07 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ

«Αυτός ο εν αγίοις Πατήρ ημών Παύλος, που προσαγορεύτηκε και απλός, ήταν γεωργός και άξεστος υπερβολικά, άκακος όμως και απονήρευτος, όσο κανείς άλλος. Είχε και γυναίκα δύστροπη και μοιχαλίδα, χωρίς να το ξέρει ο δίκαιος για μεγάλο διάστημα. Μία ημέρα λοιπόν που ήλθε από τον αγρό ξαφνικά, παρά τη συνηθισμένη ώρα, όπως ήταν φυσικό να συμβαίνει βρήκε την ομόζυγό του να μοιχεύεται στο σπίτι του. Γέλασε σεμνά και τους λέγει: Καλά, καλά, δεν με νοιάζει, μα τον Ιησού. Εγώ από τώρα και εξής δεν πρόκειται να την δω στα μάτια μου. Κράτα την λοιπόν, αυτήν και τα παιδιά της, κι εγώ φεύγω και θα γίνω μοναχός.

Κι αμέσως άφησε τα πάντα, αφού τα οικονόμησε καλά, κι απήλθε προς τον Μακάριο Αντώνιο. Κτύπησε τη θύρα και βγήκε ο μακάριος Αντώνιος και του λέγει: Ποιος είσαι, αδελφέ; Και τι ζητάς εδώ; Αυτός τότε: Ξένος είμαι, είπε, και ήλθα σε σένα να γίνω μοναχός. Ο άγιος τότε του λέει: είσαι εξήντα ετών γέρος, γι’ αυτό δεν μπορείς να γίνεις μοναχός ούτε και να υπομείνεις τις θλίψεις και τη δυσκολία του όρους. Πήγαινε καλύτερα σε Κοινόβιο, για να βρεις άφθονα τα σωματικά και να ζήσεις εκεί άκοπα μαζί με τους αδελφούς. Διότι οι αδελφοί θα σε βοηθήσουν στην αδυναμία σου. Κι αυτό γιατί εγώ κάθομαι μόνος εδώ και τρώω ανά πέντε ημέρες κι αυτό πολύ λίγο. Αυτός δε δεν ανεχόταν να ακούει τον Γέροντα, αλλά τον πίεζε να μείνει μαζί του. Επειδή δεν μπόρεσε ο άγιος να τον απομακρύνει, έκλεισε τη θύρα του κελλιού και τον άφησε έξω. Ο Παύλος τότε έμεινε νηστικός και δεν έφυγε. Την τέταρτη ημέρα, λόγω επείγουσας ανάγκης, άνοιξε ο άγιος το κελλί, βρήκε τον Παύλο και του λέει: Φύγε, γέρο, από εδώ, μη με αναγκάζεις, δεν μπορείς να είσαι μαζί μου. Ο Παύλος του λέει: Είναι αδύνατο να πάω αλλού.

Τότε είδε ο άγιος ότι αυτός δεν είχε ούτε σακούλι ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κάτι άλλο και του λέει: εάν έχεις υπακοή και ό,τι ακούσεις από εμένα το κάνεις πρόθυμα και αγόγγυστα, μπορείς να σωθείς και εδώ. Αν όμως δεν μπορείς αυτά, γιατί κουράζεσαι άδικα και δεν γυρίζεις εκεί από όπου ήρθες; Αποκρίθηκε ο Παύλος και του λέει: Όσα μου πεις θα τα κάνω όλα πρόθυμα. Και ο άγιος: Στάσου λοιπόν και προσευχήσου, μέχρις ότου βγω πάλι και θα σου δώσω εργασία. Μπήκε λοιπόν στη σπηλιά ο μακάριος και τον πρόσεχε από ένα μικρό άνοιγμα, να στέκεται ακίνητος στην προσευχή επί μία εβδομάδα, και να ψήνεται κάτω από τον καυτό ήλιο.

Μετά από αυτά βγήκε ο άγιος, έλαβε από τους φοίνικες και του λέει: Πάρε και πλέξε σειρά, όπως βλέπεις εμένα να πλέκω. Έπλεξε ο γέρων μέχρι την ενάτη ώρα (τρεις το απόγευμα), δεκαπέντε οργιές με μεγάλο κόπο. Και λέει ο άγιος: Άσχημα την έπλεξες. Λύσε την και πλέξε την από την αρχή. Ήταν δε νηστικός επτά ημέρες. Τα έκανε αυτά ο άγιος, για να δυσφορήσει ο Παύλος και να φύγει από αυτόν. Ο Παύλος όμως με μακροθυμία και ζήλο απέπλεξε τη σειρά, και πάλι αγόγγυστα και ήρεμα την έπλεξε με πολλή τάξη, τόσο που εξέπληξε τον άγιο. Γι’ αυτό και κατανύχτηκε, κι όταν έδυσε ο ήλιος του λέει: Παππούλη, θέλεις να φάμε λίγο ψωμί; Κι ο Παύλος: όπως νομίζεις, πάτερ. Αυτό πάλι έκαμψε τον Γέροντα, κι αφού παρέθεσε τράπεζα, έβαλε τέσσερα κομμάτια ψωμί, βρέχοντας το ένα για τον εαυτό του και τρία για τον γέροντα Παύλο. Άρχισε τότε ο Αντώνιος να ψέλνει ψαλμό, για να δοκιμάσει και μ’ αυτό τον Παύλο, και μάλιστα είπε δύο φορές τον ίδιο ψαλμό. Ο δε Παύλος προσευχόταν με μεγάλη προθυμία μαζί με τον άγιο. Και λέει ο Γέρων στον Παύλο: Κάθισε στο τραπέζι και μην αγγίξεις από τα παρατιθέμενα. Όταν έκανε αυτό που του πρόσταξε, λέει ο άγιος: Σήκω, προσευχήσου και κοιμήσου. Αυτός δε, χωρίς να έχει γευτεί καθόλου τροφή, έκανε έτσι. Περί δε το μεσονύχτιο, σηκώθηκε ο Αντώνιος για προσευχή και σήκωσε και τον Παύλο, οπότε και παρέτεινε τις προσευχές μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας.

