04 Ιουνίου 2022

4 ΙΟΥΝΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Πρέπει να δηλώσουμε απαρχής την επιφύλαξή μας: οι ημέρες που διεθνώς από τον Ο.Η.Ε. αφιερώνονται σε άξια μνήμης γεγονότα ή σε κάποιες κοινωνικές αξίες ναι μεν μπορεί να είναι αξιέπαινη ενέργεια, γιατί δείχνει ευαισθησία συνήθως για κακώς κείμενα στον πλανήτη μας, αλλά πέραν τούτο ουδέν – πάντοτε η «ημέρα» θα μένει στο επίπεδο της ευχής και όχι της ώθησης για ουσιαστικές αλλαγές. Κι όταν μάλιστα η αφιέρωση είναι για ό,τι θεωρείται παγκοσμίως ως το ιερότερο και ευγενέστερο υπάρχει: τα παιδιά, την ελπίδα του κόσμου, τη συνέχεια της ζωής, θα πρέπει άραγε να καθιστούμε αυτό ημέρα μνήμης; Δεν είναι αυτονόητο να προστατεύουμε τα παιδιά, να τα καθοδηγούμε ορθά, να τα σεβόμαστε, όπως προσέχουμε ένα μικρό κλαράκι για να γίνει δένδρο;

Βρισκόμαστε όμως σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, που δυστυχώς τα αυτονόητα δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Η αμαρτία ως διαγραφή ή περιθωριοποίηση Χριστού του Θεού από τη ζωή του ανθρώπου αλλοιώνει την ψυχή και την καρδιά του, διαστρεβλώνει τη σκέψη του, τον κρατά στο σκοτάδι της άγνοιας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει σαφή προσανατολισμό – ο άνθρωπος της αμαρτίας, έστω και θεωρούμενος χριστιανός, είναι άνθρωπος χαμένος, «δίχως ταυτότητα πια». Οπότε με τι φως μέσα του, όταν ο νους του είναι τυφλός, μπορεί να δει την αξία που έχει ο άνθρωπος, τη χάρη που περικλείει ένα παιδί, την αποτύπωση του Δημιουργού μέσα σε όλη τη δημιουργία, ακόμη και στο παραμικρότερο χορταράκι; Με ισοπεδωμένες για όλους και όλα αντιλήψεις, με μόνο κίνητρο τα πάθη του, ο άνθρωπος της πονηρίας και αμαρτίας το μόνο που  επιζητεί είναι να κυριαρχεί, να απομυζά τα πάντα προς το συμφέρον του, να αποφεύγει κάθε τι που τον θέτει ίσως σε κίνδυνο. Φοβισμένος και ανασφαλής λειτουργεί ως το θηρίο που πρέπει να επιζήσει κατασπαράσσοντας κάθε πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό. Ο ψαλμωδός το έχει επισημάνει προ πολλού: «Ο άνθρωπος της αμαρτίας έγινε όμοιος με τα ανόητα κτήνη ακολουθώντας τη δική τους ζωή».

Πού το μεγαλείο ζωής ενός αληθινά πιστού χριστιανού, αλλά ακόμη σ’ έναν βαθμό και καλοπροαίρετου αναζητητή της αλήθειας οποιασδήποτε θρησκείας με ευαίσθητη καρδιά, που το φως του Θεού έχει πλημμυρίσει την ύπαρξή του, ώστε να μπορεί να το διακρίνει σε όλες τις διαστάσεις όπως είπαμε της δημιουργίας; «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως» μάς λέει διαρκώς ο λόγος του Θεού – φωτισμένοι από τον Θεό μπορούμε και βλέπουμε παντού το φως Του. Οπότε ο πιστός βλέπει τον εαυτό του και τον συνάνθρωπό του όχι επίπεδα, όχι ως αντικείμενα των παθών του, αλλά στο βάθος της αλήθειας τους: ως εικόνες του Θεού που αντανακλούν το μεγαλείο Εκείνου, συνεπώς μ’ έναν σεβασμό που έχει χαρακτήρα θεϊκό. Το ίδιο στέκεται σεβαστικά κι απέναντι στη φύση, γιατί διαβλέπει και πάλι τις ενέργειες του Τριαδικού Θεού – «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» αναγγέλλει εξίσου ο προφήτης του Θεού. Και το αποκορύφωμα: στέκεται με δέος, με ευλάβεια, σαν να πατά σε έδαφος ιερό, απέναντι στο παιδί, στη νέα ύπαρξη που συνιστά το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της Δημιουργίας Του. Ο ίδιος ο Κύριος μάς έμαθε τη στάση αυτή: «αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου. Γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Κι αλλού: «Εάν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται ποτέ να μπείτε στη Βασιλεία του Θεού». Ποιος μεγαλύτερος και σπουδαιότερος ύμνος εξαγγέλθηκε ποτέ για τα παιδιά από ό,τι είπε ο ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου; Και βεβαίως ο Κύριος δεν επαίνεσε τα παιδιά απλώς ως παιδιά, αλλά γι’ αυτό που εκφράζουν και ζουν στην ψυχή τους: την αθωότητα και την έλλειψη της πονηρίας, δηλαδή την καθαρή καρδιά τους που μπορεί να αναπαύει τον ίδιο τον Θεό.

Από τη μια λοιπόν ο άνθρωπος της αμαρτίας που τυφλωμένος όχι μόνο δεν βλέπει το μεγαλείο του παιδιού, αλλά το καταδυναστεύει, το εκβιάζει, το χρησιμοποιεί κατά το συμφέρον του – ό,τι φανερώνει την ουσία  της διαστροφής που έχει ως γνώρισμα την εκμετάλλευση του αδύναμου και απροστάτευτου. Κι από την άλλη ο άνθρωπος της πίστεως που αγωνίζεται να αγαπήσει και να σεβαστεί τη χάρη του Θεού, κατεξοχήν ενεργοποιημένη στην καθαρή καρδιά ενός παιδιού και κάθε ανθρώπου που θέλει να μείνει στην ψυχή παιδί, του αγίου.

