Μπορεί να θέλεις να κρυφτείς, Κύριε,
μα η ομορφιά των ολάνθιστων αγρών Σου
διαλαλεί την παρουσία Σου!
Μπορεί να θέλεις να κρυφτείς, Κύριε,
μα η ομορφιά των ολάνθιστων αγρών Σου
διαλαλεί την παρουσία Σου!
«Ο άγιος Συμεών ήταν
υιός του μνήστορος Ιωσήφ, αδελφός του Ιακώβου. Ο ίδιος ο Χριστός και Θεός μας
τον προσέλαβε και καταδέχτηκε να τον ονομάζει αδελφό Του, και τον έχρισε ιερέα
για να κηρύσσει την ένδοξη παρουσία Του. Γι᾽αυτό, αφού πάλαιψε με μύριους
κόπους και ιδρώτες ως ποιμένας και όχι ως μισθωτός, κατακόσμησε τον θρόνο των
Ιεροσολύμων. Έκανε τον εαυτό του ναό του Αγίου Πνεύματος και κατέστρεψε τους
ναούς των ειδώλων, ενώ οδήγησε προς το φως του Χριστού τους πλανεμένους. Χάριν
της πίστεώς του υπέμεινε φοβερά μαρτύρια και στο τέλος τον σταύρωσαν, ενώ ήδη
είχε γίνει εκατόν είκοσι ετών. Έτσι πήγε κοντά στον Σωτήρα Χριστό, τον Οποίο
αγαπούσε με βαθύ πόθο. Αυτός ο μακάριος απέκτησε πλούτο διπλής κλήσεως: Καλείτο
Σίμων και Συμεών, ενώ χρημάτισε αδελφός του Ιακώβου και του ίδιου του Χριστού».
Μολονότι ο άγιος Συμεών
δεν ανήκει στους δώδεκα μαθητές του Κυρίου μας κι ούτε είναι ιδιαιτέρως γνωστός
στους πολλούς, κατέχει ξεχωριστή θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωσήφ
ο υμνογράφος μεταξύ άλλων εγκωμίων που προβάλλουν τη σπουδαία προσωπικότητά του
αναφέρει στον οίκο του κοντακίου: «Ας δοξολογήσουμε σήμερα τον τρισμακάριο
Συμεών, ο οποίος καταγόταν από το γένος του Αβραάμ, ήταν από τη σειρά του
Δαυίδ, υπήρξε υιός του Ιωσήφ και συγγενής του Ιησού. Κι αυτό γιατί δοξάστηκε
πάρα πολύ λόγω της συγγένειάς του με τον Χριστό, κόσμησε με λαμπρότητα τον
θρόνο της μητέρας των Εκκλησιών, ωραιώθηκε ένδοξα με το αίμα του μαρτυρίου. Και
μάλιστα αυτός, όπως ο Δεσπότης Χριστός, σταυρώθηκε και μιμήθηκε έτσι το θείο
πάθος Αυτού». Η σταυρική του θυσία γίνεται βεβαίως ευκαιρία για τον άγιο
υμνογράφο, κι όχι μόνο μία φορά, να τονίσει ακόμη περισσότερο την αδελφική
σχέση του με τον Κύριο – αδελφική όχι κατά σάρκα ασφαλώς, αλλά γιατί μεγάλωσαν
στην ίδια οικογένεια υπό την προστασία του μνήστορος Ιωσήφ. «Πάσχεις ίδια,
Συμεών, με τον Κύριο, αφού κρεμάστηκες στο Ξύλο ως αδελφός του Κυρίου» (στίχοι
συναξαρίου).
Η μεγαλωσύνη του αγίου
Συμεών – υπονοήθηκε και παραπάνω – δεν έγκειται απλώς στο γεγονός ότι είχε
συγγένεια με τον Κύριο. Μία τέτοια εξωτερική σχέση με τον Χριστό δεν
δικαιώνεται χριστιανικά κι ήταν κάτι που ο Κύριος αρνήθηκε. Σε παρόμοιο
προβληματισμό που του έθεσαν οι Ιουδαίοι είπε τα θεωρούμενα σκληρά λόγια: «Ποια
είναι η μάνα μου και ποια είναι τα αδέλφια μου; Μάνα μου και αδελφός μου και
αδελφή μου είναι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούν». Γεγονός που
σημαίνει: ακόμη και η ίδια η Παναγία, όπως και όλοι οι συγγενείς του Κυρίου,
έχουν τόσο μεγάλη θέση στην Εκκλησία λόγω ακριβώς της υπακοής τους στον Κύριο
και Θεό τους και όχι λόγω της συγγένειάς τους. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας
πράγματι επανειλημμένως τονίζει ότι ο άγιος Συμεών «έγινε σαν τον Χριστό λόγω
της ολοκληρωτικής στροφής της καρδιάς του προς τον Θεό και λόγω της λάμψης του
μαρτυρίου του» (ωδή γ´). Και γι᾽αυτόν
τον λόγο έγινε τόσο μεγάλος, τόσο τεράστιος, ώστε και τα θεωρούμενα όρη της
ασέβειας και τα βουνά των δαιμονικών πειρασμών συντρίφτηκαν επάνω του. «Συντρίφτηκαν
ενώπιόν σου, Ιεράρχα, τα όρη της ασέβειας και έλιωσαν όλα τα βουνά των
δαιμόνων, καθώς σε ενδυνάμωνε ο Χριστός» (ωδή δ´).
