα το χαμένο. Και χαίρεται, όταν το βρει, σαν να βρήκε τον κόσμο όλο (Λουκ. 15, 4 εξ). Ο κάθε άνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, ακόμη και ο θεωρούμενος ανθρωπίνως ο πιο έσχατος – ο «έσχατος»: η μεγάλη αγάπη του Χριστού! – είναι το κέντρο της αγάπης Του και της αδιάκοπης φροντίδας Του. Μπορεί δηλαδή οι πάντες στον κόσμο τούτο να μας ξεχάσουν και να μας περιφρονήσουν, ακόμη και η μάνα μας να μας διαγράψει, Εκείνος ποτέ δεν μας ξεχνά, δεν μας περιφρονεί, δεν μας διαγράφει. Διότι είμαστε «εικόνα» Του – μία άλλη «επανάληψη» (όσιος Σωφρόνιος) του Ίδιου. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν»! Ποιος μπορεί να ακούσει με ανοιχτή καρδιά την αποκάλυψη αυτή του Θεού μας και να μη συγκινηθεί και να μη κατανυχθεί; Μόνον ο κατακτημένος από τον Πονηρό που έχει πετρωμένη την καρδιά του και δεν αφήνει καμία ρωγμή για να ρουφήξει αχόρταγα το οξυγόνο της αγάπης του Πατέρα του! Οπότε, ο Δημιουργός μας, η Αυτοαγάπη και η Αυτοαγαθότης, χαίρεται με την πιο μεγάλη χαρά, όταν δει το πλάσμα Του να προσκλίνει προς Αυτόν εν μετανοία, δηλαδή να δείχνει έμπρακτα ότι Τον θέλει στη ζωή του. «Χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Το παράδειγμα της επιστροφής του ασώτου υιού, που τον υποδέχεται με χαρά και αγαλλίαση ο Πατέρας του δείχνει με απόλυτη καθαρότητα την πραγματικότητα.

Και τρίτον, ότι ναι μεν ο Χριστός Θεός μας είναι γεμάτος Αγάπη και Έλεος απέναντί μας, αλλά όπως είπαμε θέλει και τη δική μας ανταπόκριση. Ποτέ δεν έρχεται η Αγάπη εκβιαστικά στη ζωή μας, γιατί έτσι σταματάει να είναι Αγάπη. Αγάπη σημαίνει ακριβώς σεβασμός στην ελευθερία μας, που θα πει ότι όπου υπάρχει αμετανοησία και επιλογή της πονηρίας ως τρόπου ζωής, εκεί ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει συνθήκες ώστε και την Αγάπη και το Έλεος του Θεού να τά «εισπράττει» ως οργή του Θεού. Συνεπώς, προκειμένου να καθιστούμε τον εαυτό μας άξιο του Ελέους του Θεού: η Αγάπη Του να βρίσκει χώρο μέσα στην ύπαρξή μας και να έχουμε κοινωνία μαζί Του, απαιτείται κι εμείς να στρέφουμε τη θέλησή μας προς Εκείνον. Κι αυτό που φανερώνει το «ναι» μας προς τον Θεό είναι το άνοιγμά μας προς το Πρόσωπό Του, η προσευχή μας δηλαδή, η οποία γίνεται καθαρή όταν κάνουμε πέρα αυτό που την εμποδίζει. Και τι εμποδίζει την προσευχή και την εν αγάπη αναφορά μας προς τον Κύριο παρά η γοητεία που ασκεί επάνω μας η ηδονή των υλικών αγαθών; Εκεί εντοπίζεται και η αξία της νηστείας: αποκαλύπτει με μοναδικό τρόπο τη θέληση του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από τα χαμερπή και να κοιτάξει λίγο πιο ψηλά, εκεί που είναι ο Χριστός. «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Ο ίδιος ο Κύριος το είχε πει στους μαθητές Του με σαφήνεια: Τα πάθη του ανθρώπου και τα δαιμόνια που ενεργούν σ’ αυτά δεν φεύγουν παρά μόνο με την προσευχή και τη νηστεία. «Τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».  Από την άποψη αυτή, η Σαρακοστή που μας κινητοποιεί στο ανώτερο δυνατό και στην προσευχή και στη νηστεία συνιστά το μεγαλύτερο δώρο του Θεού για την πνευματική μας προκοπή και την πορεία μας προς συνάντησή Του. Για να το εκφράσουμε με τα λόγια του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου αυτήν τη φορά (ωδή γ΄, 2ος καν.): «Αφού δεχτήκαμε τη δωρεά της νηστείας, ας δοξάσουμε Αυτόν που μας την έδωσε για τη σωτηρία μας». Και με το δεδομένο της διαρκούς δυστυχώς αδυναμίας μας: «Ας φωνάξουμε δυνατά με δάκρυα στον Δεσπότη Χριστό: Δώσε μας, Κύριε πολυέλεε, χάρη που να μας βοηθεί για να τηρούμε τα θελήματά Σου»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ

«Ο άγιος γεννήθηκε στη Νάξο το 1851, από ευσεβείς γονείς που είχαν ένα εμπορικό καΐκι. Στο κτήμα τους είχαν και παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Τον περισσότερο χρόνο του ο άγιος από μικρός τον περνούσε  μέσα σ’  αυτό, ενώ προείπε στους γονείς του τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον εκ μητρός παππού του ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε όλα τα εκκλησιαστικά τελετουργικά. Δεκατεσσάρων ετών ορφάνεψε από πατέρα και η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα. Νεαρός νυμφεύτηκε κι απόκτησε έναν γιο, αλλά σύντομα έχασε τη σύζυγό του. Χειροτονήθηκε διάκονος (1879) και πρεσβύτερος (2 Μαρτίου 1885) και τοποθετήθηκε στον άγιο Παντελεήμονα  Ιλισσού. Λειτουργούσε όμως και στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, όπως και στον άγιο Ελισσαίο Πλάκας, όπου γνώρισε ως ιεροψάλτες τους μεγάλους Αλέξανδρους, Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη.

Διέπρεψε ως εκκλησιαστικός λειτουργός, αφήνοντας σε όλους την εικόνα του αφιλάργυρου, ταπεινότατου, φιλάνθρωπου και απλού ανθρώπου του Θεού. Η ακτινοβολία του κατά τη Θεία Λειτουργία ήταν τέτοια που κυρίως τα παιδιά τον έβλεπαν κάποιες φορές να μην πατάει στο έδαφος.

Η φιλανθρωπία του, η παροιμιώδης απλότητά του, η αφιλαργυρία του ήταν καρπός του Πατερικού του ήθους, το οποίο εδραζόταν στη μεγάλη ταπείνωσή του και την απέραντη αγάπη του στον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο ότι λειτουργούσε καθημερινά στον άγιο Ελισσαίο, ενώ η λειτουργία ήταν πολύωρη από το πλήθος  ονομάτων που μνημόνευε.

Χωρίς σπουδές ο άγιος αλλά με σοφία Θεού, χαριτώθηκε από Εκείνον με τα χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης, αλλά και της θαυματουργίας. 2 Μαρτίου του 1932, Κυριακή του ασώτου, κοιμήθηκε  οσιακά. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τον δρόμο τετέλεκα. Δόξα Σοι ο Θεός. Η Θεία Χάρις να σας ευλογεί!» 29 Αυγούστου 1992, χρονιά που διακηρύχθηκε επισήμως η αγιότητά του, τα λείψανά του τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης».

Ο άγιος επιβεβαιώνει τον Παύλειο λόγο  «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Δεν είχε προσόντα που θαυμάζει ο κόσμος. Το απόλυτο προσόν του ήταν  η απλότητα και η ταπείνωσή του, που μαγνητίζουν τη χάρη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Μπροστά στον άγιο Νικόλαο δηλαδή τοποθετούμαστε ενώπιον  του Θεού και αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια διαφάνεια του ουρανού ήταν όλη η ζωή του.   Η υμνογραφία για τον άγιο  αυτό πρώτα απ’ όλα θίγει: «Αξίωσες, Χριστέ, με τη χάρη Σου,  τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα από τα ισχυρά και να φθάσουνε  τον ουρανό».

Ο άγιος Νικόλαος δεν ήταν απλός βεβαίως με την έννοια του αφελούς. Την απλότητά του την «έδεσε» με την αγάπη προς τον Θεό, ώστε δι’  αυτής να φανερωθεί η σοφία Εκείνου. Γι’  αυτό και τίποτε επίγειο δεν τον γοήτευε. «Εσένα ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον Σωτήρα σου» σημειώνει ο υμνογράφος του μακαριστός Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς. Οπότε όλοι τον ονόμαζαν «άνθρωπο του Θεού», με όλες τις αρετές ενός τέτοιου ανθρώπου. «Ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς».

Ο εμπνευσμένος υμνογράφος αφορμάται από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη αγάπη του αγίου προς τον ομώνυμό του  άγιο - «ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας»  – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να χαρακτηρίσει τον  βίο του. «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο, τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη  του». Και: «Πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας».

Ο άγιος ήταν βραδύγλωσσος σαν τον Πατριάρχη Μωυσή. Ο υμνογράφος δεν διστάζει να τους παραλληλίσει: «Με τον ατελή του λόγο έμοιαζε στον βραδύγλωσσο Μωυσή και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο». «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαο» -  πιο μεγάλος και από τον Μωυσή!

Τέλος, ως λειτουργός υπήρξε μοναδικός. Όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή σπουδαίος ιεροκήρυκας, αλλά γιατί «κατέβαζε στη γη τον ουρανό»,  έχοντας σαν τον άγιο Σπυρίδωνα «αγγέλους να συλλειτουργούν μαζί του». Όχι τυχαία λοιπόν σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, σαν τους Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις λειτουργίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν μύστη των αρρήτων μυστηρίων, αυτόν βοηθούσαν στο ψαλτήρι.  Ο υμνογράφος επισημαίνει «συνεσκιασμένα». «Είχες άξιους συνεργάτες, που έψελναν καρδιακά στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής».