Όταν σουρούπωσε αρκετά, έφαγε ο Αντώνιος τον ένα άρτο, χωρίς να αγγίξει άλλον. Ο δε Παύλος που έτρωγε πιο αργά, είχε ακόμη τον άρτο από τον οποίο έτρωγε. Κι όταν πια τον τελείωσε, λέει ο Αντώνιος: Παππούλη, φάε και άλλον άρτο. Λέει ο Παύλος: Εάν φας κι εσύ θα φάω κι εγώ. Λέει ο Αντώνιος: Για μένα είναι αρκετός, γιατί είμαι μοναχός. Και ο Παύλος: Λοιπόν, επειδή κι εγώ μοναχός θα γίνω, αρκεί και σ’ εμένα. Σηκώθηκαν λοιπόν και έψαλλαν. Κι αφού κοιμήθηκαν για λίγο, πάλι σηκώθηκαν κι άρχισαν να ψάλλουν. Όταν ξημέρωσε, τον έστειλε να γυρίζει στην έρημο και μετά από τρεις ημέρες να επιστρέψει. Έγινε κι αυτό, οπότε ήλθαν αδελφοί προς τον Γέροντα. Και πρόσεχε ο Παύλος τι όφειλε να κάνει. Και ο άγιος του λέει: Να διακονείς τους αδελφούς σιωπηρά, χωρίς να γευτείς τίποτε μέχρι να φύγουν. Και έως την τρίτη ημέρα, ο Παύλος δεν γεύτηκε τίποτε. Οι δε αδελφοί τον ρωτούσαν: Για ποιο λόγο είσαι σιωπηλός; Επειδή αυτός δεν αποκρινόταν, λέει ο άγιος προς αυτόν: Μίλησε στους αδελφούς, οπότε άρχισε να ομιλεί.

Κάποια μέρα έφερε κάποιος στον μακάριο Αντώνιο ένα δοχείο από μέλι και το έχυνε στη γη. Όταν έγινε αυτό, λέει ο Γέρων στον Παύλο: παιδάκι, μάζεψε το μέλι και πρόσεξε μη τυχόν κάτι από αυτό αχρηστευθεί. Έγινε κι αυτό χωρίς καθόλου να ταραχτεί ή να αλλοιωθεί. Σε άλλο δε καιρό, προστάχτηκε να αντλεί νερό και όλη την ημέρα να το χύνει χωρίς λόγο. Κι άλλοτε έσχισε το ιμάτιό του και τον πρόσταξε να το ράψει με επιμέλεια. Όταν λοιπόν τον είδε ο άγιος να κάνει ό,τι του πρόσταζε αγόγγυστα και ανεμπόδιστα, του λέει: Λοιπόν, αδελφέ. Εάν μπορείς να κάνεις έτσι κάθε ημέρα, να μείνεις μαζί μου. Αν δεν μπορείς όμως, πήγαινε από εκεί που ήλθες. Ο δε Παύλος του λέει: Εάν έχεις να μου δείξεις κάτι περισσότερο, δείξε μου, επειδή όσα είδα μέχρι τώρα, τα κάνω όλα εύκολα.

Τέτοια και τόσο μεγάλη υπακοή και ταπείνωση απέκτησε ο μακάριος, ώστε να λάβει χάρισμα κατά των δαιμόνων και να τους διώχνει. Πληροφορήθηκε λοιπόν από τον Θεό ο Αντώνιος και τον είχε μαζί του για κάποιο διάστημα. Έπειτα, του κατασκεύασε κελλί και τον έβαλε να κάθεται εκεί, ώστε να μάθει και τις πανουργίες εκείνων και να τους πολεμά. Κάθισε ένα χρόνο μόνος του ο Παύλος και αναδείχτηκε σε θαυματουργό. Κι αφού υπηρέτησε τον Θεό άξια, απήλθε προς τις ουράνιες μονές».

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ημέρες, που εορτάσαμε τον εν αγίοις πατέρα ημών Νικόλα Πλανά (2 Μαρτίου). Και να σήμερα που η Εκκλησία μας εορτάζει έναν επίσης άγιο, με το ίδιο χάρισμα αγιότητας, την κατά Θεόν απλότητα. Η απλότητα ανέδειξε τον Παύλο σε μεγάλο όσιο, η απλότητα ανέδειξε επίσης σε μεγάλο άγιο τον παπα Νικόλα Πλανά. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν προτείνει ορισμένοι με την ίδια προσαγόρευση με τον όσιο Παύλο να προσαγορεύεται και ο παπα Νικόλας: ο απλός. Ο μακαριστός Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος του οσίου Παύλου, αυτό επισημαίνει ως πρώτο από όλα για τον όσιο Παύλο: «Έκανες ωραίο, όσιε, τον εαυτόν σου με τους τρόπους της απλότητας κι αναδείχτηκες απλός και πράος και ήσυχος, Παύλε μακάριε, κι έγινες γνήσιος υπηρέτης του Παντοκράτορα Θεού με τον λαμπρό βίο σου» (στιχηρό εσπερινού). Αιτία για την ανάδειξη σε άγιο εκείνου που έχει την κατά Θεόν απλότητα είναι ότι η αρετή αυτή φανερώνει τη μεγίστη όλων των αρετών, την ταπείνωση.  Όπου δηλαδή απλότητα, εκεί και ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση, εκεί κι η χάρη κι η αγάπη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Μόνος εσύ ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού κλήθηκες απλός, Παύλε, ως τύπος της ταπεινοφροσύνης και μυρίπνοη μυροθήκη της απλότητας» (στιχηρό εσπερινού). «Αληθινά, Παύλε, φάνηκες μέγας ανάμεσα στους ασκητές, γιατί είχες ως κόσμημά σου την ταπείνωση, και δέχτηκες γι’ αυτό τη λαμπρότητα των μεγάλων χαρίτων του Θεού» (ωδή ε΄). «Γέμισες από το άυλο θεϊκό φως, επειδή ήσουν πράος, ταπεινός και γεμάτος από απλότητα (ωδή ς΄).