Ο άγιος Ιωσήφ προχωράει ακόμη περισσότερο, καθοδηγώντας μας στο μυστικό και ιερό βάθος της καρδιάς του αγίου Συμεών, εκεί που το «θείο φίλτρο ανέφλεγε τον νου του» (ωδή ζ´). Ο άγιος «υπήρξε ένα όμορφο στολίδι, και μάλιστα των αρχιερέων, γιατί αγωνίστηκε να μισήσει τις ηδονές του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, και με την άθλησή του αξιώθηκε την ουράνια δόξα» (ωδή γ´). Η δύναμή του δε, δύναμη όπως είδαμε του Χριστού, ήταν η ένθερμη προσευχή του. Αυτήν χρησιμοποιούσε ως ακατανίκητο όπλο, και για να νικήσει τα είδωλα και για καθοδηγήσει τους πλανεμένους ανθρώπους προς το φως (ωδή ε´). Και το φως αυτό προς το οποίο καθοδηγούσε τους ανθρώπους δεν ήταν άλλο από τον αγαπημένο αδελφό και Κύριό του. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, έτσι και ο άγιος Συμεών, μπορούσε με ταπείνωση να ομολογεί: «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι». «Σαν όρθρος αυτός έλαμψε στους σκοτισμένους ανθρώπους, υποδεικνύοντάς τους τον Ήλιο της δικαιοσύνης, που ανέτειλε στους ανθρώπους από τη νεφέλη, δηλαδή την Παρθένο Κόρη» (ωδή γ´).
ΤΡΙΤΗ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
«Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν Λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα·
ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν,
ἐπινίκιον ᾄδοντας» (α΄ ὠδή κανόνος ἀναστάσεως, ἦχος α΄).
(Ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, λαοί, ἄς γίνουμε ὁλοφώτεινοι, εἶναι Πάσχα, τοῦ Κυρίου τό Πάσχα. Διότι μᾶς πέρασε ἀπό τόν θάνατο πρός τή ζωή καί ἀπό τή γῆ πρός τόν οὐρανό, Χριστός ὁ Θεός μας, ἐμᾶς πού ψέλνουμε τόν ὕμνο γιά τή νίκη αὐτή).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στόν πανηγυρικό καί
θριαμβευτικό πρῶτο ἦχο, μᾶς προσφέρει τό ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς του – ξέσπασμα τοῦ
κάθε ἐν ἐπιγνώσει πιστοῦ - γιά τήν πανήγυρη τῶν πανηγύρεων, τήν Ἀνάσταση τοῦ
Κυρίου. Πρόκειται ὄχι ἀσφαλῶς γιά τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, κατά τό ὁποῖο ἑορτάζουν
αὐτοί τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας καί συνεπῶς τήν ἐλευθερία τους ἀπό τή
δουλεία τῶν Αἰγυπτίων – τό γεγονός αὐτό λειτουργεῖ ὡς προεικόνιση καί προφητεία
τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα - ἀλλά γιά τό Πάσχα τοῦ Κυρίου, γιά τήν Ἀνάστασή Του, μέ
τήν ὁποία ὁ Κύριος ὡς ὁ παντοδύναμος Θεός, ἀφοῦ διέλυσε τό βασίλειο τοῦ θανάτου
μέ τήν εἴσοδό του σ’ αὐτόν, ἔδωσε τήν αἰώνια ζωή σέ ὅλες τίς θλιμμένες ψυχές τῶν
νεκρῶν, δηλαδή τούς πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή· κι ἀκόμη περισσότερο,
διεβίβασε ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπό τή γῆ πού ἦταν κατ’ ἀποκλειστικότητα
στραμμένοι, πρός τόν οὐρανό, ἐκεῖ πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ Θεοῦ πρόσωπο, ἐκεῖ
πού ζεῖ κανείς πιά τήν ἀληθινή πατρίδα του, τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι, κατά
τόν ἀπόστολο, μετά τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου, «οὐκ ἔχομεν μένουσαν
πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», ἡ ὁποία μέλλουσα πόλις ἤδη βιώνεται
ἀπό τόν κόσμο τοῦτο γιά τόν χριστιανό στήν Ἐκκλησία. «Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι
καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ».
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου σήμανε τήν τελική νίκη
ἀπέναντι στόν θάνατο, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ θάνατος πιά, ὡς κατηργημένος καί ἐξαφανισμένος,
δέν εἶναι τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου – δέν ὑπάρχει· τέλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος
ὁ Χριστός, δηλαδή τό ἄκτιστο φῶς Του καί ἡ αἰώνια ζωή. Πεθαίνει κανείς κι ἐκεῖ
πού ἀνθρωπίνως νομίζει ὅτι χάνεται, τόν Χριστό συναντᾶ καί σ’ Ἐκείνου τήν ἀγκαλιά
πέφτει, Ἐκείνου τό φῶς τόν διαπερνᾶ. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε
καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μᾶς τό λέει τόσο ἄμεσα καί ἀνάγλυφα ὁ ἀπόστολος
Παῦλος καί πάλι: «Ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῂσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν».
Ζεῖς ἐδῶ, στόν κόσμο τοῦτο; Στόν Χριστό ἀνήκεις καί ἀπό Αὐτόν ζεῖς. Φεύγεις ἀπό
τόν κόσμο τοῦτο; Συνεχίζεις ἀπό ἄλλη μεριά νά στέκεσαι ἀπό Ἐκεῖνον καί Ἐκείνου ἡ
ζωή νά σέ προσδιορίζει. Γι’ αὐτό καί δέν μᾶς παραξενεύουν τά λόγια του ὅτι γι’
αὐτόν ζωή σημαίνει Χριστός, ὁπότε κι ὁ θάνατος λειτουργεῖ γιά τόν ἴδιο ὡς
κέρδος. «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος».