01 Μαρτίου 2022

ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Ἀσμένως λαοί, τήν Νηστείαν ἀσπασώμεθα· ἔφθασε γάρ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἡ ἀρχή· ἀφήσωμεν τῆς σαρκός τήν εὐπάθειαν, αὐξήσωμεν τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα, συγκακοπαθήσωμεν ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, ἵνα καί συνδοξασθῶμεν ὡς τέκνα Θεοῦ· καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐν ἡμῖν οἰκῆσαν, φωτίσῃ τάς ψυχάς ἡμῶν» (Ἰδιόμελον, ἦχος γ΄. Ἀπόστιχα τῶν αἴνων).

(Ἄς ἀποδεχθοῦμε, πιστοί, τή νηστεία μέ εὐχαρίστηση, γιατί ἔφτασε ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἄς ἀφήσουμε τήν εὐπάθεια τῆς σάρκας, ἄς αὐξήσουμε τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς, ἄς συγκακοπαθήσουμε ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, προκειμένου νά δοξασθοῦμε μαζί Του ὡς τέκνα Θεοῦ. Καί ἔτσι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ κατοικήσει μέσα μας, νά φωτίσει τίς ψυχές μας).

Ἡ Ἐκκλησία μας καί πάλι διά τοῦ ὑμνογράφου της εἶναι ἀπόλυτα προσγειωμένη στήν πραγματικότητα τῶν μελῶν της. Ἐνῶ οἱ πιστοί ὡς μέλη Χριστοῦ ἔχουμε πάρει διά τοῦ μυστηρίων, ἰδίως τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος, τή δύναμη νά μήν ἁμαρτάνουμε, πού θά πεῖ ὅτι ἀδιάκοπα πρέπει νά πορευόμαστε πάνω στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, «ἀφορῶντες εἰς Αὐτόν ὡς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν» καί κοινωνώντας Τον στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅμως ἡ ἴδια ἡ ζωή ἀποδεικνύει ὅτι αὐτό σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό γιατί τά προβλήματα καί ἡ καθημερινότητα ἀπορροφοῦν τόσο πολύ τήν ἐνέργεια τοῦ χριστιανοῦ, ὥστε χάνει αὐτό πού πρέπει νά εἶναι ἡ προτεραιότητά του, ἡ σχέση του ἀκριβῶς μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Τό «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ», πού προέτρεψε ὁ Κύριος, δυστυχῶς ἀποτελεῖ «ψιλό γράμμα» γιά τούς πολλούς ἤ ἀνέφικτη πραγματικότητα στόν κόσμο τοῦτο πού ζοῦμε. Ὁπότε ἡ Ἐκκλησία μας, διαπιστώνοντας τόν ἐλλειμματικό χριστιανισμό μας, μᾶς κρούει τόν κώδωνα τῆς ἀφύπνισης: ἔφτασε, μᾶς λέει, καί πάλι ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων μέ τή νηστεία τῆς Σαρακοστῆς. Τουλάχιστον τώρα, ἄς προσανατολιστοῦμε ὀρθά, δηλαδή ἄς ζήσουμε μαζί μέ τόν Χριστό, προκειμένου νά λάβουμε τή δόξα πού ἀπολαμβάνουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει νά ἐνεργοποιηθεῖ μέσα στίς καρδιές ἀλλά καί στό σῶμα μας ὁ φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀδιάκοπο ἐμπόδιο στήν πρός τά πρόσω πορεία μας εἶναι ἡ εὐπάθεια τῆς σαρκός μας, ἡ ὁποία πολύ εὔκολα προσκλίνει στά φιλήδονα πάθη της, ἀναζητώντας διαρκῶς τήν ἄνεσή της καί σχηματίζοντας ἔτσι στήν ψυχή ἕνα παχύ στρῶμα πνευματικοῦ «λίπους» πού τήν κάνει ἀδύνατη νά νιώσει τήν παρουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπιλογή συνεπῶς τῆς νηστείας, ὡς περιορισμοῦ τῶν φιλήδονων τάσεων καί ὁρμῶν τῆς σαρκός, εἶναι μονόδρομος γιά τόν εὐαισθητοποιημένο κάπως χριστιανό, γι’ αὐτό καί μέ χαρά κάθε φορά πού ἔρχεται ἡ Σαρακοστή σπεύδει νά τήν ἐνστερνισθεῖ καί νά τήν ἀγκαλιάσει.

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ

«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους  ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται, αν του την έπαιρναν. Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος, που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και της έκοψαν το κεφάλι».

Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως συμβαίνει και με άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ’λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, ήδη στην αρχή της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.

Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης». Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Διότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου στο φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Με την παρατήρηση ότι η δική μας προσφορά γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.  

28 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ (27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτωρία. Το κοσμικό όνομα του Γέροντα ήταν  Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρη του Θεού έκλεισε στον Ευάγγελο όλες τις θύρες της κοσμικής αποκατάστασής του.

Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του, τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο, ενώ η ζωή του ήταν καλογερική και πριν γίνει καλόγερος – και στον κόσμο αγωνιζόταν πνευματικά ασκούμενος στην ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, τη νηστεία και κυρίως στην υπακοή. Η ευλαβέστατη μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και ότι ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή. Πράγματι, 14 Σεπτεμβρίου του 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο και ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στη συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά τη δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Δύο χρόνια αργότερα έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντά του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε ιερέας.

Ο Όσιος Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον μεγάλο άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντά του Νικηφόρου. Από τον όσιο Ιωσήφ διδάχτηκε την απλανή πνευματική ζωή και μυήθηκε στα «μυστικά» της νοεράς προσευχής. Έτσι από νωρίς κατάλαβε ότι καμία προκοπή δεν υφίσταται, χωρίς το θεμέλιο όλων, τη υπακοή. Τη γνήσια όμως υπακοή που κίνητρό της έχει την αγάπη και τον ζήλο του Θεού.

Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον νεαρό τότε Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησόν με», ώστε να φυλάσσει τις αισθήσεις του και να καθαρίσει όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν την καρδιά του με το φως του Θεού. Το 1973 εκοιμήθη ο Γέροντάς του ιερομόναχος Νικηφόρος, χάριν του οποίου έκανε ο γνήσιος υποτακτικός δεκαεννιά σαρανταλείτουργα!

Υπακούοντας στον όσιο Ιωσήφ, συγκρότησε από το 1980 δική του συνοδεία, δίνοντας πια την ευκαιρία και σε άλλους αναζητητές της ησυχαστικής ζωής να βρουν τον δρόμο των αγίων στους οποίους αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.  Κύριο στοιχείο στον δρόμο αυτόν είναι η αδιάκοπη τέλεση της θείας λειτουργίας, η οποία για τον μεγάλο Γέροντα Εφραίμ συνιστούσε συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε εκμυστηρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία που τέλεσε, έβλεπε αισθητά όχι μόνο συλλειτουργούντες αγίους αγγέλους αλλά και  τη Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο  της προσφοράς σε σώμα και αίμα Χριστού, γι’ αυτό και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυά του, σε σημείο που να μουσκεύει το αντιμήνσιο της αγίας Τράπεζας. Τα δάκρυα όμως ήταν για τον κατανυκτικό Γέροντα  χαρακτηριστικό όλης της αγίας βιοτής του, γιατί ζούσε βαθύτατα το πένθος που εκφράζει την αληθινή μετάνοια.

Η οσία ασκητική ζωή του μεγάλου Εφραίμ που θεμελιωνόταν στην υπακοή ως φρόνημα του ίδιου του Κυρίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των αγίων, διήνοιξε τον νου και την καρδιά του και τον έκανε μέτοχο των θείων ενεργειών της διοράσεως και της προοράσεως, όπως και της τελέσεως ακόμη και θαυματουργικών επεμβάσεων. Είναι γνωστό μάλιστα, λόγω επαναλαμβανομένων παρόμοιων καταστάσεων, ότι ο Κύριος του έδινε τη χάρη να «οσμίζεται» την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που τον επισκέπτονταν, ακόμη δε και να καθιστά αισθητή και σε άλλους τη «βρομιά» που εξέπεμπαν άνθρωποι είτε αιρετικοί είτε και με άλλους τρόπους πλανεμένοι.

Με το πνεύμα Χριστού που ζούσε επιθυμούσε βαθύτατα την ενότητα όλων και προσευχόταν με πόνο υπέρ αυτής. Αλλά με τις προϋποθέσεις που θέτει η Πατερική εκκλησιαστική παράδοση: ως ενότητα και αγάπη εν τη αληθεία. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά κάτι που ιδίως για τη σύγχρονη εποχή ηχεί απολύτως προφητικά: «το σχίσμα γίνεται εύκολα, η ένωση όμως είναι δύσκολη». Την ενότητα του Χριστού δεν την έβλεπε ο όσιος Γέρων μόνον στο επίπεδο της πίστεως και των Εκκλησιών, αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ιδίως των εγγάμων. Βοήθησε πολλούς οικογενειάρχες να διατηρήσουν τον γάμο τους και να κατανοήσουν ότι ο γάμος είναι δρόμος αγιασμού τους, όπως νουθέτησε, εν πνεύματι ελευθερίας, και πολλούς νέους να αφήσουν την «άσωτη» ζωή και να κάνουν ευλογημένη οικογένεια.

Το 1996 ο Όσιος έπαθε εγκεφαλικό και έπεσε σε ακινησία. Όχι μόνο δεν γόγγυσε αλλά το θεώρησε ως ευκαιρία μεγαλύτερης δοξολογίας του Θεού. 27 Φεβρουαρίου 1998 ο μέγας Γέρων του Αγίου Όρους παρέδωσε την οσία ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του που εκ νεότητος υπηρέτησε.

