02 Μαΐου 2022

ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον». 

ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ

«Ο άγιος Αθανάσιος έζησε αγγελικό βίο επί της γης. Τους άθλους του για την ορθόδοξη πίστη και τους αγώνες του κατά των κακοδόξων και τις συχνές άδικες εξορίες και ψεύτικες συκοφαντίες που υπέφερε, έχουν εκθέσει άλλες γραφές διεξοδικότερα όπως και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Γι᾽αυτό κι επειδή δεν μπορούμε να διηγηθούμε αυτά που έχουν ειπωθεί από πολλούς πολλές φορές, θα πούμε σύντομα λίγα πράγματα προς υπενθύμιση.

Ο Αθανάσιος, ο επώνυμος της αθανασίας, είχε πατρίδα του την Αίγυπτο, ενώ οι γονείς του διακρίνονταν για τον πλούτο τους και την αρετή τους. Όταν ακόμη τον ανέτρεφαν και ήταν μικρό παιδάκι που έπαιζε μαζί με άλλα παιδιά, πήγε σε κάποια ακτή της θάλασσας, όπου έπαιζαν κάτι τέτοιο σαν παιχνίδι: Κάποια παιδιά κάνανε ότι ήταν πρεσβύτεροι και διάκονοι, ενώ τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν επίσκοπο. Έρχονταν λοιπόν παιδιά σ᾽αυτόν που δεν είχαν καθαρθεί από το θείο βάπτισμα, τα οποία ο Αθανάσιος τα βάπτισε στο νερό της θάλασσας. Ο επίσκοπος της Αλεξανδρείας Αλέξανδρος που έτυχε να δει αυτό που συνέβη, θαύμασε πάρα πολύ. Με φωτισμό του αγίου Πνεύματος μάλιστα κατάλαβε ότι αυτά που έγιναν αποτελούσαν τύπους και προμηνύματα των μελλοντικών πραγμάτων, γι᾽ αυτό και τα μεν παιδιά τα έχρισε με το θείο μύρο, τελειοποιώντας έτσι το βάπτισμά τους, τον δε Αθανάσιο τον παρέδωσε σε κάποιον γραμματιστή. Κι όταν έπειτα έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, τον χειροτόνησε διάκονο και τον πήρε μαζί του ως συνεργάτη του στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), μαζί δε με αυτόν αποκήρυξε αυτούς που φρονούσαν την αίρεση του Αρείου.

Λίγο αργότερα, έφυγε από τη ζωή αυτή ο Αλέξανδρος και ο Αθανάσιος τον διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο. Οι περί τον Ευσέβιο όμως  δεν αποδέχτηκαν ήρεμα την προχείρισή του σε επίσκοπο, γι᾽ αυτό και πείθουν τον Κωνσταντίνο, τον πρώτο που χρημάτισε βασιλιάς των χριστιανών, να τον απελάσει από τον θρόνο. Αλλά ο Κωνσταντίνος, μετά την εξορία που έκανε στον άγιο στη Γαλλία, απέθανε. Ο Αθανάσιος τότε πήγε στη Ρώμη να εξηγήσει στον υιό του Κωνσταντίνου Κωνστάντιο, κι αφού ασφαλίστηκε με γράμματα από αυτόν επανήλθε στην Αλεξάνδρεια. Το έμαθε αυτό  ο Ευσέβιος και οι φίλοι του και δεν τον άφησαν σε ησυχία. Γι᾽ αυτό και αφού κατασκεύασαν κάθε είδος συκοφαντίας εναντίον του, έπεισαν τον Κωνστάντιο, τον βασιλιά της Ανατολής, να συγκαλέσει σύνοδο Επισκόπων, για να κριθεί ο Αθανάσιος. Από τις πολλές εναντίον του κατηγορίες θα υπενθυμίσω μία μόνον.

Έφεραν σε ξύλινη λάρνακα ένα ταριχευμένο χέρι, λέγοντας ότι είναι του Αρσενίου, τον οποίο τάχα ο Αθανάσιος τον σκότωσε για να κάνει μαγείες. Κατά πρόνοια του Θεού όμως  κατέφθασε στην Τύρο ο Αρσένιος (γιατί τον έκρυβαν οι Αρειανοί, για να μη γίνει γνωστή η υποκρισία τους) κι ο Αθανάσιος έμαθε ότι ο ῾νεκρός᾽ βρίσκεται εκεί. Τον έφερε λοιπόν στη Σύνοδο με καλυμμένο το πρόσωπο, ενώ υπήρχε στο κριτήριο και το κύριο ῾αποδεικτικό᾽ στοιχείο, το ταριχευμένο χέρι. Ζήτησε τότε να μάθει από τους παρόντες αν τυχόν γνώριζαν από πριν τον Αρσένιο. Αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι γνωρίζουν τον άνδρα, οπότε ο Αθανάσιος τον αποκάλυψε, ρωτώντας ῾αν ήταν αυτός᾽. Συγκατατέθηκαν ότι ήταν εκείνος κι ο άγιος αφού έδειξε το δεξί χέρι του Αρσενίου πρώτα, κι έπειτα και το αριστερό, είπε: ῾Να το δεξί, να το αριστερό, που ο Δημιουργός των όλων έδωσε σε όλους τους ανθρώπους. Μη μου ζητάει λοιπόν κανείς και τρίτο χέρι για τον Αρσένιο᾽. Οι συκοφάντες του γέμισαν από μεγάλη ντροπή κι επειδή έχασαν το ῾αποδεικτικό᾽, εξόργισαν τότε τον λαό εναντίον του.  Γι᾽αυτό και εξέρχεται κρυφά από την πόλη και κρύβεται επί έξι χρόνια, καθισμένος σε έναν σκοτεινό και φοβερά άνυδρο λάκκο. Έπειτα βγήκε από τον λάκκο και κατέφυγε στη Δύση. Στη Δύση την εξουσία την είχε ο Κώνστας ο αδελφός του Κωνστάντιου. Σ᾽ αυτόν και στον πάπα Ιουλιανό προσέφυγε ο μέγας και διεκτραγώδησε τα όσα πέρασε. Αυτοί ασφάλισαν με γράμματα τον άγιο και τον έστειλαν πίσω στην Αλεξάνδρεια.

Όταν έμαθε τούτο ο Κωνστάντιος, διέταξε έναν Συριανό να πάει στην Αλεξάνδρεια και να σκοτώσει μεν τον Αθανάσιο, να τοποθετήσει δε στον θρόνο τον Γρηγόριο. Ο Αθανάσιος ξέφυγε όμως από τα φονικά χέρια του Συριανού και πηγαίνει και πάλι στη Ρώμη. Ο Κώνστας τότε γράφει στον αδελφό του Κωνστάντιο να αποκαταστήσει στον θρόνο τον Αθανάσιο, απειλώντας τον ότι αν δεν το κάνει, θα τον αποκαταστήσει ο ίδιος με τα δικά του όπλα. Ο Κωνστάντιος φοβήθηκε και αποκατέστησε έτσι στην Εκκλησία των Αλεξανδρέων τον άγιο Αθανάσιο. Μετά από λίγο όμως και ο Κώνστας έφυγε από τη ζωή αυτή.

