01 Ιουνίου 2022

Η «ΚΑΡΔΙΑ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ

Ένας ύμνος από την υμνολογία του αγίου Ιουστίνου έρχεται και φωτίζει τον εσωτερικό του αγώνα, αποκαλύπτοντάς μας, κατά τη θεώρηση του αγίου υμνογράφου του, το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν. «Στερέωμα Χριστόν ἐν τῇ καρδίᾳ σου κατέχων, ἀνδρείως ἀντικατέστης, Ἰουστίνε, τῷ δικάζοντι ἀνομεῖν παρανόμως σε προστάττοντι» (ὠδή γ΄). Δηλαδή: Έχοντας βαθιά μέσα στην καρδιά σου τον Χριστό ως βάση και στερέωμά σου, Ιουστίνε, αντιμετώπισες με ανδρεία τον δικαστή που σε πρόσταζε με παράνομο τρόπο να ανομήσεις και να προδώσεις τον Θεό.

Ο άγιος ήταν φιλόσοφος με την έννοια της αναζήτησης της αλήθειας, μέχρις ότου βρήκε «τήν μόνην ἀληθῆ τε και ξύμφορον φιλοσοφίαν», δηλαδή την πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, πίστη στην οποία προσκολλήθηκε τόσο που έδωσε και την ίδια  τη ζωή του γι’ αυτήν γινόμενος μάρτυρας. Κι αυτό γιατί διαπίστωσε από την ίδια του την εμπειρία ότι ο Χριστός δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος  που  κάλυπτε κάποια «κενά» μιας κοσμοθεωρίας, αλλά ο Ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συνεπώς γέμιζε την καρδιά και την ύπαρξή του όλη μ’ εκείνο το «πυρ» που φωτίζει τον άνθρωπο και κατακαίει τα πάθη που θέτουν φραγμό στην εύρεση του ζωντανού και αληθινού Θεού. Ο άγιος με άλλα λόγια ήταν από τους πρώτους διανοητές που συνειδητοποίησε με τη χάρη ασφαλώς του Θεού ότι το κυρίαρχο στοιχείο για να ζήσει πράγματι ο άνθρωπος με νόημα στη ζωή του δεν είναι η λογική του, αλλά η καρδιά του, κι έτσι έγινε μέτοχος κι αυτός της φλόγας του Παρακλήτου που περιέλαμψε τους μαθητές του Κυρίου κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά τον λόγο του Χριστού: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη».

Λοιπόν, τι σημειώνει με διεισδυτικό τρόπο ο υμνογράφος ως στόμα της Εκκλησίας; Ότι ο άγιος είχε φτάσει στο ανώτερο δυνατό σημείο της πνευματικής ζωής, κατά το οποίο έχει ξεπεραστεί και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου. Ο φόβος του θανάτου είναι σημάδι της «φυσικής» ζωής, της ζωής όπως βιώνεται στον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας – είναι το τίμημα ακριβώς της αμαρτίας. Στη χριστιανική ζωή που ακολουθεί τα χνάρια του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού ο φόβος αυτός ξεπερνιέται, (μία δειλία βεβαίως είναι «αποδεκτή» καθώς βρίσκεται ο άνθρωπος ακόμη μέσα στον κόσμο τούτο), γιατί ο πιστός άνθρωπος εντάσσεται μέσα σ’ Εκείνον που «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ζώντας πια το πιο καθοριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την υπέρβαση του φόβου, την αγάπη του Χριστού. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον». Λόγια σαν του αποστόλου Παύλου «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι και σύν Χριστῷ εἶναι» ή σαν του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος που λέει ότι «ο άγιος περιμένει με χαρά καθημερινά τον θάνατο», δεν παραξενεύουν τον χριστιανό. Απλώς αναμετριέται με το επίπεδο αυτό και συνήθως κλίνει την κεφαλή και το γόνυ συνειδητοποιώντας τη μικρότητα και… αντιχριστιανικότητά του˙ γιατί φοβάται ακόμη τον θάνατο.

Ο άγιος Ιουστίνος λοιπόν έχοντας πιστέψει στον Χριστό ζούσε την παρουσία του αγίου Πνεύματος στην ύπαρξή του που του έδινε θάρρος και δύναμη να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς της γης την εποχή εκείνη, αλλά και ακόμη με τόλμη και χωρίς φόβο να οδηγηθεί και στον ίδιο τον θάνατο. Κι εδώ έρχεται κατεξοχήν ο άγιος υμνογράφος να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το «μυστικό» της αφοβίας του αγίου, τι ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στην καρδιά του, ώστε αναλόγως να βλέπει και να αντιμετωπίζει τα πράγματα στη ζωή του. «Κατείχε» μάς λέει «τον Χριστό στο βάθος της καρδιάς του κι ο Χριστός ήταν το στήριγμά του». Να λοιπόν το «μυστικό» του, αλλά και το μυστικό κάθε αγίου, δηλαδή κάθε μάρτυρα της πίστεως. Αν η καρδιά είναι δεμένη με τον Χριστό, αν Εκείνος, όπως το απεκάλυψε, αποτελεί «τήν πέτραν» πάνω στην οποία έχει θεμελιωθεί το οικοδόμημα της ψυχής, από κει πέρα τίποτε απολύτως δεν μπορεί να γίνει ανάχωμα για την πνευματική πορεία του ανθρώπου. Πρόκειται για την πνευματική πραγματικότητα που αποκαλύπτει επανειλημμένως η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή, ότι δηλαδή ο πιστός άνθρωπος «ἐστήριξε τήν καρδίαν του ἐν Κυρίῳ», ότι «ἐπ’ Αὐτῷ ἐπεστηρίχθη ἡ ψυχή του», συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που διαδραματίζεται στα μυστικά βάθη του πνεύματος του ανθρώπου.

