03 Ιουνίου 2022

Ο ΣΟΦΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ

Η επίσκεψη στον ογδοντάχρονο Γέροντα ιερέα αποδείχτηκε, όπως συνέβαινε άλλωστε και τις περισσότερες φορές, πολλαπλώς ωφέλιμη. Όχι μόνο γιατί ήταν ένας αγιασμένος ιερέας, σοφός στον νου και αδαμάντινος στον χαρακτήρα του, αλλά γιατί κι εκεί που επικεντρώθηκε τελικώς η συζήτηση μαζί του, ήταν ό,τι καλύτερο και επωφελέστερο για τους νεώτερους ιερείς που τον είχαμε επισκεφθεί λόγω της ονομαστικής του εορτής. Η σοφία του μαζί με την αγιασμένη βιοτή του, συνδυασμένη με την πολύχρονη, υπέρ τα πενήντα έτη, ιερατική εμπειρία του, αποτελούσαν τα εχέγγυα, ώστε ο λόγος του να έχει βαρύνουσα σημασία, να αποτελεί για τους νεώτερους καθοδηγητικό στοιχείο ζωής και διακονίας.

Πέραν των συνηθισμένων που συνήθως λέγονται κατά τις περιπτώσεις αυτές, όλοι σαν συνεννοημένοι θέσαμε προς συζήτηση στον Γέροντα εκείνο το πρόβλημα που ταλανίζει μάλλον τις περισσότερες ιερατικές συνειδήσεις: την ελλειμματική μετάνοια του συγχρόνου πιστού ανθρώπου, κατεξοχήν μάλιστα όταν αποφασίζει να κάνει το τόλμημα και διαβεί το κατώφλι του ναού για εξομολόγηση των αμαρτιών του.

«Τι γίνεται, Γέροντα», είπε ένας νέος σχετικά ιερέας, που μετρούσε δεν μετρούσε δέκα χρόνια στην ιερωσύνη, «με τον κόσμο σήμερα; Και δεν εννοώ τον κόσμο που δεν πατάει το πόδι του στην Εκκλησία – αυτός θα κριθεί κατά τις επιλογές του: ελεύθερος είναι ο καθένας να ακολουθήσει ή όχι τη χριστιανική πίστη – αλλά αυτόν που θεωρείται πιστός, που εκκλησιάζεται, που δείχνει ότι ο Χριστός μετράει πολύ στη ζωή του;»

«Τι εννοείς, παιδί μου;» είπε ο Γέροντας, χαϊδεύοντας τη μακριά λευκή γενειάδα του, και το φωτεινό βλέμμα του αναπαύτηκε σαν πρωινή ηλιαχτίδα στο πρόσωπο του νέου.

«Εννοώ, Γέροντα, ότι αυτός ο κόσμος θέλει τον Χριστό, αλλά πολλές φορές παρουσιάζεται στην καθημερινότητά του ως αρνητής του, κάτι που το διαπιστώνει κανείς ιδιαιτέρως όταν έρχεται προς εξομολόγηση, συνήθως στις μεγάλες εορτές. Εκεί παρουσιάζεται το φαινόμενο η εξομολόγηση να καταλήγει μάλλον σε αύξηση των αμαρτιών του εξομολογουμένου, γιατί απ’ ό,τι έχω διαπιστώσει δεν υπάρχει το βασικό στοιχείο της εξομολόγησης, που είναι η μετάνοια».

«Ναι, Γέροντα», έσπευσε να προσθέσει και ο άλλος της παρέας. «Έτσι είναι, όπως το λέει ο αδελφός εδώ – το ξέρετε καλύτερα από όλους μας. Δεν νομίζω αυτό να γίνεται μόνο σε μας. Έρχονται πολλοί προς εξομολόγηση, κι ενώ υπάρχει ευκολία μάλλον να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, δεν φαίνεται η απόφαση για αλλαγή τους. Και χωρίς απόφαση αλλαγής και διόρθωσης μπορεί να υπάρχει μετάνοια; Οπότε μάλλον και η συγχωρητική ευχή που τους δίνουμε δεν πρέπει να δίνει ώθηση ανόδου στην πνευματική τους ζωή».

Ακολούθησε μία μικρή σιωπή. Ο Γέροντας σαν να είχε χαθεί λίγο στις σκέψεις του ή στις προσευχές του. Δεν βιάστηκε να δώσει απάντηση.

«Είναι αλήθεια αυτό που λέτε», είπε στο τέλος. «Αλλά, αν ανεβαίνουν ή όχι πνευματικά – για να σχολιάσω την τελευταία κουβέντα σου, παιδί μου – αυτό δεν το ξέρουμε. Πολλά πράγματα φαίνονται αρνητικά, πολλά διαπιστώνουμε ως ελλείμματα, αλλά ο αληθινός κριτής, γιατί ξέρει τις καρδιές μας, είναι μόνον ο Χριστός και Θεός μας. Θέλω να πω ότι δεν  πρέπει να σπεύδουμε να βγάζουμε καταδικαστικές αποφάσεις, έστω κι αν φαίνεται ότι κάτι δεν λειτουργεί με τον τρόπο που νομίζουμε. Εκείνος βρίσκει τρόπους να διεισδύει στις ανθρώπινες καρδιές, αρκεί να βρει μία μικρή χαραμάδα, μία ελάχιστη ρωγμή, ένα ίχνος ταπείνωσης… Και δεν φανερώνει άραγε κάποια  ταπείνωση η απόφαση ενός να εξομολογηθεί; Μη ξεχνάτε ότι την απόφαση του πιστού να εξομολογηθεί την πολεμάει λυσσαλέα ο Πονηρός. Γιατί ξέρει ότι κατεξοχήν εκεί διαλύονται οι όποιοι ιστοί έχει στήσει στις ανθρώπινες ψυχές. Του ψιθυρίζει ύπουλα ότι ο παπάς, ο πνευματικός, είναι και αυτός άνθρωπος με αμαρτίες. Τι θα πας να πεις σ’ αυτόν; Ή αντίθετα: όταν βλέπει τον σεβασμό του ανθρώπου στον παπά του, του υποβάλλει τον λογισμό να μην πάει, γιατί τι εικόνα θα σχηματίσει γι’ αυτόν εκείνος; «Θα ξεπέσεις στα μάτια του» – είναι το πιο συνηθισμένο που του σφυρίζει. Ακόμη και η ευκολία που έχουν ορισμένοι να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, όπως είπατε, και αυτή έχει ένα στοιχείο γενναιότητας.  