Ο Κωνστάντιος τώρα, που αναγορεύτηκε μόνος Αυτοκράτορας, στέλνει στρατιώτες για να συλλάβουν τον άγιο. Προγνώρισε όμως την κίνησή του αυτή ο άγιος, γι᾽ αυτό και βγήκε κρυφά από το επισκοπείο, καταφεύγοντας σε κάποια γυναίκα που διακρινόταν για την παρθενία της και τις άλλες αρετές της. Αυτή, όταν έμαθε την αιτία της φυγής του, ευχαρίστως υποδέχτηκε τον άγιο, διακονώντας τον και προσφέροντάς του κάθε άλλη δεξίωση και υπηρεσία. Πέρασαν έτσι έξι χρόνια που ο μεγάλος άγιος κρυβόταν κοντά στη φιλόθεη γυναίκα. Τότε λοιπόν ο Κωνστάντιος έφυγε κι αυτός από τη ζωή, ενώ ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός. Αμέσως λοιπόν ο Αθανάσιος βγήκε το μεσονύκτιο από το οίκημα και πήγε στο μέσο της Εκκλησίας, κι εκεί το πώς η πόλη ολόκληρη μαζεύτηκε  χειροκροτώντας και ευχαριστώντας τον Θεό για την παρουσία του ποιμενάρχη τους, δεν είναι του παρόντος καιρού για να το περιγράψουμε.

Ο Ιουλιανός όμως θεωρώντας όλα αυτά ως μηδαμινά, σκαρφίζεται νέο τέχνασμα, με σκοπό όχι μόνον να απελάσει τον Αθανάσιο από τον θρόνο, αλλά και να τον σκοτώσει. Στέλνει λοιπόν αυτούς που θα τον σκότωναν. Ο Αθανάσιος όμως και πάλι έμεινε ασύλληπτος και αδέσμευτος. Κι αυτό γιατί νύκτα πήγε στον Νείλο ποταμό, ανέβηκε σε πλοίο και απέπλευσε προς τη Θηβαϊδα. Επειδή όμως πλησίαζαν οι διώκτες του, τους παραπλάνησε και γύρισε πίσω στην Αλεξάνδρεια. Εκεί έζησε πάλι κρυμμένος, έως ότου ο Ιουλιανός έφτασε στα τελευταία του. Κι όταν έφυγε από τη ζωή κι ο Ιουλιανός, αναγορεύτηκε βασιλιάς ο Ιοβιανός. Αλλά κι αυτός πέθανε σε ελάχιστο χρόνο, οπότε ήλθε στην εξουσία των Ρωμαίων  ο Ουαλεντινιανός, κάνοντας κοινωνό της εξουσίας και τον αδελφό του Ουάλεντα: ο μεν Ουαλεντινιανός κυριαρχούσε στη Δύση, ο δε Ουάλης στην Ανατολή. Ο βασιλιάς, ο οποίος είχε πιστέψει από παλιά στη θολή διδασκαλία  του Αρείου, υπέβαλε σε μύρια βάσανα και τιμωρίες  όλους τους ορθοδόξους, ενώ έθεσε προτεραιότητά του να σκοτώσει τον Αθανάσιο. Επειδή λοιπόν ο άγιος επρόκειτο να φονευτεί, κατέφυγε σε έναν οικογενειακό τάφο και έτσι απέδρασε από τα χέρια των φονευτών. Ο βασιλιάς όμως, επειδή πληροφορήθηκε ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ολοένα και αντιδρούσε για τις διώξεις του ποιμένα του, επέτρεψε, και χωρίς πια να το θέλει,  στον αθλητή άγιο να αναλάβει την προστασία της Εκκλησίας. Και έτσι, μετά από πολλούς αγώνες και μακρές εξορίες, αφού έκανε υπομονή επί σαράντα δύο χρόνια στους διωγμούς, άφησε τη ζωή σε βαθύ γήρας ο άγιος Αθανάσιος».

Η μόνη αναφορά της ακολουθίας σήμερα επί τη μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του μεγάλου Αθανασίου είναι στους στίχους του συναξαρίου: «Αθανάσιε, πού πηγαίνεις; Μη πάλι σε στέλνουν εξόριστο έστω και νεκρό; Τη Δευτέρα του Μαΐου το λείψανο του Αθανασίου βγήκε από τον τάφο». Σε κανένα άλλο τροπάριο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για το εορταζόμενο γεγονός της ανακομιδής. Όλοι οι ύμνοι αποτελούν έναν ύμνο για την ορθόδοξη πίστη του, για τους αγώνες του υπέρ της επικράτησης της πίστης αυτής, καθώς εναντιώθηκε στην αίρεση του αρειανισμού και των υποστηρικτών της, για την ενάρετη ζωή του, για τις εξορίες τις οποίες υπέστη. ´Ετσι πρέπει να αποδεχτούμε αυτό που έχει γραφεί, ότι δηλαδή «σύμφωνα με τον κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του Λαυριωτικού Κώδικα Ι 70, η κυρίως μνήμη του αγίου Αθανασίου πρέπει να εορτάζεται σήμερα, όπου και ιστορικά είναι αποδεδειγμένη η κοίμησή του και όχι η ανακομιδή των λειψάνων του...Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη του την 18η Ιανουαρίου μ᾽ αυτήν του αγίου Κυρίλλου δεν γνωρίζουμε. Το πιθανότερο είναι για τον λόγο που καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών» (Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Πράγματι, η όλη ακολουθία μάς καλεί να ευφρανθούμε σήμερα, γιατί προβάλλεται ενώπιον των πιστών «η μεγάλη της Εκκλησίας σάλπιγξ» (δοξαστικό λιτής), «ο χρυσορρόας Νείλος και επώνυμος της αθανασίας» (δόξα  αποστ. εσπερινού), «το στόμα του Λόγου Χριστού» (ωδή ε´), «ο ακατάβλητος πύργος της Εκκλησίας» (ωδή γ´), «ο ποταμός της χάριτος» (ωδή ς´), μ᾽ έναν λόγο «ο στύλος της ορθοδοξίας» (απολυτίκιο). Κι αιτία βεβαίως για όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι το γεγονός ότι πρώτον, ο μέγας αυτός Πατέρας φωτίστηκε από τον Θεό κι έδειξε την ορθόδοξη πίστη στην Πρώτη ήδη Οικουμενική Σύνοδο, όταν ο Άρειος και οι περί αυτόν αμφισβητούσαν την αληθινή εικόνα του Τριαδικού Θεού που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ήταν εκείνος κατεξοχήν που «ανέστησε τα τρόπαια της ορθοδοξίας, αριθμώντας με ευσέβεια το μυστήριο της Τριάδος, λόγω της ιδιότητας των προσώπων και συνάπτοντάς τα πάλι χωρίς σύγχυση σε ένα, λόγω της ταυτότητας της ουσίας»  (δοξ. αίνων)· δεύτερον, ο άγιος Αθανάσιος υπέστη τα πάνδεινα για την πίστη του αυτή, επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Κυρίου που λέει «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι», όπως και του αποστόλου Παύλου «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται»· τρίτον, ο άγιος φανέρωσε την αλήθεια και υπέστη διώξεις, γιατί ζούσε ως μία παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Οι αρετές του ήταν εκείνες που αποδείκνυαν ότι τότε φωτίζει ιδιαιτέρως ο Χριστός τον άνθρωπο, όταν αυτός εκτός από διευρυμένο νου, που αποτελεί το μέσον εκφράσεως της αλήθειας, ζει με συνέπεια τις εντολές Εκείνου. Ο άγιος Αθανάσιος σαν τον απόστολο Παύλο μπορούσε να λέει «τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος». Και το σημειώνει ο υμνογράφος: «Τον δρόμο της ευσέβειας τελείωσες και όπως ο Παύλος τήρησες την πίστη. Λοιπόν απόκειται και σε σένα, πανσέβαστε, ο δίκαιος στέφανος των κόπων σου» (κάθισμα α´ στιχολογίας).