Ο άγιος Γέρων Γεράσιμος δεν μπορεί παρά να επικεντρώσει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή του στη στάση του αγίου και μεγάλου Αντωνίου, του καθηγητή της ερήμου. Μπροστά στο «φαινόμενο» Παύλο, ακόμη κι αυτός ο αυστηρότατος ασκητής υποκλίνεται. Τον θαυμάζει και τον κάνει μέτοχο και της δικής του ζωής, ώστε τελικώς βλέποντας τον όσιο Παύλο τον όσιο Αντώνιο ταυτοχρόνως να βλέπουμε και να ευφημούμε, σαν ένα είδος «εκμαγείου» του. «Αναδείχτηκες θεοειδής μύστης του θείου Αντωνίου, Παύλε θεοφόρε, και μιμητής του και όργανο της απάθειας» (στιχηρό εσπερινού). «Πραγματικά θαύμασε ο μέγας Αντώνιος τον θερμό πόθο της ψυχής σου και τη σταθερότητα του νου σου και το ανυποχώρητο φρόνημά σου για τα ανώτερα. Διότι έγινες, Παύλε, μιμητής του και ίδιος με τους τρόπους της ζωής του κι αξιώθηκες με τους αγώνες της άσκησής σου πλούσια χαρίσματα» (στιχηρό εσπερινού).

Ο Γέρων υμνογράφος αποπειράται να εξηγήσει το παράδοξο πράγματι γεγονός, του πώς ένας προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος και άγευστος ασκητικών αγώνων μπόρεσε να ακολουθήσει την αυστηρή ασκητική διαγωγή του οσίου Αντωνίου σαν να ήταν η διασκέδασή του, η τρυφή και η χαρά του. Κι η εξήγηση που δίνει είναι μία: η βαθειά αγάπη προς τον Θεό, η καύση της καρδιάς του για Εκείνον. «Τους κόπους της ασκητικής ζωής τους θεώρησες σαν διασκέδαση, όσιε, γιατί ήσουν πυρπολημένος από τη θεία αγάπη» (λιτή). Κι ακριβώς αυτό τον κάνει να θαυμάσει το άλλο παράδοξο: πώς ένας μεγάλος άνθρωπος παρουσίασε ένα φρόνημα κυριολεκτικά νεανικό. Ακριβώς όμως για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια ότι όπου υπάρχει η αγάπη προς τον Θεό, εκεί η καρδιά του ανθρώπου παραμένει πάντοτε νέα και γεμάτη δύναμη. «Εκπαιδεύτηκες καλά στα χέρια του μεγάλου Αντωνίου και επέδειξες προς τους αγώνες της άσκησης νεανικό φρόνημα κατά το γήρας» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αλλού, σ’ ένα τροπάρι της λιτής: «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό και περιφρόνησες  την ηλικία του γήρατος, γι’ αυτό και έγινες δούλος του Σωτήρα, κατά τον θείο Παύλο, ζώντας τον καινούργιο τρόπο της ζωής που έφερε ο Χριστός».

06 Μαρτίου 2022

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΠΟΡΟΣ, Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ Ο ΚΑΡΠΟΣ!

«Ο Χριστός, προτού παραδώσει την τελευταία Του πνοή, συγχώρεσε όλους εκείνους που τον βασάνισαν, τον μυκτήρισαν και τον θανάτωσαν. Προσευχήθηκε στον ουράνιο Πατέρα Του να τους συγχωρέσει, αλλά προχώρησε ακόμα παραπέρα. Τους δικαιολόγησε, βρήκε ελαφρυντικό γι’ αυτούς. Είπε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.

Γιατί επανέλαβε ιδιαίτερα o Κύριος τη διδαχή Του για τη συχώρεση, την ώρα που βρισκόταν πάνω στο σταυρό; Από το τεράστιο πλήθος των διδαχών που έκανε ενόσω ζούσε, γιατί διάλεξε αυτήν κι όχι κάποια άλλη να προφέρουν τα άγια χείλη Του, στο τέλος ακριβώς της επίγειας ζωής Του; Αναμφίβολα επειδή ήθελε η διδασκαλία Του αυτή να παραμείνει στη μνήμη όλων, να λειτουργήσει σαν παράδειγμα προς μίμηση. Στο πάθος Του πάνω στό σταυρό, σ’ αυτό το μεγαλειώδες πάθος που ξεπερνά κάθε μεγαλείο, που υψώνεται πάνω από τους βασιλιάδες και τους κριτές της γης, πάνω από σοφούς και διδασκάλους, από πλούσιους και φτωχούς, από κοινωνικούς αναμορφωτές κι επαναστάτες, ο Κύριος Ιησούς με το παράδειγμα της συχώρεσης έβαλε τη σφραγίδα στο ευαγγέλιό Του. Έδειξε μ’ αυτόν τον τρόπο πως χωρίς συχώρεση ούτε οι βασιλιάδες μπορούν να κυβερνούν, ούτε οι δικαστές να κρίνουν, οι σοφοί δεν μπορούν να είναι σοφοί, ούτε οι διδάσκαλοι να διδάσκουν. Δεν μπορούν οι πλούσιοι κι οι φτωχοί να ζουν ως άνθρωποι κι όχι σαν άλογα ζώα, δε γίνεται ο πυρετός των επανασταστών κι αναμορφωτών να είναι χρήσιμος. Πάνω απ’ όλα ο Χριστός ήθελε με τη διδαχή Του αυτή να δείξει πως, χωρίς συγχωρητικότητα, οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν το ευαγγέλιό Του, ούτε πολύ περισσότερο να το εφαρμόσουν.