Και επιλέγουμε έτσι: δεν μπορεί κανείς να διαφοροποιήσει και να ξεχωρίσει την ορθή στάση σεβασμού απέναντι στα παιδιά από τη στάση σεβασμού απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό του. Δηλαδή, δεν μπορεί άνθρωπος που δεν σέβεται γενικά τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αδύναμο θεωρούμενο όποιος κι αν είναι αυτός, να σεβαστεί μεμονωμένα και «εξειδικευμένα» ένα παιδί. Ο εκμεταλλευτής του όποιου αδύνατου παραμένει εκμεταλλευτής κατεξοχήν του πιο αδύνατου, που είναι το παιδί. Ο Χριστός μπορούσε να αγαπά με απόλυτο τρόπο τα παιδιά, γιατί αγαπούσε με απόλυτο τρόπο και κάθε άνθρωπο. 

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«῾Ο ἅγιος Μητροφάνης, υἱός τοῦ Δομετίου, ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί πρώτου μεταξύ τῶν χριστιανῶν βασιλέων. ῾Ο Δομέτιος ἦταν ἀδελφός τοῦ βασιλιᾶ Πρόβου καί γέννησε δύο υἱούς, τόν Πρόβο καί τόν Μητροφάνη. ῾Ο Δομέτιος κατενόησε μέ σώφρονα λογισμό ὅτι ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων εἶναι πλανημένη καί ψεύτικη, γι᾽ αὐτό προσῆλθε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί βαπτίστηκε στό ἄγιο ὄνομά Του. ᾽Αφοῦ λοιπόν ἦλθε στό Βυζάντιο, συναναστρεφόταν τόν Τίτο, τόν ἐπίσκοπο τοῦ Βυζαντίου, πού ἦταν ἄνδρας ἅγιος καί θεοφόρος, ὁ ὁποῖος ἐνέταξε τόν Δομέτιο στόν κλῆρο τῆς ᾽Εκκλησίας. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου Τίτου, ὁ Δομέτιος γίνεται ἐπίσκοπος Βυζαντίου, κι αὐτόν τόν διαδέχεται ὁ Πρόβος ὁ υἰός του. ᾽Αφοῦ κάθησε στήν ᾽Εκκλησία ὁ Πρόβος δώδεκα ἔτη ἐκδημεῖ πρός τόν Κύριο, κι ἀμέσως ὁ Μητροφάνης, ὁ ἀδελφός τοῦ Πρόβου καί υἱός τοῦ Δομετίου, ἀνέρχεται στόν Πατριαρχικό θρόνο.

Αὐτόν τόν Μητροφάνη βρῆκε ὁ μέγας Κωνσταντίνος ὡς ἐπίσκοπο στό Βυζάντιο καί κατενόησε τήν ἀρετή του, τήν εὐθύτητα τῶν τρόπων του καί τήν ἁγιότητα πού τόν περιέβαλε. Λέγεται μάλιστα γιά τόν Κωνσταντίνο ὅτι ἀγάπησε τόσο τόν τόπο καί διατέθηκε φιλότιμα πρός αὐτόν, (ὥστε νά μή φεισθεῖ κανένα ἔξοδο καί νά ἀνεγείρει πόλη πού νικοῦσε καί ξεπερνοῦσε ὅλες τίς ἄλλες πού εἶχαν γίνει ἀπό τούς ἀνθρώπους, στήν ὁποία ἔβαλε τό κράτος καί τή βασιλεία, μεταφέροντας αὐτήν ἀπό τήν πρεσβυτέρα Ρώμη), ὄχι μόνο λόγω τῆς θέσης τῆς πόλης πού εἶχε εὐκρασία καί στίς τέσσερις ἐποχές τοῦ χρόνου, ὄχι μόνο γιά τήν ἀφθονία τῶν καρπῶν καί τῆς ἄρδευσής της ἀπό τή θάλασσα, ὅπως καί ὅτι βρισκόταν καί στά δύο τμήματα τῆς οἰκουμένης, τήν Εὐρώπη καί τήν ᾽Ασία, ἀλλά καί γιά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἁγίου Μητροφάνη.

῞Οταν δέ συναθροίστηκε ἡ πρώτη Σύνοδος στή Νίκαια (325), ὁ μέν μακάριος Μητροφάνης δέν μπόρεσε νά πάει λόγω τοῦ γήρατος καί τῶν ἀσθενειῶν του, διότι ἦταν κλινήρης ἀφοῦ ἡ φυσική του δύναμη εἶχε μαραθεῖ ἀπό τά χρόνια, ἔστειλε ὅμως στή θέση του τόν πρῶτο μεταξύ τῶν πρεσβυτέρων ᾽Αλέξανδρο, ἄνδρα τίμιο, τόν ὁποῖο καί ὅρισε διάδοχό του.  Μέ τήν ἐπάνοδο λοιπόν τοῦ βασιλιᾶ καί τῶν θεοφόρων Πατέρων, κι ἀφοῦ λύθηκε ἡ Σύνοδος, λέγεται ὅτι ἀποκαλύφθηκε στόν ἅγιο Μητροφάνη ἀπό τόν Θεό πώς ὁ ᾽Αλέξανδρος καί μετά ἀπό αὐτόν ὁ Παῦλος ὅτι εἶναι οἱ κατάλληλοι καί εὐάρεστοι στόν Θεό γιά μιά τέτοια διακονία. Κοιμήθηκε δέ καί ἀναπαύτηκε ὁ μακάριος, ὁπότε καί μετατίθεται πρός τόν Θεό. Τελεῖται δέ ἡ Σύναξή του στήν ἁγιώτατη μεγάλη ᾽Εκκλησία, στόν σεβάσμιο αὐτοῦ οἶκο, πού βρίσκεται πλησίον τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρα ᾽Ακακίου στό ῾Επτάσκαλο».

Τό κοντάκιο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Μητροφάνη συμπυκνώνει τά κύρια στοιχεῖα τῆς ζωῆς του στά ὁποῖα ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή μας οἱ ἅγιοι ὑμνογράφοι του: πρῶτον, τή δύναμη τοῦ ὀρθόδοξου λόγου του, δεύτερον, τό γεγονός ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Πατριάρχης τοῦ Βυζαντίου μετά τήν ἀνάδειξη τοῦ τόπου αὐτοῦ σέ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τόν Μ. Κωνσταντίνο, τρίτον, τή χάρη τῆς προφητείας τήν ὁποία ἔλαβε ἀπό τόν Θεό. «Τόν ἱεράρχη τοῦ Χριστοῦ Μητροφάνη, τόν φωσφόρο λαμπτήρα τῆς ᾽Εκκλησίας πού κήρυξε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα ἐν μέσω τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί κόσμησε ἀνάμεσα στούς πρώτους τόν θρόνο στή Βασιλίδα τῶν πόλεων ἐνῶ ἔλαβε σαφῶς τή χάρη τῆς προφητείας ἀπό τόν Θεό, ἄς τόν ὑμνήσουμε ἀπό κοινοῦ».