«Ναι, Γέροντα», είπε ένας  από τους συζητητές. «Η ντροπή που νιώθουν πολλοί για την ομολογία των αμαρτιών τους κάνει άλλους να κρύβουν τις πιο βαριές θεωρούμενες αμαρτίες, και άλλους να τις εκφράζουν μεν όλες και μάλιστα εύκολα, αλλά με τη δικαιολογία ότι έτσι κάνουν όλοι, συνεπώς είναι φυσικό να αμαρτάνουν. Οπότε όντως λείπει τελικώς το στοιχείο της μετάνοιας». 

«Για να μην παρεξηγηθούμε», θέλησε άλλος κληρικός να πει, «δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν και εκείνοι που έρχονται με πλήρη συναίσθηση, με απόφαση για διόρθωση, με αληθινή μετάνοια. Μην τους βάζουμε όλους στο ίδιο… τσουβάλι».

«Ασφαλώς, ασφαλώς», έσπευσαν όλοι να επιβεβαιώσουν. «Απλώς η διαπίστωση είναι για πολλούς, κι έχω την εντύπωση, για τους περισσοτέρους».

Ο Γέροντας πήρε πάλι τον λόγο. «Ακούστε, παιδιά μου. Το ξέρετε, δεν θέλω να σας κάνω τον δάσκαλο, αλλά είναι πολλά τα θέματα, πολλές οι διαστάσεις της εξομολόγησης, πρέπει λοιπόν να την αντιμετωπίζουμε με μεγάλη προσοχή και ευθύνη. Γιατί αγγίζει τα άγια των αγίων που είναι η καρδιά του ανθρώπου. Και για να κερδίσει αυτήν την καρδιά ο Κύριος, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», κι έχυσε και το πανάγιο αίμα Του γι’ αυτήν. Πρέπει λοιπόν, το ξαναλέω, να είμαστε πολύ συγκαταβατικοί στους ανθρώπους. Ακόμα και για την ντροπή που νιώθουν οι πολλοί. Δεν είναι φυσικό; Όταν πάμε κι εμείς για εξομολόγηση, γιατί δεν πιστεύω να υπάρχει κληρικός που να μην εξομολογείται, δεν νιώθουμε την ίδια ντροπή; Αλλά όση ντροπή έχουμε, τόση χάρη και παίρνουμε. Την ντροπή που καταθέτουμε, την μεταποιεί σε δόξα και στεφάνι για εμάς ο Κύριος. Δεν είναι λοιπόν καταρχάς ντροπή η… ντροπή. Το αντίθετο.

Από την άλλη, δεν έχουμε ευθύνη οι κληρικοί για την άγνοια που έχουν οι χριστιανοί μας πολλές φορές όχι μόνο σε θέματα πίστεως, αλλά και σ’ αυτά τα πρακτικά που είναι όμως και τα πιο ίσως σωτήρια; Τους έχουμε ενημερώσει σωστά; Τους λέμε πώς γίνεται η σωστή εξομολόγηση; Τους καθοδηγούμε στο να διαβάζουν τους βίους των αγίων μας ή τα πατερικά μας κείμενα που μας ανοίγουν τα μάτια για το μεγάλο αυτό μυστήριο της μετανοίας; Έχουμε χρησιμοποιήσει ακόμη και μη ακραιφνώς χριστιανικές πηγές, για να εξηγήσουμε τι σπουδαίο πράγμα είναι το άνοιγμα της ψυχής του ανθρώπου σε έναν συνάνθρωπο, ο οποίος μάλιστα έχει τη δοσμένη από τον Κύριο εξουσία του «αφιέναι αμαρτίας»; Ο κόσμος γιατί καταφεύγει σε ψυχολόγους και σε ψυχιάτρους; Διότι έχει την ανάγκη αυτήν, αλλά δεν την βρίσκει πολύ συχνά σε μας τους κληρικούς. Κι είναι τεράστιο θέμα κι αυτό, γιατί δηλαδή δεν πάει στον παπά και πάει στον ψυχολόγο. Και δεν εννοώ τον πιστό που όντως πάσχει από κάποια ψυχικά νοσήματα, που έτσι κι αλλιώς χρειάζεται τον ψυχίατρο ή τον ψυχολόγο, αλλά και έναν από τους υγιείς ψυχικά θεωρούμενους πιστούς. Μολονότι βεβαίως υγιής ψυχικά καθόλα είναι μόνον ένας προχωρημένος πιστός πνευματικά, ένας αληθινός άγιος.

- Φταίμε κι εμείς, φταίμε κι εμείς πολύ», σαν να μονολογούσε ο λευκασμένος ιερέας κι έσκυψε το κεφάλι του, για να κρύψει ίσως και κάποιο δάκρυ του.

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Όλοι ένιωθαν ότι είχε βαρύνει λόγω της σοβαρότητας του θέματος, γι’ αυτό και κανένας δεν ήθελε να τη συνεχίσει.  Οι περισσότεροι ασχοληθήκαμε με το γλυκό που ήδη μας είχε σερβιρισθεί, κι υψώσαμε το αναψυκτικό να ευχηθούμε.

«Στην υγειά σας, Γέροντα. Χρόνια πολλά και ευλογημένα».

«Ευχαριστώ, παιδιά μου», είπε ο εορτάζων. «Καλό παράδεισο σε όλους».

«Θα σας πω και κάτι ακόμα», κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε, σαν να ήθελε να αποφορτίσει λίγο την ατμόσφαιρα. «Το θέμα αυτό είναι τεράστιο όπως είπαμε, και θα ’πρεπε να συζητηθεί σε ιερατική σύναξη, κι όχι μόνο μία φορά. Μάλλον να ξανασυζητηθεί, γιατί έχουν γίνει τέτοιου είδους συνάξεις. Θέλω όμως να πω κάτι που έχει και μία φαιδρή διάσταση, μέσα έστω στη σοβαρότητά του».

Όλοι σταμάτησαν και έστρεψαν με τεράστιο ενδιαφέρον να ακούσουν και πάλι τον Γέροντα ιερέα.

«Λοιπόν, πρόκειται για μία περίπτωση ενός άντρα, ο οποίος μετά τα πρώτα χρόνια της συζυγίας του άρχισε να βλέπει τα σημάδια κόπωσης στην έγγαμη ζωή του. Αλλά ήλθε για εξομολόγηση με διάθεση εγωιστική, με έλλειψη μετανοίας, που είπατε και προηγουμένως».

«Τι ήταν λοιπόν Γέροντα;» είπε ο νεώτερος με αδημονία.