Και τι σημαίνει συγκεκριμένα ότι ο πιστός έχει στήριγμά του ή «στερέωμά» του τον Χριστό; Σημαίνει ότι ο πιστός ως μέλος Χριστού, συνεπώς ενισχυόμενος από Εκείνον, με ορμητική διάθεση ψυχής, κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», «κολλάει» καταρχάς τον εαυτό του στις άγιες εντολές Εκείνου. Πρόκειται για μία από τις πιο σπουδαίες αλήθειες του ευαγγελικού λόγου, σύμφωνα με τον οποίο «ο Χριστός περικλείεται μέσα στις εντολές Του». «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με. Ὁ δε ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Και: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Κι έπειτα, «κολλάει» στο όνομα του Κυρίου. Το όνομα του Χριστού γίνεται για τον πιστό το «βάθρο» της εν Κυρίω πορείας του, η «γη» που πατάει, δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς Εκείνον. «Μνήμη Ἰησοῦ κολληθήτω σῇ ἀναπνοῇ», όπως λέει και πάλι ο της Κλίμακος άγιος.

Ο άγιος υμνογράφος μάς αποκαλύπτει το «βάθος» της καρδιάς του αγίου Ιουστίνου. Μας αποκαλύπτει συνεπώς τον δρόμο της αγιότητας και μας προσανατολίζει στη μόνη πραγματικότητα που πρέπει και εμείς να πορευτούμε.

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ωδή ε΄ αναστασίμου κανόνος).

(Χριστέ, βλέποντας καθαρά την άπειρη ευσπλαχνία σου οι αλυσοδεμένοι του Άδη, έσπευδαν με γρήγορη και χαρούμενη περπατησιά προς το φως Σου, χτυπώντας τα χέρια από χαρά για το αιώνιο Πάσχα).

Ο «φακός» του μεγάλου Πατέρα και υμνογράφου της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ρίχνει το φως του στον σκοτεινό χώρο του Άδη, εκεί που θεωρείτο προχριστιανικά ότι ήταν ο χώρος των ψυχών. «Όπως πολλοί άλλοι λαοί, ο Ισραήλ φαντάζεται την επιβίωση των νεκρών σαν μια σκιά υπάρξεως, χωρίς αξία και χωρίς χαρά. Ο Άδης είναι ο τόπος που συγκεντρώνει αυτές τις σκιές…σαν τάφος στα έγκατα της γης, όπου βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι και όπου το ίδιο το φως μοιάζει με τη ζοφερή νύχτα. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες και δεν θα ανέβουν πια επάνω ποτέ. Δεν μπορούν πια να αινούν τον Θεό, να ελπίζουν στη δικαιοσύνη του ή στην πιστότητά του. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη» (Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας).

Κι ο Κύριος, η πηγή της Ζωής, εισέρχεται στον χώρο αυτό του σκότους και της εγκατάλειψης, με την ανθρώπινη ψυχή Του τη συνδεδεμένη με τη θεότητά Του,  για να τον γεμίσει με το φως Του, να Τον γεμίσει με την παρουσία Του, να δώσει ελπίδα και προοπτική ζωής στους αλυσοδεμένους και αιχμαλώτους του Άδη. Οι περισσότεροι αναστάσιμοι ύμνοι μιλούν γι’ αυτήν τη συγκλονιστική είσοδο του Κυρίου και τις «πανικόβλητες» κινήσεις του Άδη που βλέπει το βασίλειό του να διαλύεται. «Σήμερον ὁ Ἄδης στένων βοᾶ…». «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος…». Κι ένα κύριο χαρακτηριστικό που επισημαίνει η Γραφή είναι τούτο: «ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση… Οι θύρες του Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός ανοίχτηκαν για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ η κόλαση όπου κατεβαίνει ο κολασμένος κλείνεται πίσω του για πάντα» (Λ. Β. Θ.).

Λοιπόν, «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί γῆ καί τά καταχθόνια». Δεν υπάρχει πια σκοτάδι, οπουδήποτε στον κόσμο (παρά μόνον σ’ εκείνους που κρατούν ερμητικά κλειστές τις ψυχές τους). Γιατί ήλθε το Φως που το διέλυσε. Και να πεθάνει πια κανείς ξέρει, εφόσον είναι πιστός, ότι το φως του Χριστού θα συναντήσει – Εκείνον δηλαδή που θα τον δεχτεί μέσα στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του. «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Και τι σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός; Οι αλυσοδεμένοι του Άδη, οι πονεμένοι και χωρίς ελπίδα μετανιωμένοι, βλέποντας το φως, αποδεχόμενοι δηλαδή εν πίστει τον Κύριο της δόξας που ήλθε κι εκεί για να τους βρει – μη ξεχνάμε τον λόγο του αποστόλου Πέτρου, που λέει πως ο Κύριος «ἐκήρυξεν καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι» -  «πέταξαν» από τη χαρά τους. Έβαλαν φτερά στα παιδιά τους, και με αγαλλίαση και χειροκροτώντας, έσπευσαν προς το φως Του για να κάνουν μαζί Του τη «διάβαση» από το σκοτάδι στο φως. Η ανάσταση των ανθρώπων ήταν και είναι πια η κοινή «μοίρα» τους, λόγω της Αναστάσεως του ενσαρκωμένου Θεού. Ανάσταση όμως φωτός και ζωής και όχι απλής αιώνιας επιβίωσης μέσα στο σκοτάδι της αμετανοησίας.

Η εξαγγελία αυτή όμως του αγίου Δαμασκηνού ισχύει και για τον κόσμο τούτο, χωρίς να έχει έλθει ακόμη ο σωματικός θάνατος. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί και ο πνευματικός δυστυχώς θάνατος. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε, κάθε φορά που η μετάνοια μπαίνει στο περιθώριο της ζωής μας, εισερχόμαστε μέσα στον προσωπικό μας Άδη – ζούμε τον θάνατο πριν τον θάνατο! Και το παρήγορο ποιο είναι; Ότι ο Κύριός μας, που η χαρά Του είναι να μας έχει όλους κοντά Του – «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» - μας δίνει διαρκώς ευκαιρίες μετανοίας. Ευκαιρίες δηλαδή φωτός, εισερχόμενος στον δικό μας Άδη, για να μας στρέψει σ’ Εκείνον. Κι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που νιώθει πια την ακτίνα αυτή, που μπορεί να έλθει από το «πουθενά»: ακόμη και την ώρα της αμαρτίας μας, ακόμη και μέσα από ένα ατύχημα, από μία απρόσμενη συνάντηση με έναν άνθρωπο του Θεού, την «αρπάζει» ως την ευκαιρία που του δίνει ο Θεός. Κι αρχίζει να χαίρεται, να τρέχει εκεί που είναι το φως Του, να χειροκροτεί γιατί βλέπει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα μέσα κι απ’ αυτήν ήδη τη ζωή.