Ο Κύριος ξεκίνησε τη διδασκαλία Του με λόγια για τη μετάνοια και την τέλειωσε με λόγια για τη συχώρεσηΗ μετάνοια είναι ο σπόρος, η συχώρεση είναι ο καρπόςΟ σπόρος δεν έχει καμιά αξία αν δεν καρποφορήσει. Καμιά μετάνοια δεν έχει αξία χωρίς συχώρεση. Τι θα ήταν η κοινωνία των ανθρώπων χωρίς συχώρεση; Ένα θηριοτροφείο, τοποθετημένο στη μέση του θηριοτροφείου της φύσης. Τι άλλο θα ήταν όλοι οι νόμοι των ανθρώπων στη γη παρά αλυσίδες αφόρητες, αν δεν υπήρχε η συχώρεση να τις μαλακώσει;» (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

ΣΤΗΝ ΑΡΕΝΑ ΣΑΝ ΜΟΝΟΜΑΧΟΙ!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα· οἱ γάρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται· καί ἀναλαβόντες τήν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τήν Πίστιν, καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην· ἀντί μαχαίρας τήν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τόν ἀληθινόν κομίζεται στέφανον, παρά τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως».

(Ανοίχτηκε το στάδιο των αρετών· όσοι θέλετε να αγωνισθείτε μπείτε μέσα, ξεκινώντας τον καλό αγώνα της νηστείας. Διότι (μόνον) αυτοί που αθλούνται νόμιμα στεφανώνονται κατά λόγο δικαιοσύνης. Κι αφού φορέσουμε την πανοπλία του Σταυρού, ας αντιπαλέψουμε τον εχθρό, κρατώντας την πίστη σαν απόρθητο τείχος, και σαν θώρακα την προσευχή, και σαν περικεφαλαία την ελεημοσύνη. Για μαχαίρι να κρατήσουμε τη νηστεία, η οποία εξορίζει από την καρδιά κάθε κακία. Όποιος κάνει αυτά λαμβάνει το αληθινό στεφάνι από τον παμβασιλέα Χριστό, κατά την ημέρα της Κρίσεως).

           Από τους αίνους της Κυριακής της Τυρινής ακούμε το σπουδαιότατο αυτό τροπάριο, στον πανηγυρικό ήχο του πλ. α΄. Ο εκκλησιαστικός ποιητής με επίγνωση του πνευματικού χαρακτήρα της Σαρακοστής δηλώνει ότι πρόκειται περί περιόδου αγωνιστικής, όπως συνέβαινε στα πρωτοχριστιανικά χρόνια με τις ρωμαϊκές αρένες. Σε αρένα μπαίνουμε, μας λέει, ίδιοι μονομάχοι κι εμείς. Αλλά αρένα που ο αγώνας είναι για τις αρετές, δηλαδή για την απόκτηση στην πραγματικότητα της χάρης του αγίου Πνεύματος, και το στεφάνι είναι το αληθινό της αιώνιας ζωής που πρόκειται να μας δώσει ο στεφανοδότης Κύριος Ιησούς Χριστός. Μας επισημαίνει ότι έχουμε εχθρό να αντιπαλέψουμε, τον ίδιο τον Πονηρό διάβολο και τα πάθη μας, όμως έχουμε και τα όπλα που μας έχει δώσει η Εκκλησία μας: την πανοπλία του Σταυρού, την πίστη σαν απόρθητο τείχος, την προσευχή σαν θώρακα, την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, ως περικεφαλαία. Και μη ξεχνάτε, μας λέει, τη νηστεία, σωματική εννοείται και κυρίως πνευματική, που είναι το ξίφος μας. Με αυτά αγωνιζόμαστε με νόμιμο τρόπο και λαβαίνουμε το βραβείο, αλλά με μία προϋπόθεση: να θέλουμε να αγωνιστούμε. Χωρίς την ελεύθερη βούλησή μας αγώνας πνευματικός δεν υφίσταται. «Οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε». Η Σαρακοστή είναι για τους ανδρείους και τους γενναίους.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΜΟΡΙΩ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν οι πρώτοι της πόλης του Αμορίου. Όταν επί της βασιλείας του Θεοφίλου κυριεύτηκε το Αμόριο από τους Αγαρηνούς, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από αυτούς, επειδή ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες και μέτοχοι του πρώτου γένους στους Ρωμαίους. Δεν πρόδωσαν όμως την πίστη τους στον Χριστό ούτε από δειλία ούτε από αγάπη για τη ζωή αυτή ούτε από μαλθακότητα ούτε από την πολυχρόνια ταλαιπωρία. Διότι δεν χαλάρωσε ο τόνος της ψυχής τους από τη σωματική κάκωση και τον εγκλεισμό τους, αλλά αφού παρατάχτηκαν απέναντι στους εχθρούς με ανδρείο φρόνημα και γενναιότητα ψυχής και δεν καταδέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό, με χαρά δέχτηκαν την αποτομή των κεφαλών τους».

Όπως χαίρεται κανείς, όταν έχει επενδύσει σ᾽αυτόν τον κόσμο, για τα καινούργια πολύτιμα μάλιστα ρούχα του, κατά τον ίδιο τρόπο πανηγυρίζει, μας λέει ο υμνογράφος των αγίων άγιος Ιωσήφ, και η Εκκλησία σήμερα, διότι ντύθηκε τη νέα στολή των αιμάτων των νέων αθλοφόρων. «Η Εκκλησία σήμερα πανηγυρίζει μυστικά, γιατί ντύθηκε νέα στολή, σαν πορφύρα και χρυσό ένδυμα, τα αίματα των νέων αθλοφόρων» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αυτό σημαίνει ότι το μαρτύριο για την Εκκλησία μας αποτελεί τη δόξα και το καύχημά της, αφού έτσι βρίσκεται επακριβώς επί τα ίχνη του πρώτου Μάρτυρα, του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού. Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν από τις εκτιμήσεις της Εκκλησίας μας διά των ύμνων της, ότι το μαρτύριο των αγίων, όπως των σημερινών, είναι το φως τους και το κάλλος τους, κάτι βεβαίως που ανατρέπει παντελώς τις εκτιμήσεις του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου μας, ο οποίος το μαρτύριο και τον πόνο τον εκτιμά μόνον αρνητικά. Και δικαίως: η φιληδονία ως έκφραση της ουσίας της αμαρτίας εγωισμού αποτελεί τη διηνεκή έγνοια του. «Λαμπρυσμένοι από το κάλλος της φωτεινής και στέρεας άθλησής σας, οδηγηθήκατε στον Χριστό, που θυσιάστηκε ως άνθρωπος, Μάρτυρες» (ωδή α´).

Ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει μάλιστα ότι ο καιρός αυτός των μαρτυρικών αγώνων είναι ο καιρός που αποκαλύπτει την πραγματικότητα ή όχι της πίστεως των χριστιανών. Κι έχει δίκιο: στον καιρό της ειρήνης, τότε που όλα βαίνουν καλώς, είναι πολύ εύκολο να δηλώνει κανείς ότι είναι χριστιανός. Εκεί που θα φανερωθεί όμως η αλήθεια της πίστεώς του είναι όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ της ζωής αυτής και της ζωής με τον Θεό. Διότι τότε θα αναγκαστεί να αποδείξει τι κυριαρχεί μέσα στην καρδιά του, ποιος είναι δηλαδή ο αληθινός θησαυρός του, κατά τον λόγο του Κυρίου: «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται». Οι άγιοι λοιπόν σαράντα δύο μάρτυρες, μολονότι με αξιώματα και πολλές αφορμές να είναι ριζωμένοι στον κόσμο τούτο, έδειξαν ότι  τα αξιώματά τους τα θεωρούσαν «σκύβαλα», σκουπίδια, προκειμένου να έχουν τον Χριστό ζωντανό στη ζωή τους. «Ο καιρός των αγώνων σε φανέρωσε σε όλους πιστό φίλο του Χριστού» (ωδή γ´). Και πρέπει να το επεκτείνουμε: καιρός των αγώνων δεν είναι μόνον ο καιρός του μαρτυρίου σε εποχή πολέμου και δίωξης της πίστης, αλλά και ο κάθε καιρός που ο χριστιανός αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες, οι οποίες τον φέρνουν στο οριακό σημείο που κρίνεται η συνείδησή του, με την έννοια ότι πρέπει να μείνει σταθερός στο θέλημα του Θεού, και όχι να εκτραπεί και να το καταπατήσει, προκειμένου τάχα να επιβιώσει. Από την άποψη αυτή ο καιρός των αγώνων συνιστά ευλογία, διότι δίνεται η αφορμή να ξεκαθαριστούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων.

Ο υμνογράφος βεβαίως μας προβληματίζει και με μία ακόμη σκέψη του. Αναφερόμενος σε έναν από τους μάρτυρες, τον άγιο Θεόδωρο, λέει ότι στο μέσο του σταδίου ευρισκόμενος κήρυξε με ελεύθερη φωνή και ανδρεία τον Χριστό που σαρκώθηκε για χάρη μας. «Σταδίου μέσον παραστάς, τον σωτήριον Λόγον, δι᾽ημάς σαρκωθέντα, ελευθέρα τη φωνή, εκήρυξας ανδρικώς». Κι έχει ιδιαίτερη σημασία ο λόγος του, διότι επισημαίνει ότι η ελευθερία σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από τον Πονηρό έχει ως τίμημα το μαρτύριο κι ακόμη και τον θάνατο. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου, όργανα οι περισσότεροι του κοσμοκράτορος διαβόλου, δεν είναι εύκολοι στο να δέχονται κριτική και να ελέγχονται για τις πράξεις και τις ενέργειές τους. Το μόνο που ζητούν και απαιτούν είναι η κλίση του αυχένα του λαού, η υποδούλωσή του, προκειμένου να πραγματοποιούν τα άνομα σχέδιά τους, δηλαδή την ανάπαυσή τους και την καλοπέρασή τους. Και δεν ισχύει τούτο μόνο σε εποχές τυραννίας, όπως ίσως θα σκεφτόταν κανείς. Ισχύει δυστυχώς πάντοτε, ακόμη και στις λεγόμενες εποχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί έτσι λειτουργεί η εκάστοτε εξουσία.

Με τους αγίους μας αναπνέουμε τον πραγματικό αέρα της ελευθερίας. Διότι ζούμε μαζί τους Εκείνον που είναι η αληθινή ελευθερία, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Τη ελευθερία η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε». Να στεκόμαστε κι εμείς σ᾽αυτήν την ελευθερία. Πρέπει όμως να αποφασίσουμε να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ενταγμένοι στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Και να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οποιοδήποτε τίμημα για την επιμονή μας αυτή. Το μαρτύριο είναι το συστατικό του ανθρώπου που θέλει να παραμένει γνήσιος και ελεύθερος άνθρωπος. 

05 Μαρτίου 2022

Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  2022

Αγαπητοί μου χριστιανοί

Η Σωτηρία μας είναι ο Θεός μας! 

Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ο καιρός της προετοιμασίας γι’  αυτή τη Σωτηρία μας, είναι ο καιρός για τη συνάντησή μας με το Θεό στην ζωηφόρο Ανάσταση. 

Οι ημέρες που διάγουμε είναι δύσκολες, η έχθρα των ανθρώπων αναζωπυρώνεται, οι θλίψεις είναι μεγάλες, η αδικία γιγαντώθηκε, το μίσος είναι πολύ, αλλά ακόμα περισσότερη είναι η απιστία και η αποστασία των ανθρώπων από το Θεό. 

Η μεγάλη Τεσσαρακοστή όμως, αγαπητοί μου χριστιανοί, ανοίγεται ενώπιόν μας ως καιρός ειρήνης, καιρός ελευθερίας, καιρός αγώνα πίστεως, αναζήτηση της Χάρις του Θεού, της αγκαλιάς Του, της προστασίας Του, του Ελέους Του, της φιλανθρωπίας Του και της Αγάπης Του. 

Η ωραιότητα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η οποία συνίσταται στη Χάρη που κερδίζεται με την πνευματική άσκηση, δεν αφήνει περιθώρια για να βυθιστεί ο άνθρωπος, και εννοούμε  τον πιστό άνθρωπο, στην απελπισία. Απελπισία  εξαιτίας των προβλημάτων της καθημερινότητας τα οποία τον βαραίνουν. Απελπισία εξαιτίας των ασθενειών. Απελπισία εξαιτίας της σκληρής εναντίωσης των ανθρώπων στην πίστη και το Θεό. Αλλά κυρίως, απελπισία εξαιτίας της καταστάσεως του εαυτού μας  την οποία περιγράφει το ψαλμικό: “Ότι επλήσθη κακών η ψυχή μου, καί η ζωή μου τώ Άδη ήγγισε.”