«Μπήκε λοιπόν ο άνδρας αυτός και άρχισε μετά από λίγο να κατηγορεί τη γυναίκα του. Θεωρούσε ότι η γυναίκα του τον παραμελεί, γιατί είχε ρίξει το βάρος της στα παιδιά τους και τη δουλειά της. Εργαζόταν και εκείνη. Δυστυχώς, δεν έβρισκε και κάποια δικαιολογία. Όλα της γι’ αυτόν ήταν στραβά κι ανάποδα. Και είχαν ξεκινήσει με μεγάλο έρωτα. Με πάθος τεράστιο, όπως είπε. Καθώς λοιπόν έλεγε τα τρωτά της συζύγου του και  πόσο τελικά δεν του αξίζει, του έκανα την παρατήρηση που κάνουμε όλοι οι πνευματικοί σε παρόμοιες περιπτώσεις: παρακαλώ, περιοριστείτε σε εσάς τον ίδιο. Τις δικές σας αμαρτίες παρακαλώ να πείτε. Αφήστε τη γυναίκα σας. Εκείνος δεν έδωσε σημασία και συνέχισε το ίδιο… βιολί».

Σταμάτησε για να πιει μια γουλιά νερό ο ιερέας, έξυσε λίγο τον κρόταφό του και χάιδεψε και πάλι τη γενειάδα του.

«Τότε λοιπόν του ετοίμασα ένα… χουνέρι. Του ζήτησα συγγνώμη στο τέλος, ζήτησα συγγνώμη και από τον Κύριο, μα ήταν νομίζω ο μόνος τρόπος να καταλάβει το εσφαλμένο της υποτιθέμενης εξομολόγησής του. Κάτι παρόμοιο δεν είχε κάνει και ο αββάς του Γεροντικού με το… αλλοιωμένο «Πάτερ ημών» που είπε στον καλόγερο που αρνιόταν να συγχωρήσει τον συνασκητή του; «Και μη αφίης τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

«Τι κάνατε, Γέροντα; Ποιο το… χουνέρι;»

Χαμογέλασε ο ιερέας. «Λοιπόν, στο τέλος, αφού τελείωσε κάποια στιγμή, σηκώθηκα να του διαβάσω την ευχή: «Δέσποτα, Κύριε ο Θεός ημών», είπα αργά και καθαρά. «Πρόσδεξαι την εξομολόγησιν της δούλης σου Μαρίας, δι’ εμού του αναξίου και αμαρτωλού…».

Εκείνος σαν να τα ’χασε. «Πάτερ», έβγαλε το κεφάλι του από το πετραχήλι θορυβημένος. «Τι λέτε; Μαρία λένε τη γυναίκα μου».

«Το ξέρω, παιδί μου», του είπα. «Αλλά εγώ την εξομολόγηση της γυναίκας σου άκουσα, συνεπώς εκείνης την ευχή διαβάζω»!!!

Η ατμόσφαιρα γέμισε γέλια. Όλοι χαλάρωσαν, αλλά… ο προβληματισμός για το σπουδαίο θέμα της εξομολόγησης μάλλον εντάθηκε…

(Από το βιβλίο των εκδ. «ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο μεγάλο Γέροντα  τῆς ἐποχῆς μας Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες, θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη συγκίνηση  ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.

Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ὅσιος Γέροντας, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ὅσιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας - πού ἔχουμε ἐξαιτίας αὐτῶν σφαλισμένες καί τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις -  λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων  ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.

02 Ιουνίου 2022

Ο… ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ!

 Η θεία Λειτουργία της Κυριακής μόλις είχε τελειώσει. Η ατμόσφαιρα στον ναό ήταν διάχυτη από τη χάρη του Θεού. Η οσμή ευωδίας από το λιβάνι και το κερί είχαν διαποτίσει ακόμα και τους τοίχους. Κοντά στους ιστορημένους αγίους που σε αγκάλιαζαν από παντού, ένιωθες ότι κολυμπάς στο… μέλι. Μελωμένες πράγματι και οι αγιογραφίες. Ποιος ξέρει τι συνέβαινε στην πραγματικότητα, κι ένα μικρό παιδάκι στην αγκαλιά του πατέρα του που πάσχιζε να το φέρει κοντά στις εικόνες να τις φιλήσει, εκείνο ήθελε και να τις… γλείφει! Οι άγιοι σού χαμογελούσαν, ευχαριστημένοι που είδαν για μία ακόμη φορά να έχουν τελεστεί τα μυστήρια του Θεού. Οι άγγελοι κρατούσαν συγχορδία στη συστολή του ιερέα: μάζευαν κι αυτοί τα φτερά τους! Ο Κύριος εν χαρά μεγίστη· που προκλήθηκε να μοιράσει τον εαυτό Του στους κοινωνημένους πιστούς, οι οποίοι θα Τον μετέφεραν στα σπίτια τους και στην καθημερινότητά τους.

Οι πιστοί, πλην ολίγων που είχαν κάποια επείγουσα εργασία, κατέβηκαν στο υπόγειο του ναού για τον καθιερωμένο καφέ. Το υπόγειο λειτουργούσε  ως αίθουσα πολλαπλών χρήσεων: προσφορά πρωινού καφέ μετά τη θεία Λειτουργία, προσφορά καφέ σε μνημόσυνα, τόπος πνευματικών συνάξεων για μελέτη Αγίας Γραφής, αίθουσα κατηχητικών… Μεγάλη ευλογία για τον ναό! Εκεί πραγματοποιείτο η λειτουργία μετά τη… Λειτουργία. Κι εκεί η ατμόσφαιρα πανηγυρική και ευχάριστη.

Ο ιερέας κατέλυσε και ξεφόρεσε. Κατέβηκε κι αυτός να συναντήσει τους ενορίτες του, να πιει κι αυτός τον καφέ του. Πριν καθίσει, έκανε ένα γύρο στα διάσπαρτα τραπέζια. Σε όλους είχε κάτι να πει: έναν ενθαρρυντικό λόγο, μία σύντομη παρατήρηση στο πρόβλημα που πεταχτά κάποιος του έλεγε, ένα αστείο. Σε κάποιους απλώς κτύπησε φιλικά την πλάτη. Ο αδελφός ανάμεσα στους αγαπημένους αδελφούς. Ο πατέρας μαζί με τα παιδιά του!

Κάθισε κι αυτός και σερβιρίστηκε. Οι γύρω του που είχαν προλάβει τις θέσεις χαίρονταν την παρουσία του. Ο καθένας ήθελε και κάτι να του πει. Όλους τους άκουγε με χαμόγελο και ευχαρίστηση. Ορισμένοι ήθελαν να τον… μονοπωλήσουν. Πάντα συμβαίνει κι αυτό. Οι άλλοι βεβαίως δεν τον άφησαν. Ο παπάς ήταν ο παπάς τους. Για όλους.