Στις 20 Οκτωβρίου 2019, και ευρισκόμενος στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανήγγειλε ότι επίκειται η επίσημη αγιοκατάταξη του Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτου, κάτι που έγινε πράξη στις 9 Μαρτίου 2020, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απηχώντας την ορθόδοξη συνείδηση του λαού που τον γνώρισε, τον ενέγραψε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Στοιχεία του συναξαριού από το ιστολόγιο Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Απαρχής της ακολουθίας του οσίου Εφραίμ, ο συντάκτης της σεμνός και έμπειρος της πνευματικής ζωής ιερομόναχος Ιγνάτιος τονίζει αυτό που είναι γνωστό σε όλους όσοι έστω και λίγο γνώρισαν τον γίγαντα Γέροντα Εφραίμ: ότι ήταν το γνήσιο τέκνο της υπακοής. Ο «χαρισματούχος υποτακτικός» είναι ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός που του αποδίδεται. Κι αυτό γιατί ήδη και από την κοσμική του ζωή, πολύ περισσότερο όταν έγινε μοναχός, είχε κατανοήσει το ύψος και το βάθος της χαρισματικής αυτής καταστάσεως: αφήνεις κατά μέρος το δικό σου θέλημα για να κάνεις το θέλημα του έμπειρου στα πνευματικά Γέροντά σου, που θα πει να μάθεις να υπακούς τελικά στον Θεό! Η υπακοή δεν συνιστά άλλωστε, όπως είναι γνωστό, το φρόνημα του ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, καθώς το μαρτυρεί ο μέγας απόστολος Παύλος, γι’ αυτό και προτρέπει το ίδιο αυτό φρόνημα να αποκτήσει και κάθε πιστός που θέλει να ακολουθεί την οδό Εκείνου; «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε στον Ιησού Χριστό. Αυτός μολονότι Θεός «κένωσε» τον εαυτό του, έγινε άνθρωπος από την ταπείνωσή Του κι έγινε υπάκουος στον Θεό Πατέρα μέχρι σημείου να θανατωθεί και μάλιστα πάνω σε Σταυρό».

Γι’ αυτό και η υπακοή - η γνήσια και όχι η αναγκαστική και «καταπιεσμένη», δηλαδή αυτή που κινείται από την ορμή αγάπης προς τον Χριστό - θεωρείται ο ανώτερος βαθμός φανέρωσης της ταπείνωσης, η οποία επισύρει πλούσια στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Και γι’ αυτόν τον λόγο ταυτοχρόνως οδηγεί και στην αγάπη, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Υπακοή, ταπείνωση, αγάπη συνυπάρχουν στον εργάτη της πίστεως, χαρισματικές καταστάσεις που ψηλαφώνται στο έπακρο στον μεγάλο όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Και πάνω σ’ αυτά κινείται διαρκώς ο σεμνός υμνογράφος του οσίου. «Αγάπησες την υπακοή, μακάριε», σημειώνει από τα πρώτα ήδη στιχηρά του εσπερινού, «και διακήρυττες ότι αυτή είναι η ανώτερη από όλες τις αρετές». Για να συμπληρώσει ό,τι έλεγε εξίσου ο άγιος: «Από την υπακοή αυτή πηγάζει η αδιάλειπτη προσευχή κατά τρόπο άρρητο».

Κι εδώ πράγματι μας αποκαλύπτεται ο άγιος Εφραίμ σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν τέκνο υπακοής, για να μπορεί να ζει την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, και να «χάνεται» μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή εν αγάπη προς Αυτόν, που σημαίνει ότι η υπακοή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο μοναδικός δρόμος για να «βλέπει» κανείς τον Χριστό ήδη από τον κόσμο τούτο, να Τον κοινωνεί και να Τον γεύεται πάντοτε, προσδοκώντας το πότε θα ξανάλθει στη Δευτέρα Του παρουσία για να αυξήσει σε υπερθετικό βαθμό τη σχέση του μαζί Του. «Τον ένδοξο Εφραίμ, τον εργάτη της υπακοής και τον εραστή της προσευχής και τον ζηλωτή και μύστη της πιο μεγάλης άσκησης ας τιμήσουμε με τους ύμνους μας» θα πει έκθαμβος και πάλι ο καλός υμνογράφος (στιχ. εσπ.). Κι ακριβώς επειδή γνωρίζει καλά και ο ίδιος ότι τέτοια πνευματικά αναστήματα πατάνε στην πράξη των αρετών κι ανεβαίνουν στα ύψη της θεωρίας ως θέας του Θεού, τον παρομοιάζει δικαίως ως «υψιπέτη αετό που έζησε στο Άγιον Όρος». Ποιος δεν θαυμάζει και δεν στέκεται με δέος και θάμβος μπροστά στον βασιλέα των πτηνών, τον αετό; Είναι πραγματικά ένας άρχοντας, που δεν διανοείται κανείς να τον προσεγγίσει εική και ως έτυχε. Θυμόμαστε τον άγιο μεγάλο Πορφύριο που μιλούσε για την «εξημέρωση» ενός τέτοιου βασιλιά: πόσο τον πλησίαζε με δέος, πόσο διαρκώς έκανε μικρά βήματα προσέγγισης, μέχρις ότου φτάσει μετά από αρκετό καιρό στο σημείο απλώς να τον «χαϊδέψει»! Τέτοιος άρχοντας, τέτοιος πνευματικός βασιλιάς που εντρυφούσε αδιάκοπα στον Κύριο ήταν και ο άγιος Εφραίμ. «Σαν υψιπέτης αετός στο όρος Άθω ανέβηκες στο ύψος της μυστικής θεωρίας, θεοφόρε Εφραίμ, μετέχοντας πολλές φορές πλούσια στη θεία Χάρη» (στιχ. εσπ.).