Ὁ ἅγιος μέγας Δαμασκηνός ὅμως, μπροστά σ’ αὐτό τό ὑπερφυές καί μέγιστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, μᾶς καθοδηγεῖ στή μόνη ἐνδεδειγμένη στάση μας: «λαμπρυνθῶμεν». Νά γίνουμε λαμπροί καί φωτεινοί. Ἀφοῦ τά πάντα πιά εἶναι πλημμυρισμένα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δυνατόν παρά ὁλοφώτεινος νά παρουσιάζεται καί ὁ πιστός χριστιανός. Αὐτονόητο, ἀλλά καί ὄχι τόσο εὔκολο. Γιατί ἀπαιτεῖται ἡ θετική στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Χριστό, νά πιστέψει δηλαδή ἀληθινά στήν Ἀνάστασή Του, καί κυρίως: νά βρίσκεται μονίμως καί ἀδιαλείπτως σέ ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν αἰσθήσεών του ἀπό ὁτιδήποτε βρώμικο καί ἐμπαθές, ἀπό κάθε τι ἁμαρτωλό. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀμέσως ἑπόμενος λόγος του εἶναι αὐτός: «καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί Χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσόμεθα». Ἄς καθαριστοῦμε ὡς πρός τίς ἐμπαθεῖς αἰσθήσεις μας, κι ἔτσι θά δοῦμε μέσα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τόν Χριστό νά ἐξαστράπτει καί θά Τόν ἀκούσουμε μέ δυνατή φωνή νά μᾶς λέει Χαίρετε.
«Ο πανεύφημος απόστολος Μάρκος κήρυξε τον Χριστό σε όλη την Αίγυπτο και
τη Λιβύη και τη Βαρβαρική και την Πεντάπολη, κατά τους χρόνους του Καίσαρα
Τιβερίου. Συνέγραψε δε και το κατ᾽αυτόν
άγιο Ευαγγέλιο, καθώς του το εξήγησε ο απόστολος Πέτρος. Όταν βρέθηκε στην
Κυρήνη της Πενταπόλεως, έκανε πολλά θαύματα. Έπειτα πήγε στην κατά τον Φάρο
Αλεξάνδρεια και από εκεί στην Πεντάπολη, θαυματουργώντας παντού και
κατακοσμώντας τις Εκκλησίες του Χριστού με χειροτονίες επισκόπων και λοιπών
κληρικών.
Ύστερα
δε αφού ήλθε και πάλι στην Αλεξάνδρεια και βρήκε κάποιους από τους αδελφούς στα
παράλια του Βουκόλου, έμεινε μαζί τους, ευαγγελιζόμενος και κηρύττοντας τον
λόγο του Θεού. Εκεί επιτέθηκαν σ᾽αυτόν οι προσκυνητές των ειδώλων, γιατί δεν
άντεχαν να βλέπουν την πίστη του Χριστού να αυξάνεται, κι αφού τον έδεσαν με
σχοινιά, τον έσερναν. Οι σάρκες του
έπεφταν πάνω στις πέτρες και ξεσκίζονταν, ενώ το αίμα του κατακοκκίνησε τη γη.
Όταν τον έβαλαν στη φυλακή, του φανερώθηκε ο Κύριος, προαναγγέλλοντάς του τη
δόξα που επρόκειτο να διαδεχθεί το μαρτύριό του. Μετά από μία ημέρα τον έδεσαν
πάλι και τον έσυραν στις πλατείες. Και καθώς σπαράττονταν και κομματιαζόταν
στις πέτρες, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό.
Κατά την εμφάνισή του ήταν περίπου έτσι: δεν ήταν ούτε τεραστίων διαστάσεων ούτε όμως μικρόσωμος και μαζεμένος. Ήταν ευπρεπής και καλοσχηματισμένος, έχοντας λίγα άσπρα μαλλιά και γένια, γιατί ήταν μεσήλικας. Είχε λίγο μακριά μύτη και δεν φαινόταν η ιουδαϊκή κατατομή του προσώπου του. Τα φρύδια ήταν μαζεμένα, ενώ τα γένια ήταν βαθιά. Η κεφαλή στεκόταν ψηλά και η κράση της χροιάς του προσώπου ήταν άριστη. Επί πλέον απέπνεε μεγάλη συμπάθεια και ήταν καλοσυνάτος προς όλους που τον πλησίαζαν, σαν να αντιφέγγιζαν με τις χάρες του σώματος οι αρετές της ψυχής. Τελείται δε η σύναξή του στο πάνσεπτο Αποστολείο του, που βρίσκεται κοντά στον Ταύρο».
Τρία είναι τα βασικά
σημεία της ακολουθίας του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Μάρκου, η οποία
μάλλον αποτελεί ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους: η σχέση του με τους
αποστόλους Πέτρο και Παύλο, η συγγραφή του ευαγγελίου του, η δράση του στην
περιοχή της Αλεξάνδρειας με το επακολουθήσαν αυτήν μαρτύριο. Ήδη απαρχής
τονίζει ότι «έγινε συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου και διήλθε μαζί του όλη τη
Μακεδονία, όμως στη Ρώμη αναδείχτηκε ο γλυκός ερμηνευτής του κηρύγματος του
Πέτρου, ενώ στην Αίγυπτο που κατεξοχήν κήρυξε έδωσε τη ζωή του με μαρτυρικό
τρόπο» (στιχηρό εσπερινού).