Είδε την ηλικιωμένη γυναίκα που πάντα ήταν πρώτη στη διακονία, να στέκεται παράμερα, σαν να τον περίμενε. Φαινόταν ότι κάτι την απασχολούσε, αλλά δίσταζε με όλους αυτούς που τον περιτριγύριζαν.

«Τι κάνετε, κ. Πηνελόπη;» τη ρώτησε ο παπάς. «Ελάτε πιο κοντά. Καθίστε κι εσείς λίγο μαζί μας. Μια ζωή μας υπηρετείτε όλους. Πιείτε κι εσείς το καφεδάκι σας».

Η κ. Πηνελόπη διστακτικά προχώρησε. Τα μάγουλά της ήταν λίγο κοκκινισμένα. «Πάτερ», είπε γέρνοντας λίγο προς τον ιερέα. «Πάτερ, θέλω έπειτα κάτι να σας ρωτήσω, που καιρό τώρα με απασχολεί και με ενοχλεί. Σαν αγκάθι τριβελίζει μέσα στο μυαλό μου. Κι ιδιαιτέρως σήμερα, δεν ξέρω γιατί, ήταν αυτό που απορρόφησε τόσο τη σκέψη μου, σαν λογισμός εκ του πονηρού σχεδόν, που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και στη Θεία Λειτουργία».

«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε ψιθυριστά σχεδόν και ο ιερέας. «Θέλετε να ρωτήσετε τώρα, ή λίγο αργότερα, όταν φύγουν οι πολλοί;»

Φύγανε οι πολλοί, έμειναν ελάχιστοι, ο ιερέας έμεινε με την κ. Πηνελόπη.

«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε στην αγαθή γυναίκα, η οποία μπορεί να μην ήξερε πολλά γράμματα, όμως στην καρδιά της είχε αναμμένο πυρσό  αγάπης του  Θεού. «Τι σας απασχολεί»;

«Όπως σας είπα, πάει πολύς καιρός που μ’ ενοχλεί αυτό που ακούω, αλλά σήμερα μου έχει καρφωθεί, όπως σας είπα, στο μυαλό. Λοιπόν, πατέρα μου, φταίτε… κι εσείς  για τον πειρασμό μου αυτόν, όπως και οι εκκλησιαστικοί σταθμοί που ακούω, όταν δεν έρχομαι στον ναό και ακούω από ραδιοφώνου τη Λειτουργία».

Ο ιερέας στενοχωρήθηκε. Ο ίδιος να γινόταν αιτία πειρασμού σε μία τόσο αγαθή γερόντισσα; Μία ρυτίδα αυλάκωσε για λίγο το μέτωπό του.

«Λοιπόν», συνέχισε η γυναίκα, «πρόκειται για κάτι  που σχετίζεται με την Παναγία μας. Νιώθω ότι μ’ αυτό που λέτε, όπως το λέτε, την… υποβαθμίζεται, την προσβάλλεται – πώς να το πω; Και η Παναγία είναι Παναγία. Είναι το λατρευτό μας πρόσωπο. Μετά τον Χριστό μας, όπως και σεις ο ίδιος λέτε, σ’ αυτήν αναφερόμαστε. Θυμάμαι μάλιστα και τη φράση που συνεχώς μας λέτε: Θεός μετά Θεό!»

Έπεφτε από τα σύννεφα ο παπάς. Υποβαθμίζει κ αυτός την… Παναγία και δεν το έχει πάρει είδηση; Μα τι συμβαίνει;  Δεν μίλησε. Άφησε την Πηνελόπη να ολοκληρώσει.

Η γυναίκα έκανε μία παύση. Σαν να δίσταζε να εκστομίσει τη… «βλασφημία»! Στο τέλος είπε αποφασιστικά.

«Πάτερ, γιατί την Παναγία Μάνα μας, που είναι η Δέσποινα του Κόσμου, εσείς και οι εκκλησιαστικοί σταθμοί τη λέτε «Δεσποινίς»;»

Κάτι άρχισε να καταλαβαίνει ο παπάς. «Πότε γίνεται αυτό, κ. Πηνελόπη μου;»

«Ε, να, τότε που λέτε «Της Παναγίας, αχράντου..», μετά αντί να πείτε Δέσποινας λέτε, «Δεσποινίς»!!»

Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα χείλη του ιερέα και χαμογέλασε πλατιά. Αγκάλιασε τη γερόντισσα και εξακολουθώντας να χαμογελά της είπε.

«Κυρία Πηνελόπη μου, φταίει που δεν ξέρετε καλά τη γραμματική της ελληνικής γ λ ώ σ σ η ς», είπε και τόνισε ιδιαιτέρως το «γλώσσης». Είδατε τι μόλις είπα κ. Πηνελόπη; Είπα όχι γλώσσας, αλλά γλώσσης. Είναι λάθος αυτό»;

«Όχι, πάτερ», μουρμούρισε η αγαθή γυναίκα, χωρίς να καταλαβαίνει την ερώτηση του ιερέα.

«Να, τι συμβαίνει κ. Πηνελόπη. Στην αρχαία ελληνική, η Δέσποινα κάνει γενική της Δεσποίνης και όχι της Δέσποινας. Όπως συμβαίνει και με το γλώσσα, με τη θάλασσα και με ένα σωρό ακόμη λέξεις. Δεν θέλω να κάνουμε τώρα μάθημα γραμματικής, αλλά δεν είναι λάθος αυτό που λέμε, κ. Πηνελόπη μου. Η Δέσποινα είναι της Δεσποίνης, δηλαδή της Δέσποινας. Οπότε λέμε στην αίτηση: «Της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», και όχι «Δεσποινίς». Επειδή μάλλον λέμε την αίτηση με τρόπο εμμελή, λίγο τραγουδιστά δηλαδή, ακούτε τον τόνο να κατεβαίνει στη λήγουσα που λέμε».

«Α!», είπε η κ. Πηνελόπη. «Να με συμπαθάτε, πάτερ, δεν ξέρω πολλά γράμματα, και γι’ αυτό το είχα παρεξηγήσει. Συγγνώμη, πάτερ, που σας στενοχώρησα».

«Να είστε καλά, κ. Πηνελόπη. Ό,τι θέλετε να ρωτάτε κι αν μπορώ θα σας απαντώ. Μάλλον όμως πρέπει κι εμείς οι ιερείς να προσέχουμε καλύτερα στο πώς λέμε τις αιτήσεις και τις ευχές, για να μη δημιουργούνται προβλήματα…».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΘΕΟΣ!