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε επ᾽ αυτού ό,τι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε ήδη στην αρχή του λόγου του για τον Αθανάσιο: «Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την ίδια την αρετή». Γιατί δεν υπήρξε όντως αρετή που δεν εξήσκησε ο μέγας αυτός Πατέρας της Εκκλησίας. «Άσκησες κάθε αρετή με τρόπο επίμονο, θεόπνευστε, και χρημάτισες σαφώς ιερότατος ιερουργός του Κυρίου, αφού χρίστηκες με άγιο χρίσμα από το ´Αγιον Πνεύμα» (στιχηρό εσπερινού). Και δεν είναι καθόλου τυχαία η επισήμανση του υμνογράφου «επιμόνως». Προκειμένου να αποκτήσει κανείς το Άγιον  Πνεύμα, τον σκοπό της όλης πνευματικής ζωής, δεν αρκεί η απόκτηση κάποιων αρετών. Απαιτείται η απόκτηση όλων των αρετών, αλλά με τρόπο επίμονο. Η επιμονή στις εντολές του Χριστού, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και τις μεγάλες δοκιμασίες και θλίψεις, όπως συνέβη με τον άγιο Αθανάσιο, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της χριστιανικής ζωής, μάλλον αποτελεί τον όρο για την ίδια την ύπαρξή της.

01 Μαΐου 2022

ΜΗ ΓΙΝΟΥ ΑΠΙΣΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΙΣΤΟΣ!

Ο Κύριος συγκαταβαίνει στον «άπιστο» μαθητή Του και δι’ αυτού σε όλους τους «άπιστους» πιστούς Του όλων των αιώνων: του εμφανίζεται όταν βρέθηκε στον κύκλο των μαθητών την όγδοη ημέρα από την Ανάστασή Του και τον καλεί να τον ψαύσει με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι είναι Αυτός, ο Διδάσκαλος, ο Οποίος πέθανε πάνω στον Σταυρό αλλά αναστήθηκε τριήμερος. Η υμνογραφία της ημέρας είναι συγκλονιστική, καθώς ο άγιος υμνογράφος στέκεται έκθαμβος μπροστά στο μυστήριο της ψαύσης του αναστημένου σώματος που είναι «πύρινον» και πέραν της φύσεως που γνωρίζουμε στον κόσμο τούτο. Και γίνεται έτσι ο άπιστος πιστός Θωμάς το όργανο του Κυρίου προκειμένου να διαλαληθεί η Ανάσταση στα πέρατα του κόσμου – ο μαθητής που έγινε ο ομολογητής της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», μέσα από την αμφισβήτηση και την αμφιβολία. «Η απιστία που γέννησε τη βεβαία πίστη» και που γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καλή απιστία».

Δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτό που συνέβη με τον Θωμά. Η συγκατάβαση του Κυρίου έφερε ταυτοχρόνως και το παράπονό Του και τον έλεγχο στον μαθητή Του: «Μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». «Με πίστεψες γιατί με είδες με τα μάτια σου. Μακάριοι όσοι δεν είδαν αλλά πίστεψαν». Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στη βαθειά όραση που υπέρκειται της απλής σωματικής όρασης, την όραση της πίστεως. Η πίστη θεωρείται η κανονικότητα με την οποία βλέπει πια ο χριστιανός – τα μάτια του μετασκευασμένα από τη χάρη του Θεού μπορούν και βλέπουν πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων. «Με την πίστη περπατάμε κι όχι με ό,τι βλέπουν οι αισθήσεις μας» θα πει ο απόστολος Παύλος, ο οποίος επίσης θα τονίσει ότι «δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτά που βλέπουμε με τα μάτια μας, αλλά στα μη βλεπόμενα». Έτσι δεν ορίζεται άλλωστε αγιογραφικά η πίστη; Ως όραση και έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται με τις αισθήσεις. «Πίστις είναι να ζεις αυτά που ελπίζεις και να βλέπεις πράγματα που δεν βλέπονται».

Κι είναι η πίστη στον άνθρωπο, όπως είπε ο Κύριος στον Θωμά, όχι μία κατάσταση παθητική, αλλά κατεξοχήν ενεργητική και δυναμική. «Γίνεσαι πιστός, γίνεσαι άπιστος». Ανάλογα με τον προσανατολισμό σου και την πορεία της ζωής σου, αν είσαι δηλαδή με τον Χριστό ή όχι, αυξάνεσαι εν Αυτώ ή απομακρύνεσαι από Αυτόν. Ό,τι ο Ίδιος απεκάλυψε: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου», το ίδιο αποκαλύπτει και εν προκειμένω. Και η αύξηση εν Χριστώ δεν σταματά ποτέ – ο πιστός πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν». Η πρόσωπον προς πρόσωπον σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό είναι γεγονός του μέλλοντος, μετά τη ζωή αυτή. Όσο ζούμε στον κόσμο τούτο τον Κύριο θα Τον βλέπουμε μόνον «αινιγματικά όπως βλέπει κανείς μέσα από καθρέπτη», θα Τον βλέπουμε και θα Τον ζούμε δηλαδή μόνο μέσω της πίστεως. Η ομολογία του μεγάλου αποστόλου Παύλου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεως: «Ό,τι τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον Εαυτό Του για χάρη μου».

Κι αυτή η δυναμική της εν Χριστώ πίστεως που οδηγεί σε κοινωνία με τον Ίδιο και όλον ασφαλώς τον Τριαδικό Θεό έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: την εκκλησιαστικότητα, την αποφασιστικότητα, την εν αγάπη πρακτική της.