Πράγματι, ἐπανειλημμένως οἱ ὑμνογράφοι του τονίζουν τό ὀρθόδοξο φρόνημά του -  συνεπῶς καί τόν φωτισμό πού εἶχε ἐκ Θεοῦ γιά νά διακρίνει τήν ἀλήθεια ἀπό τά αἱρετικά φληναφήματα τοῦ αἱρεσιάρχη ᾽Αρείου, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ – πού γινόταν αἰτία νά ἁπλώνεται σέ ὅλη τήν οἰκουμένη ἡ ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης. «῾Η δύναμη τῶν θείων ρημάτων καί ὁ φθόγγος τῶν ἔνθεων λόγων σου, ἁπλώθηκε σέ ὅλα τά πέρατα τῆς οἰκουμένης, κηρύσσοντας, μακάριε, τήν ὀρθοδοξία σέ ὅλους» (ὠδή ς᾽). Μπορεῖ βεβαίως ὁ ἴδιος νά μή παρευρέθηκε στή Σύνοδο τῆς Νικαίας, λόγω ἀδυναμίας, ὅμως ὁ ἐκπρόσωπός του ᾽Αλέξανδρος ἐκείνου τήν πίστη καί τό φρόνημα κλήθηκε νά καταθέσει, πίστη καί φρόνημα βεβαίως ὄχι ἄλλο ἀπό ἐκεῖνο πού ἐξέφραζε τό φρόνημα καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ ὁποίου ἡγεῖτο. Γι᾽ αὐτό καί δέν μᾶς παραξενεύει τό γεγονός ὅτι ὁ ὑμνογράφος τοποθετεῖ μέσα στούς Πατέρες καί τόν ἴδιο τόν ἅγιο, παρόντα ἐν πνεύματι ἀσφαλῶς, ἔστω καί ἀπόντα τῷ σώματι. «῞Οπως ὁ Πέτρος, κήρυξες ἐνώπιον τῆς Συνόδου τόν Υἱόν Λόγον ὁμοούσιον μέ τόν Θεό Πατέρα» (κάθισμα γ´ ὠδῆς ὄρθρου).

Καί ναί μέν ὁ ὅρος «ὁμοούσιος», γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίστηκε σθεναρότατα ὁ μέγας Πατήρ ᾽Αθανάσιος, μπορεῖ νά μήν ἔχει ἁγιογραφική ἀκριβῶς βάση, ὅμως ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς Γραφῆς καί τήν ἀλήθεια πού ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος καί κήρυξαν οἱ ἄγιοι ᾽Απόστολοι: ὅτι ὁ Κύριος δηλαδή δέν εἶναι λιγότερο Θεός ἀπό τόν Θεό Πατέρα.  Γι᾽ αὐτό καί κάθε φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πιστός, ἰδίως δέ οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων ἐπίσκοποι, ἀποδέχτηκαν τόν ὅρο, γιατί ἔβλεπαν πέρα ἀπό τό γράμμα τό κρυμμένο Πνεῦμα. Προσωπικότητες σπουδαῖες, ἅγιοι μεγάλοι, πέραν τοῦ ἁγίου ᾽Αθανασίου, σάν τούς ἁγίους Νικόλαο, Σπυρίδωνα, ᾽Αλέξανδρο, Μητροφάνη, ἔσπευσαν πράγματι νά ὑπογράψουν καί μέ τά δύο τους χέρια ὅ,τι τό Πνεῦμα εἶχε ἰδιαιτέρως ἀποκαλύψει στόν πρωτεργάτη τοῦ ὅρου ἅγιο ᾽Αθανάσιο. Γιατί ἀκριβῶς ἐξέφραζε τήν ἀλήθεια. Κι ἐκεῖνο βεβαίως πού ἔκανε τούς ἁγίους θεοφόρους Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νά ἀποδέχονται τόν ὅρο γιατί ἔβλεπαν τήν ἀλήθεια του ἦταν γιατί ἡ ζωή τους ἦταν ὁμότροπη μέ τή ζωή τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων. ῞Οταν ἡ ζωή ἑνός ἀνθρώπου εἶναι σύμφωνη πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός ὅ,τι δηλαδή ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε καί οἱ ᾽Απόστολοι ἐκήρυξαν, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν ἄνθρωπο γιά νά διαβλέπει τήν ἀλήθεια καί νά τήν ὁμολογεῖ μέ τόν ὀρθό τρόπο. Τό συγκεκριμένο κάθισμα τῆς γ´ ὠδῆς τό σημειώνει ἐξαιρετικά: «Φάνηκες μέ κάθε ἀλήθεια νά μιμεῖσαι τούς τρόπους καί τίς φωνές τῶν ᾽Αποστόλων». Κι ἀκόμη: «῞Οπως ὁ Παῦλος θυσίασες τήν ψυχή σου γιά τό ποίμνιό σου, ἀοίδιμε».

Οἱ ὑμνογράφοι μας ὅμως τονίζουν ἐπανειλημμένως καί τό γεγονός ὅτι πρῶτος αὐτός καταστάθηκε Πατριάρχης τῆς βασιλίδος τῶν Πόλεων. Καί γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θέλησε νά εἶναι σ᾽ αὐτήν τή θέση λόγω τῆς ἁγίας ζωῆς του, καί γιατί ὁ αὐτοκράτορας,  ἀσφαλῶς μέ φωτισμό Θεοῦ, ἐκτίμησε τό ἐξαίρετο τῆς ἁγίας προσωπικότητάς του. «῎Εγινες ὀπαδός τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔλαβες ὡς κλῆρο τόν θρόνο αὐτοῦ ἐπί γῆς, Μητροφάνη, ἀναδεικνύμενος ἄξια πρῶτος ἐσύ ἀπό τούς Πατριάρχες στή βασίλισσα Πόλη, θεομακάριστε» (ὠδή γ´). «Εἶδε τήν εὐθύτητα τῆς γνώμης σου, ὁ πρῶτος τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, ἀκολουθώντας τή θεία θέληση, Μητροφάνη, καί σέ ὅρισε στή θεία Σύνοδο πρῶτο τῶν Πατριαρχῶν» (ὠδή γ´).