Η σχέση του βεβαίως με
τους αποστόλους Παύλο και Πέτρο δεν είναι ισομερής. Ο υμνογράφος ενώ κάνει
μνεία της ακολουθίας του αποστόλου Παύλου από τον άγιο Μάρκο στο παραπάνω
τροπάριο, δεν αναφέρει πουθενά αλλού κάτι από τη σχέση τους, και τούτο διότι ως
γνωστόν ο απόστολος Παύλος δεν θέλησε να συνεχίσει να έχει ως συνεργάτη του τον
νεαρό τότε Ιωάννη Μάρκο, ανεψιό του μάλιστα, λόγω προφανώς της αδυναμίας αυτού
να παρακολουθήσει τον πυρετώδη ρυθμό της ιεραποστολικής δράσεως του ίδιου.
Αντιθέτως, επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση που
ανέπτυξε ο Μάρκος με τον απόστολο Πέτρο, θεωρώντας τον πρωτόθρονο απόστολο ως
κατεξοχήν δάσκαλο εκείνου, τόσο που το άγιο ευαγγέλιο του Μάρκου να είναι μία
καταγραφή τελικώς της διδασκαλίας του Πέτρου. Από τα ένδεκα περίπου τροπάρια
που περιγράφουν τη σχέση μαθητείας του Μάρκου με τον Πέτρο εντελώς
δειγματοληπτικά σημειώνουμε τα παρακάτω:
«Μαθήτευσες στον σοφό Πέτρο και πλούτισες από την υιική σχέση σου μαζί
του, Μάρκε πανσέβαστε, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες μυσταγωγός των μυστηρίων του
Χριστού» (ωδή α´). «Ακολούθησες τον Πέτρο, σοφέ, και σαν μαθητής του διατύπωσες
με σοφό τρόπο το ευαγγέλιο, μαζεύοντας το φως της θεολογίας από αυτόν, απόστολε» (ωδή γ´). «Χρημάτισες συ
υιός του μεγάλου Πέτρου και καθώς φωτιζόσουν από τις διδαχές αυτού πάντοτε,
λάμπρυνες τις ψυχές αυτών που σε πλησίαζαν με θερμό τρόπο, Μάρκε Κυρίου
απόστολε» (ωδή ε´).
Ο άγιος υμνογράφος σε
πολλούς ύμνους του επίσης εξυμνεί τα σχετικά με το ευαγγέλιο που συνέγραψε ο
απόστολος Μάρκος. Και βεβαίως, όπως είδαμε, θεωρεί ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου
συνιστά καταγραφή της διδασκαλίας του Πέτρου – «Ο Πέτρος ο κορυφαίος, ένδοξε,
σε μυσταγώγησε σαφώς να συγγράψεις το ιερό ευαγγέλιο» (ωδή ς´) – όμως δεν παύει
να σημειώνει ότι κύρια πηγή φωτισμού του ήταν τελικώς η ίδια η χάρη του αγίου
Πνεύματος. «Από τον Θεό έλαβες τη χάρη του Πνεύματος... και κήρυξες το θείο
Ευαγγέλιο» (Κοντάκιο). «Από τον οίκο του
Κυρίου βγήκες σαν πηγή, απόστολε, και ποτίζεις πλούσια τις χέρσες καρδιές με τα
ρεύματα του Πνεύματος» (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο ότι ο υμνογράφος αναφερόμενος
στο θείο ευαγγέλιο του Μάρκου εννοεί όχι μόνο τη γραπτή του διάσταση αλλά και
την προφορική. Ο άγιος Μάρκος δηλαδή και προ και μετά την καταγραφή του
ευαγγελίου του υπήρξε μέγας κήρυκας του ευαγγελικού λόγου. Κι αυτό που κήρυσσε,
αυτό και κατέγραψε, και χάριν αυτού, δηλαδή χάριν του αγαπημένου του Κυρίου,
έδωσε και τη ζωή του. Όπως όλοι οι απόστολοι ο άγιος Μάρκος υπήρξε και μάρτυρας
της πίστεως. Και τι κήρυσσε; Και τι συνέγραψε; Μα τι άλλο εκτός από τη σάρκωση
του Υιού και Λόγου του Θεού, τα θεία Του πάθη, τη σεπτή Ανάστασή Του, την
ανάβασή Του προς τον Πατέρα! «Έγινες συγγραφέας των θείων δογμάτων του Χριστού
και καταφώτισες όλη τη γη, κηρύσσοντας τη σάρκωσή Του και τα θεία Πάθη, τη
σεπτή Ανάσταση και την ανάβαση προς τον Πατέρα» (στιχηρό αίνων).
