27 Μαΐου 2022

Η ΤΡΙΤΗ ΛΑΜΠΑΔΑ!

 

Βλέπεις την τρίτη τη λαμπάδα; Είναι

η πιο λαμπρή και φωτεινή απ’ όλες!

Φτάνει μέχρι τον τρίτο Ουρανό κι αντανακλά

σ’ όλη τη γη και σ’ όλους τους

κόσμους που υπάρχουν. Μα, λες,

πως δεν τη βλέπεις; Είναι γιατί τα

μάτια σου δεν τα ’χεις καθαρίσει

απ’ της μετάνοιας το δάκρυ.

«Ήμαρτον» πες και θα ξεπεταχθεί

πανώρια εμπρός σου για να φλογίσει

και τη δική σου δεομένη την καρδιά.

ΥΙΟΣ ΔΙΑΜΙΑΣ; ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ!

«Είδα τρεις μοναχούς που εξυβρίσθηκαν συγχρόνως. Ο πρώτος απ’ αυτούς δαγκώθηκε και ταράχθηκε, αλλά δεν μίλησε. Ο δεύτερος χάρηκε για τον εαυτό του, αλλά λυπήθηκε για τον υβριστή. Και ο τρίτος αφού αναλογίστηκε την ψυχική βλάβη του υβριστή έχυσε θερμά δάκρυα. Έτσι έχεις μπροστά σου τον εργάτη του φόβου, τον μισθωτό και τον εργάτη της αγάπης» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. η΄ 29).

Ένα το γεγονός, τρεις οι αντιδράσεις. Εξωτερικά, η πρόκληση είναι η ίδια: η εξύβριση. Εσωτερικά, τρεις άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά στη ίδια πρόκληση. Δεν το λέει ο άγιος για να σου πει πόσο πλανεμένη μπορεί να είναι η όποια κρίση σου τις περισσότερες φορές, αφού σου διαφεύγει το βάθος, δηλαδή η αλήθεια. Εδώ τον ενδιαφέρει να τονίσει τη διαβάθμιση που υπάρχει στην αγιότητα: υπάρχει άγιος και υπάρχει αγιότερος αυτού. Και πάει… λέγοντας. Τρεις είναι οι συνηθέστερες διαβαθμίσεις: η πρώτη του δούλου, που γνώρισμα έχει τον φόβο: μένω στο θέλημα του Θεού, γιατί φοβάμαι μην τιμωρηθώ. Η δεύτερη του μισθωτού, που γνώρισμα έχει την ελπίδα της ανταπόδοσης: είμαι υπάκουος στον Θεό, γιατί περιμένω να με ανταμείψει με τα δώρα της Βασιλείας Του. Κι η τρίτη του υιού, που γνώρισμα έχει την αγάπη: τηρώ το θέλημα του Θεού, γιατί Τον αγαπώ. Και μαζί Του αγαπώ και την εικόνα Του τον άνθρωπο και κάθε περαιτέρω κτίσμα Του.

Οραματίζεσαι το τρίτο σκαλοπάτι; Καλά κάνεις, γιατί είναι το πραγματικά κανονικό: σ’ αυτό αναπαύεται πλήρως ο Θεός. Μα, το τονίζει πολλές φορές ο άγιος: κανείς δεν φτάνει στο τρίτο, αν δεν περάσει πρώτα από τα άλλα. Κανείς δεν πάει διαμιάς στην τελειότητα. Σιγά σιγά κτίζεται το πνευματικό οικοδόμημα της ψυχής. Λοιπόν, αγωνίζου για το πρώτο: να είσαι σωστός δούλος Θεού, κι από κει και πέρα θα δεις το ανέβασμά σου κατά ένα μυστικό και ανεπίγνωστο τρόπο. Με τρόπο που δεν το καταλαβαίνεις, θα παίρνεις τον φωτισμό του μισθωτού. Κι επιμένοντας και υπομένοντας, θα σου δίνει στιγμές υιοθεσίας, μέχρις ότου παγιωθείς σ’ αυτήν.

Η καθημερινότητα όμως σου «προδίδει» την αλήθεια της χριστιανικότητάς σου: σε αμφισβητούν και νευριάζεις· λίγο σε ελέγχουν και θέλεις να χαθούν οι ελεγκτές σου από προσώπου γης· σε υβρίζουν και σπεύδεις να ανταποδώσεις, πολλές φορές και τρισχειρότερα, σε αδικούν και κινείς γη και ουρανό ή περιπίπτεις σε μαύρη κατάθλιψη. Μάλλον πρέπει να μετράς με αρνητικούς βαθμούς την «αγιότητά» σου. Οπότε τα υψηλά για σένα, που μάλλον τα βλέπεις με το… «κιάλι», είναι το πρώτο σκαλοπάτι. Πρέπει να προσγειωθείς!  Δεν είσαι ακόμη ούτε… δούλος! Η μετάνοια και το πένθος είναι κι απ’ αυτήν την άποψη μονόδρομός σου.

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο ὅσιος ᾽Ιωάννης γεννήθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί ὀρθοδόξους, ὅταν βασίλευε στήν Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος, κατά τό ἔτος 1690. Ἦταν στρατιώτης κατά τόν πόλεμο πού ἔκανε τολμηρός αὐτός τσάρος ἐναντίον τῆς Τουρκίας (τό 1711), στόν ὁποῖο ὅμως μέγας ἡγεμόνας στάθηκε ἄτυχος καί κινδύνεψε μάλιστα νά θανατωθεῖ καί ἴδιος ἀπό τούς Τούρκους. ῾Ο ᾽Ιωάννης πιάστηκε αἰχμάλωτος ἀπό τούς Τάταρους, μαζί μέ χιλιάδες Ρώσους, καί οἱ Τάταροι τόν πούλησαν σέ ἕναν ᾽Οθωμανό ἀξιωματικό ῞Ιππαρχο, πού καταγόταν ἀπό τό Προκόπι τῆς Μικρᾶς ᾽Ασίας (κοντά στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας). ῾Ο ἀγᾶς τόν πῆρε μαζί του στό χωριό του, ἐνῶ ἡ Τουρκία γέμισε ἀπό ἀμέτρητο πλῆθος δούλων Ρώσων, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὁποίους μή ἀντέχοντας τά βάσανα ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἔγιναν Μουσουλμάνοι.