Καί δέν σταματοῦν οἱ ὑμνογράφοι νά σημειώνουν καί τό χάρισμα τῆς προφητείας πού ὁ Κύριος ἔδωσε στόν ἀγαθό δοῦλο Του. Διότι ἀφενός «ἐκ κοιλίας μητρός προγνωρίζοντάς τον τόν καθαγίασε καί τόν κατέστησε δοχεῖο τοῦ Πνεύματός Του» (ὠδή ς´), ἀφετέρου γιατί ἐπιβεβαίωνε ἀδιάκοπα ὁ ἅγιος τήν θεόθεν κλήση του μέ τήν ἁγιασμένη βιοτή του. «Νέκρωσες προηγουμένως τά σκιρτήματα τῆς σάρκας μέ ἐγκράτεια καί κόπους καί προσευχές, ὁπότε ἔγινες θεῖος ἱερουργός τοῦ Πλαστουργοῦ» (ὠδή δ´)· «᾽Επιτελοῦσες τά θεῖα μέ θεῖο τρόπο καί ἄγγιζες τά καθαρά μέ καθαρότατο λογισμό» (ὠδή ε´). ῾Ο ἅγιος Μητροφάνης λοιπόν εἶχε προορατικό καί διορατικό χάρισμα. «᾽Εμπνεύσθηκες ἀπό τόν Θεό, Σοφέ, καί ἀποκάλυψες στόν βασιλιά, μέχρι καί τόν τρίτο, αὐτούς πού ἐπρόκειτο νά σέ διαδεχτοῦν στόν θρόνο»  (ὠδή ζ´). ᾽Ακόμη καί τόν μέγα  ᾽Αθανάσιο διεῖδε ὡς τόν ἑπόμενο Πατριάρχη ᾽Αλεξανδρείας, ὅταν τόν ρώτησε ἐπ᾽ αὐτοῦ  ὁ προηγούμενος. «Εἶπες προορατικά στόν ἱεράρχη πού σ᾽ ἐρώτησε ὅτι ὁ μέγας ᾽Αθανάσιος, ὁ πολύς κατά τά θεῖα καί λαμπρός ἀριστέας, θά εἶναι μετά ἀπό αὐτόν ὁ Πρόεδρος τῶν ᾽Αλεξανδρέων» (ὠδή η´).

Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τό πόσο ἀξιοθαύμαστος ἦταν μεταξύ τῶν Πατέρων τῆς ἐποχῆς του ὁ ἅγιος Μητροφάνης. ῞Ενας ἀσκητής ἐπίσκοπος, ἕνας διορατικός καί προορατικός ἅγιος, ἕνας διαπρύσιος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπαρατήρητος. Πρέπει νά φανταστοῦμε μέ πόσο σεβασμό τόν πλησίαζαν οἱ πιστοί ἄνθρωποι, οἱ ἄλλοι ἅγιοι τῶν χρόνων του, γιά νά τόν δοῦν, νά τόν ἀγγίξουν, νά τόν ἀκροαστοῦν. ῎Αν ὁ διορατικός καί προορατικός ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὅσιος Πορφύριος, συνήθροιζε πλήθη πιστῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἄς φανταστοῦμε καί τό τί γινόταν καί τήν ἐποχή ἐκείνη σχετικά μέ τόν ἅγιο Μητροφάνη, τόν Πατριάρχη τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, τόν ἐκλεκτό τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα. ῾Ο ὑμνογράφος μᾶς ἀφήνει νά τό ὑποψιαστοῦμε μέ ἀσφάλεια. «῾Η πρώτη Σύνοδος θαύμασε τή λάμπουσα χάρη τῶν δωρημάτων τοῦ Πνεύματος πάνω σου, ὅσιε, καί σέ δοξάζει ἀκολουθώντας τήν ψῆφο τοῦ Θεοῦ καί τοῦ βασιλιᾶ» (ὠδή γ´).

03 Ιουνίου 2022

Ο ΣΟΦΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ

Η επίσκεψη στον ογδοντάχρονο Γέροντα ιερέα αποδείχτηκε, όπως συνέβαινε άλλωστε και τις περισσότερες φορές, πολλαπλώς ωφέλιμη. Όχι μόνο γιατί ήταν ένας αγιασμένος ιερέας, σοφός στον νου και αδαμάντινος στον χαρακτήρα του, αλλά γιατί κι εκεί που επικεντρώθηκε τελικώς η συζήτηση μαζί του, ήταν ό,τι καλύτερο και επωφελέστερο για τους νεώτερους ιερείς που τον είχαμε επισκεφθεί λόγω της ονομαστικής του εορτής. Η σοφία του μαζί με την αγιασμένη βιοτή του, συνδυασμένη με την πολύχρονη, υπέρ τα πενήντα έτη, ιερατική εμπειρία του, αποτελούσαν τα εχέγγυα, ώστε ο λόγος του να έχει βαρύνουσα σημασία, να αποτελεί για τους νεώτερους καθοδηγητικό στοιχείο ζωής και διακονίας.

Πέραν των συνηθισμένων που συνήθως λέγονται κατά τις περιπτώσεις αυτές, όλοι σαν συνεννοημένοι θέσαμε προς συζήτηση στον Γέροντα εκείνο το πρόβλημα που ταλανίζει μάλλον τις περισσότερες ιερατικές συνειδήσεις: την ελλειμματική μετάνοια του συγχρόνου πιστού ανθρώπου, κατεξοχήν μάλιστα όταν αποφασίζει να κάνει το τόλμημα και διαβεί το κατώφλι του ναού για εξομολόγηση των αμαρτιών του.

«Τι γίνεται, Γέροντα», είπε ένας νέος σχετικά ιερέας, που μετρούσε δεν μετρούσε δέκα χρόνια στην ιερωσύνη, «με τον κόσμο σήμερα; Και δεν εννοώ τον κόσμο που δεν πατάει το πόδι του στην Εκκλησία – αυτός θα κριθεί κατά τις επιλογές του: ελεύθερος είναι ο καθένας να ακολουθήσει ή όχι τη χριστιανική πίστη – αλλά αυτόν που θεωρείται πιστός, που εκκλησιάζεται, που δείχνει ότι ο Χριστός μετράει πολύ στη ζωή του;»

«Τι εννοείς, παιδί μου;» είπε ο Γέροντας, χαϊδεύοντας τη μακριά λευκή γενειάδα του, και το φωτεινό βλέμμα του αναπαύτηκε σαν πρωινή ηλιαχτίδα στο πρόσωπο του νέου.