«Υπάρχει κίνδυνος, αν κανείς καταφρονεί τα μικρά, αυτή η καταφρόνηση να προχωρήσει και στα μεγαλύτερα και αγιώτερα, και χωρίς να το καταλάβει, δικαιολογώντας τον εαυτό του ότι αυτό δεν είναι τίποτε, το άλλο δεν πειράζει, να φθάσει, Θεός φυλάξοι, στην τελεία καταφρόνηση των θείων και να γίνει ανευλαβής, αναιδής και άθεος» (όσιος Παΐσιος αγιορείτης, από Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου, Άγιον Όρος).

Ο σύγχρονος όσιος μεγάλος Γέροντας του Όρους επισημαίνει ένα καίριο πρόβλημα που αναπτύσσεται στην πνευματική ζωή ενός χριστιανού – το πονηρό αφανές μονοπάτι που παίρνει συχνά ένας πιστός για να καταλήξει, χωρίς να έχει επίγνωση, στην ανευλάβεια, την αναίδεια, την ίδια την αθεΐα! Και ποιο είναι το τραγικό στοιχείο εν προκειμένω; Ότι τη στιγμή που αυτός ο πιστός μπορεί να «κατακεραυνώνει» τους αθέους ανθρώπους ως άφρονες γιατί δεν έχουν ευλάβεια προς τον Θεό και λειτουργούν με αναίδεια απέναντι στους συνανθρώπους τους, την ίδια στιγμή εκείνος ήδη να «περπατάει» στο ίδιο με τους αθέους μονοπάτι, που θα πει σε μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα θα τους συναντήσει για να «λατρέψουν» την ίδια θεότητα: τον εαυτό τους και τον εγωισμό τους - ο έλεγχός του είναι στην ουσία μία αυτοκαταδίκη και ένα αυτομαστίγωμα. Πρόκειται, είναι προφανές, για την πνευματική τύφλωση πολλών χριστιανών, των οποίων ο νους είναι μέσα στο σκότος της πλάνης, γιατί η πίστη τους είναι ιδεολογική και λειτουργεί με τον τρόπο τον «ευσεβίστικο» κατά τον όσιο – ο άγιος Παΐσιος διέκρινε την αληθινή ευλάβεια ως αίσθηση του ζώντος Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου από την κακή «ευσέβεια» την οποία κατανοούσε όχι ως την ορθή πίστη αλλά ένα τυπικό πλαίσιο που αποξηραίνει την αλήθεια κατά τον τύπο των Φαρισαίων της εποχής του Κυρίου.

Ποιο το γνώρισμα αυτού του πονηρού αφανούς δρόμου που οδηγεί «στην τελεία καταφρόνηση των θείων» και όλα τα άλλα αρνητικά και δαιμονικά; Η υποβάθμιση των μικρών θεωρουμένων εντολών του Θεού, η «καταφρόνησή» τους κατά τον λόγο του οσίου. Για παράδειγμα: η σχετικοποίηση της νηστείας της Τετάρτης και της Παρασκευής – πόσοι πιστοί εύκολα την ξεπερνούμε με τη σκέψη ότι «τα εξερχόμενα βρωμίζουν τον άνθρωπο και όχι τα εισερχόμενα», ένας λόγος του Κυρίου που τον ερμηνεύουμε κατά το πάθος της φιληδονίας μας και όχι κατά το δικό Του Πνεύμα και των Πατέρων μας. Ακόμη: πόσο εύκολα αφήνουμε την προσευχή, προσωπική ή κοινή με τη Θεία Λειτουργία, με τη δικαιολογία είτε ότι δεν προλαβαίνουμε είτε ότι είμαστε κουρασμένοι - ο εαυτός μας μάς έχει «καλύψει» πλήρως! Επίσης: πόσες φορές σε μία δύσκολη κατάσταση ή άδικη προσβολή μας από κάποιον δεν σπεύδουμε και εμείς να απαντήσουμε υβριστικά ή να θελήσουμε να εκδικηθούμε για την αδικία που υποστήκαμε; Η δικαιολογία πρόχειρη στα χείλη μας: αν δεν απαντήσω θα με κατασπαράξουν. «Με το σταυρό στο χέρι δεν γίνεται να πορευτούμε στην εποχή μας!» Και δεν είναι ασφαλώς τα μόνα.

Ο άγιος Παϊσιος όμως προχωρεί περαιτέρω τον λόγο του και με τον φωτισμό του Θεού αλλά και με την «τετράγωνη» λογική του: η καταφρόνια των μικρών φέρνει την καταφρόνια και των μεγαλυτέρων και των αγιοτέρων! Αν παραθεωρήσεις μία «μικρή» για εσένα εντολή του Θεού, με μαθηματική ακρίβεια θα προχωρήσεις στην παραθεώρηση και των μεγαλυτέρων! Το επισημαίνουν και τα λαϊκά ακόμη άσματα: «όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, κι ο Θεός ο ίδιος δεν με σταματά!» Διότι η καταφρόνια των όποιων αληθειών συνιστά πράγματι «κατηφόρα» που δεν έχει σταματημό, όπως γίνεται με μία χιονοστιβάδα. Βάση, το σκεπτικό του αγίου που επισημάναμε: ο άνθρωπος όσο διαγράφει και την παραμικρότερη αλήθεια τόσο και τυφλώνεται πνευματικά, γιατί γιγαντώνεται μέσα του ο εγωισμός του – γίνεται κυριολεκτικά υποχείριο του διαβόλου. Η αθεΐα και η ανευλάβεια και η αναίδεια κτίζονται σιγά σιγά μέσα του.

Το έλλειμμα της πίστεως όμως του πιστού αποκαλύπτεται περίτρανα από την αρχή. Διότι κατά τον λόγο του Θεού δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές εντολές. Όλες εφόσον πηγάζουν από τον λόγο του Θεού συνιστούν προσωπική ενέργεια Εκείνου και συνδέονται αμεσότατα μεταξύ τους. Η κάθε εντολή του Θεού δηλαδή μας ενώνει ή μας απομακρύνει από Εκείνον ανάλογα με τη διάθεσή μας και την πράξη μας. Τηρώ τον κάθε λόγο του Θεού; Θα βρω τον Θεό μέσα μου. Τον παραθεωρώ, γιατί «κρίνω» - όλος ο εγωισμός του ανθρώπου αποκαλύπτεται με τη λέξη αυτή! – ότι δεν έχει τόση «βαρύτητα»; Κάνω πέρα τον Θεό και κάθε θεοποιό σωτήρια ενέργειά Του. Ο ίδιος ο Κύριος μάς αποκάλυψε την αλήθεια αυτή και την κήρυξαν οι απόστολοι και οι άγιοί μας γιατί την έζησαν και την είδαν εμπειρικά. «Όποιος καταργήσει ακόμα και μία από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους άλλους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού» (Ματθ. 5, 19). Κι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος λοιπόν θα πει: «όποιος τηρήσει όλες τις διατάξεις του νόμου και παραβεί μία, θεωρείται παραβάτης όλου του νόμου. Γιατί αυτός που είπε μη μοιχεύσεις είπε και μη φονεύσεις. Αν όμως δεν μοιχεύσεις αλλά φονεύσεις, θεωρείσαι παραβάτης όλου του νόμου» (2, 10-11).

