11 Μαΐου 2022

ΟΙ ΠΑΛΑΜΕΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Τάς παλάμας Ἰησοῦ, προσηλώσας ἐν Σταυρῶ, τά ἔθνη πάντα ἐκ τῆς πλάνης συλλαβών, πρός ἐπίγνωσιν τήν σήν συνεκαλέσω, Σωτήρ» (γ΄ ωδή εορτής Μυροφόρων).

(Αφού άπλωσες καρφωμένες στον Σταυρό τις παλάμες, Ιησού, και συνέλαβες έτσι όλα τα έθνη (ώστε να βγουν) από την πλάνη, τα κάλεσες, Σωτήρα, να Σε γνωρίσουν και να Σε καταλάβουν).

Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος Ανδρέας ο Κρήτης; Πρώτον, η Σταύρωση του Κυρίου είναι Πάθος «ἑκούσιον». Ενώ σταύρωσαν δηλαδή τον Κύριο οι Ρωμαίοι στρατιώτες και κάρφωσαν τις παλάμες Του στο ξύλο, συνεπώς εκείνοι έχουν την ευθύνη, όπως και ο Ρωμαίος ηγεμόνας που έδωσε την εντολή μαζί με τους Ιουδαίους αρχιερείς που τον πίεσαν, όμως κατά τον ποιητή «ο Κύριος άπλωσε καρφωμένες τις παλάμες Του στον Σταυρό». Ο υμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κύριος ως Θεός «αφήνεται» στο έλεος των Ρωμαίων και των Εβραίων. Κι αυτό γιατί «ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας του κόσμου, προκειμένου διά του Σταυρού να έλθει η χαρά της λύτρωσης σε όλον τον κόσμο. Ήταν τέτοια η βλάβη και το τραύμα της αμαρτίας στον άνθρωπο, ώστε δεν αρκούσε η αποστολή των προφητών και το κήρυγμα της μετανοίας τους. Αν μπορούσε η ανθρωπότητα να θεραπευτεί με τον λόγο, προφορικό ή γραπτό, τότε δεν θα χρειαζόταν ίσως ο ερχομός του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. Όμως ήλθε και φανέρωσε ότι και η ανθρωπότητα έπασχε σε βαθμό «νέκρωσης», και η αγάπη του Δημιουργού για το πλάσμα του ήταν άπειρη. «Ἑκούσιον» λοιπόν το Πάθος του Κυρίου, γεγονός που συγκλονίζει κάθε πιστό μόλις θελήσει λίγο να σταθεί και να στοχαστεί εν πίστει πάνω σ’ Αυτό.

Δεύτερον, τα απλωμένα και καρφωμένα χέρια του Κυρίου στον Σταυρό δεν είναι χέρια που μπορούν να μετρηθούν ανθρώπινα: δεν αγκαλιάζουν έναν ή δύο ανθρώπους – ό,τι μπορεί να περιλάβει στην αγκαλιά του ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος! Αλλά είναι χέρια και είναι παλάμες που εκτείνονται σε πλάτος και βάθος ποιοτικό, δηλαδή αγκαλιάζουν και περικλείουν σύμπασα την ανθρωπότητα όλων των τόπων και όλων των χρόνων. Πάνω στον Σταυρό, επειδή ακριβώς πάσχει ο Δημιουργός ως άνθρωπος λόγω της ακατανόητης αγάπης Του, βρίσκεται και όλη η ανθρωπότητα απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος -  ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη θέρμη της αγκαλιάς Του, όταν μάλιστα Εκείνος έχει σβήσει και διαγράψει τις όποιες αμαρτίες του, παλιές, συγκαιρινές, μελλοντικές! Στον Σταυρό του Κυρίου με άλλα λόγια βλέπουμε εν πίστει τι σημαίνει αληθινή ενότητα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, αὐτοί ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτοῖς».

Τρίτον, οι καρφωμένες παλάμες του Κυρίου λειτούργησαν ακριβώς ως το «άγκιστρο» για να συλληφθούμε από Εκείνον ώστε να βγούμε από την πλάνη της άγνοιας του Θεού και να οδηγηθούμε στην επίγνωσή Του, επίγνωση όπως είπαμε της ενότητάς μας μ’ Εκείνον και με όλους τους συνανθρώπους μας. Εν προκειμένω ο άγιος Ανδρέας μάς λέει εικονιστικά τον λόγο του Κυρίου για τον ίδιο τον Σταυρό Του: «κἀγώ ὅταν ὑψωθῶ ἀπό τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν». Ο Σταυρός του Κυρίου λειτούργησε και λειτουργεί πάντοτε δηλαδή ως θείος μαγνήτης που μαγνητίζει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά που αναζητεί την αλήθεια. Ο Θεός μας δεν θέλησε διά της βίας και εξ ανάγκης να μας φέρει κοντά Του – η βία το μόνο που καταφέρνει είναι το «κούμπωμα» του ανθρώπου και η αποξένωσή του. Εκείνο που χρησιμοποίησε ο Θεός μας, γιατί Αυτό είναι η ζωή Του, είναι η αγάπη, τέτοια που μας προσέφερε τη ζωή Του για να ζήσουμε εμείς. Συνεπώς η θυσιαστική αγάπη συνιστά τον μαγνήτη κι αυτό που «ψαρεύει» τον κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Κι όταν ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» στην πραγματικότητα τους καλούσε να βρίσκονται πάντοτε σταυρωμένοι και με τη δική Του αγάπη για να μαρτυρούν την αλήθεια και οι άνθρωποι να ελκύονται προς αυτούς.