Πριν λοιπόν αυτή την απελπισία, την αίσθηση ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ότι όλη η ζωή είναι επί ματαίω, έρχεται η Αγία Εκκλησία μας και μας εισάγει στον καιρό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τον σκοπό της, που είναι η συνάντηση με την Ανάσταση και τον Αναστημένο Χριστό μας.

Η Αγία Τεσσαρακοστή δεν προσφέρεται για ατομικούς στοχασμούς και φιλολογικούς περιπάτους, αλλά θέτει τους όρους, το “πώς”, με ποιό τρόπο εγκαταλείποντας την ταραχώδη ζωή του έξω στερημένου και φθειρομένου ανθρώπου, θα επιθυμήσουμε την εναργή ησυχία του έσω ανακαινιζόμενου ανθρώπου, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος (Β΄Κορ. 4,16). Το μυστήριο του “κρυπτού ανθρώπου της καρδίας”.

Τα μεγάλα έργα του Θεού φανερώνονται και ιερουργούνται στην ανθρώπινη καρδιά που υψώνεται στη μία και μόνη αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον.  

Ας μη θεωρούμε  την εκκλησιαστική  περίοδο αυτή της πνευματικής άσκησης, εγρήγορσης και του προσωπικού και εκκλησιαστικού αγώνα ως καιρό “κατανάλωσης πνεύματος”- διότι εύκολα γοητεύεται ο άνθρωπος από τα πνευματικά- έναν χρόνο γεμάτο με ευσεβιστικούς συναισθηματισμούς και συγκινήσεις και κάποια χλιαρά θρησκευτικά καθήκοντα. Αντίθετα να εισέλθουμε με μεγάλη δύναμη από την καρδιά μας, με μεγάλη δύναμη από το νου μας, με μεγάλη δύναμη θελήσεως όπως έκαναν όλοι οι Άγιοι του Θεού.

Καλούμαστε, αγαπητοί μου να ευφρανθούμε “θεία συγκαταβάσει” με τα κατορθώματα των Αγίων, που είναι χαρίσματα του Θεού.

Εμπρός μας, λοιπόν, έχουμε έναν καιρό αισθήσεων και εμπειρίας μιας ιδιαίτερης Χάρης και δωρεάς, με σκληρή και αδιάκοπη εργώδη και επίπονη άσκηση, καιρό αρνήσεων και υπερβάσεων, ευγενείας και ταπείνωσης, κατάνυξης και συντριβής, λεπτότητας και δακρύων, μετανοίας και πόθου.

Τελικά, της αναζήτησης του θαύματος, της ομοίωσης με τον ληστή που γίνεται θεολόγος, τον διώκτη που γίνεται Απόστολος, την πόρνη που γίνεται Παρθένος. 

“Ως ο ληστής εκβοώ σοι το Μνήσθητι, ως Πέτρος κλαίω πικρώς, άνες μοι Σωτήρ κράξω ως ο Τελώνης, δακρύω ως η Πόρνη δέξαι μου τον θρήνον, καθώς ποτέ της Χαναναίας» (Τροπάριο β΄Ωδής Μ. Κανόνος).  Και πρέπει να ξέρουμε ότι αυτές οι μεγάλες αλλαγές του ανθρώπου δεν είναι μύθοι και παραμύθια αλλά αληθινές, έμπονες και μεγαλειώδεις αλλαγές, ταπείνωσης, δακρύων, μετανοίας και οδύνης, προσευχής και εκζήτησης του ελέους και της ευσπλαγχνίας της Χάριτος του Θεού. Κερδήθηκαν με γονυκλισίες με δάκρυα, με αίμα, και με πολύ πόθο για τον Χριστό.

Για εμάς τους Χριστιανούς ο καιρός που ανοίγεται μπροστά  μας “σήμερον” είναι καιρός κατά τον οποίο καλούμαστε όπως είπαμε να ευφρανθούμε διότι είναι διαρκής η υπόσχεση του Θεού, ο οποίος παραμένει πιστός σε αυτήν στους αιώνες - “εάν τον Θεό ζητήσωμεν φανήσεται ημίν και αν αυτόν κατάσχωμεν παραμενεί ημίν” μας διαβεβαιώνει ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος.

Και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή με αποκορύφωμα τη Μεγάλη Εβδομάδα, είναι αυτή ακριβώς η πιστότητα του Θεού, που μέσα από τις λειτουργικές ακολουθίες της Εκκλησίας, μάς βεβαιώνει ότι δεν εγκαταλείπει τον κόσμο Του.

Είναι ιδιαίτερα οδυνηρό το να γνωρίζουμε με πόση αγένεια και απρέπεια, ασέβεια και απιστία πολλοί άνθρωποι στέκονται απέναντι στον Θεό. Είναι αυτοί οι αδελφοί μας που αισθάνονται εξορισμένοι από τον Παράδεισο, εντός ενός κόσμου απορίας και απόγνωσης. Και ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε ότι ο διάβολος πάντοτε βρίσκει και θα βρίσκει περιθώριο να εισβάλει στον αποπετρωμένο και απρόσωπο, τον ανέραστο και αντικοινωνικό βίο του ανθρώπου, όταν αυτός δεν γνωρίζει αυτή την πιστότητα του Θεού που μας αγαπά, και θα μας αγαπά εις τους αιώνες. Αυτή την έκφραση απιστίας οι άνθρωποι την αποκαλούν “ελευθερία”. 