Εφραίμ λοιπόν σημαίνει άνθρωπος της προσευχής, άνθρωπος δηλαδή που είναι ερωτευμένος με τον Χριστό, γιατί κατάλαβε κι ένιωσε ότι η σχέση μαζί Του γίνεται με την καρδιά και όχι με την ψυχρή και υπολογιστική λογική. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, το ίδιο έλεγε και ζούσε ο άγιος Εφραίμ: δίνεις την καρδιά σου σ’ Εκείνον που στα έδωσε όλα! Όπως σημειώνει και ο σεμνός ιερομόναχος υμνογράφος στο κοντάκιό του οσίου: «Σε μαγνήτισε η ωραιότητα του Χριστού, γι’ αυτό και ακολούθησες απολύτως τα ίχνη Του, με την προσευχή, την υπακοή, την άσκηση και την ταπείνωση». Γι’ αυτό και τα βιώματά του και από την άσκηση της μονολόγιστης ευχής, του Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και από την τέλεση του κέντρου όλης της εκκλησιαστικής ζωής, της Θείας Λειτουργίας ήταν μοναδικά και συγκλονιστικά.

Μαζεμένοι νοερώς με δέος μπρος στα πόδια του τον ακούμε να λέει: «Λες την ευχούλα. Αργά, γλυκά, σταθερά, παρακαλεστικά, κλαψιάρικα, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Η ευχή ζωογονεί, τρόπον τινά, την ψυχή. Να βράζει η ψυχή με την προσευχή. Έτσι μαλακώνει, έτσι ησυχάζει, έτσι αναπαύεται… Μαλακώνει και σφραγίζεται από τη Χάρη. Να νιώθεις τις λέξεις. Κρατήσου από την κάθε λέξη. Σωσίβιο είναι το κομποσκοινάκι». Και παρακάτω: «Με την ευχή η ψυχή ντύνεται και στολίζεται. Είναι το ένδυμα που έχασε ο Αδάμ, γιατί δεν είπε στον Θεό “ελέησον”, γιατί δεν είπε στον Δημιουργό “ευλόγησον”. Πριν ντυθεί, όμως, η ψυχούλα λιώνει από τη θερμότητα της πίστεως και του θείου, να πούμε, έρωτος. Νομίζεις πως θα σου φύγει η ψυχή μέσα από τα δάκρυα, παιδί μου».

Κι εξίσου νοερώς τον βλέπουμε να ιερουργεί σχεδόν καθημερινά, «βλέποντας» κι «ακούοντας» αυτός πράγματα που δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει. Ο υμνογράφος μάς βοηθάει: «Ιερότατε πατέρα, ιερουργώντας καθημερινά έβλεπες  μέσα στο πλήθος των δακρύων σου καθαρά τη χάρη του Πνεύματος που επισκίαζε τα Τίμια Δώρα όπως και την πραγματική μεταβολή τους σε σώμα και αίμα Χριστού» (δόξα Λιτής). Μικρή ιδέα παίρνουμε και απ’ αυτό που έπαθε, όπως έλεγε, ο ίδιος: «Να σας πω τι έπαθα με τον γέροντα Νικηφόρο που εκοιμήθη το 1973. Είδα ότι δεν είχε, τρόπον τινά, άνεση. “Θα αφήσω έτσι τον γέροντά μου;», είπα. “Όχι, όχι. Θα αγωνιστώ, θα αγρυπνήσω, θα κοπιάσω, θα προσευχηθώ”. Κυνηγούσα τον Θεό: “Στην ευσπλαχνία Σου! Στο έλεός Σου! Στην Αγάπη Σου, Χριστέ μου!”. Έκανα δεκαεννέα σαρανταλείτουργα. Ένιωθα τον Θεό να μου λέει: “Λέγε, λέγε”.  Η Χάρη με ενθάρρυνε, να πούμε, να προχωρήσω. Σαν να μου έλεγε: “πες μου, πες μου”. Σε άλλη όμως περίπτωση, για άλλη ψυχή, ένιωσα να μου λέει: “Δεν σε ακούω. Σταμάτα. Ό,τι και να λες, ό,τι και να κάνεις, δεν ακούω”».  