«Εννοώ, Γέροντα, ότι αυτός ο κόσμος θέλει τον Χριστό, αλλά πολλές φορές παρουσιάζεται στην καθημερινότητά του ως αρνητής του, κάτι που το διαπιστώνει κανείς ιδιαιτέρως όταν έρχεται προς εξομολόγηση, συνήθως στις μεγάλες εορτές. Εκεί παρουσιάζεται το φαινόμενο η εξομολόγηση να καταλήγει μάλλον σε αύξηση των αμαρτιών του εξομολογουμένου, γιατί απ’ ό,τι έχω διαπιστώσει δεν υπάρχει το βασικό στοιχείο της εξομολόγησης, που είναι η μετάνοια».

«Ναι, Γέροντα», έσπευσε να προσθέσει και ο άλλος της παρέας. «Έτσι είναι, όπως το λέει ο αδελφός εδώ – το ξέρετε καλύτερα από όλους μας. Δεν νομίζω αυτό να γίνεται μόνο σε μας. Έρχονται πολλοί προς εξομολόγηση, κι ενώ υπάρχει ευκολία μάλλον να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, δεν φαίνεται η απόφαση για αλλαγή τους. Και χωρίς απόφαση αλλαγής και διόρθωσης μπορεί να υπάρχει μετάνοια; Οπότε μάλλον και η συγχωρητική ευχή που τους δίνουμε δεν πρέπει να δίνει ώθηση ανόδου στην πνευματική τους ζωή».

Ακολούθησε μία μικρή σιωπή. Ο Γέροντας σαν να είχε χαθεί λίγο στις σκέψεις του ή στις προσευχές του. Δεν βιάστηκε να δώσει απάντηση.

«Είναι αλήθεια αυτό που λέτε», είπε στο τέλος. «Αλλά, αν ανεβαίνουν ή όχι πνευματικά – για να σχολιάσω την τελευταία κουβέντα σου, παιδί μου – αυτό δεν το ξέρουμε. Πολλά πράγματα φαίνονται αρνητικά, πολλά διαπιστώνουμε ως ελλείμματα, αλλά ο αληθινός κριτής, γιατί ξέρει τις καρδιές μας, είναι μόνον ο Χριστός και Θεός μας. Θέλω να πω ότι δεν  πρέπει να σπεύδουμε να βγάζουμε καταδικαστικές αποφάσεις, έστω κι αν φαίνεται ότι κάτι δεν λειτουργεί με τον τρόπο που νομίζουμε. Εκείνος βρίσκει τρόπους να διεισδύει στις ανθρώπινες καρδιές, αρκεί να βρει μία μικρή χαραμάδα, μία ελάχιστη ρωγμή, ένα ίχνος ταπείνωσης… Και δεν φανερώνει άραγε κάποια  ταπείνωση η απόφαση ενός να εξομολογηθεί; Μη ξεχνάτε ότι την απόφαση του πιστού να εξομολογηθεί την πολεμάει λυσσαλέα ο Πονηρός. Γιατί ξέρει ότι κατεξοχήν εκεί διαλύονται οι όποιοι ιστοί έχει στήσει στις ανθρώπινες ψυχές. Του ψιθυρίζει ύπουλα ότι ο παπάς, ο πνευματικός, είναι και αυτός άνθρωπος με αμαρτίες. Τι θα πας να πεις σ’ αυτόν; Ή αντίθετα: όταν βλέπει τον σεβασμό του ανθρώπου στον παπά του, του υποβάλλει τον λογισμό να μην πάει, γιατί τι εικόνα θα σχηματίσει γι’ αυτόν εκείνος; «Θα ξεπέσεις στα μάτια του» – είναι το πιο συνηθισμένο που του σφυρίζει. Ακόμη και η ευκολία που έχουν ορισμένοι να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, όπως είπατε, και αυτή έχει ένα στοιχείο γενναιότητας.  

«Ναι, Γέροντα», είπε ένας  από τους συζητητές. «Η ντροπή που νιώθουν πολλοί για την ομολογία των αμαρτιών τους κάνει άλλους να κρύβουν τις πιο βαριές θεωρούμενες αμαρτίες, και άλλους να τις εκφράζουν μεν όλες και μάλιστα εύκολα, αλλά με τη δικαιολογία ότι έτσι κάνουν όλοι, συνεπώς είναι φυσικό να αμαρτάνουν. Οπότε όντως λείπει τελικώς το στοιχείο της μετάνοιας». 

«Για να μην παρεξηγηθούμε», θέλησε άλλος κληρικός να πει, «δεν είναι όλοι έτσι. Υπάρχουν και εκείνοι που έρχονται με πλήρη συναίσθηση, με απόφαση για διόρθωση, με αληθινή μετάνοια. Μην τους βάζουμε όλους στο ίδιο… τσουβάλι».

«Ασφαλώς, ασφαλώς», έσπευσαν όλοι να επιβεβαιώσουν. «Απλώς η διαπίστωση είναι για πολλούς, κι έχω την εντύπωση, για τους περισσοτέρους».

Ο Γέροντας πήρε πάλι τον λόγο. «Ακούστε, παιδιά μου. Το ξέρετε, δεν θέλω να σας κάνω τον δάσκαλο, αλλά είναι πολλά τα θέματα, πολλές οι διαστάσεις της εξομολόγησης, πρέπει λοιπόν να την αντιμετωπίζουμε με μεγάλη προσοχή και ευθύνη. Γιατί αγγίζει τα άγια των αγίων που είναι η καρδιά του ανθρώπου. Και για να κερδίσει αυτήν την καρδιά ο Κύριος, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», κι έχυσε και το πανάγιο αίμα Του γι’ αυτήν. Πρέπει λοιπόν, το ξαναλέω, να είμαστε πολύ συγκαταβατικοί στους ανθρώπους. Ακόμα και για την ντροπή που νιώθουν οι πολλοί. Δεν είναι φυσικό; Όταν πάμε κι εμείς για εξομολόγηση, γιατί δεν πιστεύω να υπάρχει κληρικός που να μην εξομολογείται, δεν νιώθουμε την ίδια ντροπή; Αλλά όση ντροπή έχουμε, τόση χάρη και παίρνουμε. Την ντροπή που καταθέτουμε, την μεταποιεί σε δόξα και στεφάνι για εμάς ο Κύριος. Δεν είναι λοιπόν καταρχάς ντροπή η… ντροπή. Το αντίθετο.