῾Ο ᾽Ιωάννης ὅμως ἦταν ἀπό παιδί ἀναθρεμμένος ῾ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου᾽ καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό καί τήν θρησκεία τῶν πατέρων του. Γι᾽ αὐτό, ἔχοντας τήν σοφία πού δίνει ὁ Θεός σ᾽ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονή στήν δουλεία καί τήν κακομεταχείριση τοῦ ἀφεντικοῦ του καί στίς ὕβρεις καί τά πειράγματα τῶν ᾽Οθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι τόν φώναζαν ῾κιαφίρη᾽, δηλαδή ἄπιστο, φανερώνοντάς του τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπέχθειά τους. Σημειωτέον ὅτι τό Προκόπι ἦταν στρατόπεδο τῶν χριστιανομάχων Γενιτσάρων καί ὁ ᾽Ιωάννης ἦταν τό βδέλυγμά τους, διότι στόν κύριό του καί σέ ὅσους τόν παρακινοῦσαν νά ἀρνηθεῖ τήν θρησκεία του, ἀποκρινόταν μέ σθεναρή γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νά πεθάνει, παρά νά πέσει σέ τέτοια φοβερή ἁμαρτία. Στόν ἀγᾶ μάλιστα εἶπε: ῾῎Αν μέ ἀφήσεις ἐλεύθερο στήν θρησκεία μου, θά εἶμαι πολύ πρόθυμος στίς διαταγές σου. ῎Αν ὅμως μέ πιέσεις νά ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τό κεφάλι μου παρά τήν πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα καί χριστιανός θά πεθάνω᾽.

῾Ο Θεός βλέποντας τήν πίστη του καί ἀκούγοντας τήν ὁμολογία του μαλάκωσε τήν σκληρή καρδιά τοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος μέ τόν καιρό τόν συμπάθησε. Σ᾽ αὐτό συνήργησε καί ἡ μεγάλη ταπείνωση πού στόλιζε τόν ᾽Ιωάννη, καθώς καί ἡ πραότητά του.

῎Εμεινε λοιπόν ἥσυχος ὁ μακάριος ᾽Ιωάννης ἀπό τίς ὑποσχέσεις καί ἀπειλές τοῦ ᾽Οθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε διορίσει στόν σταῦλο του γιά νά φροντίζει τά ζῶα του. Σέ μία γωνιά τοῦ σταύλου ξάπλωνε τό κουρασμένο σῶμα του καί ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τόν Θεό γιατί ἀξιώθηκε νά ἔχει ὡς κλίνη τή φάτνη στήν ὁποία ἀνακλίθηκε κατά τήν Γέννησή Του ὡς ἄνθρωπος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν ᾽Ιησοῦς Χριστός. ῏Ηταν δέ ἀφοσιωμένος στό ἔργο του, καθώς περιποιόταν μέ στοργή τά ζῶα τοῦ κυρίου του, τά ὁποῖα αἰσθάνονταν τήν τόση πρός αὐτά ἀγάπη τοῦ ἁγίου, ὥστε νά τόν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νά τόν προσβλέπουν μέ ἀγάπη καί νά χρεμετίζουν μέ χαρά ὅταν τά θώπευε, σάν νά συνομιλοῦσαν μαζί του.

Μέ τόν καιρό ὁ ἀγᾶς τόν ἀγάπησε, καθώς καί ἡ σύζυγός του καί τοῦ ἔδωσαν γιά κατοικία ἕνα μικρό διαμέρισμα κοντά στόν ἀχυρώνα. ῞Ομως ὁ ᾽Ιωάννης δέν δέχτηκε καί ἐξακολούθησε νά κοιμᾶται στόν ἀγαπητό του σταῦλο, γιά νά καταπονεῖ τό σῶμα του μέ τήν κακοπέραση καί μέ τήν ἄσκηση, μέσα στήν δυσοσμία τῶν ζώων καί τά ποδοβολητά τους. ᾽Εκεῖνος ὅμως ὁ σταῦλος γέμιζε τήν νύκτα ἀπό τίς προσευχές τοῦ ἁγίου καί ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς. ῾Ο μακάριος ᾽Ιωάννης εἶχε ἐκεῖνον τόν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καί ἐκεῖ πορευόταν κατά τούς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπί ὧρες γονυπετής καί προσευχόμενος, παίρνοντας λίγο ὕπνο μαζεμένος πάνω στό ἄχυρο, χωρίς ἄλλο σκέπασμα πέρα ἀπό μία παλαιά κάπα, τρώγοντας μέ διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί καί νερό, νηστεύοντας τίς περισσότερες ἡμέρες καί ψάλλοντας μέ χαμηλή φωνή τούς ψαλμούς τοῦ Δαυίδ, πού τούς ἤξερε νά τούς λέει στή Ρωσική γλώσσα. Ψαλμούς σιγόψελνε  καί τήν ὥρα πού ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπό τό ἄλογο τοῦ κυρίου του, τόν καιρό πού περιδιάβαζε ἐκεῖνος μέσα στήν χώρα, καί τοῦτο τό ἔκανε κατά τήν τάξη τῶν ἱπποκόμων. Μέ τήν εὐλογία πού ἔφερε ὁ ἅγιος στόν οἶκο τοῦ Τούρκου ῾Ιππάρχου αὐτός πλούτισε καί ἔγινε ἕνας ἀπό τούς ἰσχυρούς τοῦ Προκοπίου.