Το μόνο που μπορούμε πια να κάνουμε απέναντι σ’ αυτόν τον Γίγαντα όπως είπαμε της πνευματικής ζωής, που «και με μόνη τη θεϊκή όψη του εκπλήττονταν οι πάντες» (ωδή ε΄) – είναι γνωστό το περιστατικό του συγκλονισμού που ένιωσε νεαρό παλληκάρι όταν είδε την εικόνα του μετά την κοίμησή του: «δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια να διεισδύουν στην ψυχή μου» είπε και άλλαξε ζωή – είναι να τον παρακαλούμε να συνεχίζει να δέεται και για εμάς ενώπιον του ουράνιου θυσιαστηρίου με τη μεγάλη παρρησία που έχει στον Κύριο. Με τα λόγια του υμνογράφου Ιγνατίου που δέεται στον όσιο για τον εαυτό του, αλλά ασφαλώς και για εμάς: «Θυμήσου, θεομακάριστε Εφραίμ, κι εμάς που επιτελούμε την πανσεβάσμια μνήμη σου, καθώς παρίστασαι τώρα στο επουράνιο θυσιαστήριο, και δώρησε από τον ουρανό που βρίσκεσαι σ’ αυτόν που ύφανε με ευλάβεια και πόθο ύμνους για χάρη σου ζέση πίστεως» (ωδή θ΄).  

(Ακολουθία του οσίου και λόγια του από: π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, "Έλα φως...", Συνάντηση με τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, εκδ. Θεσβίτης, Θήρα 2021). 

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Φαιδρά προεόρτια τῆς ἐγκρατείας, λαμπρά τά προοίμια τῆς νηστείας σήμερον∙ διό συνδράμωμεν ἐν πεποιθήσει, ἀδελφοί, καί προθυμίᾳ πολλῇ» (ὠδή α΄ τριωδίου).

(Καλοδεχούμενα τα προεόρτια της εγκράτειας, λαμπρά τα προοίμια της νηστείας σήμερα. Γι’ αυτό ας τρέξουμε από κοινού, αδέλφια, με πίστη και μεγάλη προθυμία).

Απαρχή των ύμνων των Τριωδίων ο παραπάνω ύμνος, από τον πολυγραφότερο όλων των υμνογράφων άγιο Ιωσήφ. Τρία σημεία θίγει με πολύ συνοπτικό τρόπο:

Πρώτον, ότι πρώτη ημέρα της εβδομάδας της Τυρινής σήμερα, ξεκίνησε η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας. Διότι μπορεί να μην εισήλθαμε στην καθαυτό Σαρακοστή – αυτό θα γίνει με την Καθαρά Δευτέρα – όμως είμαστε στην τελευταία εβδομάδα της εισαγωγής της, όπου αφήνουμε κατά μέρος τα κρεατικά: η πρώτη νηστεία, μένοντας μόνο στα γαλακτομικά και στα ψάρια. Και δεν είναι τυχαία η διπλή επισήμανση: εγκράτεια, νηστεία. Για να δηλωθεί ότι μιλώντας για τη νηστεία στην Εκκλησία δεν εννοούμε ένα απλό διαιτολόγιο, αλλά έναν περιορισμό φαγητών που έχει όμως πνευματικό χαρακτήρα. Διότι η εγκράτεια αυτό δηλώνει: την πράξη της θέλησης του ανθρώπου που κινείται από τον ηγεμόνα νου του, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από τη γοητεία των υλικών αγαθών, ώστε πιο ελεύθερα να στραφεί προς Κύριο και Θεό του. Μη ξεχνάμε: η απόλυτη εν αγάπη αναφορά του ανθρώπου είναι ο Χριστός κι αυτή η αναφορά μονίμως παρεμποδίζεται από την εμπαθή προσκόλληση στην ύλη και τα πάθη του – «ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Οπότε, η νηστεία ως εγκράτεια παθών λειτουργεί απελευθερωτικά για τον πιστό άνθρωπο. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωσήφ θα επισημάνει ότι τέτοιον εγκρατή άνθρωπο που φανερώνει ότι η στροφή της θέλησής του είναι ο Χριστός δεν τολμούν να τον πλησιάσουν οι δαίμονες, ενώ βρίσκονται πάντοτε ως βοηθοί του οι άγγελοι («οὔτε ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾶ τοῦ νηστεύοντος, ἀλλά καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας ἡμῖν κεκαθαρμένοις»: απόστιχα αίνων).