Από την άλλη, δεν έχουμε ευθύνη οι κληρικοί για την άγνοια που έχουν οι χριστιανοί μας πολλές φορές όχι μόνο σε θέματα πίστεως, αλλά και σ’ αυτά τα πρακτικά που είναι όμως και τα πιο ίσως σωτήρια; Τους έχουμε ενημερώσει σωστά; Τους λέμε πώς γίνεται η σωστή εξομολόγηση; Τους καθοδηγούμε στο να διαβάζουν τους βίους των αγίων μας ή τα πατερικά μας κείμενα που μας ανοίγουν τα μάτια για το μεγάλο αυτό μυστήριο της μετανοίας; Έχουμε χρησιμοποιήσει ακόμη και μη ακραιφνώς χριστιανικές πηγές, για να εξηγήσουμε τι σπουδαίο πράγμα είναι το άνοιγμα της ψυχής του ανθρώπου σε έναν συνάνθρωπο, ο οποίος μάλιστα έχει τη δοσμένη από τον Κύριο εξουσία του «αφιέναι αμαρτίας»; Ο κόσμος γιατί καταφεύγει σε ψυχολόγους και σε ψυχιάτρους; Διότι έχει την ανάγκη αυτήν, αλλά δεν την βρίσκει πολύ συχνά σε μας τους κληρικούς. Κι είναι τεράστιο θέμα κι αυτό, γιατί δηλαδή δεν πάει στον παπά και πάει στον ψυχολόγο. Και δεν εννοώ τον πιστό που όντως πάσχει από κάποια ψυχικά νοσήματα, που έτσι κι αλλιώς χρειάζεται τον ψυχίατρο ή τον ψυχολόγο, αλλά και έναν από τους υγιείς ψυχικά θεωρούμενους πιστούς. Μολονότι βεβαίως υγιής ψυχικά καθόλα είναι μόνον ένας προχωρημένος πιστός πνευματικά, ένας αληθινός άγιος.

- Φταίμε κι εμείς, φταίμε κι εμείς πολύ», σαν να μονολογούσε ο λευκασμένος ιερέας κι έσκυψε το κεφάλι του, για να κρύψει ίσως και κάποιο δάκρυ του.

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Όλοι ένιωθαν ότι είχε βαρύνει λόγω της σοβαρότητας του θέματος, γι’ αυτό και κανένας δεν ήθελε να τη συνεχίσει.  Οι περισσότεροι ασχοληθήκαμε με το γλυκό που ήδη μας είχε σερβιρισθεί, κι υψώσαμε το αναψυκτικό να ευχηθούμε.

«Στην υγειά σας, Γέροντα. Χρόνια πολλά και ευλογημένα».

«Ευχαριστώ, παιδιά μου», είπε ο εορτάζων. «Καλό παράδεισο σε όλους».

«Θα σας πω και κάτι ακόμα», κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε, σαν να ήθελε να αποφορτίσει λίγο την ατμόσφαιρα. «Το θέμα αυτό είναι τεράστιο όπως είπαμε, και θα ’πρεπε να συζητηθεί σε ιερατική σύναξη, κι όχι μόνο μία φορά. Μάλλον να ξανασυζητηθεί, γιατί έχουν γίνει τέτοιου είδους συνάξεις. Θέλω όμως να πω κάτι που έχει και μία φαιδρή διάσταση, μέσα έστω στη σοβαρότητά του».

Όλοι σταμάτησαν και έστρεψαν με τεράστιο ενδιαφέρον να ακούσουν και πάλι τον Γέροντα ιερέα.

«Λοιπόν, πρόκειται για μία περίπτωση ενός άντρα, ο οποίος μετά τα πρώτα χρόνια της συζυγίας του άρχισε να βλέπει τα σημάδια κόπωσης στην έγγαμη ζωή του. Αλλά ήλθε για εξομολόγηση με διάθεση εγωιστική, με έλλειψη μετανοίας, που είπατε και προηγουμένως».

«Τι ήταν λοιπόν Γέροντα;» είπε ο νεώτερος με αδημονία.

«Μπήκε λοιπόν ο άνδρας αυτός και άρχισε μετά από λίγο να κατηγορεί τη γυναίκα του. Θεωρούσε ότι η γυναίκα του τον παραμελεί, γιατί είχε ρίξει το βάρος της στα παιδιά τους και τη δουλειά της. Εργαζόταν και εκείνη. Δυστυχώς, δεν έβρισκε και κάποια δικαιολογία. Όλα της γι’ αυτόν ήταν στραβά κι ανάποδα. Και είχαν ξεκινήσει με μεγάλο έρωτα. Με πάθος τεράστιο, όπως είπε. Καθώς λοιπόν έλεγε τα τρωτά της συζύγου του και  πόσο τελικά δεν του αξίζει, του έκανα την παρατήρηση που κάνουμε όλοι οι πνευματικοί σε παρόμοιες περιπτώσεις: παρακαλώ, περιοριστείτε σε εσάς τον ίδιο. Τις δικές σας αμαρτίες παρακαλώ να πείτε. Αφήστε τη γυναίκα σας. Εκείνος δεν έδωσε σημασία και συνέχισε το ίδιο… βιολί».

Σταμάτησε για να πιει μια γουλιά νερό ο ιερέας, έξυσε λίγο τον κρόταφό του και χάιδεψε και πάλι τη γενειάδα του.

«Τότε λοιπόν του ετοίμασα ένα… χουνέρι. Του ζήτησα συγγνώμη στο τέλος, ζήτησα συγγνώμη και από τον Κύριο, μα ήταν νομίζω ο μόνος τρόπος να καταλάβει το εσφαλμένο της υποτιθέμενης εξομολόγησής του. Κάτι παρόμοιο δεν είχε κάνει και ο αββάς του Γεροντικού με το… αλλοιωμένο «Πάτερ ημών» που είπε στον καλόγερο που αρνιόταν να συγχωρήσει τον συνασκητή του; «Και μη αφίης τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

«Τι κάνατε, Γέροντα; Ποιο το… χουνέρι;»

Χαμογέλασε ο ιερέας. «Λοιπόν, στο τέλος, αφού τελείωσε κάποια στιγμή, σηκώθηκα να του διαβάσω την ευχή: «Δέσποτα, Κύριε ο Θεός ημών», είπα αργά και καθαρά. «Πρόσδεξαι την εξομολόγησιν της δούλης σου Μαρίας, δι’ εμού του αναξίου και αμαρτωλού…».