Η δράση του αποστόλου
Μάρκου κυρίως στην περιοχή της Αιγύπτου και της Αλεξανδρείας, δράση που
κατέληξε στο μαρτύριο, εξηγεί επαρκώς το γεγονός ότι η Αίγυπτος πανηγυρίζει επί
τη μνήμη του αγίου Μάρκου, τον οποίο θεωρεί ως πολιούχο της. «Ας υμνολογήσουμε
άξια τον μέγα πολιούχο της Αιγύπτου» (στιχηρό εσπερινού). Κατανοείται μάλιστα ως δώρο του Θεού σ᾽αυτήν:
«Ο σεπτός απόστολος Μάρκος δωρήθηκε ως ιεράρχης στους Αιγυπτίους» (Θεοτοκίο
ωδής θ´). Δεν διστάζει μάλιστα ο άγιος Θεοφάνης να κάνει και τον συσχετισμό:
«την Αίγυπτο που ήταν βυθισμένη πριν στο σκοτάδι της άγνοιας, Κύριε, την
φώτισες όταν ως βρέφος γεννήθηκες από την Παρθένο θεομήτορα (και κατέφυγες λόγω
του Ηρώδη σ᾽αυτήν). Τώρα έκανες μέρος του θριάμβου Σου τα ιερά της, με τις
διδαχές του θεηγόρου Μάρκου, φιλάνθρωπε» (θεοτοκίο ωδής ς´). Το μαρτύριο του
αγίου Μάρκου εννοείται, τέλος, ότι αποτελεί αποκορύφωση της δικής του δόξας. Η
εν Χριστώ δόξα κατανοείται ως μετοχή της δόξας του Χριστού, δηλαδή ως μετοχή
του Πάθους και του Μαρτυρίου Του. Συνεπώς τότε δοξάζεται ένας άγιος, όταν
βρίσκεται στο μαρτύριο και δι᾽αυτού εισέρχεται θριαμβευτής στον Παράδεισο.
Ακριβώς τούτο σημειώνει και ο συναξαριστής, όταν περιγράφει την εμφάνιση του
Κυρίου στον Μάρκο ευρισκόμενο στη φυλακή, τούτο σημειώνει και ο υμνογράφος,
ιδιαιτέρως στους στίχους του συναξαρίου: «Σύροντας στη γη τον Μάρκο οι
δολοφόνοι, αγνοούσαν ότι τον έστελναν στους ουρανούς».
«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν,
οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ,
ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ωδή ε΄ αναστασίμου κανόνος).
(Χριστέ, βλέποντας
καθαρά την άπειρη ευσπλαχνία σου οι αλυσοδεμένοι του Άδη, έσπευδαν με γρήγορη
και χαρούμενη περπατησιά προς το φως Σου, χτυπώντας τα χέρια από χαρά για το
αιώνιο Πάσχα).
Ο «φακός» του μεγάλου
Πατέρα και υμνογράφου της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ρίχνει το φως
του στον σκοτεινό χώρο του Άδη, εκεί που θεωρείτο προχριστιανικά ότι ήταν ο
χώρος των ψυχών. «Όπως πολλοί άλλοι λαοί, ο Ισραήλ φαντάζεται την επιβίωση των
νεκρών σαν μια σκιά υπάρξεως, χωρίς αξία και χωρίς χαρά. Ο Άδης είναι ο τόπος
που συγκεντρώνει αυτές τις σκιές…σαν τάφος στα έγκατα της γης, όπου βασιλεύει
απόλυτο σκοτάδι και όπου το ίδιο το φως μοιάζει με τη ζοφερή νύχτα. Εκεί
«κατέρχονται» όλοι οι ζώντες και δεν θα ανέβουν πια επάνω ποτέ. Δεν μπορούν πια
να αινούν τον Θεό, να ελπίζουν στη δικαιοσύνη του ή στην πιστότητά του.
Πρόκειται για μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη» (Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας).
Κι ο Κύριος, η πηγή της
Ζωής, εισέρχεται στον χώρο αυτό του σκότους και της εγκατάλειψης, με την
ανθρώπινη ψυχή Του τη συνδεδεμένη με τη θεότητά Του, για να τον
γεμίσει με το φως Του, να Τον γεμίσει με την παρουσία Του, να δώσει ελπίδα και
προοπτική ζωής στους αλυσοδεμένους και αιχμαλώτους του Άδη. Οι περισσότεροι
αναστάσιμοι ύμνοι μιλούν γι’ αυτήν τη συγκλονιστική είσοδο του Κυρίου και τις
«πανικόβλητες» κινήσεις του Άδη που βλέπει το βασίλειό του να διαλύεται. «Σήμερον
ὁ Ἄδης στένων βοᾶ…». «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἄδην
ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος…». Κι ένα κύριο χαρακτηριστικό που
επισημαίνει η Γραφή είναι τούτο: «ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο
καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση… Οι θύρες του Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός
ανοίχτηκαν για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ η κόλαση όπου
κατεβαίνει ο κολασμένος κλείνεται πίσω του για πάντα» (Λ. Β. Θ.).
Λοιπόν, «νῦν πάντα
πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί γῆ καί τά καταχθόνια». Δεν υπάρχει πια
σκοτάδι, οπουδήποτε στον κόσμο (παρά μόνον σ’ εκείνους που κρατούν ερμητικά
κλειστές τις ψυχές τους). Γιατί ήλθε το Φως που το διέλυσε. Και να πεθάνει πια
κανείς ξέρει, εφόσον είναι πιστός, ότι το φως του Χριστού θα συναντήσει –
Εκείνον δηλαδή που θα τον δεχτεί μέσα στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του. «Ἐάν τε
ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Και τι σημειώνει ο άγιος
Δαμασκηνός; Οι αλυσοδεμένοι του Άδη, οι πονεμένοι και χωρίς ελπίδα
μετανιωμένοι, βλέποντας το φως, αποδεχόμενοι δηλαδή εν πίστει τον Κύριο της δόξας
που ήλθε κι εκεί για να τους βρει – μη ξεχνάμε τον λόγο του αποστόλου Πέτρου,
που λέει πως ο Κύριος «ἐκήρυξεν καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι»
- «πέταξαν» από τη χαρά τους. Έβαλαν φτερά στα παιδιά τους, και με
αγαλλίαση και χειροκροτώντας, έσπευσαν προς το φως Του για να κάνουν μαζί Του
τη «διάβαση» από το σκοτάδι στο φως. Η ανάσταση των ανθρώπων ήταν και είναι πια
η κοινή «μοίρα» τους, λόγω της Αναστάσεως του ενσαρκωμένου Θεού. Ανάσταση όμως
φωτός και ζωής και όχι απλής αιώνιας επιβίωσης μέσα στο σκοτάδι της
αμετανοησίας.