Η εκκλησιαστικότητα είναι προφανής με τον απόστολο Θωμά: όσο ήταν μόνος και αποκομμένος από τους άλλους μαθητές ζούσε μέσα στην αχλύ της απιστίας του και της ταλαιπωρίας του. Μόλις κάνει την υπέρβαση και εξέρχεται του εαυτού του και της μοναξιάς του, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, ερχόμενος δηλαδή στην Εκκλησία, εκεί του αποκαλύπτεται ο Κύριος. Ο λόγος Του σε άλλο σημείο με τους μαθητές Του ήταν απόλυτος: «όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά Μου εκεί είμαι και Εγώ ανάμεσά τους».

Η αποφασιστικότητα της πίστεως καθίσταται ολοφάνερη σε όλη την αποκάλυψη του Κυρίου με την κλήση Του για απάρνηση του εαυτού μας, κατεξοχήν δε φαίνεται με τον λόγο Του εν Πνεύματι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «γίνου πιστός άχρι θανάτου». Αν δεν αποφασίσεις να μείνεις πιστός στον Κύριο και στους λόγους Του, έστω κι αν πεθάνεις, δυστυχώς θα ζεις μέσα στη διψυχία που θεωρείται ό,τι χειρότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Πρόκειται για μία απόφαση ολοκληρωτικής στροφής εν αγάπη προς τον Κύριο που οδηγεί στην έκπληξη της παρουσίας Του στην ίδια τη ζωή του πιστού – μόλις πεις: θα πεθάνω για Σένα, Κύριε, τότε Τον βλέπεις σε όλο Του το μεγαλείο.

 Και η πρακτική της αγάπης: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» σημειώνει και πάλι ο μέγας Παύλος. Η πίστις ζωντανεύει και τίθεται σε ενέργεια μόνο με την αγάπη. Διαφορετικά μία πίστη άνευρη που δεν κινητοποιεί την ύπαρξη του πιστού λίγο απέχει από την πίστη των ίδιων των δαιμόνων – είναι μία πίστη πράγματι νεκρή που δεν έχει καμία σωτηριολογική διάσταση. Γι’ αυτό και μετράμε την πίστη μας με το μέτρο της αγάπης μας. Αγαπώ σημαίνει πιστεύω ορθά και αληθινά κι όσο αυξάνω την αγάπη μου προς τον συνάνθρωπό μου, ακόμη και τον εχθρό μου, τόσο και αυξάνω και πολλαπλασιάζω την πίστη μου. «Η αγάπη είναι η πηγή της πίστεως» θα πει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Οπότε το ξέρουμε: όταν λογισμοί αμφιβολίας και απιστίας απειλούν να κλονίσουν το πνευματικό οικοδόμημά μας, είναι γιατί έχουμε αφήσει κάποια κατάλοιπα μνησικακίας και πικρίας και εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάποιους συνανθρώπους μας. Η πίστη ριζώνει πάντοτε εκεί που υπάρχει η καθαρότητα της καρδιάς. Και καθαρή γίνεται η καρδιά μόλις αρχίζει να ζει την αγάπη.   

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ

«Ο θαυμάσιος του Κυρίου προφήτης, που αγιάστηκε ήδη από τη μήτρα της μητέρας του, καταγόταν από την Ανανώθ. Στις Τάφνες της Αιγύπτου λιθοβολήθηκε από τον λαό και πέθανε, τοποθετήθηκε δε στον τόπο της κατοίκησης των Φαραώ. Διότι οι Αιγύπτιοι τον δόξασαν, επειδή ευεργετήθηκαν από αυτόν: με τη προσευχή του, ψόφησαν και τα δηλητηριώδη φίδια (ασπίδες) που τους εξολόθρευαν, και τα θηρία των υδάτων, που οι Αιγύπτιοι τα ονομάζουν Εφώθ και οι Έλληνες κροκόδειλους. Και όσοι είναι πιστοί μέχρι σήμερα, έρχονται στον τόπο εκείνο, και παίρνοντας από το χώμα, θεραπεύουν τα δαγκώματα των ασπίδων.

Λένε ότι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, όταν έφτασε στον τάφο του προφήτη και έμαθε τα σχετικά μ᾽ αυτόν, μετέφερε τα λείψανά του στην Αλεξάνδρεια και τα διέσπειρε σε κάθε μέρος της πόλης και γύρω από αυτήν, με αποτέλεσμα να εκδιώξει τις ασπίδες από εκεί. Στη θέση τους δε έβαλε τα φίδια που ονομάζονταν αργαλοί, τα οποία έφερε από το Άργος, εξ ου και έχουν την ονομασία αυτή.

Έδωσε μάλιστα ο προφήτης σημάδι στους ιερείς της Αιγύπτου, ότι θα σειστούν τα είδωλά τους και θα πέσουν χάμω, μέσω ενός παιδιού Σωτήρα, που θα γεννιόταν από Παρθένο σε φάτνη. Γι᾽ αυτό μέχρι τώρα έχουν ως θεά μία παρθένο λεχώνα, ενώ βάζουν σε φάτνη ένα βρέφος και το προσκυνούν. Γι᾽ αυτό επίσης κι όταν ρώτησε ο βασιλιάς Πτολεμαίος ποια είναι η αιτία αυτού, έλεγαν ότι το μυστήριο αυτό είναι πατροπαράδοτο, που παραδόθηκε στους πατέρες μας από κάποιον όσιο προφήτη, και πιστεύουμε, είπαν, ότι θα εκπληρωθεί το μυστήριο.