Εκείνος σαν να τα ’χασε. «Πάτερ», έβγαλε το κεφάλι του από το πετραχήλι θορυβημένος. «Τι λέτε; Μαρία λένε τη γυναίκα μου».

«Το ξέρω, παιδί μου», του είπα. «Αλλά εγώ την εξομολόγηση της γυναίκας σου άκουσα, συνεπώς εκείνης την ευχή διαβάζω»!!!

Η ατμόσφαιρα γέμισε γέλια. Όλοι χαλάρωσαν, αλλά… ο προβληματισμός για το σπουδαίο θέμα της εξομολόγησης μάλλον εντάθηκε…

(Από το βιβλίο των εκδ. «ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο μεγάλο Γέροντα  τῆς ἐποχῆς μας Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες, θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη συγκίνηση  ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.

Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ὅσιος Γέροντας, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ὅσιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας - πού ἔχουμε ἐξαιτίας αὐτῶν σφαλισμένες καί τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις -  λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων  ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.

02 Ιουνίου 2022

Ο… ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ!

 Η θεία Λειτουργία της Κυριακής μόλις είχε τελειώσει. Η ατμόσφαιρα στον ναό ήταν διάχυτη από τη χάρη του Θεού. Η οσμή ευωδίας από το λιβάνι και το κερί είχαν διαποτίσει ακόμα και τους τοίχους. Κοντά στους ιστορημένους αγίους που σε αγκάλιαζαν από παντού, ένιωθες ότι κολυμπάς στο… μέλι. Μελωμένες πράγματι και οι αγιογραφίες. Ποιος ξέρει τι συνέβαινε στην πραγματικότητα, κι ένα μικρό παιδάκι στην αγκαλιά του πατέρα του που πάσχιζε να το φέρει κοντά στις εικόνες να τις φιλήσει, εκείνο ήθελε και να τις… γλείφει! Οι άγιοι σού χαμογελούσαν, ευχαριστημένοι που είδαν για μία ακόμη φορά να έχουν τελεστεί τα μυστήρια του Θεού. Οι άγγελοι κρατούσαν συγχορδία στη συστολή του ιερέα: μάζευαν κι αυτοί τα φτερά τους! Ο Κύριος εν χαρά μεγίστη· που προκλήθηκε να μοιράσει τον εαυτό Του στους κοινωνημένους πιστούς, οι οποίοι θα Τον μετέφεραν στα σπίτια τους και στην καθημερινότητά τους.

Οι πιστοί, πλην ολίγων που είχαν κάποια επείγουσα εργασία, κατέβηκαν στο υπόγειο του ναού για τον καθιερωμένο καφέ. Το υπόγειο λειτουργούσε  ως αίθουσα πολλαπλών χρήσεων: προσφορά πρωινού καφέ μετά τη θεία Λειτουργία, προσφορά καφέ σε μνημόσυνα, τόπος πνευματικών συνάξεων για μελέτη Αγίας Γραφής, αίθουσα κατηχητικών… Μεγάλη ευλογία για τον ναό! Εκεί πραγματοποιείτο η λειτουργία μετά τη… Λειτουργία. Κι εκεί η ατμόσφαιρα πανηγυρική και ευχάριστη.

Ο ιερέας κατέλυσε και ξεφόρεσε. Κατέβηκε κι αυτός να συναντήσει τους ενορίτες του, να πιει κι αυτός τον καφέ του. Πριν καθίσει, έκανε ένα γύρο στα διάσπαρτα τραπέζια. Σε όλους είχε κάτι να πει: έναν ενθαρρυντικό λόγο, μία σύντομη παρατήρηση στο πρόβλημα που πεταχτά κάποιος του έλεγε, ένα αστείο. Σε κάποιους απλώς κτύπησε φιλικά την πλάτη. Ο αδελφός ανάμεσα στους αγαπημένους αδελφούς. Ο πατέρας μαζί με τα παιδιά του!

Κάθισε κι αυτός και σερβιρίστηκε. Οι γύρω του που είχαν προλάβει τις θέσεις χαίρονταν την παρουσία του. Ο καθένας ήθελε και κάτι να του πει. Όλους τους άκουγε με χαμόγελο και ευχαρίστηση. Ορισμένοι ήθελαν να τον… μονοπωλήσουν. Πάντα συμβαίνει κι αυτό. Οι άλλοι βεβαίως δεν τον άφησαν. Ο παπάς ήταν ο παπάς τους. Για όλους.

Είδε την ηλικιωμένη γυναίκα που πάντα ήταν πρώτη στη διακονία, να στέκεται παράμερα, σαν να τον περίμενε. Φαινόταν ότι κάτι την απασχολούσε, αλλά δίσταζε με όλους αυτούς που τον περιτριγύριζαν.

«Τι κάνετε, κ. Πηνελόπη;» τη ρώτησε ο παπάς. «Ελάτε πιο κοντά. Καθίστε κι εσείς λίγο μαζί μας. Μια ζωή μας υπηρετείτε όλους. Πιείτε κι εσείς το καφεδάκι σας».

Η κ. Πηνελόπη διστακτικά προχώρησε. Τα μάγουλά της ήταν λίγο κοκκινισμένα. «Πάτερ», είπε γέρνοντας λίγο προς τον ιερέα. «Πάτερ, θέλω έπειτα κάτι να σας ρωτήσω, που καιρό τώρα με απασχολεί και με ενοχλεί. Σαν αγκάθι τριβελίζει μέσα στο μυαλό μου. Κι ιδιαιτέρως σήμερα, δεν ξέρω γιατί, ήταν αυτό που απορρόφησε τόσο τη σκέψη μου, σαν λογισμός εκ του πονηρού σχεδόν, που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και στη Θεία Λειτουργία».

«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε ψιθυριστά σχεδόν και ο ιερέας. «Θέλετε να ρωτήσετε τώρα, ή λίγο αργότερα, όταν φύγουν οι πολλοί;»

Φύγανε οι πολλοί, έμειναν ελάχιστοι, ο ιερέας έμεινε με την κ. Πηνελόπη.