Δεύτερον, ότι ακριβώς για τον παραπάνω λόγο η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας είναι περίοδος για τον πιστό όχι κατήφειας και θλίψης, όχι οργής και καταπιεσμένης επιθετικότητας, αλλά περίοδος που με χαρά την προσμένει ο χριστιανός προσβλέποντας στη λαμπρότητα που εκπέμπει. Αν η θλίψη και η στενοχώρια είναι το κυρίαρχο στοιχείο που τον διακατέχει, τούτο οφείλεται ακριβώς σε ό,τι είπαμε προηγουμένως: η θέληση προσκλίνει κατά προτεραιότητα στα πράγματα του κόσμου και όχι στον Θεό – «Θεός» είναι ο κόσμος και όχι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο χριστιανός, μολονότι βιώνει την ένταση στην ύπαρξή του της αμαρτίας που τον κινεί σε αντίθετη κατεύθυνση προς ό,τι καλεί ο Θεός, συνεχίζει «κόντρα στο ρεύμα» του κόσμου να τρέχει προς τον Χριστό και τις άγιες εντολές Του. Και σ’ αυτήν τη διαδικασία ευρισκόμενος βλέπει το φως του Χριστού να ανατέλλει στην καρδιά του. «Ἐν τῶ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» μάς λέει συνεχώς η Εκκλησία, με το φως του Χριστού λοιπόν βλέπει τη χαρά και τη λαμπρότητα της νηστείας και της εγκρατείας ο αγωνιστής χριστιανός. «Δεν στοχεύουμε στα ορατά αλλά στα αόρατα» λέει ο απόστολος Παύλος, κι αυτό συμβαίνει και με την περίοδο της Σαρακοστής.

Και τρίτον, επομένως: με πίστη και μεγάλη προθυμία κινείται προς την περίοδο της Σαρακοστής ο χριστιανός. Αν ενώπιόν μας έχουμε το όραμα του Χριστού που προβάλλει μέσα από το σταύρωμα των εμπαθών επιθυμιών μας, αν το όραμά μας, όραμα της Εκκλησίας, είναι ο αναστημένος Χριστός που περνάει μέσα από τη Σταυρική Του θυσία, τότε πράγματι η περίοδος των Νηστειών έχει ένα νόημα που για να το γνωρίσει κανείς πρέπει να το ενσωματώσει στον εαυτό του. Ζώντας την περίοδο αυτή ζει ο πιστός τα υπέρ φύσιν γεγονότα της ζωής του Χριστού ή με άλλα λόγια μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργοποιεί στο έπακρον την ήδη σ’ αυτόν δοσμένη χάρη του Βαπτίσματος να είναι μέλος Χριστού. Οπότε: η μεγάλη προθυμία προς συμμετοχή στον αγώνα του σταδίου αυτού ισοδυναμεί με τον αγώνα να καθαρίσει ο πιστός όλα τα εμπόδια της καρδιάς του για να φανερωθεί μέσω αυτού ο ίδιος ο Χριστός!

 Κι αξίζει να ακούσουμε τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ στο τι έλεγε για το θέμα αυτό.

 «Πῶς πρέπει νά περάσουμε τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν; Σᾶς μίλησα ἤδη γιά τή μέθοδό μου, τήν ὁποία σᾶς συνιστῶ νά ἀφομοιώσετε. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ ἀκόλουθη: νά δοῦμε τόν τελικό μας σκοπό καί νά βαδίσουμε πρός αὐτόν ἀρχίζοντας ἀπό τό ἀλφάβητο. Ὅσον ἀφορᾶ τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀρχή, ἀλλά σέ μικρότερες διαστάσεις. Πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι μᾶς προτείνονται πενήντα ἡμέρες νηστείας ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑποδοχή τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως. Καί ἐμεῖς θά οἰκοδομήσουμε ἔτσι τή θεωρία μας: Τώρα ἀρχίζει ὁ πνευματικός μας ἀγώνας. Ἡ ἔμπνευσή μας πολλαπλασιάζεται μέ τή σκέψη ὅτι ἑκατομμύρια χριστιανοί θά τηρήσουν τή Νηστεία αὐτή. Ἡ ὁδός πρός τήν ἀνάσταση, ἀκόμη καί γιά τόν Ἴδιο τόν σαρκωθέντα Θεό, πέρασε ἀπό παθήματα. Τό μυστήριο τῶν παθημάτων θά τό κατανοήσουμε μόνο ἀργότερα.... «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ἀπό ἕναν Ἄνθρωπο ἔρχεται ἡ σωτηρία. Ἄν μπροστά μας ὑψώνεται τέτοιος σκοπός, θά δεχθοῦμε τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ὡς ἁγία περίοδο στή ζωή ὅλου τοῦ χρόνου. Καί ὅταν μέ χαρά καταβάλλουμε σωματικό ἀγώνα ἐγκρατείας ἀπό τροφές, αὐτό δέν μᾶς φθείρει, ἀλλά μᾶς βοηθᾶ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί στό πνευματικό καί στό φυσικό... Ἐπιπλέον, παρατηρῶ μέ πόνο καρδιᾶς ἕνα πολύ τραγικό φαινόμενο: γιά λόγους ὑγείας οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἱκανοί νά ὑπομείνουν μακρά καί αὐστηρή δίαιτα, ἀλλά γιά τόν Θεό δέν εἶναι διατεθειμένοι νά τηρήσουν τήν καθιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστεία, διότι ὑπάρχει κάποιο πνεῦμα πού παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό» («Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ..., τόμ. Β΄, σελ. 220-222»).