Να παρακαλούμε να μας ανοίγει τα μάτια ο Χριστός και να βλέπουμε το φως Του. Και να κινητοποιούμε τον εαυτό μας, ολόκληρη την ύπαρξή μας. Γιατί το φως Του υπάρχει παντού: σε όλη τη δημιουργία, στον κάθε συνάνθρωπό μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.

31 Μαΐου 2022

«ΣΑΝ ΤΑ…ΣΚΥΛΙΑ!»

«Παπά, σε θέλει ο Γέροντας, ο Ηγούμενος», είπε ο μοναχός στον νεαρό ιερομόναχο Νικόδημο. «Θέλει κάτι να σου πει».

«Να ’ναι ευλογημένο», απάντησε ο Νικόδημος, κι αμέσως άλλαξε πορεία από το προγραμματισμένο διακόνημά του.

Τέκνο υπακοής ο Νικόδημος, βρέθηκε από πολύ νεαρός - μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο - σπρωγμένος από την αγάπη του προς τον Θεό, Νικόλαος τότε, στο φιλόξενο μεγάλο μοναστήρι του Όρους. Είχε ακούσει για την ευλογημένη αδελφότητα που ζούσε εκεί, κυρίως όμως για τον Γέροντα, τον σοφό καθηγούμενο, ο οποίος με μεγάλη αγάπη και περίσσια διάκριση κατεύθυνε «εις νομάς σωτηρίους» που λένε και τα κείμενα, τους καλογέρους του. Είχε διαβάσει από παιδί ακόμη βίους αγίων, που έπαιρνε από το κονάκι της ευσεβούς γιαγιάς του, είχε βρεθεί και ένας φίλος της οικογένειας, αρκετά μεγαλύτερος από αυτόν που σχετιζόταν με τον Γέροντα του Όρους, και δεν άργησε να γίνει… το «κακό»: ένιωσε ότι η μόνη ζωή που του αξίζει είναι η καλογερική. Κι ήλθε η ευλογημένη στιγμή, με την ευχή των γονιών του που έβλεπαν στο παιδί τους τη ροπή αυτή προς τα θεία, να πάρει κι αυτός τον δρόμο προς το Περιβόλι της Παναγίας. Όχι ότι δεν είχαν αντιδράσει. Προσπάθησαν να του δείξουν ότι ακόμη ήταν πολύ μικρός για μία τέτοια μεγάλη απόφαση, ότι οι πειρασμοί είναι μεγάλοι σ’ αυτούς που αφιερώνονται ως καλόγεροι στον Θεό, μα… του κάκου! Η ψυχή του μικρού Νικόλα οριστικά είχε γείρει προς τα υψηλά. Στο Όρος το Άγιον, εκεί που είχαν ασκητέψει και αγιάσει χιλιάδες άνθρωποι, πιστοί στον Θεό.

Κι έδειξε απαρχής ότι πράγματι η μοναχική ζωή είναι αυτό που του ταιριάζει. Γιατί δεν υπήρχε ακολουθία, δεν υπήρχε διακόνημα, που να  μην έσπευδε πρώτος να παρευρεθεί. Κουβέντα δυσανασχέτησης δεν βγήκε ποτέ από τα χείλη του. Μα και την κατάκριση την απέφευγε σαν το φίδι. Ήταν από αυτά που είχε κατανοήσει πολύ καλά από τη χριστιανική ζωή. «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου», επαναλάμβανε διαρκώς, από τη μικρή και τόσο περιεκτική ευχή του οσίου Εφραίμ του Σύρου. Τα χρόνια της δοκιμασίας πέρασαν γρήγορα. Ήλθε η ώρα της κουράς του, κι ύστερα η ώρα της χειροτονίας του σε διάκονο πρώτα, σε πρεσβύτερο έπειτα. Ο ηγούμενος, οι προεστώτες, όλοι οι υπεύθυνοι, είδαν ότι στο πρόσωπο του Νικόδημου υπήρχε πλούσια η χάρη του Θεού. Και την αξιοποίησαν. Και του έδωσαν τη δυνατότητα να την αυξήσει, διακονώντας από μεγάλο πόστο πια τους υπόλοιπους μοναχούς.

«Γέροντα, ευλογείτε. Με ζητήσατε», είπε με σεμνότητα και συστολή ο Νικόδημος.

«Έλα, παιδί μου Νικόδημε». Έκανε νεύμα να περάσει στο ηγουμενείο. «Πράγματι, σε ζήτησα, γιατί σκεφτήκαμε να εκπροσωπήσεις τη Μονή μας στο πανηγύρι της παραδίπλα Σκήτης. Εορτάζει ο άγιος κι είναι ευκαιρία να παρευρεθείς, αλλά με αξίωμα αυτή τη φορά. Τι θα έλεγες;»

«Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα. Θα ετοιμαστώ και θα πάω».

Σκίρτησε η καρδιά του ιερομονάχου, καθώς άκουσε την απόφαση του ηγουμένου. Όχι μόνο γιατί οι μοναχοί της Σκήτης ήταν αγαπημένοι αδελφοί – τους ήξερε καλά όλους τους -, αλλά γιατί κάποιος του «ψιθύρισε» ότι θα λάβαινε μέρος και ο μεγάλος Γέροντας του Όρους, ο πολύς π. Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Ήταν μεγάλο όνομα ο άγιος αυτός Γέροντας, στο όνομά του «όμνυαν» οι πάντες, ενώ αυτός, ακριβώς επειδή υπήρχε αυτή η αίσθηση, και από τους αγιορείτες, αλλά και από τους εκτός, αισθανόταν πάρα πολύ άβολα. Βασική αρχή του ήταν το «λάθε βιώσας», ζήσε κρυφά, γιατί ήξερε ότι η ταπείνωση είναι το άλφα και το ωμέγα όχι μόνο της καλογερικής ζωής, αλλά και όλου του χριστιανισμού. «Απούσης της ταπεινοφροσύνης πάντα τα ημέτερα έωλα», όπως λέει και ο άγιος της Κλίμακος. Μετέωρα και ξεκρέμαστα όλα αν λείπει η ταπείνωση.