10 Μαΐου 2022

ΑΝ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ, ΘΑ ΜΑΣ ΦΑΝΕΡΩΘΕΙ

«Είπε ο αββάς Αρσένιος: “Αν ζητήσουμε τον Θεό, θα μας φανερωθεί. Και αν τον κρατήσουμε, θα παραμείνει σ’ εμάς”» (Από το Γεροντικό).

Για τον όσιο μέγα Αρσένιο (8 Μαῒου) έχουμε σαραντατέσσερα λόγια και περιστατικά στο Γεροντικό της Εκκλησίας. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους οσίους, οι οποίοι φανέρωσαν με ανάγλυφο τρόπο ότι όπου υπάρχει πόθος και αγάπη για τον Θεό εκεί μπορεί να ξεπεραστεί οποιαδήποτε προσκόλληση προς τον κόσμο, έστω κι αν ο κόσμος αυτός σου προσφέρεται με τον πιο προκλητικό και απλόχερο τρόπο. Μη ξεχνάμε ότι ο άγιος αποφάσισε να αποτραβηχτεί από τον κόσμο και να ασκητέψει ησυχαστικά, όταν ζούσε στα ανάκτορα του Βυζαντίου ως παιδαγωγός των υιών του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου και οι τιμές προς το πρόσωπό του βρίσκονταν στο απώγειό τους. Η καρδιά του όμως ήταν στραμμένη προς τον Χριστό κι Εκείνος μόνο, έβλεπε ο Αρσένιος, ότι μπορούσε να τη γεμίσει. Πράγματι τη βαθειά επιθυμία του ο Κύριος του την ικανοποίησε, προτρέποντάς τον μάλιστα, εφόσον θέλει να σωθεί, «να φεύγει, να σιωπά, να ησυχάζει». Έκτοτε, μετά τη φυγή του αγωνίστηκε ολοκληρωτικά στον ησυχαστικό βίο, ασκώντας μέχρι τέλους την εν γνώσει σιωπή για να μπορεί να αδολεσχεί με τον Θεό και αποφεύγοντας έως θανάτου κάθε ανθρώπινη δόξα και τιμή. Είναι περιττό έτσι να πούμε ότι ο Θεός τον περιέλαμψε με το φως Του και τον κατέστησε οδοδείκτη για πάρα πολλούς συνασκηστές του αλλά και για το ευρύ πλήρωμα της Εκκλησίας. Εφαρμόστηκε δηλαδή και σ’ αυτόν το ευαγγελικό λόγιο, ότι όσο αποφεύγεις την ανθρώπινη δόξα τόσο σε δοξάζει ο Θεός και σε καθιστά μαγνήτη για τις ανθρώπινες ψυχές.

Στο παραπάνω λόγιο του μεγάλου οσίου επισημαίνεται μία σπουδαιότατη αλήθεια: δεν είναι το «πρόβλημα» ο Θεός που δεν εμφανίζεται και δεν γίνεται «ορατός» στη ζωή μας – η αγάπη Του είναι τόσο μεγάλη που κάνει τα πάντα για να μας τραβήξει κοντά Του και να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής. Το τονίζει με έμφαση ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στο Ευαγγέλιό του: «τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον μονογενή Του Υιό, προκειμένου καθένας που πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει αιώνια ζωή». Και το ίδιο ομολογεί και ο απόστολος Παύλος: «Ο Θεός που δεν φείστηκε τη ζωή του Υιού Του και Τον παρέδωσε να θυσιαστεί για χάρη μας, πώς μαζί μ’ Αυτόν δεν θα μας χαρίσει και τα πάντα;» Το είδαμε ολοφάνερα και στο περιστατικό με τον θεωρούμενο άπιστο μαθητή του Κυρίου Θωμά. Συγκατανεύει στην αδυναμία του και του εμφανίζεται με την προτροπή να τον ψηλαφήσει για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι και χερσί την αλήθεια της Αναστάσεώς Του. Και γίνεται έτσι η πιστή απιστία του Θωμά το μέσο να διαλαληθεί σε όλον τον κόσμο, και μέσω της ψηλαφήσεως, η Ανάσταση του Κυρίου.