Λέγεται δε για τον προφήτη ότι πριν από την άλωση του Ναού άρπαξε την κιβωτό του Νόμου και όσα υπήρχαν μέσα σ᾽αυτήν και τα κατέθεσε κάτω από βράχο και είπε στους παρευρισκομένους: ῾Απεδήμησε ο Κύριος που αποκαλύφτηκε στο Σινά προς τον Ουρανό και πάλι θα έλθει για να νομοθετήσει στο Σινά με δύναμη, ενώ θα υπάρξει σημάδι σε σας της παρουσίας του, όταν δηλαδή όλα τα έθνη θα προσκυνήσουν το ξύλο᾽. Είπε δε ότι κανείς δεν θα βγάλει την κιβωτό αυτή, παρά μόνον ο ο ιερέας Ααρών, και κανείς δεν θα ανοίξει τις πλάκες σ᾽αυτήν καθόλου, ούτε από ιερείς ούτε από προφήτες, παρά μόνον ο Μωυσής ο εκλεκτός του Θεού. Και κατά την ανάσταση, πρώτα η κιβωτός θα σηκωθεί και θα εξέλθει και θα τεθεί στο όρος Σινά, και όλοι οι άγιοι θα μαζευτούν προς αυτήν, περιμένοντας τον Κύριο και εκδιώκοντας τον εχθρό που θέλει να τους σκοτώσει. Στον βράχο έβαλε ως σφραγίδα με το δάκτυλό του το όνομα του Θεού, κι έγινε ο τύπος σαν ανάγλυφο από σίδερο. Και φωτεινή νεφέλη επισκίασε το όνομα και κανείς δεν θα αναγνωρίσει τον τόπο ούτε θα μπορέσει να το διαβάσει, μέχρι την ημέρα εκείνη. Είναι δε ο βράχος στην έρημο, όπου φτιάχτηκε  καταρχάς η κιβωτός μεταξύ των ορέων, εκεί που βρίσκονται θαμμένοι  ο Μωυσής και ο Ααρών, και κατά τη νύκτα η νεφέλη έρχεται πάνω στον τόπο σαν φωτιά, κατά τον τύπο τον παλιό. Ήταν δε ο προφήτης Ιερεμίας προχωρημένος στην ηλικία, μικρός στο ανάστημα, έχοντας γένι που κατέληγε σε οξύ σχήμα. Τελείται δε η σύναξή του στον Ναό του αγίου αποστόλου Πέτρου, που βρίσκεται δίπλα στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον «συμπαθέστατον πάντων των προφητών» (ωδή δ´), τον προφήτη Ιερεμία, πρωτίστως επικεντρώνουν στην ήδη από κοιλίας μητρός κλήση του στο προφητικό αξίωμα, κι ακόμη πιο πίσω, στην επιλογή του από τον Θεό, πριν καν συλληφθεί στη μήτρα της μητέρας του. Κατά τα λόγια του ίδιου του υμνογράφου «Κύριε, Συ προγνώρισες τον ένδοξο Ιερεμία πριν να πλαστεί, και πριν να τεχθεί από τη μήτρα της μητέρας του τον καθαγίασες σαν προφήτη Σου» (στιχηρό εσπερινού). Ο υμνογράφος μάλιστα εικονίζει τον προφήτη του Θεού ως «εκλεκτό βέλος που ο Δεσπότης Κύριος είχε κρυμμένο στη φαρέτρα του, ώστε να το βγάλει και να το χρησιμοποιήσει στον κατάλληλο καιρό» (ωδή ε´). Σπεύδει όμως να διευκρινίσει ότι η εκλογή αυτή και ο καθαγιασμός του προφήτη και πριν ακόμη έρθει στη ζωή δεν σημαίνει κατάργηση της ελευθερίας του. Δεν έχουμε δηλαδή έναν απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο Θεός αυθαιρέτως εκλέγει κάποιον και καθορίζει την περαιτέρω πορεία του. Κατά τον άγιο υμνογράφο που εκφράζει εν προκειμένω την πίστη της Εκκλησίας μας, έχουμε ένα είδος σχετικού προορισμού, με την έννοια ότι ο Θεός προγνωρίζοντας ως παντογνώστης που είναι τη μελλοντική ανταπόκριση της ελευθερίας του ανθρώπου στην κλήση Του, τον ετοιμάζει για το έργο που έχει αποφασίσει να τον καλέσει. «Σε καθαγίασε ο Κύριος, Ιερεμία, διότι προγνώριζε αληθινά την ελευθερία της γνώμης σου» (στιχηρό εσπερινού). Κι αλλού: «Ιερεμία θεοφάντορα, προθεωρώντας ο Κύριος, που προγνωρίζει τα πάντα, τις κινήσεις της διάνοιάς σου σε έκανε καθηγητή του λαού» (ωδή α´).

Η πρόγνωση της ελεύθερης ανταπόκρισης του προφήτη στην κλήση του Θεού βεβαίως επιβεβαιώθηκε, κάτι που σημαίνει για τον εκκλησιαστικό ποιητή ότι ο προφήτης όχι μόνο δέχτηκε την κλήση από τον Κύριο, αλλά και ο ίδιος αγωνίστηκε να καθαρίσει τους πνευματικούς του οφθαλμούς από κάθε μολυσμό της αμαρτίας, ώστε να μπορέσει να σταθεί στο ύψος της κλήσης του. «Καθάρισες καλά το οπτικό της διάνοιάς σου σαφώς από τους μολυσμούς της αμαρτίας, γι᾽ αυτό και αναδείχτηκες από τον Δημιουργό σου αγαπητότατος μάρτυρας της αλήθειας» (ωδή α´). Κι είναι τούτο μία γενική αλήθεια στην πνευματική ζωή: ο Θεός καλεί τον άνθρωπο και τον θέλει ως συνεργό Του, όταν κι ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στην κλήση αυτή με τον αγώνα του κατά της αμαρτίας και των παθών του.

Ο προφήτης λοιπόν με καθαρά τα πνευματικά του αυτιά, ώστε να ακούει τι το Πνεύμα του Θεού του υπαγόρευε (ωδή ε´), ξεκίνησε το έργο του, το οποίο κινείτο σε δύο επίπεδα: το επίπεδο της κλήσης του λαού σε μετάνοια και το επίπεδο της αναφοράς του στον μέλλοντα να έλθει λυτρωτή Μεσσία Κύριο. Στην κλήση μετανοίας δυστυχώς, όπως συνέβαινε σχεδόν πάντοτε με τους προφήτες, δεν έβλεπε θετικά αποτελέσματα. Όχι μόνο ο λαός δεν ανταποκρινόταν, αλλά αντιθέτως τον διακωμωδούσε και επιχειρούσε παντοιοτρόπως να του κλείσει το στόμα με βίαιο τρόπο,  κάτι που τελικώς το κατάφερε, διά λιθοβολισμού («Πέτρινες ψυχές και ξένες από θείο φόβο, σκότωσαν με πέτρες τον θείο Ιερεμία»: στίχοι συναξαρίου).  Ο προφήτης πέρασε βεβαίως πολλά βάσανα πάνω στο προφητικό του έργο, όπως για παράδειγμα το ρίξιμό του σε βρόμικο λάκκο – είναι πολύ ωραία μάλιστα η ερμηνεία που δίνει ο υμνογράφος στη δαιμονική αυτή κίνηση των συμπατριωτών του προφήτη: «Δεν άντεχε ο βρόμικος λαός του Ισραήλ το μύρο της ευωδίας σου και σε έκλεισε μέσα στον λάκκο» (ωδή γ´) -  παρ᾽όλα αυτά όμως συνέχιζε να καλεί σε μετάνοια τον λαό, προλέγοντάς του τις καταστροφές που θα υφίστατο αν θα συνέχιζε να είναι ανυπάκουος στο θέλημα του Θεού. Ο προφήτης, ακριβώς γιατί ήταν προφήτης, βλέπει ως βέβαιη την καταστροφή, γι᾽αυτό και θρηνεί ήδη την πτώση της Ιερουσαλήμ. Οι θρήνοι του Ιερεμία έχουν μείνει παροιμιώδεις στην ιστορία – οι γνωστές «Ιερεμιάδες» - οι οποίοι όμως αφενός διεκτραγωδούν την καταστροφή του Ισραήλ, αφετέρου όμως στρέφουν τον λαό με ελπίδα στη διέξοδο που σίγουρα θα έλθει, αν ο λαός μετανοήσει και επικαλεστεί τον Κύριο. Όπως το λέει και ο υμνογράφος: «Θρήνησες για τον παράνομο λαό, που οδηγείτο σε βίαια αιχμαλωσία από αθέους βαρβάρους, προφήτη μακάριε» (κάθισμα όρθρου). Και εν προκειμένω υποκλίνεται ο χριστιανός στη μεγάλη ψυχή του προφήτη, ο οποίος παρ᾽ όλα τα βάσανα που υφίστατο από τους συμπατριώτες του, δεν έπαυε να θρηνεί γι᾽ αυτούς, να συνεχίζει να τους νουθετεί, να προσεύχεται για τη σωτηρία τους.