Ο άνθρωπος όμως που φέρει το όνομα του Χριστού, γνωρίζει καλά ότι ενώπιον του αμαρτήσαντος ή αμαρτάνοντος ανθρώπου υψώνεται ένα κρίσιμο ερώτημα ή δίλημμα, προβάλλεται μία σταυρική πρόκληση ή επιλογή: μετάνοια ή αμετανοησία, που σημαίνει αντίστοιχα: ελπίδα ή απελπισία, ανεξάντλητο πέλαγος του ελέους του Θεού ή αβυσσαλέο μίσος του μισόκαλου αντίθεου. Ο διάβολος επιμένει να “πειράζει” την ελευθερία του ανθρώπου και να εκτρέπει την κατά φύση κίνησή της.

Η ελευθερία για τον χριστιανό νοείται ως λειτουργία μυστηριακή στη σχέση κοινωνίας με το Θεό, γιατί όπως λέγει ο Μέγας Αντώνιος “είμαστε ελεύθεροι όχι στην αυθαιρεσία ή στην ανεξαρτησία μας, που είναι η δυνατότητα του θανάτου και η πλάνη μέσα στο σκοτάδι των παθών και η πραγματική άγνοια του εαυτού μας”, αλλά ελεύθεροι μέσα στη Χάρη, στην αγαπητική ένωσή μας με το Θεό. Είμαστε ελεύθεροι να αγαπάμε τον Θεό και αγαπάμε το Θεό για να είμαστε ελεύθεροι. Όλα τα άλλα είναι φιλολογία. Όπως έλεγε ο άγιος Πορφύριος: «Μωρέ τον Χριστό να αγαπήσετε. Τον Χριστό…! Και μη φοβόσαστε τίποτα. Αδιαλείπτως να προσεύχεστε. Ο Θεός δεν θέλει πολλά. Μόνο την ευχούλα να μην αφήνετε. Να μη σταματάτε να του μιλάτε. Τον Χριστό να έχετε, γιατί ζωή χωρίς τον Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει τέλειωσε… Όταν αγαπήσουμε τον Χριστό η ψυχή μας ελευθερώνεται από το φόβο». Η Εκκλησία μας με τη στερεά πίστη της και τη Χάρη του Παρακλήτου δεν υποτάσσει το Θεό στην ελευθερία αλλά την ελευθερία στο Θεό, δεν υποτάσσει το Θεό στα γεγονότα αλλά τα γεγονότα στο Θεό.

Είναι αφροσύνη να πιστεύει κάποιος ότι, από τη μία, εξαιτίας του γεγονότος των πολλών αμαρτημάτων και εγκλημάτων του δεν είναι δυνατόν να σωθεί με την ευσπλαχνία του Χριστού, και από την άλλη, ότι με την αμετανοησία και την απόρριψη της “συνέργειας” της Χάριτος του Θεού θα δώσει νόημα στην ελευθερία του. Γιατί η Χάρις είναι η δυνατότητα που θεραπεύει, ολοκληρώνει και μεταμορφώνει την ελευθερία του ανθρώπου σε πραγματικά ελεύθερη και αληθινή Ελευθερία. Ελευθερία δηλαδή που καταξιώνεται μόνο στο καλό και στην αγαθοεργία, στην αγάπη και με την αγάπη. Αυτή είναι και η απάντηση του Χριστιανού προς τον κόσμο: ο λόγος της ελευθερίας του ανθρώπου του Θεού απέναντι στην ψυχολογική ορμή ή ελευθερία του κοσμικού ανθρώπου. 

Και η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι το στάδιο της πραγματοποιήσεως της ελευθερίας διά των εν Χάριτι ασκήσεων, της ελευθερίας από τον “εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντα  άνθρωπο” προς την ελευθερία του “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” τέλειου ανθρώπου.

Κατά τον Άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, η ελευθερία δεν είναι μόνο “Όχι” αλλά και “Ναι”, δεν σημαίνει μόνο να μην κάνει κανείς το κακό, αλλά να κάνει και το καλό. 

Και ο Απόστολος Πέτρος λέγει στην Α΄ επιστολή του “ποιός μπορεῖ νὰ σᾶς βλάψῃ, ἐὰν μιμῆσθε τὸ καλόν; Μὴ τοὺς φοβηθῆτε, οὔτε νὰ ταραχθῆτε, ἀλλὰ λατρεύσατε, τὸν Χριστὸν ὡς Κύριον εἰς τὶς καρδιές σας, καὶ νὰ εἶσθε πάντοτε ἔτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν εἰς τὸν καθένα, ποὺ θὰ σᾶς ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχετε μέσα σας, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνετε μὲ εὐγένειαν καὶ σεβασμόν, καὶ νὰ ἔχετε συνείδησιν ἀγαθήν. (Α’ Πέτρου 3,15-16). Αυτή είναι η ελευθερία που καλούμαστε να τολμήσουμε, μία ελευθερία με συνείδηση αγαθή που γίνεται δύναμη πίστεως, ομολογίας και διακονίας, κάτι που για τον κόσμο είναι παράδοξο.

Ο Ντοστογιέφσκι έλεγε σε ένα νέο φοιτητή ότι “στην εποχή μας εξισώνουν την ελευθερία με την αποχαλίνωση των παθών, ενώ η αληθινή Ελευθερία βρίσκεται στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον εαυτό του και στη θέλησή του. Στην εποχή μας εξισώνουν την ελευθερία με την οικονομική ασφάλεια. Αντίθετα η μεγαλύτερη ελευθερία δεν είναι να συσσωρεύσει κανείς αγαθά και να εξασφαλίσει τον εαυτό του με το χρήμα αλλά να μοιράσει όλα όσα έχει και να πάει να γίνει υπηρέτης όλων.”