Λοιπόν, το πρόβλημα δεν είναι ο Θεός. Είμαστε εμείς οι ίδιοι, που ενώ μπορεί να ομολογούμε την αγάπη και την πίστη μας στον Χριστό, στην πραγματικότητα δεν Τον θέλουμε και πολύ στη ζωή μας. Γιατί, κατά τον όσιο αββά, «δεν Τον ζητούμε και δεν θέλουμε να Τον κρατήσουμε». Φαίνεται παράδοξη η διαπίστωση αυτή, αλλά είναι η αλήθεια. Διότι το να ζητά κανείς τον Θεό αποτελεί... επικίνδυνη κατάσταση! Σημαίνει ότι βρίσκεται στη χαρισματική κατάσταση να απεμπλακεί από τα πάθη του και να ακολουθήσει τη ζωή της μετανοίας. Κανείς δεν στρέφεται προς τον Χριστό, αν δεν απελπιστεί και δεν απογοητευτεί από τον κόσμο∙ αν η καρδιά του δεν θελήσει να συντονιστεί με τους βαθύτερους και έσχατους κτύπους της που διψάνε Θεό. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει εύκολα. Γιατί δυστυχώς είμαστε προσκολλημένοι στο φρόνημα του κόσμου, με την «επιθυμίαν της σαρκός, την επιθυμίαν των οφθαλμών και την αλαζονείαν του βίου» να έχουν το πάνω χέρι στη ζωή μας. Η σαρκολατρεία και η υπερηφάνεια μάς σφραγίζουν και καθορίζουν τις επιλογές μας, αποδεικνύοντας έτσι ότι συχνά η πίστη μας στον Χριστό είναι εντελώς επιφανειακή και θεός μας στην πραγματικότητα είναι ο εμπαθής εαυτός μας, το αποθεωμένο εγώ μας.

Οπότε, η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μας για την ορφάνια μας και την απουσία του Πατέρα από τη ζωή μας. Αλλά αυτό είναι, από την άλλη, το θετικό και το παρήγορο: αν η εμφάνιση του Θεού εξαρτάται από εμένα, τότε εγώ πρέπει να κινηθώ με αποφασιστικό και πιστό τρόπο. Να θέσω σε ενέργεια δηλαδή εκείνη τη διαδικασία που μας έχει υποδείξει ο Ίδιος για να μπει στα όρια της ύπαρξής μας. Κι η ενέργεια αυτή είναι μία και απόλυτη: η τήρηση των αγίων Του εντολών. Αναζητώ τον Θεό σημαίνει ότι μπαίνω στην τροχιά των ιχνών Του μέσω των εντολών Του, σημαίνει συνεπώς ότι Τον βρίσκω – εντολές του Θεού και παρουσία Του είναι συγχρονισμένη διαδικασία. Και ο άγιος Αρσένιος συμπληρώνει: αυτό δεν είναι απόφαση μίας δεδομένης στιγμής, αλλά απόφαση όλης της ζωής. Τον αναζητώ, μου φανερώνεται∙ Τον κρατώ διά της υπομονής και της επιμονής στη σχέση μου μαζί Του, παραμένει σ’ εμένα. Από τη δική μου βούληση εξαρτάται η ομολογία «ζει Κύριος ο Θεός»!  

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΙΜΩΝ Ο ΖΗΛΩΤΗΣ

«Αυτός είναι ο Σίμων, που ονομαζόταν και Ναθαναήλ και χρημάτισε νυμφίος στον γάμο, στον οποίο κλήθηκε ο Χριστός με τους μαθητές Του στην Κανά, όπου και μετέβαλε το νερό σε κρασί. Γι᾽ αυτό και ο νυμφίος αφού εγκατέλειψε τον γάμο και το κρασί, ακολούθησε τον φίλο και θαυματουργό και νυμφαγωγό και παρευρισκόταν με τους Αποστόλους στο υπερώο, όταν το Άγιον Πνεύμα με τη μορφή πύρινων γλωσσών επιφοίτησε σ᾽ αυτούς. Κι αφού γέμισε από το Πνεύμα αυτό και διέτρεξε όλη σχεδόν τη γη, κατέφλεξε όλη την απάτη της πολυθεΐας. Πήγε σε όλη τη Μαυριτανία και στην Αφρική και κήρυξε τον Χριστό. Ύστερα έφτασε στη Βρετανία κι αφού φώτισε πολλούς με τον λόγο του Ευαγγελίου, σταυρώθηκε από τους απίστους και φτάνοντας στο τέλος του θάφτηκε εκεί. Επειδή δε διακατεχόταν από διάπυρο ζήλο προς τον παντοκράτορα Θεό, απέκτησε ως επωνυμία του τον τρόπο της ζωής του».

Εκείνο που κάνει εντύπωση στον κανόνα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη είναι ότι δεν υπάρχει καμμία απολύτως αναφορά στο περιστατικό της Κανά κι ούτε επομένως  ότι ο άγιος Σίμων είναι ο νυμφίος του γάμου. Ο υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός ότι ο Σίμων αξιώθηκε από τον Κύριο να κληθεί ως μαθητής Του, να γίνει ακόλουθός Του επί τριετία, να γίνει μέτοχος των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής, να δράσει ως απόστολος μεταφέροντας τη φλόγα της πίστης σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ό,τι συνήθως υμνολογείται και για τους άλλους αποστόλους, των οποίων προβάλλεται η μοναδικότητα στον ευαγγελισμό των ανθρώπων, το ίδιο υμνολογείται και για τον σημερινό απόστολο. Ο άγιος Σίμων δηλαδή «αναδείχτηκε πιστός μεσίτης του Θεού και των ανθρώπων» (απόστιχα εσπερινού). «Πέρασε τη δημιουργία σαν υψιπέτης αετός, ως μαθητής και απόστολος του Σωτήρα Χριστού, και κατέφλεξε, όπως καίει κανείς τα ξερόχορτα, όλη την πλάνη των ειδώλων με τα φλογερά του δόγματα, ενώ μετέστρεψε τα ειδωλολατρικά έθνη από τον βυθό της αγνωσίας του Θεού στην θεία γνώση» (δοξαστικό εσπερινού).