Είπαμε όμως ότι ο προφήτης δεν μένει μόνο στο κήρυγμα της μετανοίας και τους θρήνους για την καταστροφή. Βλέπει και το μέλλον που έρχεται στο πρόσωπο του λυτρωτή Χριστού. Κι αυτό είναι χαρούμενο και ευφρόσυνο. Ο άγιος υμνογράφος επανειλημμένως σημειώνει τη διάσταση αυτή. «Συγγράφοντας θρήνους, προφήτη, δεν αμαύρωσες τη θεϊκή ευφροσύνη, με την οποία ανατράφηκες ήδη από βρέφος» (ωδή ζ´). Και η μελλοντική ευφροσύνη είναι η παρουσία του Μεσσία, ο Οποίος θα σώσει τον Ισραήλ και όλον τον κόσμο, περνώντας όμως μέσα από την οδύνη του Σταυρού. «Φανέρωνες εκ των προτέρων με τρόπο μυστικό τον θάνατο του Λυτρωτή, θεηγόρε. Διότι πράγματι ο άνομος λαός των Ιουδαίων ύψωσε τον Χριστό πάνω στο ξύλο του Σταυρού, σαν αμνό, τον Χριστό που είναι ο αρχηγός της ζωής και ο ευεργέτης όλης της κτίσεως» (ωδή ς´).

30 Απριλίου 2022

ΥΠΕΜΕΙΝΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ Ή ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ

«Φέρει Χριστός φιλανθρώπως καί τήν ψηλάφησιν, ὡς καί Σταυρόν πρό ταύτης καί τόν ἄδικον φόνον, τάφου τριημέρως ἐξαναστάς, ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος∙ καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς ἐπιστάς ὡς παντοδύναμος».

(Ενώ αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα ο Χριστός με σφραγισμένο το μνήμα και φανερώθηκε με κλεισμένες τις θύρες στους Μαθητές ως παντοδύναμος (Θεός), υπομένει λόγω της φιλανθρωπίας του και την ψηλάφηση (από τον Θωμά), όπως υπέμεινε πριν από αυτήν και τον Σταυρό και τον άδικο φόνο).

Από τα λιγότερο γνωστά τροπάρια της Κυριακής του Θωμά το παραπάνω (γιατί ανήκει στην ακολουθία του Μικρού λεγόμενου εσπερινού) θέτει με άμεσο τρόπο τη διαχρονικότητα της Σταύρωσης θα λέγαμε του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί; Διότι ο άγιος υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στη λόγω φιλανθρωπίας του Κυρίου υπομονή και ανοχή Του απέναντι στα πλάσματά Του, τα οποία, όπως ο «άπιστος» μαθητής Του Θωμάς, παρόλο ότι αναστήθηκε, παρόλο ότι φανερώθηκε στους μαθητές Του ως παντοδύναμος Θεός, αυτά εξακολουθούν και Τον αμφισβητούν και Τον απορρίπτουν. Το «ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω» του Θωμά συνιστά τον λόγο των χειλέων και της καρδιάς πλήθους ανθρώπων σε όλες τις εποχές, οι οποίοι παλεύουν με τις αμφιβολίες και την απιστία τους, γιατί θέτουν ενώπιόν τους ως προτεραιότητα το κατ’ αυτούς «προφανές»: τις αισθήσεις και τη λογική τους. Και πώς τους αντιμετωπίζει ο Χριστός, κατά τον υμνογράφο μας; Όχι με εκνευρισμό βεβαίως γιατί  δεν καταλαβαίνουν, όχι με οργή που ετοιμάζεται να εκφραστεί ως απειλή απέναντί τους, αλλ’ ούτε και ως «απελπισία» γιατί δεν ξέρει τι άλλο πια να κάνει μαζί τους! Τους αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπισε και όλους αυτούς που Τον οδήγησαν στον Σταυρό: με άκρα συγκατάβαση και φιλανθρωπία, με άκρα υπομονή και ανεξικακία, προσευχόμενος στον Θεό Πατέρα γι’ αυτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο πόνος Του δηλαδή είναι ο ίδιος με τον πόνο που δέχτηκε ως άνθρωπος καθώς δεχόταν την έχθρα και τη φονική διάθεση του λαού ως απάντησή τους για τις ευεργεσίες που τους προσέφερε: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ανταπέδωκας;» 

Κι αυτό ακριβώς σημαίνει ότι ο Κύριος δεν αλλάζει απέναντι στον άνθρωπο της όποιας εποχής: παραμένει πάντοτε ο μόνος «πιστός», δηλαδή πιστός ως προς την αγάπη Του απέναντι στα πλάσματά Του, έστω και αν συνεχίζουν όπως είπαμε να Τον αρνούνται, αλλά και πιστός ως προς τη δική Του εμπιστοσύνη απέναντί τους: υπομένει και προσδοκά τη μετάνοια και την αλλαγή τους. Ο Θεός μας είναι Εκείνος που μας ξέρει σε απόλυτο βαθμό, ξέρει το πόσο δυσκίνητοι είμαστε, παρόλη την πληθώρα των ευεργετικών προκλήσεών Του απέναντί μας, στο να επιτελούμε το αγαθό και να ανοιγόμαστε με πίστη σ’ Εκείνου την πίστη και την αγάπη, γι’ αυτό και δεν «βιάζεται» να μας πιέσει ή να μας «εξολοθρεύσει»!  Μιλάμε για τον Πατέρα μας, ο Οποίος περιμένει εσαεί εμάς τα κακότροπα και «μουτρωμένα» πολλές φορές παιδιά Του, επιτρέποντας το πολύ κάποια παιδαγωγικά λίγο εντονότερα «αγγίγματα» μήπως και συνέλθουμε. Κι όσο Τον αρνούμαστε και υψώνουμε, όπως πολύ ωραία έχει γραφεί, «τη μικρή γροθιά μας» απέναντί Του, τόσο περισσότερο κι Εκείνος πολλαπλασιάζει την αγάπη Του – παραχωρώντας μέσα στην απειρία της αγάπης Του κάποιους πειρασμούς, όπως είπαμε, προκειμένου να συνέλθουμε από την όποια αμαρτία μας, να βαθύνουμε ίσως «εν πειρασμώ» τη σχέση μας μαζί Του, ή κι ακόμη ορισμένοι να καθαρίσουν ό,τι απομεινάρι αμαρτίας έχουν ως άνθρωποι και να βρεθούν ως μάρτυρες ενώπιόν Του. 