῾Ο ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτός ἀπό τήν προσευχή καί τή νηστεία πού ἔκανε νυχθημερόν μέσα στόν σταῦλο, χειμώνα καί καλοκαίρι, καθήμενος πάνω στόν κόπρο σάν ἄλλος ᾽Ιώβ, πήγαινε τή νύκτα καί ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στόν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη στήν κουφάλα ἑνός βράχου καί βρισκόταν κοντά στόν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. ᾽Εκεῖ πήγαινε κρυφά τή νύκτα καί κοινωνοῦσε κάθε Σάββατο τά ἄχραντα μυστήρια. Καί ὁ Κύριος ῾ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς᾽, ἐπέβλεψε ἐπί τόν δοῦλο του τόν πιστό, καί ἔκανε ὥστε νά παύσουν νά τόν περιπαίζουν καί νά τόν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καί οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι. ῎Εδωσε δέ ὁ Κύριος καί πλούτη πολλά στόν κύριο τοῦ ᾽Ιωάννη, ὁ ὁποῖος κατάλαβε ἀπό ποῦ ἦλθε στόν οἶκο του ἡ τόση εὐλογία, καί τό διαλαλοῦσε στούς συμπολίτες του.

᾽Αφοῦ λοιπόν πλούτισε, ἀποφάσισε νά πάει στήν Μέκκα γιά προσκύνημα, καί μία ἡμέρα ἔφυγε ἀπό τό Προκόπι καί μετά ἀπό διάφορες ταλαιπωρίες ἔφθασε στήν ἱερή πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.

Πέρασαν ἀρκετές ἡμέρες ἀπό τό ταξίδι του, ὁπότε ἡ σύζυγός του παρέθεσε τραπέζι στούς συγγενεῖς καί τούς φίλους τοῦ ἄνδρα της, γιά νά εὐφρανθοῦν καί νά εὐχηθοῦν γιά τήν καλή ἐπάνοδό του. ῾Ο μακάριος ᾽Ιωάννης διακονοῦσε στό τραπέζι. Μέσα στά φαγητά πού παρέθεσαν ἦταν καί τό πιλάφι, πού ἄρεσε πολύ στόν ἀγᾶ καί τό συνηθίζουν στήν ᾽Ανατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε τόν σύζυγό της καί εἶπε στόν ᾽Ιωάννη: ῾Πόση εὐχαρίστηση θά ἔπαιρνε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καί ἔτρωγε μαζί μας ἀπό τό πιλάφι αὐτό!᾽ ῾Ο ᾽Ιωάννης τότε ζήτησε ἀπό τήν κυρά του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καί εἶπε ὅτι θά τό ἔστελνε στόν ἀφένη του στήν Μέκκα. Οἱ προσκεκλημένοι γέλασαν, ἀλλά ἡ οἰκοδέσποινα ἔδωσε ἐντολή νά δώσουν τό συγκεκριμένο πιάτο στόν ᾽Ιωάννη, πιστεύοντας ὅτι ἤ θά τό φάει ὁ ἴδιος ἤ θά τό δώσει σέ καμμία πτωχή οἰκογένεια κατά τήν συνήθειά του.

῾Ο ἅγιος πῆρε τό πιάτο καί πῆγε στόν σταῦλο, καί ἐκεῖ γονατιστός ἔκανε θερμή προσευχή παρακαλώντας τόν Θεό νά στείλει τό πιάτο στόν κύριό του μέ ὅποιον τρόπο ᾽Εκεῖνος ὡς παντοδύναμος ἤξερε. Καί πράγματι τό πιάτο μέ τό φαγητό χάθηκε ἀπό τά μάτια του, καί ὁ μακάριος ᾽Ιωάννης ἐπέστρεψε στό τραπέζι καί εἶπε στήν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τό φαγητό στήν Μέκκα. Οἱ κεκλημένοι βεβαίως ἀκούοντας τόν λόγο γέλασαν, γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ᾽Ιωάννης τόν εἶπε χάριν ἀστειότητας.

Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες γύρισε ὁ κύριός του, φέροντας μαζί του τό χάλκινο πιάτο, πρός μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκείων του, περιγράφοντάς τους τό πῶς μία συγκεκριμένη ἡμέρα (ἐκείνη τοῦ συμποσίου) εἰσερχόμενος στό κλειδωμένο δωμάτιό του βρῆκε τό πιλάφι, μέσα σέ πιάτο ὅμως πού ἀνῆκε στόν ἴδιο, κάτι πού ἦταν ἀκατανόητο νά τό ἐξηγήσει. Παρ᾽ ὅλη ὅμως τήν ταραχή του, ἔφαγε τό πιλάφι καί ἔφερε πίσω τό χάλκινο πιάτο. ῾Η γυναίκα του τοῦ ἐξήγησε τά καθέκαστα τοῦ συμποσίου καί πῶς ὁ ᾽Ιωάννης ζήτησε φαγητό γιά ἐκεῖνον, κάτι πού τό γέλασαν τότε, ἀλλά νά πού ἦταν ἀληθινό.

Τό θαῦμα αὐτό διαφημίστηκε σέ ὅλο τό χωριό καί στά περίχωρα, καί ὅλοι πιά θεωροῦσαν τόν ᾽Ιωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καί ἀγαπητό στόν Θεό, τόν ἔβλεπαν μέ φόβο καί σεβασμό καί δέν τολμοῦσε κανείς νά τόν ἐνοχλήσει. ῾Ο κύριός του καί ἡ σύζυγός του τόν περιποιοῦνταν περισσότερο καί τόν παρακαλοῦσαν πάλι νά φύγει ἀπό τόν σταῦλο καί νά κατοικήσει σέ ἕνα οἴκημα πού ἦταν κοντά στόν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε λοιπόν τήν ζωή του μέ τόν ἴδιο τρόπο ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρίν στήν περιποίηση τῶν ζώων καί κάνοντας μέ προθυμία τά θελήματα τοῦ κυρίου του, ἐνῶ τήν νύκτα τήν περνοῦσε μέ προσευχή καί ψαλμωδία.

᾽Αλλά ὕστερα ἀπό λίγα ἔτη ἀσθένησε καί κειτόταν πάνω στά χόρτα μέσα σ᾽ ἐκεῖνον τόν σταῦλο πού τόν εἶχε ἁγιάσει μέ τίς δεήσεις του καί μέ τήν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιά τό ὄνομα καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος σάν ἐμᾶς καί σταυρώθηκε γιά τήν δική μας ἀγάπη. Καί προαισθανόμενος τό τέλος του ζήτησε νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὁπότε ἔστειλε καί κάλεσε ἕναν ἱερέα. ῾Ο ἱερέας στήν ἀρχή φοβήθηκε νά φέρει τά ἅγια μυστήρια στόν σταῦλο, λόγω τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων, ὅμως ἔπειτα φωτίστηκε ἀπό τόν Θεό, πῆρε ἕνα μῆλο, τό ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τή θεία κοινωνία, καί ἔτσι πῆγε καί κοινώνησε τόν μακάριο ᾽Ιωάννη, ὁ ὁποῖος μόλις μετέλαβε παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ πού τόσο Τόν ἀγάπησε. Αὐτό ἔγινε τήν 27η Μαΐου τοῦ 1730, σέ ἡλικία περίπου σαράντα ἐτῶν᾽.