Η εξαγγελία αυτή όμως
του αγίου Δαμασκηνού ισχύει και για τον κόσμο τούτο, χωρίς να έχει έλθει ακόμη
ο σωματικός θάνατος. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί και ο πνευματικός δυστυχώς
θάνατος. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε, κάθε φορά που η μετάνοια μπαίνει στο
περιθώριο της ζωής μας, εισερχόμαστε μέσα στον προσωπικό μας Άδη – ζούμε τον
θάνατο πριν τον θάνατο! Και το παρήγορο ποιο είναι; Ότι ο Κύριός μας, που η
χαρά Του είναι να μας έχει όλους κοντά Του – «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει
σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» - μας δίνει διαρκώς ευκαιρίες
μετανοίας. Ευκαιρίες δηλαδή φωτός, εισερχόμενος στον δικό μας Άδη, για να μας
στρέψει σ’ Εκείνον. Κι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που νιώθει πια την ακτίνα
αυτή, που μπορεί να έλθει από το «πουθενά»: ακόμη και την ώρα της αμαρτίας μας,
ακόμη και μέσα από ένα ατύχημα, από μία απρόσμενη συνάντηση με έναν άνθρωπο του
Θεού, την «αρπάζει» ως την ευκαιρία που του δίνει ο Θεός. Κι αρχίζει να
χαίρεται, να τρέχει εκεί που είναι το φως Του, να χειροκροτεί γιατί βλέπει τον
δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα μέσα κι απ’ αυτήν ήδη τη ζωή.
Να παρακαλούμε να μας ανοίγει τα μάτια ο Χριστός και να βλέπουμε το φως Του. Και να κινητοποιούμε τον εαυτό μας, ολόκληρη την ύπαρξή μας. Γιατί το φως Του υπάρχει παντού: σε όλη τη δημιουργία, στον κάθε συνάνθρωπό μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.
Ο
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ,
ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
κ. Σ Ε
Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ Ι.ΚΛΗΡΟ & ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Ἀδελφοί, Συλλειτουργοί
καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ὅλα ὁδηγοῦνται καί ὅλα ὁδηγοῦν πρός ἕνα ἔσχατο τέλος, πρός τήν ὁριστική τελείωση. Εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δυνάμει τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς νίκης πάνω στόν θάνατο, τό κορυφαῖο γεγονός τῆς πίστεως καί συνεπῶς ἡ κορυφαία βαθμίδα τῆς κλίμακας τῆς ἀνόδου μας πρός τό Ἅγιο Πάσχα, κορυφαία Ὠδή Ἀναβαθμῶν ἑνός θαύματος, πού βιώνεται ὡς «ἑορτή ἑορτῶν καί πανήγυρις πανηγύρεων». Ὁ Χριστιανός, αὐτός πού βαπτίστηκε στό μυστήριο τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δέν θέτει κάποιους μεγάλους ἤ μικρούς σκοπούς, δέν βάζει κάποιους μακροχρόνιους ἤ μικροχρόνιους στόχους γιά τή ζωή του. Κανείς ἐγκόσμιος σκοπός ἤ στόχος δέν ἔχει μέσα του τό τέλος. Τό πλήρωμα, ἀπό τό ὁποῖο καί πρός τό ὁποῖο κινεῖται ἡ ἀνθρώπινη καρδιά. Ὃ,τι στό παρόν ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πάντοτε σχετικό, μή δυνάμενο νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα περί τῆς ὁριστικῆς ἐλευθερίας, τῆς διαρκοῦς ὁδεύσεως του πρός τήν αἰώνια ζωή, τήν πατρίδα τῆς ὁριστικῆς ἐλευθερίας.
Εἶναι βασανιστικό γιά τόν ἄνθρωπο, νά ἐγκλείεται στούς κύκλους τῶν μικροτελειοτήτων του, ἤ νά καταπνίγεται στίς ἀτέλειες ἑνός βίου, στερουμένου τῶν μελλουσῶν ἐλπίδων. Εἶναι ἄθλιος καί ποταπός, ἐκεῖνος πού προσπαθεῖ νά ἐξαντλήσει τό ἀνθρώπινο μυστήριο στίς προοπτικές τῆς παρούσης ζωῆς. Μόνο ὅποιος προσδοκᾶ ἐν γνώσει τήν Ἀνάσταση ὡς ὁριστική τελείωση, ὡς ὁλοκλήρωση τῶν πάντων, γνωρίζει τόν πραγματικό σκοπό, τό τέλος τῆς δημιουργίας τῶν ὄντων.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι κατά κάποιο τρόπο μιά ἐπίδειξη τῆς θείας Παντοδυναμίας καθ’ ἑαυτήν, πού καθηλώνει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ δυναμικός πυρήνας τῆς ἀναστάσεως τῶν πάντων, τό χάρισμα «μιᾶς δυνάμεως ζωῆς ἀκαταλύτου» (Ἑβρ. 7, 16), στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ βέβαιη προσδοκία καί τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.