Βρέθηκε στην ευλογημένη και πανηγυρική ατμόσφαιρα της Σκήτης. Τα πάντα έλαμπαν από φροντίδα και καθαριότητα. Κυρίως από τη χαρά των καλογέρων, των εκπροσώπων των Μονών, των προσκυνητών. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα. Κι όταν ήλθε ο μέγας Γέρων, ο π. Εφραίμ, εκεί η κινητικότητα έφτασε στο απροχώρητο. Διαγκωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα τον φτάσει πρώτος, να τον αγγίξει, να του φιλήσει το χέρι. Η ακτινοβολία του προσώπου του Γέροντα από την άλλη επιβεβαίωνε τις τιμητικές εκδηλώσεις απέναντί του. Και μόνο το επιβλητικό παρουσιαστικό του, οι ήρεμες και στοργικές προς όλους κινήσεις του, το γεμάτο ιλαρότητα βλέμμα του, ο φιλάνθρωπος λόγος του που νόμιζες ότι λειτουργούσε σαν μία αγκαλιά για τον καθένα που απευθυνόταν, σε καθήλωνε. Αυτό το βλέμμα του μάλιστα… Η βαθιά ματιά του.  Ήταν σαν να αντιφέγγιζε ο ίδιος ο Ουρανός.

«Κύριε», έπιασε τον εαυτό του να λέει αυθόρμητα ο παπα-Νικόδημος, ο εκπρόσωπος της μεγάλης Μονής. «Αν τέτοιο βλέμμα παραδείσιο έχει ο άνθρωπός σου εδώ στη γη, ποιο είναι το βλέμμα των αγίων σου στη Βασιλεία Σου, το βλέμμα της Μάνας Παναγίας, το βλέμμα το δικό Σου;». Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ασυγκράτητα από τα μάτια του, κι έσπευσε γρήγορα να τα σκουπίσει, πριν τον δουν. Θυμήθηκε τι είχε γράψει ο άλλος μέγας Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, στο εκπληκτικό και πολυδιαβασμένο από καλογέρους και κοσμικούς βιβλίο του για τον όσιο Σιλουανό του Άθω. Όταν είδε τον Κύριο ο όσιος Σιλουανός, εκεί στο τέμπλο της Μονής του αγίου Παντελεήμονα, δεν μπόρεσε έκτοτε να ξεχάσει το γεμάτο από ιλαρή αγάπη και υπερνοητή ειρήνη βλέμμα Του. Το βλέμμα εκείνο τον καθήλωσε για όλη του τη ζωή.

Η ακολουθία άρχισε. Μπήκε το «ευλογητό», άρχισαν οι ψαλμωδίες και τα αναγνώσματα. Όλα έμοιαζαν να στάζουν γλυκασμό. Όπως το έλεγε και ο Γέρω-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης: «Και οι τοίχοι στάζουν μέλι στις ακολουθίες της Εκκλησίας». Κι ήλθε η ώρα της εισόδου. Άρχισαν όλοι να εισοδεύουν κατά την τάξη και τα οφίκκια.

Ο ιερομόναχος Νικόδημος περίμενε τη σειρά του. Ήταν συνεπαρμένος από την αγιασμένη ατμόσφαιρα. Ήταν απορροφημένος από τη μεταρσιωμένη εικόνα του Γέροντα Εφραίμ, τον οποίο φρόντιζε να βλέπει διαρκώς. Κι ήλθε το… σοκ. Κι ήλθε το ξάφνιασμα και το μούδιασμα. Κι αρνήθηκε. Και το θεώρησε ιεροσυλία και βλασφημία.

«Πέρασε, πάτερ», του είπαν. «Μα, είναι ο Γέροντας εδώ», κι έδειξε τον π. Εφραίμ.

«Περάστε, πάτερ, είστε εκπρόσωπος Μεγάλης Μονής. Ο Γέροντας θα έλθει μετά από σας».

Πήγε και πάλι να αντιδράσει, αλλά τον πρόλαβε ο Γέροντας.

«Πατέρα μου», του είπε μειδιώντας, κι έσκυψε λίγο δίπλα του, να μιλήσει στο αυτί του. «Πατέρα μου, πρέπει να κρατήσουμε την τάξη. Όπως λέει και ο απόστολος: «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω». Και να ξέρεις, παπά μου. Αν δεν υπήρχε αυτή η τάξη, ακόμη κι εδώ στο Όρος, θα είχαμε φαγωθεί μεταξύ μας σαν τα σκυλιά»!

Έσκυψε το κεφάλι ο Νικόδημος, πέρασε πρώτος από τον μεγάλο Γέροντα, και κατάλαβε. Είχε να μάθει πολλά ακόμη από την καλογερική ζωή!

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν" "Δι' εμού του αμαρτωλού", Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΡΜΕΙΑΣ

«Ο άγιος Ερμείας ζούσε επί του βασιλιά Αντωνίνου, στην πόλη των Κομάνων και ήταν στρατιωτικός. Ήταν προχωρημένης ηλικίας και είχε άσπρα μαλλιά. Συνελήφθη επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και οδηγήθηκε στον άρχοντα Σεβαστιανό, με αποτέλεσμα να δώσει αυτός διαταγή να του σπάσουν πρώτα τα σαγόνια, να του αφαιρέσουν το δέρμα του προσώπου και να του ξεριζώσουν τα δόντια. Έπειτα άναψαν καμίνι και τον έριξαν μέσα. Παρέμεινε όμως αβλαβής από τη φωτιά, οπότε δόθηκε διαταγή να τον σκοτώσουν με δηλητηριώδη φάρμακα. Ήπιε τα φάρμακα κι όταν παρέμεινε και από αυτά αβλαβής, έλκυσε προς την πίστη του Χριστού αυτόν που του τα έδωσε. Επειδή αυτός ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, του κόψανε το κεφάλι. Τότε του αγίου του έβγαλαν τα νεύρα του σώματος και τον έριξαν σε πυρωμένο λέβητα, στη συνέχεια του τρύπησαν τους οφθαλμούς και σε τρεις ημέρες τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω. Και έτσι αφού του έκοψαν τον αυχένα, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