Η σπουδαία αυτή δράση του δικαιολογείται, όπως είπαμε, από το γεγονός ότι κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, που σημαίνει ότι «μυήθηκε στο θεϊκό μυστήριο της σάρκωσης του Θεού από τον ίδιο τον Σωτήρα, καθώς δέχτηκε την υπερκόσμια λάμψη Του» (ωδή γ´), ότι «συνόδευε διαρκώς τον Χριστό ως σύντροφός Του» (ωδή ζ´), και βεβαίως ότι «υποδέχτηκε κι αυτός με προθυμία, όταν βρισκόταν στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μετά την Ανάληψη του Κυρίου, τη φαινομένη με φωτιά γλώσσα του Πνεύματος του Θεού» (ωδή ε´). Γι᾽ αυτό και «τη μνήμη του την δοξολογούμε ως ημέρα σωτηρίας» (οίκος κοντακίου).

Εκείνο που εξίσου κατά κόρον τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, θέλοντας να δείξει την ολοκληρωτική αφιέρωση στον Χριστό του αγίου Σίμωνα, είναι ο ένθεος ζήλος του. Πολλά τροπάριά του είναι ακριβώς αφιερωμένα στην εξήγηση της επωνυμίας του ῾ζηλωτής᾽. Σίμων ο ζηλωτής, διότι: έδειξε μεγάλο ζήλο για τον παντοκράτορα Θεό, αποδεικνύοντας ότι η ζωή του ερμηνεύει την επωνυμία του· διότι:  ζήλεψε το πάθος Του, τη σταυρική Του θυσία· διότι: έδειξε ζήλο για την αγνή και αιώνια ζωή. «Σίμων αξιοθαύμαστε, ονομάστηκες επώνυμος του ζήλου, γιατί έδειξες θερμό ζήλο για τον παντοκράτορα Θεό, γι᾽ αυτό και σε ανέδειξε γεμάτο από θεία θαύματα. Έχοντας λοιπόν θαυμαστό ζήλο, ονομάστηκες όπως πια το λέει το όνομά σου Ζηλωτής, μακάριε, και απέκτησες την ονομασία, σε συμφωνία με τον τρόπο της ζωής σου» (δοξαστικό εσπερινού).  «Ο Σίμων μοιάζει, Χριστέ, να σου λέει αυτό: Επειδή ζηλεύω το πάθος Σου, υπομένω το πάθος του Σταυρού»  (στίχοι συναξαρίου). «Σίμων, ζηλωτή της αιώνιας και αγνής ζωής, νέκρωσε τη ζωντανή αμαρτία μας, με τη ζωηφόρο δύναμη του Ζωοδότη Χριστού, της οποίας δέχτηκες την ενέργεια» (ωδή δ´).

09 Μαΐου 2022

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής, καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου: «τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

«Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».

Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατηχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό.  Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι  δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.

Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.

Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251.Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου» (Από ιστολόγιο «ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ»).                                      

Έχει πολλές φορές ειπωθεί ότι η μελέτη των βίων των αγίων είναι από τα σημαντικότερα αναγνώσματα για την πνευματική προκοπή των χριστιανών. Κι αυτό γιατί η ζωή τους αποτελεί την ενσάρκωση του Ευαγγελίου, την έμπρακτη επιβεβαίωση αυτού που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού. Ό,τι βλέπουμε στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, στον Οποίο ο λόγος ήταν η έκφραση της ζωής Του και η ζωή Του ήταν ο υπομνηματισμός του λόγου Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σ᾽ έναν βαθμό, βλέπουμε και στους αγίους μας. Κι ιδιαιτέρως σ᾽ εκείνες τις στιγμές τους που καταθέτουν και την ίδια τη ζωή τους θυσία για την αγάπη του Θεού. Από την άποψη αυτή τα ανδραγαθήματα των αγίων, τα μαρτύρια που πέρασαν και ο τρόπος που τα αντιμετώπιζαν αποτελούν για τους πιστούς τη δίοδο για να εισπράττουν τη χάρη του Θεού. Αυτός δηλαδή που ενίσχυε τους αγίους στα μαρτύριά τους, η χάρη που τους έδιδε ώστε να αντέχουν και να υπερβαίνουν τα βάσανα, ο Ίδιος Αυτός διοχετεύεται και στους πιστούς όταν εν πίστει και αγάπη έρχονται σε επαφή με ό,τι υπέστησαν οι μάρτυρες για χάρη του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει ότι χριστιανός που δεν μελετά τους βίους των αγίων μας στερεί τον εαυτό του από μία ιδιαίτερη χάρη που προσφέρει ο Κύριος στον κόσμο. Την αλήθεια αυτή επισημαίνει ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού ο άγιος υμνογράφος: «Εμπρός ας τιμήσουμε τους άθλους του Χριστοφόρου, μέσω των οποίων πηγάζει σ᾽ εμάς η αέναη χάρη του Χριστού που δίνει τη ζωή». Γι᾽ αυτό και δεν είναι υπερβολή ο λόγος του ότι «το μνημόσυνο του μάρτυρα μας προσφέρει ως εωδία με έντονο μάλιστα τρόπο τα πολύαθλα πάθη των αγωνισμάτων του, σαν να μυρίζει κανείς την έντονη και μεθυστική μυρωδιά των ανοιξιάτικων τριαντάφυλλων»  (στιχηρό εσπερινού).