Ἄν δέν κατέχουμε τήν ἀπόλυτη πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστός ζεῖ καί ἐμεῖς θά ζήσουμε, ἤ ὅτι «Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο», τότε τό «χριστιανικό» Εὐαγγέλιο, τό ἐσχατολογικό πλήρωμα, μεταβάλλεται σέ ὑπόσχεση μιᾶς καλύτερης ἐγκοσμιοκρατικῆς, θνητῆς ζωῆς καί τό κορυφαῖο «χριστιανικό» γεγονός, ἡ Ἀνάσταση, ὡς ἡ καινή, ἡ ἀθάνατη ζωή, ἐκφυλίζεται σέ μεταφυσικό ἄνοιγμα ἤ παγανιστικό σύμβολο.
Ἡ Ἀνάσταση, ὅπως καί ὁ Σταυρός, δέν εἶναι ἰδεολογικά ἤ φιλοσοφικά ζητήματα, ἀλλά ἀποκαλύψεις τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ πρός τούς πάντες καί τά πάντα. Τό Πάσχα δέν εἶναι μόνο ἡ ἀνάμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐπίσης ἡ μαρτυρία καί ἡ ἐγγύηση, ὁ τύπος τῆς δικῆς μας παγκόσμιας ἀναστάσεως ἐν Χριστῷ, ἡ γιορτή τῆς δικῆς μας συμμετοχῆς στό Πάσχα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, τόν καθένα ἀπό μᾶς, τό Βάπτισμα μᾶς ἔχει μυήσει στό προσωπικό μας Μέγα Σάββατο: «ἀπεθάνετε καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ»(Κολ. 3,3), ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί παραμένει μαζί μας γιά πάντα, καί συνεπῶς τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη Του, ὅπως τή ζοῦμε στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἀνάσταση εἶναι τό ἀπολύτως καθαρό καί φωτεινό μυστήριο, πού συνυφαίνεται μέ τήν ὁριστική σωτηρία τῆς δημιουργίας. Εἶναι συνεπῶς θεμελιῶδες γιά τήν πίστη καί τή σωτηρία τῆς δημιουργίας. Εἶναι συνεπῶς θεμελιῶδες γιά τήν πίστη καί τή σωτηρία μας νά μή θεωροῦμε τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὡς ἕνα μετέωρο ἤ αἰωρούμενο φαινόμενο μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, ἀλλά νά τή βιώνουμε καί νά τήν ἑορτάζουμε ὡς νίκη τῆς ἀγάπης ἐπί τοῦ θανάτου, ὡς χαρά πού ἦλθε στόν κόσμο διά τοῦ Σταυροῦ, τῆς καταδίκης τῆς καταδίκης μας, τοῦ δώρου τῆς συγγνώμης καί τῆς ἐλευθερίας, τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας. Ὁ Σταυρός σχίζει τήν ἱστορία, ὡς ποτέ ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσέως τή θάλασσα, στά δύο· σέ ἱστορία πρό τοῦ Σταυροῦ καί σέ ἱστορία μετά τόν Σταυρό.
Αὐτό, πού γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει τίς ρίζες του στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παρά μόνο διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καί δέν ὑπάρχει Σταυρός τοῦ Χριστοῦ παρά μόνο διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Χωρίς τήν Ἀνάσταση, ὁ Σταυρός εἶναι μάταιη ὀδύνη (ἐπιβεβαίωση τοῦ θανάτου) ἤ ἁπλή πολιτική, καί χωρίς τόν Σταυρό ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἕνας δοκητισμός ἤ ρομαντισμός. Ἡ ὁδός τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας δέν τελευτᾶ τή Μεγάλη Παρασκευή, σέ κάποιο μυστικισμό τοῦ πάθους, ἀλλά κορυφώνεται τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, στό φῶς τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως. Τό Μέγα Πάσχα εἶναι τό μέγα θαῦμα, πού πληρώνει τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνοντας κάθε ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Χωρίς τήν κατάργηση τοῦ θανάτου ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, χωρίς δηλαδή τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός θά παρέμενε ἕνας κοινός ἐπαναστάτης, ἕνας ἥρωας ξεπερασμένος καί ἀπογοητευτικός, πού ἀγωνίστηκε διά τῶν θαυμαστῶν του, νά ἀλλάξει κάποιες κοινωνικές δομές, ἐνῶ ὁ θάνατος θά παρέμενε ἀνέγγιχτος καί ὁ Ἅδης ἀσύλητος. Στή Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως καί σέ κάθε Λειτουργία, ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως, ὑμνοῦμε τόν Σταυρό ὅταν δοξάζουμε τήν Ἀνάσταση, καί δοξάζουμε τήν Ἀνάσταση ὅταν ὑμνοῦμε τόν Σταυρό.