Τά θαύματα πού ἔκτοτε ὁ Θεός ἔκανε μέσω τοῦ ἁγίου Του εἶναι πάμπολλα, ἐνῶ ἡ ἴδια χάρη τοῦ ἁγίου καί τοῦ χαριτόβρυτου λειψάνου του ἐξακολουθεῖ νά προσφέρεται καθημερινῶς σέ καθέναν πού μέ πίστη καί ταπείνωση τόν ἐπικαλεῖται καί τόν προσεγγίζει.

Κατά τό ἔτος 1924, ὁπότε καί ἔγινε ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν ῾Ελλάδος καί Τουρκίας, ἔγινε καί ἡ μετακομιδή τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη τοῦ Ρώσου ἀπό τό Προκόπι τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας στό Νέο Προκόπι τῆς Εὐβοίας, ὅπου καί βρίσκεται καί σήμερα».

Μπορεῖ ἡ Ρωσία νά καυχᾶται γιά τό σπουδαῖο γέννημά της, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, ἡ Μικρά ᾽Ασία νά ὑπεραίρεται διότι στόν τόπο της ἀναδείχτηκε ἡ ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Πατέρα, τό Νέο Προκόπι τῆς νήσου Εὐβοίας νά λαμπροφορεῖ διότι ἐκεῖ κατέληξε τό χαριτόβρυτο λείψανό του, ὅμως ὅλοι οἱ πιστοί ἁπανταχοῦ τῆς γῆς ἑορτάζουν τόν μεγάλο ὅσιο νέο ὁμολογητή. Κι αὐτό γιατί οἱ ἅγιοί μας ἀποτελοῦν καύχημα καί εὐλογία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων. ῞Ενας ἄγιος δηλαδή μπορεῖ νά ἦταν ῾δεμένος᾽ μέ κάποιον τόπο ὅσο ζοῦσε στήν ζωή αὐτήὅμως τελικῶς ἀνήκει σέ ὅλην τήν ᾽Εκκλησίαπού σημαίνει ὅτι  κάθε πιστός μπορεῖ νά θεωρεῖ δικό του τόν ἅγιονά τόν ἔχει φίλο καί προστάτη τουἀδελφό καί πατέρα του῾Ο καλός ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου ἱεροδιδάσκαλος ᾽Ιωσήφ  ἐκ Κερμίρης τῆς Καππαδοκίας ἐπανειλημμένως ἔρχεται καί μᾶς τονίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέσα ἀπό τήν ἀκολουθία του: «Χαῖρε τό πιό καλό γέννημα τῆς Ρωσίας καί τό σεμνολόγημα ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν πιστῶν»(λιτή). «Ἡ πατρίδα σου  Ρωσία καυχᾶται γιά τά σπάργανά σου, ἐνῶ  ἀσιατική γῆ χαίρει γιά τό ἅγιο λείψανό σου» (β΄ ἀπολυτίκιο). ῞Ομως «ἐμπρός λοιπόν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἄς ἑορτάσουμε τήν θεία μνήμη του» (Δοξαστικό λιτῆς).

῾Η αἰτία τῆς οἰκουμενικότητας ἑνός ἁγίου - παρ᾽ ὅλη τήν ἐν Κυρίῳ καύχηση τῶν περιοχῶν ἀπό τίς ὁποῖες πέρασε καί ἅγιασε αὐτός -  ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἅγιος δέν ὑπῆρξε στήν ζωή του ἕνας αὐτονομημένος ἄνθρωπος, ὁποῖος ἐνδεχομένως ἀνέδειξε τά φυσικά χαρίσματά του μέσα στίς συγκυρίες πού βρέθηκε. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπῆρξαν πολλοί στό διάβα τῶν αἰώνων, σφράγισαν ἴσως τήν ἐποχή τους εἴτε μέ τήν πολιτική εἴτε μέ τήν κοινωνική ἤ ἐπιστημονική δραστηριότητά τους, τελικῶς ὅμως παρέμειναν ῾ἀνύπαρκτοι᾽ γιά τήν ᾽Εκκλησία - δέν μνημονεύονται πουθενά στό φάσμα τῶν ἁγίων της ὡς ῾ζῶντες εἰς τόν αἰῶνα᾽. Γιά τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἅγιος ἀφήνει τήν σφραγίδα του στόν κόσμο καί μνημονεύεται ἐσαεί, γιατί ὑπῆρξε ἕνα ἀποτύπωμα τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας μέ ἀκρίβεια τά ἴχνη Του. Τόν Χριστό προβάλλει ὁ ἅγιος, σ᾽ ᾽Εκεῖνον παραπέμπει, σάν τό διάφανο γυαλί πού ἀφήνει τό φῶς τοῦ ἥλιου νά διαπεράσει κατακάθαρο ἀπό μέσα του. ῾Ο κάθε ἅγιος δηλαδή λειτουργεῖ σάν τόν μέγα ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο πού διαρκῶς διακήρυσσε: ῾᾽Εκεῖνον (τόν Χριστόν) δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι᾽· ἤ ἀκόμη περισσότερο σάν τόν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο πού ταυτισμένος μέ τόν Κύριό του ὁμολογοῦσε: ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. ῎Ετσι ὁ κάθε ἅγιος γίνεται μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ καί τόν Χριστό βλέπει ὁ πιστός στό δικό του πρόσωπο.

Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καί τό ῾μυστικό᾽ τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου ᾽Ιωάννη: Προσέβλεπε πάντοτε πρός τόν Χριστό καί ὁ Χριστός ἦταν ἡ ἀδιάκοπη προτεραιότητάτου.Μᾶς τό σημειώνει μεταξύ πολλῶν ἄλλων παρομοίων ὕμνων καί ὁ ὑμνογράφος του: «῎Ας δοξολογήσουμε μέ ὕμνους ὅλοι τόν ᾽Ιωάννη, αὐτόν πού ἀνέλαβε στούς ὤμους του τόν σταυρό τοῦ Κυρίου καί ἐπακολούθησε Αὐτόν μέχρι τέλους μέ ἀσκητικούς ἀγῶνες καί παλαίσματα»(κάθισμα ὄρθρου). Νά προσέξουμε ὅμως: ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἀνώδυνη. ᾽Απαιτεῖ ἄρση σταυροῦ, ἀσκητικούς ἀγῶνες, παλαίσματα. Χρειάζεται νά τό λέει ἡ καρδιά κάποιου, καθώς λέμε, προκειμένου νά εἶναι συνεπής χριστιανός. Καί πρέπει ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας νά τονίζουμε τήν ἀλήθεια αὐτή, διότι συχνά οἱ σύγχρονοι χριστιανοί θεωροῦμε τήν ἀκολουθία τοῦ Κυρίου ῾ταξίδι ἀναψυχῆς᾽. ᾽Επιλέγουμε τά ἀνώδυνα καί ὡραῖα καί ὄμορφα, ἀγνοώντας ἤ μή θέλοντας νά λάβουμε σοβαρῶς ὑπ᾽ ὄψιν μας τήν ὀδύνη τοῦ σταυροῦ εἴτε ὡς πόλεμο κατά τῶν παθῶν μας εἴτε ὡς ἀντιμετώπιση τῶν ἐπιθέσεων τοῦ Πονηροῦ καί τῶν ὀργάνων του μέσα στόν κόσμο.

 ῾Ο ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου προκειμένου νά δείξει τήν ἀσκητική αὐτή διάσταση τοῦ ἀκολουθεῖν τῷ Χριστῷ ἀπό τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη ὑπενθυμίζει ὄχι μόνο τό γεγονός τῆς αἰχμαλωσίας του ἀπό τούς Τούρκους, ὄχι μόνο τούς ὀνειδισμούς πού ὑπέστη σέ ξένη χώρα ὡς ὑπόδουλος, οὔτε ἀκόμη καί τήν φτώχεια καί τήν στέρησή του ζώντας μέσα σέ ἕναν σταῦλο – πράγματα πού δείχνουν τούς ἀκούσιους πειρασμούς του - ἀλλά καί τούς ἑκούσιους λεγόμενους, αὐτούς δηλαδή πού ὁ ἴδιος προσέθετε πάνω στούς ἄλλους: τήν παννύχια προσευχητική στάση του, τά θερμότατα δάκρυα κατανύξεώς του, τήν ἐπιλογή τῆς φτώχειας ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία ὑπέρβασής της. Στό δοξαστικό τῶν αἴνων δέν μπορεῖ ὁ ὑμνογράφος παρά νά θαυμάσει τήν παραδοξότητα αὐτή: «Ποιός δέν θά σέ ἐπαινέσει, ἐσένα τόν πράγματι ἀξιέπαινο; ῎Η ποιός δέν θά θαυμάσει τόν ἀξιοθαύμαστο τρόπο τῆς ζωῆς σου; Διότι δέν ἀρκέστηκες, χαριτώνυμε, στήν κακουχία τῆς αἰχμαλωσίας, ἀλλά ἔσπευσες νά αὐξήσεις αὐτήν, μέ τούς ἀσκητικούς κόπους καί τούς ἱδρῶτες».

Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής τόν παραλληλίζει μέ τόν δίκαιο ᾽Ιώβ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ καί μέ τόν μέγα ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπαίνεσε τόσο πολύ. «῎Εζησες παράξενο τρόπο ζωῆς, ἔνδοξε, καθώς κατοίκησες σέ κάποιον σταῦλο, σάν ἄλλος ᾽Ιώβ, ὅσιε, πού στέναζε καί θλιβόταν πάνω στήν κοπριά» (ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ). «Μιμήθηκες, θεσπέσιε, τόν ᾽Ιώβ πού βρισκόταν στήν κοπριά, γιατί εἶχες κι ἐσύ ὡς κατοικία τόν σταῦλο τῶν ἀλόγων» (ὠδή δ´). ῾Ο ἔπαινός του ὅμως γιά τόν ὅσιο ἀνεβαίνει κλίμακα, καθώς προβαίνει στήν ἐξαιρετική ἀποτίμησή του σέ σχέση μέ τόν μέγα Πρόδρομο: «Τό ὄνομα ᾽Ιωάννης πού ἔφερες ἔγινε ὄνομα τῆς χάρης, ὅσιε Πατέρα. Διότι ὅπως  ὁ θεῖος βαπτιστής χαριτώθηκε μεταξύ τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καί μαρτυρήθηκε σαφῶς ἀπό τόν Χριστό, ἔτσι καί σύ ὁ ὁμώνυμός του καί μιμητής, ζώντας ἀνάμεσα σέ ματαιόφρονα λαό, ἔλαβες χάρη ἀπό τόν Θεό μέ τήν θεάρεστη πολιτεία σου, ᾽Ιωάννη» (λιτή).