Πράγματι, ο Θεός να μας φυλάξει από την κατάντια και την αθεΐα αυτή!  

«ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ’ ΥΜΩΝ»

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».

01 Ιουνίου 2022

«ΟΧΙ Ο…ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΑ!»

Η κυρία καθόταν υπομονετικά. Βρισκόταν μαζί με τους άλλους που περίμεναν τη σειρά τους για να μπουν στο εξομολογητάρι, αλλ’ όταν ερχόταν η δική της σειρά, την παραχωρούσε στον επόμενο. Κάτι φαινόταν να την απασχολεί έντονα. Από καιρού σε καιρό μόνο έσκυβε το κεφάλι προσπαθώντας να σκουπίσει κρυφά ένα δάκρυ που τρεμόπαιζε στα βλέφαρά της. Έπνιγε τον αναστεναγμό της κι όταν ανασήκωνε το κεφάλι, προσήλωνε τα μάτια της ικετευτικά στην Παναγία που ορθωνόταν μπροστά της, στο προσκυνητάρι. Την Παναγία την Παραμυθία.

«Παναγία μου, βοήθησέ με», σιγομουρμούριζε. «Παναγία μου, φώτιζέ με».

Έσυρε τα βήματά της προς τον ιερέα, όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε πια άλλος προς εξομολόγηση.

«Πάτερ, μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;» είπε μουδιασμένα και σχεδόν ξεψυχισμένα.

«Καλώς την κ. Θεώνη», είπε ο παπάς βλέποντάς την. «Πώς και τελευταία; Χαρά στην υπομονή σας. Αλλά αν δεν κάνω λάθος, σας είχα δει από πολύ νωρίς να περιμένετε. Τι έγινε; Φύγατε και ξανάρθατε;»

Την ήξερε καλά τη Θεώνη ο πνευματικός. Ήταν από τις περιπτώσεις που υποκλίνεσαι μπροστά τους. Άνθρωπος του Θεού, με γνήσια αγάπη απέναντί Του, με καλή και ευσεβή πολύτεκνη οικογένεια, με διάθεση ελεήμονα, τόσο που δεν υπήρχε άνθρωπος να κτυπήσει τη θύρα της και να μη βρει μία ανοιχτή αγκαλιά, ένα πιάτο φαΐ, την παρηγοριά και τη στοργή. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε για την περασμένη ώρα, αλλά και από τη θέα του προσώπου της: φαινόταν συντετριμμένη.

«Πάτερ, δεν θα σας απασχολήσω πολύ. Δεν ξέρω καν αν είναι κανονική εξομολόγηση αυτό που θέλω. Νιώθω όμως την καρδιά μου πολύ βαριά από κάτι που συνέβη, και αισθάνομαι την ανάγκη να σας το πω, για να με καθοδηγήσετε. Δεν ξέρω αν είναι αμαρτία αυτό που έκανα. Δημιουργήθηκε όμως μεγάλη ένταση στην οικογένεια».

Ο ιερέας έβγαλε το πετραχήλι και την πήρε παράμερα. Κάθισαν, έχοντας τους αγίους να τους παρακολουθούν και να συμμετέχουν στον πόνο της γυναίκας.

«Τι έγινε, κ. Θεώνη; Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που μου λέτε. Δημιουργήθηκε ένταση στην οικογένεια; Και μάλιστα λέτε ότι αιτία ήσασταν εσείς; Εκ των προτέρων, πριν ακούσω τίποτε, καταλαβαίνω ότι πρόκειται για πειρασμό. Τέλος πάντων, πείτε μου. Μη βγάζω συμπεράσματα πριν ακούσω».

«Λοιπόν, πάτερ. Πριν λίγες ημέρες βρεθήκαμε στο εξοχικό που έχουμε στην Κορινθία. Θα έχετε υπόψη σας – έχετε έλθει άλλωστε και το ‘χετε δει – ότι πολύ κοντά στο σπίτι μας εκεί, υπάρχει ένα παλιό ξωκκλήσι. Αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο το μεγαλομάρτυρα – μεγάλη η χάρη Του! Κόντευε μεσημέρι, όταν φτάσαμε, κι ήμασταν όλοι μαζί. Ξέρετε την αγάπη που τρέφει όλη η οικογένεια για τον άγιο, και γι’ αυτό θεώρησα υποχρέωσή μου, πριν κάνω οτιδήποτε άλλο στο σπίτι, να πάω να προσκυνήσω. Τα παιδιά βέβαια ήταν πεινασμένα και έπρεπε να μαγειρέψω. Πετάχτηκα λοιπόν στον άγιο, προσκύνησα, μα σαν είδα τη σκόνη, τις αράχνες, την εγκατάλειψη…, θέλησα λίγο να συγυρίσω. Μου φάνηκε ότι ήταν ιεροσυλία να αφήσω τον οίκο του Θεού και τον άγιο χωρίς φροντίδα. Πίστεψα ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Πρώτα δεν πάει η αγάπη στον Θεό και έπειτα στους ανθρώπους; Άρχισα λοιπόν το σιγύρισμα και το καθάρισμα. Τα παιδιά ήλθαν να με βρούνε. Φωνάζανε γιατί πείναγαν. Τους εξήγησα ότι σε λίγο θα έλθω, αλλά προηγείται ο άγιος. Προηγείται ο Θεός. Συνέχισα να καθαρίζω, άναψα τα καντήλια, έκαψα και λίγο λιβάνι να μυρίσει ουρανό, και με ικανοποίηση στην καρδιά, έφτασα στο σπίτι».

Ο ιερέας είχε σκύψει το κεφάλι και άκουγε. Ζούσε την όλη εικόνα που περιέγραφε η Θεώνη και είχε καταλάβει το τι είχε τελικά διαδραματιστεί.

«Κι όταν γυρίσατε, θα έγινε… χαμός, απ’ ότι καταλαβαίνω, κ. Θεώνη».

«Η λέξη χαμός δεν λέει τίποτε, πάτερ. Σαν να είχε έλθει ο εξαποδώ στο σπίτι μας. Φωνές, φασαρίες, χαλασμός. Πέσανε επάνω μου όλα τα παιδιά να με… φάνε. Με κατηγορούσαν ότι τους είχα παρατήσει, ότι δεν τους νοιάζομαι, ότι δεν τους αγαπώ. Ο σύζυγός μου προσπάθησε βέβαια να πάρει το μέρος μου, να καθησυχάσει τα παιδιά – κι είναι έφηβοι, πάτερ, τα ξέρετε – αλλά και αυτός φαινόταν ότι συμμερίζεται στο βάθος τις αντιδράσεις τους. Με πήρε κι εκείνος κάποια στιγμή παράμερα και τα  ‘κουσα κι από εκείνον. Ο πειρασμός με συνεπήρε. Αναψοκοκκίνησα, μάλωσα μαζί του, φώναξα έντονα και στα παιδιά.

– Ντροπή σας, τους είπα. Τον άγιο πήγα να καθαρίσω. Εκείνος είναι ο προστάτης μας. Έπρεπε κι εσείς κανονικά να έλθετε να βοηθήσετε.

Τέλος πάντων, πάτερ, υπήρξε μεγάλη ένταση και πέρασε αρκετή ώρα μέχρις ότου τα πράγματα ησυχάσουν. Και το φαγητό που έφτιαξα, με πόνο και πίκρα το έφτιαξα. Και με μούτρα το έφαγαν. Φύγανε όλοι αμέσως μετά, ο καθένας στον χώρο του, και έμεινα μόνη, μ’ ένα τεράστιο «γιατί;» στα χείλη, με καταχνιά και μ’ ασήκωτο βάρος στο στήθος…».

«Κι ήρθατε να με βρείτε», είπε ο παπάς.

«Πάτερ, πείτε μου. Δεν είχα δίκιο που θέλησα να ετοιμάσω πρώτα τον άγιο; Δεν προηγείται ο ναός και έπειτα όλα τα άλλα;» Η Θεώνη έσκυψε το κεφάλι και τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.

Ο ιερέας δεν απάντησε αμέσως. Έστρεψε το βλέμμα νοερά στον Κύριο, στην Κυρία Θεοτόκο, και επικαλέστηκε τη βοήθειά τους. Έπρεπε να προσέξει πώς θα απαντήσει. Η κ. Θεώνη ήταν μία ευαίσθητη καρδιά.

«Κυρία Θεώνη», είπε στο τέλος αργά. «Καταλαβαίνω την αγάπη σας στον Θεό και στους αγίους μας. Και πράγματι η πρώτη και μεγάλη εντολή του Θεού είναι να αγαπάμε Εκείνον με όλη την καρδιά μας, την ψυχή μας, τη διάνοιά μας, τη δύναμή μας. Αλλά, δεν θα συμφωνήσω μαζί σας».

Η κ. Θεώνη ανασήκωσε το κεφάλι της.

«Δεν θα συμφωνήσω, κ. Θεώνη, γιατί δεν είναι τυχαίο πως η σπουδαιότερη αρετή για την Εκκλησία μας, εκείνη που δίνει τον τόνο σε όλες τις άλλες, είναι η διάκριση. Τη συγκεκριμένη ώρα δηλαδή, μεσημέρι, ώρα συνεπώς φαγητού, και έχοντας μάλιστα παιδιά μαζί σας, η προτεραιότητα είναι εκείνα. Το φαγητό έπρεπε πρώτα να ετοιμάσετε, να καθίσετε να φάτε, και έπειτα να πάτε να φροντίσετε το εκκλησάκι του αγίου. Έχω την εντύπωση ότι και τον άγιο αν είχαμε τώρα μαζί μας, θα συμφωνούσε μ’ αυτό που σας λέω. Και ξέρετε γιατί; Διότι ο Θεός και οι άγιοι ικανοποιούνται και χαίρονται, όταν βρισκόμαστε πρώτα από όλα στη διακονία και την υπηρεσία των συνανθρώπων μας. Και πρώτοι συνάνθρωποί μας είναι οι δικοί μας, η οικογένειά μας. Δεν θυμόσαστε, κ. Θεώνη μου, αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ότι γνωρίζουμε πως αγαπούμε τον Θεό από το πώς αγαπούμε τον συνάνθρωπό μας; Η αγάπη μας στον συνάνθρωπο φανερώνει την αγάπη μας στον Θεό. Αν ήσασταν μόνη σας, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Μα δεν ήσασταν…  Λοιπόν κ. Θεώνη, στην προκειμένη περίπτωση πέσατε… «θύμα» της αγάπης σας στον Θεό, ας το πούμε έτσι. Που θα πει: όταν  θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη μας σ’ Εκείνον, Εκείνος μας στρέφει στον συνάνθρωπό μας».

Η κ. Θεώνη δεν μιλούσε. Με σκυμμένο το κεφάλι τώρα άκουγε τον ιερέα. Μέσα της έκλαιγε για την αδιακρισία της.

«Πάτερ, αμάρτησα. Καταλαβαίνω ότι πρέπει αμέσως να σπεύσω και να ζητήσω συγγνώμη από όλους τους. Τους έκανα να εξοργιστούν και να βρεθούν σε πειρασμό. Τους έκανα να αμαρτήσουν. Κι αυτό είναι ένα βάρος ασήκωτο».

«Ναι, μα όλα τα σβήνει η μετάνοια, κ. Θεώνη. Η συγγνώμη που θα πείτε, στον Κύριο και στους δικούς σας, θα είναι το σφουγγάρι που θα σβήσει την όποια αμαρτία σας. Να πάτε στην ευχή του Θεού!»

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ

 «Ο άγιος Ιουστίνος ήταν από τη Φλαβία Νεάπολη της Συρίας, υιός του Πρίσκου του Βακχείου. Ήλθε στη Ρώμη, στον Αντωνίνο τον βασιλιά, εναντιούμενος στην πλάνη των ειδώλων, και επέδωσε λιβέλλους υπέρ της εις Χριστόν πίστεως και ομολογίας, με τις οποίες απεδείκνυε την αλήθεια και τη δύναμη της πίστεως αυτής, ενώ γκρέμιζε με βάση την Αγία Γραφή τις ειδωλολατρικές πλάνες. Επειδή τον φθόνησε ο φιλόσοφος Κρήσκης, φονεύτηκε, αφού προηγουμένως όμως υπέστη πολλά βασανιστήρια. Ο άγιος Ιουστίνος, λόγω της καθαρότητας και της αγιότητας της ζωής του, κι αφού έφτασε στο πιο ψηλό σημείο αρετής και γέμισε εντελώς από κάθε θεϊκή και ανθρώπινη σοφία, άφησε σε όλους τους πιστούς συγγράμματα που είναι πλήρη από κάθε σοφία και ωφέλεια. Διότι προσφέρουν τη γνώση του Θεού σε όλους όσοι θα τα μελετήσουν».