Ο άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου Χριστοφόρου, τονίζει με έμφαση την παραπάνω αλήθεια, σημειώνοντας όμως ότι η μέθεξη της χάρης του Θεού μέσω του μαρτυρίου ενός αγίου συμβαίνει μόνον  στους πιστούς, μόνο δηλαδή  σε εκείνους που επίσης είναι  χριστοφόροι σαν τον άγιο Χριστοφόρο, που εκτός από τη χάρη είχε και το όνομα. Με άλλα λόγια, ένας άσχετος προς τη χριστιανική πίστη, ένας αβάπτιστος ας πούμε ή και ένας βαπτισμένος μεν αλλά που δεν έχει ενεργοποιήσει το βάπτισμά του και ζει ως άθεος εν τω κόσμω, όχι μόνο δεν μπορεί να οσφρανθεί τη χάρη του μαρτυρίου, αλλά μπορεί και να διακωμωδήσει το μαρτύριο και να βλασφημήσει τον άγιο, περιπίπτοντας στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, ως αδυναμία οράσεως της παρουσίας του Θεού στη ζωή ενός αγίου. Πώς φανερώνει την αλήθεια αυτή ο άγιος Θεοφάνης; Όχι μία φορά καλεί προς δοξολογία του μάρτυρα τους χριστοφόρους ανθρώπους. «Εμπρός σήμερα όλοι οι χριστοφόροι και θεόφρονες ας ανυμνήσουμε με ευσέβεια τη μνήμη του Χριστοφόρου, του μάρτυρα της αλήθειας» (ωδή α´). Και στους στίχους του συναξαρίου του αγίου σημειώνει: «Εγώ ως χριστοφόρος γνωρίζω εσένα τον Χριστοφόρο, που θυσιάστηκες προς  χάρη του Χριστού του Θεού με ξίφος».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής στον κανόνα του δεν κάνει καθόλου λόγο ούτε για τη δυσμορφία του προσώπου του αγίου Χριστοφόρου ούτε και για το περιστατικό της μεταφοράς στους ώμους του του παιδίου Χριστού. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η ωραιότητα της ψυχής του αγίου, η οποία πλημμύριζε από την αγάπη προς τον Χριστό και την αδιάκοπη μελέτη για την απόλαυση της βασιλείας Του, μελέτη μάλιστα  που αποτελούσε και την τροφή του αγίου Χριστοφόρου. «Η θεοφιλής σου ψυχή τρεφόταν με την αγάπη, καθώς μελετούσε, Χριστοφόρε, την απόλαυση της βασιλείας του Χριστού» (ωδή γ´). Η επικέντρωση στην ομορφιά της ψυχής του αγίου αποτελεί προφανώς και την απάντηση για τις παραπάνω δύο ῾ελλείψεις᾽ - η δυσμορφία του προσώπου του αγίου εξαφανίζεται από την εσωτερική ωραιότητα, κατά το λόγιο της Γραφής «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», το πρόσωπο του ανθρώπου ζωντανεύει και ομορφαίνει, όταν η καρδιά ευφραίνεται· η μεταφορά του παιδίου Χριστού στους ώμους του αγίου ερμηνεύεται είτε ως μή αποδοχή από τον υμνογράφο της πραγματικότητας του περιστατικού είτε ως συμβολική αποδοχή, με την έννοια ότι ο άγιος Χριστοφόρος, όπως δηλώνει και το όνομά του, έφερε στην καρδιά του πάντοτε τον Χριστό, ως πράγματι λοιπόν και ονόματι Χριστοφόρος.

Η στερέωση της διάνοιας του αγίου πάντοτε στον Χριστό, φανέρωση της αγάπης του προς Εκείνον,  ήταν αυτή που του έδινε και τη δύναμη να αντέχει και τους πόνους βεβαίως του μαρτυρίου, αλλά και τους πειρασμούς άλλου μεγάλου μαρτυρίου: της σάρκας. Ο άγιος υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστα και τα δύο. «Αγάπησες με τον τρόπο που έπρεπε την πιο ψηλή κορφή των επιθυμητών στον κόσμο, τον ίδιο τον Χριστό, αθλοφόρε, γι᾽ αυτό και δεν αισθανόσουν τους κόπους καθώς σε καταξέσχιζαν, έχοντας στερεωμένη τη διάνοιά σου πάντοτε στον Δεσπότη σου» (ωδή ς´). «Το φίδι, ο διάβολος δηλαδή, όπως κάποτε στον προπάτορα Αδάμ, σου πρόσφερε, μάρτυς, την πείρα των γυναικών. Ηττήθηκε όμως και ντροπιάστηκε, αποδεικνύοντας τους πειρασμούς παγίδες για τον ίδιο»  (ωδή δ´).  