Πόσο αλόγιστα σπαταλούν οι άνθρωποι την ωραιότητα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής με θρησκευτικές υποχρεώσεις ή συναισθηματικές συγκινήσεις, ακόμη και με μεταφυσικές αναζητήσεις. Και ξεχνούν ότι η ωραιότητα αυτή αποκαλύπτεται ως στάδιο ασκήσεως και μάλιστα των αρετών, ως καιρός αυτογνωσίας ή γνώσεως τόσο της καρδιάς του ανθρώπου, ταπεινώσεως και μετανοίας, αυτομεμψίας ή αισθήσεως των αμαρτιών, πάλης και νίκης κατά των δαιμόνων, και όλα αυτά, όχι ως αυτάρκεια ή τελείωση της πνευματικής ζωής αλλά ως όρος πραγματοποιήσεως των σχέσεων μας με τους άλλους και της σχέσης μας με το Θεό.  Σε αυτή την οδό βρίσκεται η ωραιότητα της αγωνιστικής περιόδου της Τεσσαρακοστής. Είναι η οδός της αγάπης, το τέλος όλων των αρετών, το μέγα θαύμα του αγιασμού του ανθρώπου. Τίποτα άλλο δεν κάνει τον άνθρωπο Άγιο όσο η λαμπρότητα της αγάπης και η καθαρότητα της καρδιάς. Όλα έχουν αρχή και τέλος την αγάπη και η διακονία του Χριστιανού, το να είναι ταπεινός υπηρέτης του άλλου, είναι συνέπεια της ελευθερίας του από κάθε εμπάθεια, ως διακονία αγάπης, ίδια με τη διακονία του Χριστού που πάντοτε οδηγεί στην Αγία Ανάσταση.

Η παραίνεση της Εκκλησίας μας είναι σαφής: “Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγῶνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες∙ ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκα καθάρωμεν∙ νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετάς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος∙”. Ας ξεκινήσουμε χαρούμενα την περίοδο της νηστείας, υποβάλλοντας τον εαυτό μας σε πνευματικούς αγώνες. Να εξαγνίσουμε την ψυχή. Να καθαρίσουμε τη σάρκα. Όπως νηστεύουμε με τις τροφές, να απέχουμε από κάθε πάθος, εντρυφώντας στις αρετές του Πνεύματος. (Εσπερινός, Κυριακή της Τυρινής).

Εὔδρομο τό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Καλό στάδιο – Καλό πνευματικό ἀγώνα.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί»

(Ματθ. 6, 16)

 Την Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη, μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, αφού κατά την υμνολογία μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά της βρώσεως».

 1. Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, γι’ αυτό συνεπώς και η Εκκλησία μας συνεχίζει την ίδια Παράδοση.

Πριν πούμε λοιπόν οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία, θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι,  οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την ορθή εφαρμογή του.

2. Κι ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας, προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, ιδίως με την υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ οι υποκριταί» σημειώνει,  που σημαίνει ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε πολύ καθαρά στο πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.

Και ποια είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί» - άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.

3. Η ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού». 

Γι’ αυτό και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής (νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη, μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια με τους  κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».

Ούτε μόνη λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το πρότυπο και την εντολή του Χριστού.

4.  Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.

  «Νηστεύσωμεν λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 6, 14-21)

 Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ἄν συγχωρήσετε τούς ἀνθρώπους γιά τά παραπτώματά τους, θά σᾶς συγχωρήσει κι ἐσᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας σας. Ἄν ὅμως δέ συγχωρήσετε στούς ἀνθρώπους τά παραπτώματά τους, οὔτε κι ὁ Πατέρας σας θά συγχωρήσει τά δικά σας παραπτώματα». «Ὅταν νηστεύετε, νά μή γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, πού παραμορφώνουν τήν ὄψη τους γιά νά δείξουν στούς ἀνθρώπους πώς νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πώς ἔτσι ἔχουν κιόλας λάβει τήν ἀνταμοιβή τους. Ἐσύ, ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τά μαλλιά σου καί νίψε τό πρόσωπό σου, γιά νά μή φανεῖ στούς ἀνθρώπους ἡ νηστεία σου, ἀλλά στόν Πατέρα σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις· καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σοῦ τό ἀνταποδώσει φανερά». «Μή μαζεύετε θησαυρούς πάνω στή γῆ, ὅπου τούς ἀφανίζει ὁ σκόρος καί ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καί τούς κλέβουν. Ἀντίθετα, νά μαζεύετε θησαυρούς στόν οὐρανό, ὅπου δέν τούς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες δέν κάνουν διαρρήξεις καί δέν τούς κλέβουν. Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 13,11-14,4)

Ἀδελφοί, νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. Ὅς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί μου, τώρα ἡ τελική σωτηρία βρίσκεται πιό κοντά μας παρά τότε πού πιστέψαμε. Ἡ νύχτα ὅπου νά ’ναι φεύγει, καί ἡ μέρα κοντεύει νά ’ρθεῖ. Γι’ αὐτό ἄς πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς φορέσουμε τά ὅπλα τοῦ φωτός. Ἡ διαγωγή μας ἄς εἶναι κόσμια, τέτοια πού ταιριάζει στό φῶς. Ἄς πάψουν τά φαγοπότια καί τά μεθύσια, ἡ ἀσύδοτη κι ἀκόλαστη ζωή, οἱ φιλονικίες κι οἱ φθόνοι. Ντυθεῖτε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί μήν ἀφήνετε τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σας νά σᾶς παρασύρει στήν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σας. Νά δέχεστε ὅποιον ἔχει ἀσθενική πίστη, χωρίς νά ἐπικρίνετε τίς ἀπόψεις του. Γιά παράδειγμα, ἕνας πιστεύει πώς μπορεῖ νά φάει ἀπ’ ὅλα, ἐνῶ κάποιος ἄλλος, πού ἔχει ἀσθενική πίστη, τρώει μόνο χόρτα. Αὐτός πού τρώει ἀπ’ ὅλα, ἅς μήν περιφρονεῖ ἐκεῖνον πού δέν τρώει· κι ἐκεῖνος πού δέν τρώει, ἅς μήν κατακρίνει ἐκεῖνον πού τρώει, γιατί ὁ Θεός τόν ἔχει δεχτεῖ στήν ἐκκλησία του. Ποιός εἶσαι ἐσύ ποῦ θά κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη; Μόνο ὁ Κύριός του μπορεῖ νά κρίνει ἄν στέκεται ἤ ὄχι στήν πίστη του, γιατί ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά τόν στηρίξει.