Κατ’ ἀνάλογο τρόπο, δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τήν Ἀνάσταση ἤ τήν αἰώνια ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τήν τέλεια ἐλευθερία του, ἄν πρῶτα δέν μιλοῦμε γιά τόν θάνατο του, τήν τέλεια δουλεία του. Καί αὐτά βέβαια μέσα στήν ἄβυσσο τοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως, τῆς κοινωνίας μας μέ τόν Χριστό καί τῆς ζωῆς μας κατά Χριστόν στό ἐκκλησιαστικό σῶμα Του. Ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου καί ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως δέν εἶναι γεγονότα ἑνός ἀναμενομένου ἱστορικοῦ τέλους, ἀλλά γεγονότα ἐσχατολογικά, συντελούμενα ἐντός τοῦ ἱστορικοῦ παρόντος, γεγονότα δηλαδή κατακλυζόμενα ἀπό τήν τελειότητα καί πληρότητα τῶν Ἐσχάτων. Πῶς μπορεῖ κανείς, ὅταν σ’ αὐτή τή ζωή δέν ξέρει τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση, νά περιμένει νά τήν ἀνακαλύψει καί νά τήν ἀπολαύσει μετά τόν θάνατό του; Εἶναι σημαντικό ὅτι ἡ ἀπιστία ταυτίζεται μέ τήν ἄγνοια τῆς Ἀναστάσεως, καί ἡ μόνη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀναισθησία ἐνώπιον τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα ἀπόκοσμο ἤ ἄσαρκο γεγονός, ἀλλά ἡ δυναμική ζωή τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως, ἡ πηγή ἀπό τοῦδε καί τῆς δικῆς μας Ἀναστάσεως.
Τά πάντα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀναστάσιμα, πασχάλια, κλήσεις διαβάσεων καί ὑπερβάσεων, γιά νά προαισθανθοῦμε καί νά προεορτάσουμε τό τέλος ἐκεῖνο, μετά τό τέλος τοῦ θανάτου, ὅπου ὅταν φτάσει ὁ ἄνθρωπος, θά εἶναι ὄντως ἄνθρωπος, γιατί ἀκριβῶς θά ἔχει νικηθεῖ ἡ παραμόρφωση καί ἡ ἀσχήμια τοῦ θανάτου, θά ἔχει τελειωθεῖ ἡ ἀνάκτιση καί ἀνακαίνιση τῆς δημιουργίας. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ Ἀνάσταση μᾶς ὑπενθυμίζει τήν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, τόν θρίαμβο τοῦ φωτός πάνω στό σκότος (Γεν. 1, 3-5), ὅταν ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἀστραπή τῆς ζωῆς στή νύκτα τοῦ θανάτου, εἶναι ἡ νέκρωση τοῦ θανάτου καί ἡ καθαίρεση τοῦ Ἅδη, καί ἀπαρχή μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, αἰώνιας καί ἀκατάλυτης· ὅταν ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἐνσαρκώνεται «ἡ ζωή καί ἡ ζωή εἶναι τό φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωαν. 1, 4. 5 .9), θαυματουργεῖ ἡ ἀγἀπη καί ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ παράδεισος τῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς τῆς χαρᾶς καί τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς. Καί εἶναι αὐτό τό ἀληθινό φῶς καί ἡ ἀθάνατη ζωή καί ἡ ἀκατάλυτη ἀγάπη καί ἡ ἀνεξάντλητη χαρά, τά μεγάλα δῶρα τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, πού ἑορτάζεται καί πανηγυρίζεται ὡς ἡ πρώτη ἀλλά καί ἡ ἔσχατη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, ὡς ἡ εἴσοδος τοῦ μόνου καινοῦ στήν Ἱστορία, ὥστε ἡ Ἀνάσταση νά ὀνομάζεται καί ὀγδόη ἡμέρα τῆς δημιουργίας, πού σημαίνεται μέ τήν Κυριακή, ἡμέρα, ἐπέκεινα τοῦ χρόνου, ἐγκαινισμός τῆς αἰωνίου βασιλείας.
Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Μέ θερμές Πατρικές εὐχές
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ίσως δεν πρέπει να σπεύδουμε να διαλαλούμε εύκολα τη χαρά
και τη δοξολογική διάθεσή μας για την Ανάσταση του Χριστού! Όχι γιατί βεβαίως
δεν της πρέπει «πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις», αφού με την Ανάσταση του
Κυρίου πατήθηκε ο μεγαλύτερος και έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος - το
«Χριστός ανέστη» συνιστά δικαίως τον νικητήριο παιάνα της Εκκλησίας, τόσο που
χωρίς την Ανάσταση «ματαία η πίστις ημών» κατά τον απόστολο.
Αλλά για την προϋπόθεση που θέτει η ίδια η Εκκλησία,
προκειμένου να ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη». Κι η προϋπόθεση αυτή είναι η εκ
καρδίας συγχώρηση των πάντων, έστω και των θεωρουμένων εχθρών μας. Ο
εκκλησιαστικός υμνογράφος δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής στο δοξαστικό των
Αίνων της Πασχαλινής ακολουθίας: «Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω
βοήσωμεν: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών». Για να φωνάξουμε δυνατά ότι αναστήθηκε ο
Χριστός, πρέπει να συγχωρήσουμε τους πάντες και τα πάντα, ακριβώς λόγω της
Αναστάσεως. Κι η αιτία; «Συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε»! Που σημαίνει: αν δεν
έχουμε αναστηθεί πνευματικά με την αγάπη που δίνει στον βαπτισμένο χριστιανό ο
ίδιος ο Κύριος, αν δεν βρισκόμαστε δηλαδή στην ίδια φορά αγάπης και συγγνώμης
με τον Ίδιο, δεν μπορούμε να νιώσουμε τη χαρά της Αναστάσεως, συνεπώς και να
Την δοξολογήσουμε αληθινά.
Μήπως λοιπόν, αν κρατάμε οποιαδήποτε κακία στον συνάνθρωπό μας ή αν έχουμε βαριά καρδιά απέναντί του, είμαστε υποκριτές λέγοντας «Χριστός Ανέστη»; Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι ιδεολογική πρόταση, αλλά βίωμα της Εκκλησίας.