08 Μαΐου 2022

ΜΑΝΑ, ΜΑΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΑΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

Μπορεί εκκλησιαστικά η εορτή της μητέρας να παραπέμπει στην Υπαπαντή του Κυρίου, όμως και η πρόκληση της δεύτερης Κυριακής του Μαῒου από πλευράς κοσμικής δεν πρέπει να παραθεωρηθεί – δίνει το έναυσμα για να μιλήσει κανείς και πάλι για ένα από τα ιερότερα πρόσωπα που υπάρχουν στον κόσμο. Άλλωστε πρόκειται για μία συνήθη τακτική της Εκκλησίας, κατά την οποία ένα κοσμικό γεγονός προσλαμβάνει από τη θεολογία αυτής ένα βάθος που διαφορετικά ποτέ δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς. Λοιπόν, η συγκεκριμένη ημέρα προβάλλει τη ΜΑΝΑ, το πρόσωπο στο οποίο οι πάντες, ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, μόρφωση, κοινωνική θέση, ηλικία, υποκλίνονται – «Μάνα κράζει το παιδάκι, μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος, μάνα ακούς σε κάθε μέρος, α! τι όνομα γλυκό!» όπως λέει και ο ποιητής. Και πράγματι: χιλιάδες ποιήματα, τραγούδια, λογοτεχνικά έργα, πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, σε όλον τον κόσμο, έχουν ως θέμα τους το μοναδικό αυτό πρόσωπο, μπροστά στο οποίο στέκεται κανείς με δέος και απέραντο σεβασμό. Γιατί; Διότι προφανώς κανένας δεν βρίσκεται πιο κοντά από τη Μάνα σ’ αυτό που αναδεικνύει το μυστήριο της ζωής!

Αλλ’ ακριβώς εδώ έχει λόγο η θεολογική ματιά της Εκκλησίας. Γιατί εκεί που ιερουργείται η ίδια η ζωή, στη μήτρα δηλαδή της γυναίκας, όπου συλλαμβάνεται μία νέα ύπαρξη για να αναπτυχθεί και να φτάσει στο σημείο να έλθει στον κόσμο ως καινούργιος άνθρωπος, εκεί υπάρχει η παρουσία της ενέργειας του Θεού μας. Πώς μπορεί να πιστέψει κανείς, αν θέλει να είναι έστω και επ’ ελάχιστον χριστιανός, ότι υφίσταται η ζωή ανεξάρτητα από Αυτόν που είναι η πηγής της; Ο Θεός είναι «ο Ων», το ίδιο το Είναι ως Εγώ πρόσωπο, γι’  αυτό και ο χορηγός του κάθε είναι. Η Γραφή με έναν λιτό αλλά και πολύ σαφή τρόπο το αποκαλύπτει: «Ο Θεός είναι Εκείνος που ανοίγει τη μήτρα της γυναίκας», που σημαίνει ότι βεβαίως κατά το θέλημα του Θεού έχουμε τη συνεύρεση του άντρα και της γυναίκας, μα χωρίς τη θεϊκή θέληση και ενέργεια, τα πράγματα θα παρέμεναν στέρφα. (Μόνο στην περίπτωση του ενανθρωπήσαντος Θεού μας έχουμε κάτι διαφορετικό: τη σύλληψή Του «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», αλλά εκεί μιλάμε για μία απόλυτη εξαίρεση που συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που παρουσιάστηκε στη γη∙ ο Θεός να φανερωθεί στον κόσμο ως άνθρωπος). Κάθε παιδί, από την άποψη αυτή, είναι το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής, είναι η επιβεβαίωσή Του ότι θέλει ο Ίδιος να «επαναλαμβάνεται», αφού κάθε άνθρωπος συνιστά μία εικόνα του Χριστού που έχει προοπτική να ομοιωθεί με Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε τον ερχομό κάθε ανθρώπου στον κόσμο ως κατεξοχήν χαρμόσυνο γεγονός -  «διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εν τω κόσμω» είπε. Και δικαίως: ως εικόνα Χριστού αποτελεί στην προοπτική του ένα μέλος της Βασιλείας Του, ένα μέλος δηλαδή του ίδιου του Σώματός Του, μία αύξηση και επέκταση της δικής Του χαράς. Όλα αυτά όμως δεν προβάλλουν και το μεγαλείο εκείνης μέσω της οποίας ιερουργείται όπως είπαμε η ζωή, της Μάνας!