Η ακολουθία της ημέρας δεν επικεντρώνει μόνον στον άγιο Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα. Επειδή μαζί με αυτόν μαρτύρησαν και άλλοι μάρτυρες, όπως οι άγιοι Ιουστίνος (άλλος αυτός), Χαρίτων, Χαριτώ, Ευέλπιστος, Ιέραξ, Πέων και Βαλλεριανός, γι' αυτό και οι ύμνοι αναφέρονται γενικά σε όλους, ελάχιστα δε σε μόνο τον άγιο φιλόσοφο Ιουστίνο. Ο Ιουστίνος όμως είναι εκείνος που κατέχει την ξεχωριστή θέση μεταξύ όλων, δεδομένου ότι είναι "ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής θεολογικής σχολής και αποτελεί νέα και συγκλονιστική παρουσία στην Εκκλησία". Και τούτο γιατί ναι μεν "μέρος από τη θεολογική του σκέψη δεν έγινε Παράδοση της Εκκλησίας, όμως η Εκκλησία δεν δυσκολεύτηκε να τον κατανοήση και να τον τιμήση, διότι ο διδάσκαλος Ιουστίνος, που ήταν μόνο λαϊκός, έγινε μάρτυρας της πίστεώς της και διότι πρώτος αυτός, έστω και χωρίς απόλυτη επιτυχία, επιχείρησε σοβαρά, με τόλμη και σύνεση, να αντιπαραβάλη τη χριστιανική αλήθεια στη φιλοσοφική σκέψη και μάλιστα την πλατωνική" (Στυλ. Παπαδόπουλος).

Βεβαίως όταν η Εκκλησία μας τον χαρακτηρίζει φιλόσοφο δεν έχει κατά νου τον θύραθεν (εκτός της Εκκλησίας δηλαδή) φιλόσοφο που δημιουργεί ένα δικό του φιλοσοφικό σύστημα, ανεξάρτητα από την εις Χριστόν πίστη. Μία τέτοια περίπτωση μπορεί να τιμηθεί από την ιστορία της φιλοσοφίας, όχι όμως από τη χριστιανική πίστη, η οποία αποκλειστικά και μόνο στηρίζεται στην αποκάλυψη του Θεού, σε πρώτη φάση της Παλαιάς Διαθήκης, σε δεύτερη και τέλεια της Καινής με τον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού Ιησού Χριστού. Τον χαρακτηρίζει φιλόσοφο, διότι αφενός είχε φιλοσοφική κατάρτιση - άλλωστε μέχρι να καταλήξει στον χριστιανισμό πέρασε από διάφορες φιλοσοφίες που τον άφησαν όμως ανικανοποίητο - αφετέρου χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία ως όργανο εκφράσεως της ευαγγελικής αλήθειας. Κι αυτό σημαίνει ότι εκείνο που έφλεγε την καρδιά του αγίου ήταν τελικά η σοφία του Θεού και όχι η ανθρώπινη εκδοχή της. Η υμνολογία μας το επισημαίνει: "Κοσμημένος ο σοφός Ιουστίνος από τη σοφία του Θεού, έδειξε με τη χάρη του Θεού την ανοησία της φιλοσοφίας των Ελλήνων και έπεισε τους ανθρώπους να προσκυνούν την Τριάδα και να κραυγάζουν ορθόδοξα: Είσαι ευλογημένος ο Θεός των Πατέρων μας"  (ωδή ζ΄).

Ο άγιος Ιουστίνος είπαμε ότι πέρασε από διάφορες φιλοσοφίες μέχρι να φτάσει στην πίστη του Χριστού. Κι η πίστη του αυτή δεν υπήρξε αποτέλεσμα των φιλοσοφικών ερευνών του. Κανείς από μόνος του δεν γίνεται χριστιανός, αν δεν κληθεί και δεν ελκυσθεί από τον ίδιο τον ζωντανό Θεό. Ο ίδιος ο Κύριος το αποκάλυψε: "Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν" (Κανείς δεν μπορεί να έλθει σε εμένα, εάν ο Πατέρας μου που με έστειλε δεν τον ελκύσει). Ο άγιος Ιουστίνος κλήθηκε από τον ίδιο τον Θεό, γιατί βεβαίως αναζητούσε γνήσια την αλήθεια. Συνέβη σ' αυτόν ό,τι και στον απόστολο Παύλο και ό,τι σε άλλους αγίους: με έναν ξεχωριστό τρόπο του υποδείχτηκε η αλήθεια. Σ' ένα από τα σπουδαία έργα του, τον "Διάλογον προς Τρύφωνα τον Ιουδαίον" περιγράφει με φιλολογικό τρόπο την κλήση του προς τον Χριστό. "Κουρασμένος από τις αναζητήσεις του και ποθώντας ειλικρινά την αλήθεια, περιδιάβαζε μελαγχολικός και στοχαζόμενος σε κάποια παραλία (πιθανόν της Εφέσου), όπου συνάντησε μυστηριώδη σεβάσμιο γέροντα. Αυτός του τόνισε ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να θεραπεύσει την εσώτατη περί Θεού ζήτηση του ανθρώπου και του υπέδειξε τη μοναδική σημασία των προφητών, οι οποίοι «μόνοι και είδαν και εξήγγειλαν την αλήθεια στους ανθρώπους'» (Στυλ. Παπαδόπουλος). Ο υμνογράφος της ακολουθίας του κάνει τον παραλληλισμό με τον απόστολο Παύλο, χωρίς όμως να αναφέρει συγκεκριμένα τι συνέβη στην κλήση του αγίου. "Δέχτηκες από τον ουρανό την κλήση, όπως ο θεσπέσιος Παύλος, θεόσοφε, κι αφού έζησες τον ίσιο δρόμο με άριστο τρόπο, πέρασες στο στάδιο του μαρτυρίου" (ωδή ς΄).

       Η περίπτωση του αγίου Ιουστίνου είναι αξιοθαύμαστη, γιατί επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά ότι όπου υπάρχει γνήσια αναζήτηση της αλήθειας, εκεί έχουμε φανέρωση του Θεού και ο άνθρωπος βρίσκει το μοναδικό και βέβαιο στήριγμα της ζωής του. Όπως ακριβώς και με τον άγιο: "Κατείχες τον Χριστό στην καρδιά σου ως στερέωμα, Ιουστίνε" (ωδή γ΄).