῾Η ἔνθεη ζωή τοῦ ὁσίου μέσα σέ χώρα ῾ματαιοφρόνων᾽ καί ἐν αἰχμαλωσίᾳ γίνεται ἀφορμή γιά γενικότερες διαπιστώσεις: ὁ ὅσιος δέν παρασύρθηκε στήν πίστη τῶν ἀλλοθρήσκων παρ᾽ ὅλες τίς δυσκολίες, ἀλλά κράτησε τήν πίστη του καί μεγαλούργησε σ᾽ αὐτήν. «Αὐτός δέν ἀλλαξοπίστησε, ἄν καί αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τούς ἀπίστους, ἀλλά στάθηκε στόν νόμο τοῦ Θεοῦ ὅσο ζοῦσε ὁ χαριτώνυμος» (δοξαστικό καθισμάτων γ´ ὠδῆς). Πού σημαίνει: ὅταν κανείς εἶναι στερεωμένος στήν πίστη του, τό κοινωνικό περιβάλλον δέν μπορεῖ τελικῶς νά τόν κλονήσει. ῎Ισα ἴσα γίνεται ἀφορμή γιά μεγαλύτερη ἁγιότητα. Πρόκειται ὄντως γιά παράδοξο θαῦμα. «Παράδοξο θαῦμα! ῾Ο ἔνθεος ᾽Ιωάννης ζώντας μαζί μέ ἀκαθάρτους ἔγινε ὅλος καθαρός στό σῶμα καί στήν ψυχή» (ἀπό τούς αἴνους). ῾Οπότε τό  συμπέρασμα ἔρχεται ἀβίαστο ἀπό τόν ἱεροδιδάσκαλο ᾽Ιωσήφ: ὁ αἰχμάλωτος ᾽Ιωάννης αἰχμαλώτισε καί τά πάθη του καί τόν διάβολο. «Μέ σοφό τρόπο αἰχμαλώτισες τίς ὁρμές τῶν παθῶν, ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ ἔγινες αἰχμάλωτος στούς ᾽Αγαρηνούς» (ὠδή δ´). «Φάνηκε ὁ αἰχμάλωτος γεμάτος ἀπό τίς χάρες τοῦ Θεοῦ. Γιατί αἰχμαλώτισε τόν προστάτη τοῦ σκότους διάβολο» (στίχοι συναξαρίου).

Μακρηγοροῦμε, ἀλλά δέν μποροῦμε παραλείποντας ἄλλες ἐπισημάνσεις τοῦ ποιητῆ νά μήν ἀναφέρουμε κάτι πού θεωροῦμε ἀπό τά πιό καίρια γιά τήν ζωή τοῦ ὁσίου ᾽Ιωάννη: ὁ ἅγιος εἶχε ἐνεργοῦσα τή χάρη τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του (ὠδή α´), ἐπειδή πρῶτον βοηθεῖτο ἀπό τόν θεάρεστο βίο του - ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργεῖ ἄν δέν βρεῖ κατάλληλο ἔδαφος στόν ἄνθρωπο - καί δεύτερον καί σημαντικότερο εἶχε ὡς καθοδηγό του τήν ἴδια τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Δέν εἶναι δυνατόν δηλαδή νά ὑπάρξει πνευματικός ἀγώνας καί μάλιστα ἐπιτυχής, ἄν δέν συντρέξουν μαζί μέ τόν Κύριο οἱ ἅγιοί μας μέ πρώτη τήν ὑπεραγία Θεοτόκο. ᾽Εκείνη ὡς στοργική Μάνα μας μᾶς παρακολουθεῖ, μᾶς βοηθεῖ καί ἱκετεύει γιά ἐμᾶς, ἰδίως ὅταν βλέπει τόν ἀγώνα καί τήν καλή μας διάθεση. ῎Ας φανταστοῦμε μέ πόση ἀγάπη θά προσέβλεπε Αὐτή πάνω στό ἀγαθό παιδί της, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, πού ἐπέμενε στήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της μέσα στίς ἄπειρες δοκιμασίες πού περνοῦσε. «Μολονότι ἤσουν αἰχμάλωτος, εἶχες τήν Παρθένο Μαρία νά σέ ὁδηγεῖ, εἶχες σύμμαχό σου τόν θεάρεστο βίο σου, ᾽Ιωάννη μέγιστε φωστήρα» (᾽Από τά καθίσματα τοῦ ὄρθρου). 

26 Μαΐου 2022

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΙΨΑΕΙ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ

«Παρά τό φρέαρ Χριστός τήν Σαμαρεῖτιν, εὑρών ἐξῃτήσατο ὕδωρ πιεῖν ἐξ αὐτῆς, διψῶν τήν ταύτης διόρθωσιν καί σωτηρίαν, ὅ καί ἐγνώσθη ἔργοις πληρούμενον...» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Αφού βρήκε ο Χριστός την Σαμαρείτιδα δίπλα στο φρέαρ του Ιακώβ, ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, επειδή διψούσε τη διόρθωση και τη σωτηρία της, κάτι που φάνηκε να εκπληρώνεται στην πράξη).

Η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της μάς προσφέρει όλον τον πλούτο των ενεργειών του Κυρίου σε κάθε γεγονός της επίγειας ζωής Του, όπως εν προκειμένω στην κλήση σωτηρίας της Σαμαρείτιδος γυναίκας. Ο Κύριος βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο του απολυτρωτικού Του έργου στη Σαμάρεια, μία περιοχή που κάποιο καιρό πριν Τον είχε απορρίψει και μάλιστα με πολύ έντονο προσβλητικό τρόπο: φύγε από την περιοχή μας∙ δεν Σε θέλουμε∙ είσαι ανεπιθύμητος! Κι ενώ η αντίδραση των Σαμαρειτών τότε προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση των μαθητών Του, τόσο που ευχήθηκαν να πέσει φωτιά να τους κάψει!, ο Κύριος απλώς τους παρέκαμψε, σεβόμενος εν αγάπη την επιθυμία τους και ελέγχοντας τους μαθητές Του για την άγνοια της σημασίας να είναι μαθητές Του – «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε». Ο Κύριος όμως ως παντογνώστης ήξερε τι θα επακολουθήσει: την πρώτη φορά δεν είχε έλθει η «ώρα» των Σαμαρειτών – η επίσκεψή Του σ’ αυτούς είχε περισσότερο παιδαγωγικό χαρακτήρα για χάρη των μαθητών Του. Τώρα όμως, τη δεύτερη φορά, έρχεται, γιατί η καρδιά τους ήταν έτοιμη. Και φάνηκε τούτο από την «εκπρόσωπό» τους, τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, που εξωτερικά φαινόταν άσωτη και αμαρτωλή, μέσα της όμως αποδεικνυόταν «σώφρων», γιατί διψούσε για την αλήθεια - «πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι ἡ Σαμαρεῖτις» σημειώνει το κοντάκιο της εορτής. Κι η δίψα της αυτή επιβραβεύτηκε: την «δίψασε» ο ίδιος ο Λυτρωτής του κόσμου.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης του ανθρώπου να βρει την αλήθεια: βρίσκει την πηγή της Αλήθειας να έρχεται προς συνάντησή του και να τον κάνει πηγή κι αυτόν, δεύτερη πηγή που αφενός ξεδιψά τα τρίσβαθα της δικής του ύπαρξής και αφετέρου ξεδιψά και κάθε άλλον άνθρωπο που βρίσκεται στη δική του πια πορεία. Η Σαμαρείτιδα αποτελεί ένα από τα κλασικότερα παραδείγματα: η ίδια ήπιε και ξεδίψασε κι έγινε στη συνέχεια ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς, βοηθώντας πλήθος συνανθρώπων της να βρει τον δρόμο που συναντά κανείς τον Δημιουργό του.

Να με διψάει ο Θεός μου, να θέλει δηλαδή τη διόρθωση και τη σωτηρία μου αλλά με τρόπο που δείχνει τον πόθο Του και το βάθος της αγάπης Του για μένα, είναι εκείνο που κατανύσσει την ψυχή του κάθε ανθρώπου, όσο σκληρόκαρδος κι αν παρουσιάζεται στη ζωή του. Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα των περισσοτέρων μας: εγκλωβισμένοι στον εγωισμό μας, αδυνατούμε να φανταστούμε το «αδιανόητο», ότι έχουμε ένα Θεό, τον αληθινό Τριαδικό Θεό, που όχι απλώς υπάρχει – τι να το κάνει κανείς αυτό; - αλλά κινείται διαρκώς με μία κένωση του εαυτού Του για να μας προσλάβει μέσα Του και να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής και μακαριότητας. Γιατί; Διότι ο Ίδιος είναι αγάπη κι εμείς, πολλαπλασίως σε σχέση με τα άλλα αγαπημένα κι αυτά δημιουργήματά Του, είμαστε δικές Του εικόνες, στο πρόσωπο των οποίων θέλησε να «επαναλάβει» τον εαυτό Του.

Μας διψάει λοιπόν και μας καλεί και μας παρακαλεί να Τον διψάσουμε κι εμείς. Με σκοπό να γίνουμε ένα μαζί Του, βρίσκοντας τον «τόπο» της καταπαύσεώς μας. Πλασμένοι για τον Θεό, μόνον στον Θεό αναπαυόμαστε. Και τι δείχνει η πορεία Του; Πάνω στον Σταυρό, πριν το «τετέλεσται», την κραυγή «διψῶ» φωνάζει. Διψά τη σωτηρία των αγαπημένων Του πεθαίνοντας γι’ αυτούς – το αίμα Του έκτοτε θα αποτελεί την πηγή που θα ξεπλένει τη συνείδησή μας και μαζί με το σώμα Του θα τρέφει την ταλαιπωρημένη ύπαρξή μας. Αλλά και θα δείχνει ότι και οι πιστοί Του σ’ όλες τις εποχές διψώντας Τον θα διψούν εν αγάπη και τους συνανθρώπους τους, ανεβασμένοι πάνω σε σταυρό πάντοτε γι’ αυτούς. Ο Κύριος μάς το έδειξε με απόλυτα σαφή τρόπο: διψάς τον άλλον, τον αγαπάς δηλαδή αληθινά, όταν είσαι σε ετοιμότητα θυσίας για χάρη του.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΠΟΣ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ

«Αὐτός ὁ μέγας ἀπόστολος τοῦ Κυρίου πού συναριθμήθηκε ἀπό τόν Ἴδιο στούς ἑβδομήντα μαθητές καί ἀποστόλους καί διακονοῦσε τόν μεγάλο Παῦλο στό κήρυγμα, ὅπως καί μετέφερε τίς θεῖες του ἐπιστολές σ’ αὐτούς πρός τούς ὁποίους τίς ἔστελνε, δίδαξε πολλούς ἀπό τούς εἰδωλολάτρες νά σέβονται τήν ἁγία Τριάδα. Γι’ αὐτό κι ὅταν καταυγάσθηκε ἡ διάνοιά του ἀπό τή θεία ἔλλαμψη τοῦ Παρακλήτου (τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς) καί ξεκίνησε σάν ἄδυτος ἥλιος ἀπ’ τήν Ἀνατολή, καταφώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη μέ τίς θεϊκές του διδασκαλίες, ἐπιτελώντας μέγιστα θαυμαστά πράγματα καθημερινά καί σώζοντας πολλούς ἀπό τά πονηρά πνεύματα.

Τράβηξε πολλές πόλεις καί λαούς πρός τή χριστιανική πίστη καί διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος χωρίστηκαν ἔτσι οἱ πιστοί ἀπό τούς ἀπίστους, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστεῖ πολλούς διωγμούς καί θλίψεις ἀπό τούς ἀπίστους. Κι αὐτό γιατί προχωρώντας μέ ἐντελῶς σταθερό τρόπο πρός τά πιό σκληρά καί ἐπίπονα μαρτύρια δέν δείλιασε καθόλου μπροστά στήν ὀργή τῶν ἀρχόντων. Γι’ αὐτό, ἐπειδή δόξασε τόν Θεό καί μέ τόν ἴδιο του τό σῶμα, δοξάσθηκε ἀπό Αὐτόν μέ λαμπρό τρόπο. Ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ, ὁπότε θαυματουργεῖ καθημερινά μέσω τῶν λειψάνων του, θεραπεύοντας ὅλων τῶν εἰδῶν τά πάθη καί ἀποδιώκοντας τά ἀκάθαρτα πνεύματα».

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Ἰωσήφ δέν προσθέτει ἰδιαίτερα ἐπιπλέον στοιχεῖα στόν κανόνα του γιά τόν ἀπόστολο Κάρπο ἀπό αὐτά πού καταγράφονται στό σύντομο συναξάρι του. Ἡ προσοχή του εἶναι στραμμένη στό πιό θαυμαστό γεγονός στό ὁποῖο μετεῖχε ὁ ἀπόστολος, δηλαδή στή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, λήψη πού ἐξηγεῖ καί τήν ὅλη πορεία του, τό οἰκουμενικό ἄνοιγμά του στά ἔθνη, τό ἀποστολικό κήρυγμά του, τό μαρτυρικό τέλος του, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε καί ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετά τήν ἐν Κυρίῳ ἀνάπαυσή του. «Κάνοντας τόν νοῦ σου δεκτικό τῶν θείων ἐλλάμψεων, φωτίστηκες ἐντελῶς, παμμακάριστε, καί βγῆκες στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ» (στιχ. ἑσπ.). «Δέχτηκες στήν ὕπαρξή σου τή θεία ἔλλαμψη τοῦ Παρακλήτου, Κάρπε πάνσοφε, κι ἔτσι φώτισες αὐτούς πού ἦταν στό σκοτάδι λόγω τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ» (κάθισμα όρθρου).

Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, πέραν τοῦ γεγονότος τῆς ἐπιφοιτήσεως σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί συνεπῶς τῆς καθοδήγησεως καί ἐνισχύσεώς του ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο (ὠδή γ΄), τονίζει τή συνύπαρξή του μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τή διακονία πού τοῦ πρόσφερε στό οἰκουμενικῶν διαστάσεων ἔργο του – σ’ αὐτόν ἐμπιστευόταν ὁ Παῦλος τίς ἐπιστολές του γιά τή μεταφορά τους στούς πιστούς. «Ὁδοιπορώνας πολλές φορές μαζί μέ τόν Παῦλο τόν φωστήρα τῆς οἰκουμένης...» (ὠδή δ΄)∙ «Διακονοῦσες τόν σοφό ἡγέτη Παῦλο, Ἱεράρχα, μεταφέροντας στούς πιστούς τίς σωτήριες διδαχές του μέσα ἀπό τίς ἔνθεες ἐπιστολές του» (ὠδή η΄). Γι’ αὐτό καί δέν διστάζει ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής νά χαρακτηρίσει καί τόν ἴδιο ὡς κήρυκα τῶν ἐθνῶν, σάν τόν Παῦλο, ὡς σεπτό δάσκαλο, ὡς ἱερομύστη καί ἱερολόγο, πού παρίσταται μέ χαρά ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ (ὠδή ε΄). Μέ ἕναν πολύ δυνατό στίχο μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωσήφ μᾶς παρουσιάζει τόν Κάρπο νά περπατᾶ στό ἱεραποστολικό ἔργο του καί τό κάθε βῆμα του νά γίνεται ἀναβαθμός τῆς ἀνόδου του στήν ἁγιωσύνη. «Ἅγιασες, Κάρπε, καθώς βημάτιζες πάνω στή γῆ καί κήρυττες τό ἅγιο Εὐαγγέλιο» (ὠδή θ΄).

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε καί τόν Κάρπο, ὅπως καί τούς λοιπούς βεβαίως ἀποστόλους καί μαθητές τοῦ Κυρίου, νά ἔχουν αὐτήν τήν ἔνθεη πορεία στόν κόσμο; Μά τό γεγονός ὅτι πορευόταν κι αὐτός, ἔστω καί λίγο πιό ἀπόμακρα, μαζί μέ τόν Κύριο ἕως τό τέλος τῆς ἐπί γῆς πορείας Του, τήν ἁγία Ἀνάληψή Του (βλ. ὠδή θ΄), κινούμενος ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη του πρός Αὐτόν. Κι εἶναι γνωστό ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίπλα στόν Κύριο καί νά Τόν ἀκολουθήσει, ἄν δέν διέπεται ἀπό σφοδρή ἀγάπη πρός τό πάντιμο πρόσωπό Του καί ἀπόφαση μέχρι θανάτου νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Ἐκείνου. «Ἐπειδή ἤσουν ὁλοκληρωτικά στραμμένος πρός τόν Δεσπότη Χριστό, γι’ αὐτό καί τήρησες ἐντελῶς τίς σεπτές ἐντολές Του» (ὠδή α΄). «Ἀγάπησες μέ μυστική θεωρία τόν Θεό πού εἶναι ὁ Νοῦς πέρα ἀπό κάθε ἔννοια ἀνθρώπινη, γι’ αὐτό καί καταφωτίστηκε ὁ νοῦς σου» (ὠδή α΄).

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ κανείς γιατί ἀφενός δέχτηκε τόσες διώξεις καί θλίψεις ἀπό τούς ἀπίστους ὁ Κάρπος: ἦταν μία συνέχεια τοῦ Κυρίου (βλ. ὠδή γ΄, ζ΄κ.ἀ.), ἀφετέρου γίνονταν δι’ αὐτοῦ τόσα θαύματα καί σημεῖα, τά ὁποῖα σφράγιζαν τό ἀποστολικό του κήρυγμα. «Ὁ λόγος σου ἔσωσε ἀπό τήν ἀλογία τούς ἀνθρώπους καί ἡ μέγιστη ἐπίδειξη τῶν θαυμάτων σου ὁδήγησε τούς πλανημένους στήν πίστη, ἔνδοξε Κάρπε» (ὠδή ς΄). Ἕνα τροπάριο μάλιστα τοῦ ὑμνογράφου ἔρχεται νά θέσει τόν ἅγιο Κάρπο στό ἴδιο ὕψος μέ τούς δώδεκα ἀποστόλους καί μάλιστα μέ τόν πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο. Ὅπως δηλαδή καί μόνη ἡ σκιά τοῦ Πέτρου, καθώς μᾶς ἱστορεῖ ὁ ἅγιος Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, θεράπευε τούς ἀρρώστους, ἔτσι καί μόνη ἡ φωνή τοῦ Κάρπου καί μόνη ἡ κίνησή του νά σφραγίζει μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔφερναν στούς ἐν σκότει εὑρισκομένους τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Διώχνοντας τίς ἀρρώστιες μέ μόνη τή φωνή σου καί θεραπεύοντας τά πάθη μέ μόνο τό σφράγισμα τῶν χεριῶν σου, ἔκανες κήρυγμα σωτηρίας, ἱερομύστη Κάρπε, καί φώτιζες αὐτούς πού ἦταν στό σκοτάδι» (ὠδή ζ΄).