Λοιπόν, όπως μας αγάπησε ο Κύριος πάνω στον Σταυρό, το ίδιο εξακολουθεί και μας αγαπά και μετά τη δόξα της Ανάστασής Του, που θα πει έτσι ότι το Πάθος Του εξακολουθεί και υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει κόσμος με όλες τις αδυναμίες Του. Και να, που ο άγιος υμνογράφος μάς λέει (μέσα από το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της Κυριακής) ότι την ίδια μακροθυμία που φανέρωσε ο Κύριος απέναντι στους σταυρωτές Του, την ίδια έδειξε κι απέναντι στον μαθητή Του Θωμά (μετά την Ανάστασή Του!), την ίδια δείχνει πάντοτε σε όλους που Τον έκαναν και τον κάνουν  πέρα από τη ζωή τους: «Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου∙ ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; Αλλά συνέτισον ἡμᾶς ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι∙ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι» (Φιλάνθρωπε, μέγα και πέρα από κάθε φαντασία είναι το πλήθος των οικτιρμών και της αγάπης Σου. Διότι μακροθύμησες καθώς ραπιζόσουν από τους Ιουδαίους, καθώς ψηλαφιόσουνα από Απόστολο και γινόσουν αντικείμενο πολλών σχολίων από αυτούς που σε αρνιόντουσαν. Πώς σαρκώθηκες; Πώς σταυρώθηκες συ που είσαι ο αναμάρτητος; Όμως συνέτισέ μας όπως έκανες με τον Θωμά, ώστε να Σου φωνάζουμε δυνατά: Κύριε και Θεέ μου, δόξα Σοι).

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἰωάν. 20, 19-31)

Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ” αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ” ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ” αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας·μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τήν ἴδια ἐκείνη μέρα, δηλαδή τήν πρώτη μέρα μετά τό Σάββατο, ὅταν βράδιασε κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν συγκεντρωμένοι κάπου μέ κλειστές τίς πόρτες, ἐπειδή φοβοῦνταν τίς ἰουδαϊκές ἀρχές, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς, στάθηκε στή μέση καί τούς λέει: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς». Κι ὅταν τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια καί τήν πλευρά του. Οἱ μαθητές χάρηκαν πού εἶδαν τόν Κύριο. Ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πάλι: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς! Ὅπως ὁ Πατέρας ἔστειλε ἐμένα, ἔτσι στέλνω κι ἐγώ ἐσᾶς». Ἔπειτα ἀπό τά λόγια αὐτά, φύσηξε στά πρόσωπά τους καί τούς λέει: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο. Σέ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες· σέ ὅποιους τίς κρατήσετε ἀσυγχώρητες, θά κρατηθοῦν ἔτσι». Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές, πού λεγόταν Δίδυμος, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦρθε ὁ Ἰησοῦς. Τοῦ ἔλεγαν λοιπόν οἱ ἄλλοι μαθητές: «Εἴδαμε τόν Κύριο μέ τά μάτια μας». Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Ἐγώ ἄν δέν δῶ στά χέρια τοῦ τά σημάδια ἀπό τά καρφιά, κι ἄν δέ βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια ἀπό τά καρφιά, καί δέ βάλω τό χέρι μου στή λογχισμένη πλευρά του, δέ θά πιστέψω». Ὀχτώ μέρες ἀργότερα οἱ μαθητές ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι, μαζί τους κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, στάθηκε στή μέση καί εἶπε: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς». Ἔπειτα λέει στό Θωμᾶ: «Φέρε ἐσύ τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί δές τά χέρια μου, φέρε καί τό χέρι σου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου. Μήν ἀμφιβάλλεις καί πίστεψε». Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: «Πείστηκες ἐπειδή μέ εἶδες μέ τά μάτια σου· μακάριοι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μ’ ἔχουν δεῖ!» Ὁ Ἰησοῦς ἔκανε βέβαια καί πολλά ἄλλα θαύματα μπροστά στούς μαθητές του, πού δέν εἶναι γραμμένα σ’ αὐτό ἐδῶ τό βιβλίο. Αὐτά ὅμως γράφτηκαν γιά νά πιστέψετε πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί πιστεύοντας νά ἔχετε δι’ αὐτοῦ τή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Ἀπ. 5, 12-20)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ Στοᾷ Σολομῶντος. Τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ’  ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν· ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων Ἰερουσαλήμ, φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες, μέ τά χέρια τῶν ἀποστόλων γίνονταν πολλά ἐκπληκτικά θαύματα στό λαό. Οἱ πιστοί συνήθιζαν νά συγκεντρώνονται ὅλοι μαζί στή Στοά τοῦ Σολομώντα. Ἀπό τούς ἄλλους πού ἦταν στό ναό κανείς δέν τολμοῦσε νά προσκολληθεῖ σ’ αὐτούς, ὅμως ὁ λαός τούς εἶχε σέ μεγάλη ὑπόληψη. Ὅλο καί περισσότερα πλήθη ἀπό ἄντρες καί γυναῖκες πίστευαν στόν Κύριο καί γίνονταν μέλη τῆς ἐκκλησίας. Ἀκόμη καί στίς πλατεῖες ἔφερναν τούς ἀσθενεῖς καί τούς ξάπλωναν σέ κρεβάτια καί σέ φορεῖα, γιά νά πέσει πάνω σε κάποιον ἀπ’ αὐτούς ἔστω καί ἡ σκιά τοῦ Πέτρου ὅταν αὐτός ἐρχόταν. Κι ἀπό τίς πόλεις πού ἦταν γύρω στήν Ἱερουσαλήμ συνέρρεε τό πλῆθος, φέρνοντας ἀρρώστους κι ἄλλους πού τούς βασάνιζαν πνεύματα πονηρά· κι ὅλοι αὐτοί γιατρεύονταν.Τότε ὁ ἀρχιερέας καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, δηλαδή αὐτοί πού ἀνῆκαν στό κόμμα τῶν Σαδδουκαίων, γεμάτοι φθόνο ἐπίασαν τούς ἀποστόλους καί τούς ἔβαλαν στή φυλακή. Ἀλλά, τή νύχτα, ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἄνοιξε τίς πόρτες τῆς φυλακῆς, τούς ἔβγαλε ἔξω καί τούς εἶπε. «Πηγαίνετε στό ναό καί κηρύξτε στό λαό τό μήνυμα γι’ αὐτή τήν καινούρια ζωή».

ΠΩΣ ΓΕΜΙΖΕΙ Η ΨΥΧΗ;

«Μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς τον Χριστό και τους ανθρώπους. Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή» (Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης).