       Τη γενναιότητα και την ανδρεία είναι φυσικό να την βλέπει κανείς στους νέους ανθρώπους. Να την βλέπει όμως σε μεγάλους και προχωρημένης ηλικίας ανθρώπους είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο. Διότι ο μεγάλος άνθρωπος, βλέποντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, νιώθει περισσότερο ανασφαλής και αναζητεί συνήθως κάλυψη και ασφάλεια. Ο φόβος έτσι γίνεται στοιχείο της ζωής του ηλικιωμένου που αυξάνεται με την πρόοδο της ηλικίας. Τα παραπάνω βεβαίως ισχύουν εκεί που δεν λειτουργεί η μεγάλη πίστη στον Χριστό. Ή μάλλον ισχύουν, αλλά καταπολεμούνται και υπερβαίνονται από την πίστη του Χριστού. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστεως: η ενδυνάμωση της καρδιάς του ανθρώπου και η εξάλειψη του κάθε φόβου. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου, όποιας ηλικίας, συνοδεύεται πάντοτε με την προτροπή: "Μη φοβού, μόνον πίστευε". Γι' αυτό και ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού". Και μία τέτοια μεγάλη πίστη, χαρισματική πίστη που κατακρήμνισε όλες τις θεωρούμενες σταθερές, ήταν και η πίστη του αγίου μάρτυρα Ερμεία. Προχωρημένης ηλικίας ο άγιος "και λευκήν έχων την τρίχα τω χρόνω" κατά το συναξάρι. Κι όμως! Το φρόνημά του ήταν τόσο ανδρείο, η γενναιότητά του τόσο εκτυφλωτική, που οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής μπροστά του ωχριούν και υποστέλλονται. Πολύ περισσότερο ισχύουν γι' αυτόν - όπως και για τους άλλους μεγάλης ηλικίας άγιους μάρτυρες της πίστεως, σαν τον άγιο Πολύκαρπο, σαν τον άγιο Χαράλαμπο για παράδειγμα, ή και για τις μικρές κοπέλες χριστιανές μάρτυρες - τα λόγια που είχε πει σπουδαίος άνδρας, όταν γνώρισε την ηρωίδα του '21 Μπουμπουλίνα και είχε θαυμάσει την τόλμη και τη γενναιότητά της, παρόλη τη γυναικεία φύση της: "Μπροστά της οι ανδρείοι έκλιναν την κεφαλή, ενώ οι δειλοί φοβούνταν".

       Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει επανειλημμένως την πραγματικότητα αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, ο πρώτος ύμνος δηλαδή για τον μάρτυρα Ερμεία, αναφέρεται ακριβώς σ' αυτό: "Η ακαταμάχητη χάρη του Χριστού που σε δυνάμωνε, μάρτυς, δείχνει σε όλους τη δύναμή Του μέσα από την ασθένεια της φύσης σου. Γι' αυτό και σε θνητό σώμα σε ενίσχυσε να καταπαλέψεις τον άσαρκο διάβολο με δύναμη και να πάρεις τη νίκη". "Ενισχυόμενος, πάνσοφε, από τη δύναμη του θείου Πνεύματος, ταπείνωσες με χαρά τον δυνατό στην κακία δράκοντα"  (ωδή γ΄). Ακόμη και στην ρίψη του αγίου μέσα στο καμίνι της φωτιάς, κι εκεί φαίνεται να εισέρχεται απτόητος, θυμίζοντας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω. "Μπήκες χωρίς κανένα φόβο στην πυρακτωμένη κάμινο, ένδοξε, κι όπως οι τρεις παίδες διέμεινες ακατάφλεκτος με τη δύναμη του Θεού" (ωδή δ΄). Η νεανική ανδρεία του τον έκανε να κραυγάζει την αφοβία του και να ομολογεί την πίστη του στον αληθινό Θεό: "Δεν φοβάμαι κάθε αύξηση των βασάνων που μου γίνεται, ούτε προσφέρω κανένα σεβασμό στους ανύπαρκτους θεούς, έκραζες, παμμακάριστε. Έναν μόνον σέβομαι, τον Ιησού τον Κύριο, ο Οποίος σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου" (ωδή η΄).

       Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνει την αιτία της μεγάλης αυτής πίστης του αγίου Ερμεία και της τρομερής γενναιότητας της καρδιάς του. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Κινητήρια δύναμη, ποιητικό αίτιο της αταλάντευτης θέλησής του, ώστε να υπομείνει όλα τα φοβερά κολαστήρια μέχρι τελικής πτώσης του, παρόλη την ηλικία του, ήταν η πλήρωση της καρδιάς του από τη φλόγα της αγάπης του Χριστού και η διαρκής επομένως ενατένισή του προς Αυτόν. "Γέμισες από το πυρ της αγάπης του Χριστού και έγινες πραγματικά σαν δίστομη μάχαιρα" (ωδή ς΄). "Ατενίζοντας στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να προσφέρει τη σωτηρία, υπέμεινες γενναία τους πόνους του σώματος, Ερμεία, με προσηλωμένο νου" (ωδή ζ΄). Τελικά, το μόνο που μετράει στη ζωή αυτή δεν είναι ούτε η ηλικία ούτε βεβαίως οτιδήποτε άλλο επίγειο προσόν, πέραν του φρονήματος της ίδιας της καρδιάς. Και καρδιά που αντέχει και τον ίδιο τον θάνατο, με επίγνωση και με νόημα, είναι η καρδιά του χριστιανού, η καρδιά δηλαδή που είναι γεμάτη από την πίστη και την αγάπη του Χριστού και του ανθρώπου.

30 Μαΐου 2022

ΦΟΡΤΙΟ ΚΑΙ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ…

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Ὥσπερ φορτίον καί γεῶδες ἀχθοφόρημα ὡρᾶτο τοῖς ἐν κόσμῳ περιπατῶν ὁ Τυφλός, καί ἐν ταῖς πλατείαις πόδας συντρίβων, τάχα ὡς ὅρασιν τήν ράβδον πλουτῶν˙ ὅθεν καταφεύγει πρός τόν φωτοδότην, ἐξ οὗ λαμβάνει τό φῶς ὁρᾶν, καί ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ βλέπειν τόν ποιητήν, τόν καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κατ’ εἰκόνα δημιουργήσαντα τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ γῆς τό πρότερον, καί νῦν χοΐ καί πτύσματι, καταυγάσαντα τούτου τάς κόρας, καί δόντα φιλανθρώπως βλέπειν τόν ἥλιον» (απόστ. Αίνων όρθρου ημέρας).