Αλλά δεν μπορεί κανείς μιλώντας για τη Μάνα στη φυσική της διάσταση να μην κάνει λόγο και για τη Μεγάλη Μάνα, την ίδια την Παναγιά μας – Αυτή θεωρείται ο κατεξοχήν τύπος της Μητέρας. Κι όχι μόνο γιατί υπήρξε η Μάνα του Θεού ως ανθρώπου, πράγματι εντελώς Μοναδική σε όλους τους αιώνες, αλλά γιατί είναι η Μάνα και όλων των ανθρώπων: ενεργεία των χριστιανών γιατί αποτελούν μέλη του Υιού και Θεού της, του Ιησού Χριστού, δυνάμει και όλων των υπολοίπων, γιατί και αυτοί μπορούν να αποδεχτούν την κλήση Εκείνου και να μετάσχουν του μυστικού σώματός Του. Δεν είναι μία ευσεβής υπόθεση τούτο, αλλά ακριβής ομολογία του αποκαλυπτικού λόγου του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. «Ιδού ο υιός σου» λέγει στη μητέρα Του δείχνοντας τον Ιωάννη∙ «ιδού η μήτηρ σου» λέγει στον μαθητή του Ιωάννη δείχνοντας τη Μάνα Του! Έκτοτε, πράγματι η Παναγία έγινε η Μάνα όλων μας, κυριολεκτικά «η πανύμνητη Μητέρα» μας, όπως το εξαγγέλλουμε με τον πανηγυρικότερο τρόπο στην ακολουθία των Χαιρετισμών της: «Ω, πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον»!

Και μαζί βεβαίως με την Παναγία ως Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα  είναι ευνόητο ότι η εορτή της Μητέρας μάς θέτει ενώπιον και της ίδιας της Εκκλησίας. Γιατί και η Εκκλησία τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί παρά ως η Μάνα που γεννά τα παιδιά της στην αιώνια ζωή; Αυτό δεν είπε ο Κύριος; «Εάν κανείς δεν γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού». Και μιλάμε για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου, όταν εξέρχεται στη νέα του ζωή ως μέλος Χριστού από την «κοιλιά» της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα. Κι ακόμη περισσότερο: όταν εν Πνεύματι εκείνη δίνει τη δυνατότητα για διαρκή αναγέννησή του μέσα από την ανανέωση του βαπτίσματος με το μυστήριο της μετανοίας. Μία διαρκής κολυμβήθρα του Σιλωάμ είναι η Εκκλησία που αδιάκοπα μάς αρπάζει από την κατάντια και τη νέκρα της αμαρτίας και τον πονηρό διάβολο για να μας θέτει εσαεί νέους και ζωντανούς μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό και είναι τόσο αληθινός και παρηγορητικός ο πατερικός λόγος που εξαγγέλλει: «Δεν μπορείς να έχεις τον Θεό Πατέρα, αν δεν έχεις την Εκκλησία Μητέρα». Και δικαίως: χωρίς την αναγεννητική αύρα του Πνεύματος του Θεού που είναι η ψυχή της Εκκλησίας, πώς μπορεί κανείς να διανοίξει τα μάτια του και να δει τον Θεό ως Πατέρα και να κραυγάσει με την καρδιά του «αββά, ο Πατήρ»;  

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΕΜΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ!

«Ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν∙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ιωάν. 1, 3)

Για να έχετε κοινωνία με εμάς τους αποστόλους και κοινωνία με τον Θεό, αποκαλύπτει από την αρχή ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος στην Α΄ Καθολική επιστολή του στους πιστούς της Εκκλησίας, απαιτείται η μετοχή σας στη δική μας εμπειρία από τη συναναστροφή μας με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αυτό που είδαμε και ακούσαμε και ψηλαφήσαμε και βιώσαμε μαζί Του αυτό συνιστᾶ και το περιεχόμενο της πίστεώς μας, αυτό συνεπώς πρέπει να συνιστά και το περιεχόμενο της δικής σας πίστεως εφόσον θέλετε να ακολουθήσετε τον Χριστό.

Είναι ο αξιωματικός λόγος του αποστόλου Ιωάννου ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό, συνεπώς και στην αγία Τριάδα που απεκάλυψε Εκείνος, για να είναι αληθινή δεν μπορεί να μην είναι αποστολική. Πολλοί μπορεί να επικαλούνται το όνομα του Χριστού, αλλά για να στήσουν όμως δικές τους δοξασίες ως τάχα αληθινές – ό,τι προειδοποίησε ο ίδιος ο Κύριος τους μαθητές Του ως σημείο της αποστασίας των εσχάτων καιρών και της πλάνης στην οποία θα παρασύρει ο διάβολος τους ανθρώπους. Το απόλυτο κριτήριο ότι η πίστη στον Χριστό είναι αληθινή, ότι η εικόνα Του δηλαδή είναι όντως αυτή που απεκάλυψε ο Ίδιος με τον ερχομό Του στον κόσμο, είναι η επιβεβαίωση από τους αποστόλους Του. Ό,τι στοιχεί σ’ εκείνων το κήρυγμα και την ομολογία είναι όντως εκ Θεού και χριστιανικό. Ό,τι μοιάζει αλλά παρεκκλίνει έστω και επ’ ελάχιστον από τη δική τους μαρτυρία είναι εκ του Πονηρού – είναι το δηλητήριο στο φαγητό των ανθρώπων.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας στόν κανόνα της πίστεώς της, το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, θεώρησε ως ισχυρό στοιχείο της αλήθειας της περί του Ιησού Χριστού την πίστη ότι η ίδια, το ζωντανό σώμα του Χριστού, είναι η μία Εκκλησία, η αγία, η καθολική και η αποστολική. Στην αποστολικότητά της μάλιστα έδεσε γερά το σκάφος της, κάτι που έκτοτε και όσο θα υπάρχει κόσμος θα αποτελεί το κατεξοχήν θεμέλιό της. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο απόστολος Παύλος την ίδια μαρτυρία καταθέτει: η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη στον αρχηγό Της βεβαίως, τον Ιησού Χριστό: Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, αλλά επίσης και στους άλλους θεμέλιους λίθους που είναι οι άγιοι απόστολοι. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε το πόσο σημαντική και μοναδική είναι η θέση τους στην Εκκλησία. Τόσο σημαντική που όπως είπαμε εξαρτάται η κοινωνία και η σχέση των ανθρώπων με τον Θεό από την κοινωνία με τους ίδιους. «Η κοινωνία με εμάς είναι κοινωνία με τον Θεό Πατέρα και τον Υιό Του Ιησού Χριστό». «Εσείς είστε οι μάρτυρές μου στον κόσμο» τους είπε ο Κύριος, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και την ημέρα της Πεντηκοστής με την επιφοίτητηση του αγίου Πνεύματος. Όπως ο Ιησούς Χριστός μαρτύρησε για τον Θεό Πατέρα, έτσι και το άγιον Πνεύμα μαρτυρεί για τον Χριστό, κι αυτό «περνά» μέσα από την εμπειρία των Αποστόλων.