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην επιζητεί το γέμισμα της ψυχής του, την ανάπαυση δηλαδή της καρδιάς του: να νιώθει ότι βρήκε τον «τόπο» του, εκεί που όλα αποκτούν νόημα και ο ίδιος πλημμυρίζει από χαρά. Κι αυτό σημαίνει ότι δυστυχώς ο εαυτός μας από μόνος του δεν έχει τη δυνατότητα αυτή – το γέμισμα της ύπαρξής μας δεν επέρχεται κατά αυτοματικό τρόπο, δεν είμαστε οι ίδιοι η πηγή που μπορεί να ξεδιψάσει το είναι μας. Και δικαίως: η πηγή της ζωής μας βρίσκεται στον Δημιουργό μας, Εκείνος μας έπλασε, Εκείνος ως «ο Ων», η πηγή δηλαδή της ζωής, μας έδωσε και μας δίνει τη δυνατότητα να ζούμε, να κινούμαστε, να υπάρχουμε. «Αυτός δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα» (απ. Παύλος). Οπότε, η ψυχή μας γεμίζει μόνον σε αναφορά με τον Κύριο και Θεό μας, τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας Ιησού Χριστό, συνεπώς και με όλη την αγία Τριάδα. Η σχέση με τον Χριστό, που θα πει ένταξη μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, φέρνει τον άνθρωπο στην ομαλή φυσιολογική κατάστασή του, να ρέει μέσα του το ύδωρ της ζωής, το οποίο τον κάνει να ζει σε μία αιώνια διάσταση – για ό,τι έχει πλαστεί ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπος. «Όποιος πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, θα γίνει αυτό μέσα του πηγή ύδατος που αναβλύζει την αιώνια ζωή» (ο Κύριος).

Έτσι ο λόγος του αγίου Πορφυρίου: «μόνον έτσι γεμίζει η ψυχή», δεν είναι δογματικός με την έννοια του τυφλά φανατικού που εκφράζει μία παθιασμένη ιδεολογία, αλλά αποτελεί στέρεη διατύπωση του ανθρώπου που βιώνει την εν Χριστώ πίστη και καταθέτει από την εμπειρία του τη μαρτυρία αυτή. Κινείται ο άγιος στο ίδιο μήκος κύματος με τους αγίους Αποστόλους, οι οποίοι πρώτοι μετά από τη συγκλονιστική εμπειρία ζωής τους με τον Θεάνθρωπο Κύριο ομολογούσαν: «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Η θεολογία τους ήταν ακριβώς η διήγηση της συναναστραφής τους με τον Ιησού, για τον Οποίο ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους. Όπως και έγινε.

Ο άγιος όμως είναι συγκεκριμένος. Τονίζει τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσει ο άνθρωπος για να φτάσει στο σημείο πλήρωσης της καρδιάς του από νόημα και ζωή και χαρά. Βεβαίως δηλαδή ο Χριστός είναι το σημείο αναφοράς, αλλά το πρόβλημα είναι πώς ζει κανείς στα όρια της ύπαρξής του τον Χριστό. Κι αυτό που σημειώνει ο μεγάλος σύγχρονος άγιος είναι η αγάπη. Μόνον ζώντας κανείς την αγάπη που έφερε ο Χριστός σχετίζεται με Αυτόν. Γιατί ο Χριστός είναι η Αγάπη και έξω από Αυτήν δεν συναντάς τίποτε άλλο πέρα από τα πάθη σου και τα δαιμόνια που είναι κρυμμένα πίσω από αυτά. Κι είναι τούτο μία αλήθεια που την επιβεβαιώνουμε όλοι μας καθημερινά: επιζητούμε το γέμισμα της καρδιάς μας, αλλά ακολουθώντας λανθασμένους δρόμους. Τους δρόμους της ικανοποίησης των παθών μας, της φιληδονίας μας, της φιλαργυρίας μας, της φιλοδοξίας μας. Κυνηγάμε τις απολαύσεις, γιατί νομίζουμε ότι με αυτές θα θεραπεύσουμε την πονεμένη και άδεια καρδιά μας, και το αποτέλεσμα είναι εντελώς επώδυνο: προσθέτουμε τραύμα πάνω στα τραύματά της. Και το ίδιο συμβαίνει και με κάθε άλλο πάθος. Ας δούμε εκείνους που «διαπρέπουν» στον κόσμο και έχουν τη δυνατότητα εκπληρώσεως κάθε επιθυμίας τους. Μαύρη και άραχλη η ζωή τους! Όσο γεμίζουν με εξωτερικά αγαθά, τόσο αδειάζουν εσωτερικά!

Και ο μέγας Πορφύριος συμπληρώνει: η αγάπη γεμίζει την καρδιά και την ψυχή μας, αλλά και ησυχάζει και το σώμα μας. Ποια αγάπη όμως; Όχι εκείνη που τη ζητάμε και την απαιτούμε από τους άλλους! Γιατί αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση του εγωισμού μας – εγώ να δεχτώ την προσφορά των άλλων! Γι’ αυτό και το παρόμοιο ενδιαφέρον μας γέμει δολιότητος και προσθέτει, όπως είπαμε, μαυρίλα στη μαυρίλα μας! Η αληθινή αγάπη όμως, κατά τον άγιο, δεν έχει παθητικό χαρακτήρα. Συνιστά την πιο ενεργητική κίνηση που μπορεί να αναπτυχθεί στον άνθρωπο. Γιατί ανοίγει την καρδιά στην αγάπη προς τον Χριστό και την εικόνα Του τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, ό,τι κι αν είναι αυτός: γνωστός ή άγνωστος, φίλος ή εχθρός! Κι είναι η αγάπη που έζησε και δίδαξε ο Κύριος, δείχνοντάς μας το όριό της: τον ίδιο τον Σταυρό! «Αγαπάτε αλλήλους – είπε – καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».

 Συνεπώς γεμίζει η ψυχή όταν ο πιστός με τη χάρη του Χριστού αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή του. Αυτό είναι το μυστήριο του Θεού: πας να σώσεις τη ζωή σου, με την έννοια να την περιχαρακώσεις στα δικά σου όρια; Θα καταστραφείς! Ετοιμάζεσαι να τη θυσιάσεις για χάρη του Χριστού και του αδελφού σου; Τότε πράγματι θα τη βρεις να προβάλλει μεγαλειώδης ενώπιόν σου! Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος, προβάλλοντάς μας το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη ως τύπου του αληθινού ανθρώπου που διέπεται από αγάπη, καταλήγει: «γεγονέναι πλησίον». Να γίνεσαι εσύ πλησίον του άλλου και όχι να περιμένεις τον άλλον να έρθει αρωγός σε σένα. Το πρώτο είναι δείγμα υγείας. Το άλλο δείγμα αρρώστιας και ημιθανούς καταστάσεως. Ο λόγος του Κυρίου έρχεται και με άλλον τρόπο να αποκαλύψει την αλήθεια αυτή: «Σηκώστε πάνω σας τον ζυγό μου, τηρήστε δηλαδή τις εντολές μου που θα πει την αγάπη προς τον άλλον, και μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά. Και τότε θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας».