17 Μαρτίου 2022

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώνουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δέν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προν τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στά κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτή όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Ο άγιος Αλέξιος καταγόταν από τη Ρώμη κι οι γονείς του, ο πατέρας του  πατρίκιος Ευφημιανός και η μητέρα του Αγλαΐδα, ήταν πλούσιοι και πολύ ευγενείς, έχοντας τον Αλέξιο το μοναδικό τους παιδί. Ο πατέρας του όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία ετοίμασε τα του γάμου του υιού του, οπότε τότε που έπρεπε να αποσυρθεί με τη νύφη στη νυφική παστάδα, εκείνος αφού έδωσε σ᾽ αυτήν το δαχτυλίδι του γάμου και προσευχήθηκε, έφυγε κρυφά από τον οίκο του κι ἔφτασε στην ´Εδεσσα. ´Εμεινε στην πόλη αυτή και στην εκεί Εκκλησία δεκαοκτώ έτη, φορώντας πάμπτωχα ρούχα σαν ράκη και τρεφόμενος από τις προσφορές ελέους και φιλανθρωπίας των αθρώπων.

´Εφυγε όμως κι από κει (διότι δεν ήταν δυνατόν να διαφεύγει την προσοχή των ανθρώπων και να κρύβεται η αρετή του πάντοτε, καθώς ήδη τον προσήγγιζαν και τον ενοχλούσαν πολλοί), και καθώς έμελλε να μεταβεί στην Ταρσό της Κιλικίας, στον ναό του αγίου αποστόλου Παύλου, δέν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, διότι το πλοίο από τους ενάντιους ανέμους οδηγήθηκε αλλού. Έφτασε και πάλι στη Ρώμη, οπότε πήγε στον οίκο του πατέρα του. Κι αφού δεν τον αναγνώρισε κανείς, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στους πυλώνες της εισόδου του οίκου του, υφιστάμενος τις κοροϊδίες και τους εμπαιγμούς από τους υπηρέτες του πατέρα του και πάσχοντας πολλά δεινά, όσα συνήθως πάσχει από τους ανθρώπους της τρυφής και της αταξίας άνθρωπος ξένος που δεν μπορεί καθόλου να σηκώσει το κεφάλι.

 ´Οταν πλησίασε το μακάριο τέλος του, ζήτησε χαρτί, κι αφού έγραψε το ποιός ήταν και ποιοι ήταν οι γονείς του, το κράτησε πάνω του, μέχρις ότου ο βασιλιάς Ονώριος μετά από τη θεϊκή αποκάλυψη έφτασε εκεί. Ο βασιλιάς τον παρακάλεσε, ενώ ήδη είχε πεθάνει, και πήρε το χαρτί. Κι όταν το διάβασε εις επήκοον όλων τότε μαθεύτηκαν τα σχετικά μ᾽ αυτόν. Καθώς η έκπληξη όλων ήταν τεράστια, πήραν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν με τιμή και μεγαλοπρέπεια στον ναό του αγίου αποστόλου Πέτρου. Έκτοτε το λείψανό του προχέει αδιάκοπα μύρα ευώδη και ιάματα σ᾽ όλους τους πιστούς που προσέρχονται εκεί».

Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ όλοι οι άγιοι είναι άγιοι γιατί ακριβώς υπήρξαν άνθρωποι του Θεού, ο μόνος που έμεινε στην ιστορία με τη συγκεκριμένη προσωνυμία είναι ο άγιος Αλέξιος, ο άνθρωπος του Θεού. Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ είναι σαφής: «Κλήθηκες συ μόνος πάνω στη γη άνθρωπος του Θεού» (στίχος συναξαρίου). Η εξήγηση που φέρνει είναι πειστική: Πρώτον, γιατί «σε γνωρίσαμε άνθρωπο του Θεού όχι μόνο από την κλήση σου αλλά και από τα πράγματα» (στιχηρό εσπερινού). Η ζωή του αγίου Αλεξίου, κατά τον υμνογράφο, ήταν μία διαρκής επιβεβαίωση της υπακοής του στο θέλημα του Θεού, μία εγκόλπωση τής χωρίς μέτρο πτωχείας, της στενής και θλιμμένης οδού στην οποία ο Κύριος κάλεσε κάθε πιστό. Γι᾽ αυτό και γέμισε από αρετές, ενώ του δόθηκε από τον Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας. «Διάβηκες οδό στενότατη, γιατί ακολούθησες από τη νεότητά σου άμεμπτο και όσιο βίο» (ωδή α´).