(Περπατώντας ο τυφλός και συντρίβοντας τα πόδια του στις πλατείες, έχοντας ως θησαυρό του τη ράβδο του ως ένα είδος όρασης, φαινόταν στους ανθρώπους του κόσμου σαν φορτίο και βάρος της γης. Γι’ αυτό καταφεύγει προς τον φωτοδότη Κύριο, από τον Οποίο παίρνει το φως της όρασης και να βλέπει με τα μάτια του τον Ποιητή και Δημιουργό, που δημιούργησε καθ’ ομοίωσιν και κατ’εικόνα του Ίδιου τη φύση των ανθρώπων, στην αρχή της δημιουργίας από γη και τώρα από χώμα και φτύσμα, και ο Οποίος καταφώτισε τις κόρες των οφθαλμών του και του έδωσε από την αγάπη Του να βλέπει τον ήλιο).

Με δύναμη ποιητική ο άγιος υμνογράφος περιγράφει τα στάδια που πέρασε ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, μέχρις ότου θεραπευτεί από τον Κύριο, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πρώτο στάδιο, η οδυνηρή πραγματικότητα στην οποία ζούσε ως αόμματος – μη έχοντας όραση, κυρίως όμως και μάτια˙ άδειες κόγχες ήταν στη θέση των οφθαλμών του. Και η οδύνη του τυφλού, κατά τον υμνογράφο, ήταν διπλή: σωματική πρώτον, γιατί κρατώντας το μπαστούνι του τάχα ως όρασή του συχνά σκόνταφτε και έπεφτε, ιδίως στις πλατείες που ήταν μαζεμένος κόσμος˙ δεύτερον ψυχολογική, γιατί ακριβώς γινόταν, κατά την άποψή του, περίγελως των άλλων ή ακόμη χειρότερα αντικείμενο του οίκτου τους. Ο ποιητής εκφράζει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του, πλήρη καταθλιπτικών στοιχείων: «είμαι ένα φορτίο για τον κόσμο, ένα βάρος πάνω στη γη!» Ίχνος χαράς και ελπίδας δεν φαίνεται να του δίνει ώθηση για ζωή.

Κι εκεί που όλα είναι γι’ αυτόν «μαύρα» και σκοτάδι, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η συνάντησή του με τον Κύριο, ο Οποίος τον πλησιάζει με την άπειρη αγάπη Του, «φιλανθρώπως», για να του δώσει φως και προοπτική, στον κόσμο τούτο αλλά και αιώνια. Ποιες οι κινήσεις του Κυρίου; Ψυχολογικά και πνευματικά, τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ενοχή: δεν είναι αυτός αίτιος λόγω αμαρτίας δικής του ή των γονέων του, για ό,τι του έχει συμβεί. Το αντίθετο: η ύπαρξή του συνιστά την αφορμή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού! «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού μέσα από αυτόν».  Ο αόμματος που στα μάτια των άλλων και τα δικά του θα πρέπει ίσως να μην υπάρχει στον κόσμο είναι στα μάτια του Θεού η ύλη που έχει στα χέρια Του ο Θεός για να λάμψει η δόξα Του! Πόσο οι εκτιμήσεις μας για τον κόσμο, για τους συνανθρώπους μας, για τους εαυτούς μας είναι τις περισσότερες φορές πλανεμένες. Με τι μάτια, διεστραμμένα το συνηθέστερο λόγω της αμαρτίας μας, βλέπουμε εμείς˙ με τι μάτια, καθαρά από την απόλυτη και άπειρη αγάπη Του βλέπει ο ίδιος ο Κύριος!

Κι ακολουθεί το τρίτο και σημαντικότερο στάδιο: ο τυφλός αποκαθίσταται, καθώς γεύεται την εμπειρία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ: να γίνεται υλικό στα δημιουργικά χέρια του Χριστού που του φτιάχνει μάτια και του δίνει το φως να βλέπει, με αποκορύφωση: να του φωτίσει τα πνευματικά μάτια που ήταν όμως έτοιμα και διψασμένα για τον Δημιουργό τους. Και τα διπλά μάτια του πια: τα σωματικά και τα πνευματικά διανοίγονται. Κι αυτό που αντικρίζει είναι η ομορφιά της δημιουργίας, η ομορφιά της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπινης φύσης του, η χαρισματική θέα του Δημιουργού Χριστού, και τότε που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη και τώρα που ο Ίδιος του έφτιαξε τους οφθαλμούς.

Δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο θεραπευθείς τυφλός. Ήταν έτοιμη η καρδιά του να γευτεί τον Δημιουργό της, ήταν ήδη πιστός και «χριστιανός» πριν τον συναντήσει ο Κύριος. Μπρος στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού κλίνουμε γόνυ καρδίας, δοξολογώντας τον Θεό μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει ως τύπο και για εμάς. Και μας λέει ότι μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε τη χαρισματική εμπειρία του και να ανοίξουμε τα μάτια μας, κυρίως τα πνευματικά. Όταν πορευόμαστε εν μετανοία στη ζωή μας. «Έχοντας τυφλωμένα τα μάτια της ψυχής, προσέρχομαι σ’ Εσένα, Χριστέ, όπως ο τυφλός εκ γενετής, κραυγάζοντάς Σου με μετάνοια: Συ είσαι το υπέρλαμπρο φως των εν σκότει της αγνωσίας και της αμαρτίας ανθρώπων» (Κοντάκιο).

«ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ!»

Τους είδε να μπαίνουν στον ναό και χάρηκε πολύ. Είχαν παρακαλέσει να τους δει κάποια ιδιαίτερη ώρα που θα μπορούσαν κι εκείνοι και αυτός, και πράγματι ήταν συνεπείς. Σταυροκοπήθηκαν όλοι τους:  ο πατέρας, η μάνα,  η κόρη τους η δεκάχρονη, κι ο μικρός τους γιος, ο Νικολάκης, πέντε ετών. Έριξαν κάτι στο παγκάρι και άναψαν κερί. Έψαξαν ένα γύρω για τον ιερέα, κι εκείνος που τους έβλεπε από τον σολέα τους φώναξε:  «Εδώ είμαι, έρχομαι αμέσως».