 Από την άποψη αυτή η Παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι μία παράδοση ανθρώπινων στοιχείων, όπως κατανοούν τον όρο πολλοί στον κόσμο σήμερα ή και παλαιότερα. Μπορεί ασφαλώς να υπάρχουν και αυτά σε δεύτερη μοίρα, όμως Παράδοση γι’ αυτήν είναι η εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία των αποστόλων για τον Χριστό που μεταδίδεται πάλι εν αγίω Πνεύματι μέσα στην Εκκλησία, αφότου μάλιστα ο άνθρωπος μετέχει των μυστηρίων αυτής. Εισαγωγικά διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, και έπειτα διά της εν μετανοία συμμετοχής στα άχραντα μυστήρια της Θείας Κοινωνίας. Αξίζει να θυμηθούμε την ίδια μαρτυρία του αποστόλου Παύλου, όταν γράφει στους Κορινθίους ότι τους παραδίδει αυτό που παρέλαβε: το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που ο Κύριος ίδρυσε την ώρα του Μυστικού Δείπνου.  Παράδοση είναι, λέει, η προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού που καλούνται οι πιστοί να φάνε και να πιουν για να είναι μέτοχοι της δικής Του ζωής.

Οπότε, οι απόστολοι δεν καλούν τους ανθρώπους σε μία πίστη θεωρητική που είναι αποκύημα ανθρώπινης φαντασίας και σπουδαίου ίσως στοχασμού – αυτό γίνεται στις διάφορες φιλοσοφίες και ιδεολογίες. Αλλά ούτε επίσης τους προτρέπουν να ακολουθήσουν κάποιες δικές τους μεταρσιώσεις του νου συνοδευόμενες από λιγότερο ή περισσότερο έντονα μυστικιστικά βιώματά τους – αυτό γίνεται ίσως στις διάφορες θρησκείες. Η κλήση που απευθύνουν στους ανθρώπους καθ’ υπακοή στην εντολή του αρχηγού τους, είναι να μετάσχουν στο μεγαλύτερο μυστήριο που υπήρξε κι ούτε ποτέ άλλοτε θα υπάρξει στόν κόσμο: στη ζωή ενός ιστορικού προσώπου, ο Οποίος όμως είναι ο Δημιουργός Θεός.  «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Αυτός μέσα στην απειρία της αγάπης Του «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», έγινε ένας από εμάς, προκειμένου μέσα σ’ Αυτόν και μαζί μ’ Αυτόν να φτάσουμε στο σημείο να γίνουμε σαν κι Αυτόν: άλλοι θεοί επί της γης! Σ’ αυτήν την κλήση κάλεσε διά των μαθητών Του όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών και όλου του κόσμου.  Κι έγινε αυτή η κλήση Του μία ανάγκη των μαθητών Του από την οποία δεν μπορούσαν να ξεφύγουν – πώς να ξεφύγεις όταν σε καλεί ο ίδιος ο Θεός; «Αλίμονό μου, αν δεν κηρύσσω το ευαγγέλιο» ομολογεί συντετριμμένος ο απόστολος Παύλος. «Είναι μία ανάγκη της ύπαρξής μου». Κι αυτή η ανάγκη τους βεβαίως συνοδευόταν από τη δύναμη που τους έδινε ο Κύριος, ώστε να επιτελούν και θαύματα μαζί με τον λόγο που κήρυσσαν – το θαύμα ήταν η επισφράγιση του λόγου τους – αλλά και με την ετοιμότητά τους να πεθάνουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον.

Το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει ότι έχει κληθεί να είναι μέτοχος του ζωντανού Θεού. Τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί ως  σημαντικότερο και σπουδαιότερο στον κόσμο τούτο; Ασφαλώς τίποτε.  Γιατί απλούστατα έχει αιώνιο χαρακτήρα – πίνεις από την ίδια την πηγή της Ζωής.