Εκείνο στο οποίο επιμένει ο υμνογράφος Ιωσήφ - γιατί πέραν της εξαιρετικής δυσκολίας του υπήρξε και το κύριο στοιχείο που οδήγησε σε αγιότητα τον Αλέξιο - ήταν το γεγονός ότι αρχοντόπουλο αυτός με όλη τη δόξα και τα πλούτη της οικογένειάς του όχι μόνο τα καταφρόνησε, αλλά υπέμεινε καρτερικά και την ατίμωση της ξενιτείας μπροστά στο ίδιο του το σπίτι. Γνωρίζουμε ότι η ξενιτεία ως αρετή που ασκείται από πολλούς αγίους μας είναι πράγματι πολύ δύσκολη, αφού αναγκάζεται κανείς να παλέψει με ό,τι πιο φυσικό αναβλύζει από την ύπαρξη του ανθρώπου: την ανάγκη για αποδοχή και αναγνώριση, την ανάγκη της αγάπης από τους άλλους ή έστω της μη καταφρόνιας του, στον άγιο όμως  Αλέξιο (και σε ορισμένους άλλους αγίους είναι αλήθεια) η αρετή αυτή ῾απογειώθηκε᾽ κατά το κοινώς λεγόμενο, αφού την εξάσκησε στο ίδιο του το σπίτι. Να είσαι στο σπίτι σου, να ξέρεις ότι όλα είναι δικά σου, να έχεις τη δύναμη επιβολής επί των άλλων, και να μένεις κρυμμένος και άγνωστος, δεχόμενος τη διακωμώδηση και από τους υπηρέτες ακόμη, τούτο υπέρκειται της φυσικής ζωής και κινείται στο χαρισματικό επίπεδο του υπέρ φύσιν. Φανερώνει τον πλούτο της ταπείνωσης και τη βία πάνω στα ανθρώπινα πάθη, για τα οποία μίλησε ο Κύριος, συνεπώς την από τη ζωή αυτή είσοδο στη βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Απονέκρωσες το φρόνημα της σάρκας σου, βλέποντας τους γονείς σου. Και καθώς δεν σε αναγνώριζαν, υπέμενες τη βία της φύσεως και την καταφρόνια και εξουθένηση των άπειρων υπηρετών σου που σε έθλιβαν» (ωδή ζ´). «Μεγάλο θαύμα! Πώς παρέμεινες πτωχός, Αλέξιε, μέσα σε πλούτο άπειρης ταπείνωσης» (ωδή ζ´). Και δεν ήταν μόνο η βία που ασκούσε στον εαυτό του από την άγνοια των γονέων του, αλλά και η βία και το ατσάλινο φρόνημα που επιδείκνυε καθώς έβλεπε και άκουγε τους πικρούς θρήνους και αυτών και της ίδιας της συζύγου του! «Πόσο μεγάλο θαύμα! Πώς σα διαμάντι κρατήθηκες στους πυλώνες των γονιών σου όλα τα χρόνια, χωρίς να καμφθείς, ασκώντας βία στη φύση σου, από τους πικρούς θρήνους των γονιών σου και της συζύγου σου, Αλέξιε» (εξαποστειλάριο όρθρου).

Στην ουσία – και αυτό είναι το δεύτερο σημείο της εξήγησης του υμνογράφου – ο άγιος Αλέξιος έζησε ακριβώς τη ζωή του Χριστού. Η ταπείνωση του Χριστού, του Υιού του Θεού που «εκένωσεν εαυτόν», άδειασε από τον πλούτο της θεότητός Του για να γίνει ένας απλός άνθρωπος, υφιστάμενος τα πάνδεινα από τα δημιουργήματά Του, είναι εκείνο που διαβάζει ο υμνογράφος καθώς βλέπει την υπερφυή ζωή και του Αλεξίου. «´Αφησες τους κοσμικούς θορύβους και το βάρος του πλούτου κι έγινες μετανάστης από την πατρίδα σου, πάτερ Αλέξιε, μιμούμενος την πτωχεία του Χριστού» (ωδή γ´). Μίμημα Χριστού ο άγιος Αλέξιος, γι᾽ αυτό και ορισμός του γνησίου χριστιανού. «Χριστιανός εστι μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Κι ακόμη περισσότερο: ο άγιος Ιωσήφ βλέποντας όλη την πορεία του αγίου μαζί με το τέλος του νιώθει ότι ῾καθρεπτίζει᾽ και από την άποψη αυτή την όλη πορεία του Χριστού. Εκείνος Θεός ων κατέρχεται, ζει, πάσχει, ανέρχεται εν δόξη. Ο άγιος Αλέξιος πλούσιος ων τα εγκαταλείπει όλα, περνάει ζωή ταπείνωσης και στένωσης, πάσχει, στο τέλος φανερώνεται εν δόξη από τον ίδιο τον Κύριο. «Ήσουν κόσμημα με την ιερά πολιτεία σου, ένδοξε, γι᾽ αυτό πάλι ο Χριστός παρά τη θέλησή σου σε δίνει την πατρίδα σου, ενώ απέφευγες την πρόσκαιρη δόξα» (ωδή ς´). «Ο Κύριος με μεγάλη φωνή σε φανερώνει σ᾽ όλη τη Ρώμη, εσένα που ήσουν ο κρυμμένος θησαυρός που βρισκόσουν σε σχήμα πτωχού» (ωδή η´).