Τους αγκάλιασε όλους, έναν έναν ξεχωριστά. Περισσότερο στάθηκε στο μικρό αγόρι. «Νίκο μου, τι κάνεις;  Καλά είσαι;  Άρχισες το σχολείο;»

Ο μικρός Νίκος, με τη ντροπαλότητα του μικρού παιδιού, έσκυψε το κεφάλι κάτω και μαζεύτηκε γύρω από το πόδι του πατέρα του. «Πάω στο νήπιο. Του χρόνου θα πάω στην Πρώτη».

«Μπράβο, αγόρι μου. Μεγάλωσες πια. Έγινες κοτζάμ άντρας», είπε ο ιερέας και χαμογέλασε πλατιά. Ρώτησε και για τους υπόλοιπους και κατευθύνθηκε στο εξομολογητάρι. Άναψε το καντηλάκι με προσοχή, φόρεσε το πετραχήλι του και ξεκίνησε μία μικρή ακολουθία. Έπειτα, ένας ένας μπήκαν για την προγραμματισμένη εξομολόγησή τους.

«Πάτερ», είπε ο πατέρας στο τέλος. Θέλει να εξομολογηθεί και ο Νικολάκης. Όχι όπως τις άλλες φορές, με ανοικτή την πόρτα. Κανονικά, μέσα στο εξομολογητάρι. Ζηλεύει που βλέπει όλους μας να ερχόμαστε και…καταλαβαίνετε!»

«Βεβαίως, βεβαίως», είπε χαμογελώντας ο ιερέας. «Έλα, Νίκο μου, κι εσύ».

Ο μικρός κάθισε στην καρέκλα με τη βοήθεια του ιερέα, κάθισε κι ο ιερέας. Κοίταξε το αγοράκι κι ήταν σαν να έβλεπε έναν άγγελο. Θυμήθηκε παλιά τα τετράδια του σχολείου, και μάλιστα εκείνο που είχε ως εξώφυλλο ένα μικρό παιδί και από πάνω του να στέκει ένας λευκοφορεμένος άγγελος και να το προστατεύει. «Κάπως έτσι είναι και τώρα», σκέφτηκε. «Άγιε άγγελε, φύλαγε πάντοτε το παιδάκι αυτό και κατεύθυνε τα διαβήματά του στον ίσιο δρόμο!»

«Λοιπόν, Νικολάκη μου;  Έχεις κάτι να εξομολογηθείς;  Μου είπε ο μπαμπάς σου ότι ήθελες να βρεθείς κι εσύ μόνος μέσα στο εξομολογητάρι. Λοιπόν;  Μήπως θέλεις κάτι να σε ρωτήσω εγώ;»

«Ρωτήστε με», είπε το παιδί σιγανά.

«Προσευχούλα κάνεις;  Αγαπάς τον Χριστό μας;  Ακούς τον πατέρα σου, τη μητέρα σου;  Μήπως μαλώνεις με την αδελφή σου;»

Το παιδί ανάλογα έγνεφε ναι ή όχι. «Πάντοτε, Νίκο μου, να θυμάσαι την προσευχή σου», είπε στοργικά ο παπάς. «Να σκέφτεσαι πόσο πολύ μας αγαπάει ο Χριστός μας, που Τον βλέπεις τώρα μπροστά σου πάνω στο σταυρό. Αγαπάει τον καθένα μας πάρα πολύ, κι εσένα ακόμη πιο πολύ, γιατί είσαι μικρό παιδάκι και θέλεις να Του μοιάσεις».

Το παιδάκι άκουγε και φαινόταν να ρουφά τα λόγια του ιερέα, τα οποία βεβαίως δεν τα άκουγε για πρώτη φορά. Κάθε φορά που ερχόταν με τους γονείς του, ο ιερέας φρόντιζε να του τα επαναλαμβάνει.

«Λοιπόν, Νίκο μου. Σκέφτεσαι κάτι άλλο;  Σε βλέπω ότι κάτι θέλεις να πεις. Είναι έτσι;»

«Ναι, πάτερ», είπε το μικρό αγόρι. «Θέλω κάτι να πω».

«Τι, καρδούλα μου;»

Ο μικρός κοντοστάθηκε. Κι έπειτα με αποφασιστικό λόγο είπε: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου…».

Ο ιερέας χαμογέλασε αλλά και συγκινήθηκε με την αγνή ψυχούλα του μικρού Νίκου. «Ένας πράγματι μικρός άγγελος», ψιθύρισε.

«Έλα, Νίκο μου, να σου διαβάσω και ευχή», είπε ο ιερέας.

Ο μικρός σηκώθηκε και έσκυψε κάτω από το πετραχήλι. Ο ιερέας κάτι άρχισε να μουρμουράει σαν ευχή. Αλλά ο μικρός δεν…έπαιζε! Παραμέρισε λίγο το πετραχήλι, κοίταξε τον παπά και του είπε σοβαρά: «Κανονικά την ευχή»!

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ισαάκιος προερχόταν εξ Ανατολών. Όταν έφτασε στο Βυζάντιο, κατά τους χρόνους του αρειανόφρονα Ουάλεντα, ο Ουάλης αναχωρούσε έχοντας ξεκινήσει πόλεμο κατά των Γότθων. Τον συνάντησε λοιπόν αυτός ο μακάριος, συμβουλεύοντάς τον και προτρέποντάς τον να ανοίξει τις Εκκλησίες των ορθοδόξων. Επειδή ο βασιλιάς δεν πείσθηκε, τον πρόφθασε πάλι και τον προέτρεπε τα ίδια, λέγοντας να ανοίξει τις Εκκλησίες και να τις δώσει πίσω στους ορθοδόξους, διαφορετικά θα ξεφύγει κατά τον πόλεμο από τους εχθρούς, αλλά θα χαθεί. Ο βασιλιάς όμως δυσανασχέτησε λόγω της παρρησίας και του θάρρους του άνδρα και διέταξε να τον μαστιγώσουν και να τον ρίξουν σε αγκάθια. Πάλι όμως τον πρόφθασε ο άγιος για τρίτη φορά, κράτησε το χαλινάρι του αλόγου του και του  επισήμανε τον  ολοκληρωτικό όλεθρό του, αν δεν δώσει πίσω τις Εκκλησίες των Χριστιανών. Τότε εξοργίστηκε ο βασιλιάς και τον παρέδωσε στον Σατορνίνο και τον Βίκτωρα με την εντολή να τον φυλακίσουν μέχρι την ειρηνική επάνοδό του. Του είπε λοιπόν ο άγιος: “Αν εσύ επιστρέψεις ειρηνικά, τότε θα πει ότι δεν μίλησε σε εμένα ο Θεός. Όμως θα ξεφύγεις από τους εχθρούς σου, θα εγκαταλειφθείς και με φωτιά θα δεχτείς την καταστροφή της ζωής σου”.

Όταν πράγματι στον πόλεμο έτυχε να ηττηθεί, κατέφυγε σε αχυρώνα μαζί με τον Πραιπόσιτο, ο οποίος είχε πέσει και αυτός στη νόσο της κακοδοξίας του Αρείου και μάλιστα ερέθιζε πάντοτε τον βασιλιά κατά των ορθοδόξων. Σ᾽ αυτόν τον αχυρώνα παραδόθηκαν στη φωτιά από τους Γότθους. Για την πρόρρησή του αυτή λοιπόν  και για την παρρησία του, όπως και για την ορθόδοξη ομολογία του ο άγιος δοξάστηκε, κι αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Μπορεί το συναξάρι του οσίου Ισαακίου να μένει αποκλειστικά στο προορατικό του χάρισμα, τη γενναιότητα της καρδιάς του και τη μέχρι θυσίας  ορθόδοξη πίστη του, μέσα από το περιστατικό με τον κακόδοξο βασιλιά Ουάλεντα, όμως η ακολουθία του δεν ασχολείται καθόλου με αυτό. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας προτιμά να μας δώσει το υπόβαθρο της συγκεκριμένης στάσεως του οσίου, δηλαδή την οσιακή βιοτή του μέσα από τους ασκητικούς αγώνες του  για κάθαρση της καρδιάς του και την πλήρωσή του επομένως από τις αρετές και τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Κι είναι εύλογο: κανείς δεν μπορεί να έχει ανδρεία στην καρδιά, ορθόδοξο φρόνημα, προορατικό και διορατικό χάρισμα, αν δεν έχει καταστήσει τον εαυτό του κατάλληλο σκεύος για να κατοικήσει ο ίδιος ο εν Τριάδι Θεός. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος κινείται θεμελιακά στην αντιμετώπιση του οσίου, για να μας δείξει ότι εκείνο που είναι αξιοσημείωτο από τη ζωή ενός αγίου δεν είναι κάποια θαυμαστά γεγονότα, αλλά η ίδια η κεκαθαρμένη καρδιά του, κάτι που συνιστά το διαρκώς ζητούμενο από την πίστη μας, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Την καθαρή καρδιά μας ζητάει πάντοτε ο Θεός και όχι βεβαίως την τυχόν θαυματουργία μας, η οποία αποτελεί καθαρό δώρο δικό Του.

Έτσι: «έζησες όσια στη γη, σοφέ Ισαάκιε, γιατί τήρησες χωρίς παρεκκλίσεις τα προστάγματα και τα δικαιώματα του Θεού» (ωδή θ´). Αυτή είναι η αγιότητα και η οσιότητα: να τηρεί κανείς αταλάντευτα τις εντολές του Θεού. Τότε διανοίγεται η καρδιά και η ύπαρξη του ανθρώπου και γίνεται κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, φεύγοντας από τα πάθη που τον αμαυρώνουν και τον καθιστούν δύσμορφο ενώπιον του Θεού. «Χρημάτισες ναός της τρισηλίου Θεότητος και εξαφάνισες τις εικόνες των παθών από την ψυχή σου» (ωδή ε´).  Η τήρηση βεβαίως των εντολών του Θεού, ώστε να απομειωθούν τα πάθη από την ψυχή, σ᾽ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο πιστός πρέπει να προσανατολίσει με ατσάλινο τρόπο τη θέλησή του προς το θέλημα του Θεού, που σημαίνει ότι θα ῾ματώσει᾽ στον αγώνα του αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση εύκολα κανείς να διέλθει τον πνευματικό αγώνα. Ο όσιος Ισαάκιος το επιβεβαιώνει: «Με ολονύκτιες δεήσεις και ολοήμερες στάσεις, όσιε πάτερ, καθάρισες την ψυχή σου και την έδειξες οίκο της Τριάδος» (ωδή δ´).

Ο όσιος κατέστησε φανερή την παρουσία του Θεού στη ζωή του με τις σπουδαίες αρετές του. Μόνη η κάθαρση της ψυχής δηλαδή δεν έχει νόημα, αν δεν γεμίζει αυτή και με τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτό άλλωστε σημαίνει ότι καθάρισε ο όσιος την ψυχή του και έγινε κατοικητήριο του Θεού. Ποια τα φανερά γνωρίσματα της παρουσίας λοιπόν του Θεού; Ασφαλώς η ύπαρξη των κατά Χριστόν αρετών. «Ξέφυγες, Πάτερ, την καταστροφή που προξενεί το νοητό κήτος, ο διάβολος, γιατί απέκτησες εγκράτεια, προσευχή, καθαρή αγάπη, μεγάλη ταπείνωση και βέβαια στοργή προς τον Χριστό» (ωδή ς´). Με τον τρόπο αυτό οδηγήθηκε στα ύψη της κατά Χριστόν απάθειας, ως υπέρβασης των κακών παθών, κι έζησε στη γη αυτή ως άγγελος. «Ανέβηκες στο ύψος της απάθειας, γιατί μιμήθηκες, ενώ ήσουν με το σώμα σου, τους αγγέλους» (ωδή ζ´). Γι᾽ αυτό και αναδείχτηκε σε διώκτη των δαιμόνων και των οργάνων του αιρετικών. «Φωτίστηκες από τη λάμψη του Παναγίου Πνεύματος και έδιωξες το σκοτάδι των αιρέσεων, θαυματουργέ Ισαάκιε» (κάθισμα όρθρου). «Αποδείχτηκες διώκτης των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι έγινες καθαρό σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος» (ωδή ε´).