Στην όλη αγισμένη πορεία του Αλεξίου ο υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει το βασικό κίνητρό της. Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Αλέξιο να προβεί στις ῾παράδοξες᾽ αυτές θεωρούμενες κινήσεις του, σαν τον απόστολο Παύλο που διεκήρυσσε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσω»; Δύο πράγματα κυρίως, λέει ο Ιωσήφ: πρώτον ο θείος έρωτας που ερέθιζε διαρκώς την καρδιά του, κάνοντάς τον να ποθεί μόνο τον ουράνιο πλούτο (ωδή δ´), δεύτερον η βαθειά αγάπη του προς την Μητέρα του Κυρίου, την Υπεραγία Θεοτόκο. Η Παναγία ήταν το εντρύφημα του αγίου, καθώς στον ναό της ήθελε πάντοτε να κάθεται, γεγονός που επέσυρε την αγάπη Εκείνης απέναντί του με αποκορύφωμα τη φανέρωσή του από Αυτήν και τη δόξα του μέσα στην κρύπτη του. «Ζητώντας να κάνεις την καρδιά σου ναό του Θεού, αγάπησες να κάθεσαι, ένδοξε, πάντοτε στον οίκο της Θεομήτορος και να θεωρείς τα ουράνια κάλλη» (ωδή δ´). «Εσένα που έγινες ζωντανός ναός του Θεού, σε φανερώνει ενώ κρυβόσουν το σκήνωμα του Θεού η Απειρόγαμος Δέσποινα, και σε δοξάζει ενώ προσπαθούσες να μένεις άγνωστος» (ωδή ς´).

Γι᾽ αυτό τελικώς ο άγιος υμνογράφος θεωρεί πέραν των όσων είπαμε ότι ο άγιος Αλέξιος ῾κατέκτησε᾽ τα ουράνια: διότι έζησε την άσαρκη ζωή των αγγέλων του Θεού και διότι με τα παθήματά του αποδείχθηκε δεύτερος Λάζαρος της γνωστής παραβολής του Κυρίου. «Φάνηκες να μιμείσαι στη γη την άσαρκη πολιτεία» (ωδή ε´). «Υπέμεινες την πτωχεία καθώς έγινες ζητιάνος, σαν τον πτωχό Λάζαρο» (ωδή δ´).

16 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 μ.Χ. (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ.

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου».  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

«Πληγέντα τήν ψυχήν ἁμαρτίας ρομφαίᾳ, καί κατάστικτον πολλοῖς ὑπάρχοντα κακοῖς, Ἰατρέ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ἴασαι ὡς εὐεργέτης, ἐπιθείς μοι τά φάρμακα τῶν σοφῶν ἐντολῶν σου, φιλάνθρωπε» (Ύμνος  Τριωδίου Β΄ εβδ. Νηστειών).

 (Φιλάνθρωπε Κύριε, ιατρέ των ψυχών μας, γιάτρεψέ με ως ευεργέτης που είσαι με τα φάρμακα των σοφών εντολών σου. Κι αυτό γιατί πληγώθηκε η ψυχή μου από το ξίφος της αμαρτίας κι είμαι γεμάτος από τα τραύματα των πολλών μου κακών).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος παίρνοντας αφορμή από την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, βλέπει τον εαυτό του, και διά του εαυτού του κάθε πιστό, στη θέση του κτυπημένου από τους ληστές και κειμένου ημιθανούς ανθρώπου που κανείς άλλος πλην του Καλού Σαμαρείτου που είναι ο Χριστός, δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος στον κόσμο τούτο καθημερινώς αμαρτάνει, είτε με τα λόγια είτε με τη συμπεριφορά του είτε με τους λογισμούς του – αυτά είναι οι ληστές του -, οπότε και πληγώνεται και χάνει τη ζωή του και οδηγείται στον θάνατο, αφού η αμαρτία δεν αποτελεί μία απλή εκτροπή ή και ένα «παιχνίδι» όπως διατείνονται πολλοί, αλλά το ξίφος που πληγώνει την ψυχή του ανθρώπου και του προκαλεί διαφόρων ειδών τραύματα ώστε να χάνει το «αίμα» της ψυχής του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» βεβαιώνει ο λόγος του Θεού, κάτι που και εποπτικά το κατανοούμε στο πρόσωπο του ασώτου υιού της εξίσου γνωστής παραβολής: «ο υιός μου αυτός ήταν χαμένος και νεκρός»!

Η αυτογνωσία όμως αυτή του αγίου υμνογράφου δεν είναι χωρίς ελπίδα. Το βλέμμα του, έστω και πληγωμένο από την ενέργεια των παθών, είναι στραμμένο προς τον μόνο Σωτήρα και θεραπευτή των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός ως και Θεός είναι ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων. Και ταυτοχρόνως έχει την απόλυτη διάθεση ως φιλάνθρωπος και πλήρης αγάπης και ελέους να ευεργετήσει το πλάσμα Του, όπως έκανε και κάνει και θα κάνει πάντοτε. «Αυτός διήλθε ευεργετών και ιώμενος πάντας», ο Χριστός ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες, είναι η εμπειρία των μαθητών Του και η εμπειρία όλων των αγίων που στράφηκαν προς Εκείνον και Τον θέλησαν στη ζωή τους. Και ποια τα φάρμακα του μεγάλου και παντοδύναμου Ιατρού που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος, έχοντας ενώπιόν του την εικόνα του Σαμαρείτη Χριστού που είναι σκυμμένος με άπειρη στοργή και ενδιαφέρον πάνω στον πληγωμένο άνθρωπο; Οι σοφές εντολές Του, μας λέει. Που σημαίνει: κάθε αμαρτία που μας πληγώνει θεραπεύεται στον βαθμό που ο άνθρωπος «γαντζώνεται» πάνω στην αντίστοιχη εντολή που τη σβήνει και την εξαφανίζει.

 Βλασφημούμε τον Θεό και γι’ αυτό πληγώνουμε την ψυχή μας, για παράδειγμα; Το φάρμακο είναι η στροφή μας προς Εκείνον και η απαρχή της δοξολογίας του αγίου Ονόματός Του. Πώς ξεπέρασε εν προκειμένω ο μικρός Αρσένιος, ο μετέπειτα όσιος Παΐσιος, την κακίστη συνήθεια να βρίζει όταν εργαζόμενος σε ξυλουργείο του ξέφευγαν κάποια ξύλα και έπεφταν πάνω στα πόδια του; Με την ύψωση των νοερών οφθαλμών του στον Χριστό και τη διαρκή επανάληψη των λέξεων: «Δόξα Σοι ο Θεός, Δόξα Σοι ο Θεός! Μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος!» Σε ελάχιστο διάστημα «θεραπεύτηκε», όπως ομολογούσε, από την κακή αυτή τάση. Κι ακόμη: Συνηθίζουμε να κατακρίνουμε τον συνάνθρωπό μας, συνεπώς μπήγοντας στον εαυτό μας «ξίφος θανάτου»; Η λύση και το φάρμακο είναι η ακολουθία της εντολής του Κυρίου: «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». Δηλαδή στην πραγματικότητα «αγαπάτε αλλήλους» και «αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Η ίδια η εμπειρία κάθε πιστού που θέλησε να ακολουθήσει τη θεραπευτική αυτή οδό το βεβαιώνει: οι εντολές του Κυρίου είναι τα μόνα φάρμακα που γιατρεύουν τις ψυχές μας, γι’ αυτό και στο μεγαλύτερο ποσοστό και το ίδιο το σώμα μας – μία θεραπευμένη και ισορροπημένη ψυχή που δέχεται τη χάρη του Θεού «τραβάει» σε θεραπεία συχνά και ένα άρρωστο σώμα. Ο άγιος Πορφύριος δεν έλεγε ότι όταν βάζει κανείς τον εαυτό του στην εντολή της αγάπης του Χριστού μπορεί να ελέγξει ακόμη και τον καρκίνο;

Λοιπόν, σε ό,τι κακία και πάθος και αν βρισκόμαστε, η λύση υπάρχει: η ακολουθία των εντολών του Κυρίου. Κι αυτό βεβαίως δείχνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο άνθρωπος είναι μέλος της Εκκλησίας που τον ενισχύει η χάρη του Θεού˙ δεύτερον, ότι έρχεται ενώπιος ενωπίω τω Χριστώ με την προσπάθεια ακολουθίας των εντολών Του. Γιατί μέσα σ’ αυτές, κατά την υπόσχεσή Του, κρύβεται ο Ίδιος.

«ΚΑΙ ΜΗ ΚΑΤΑΚΡΙΝΕΙΝ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟΝ ΜΟΥ...»

Εἶναι ἡ διαρκής προτροπή τῆς Ἐκκλησίας μας ὅλον τον χρόνο, κατεξοχήν ὅμως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Ἡ εὐχή μάλιστα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔρχεται καί μέ καταιγιστικό τρόπο καθημερινά καί ἐπαναλαμβανόμενα μᾶς τό ὑπενθυμίζει: «Καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Καί πῶς νά μή γίνεται ἡ ὑπενθύμιση αὐτή ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεως Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό ἔδωσε ὡς κύρια ἐντολή πού ἐκφράζει τήν ὕπαρξη ἤ μή τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπό μας «Μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε», συνεπῶς ἐπιβεβαιώνει ἤ ὄχι τήν πίστη καί τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό; Ἀλλά χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις.

Καί κατά πρῶτον: ὁ Κύριος καταδικάζει τήν κατάκριση καί ὄχι τήν κρίση. Κι αὐτό γιατί ἡ κρίση ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ πού ὁ Κύριος δέν θέλει νά καταργήσει - ὁ Χριστός ἦλθε ὄχι νά καταστρέψει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά νά τόν σώσει. «Μή κρίνετε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίως εἶπε, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς κατακρίσεως. Διότι σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι μποροῦμε νά κρίνουμε τόν συνάνθρωπο, ἀλλά ὅταν ἡ κρίση μας εἶναι δικαία. «Μή κρίνετε κατ᾽ ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (᾽Ιωάν. 7, 24).

Ποιά εἶναι ἡ δικαία κρίση πού ἀποδέχεται ὁ Κύριος; Ὁ Ἴδιος μᾶς καθοδηγεῖ: «῾Η κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί – λέει - ὅτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (᾽Ιωάν. 5, 30). Δικαία κρίση εἶναι ἐκείνη πού πηγάζει ἀπό πρόσωπο πού ζεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς δικό του θέλημα. Κι ἐπειδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, γι᾽ αὐτό καί τότε κρίνουμε κατά τρόπο δίκαιο, ὅταν ἡ κρίση μας εἶναι γεμάτη ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή βεβαίως ἡ μόνη δικαία κρίση εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος «ἀγάπη ἐστί» (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 8), ὅπως καί τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀγωνίσθηκαν νά τό κάνουν δικό τους θέλημα.

Κατά συνέπεια, ὅσο βλέπουμε ὅτι ἐπικρατεῖ μέσα μας τό δικό μας θέλημα καί ὄχι τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει νά στηριζόμαστε στήν κρίση μας. Θά πρέπει νά τήν ἀμφισβητοῦμε, νά θέτουμε ἐρωτηματικό κατά πόσο κρίνει ὀρθά. Διότι σίγουρα ἡ κρίση μας στήν περίπτωση αὐτή δέν εἶναι δικαία καί εἶναι πλανεμένη. ῾Ο Κύριος ἐπεσήμανε τήν ἀλήθεια αὐτή καί μέ ἄλλες λέξεις. Στήν ἐπί τοῦ ῎Ορους ὁμιλία γιά παράδειγμα χαρακτηρίζει ὡς ὑποκριτική τήν κρίση πού προέρχεται ἀπό μία ὄχι καθαρή καρδιά. «῾Υποκριτά – φωνάζει - ἔκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου καί τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τό κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 7, 5), βγάλε τό δοκάρι ἀπό τό μάτι σου καί τότε θά δεῖς καί τό καρφάκι στόν ὀφθαλμό τοῦ ἀδελφού σου. Δέν εἶναι δυνατόν, ὅσο κανείς βρίσκεται ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν παθῶν του – καί ποιός μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἔφτασε στήν ἀπάθεια; - νά προβῆ σέ ὀρθή κρίση τοῦ συνανθρώπου του. Μόνον ὁ καθαρός στήν καρδιά, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, μπορεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπό του σωστά καί ἄρα νά τόν κρίνει χωρίς νά ἐπιφέρει βλάβη.

῎Ετσι ἐκεῖνο πού καταδικάζεται εἶναι ἡ κατάκριση, ἡ κρίση δηλαδή πού συνδυάζεται μέ πάθος, μέ ἐγωϊσμό, ἡ ἐμπαθής κρίση. Τά πράγματα ὅμως χειροτερεύουν: ἡ κρίση ἀποτελεῖ στό βάθος καί ὑφαρπαγή δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὄτι φανερώνει μέ τόν πιό ἔντονο τρόπο τήν ἔλλειψη αὐτογνωσίας τοῦ (κατα)κρίνοντος – δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἅγιος Ἐφραίμ στήν κατανυκτική προσευχή του πρίν μιλήσει γιά τήν κατάκριση ζητάει ἀπό τόν Θεό τή χάρη νά βλέπει ὀρθά τόν ἑαυτό του: «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα»! Ὁ κατακρίνων δηλαδή καί εἶναι τυφλός πνευματικά καί τοποθετεῖ δαιμονικά τόν ἑαυτό του ὑπεράνω καί τοῦ ἴδιου τοῦ... Θεοῦ! Δέν βλέπουμε ἐδῶ τήν «ἐπανάληψη» τῆς στάσεως τοῦ Πονηροῦ διαβόλου; Τόλμησε νά κρίνει τόν ἴδιο τόν Δημιουργό του καί νά σκεφτεῖ καί παραπάνω ἀπό τήν ἰσοθεῒα! «Θά στήσω τόν θρόνο μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»!

῾Οπότε ὁ μόνος πού ἔχει δικαίωμα τελικῶς νά κρίνει τόν ἄνθρωπο, γιά τίς σκέψεις του, τά λόγια του, τίς πράξεις του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιατί καί εἴμαστε δικοί Του καί Τοῦ ἀνήκουμε: «ὅτι ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται», ἀλλά καί γιατί εἶναι ὁ Μόνος πού μπορεῖ νά κάνει τίς σωστές ἐκτιμήσεις ὡς ἔχων ἐνώπιόν Του τά πάντα ὁλοφάνερα καί γυμνά. «Δέν ὑπάρχει κτίση ἀφανής ἐνώπιόν Του», μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀλλά ὄλα ἀνεξαιρέτως εἶναι γυμνά καί φανερά κάτω ἀπό βλέμμα Του». Κι ἕνα στοιχεῖο ἐπίσης δέν λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅταν κατακρίνουμε πού εἶναι γιά ἐμᾶς φοβερό: ἡ κατάκριση λειτουργεῖ καί ὡς προφητεία γιά τίς μελλοντικές μας ἁμαρτίες! «Ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίωσε ὁ Κύριος - σέ ὅ,τι κρίνουμε τόν ἄλλο, θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά πέσουμε στό ἴδιο. Πρόκειται γιά πνευματικό νόμο πού τόν ἀγνοοῦμε καί γι᾽ αὐτό πολύ συχνά καί ἀπερίσκεπτα κατακρίνουμε τούς συνανθρώπους μας.

Μόνο σέ μία περίπτωση ἐπιτρέπεται, ἤ μᾶλλον ἐπιβάλλεται, ὄχι μόνο νά κρίνουμε ἀλλά καί νά κατακρίνουμε καί νά καταδικάζουμε. ῞Οταν ἡ κατάκρισή μας ἀναφέρεται στόν διάβολο, τόν ὑποκινητή κάθε κακοῦ, κυρίως δέ στόν ἑαυτό μας. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ κρίση μας ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό μας, διότι γίνεται ἡ αἰτία νά καθαρίσει τό ἔδαφος τῆς ψυχῆς μας, νά ἀποκτήσουμε ἀληθινή μετάνοια καί νά φτάσουμε στήν πιό εὐλογημένη μά δυσκολοκατόρθωτη ἀρετή, τήν ταπείνωση. ῾Ο τελώνης τῆς παραβολῆς δικαιώθηκε ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀκριβῶς κατέκρινε τόν ἑαυτό του, τό ἦθος του δέ, ἦθος ταπείνωσης, εἶναι ἐκεῖνο πού στήν ᾽Εκκλησία συνιστᾶ τό ἦθος τῆς ἁγιότητος. Μία τέτοια κατάκριση μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται: εἶναι ἐκ Θεοῦ. ῾Η ἄλλη, πρός τόν συνάνθρωπο, ἀπαγορεύεται: εἶναι δαιμονοκίνητη.

῾Η περίπτωση ἑνός μοναχοῦ πού μνημονεύει τό Γεροντικό τῆς ᾽Εκκλησίας μας φανερώνει ἄμεσα τήν ἀλήθεια ὅσων ἀναφέραμε.

῏Ηλθε ἡ ὥρα σ᾽ ἕνα μοναστήρι νά τελειώσει τήν ζωή του κάποιος μοναχός. Μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τό νεκροκρέββατό του οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μαζί μέ τόν ἡγούμενο. ῞Ολοι ἦσαν θλιμμένοι, γιατί ἤξεραν ὅτι ὁ μοναχός αὐτός μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη πού ἐξέπνεε ζοῦσε σέ κάποια ἀμέλεια. Δέν ἐπιτελοῦσε μέ πολύ ζῆλο τά καθήκοντά του. Παραξενεύτηκαν ὅμως, γιατί ἔβλεπαν ὅτι φεύγει ἀπό τήν ζωή αὐτή χαρούμενος, μέ πολύ μεγάλη εἰρήνη. Ρώτησε τότε ὁ ἡγούμενος τόν μοναχό. Πῶς, ἀδελφέ, ἐνῶ ἔζησες μέ ἀμέλεια, φεύγεις μέ χαρά καί ἥσυχος; Δέν φοβᾶσαι τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ ἦλθε ἄμεση: Ναί, ἔζησα μέ κάποια ἀμέλεια, εἶναι ἀλήθεια. ῞Ομως ἕνα πράγμα στήν ζωή μου προσπάθησα νά ζήσω μέ συνέπεια: νά μήν κατακρίνω κανέναν συνάνθρωπό μου. ῞Οταν λοιπόν μετά ἀπό λίγο θά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριο, θά τοῦ πῶ μέ παρρησία: Κύριε, Σύ εἶπες, μή κρίνετε γιά νά μή κριθῆτε. ᾽Εγώ δέν ἔκρινα, Σύ λοιπόν κάνε αὐτό πού ὑποσχέθηκες. ῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί συγκλονίσθηκαν. Δακρυσμένος ὁ ἡγούμενος καί σφαλίζοντας τά μάτια τοῦ ἀπερχόμενου ἀπό τόν κόσμο μοναχοῦ τοῦ εἶπε: Στό καλό, ἀδελφέ. Σύ μέ λίγο καί μικρό ἀγώνα κέρδισες τήν αἰωνιότητα. 

15 Μαρτίου 2022

ΚΑΝΕ ΤΡΟΦΗ ΣΟΥ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Κόρον ἁμαρτίας, ψυχή μου μίσησον τόν ὀλέθριον˙ τρύφησον τῷ κόρῳ τῆς νηστείας ἐμμελῶς˙ τάς σωτηριώδεις ἐντολάς βρῶμα ποίησον, ἀπόλαυσιν προξενούσας αἰωνίων ἀγαθῶν διά πίστεως» (Ωδή α΄ Τριωδίου).

 (Μίσησε, ψυχή μου, την πλησμονή της αμαρτίας που σε καταστρέφει. Απόλαυσε όσο μπορείς, με διαρκή φροντίδα, τη νηστεία. Κάνε τροφή σου τις εντολές του Σωτήρα Χριστού, γιατί αυτές προξενούν την απόλαυση των αιώνιων αγαθών μέσω της πίστεως).

Η πρώτη παρατήρηση του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου επιβεβαιώνεται από κάθε άνθρωπο όπου γης: ο άνθρωπος αμαρτάνει κι η αμαρτία πλημμυρίζει την ύπαρξή του χωρίς να αφήνει κανένα κενό. Κι αυτό γιατί αμαρτία σημαίνει τον εγωισμό του ανθρώπου, χαρακτηριστικό του οποίου (εγωισμού) είναι να μην αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, πολύ περισσότερο για τη χάρη του Θεού – το ε γ ώ  πάντοτε είναι απολύτως κατακτητικό και κυριαρχικό: εγώ και άλλος, εγώ και Θεός ή συνάνθρωπος δεν μπορούν να συνυπάρξουν˙ ο άλλος, όποιος κι αν είναι αυτός, ή θα πρέπει να εξαφανιστεί ή θα πρέπει να υποταχτεί! Γι’  αυτό και ο αμετανόητα εγωιστής άνθρωπος ή διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τον συνάνθρωπό του, ή επιζητεί να Τον υποτάξει, με την έννοια να Τον έχει προς… χρήση του, να του κάνει τα θελήματά του – θεός κατ’ αυτόν είναι ο ίδιος! Κι ακόμη τραγικότερο: η αμαρτία ως εγωισμός δεν έχει όριο κορεσμού. Ενώ πλημμυρίζει μέχρι… ασφυξίας τον αμαρτάνοντα, διαρκώς και επιζητεί την περαιτέρω επέκτασή της. Θυμάται κανείς το περιστατικό με τον αββά του Γεροντικού, που βλέποντας έναν ξυλοκόπο να κάνει δεμάτι τα ξύλα που έκοβε και να μην μπορεί λόγω του όγκου του να το σηκώσει, εκείνος πρόσθετε και άλλα ξύλα! Και στην απορία του αββά τι σημαίνει αυτό, ο Κύριος του απεκάλυψε: έτσι είναι οι άνθρωποι. Ενώ αμαρτάνουν και βαραίνουν τη συνείδησή τους, αντί να μετανοήσουν για να αποβάλουν το φορτίο τους, εκείνοι συνεχίζουν την πράξη της αμαρτίας. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι προφανές: ο άνθρωπος αμαρτάνοντας καταστρέφεται, οδηγείται στον όλεθρο.

Αλλά και η δεύτερη παρατήρηση του υμνογράφου επιβεβαιώνεται, αλλά από τον πιστό άνθρωπο της Εκκλησίας, που έχει βρει τον δρόμο της μετανοίας ως επιστροφής προς τον Θεό. Πράγματι η μετάνοια ως πρό(σ)κληση της χάρης του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο μπορεί να ανακόψει την αμαρτία. Η χάρη του Θεού που είναι πάντοτε χάρη Αγάπης προσδοκά να βρει έστω και μία μικρή ρωγμή στο εγώ του ανθρώπου, ώστε να εισέλθει το φως Της μέσα στην καρδιά του. Και τότε μπορεί να επέλθει η ανατροπή! Ενεργοποιείται το βάθος της ψυχής που νοσταλγεί τον Θεό, γιατί ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού κι Εκείνον έστω και ανεπίγνωστα αναζητεί, οπότε αρχίζει να κραυγάζει προς Αυτόν και να Τον θέλει στη ζωή του. Η στροφή προς τον Θεό που είναι στην πραγματικότητα επιστροφή προς τον Δημιουργό σηματοδοτεί την οδό της μετανοίας, που ολοκληρώνεται μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Ποια σημάδια της επιστροφής αυτής υποδεικνύει ο άγιος υμνογράφος; Την επιμελή άσκηση της νηστείας, η οποία προσφέρεται στον πιστό ως η κατεξοχήν τρυφή του. «Απόλαυσε τη νηστεία, ψυχή μου», φωνάζει ο άγιος Ιωσήφ ως τύπος του πιστού, «εκεί μπορείς να επιδοθείς χωρίς όριο κορεσμού». Αλλά αμέσως συμπληρώνει: η νηστεία ως περιορισμός τροφών δεν έχει νόημα, αν δεν συνοδεύεται με την τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου. Νηστεία και τήρηση των λόγων Εκείνου οδηγούν στη σωτηρία, οδηγούν δηλαδή στη ζωντανή σχέση με τον Θεό και την από τον κόσμο τούτο απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Για να τονίσει το θεωρούμενο παράδοξο της «μυστικής» χριστιανικής ζωής: η τήρηση των εντολών του Χριστού αποτελεί φαγητό για τον άνθρωπο! «Κάνε τροφή σου τις σωτήριες εντολές» λέει. Είναι η εμπειρία του αγίου Ιωσήφ, αλλά και η εμπειρία του κάθε χριστιανού: όταν ο πιστός θέτει σε εφαρμογή τον λόγο του Κυρίου νιώθει ότι τρέφεται, όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά! Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυτό Του: «εμόν βρώμα εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», τροφή μου είναι να πράττω το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε. Αλλά είπαμε ότι πρόκειται περί μυστικής πραγματικότητας, που προϋποθέτει την πίστη του ανθρώπου και την ανάληψη του αγώνα για πνευματική ζωή.   

ΠΡΟ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ Ο ΚΡΙΤΗΣ!

 

ΤΡΙΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Στέναξον, δάκρυσον, ψυχή μου, ἐπίστρεψον, μετανόησον˙ ἤγγικεν ἡ ἡμέρα˙ ἐπί θύραις ὁ Κριτής˙ πρός ἀπολογίαν ἑτοιμάζου, καί βόησον˙ Ἡμάρτηκά σοι, Οἰκτίρμον, ἐλεῆμον ἀγαθέ, σύ με οἴκτειρον».

(Ψυχή μου, στέναξε, δάκρυσε, γύρνα πίσω στον Θεό, μετάνιωσε. Έφτασε η ημέρα της παρουσίας Του. Ο Κριτής βρίσκεται μπροστά στις θύρες. Ετοίμαζε τον εαυτό σου να απολογηθείς και φώναξε δυνατά: Αμάρτησα ενώπιόν Σου, Οικτίρμων ελεήμων αγαθέ Κύριε, σπλαχνίσου με).

 Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας, προτρέπει τον εαυτό του και βεβαίως όλους μας, να πάρουμε τον δρόμο της  επιστροφής μας  προς τον Θεό, να μετανοήσουμε δηλαδή. Στην πραγματικότητα προβάλλει το παράδειγμα του ασώτου της γνωστής παραβολής, στο πρόσωπο του οποίου βεβαίως είναι ο καθένας μας. Κάθε άνθρωπος που αμαρτάνει, δηλαδή όλοι μας, είναι άσωτος. Και ποια τα στοιχεία που συνιστούν τη μετάνοια του ασώτου με την οποία δικαιώθηκε ευρισκόμενος στην αγκαλιά του Πατέρα του; Η αναγνώριση της αμαρτίας του και η με ζέουσα καρδιά απόφασή του να πάρει τον δρόμο της επιστροφής.  Όσο κανείς αναγνωρίζει την αμαρτωλότητά του τόσο και στενάζει και δακρύζει και πενθεί. Κι όσο κάνει κουράγιο και σέρνει τα βήματά του προς επιστροφή τόσο και νιώθει τους κτύπους της οικτίρμονος και φιλεύσπλαχνης καρδιάς του Ελεήμονος Πατέρα που είναι έτοιμος να μας συγχωρήσει και να μας αποκαταστήσει. Ο ποιητής μάς βοηθάει και με τη ρεαλιστική υπενθύμιση: η μετάνοιά μας αυτή ως πένθος και πορεία επιστροφής πρέπει να γίνει άμεσα. Στη μετάνοια δεν χωρούν αναβολές. Γιατί; Διότι η κάθε στιγμή μας μπορεί να είναι και η… τελευταία μας! Ο ερχομός του Κυρίου, είτε με τον θάνατό μας είτε με τη Δευτέρα Παρουσία Του, είναι ανοιχτός σαν χρόνος – η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η ημέρα ακριβώς αυτή! «Έφτασε η ημέρα. Στη θύρα ο Κριτής!»