«Τι συμβαίνει, κ. Πηνελόπη;» είπε στην αγαθή γυναίκα, η οποία μπορεί να μην ήξερε πολλά γράμματα, όμως στην καρδιά της είχε αναμμένο πυρσό  αγάπης του  Θεού. «Τι σας απασχολεί»;

«Όπως σας είπα, πάει πολύς καιρός που μ’ ενοχλεί αυτό που ακούω, αλλά σήμερα μου έχει καρφωθεί, όπως σας είπα, στο μυαλό. Λοιπόν, πατέρα μου, φταίτε… κι εσείς  για τον πειρασμό μου αυτόν, όπως και οι εκκλησιαστικοί σταθμοί που ακούω, όταν δεν έρχομαι στον ναό και ακούω από ραδιοφώνου τη Λειτουργία».

Ο ιερέας στενοχωρήθηκε. Ο ίδιος να γινόταν αιτία πειρασμού σε μία τόσο αγαθή γερόντισσα; Μία ρυτίδα αυλάκωσε για λίγο το μέτωπό του.

«Λοιπόν», συνέχισε η γυναίκα, «πρόκειται για κάτι  που σχετίζεται με την Παναγία μας. Νιώθω ότι μ’ αυτό που λέτε, όπως το λέτε, την… υποβαθμίζεται, την προσβάλλεται – πώς να το πω; Και η Παναγία είναι Παναγία. Είναι το λατρευτό μας πρόσωπο. Μετά τον Χριστό μας, όπως και σεις ο ίδιος λέτε, σ’ αυτήν αναφερόμαστε. Θυμάμαι μάλιστα και τη φράση που συνεχώς μας λέτε: Θεός μετά Θεό!»

Έπεφτε από τα σύννεφα ο παπάς. Υποβαθμίζει κ αυτός την… Παναγία και δεν το έχει πάρει είδηση; Μα τι συμβαίνει;  Δεν μίλησε. Άφησε την Πηνελόπη να ολοκληρώσει.

Η γυναίκα έκανε μία παύση. Σαν να δίσταζε να εκστομίσει τη… «βλασφημία»! Στο τέλος είπε αποφασιστικά.

«Πάτερ, γιατί την Παναγία Μάνα μας, που είναι η Δέσποινα του Κόσμου, εσείς και οι εκκλησιαστικοί σταθμοί τη λέτε «Δεσποινίς»;»

Κάτι άρχισε να καταλαβαίνει ο παπάς. «Πότε γίνεται αυτό, κ. Πηνελόπη μου;»

«Ε, να, τότε που λέτε «Της Παναγίας, αχράντου..», μετά αντί να πείτε Δέσποινας λέτε, «Δεσποινίς»!!»

Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από τα χείλη του ιερέα και χαμογέλασε πλατιά. Αγκάλιασε τη γερόντισσα και εξακολουθώντας να χαμογελά της είπε.

«Κυρία Πηνελόπη μου, φταίει που δεν ξέρετε καλά τη γραμματική της ελληνικής γ λ ώ σ σ η ς», είπε και τόνισε ιδιαιτέρως το «γλώσσης». Είδατε τι μόλις είπα κ. Πηνελόπη; Είπα όχι γλώσσας, αλλά γλώσσης. Είναι λάθος αυτό»;

«Όχι, πάτερ», μουρμούρισε η αγαθή γυναίκα, χωρίς να καταλαβαίνει την ερώτηση του ιερέα.

«Να, τι συμβαίνει κ. Πηνελόπη. Στην αρχαία ελληνική, η Δέσποινα κάνει γενική της Δεσποίνης και όχι της Δέσποινας. Όπως συμβαίνει και με το γλώσσα, με τη θάλασσα και με ένα σωρό ακόμη λέξεις. Δεν θέλω να κάνουμε τώρα μάθημα γραμματικής, αλλά δεν είναι λάθος αυτό που λέμε, κ. Πηνελόπη μου. Η Δέσποινα είναι της Δεσποίνης, δηλαδή της Δέσποινας. Οπότε λέμε στην αίτηση: «Της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», και όχι «Δεσποινίς». Επειδή μάλλον λέμε την αίτηση με τρόπο εμμελή, λίγο τραγουδιστά δηλαδή, ακούτε τον τόνο να κατεβαίνει στη λήγουσα που λέμε».

«Α!», είπε η κ. Πηνελόπη. «Να με συμπαθάτε, πάτερ, δεν ξέρω πολλά γράμματα, και γι’ αυτό το είχα παρεξηγήσει. Συγγνώμη, πάτερ, που σας στενοχώρησα».

«Να είστε καλά, κ. Πηνελόπη. Ό,τι θέλετε να ρωτάτε κι αν μπορώ θα σας απαντώ. Μάλλον όμως πρέπει κι εμείς οι ιερείς να προσέχουμε καλύτερα στο πώς λέμε τις αιτήσεις και τις ευχές, για να μη δημιουργούνται προβλήματα…».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΘΕΟΣ!

«Υπάρχει κίνδυνος, αν κανείς καταφρονεί τα μικρά, αυτή η καταφρόνηση να προχωρήσει και στα μεγαλύτερα και αγιώτερα, και χωρίς να το καταλάβει, δικαιολογώντας τον εαυτό του ότι αυτό δεν είναι τίποτε, το άλλο δεν πειράζει, να φθάσει, Θεός φυλάξοι, στην τελεία καταφρόνηση των θείων και να γίνει ανευλαβής, αναιδής και άθεος» (όσιος Παΐσιος αγιορείτης, από Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου, Άγιον Όρος).

Ο σύγχρονος όσιος μεγάλος Γέροντας του Όρους επισημαίνει ένα καίριο πρόβλημα που αναπτύσσεται στην πνευματική ζωή ενός χριστιανού – το πονηρό αφανές μονοπάτι που παίρνει συχνά ένας πιστός για να καταλήξει, χωρίς να έχει επίγνωση, στην ανευλάβεια, την αναίδεια, την ίδια την αθεΐα! Και ποιο είναι το τραγικό στοιχείο εν προκειμένω; Ότι τη στιγμή που αυτός ο πιστός μπορεί να «κατακεραυνώνει» τους αθέους ανθρώπους ως άφρονες γιατί δεν έχουν ευλάβεια προς τον Θεό και λειτουργούν με αναίδεια απέναντι στους συνανθρώπους τους, την ίδια στιγμή εκείνος ήδη να «περπατάει» στο ίδιο με τους αθέους μονοπάτι, που θα πει σε μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα θα τους συναντήσει για να «λατρέψουν» την ίδια θεότητα: τον εαυτό τους και τον εγωισμό τους - ο έλεγχός του είναι στην ουσία μία αυτοκαταδίκη και ένα αυτομαστίγωμα. Πρόκειται, είναι προφανές, για την πνευματική τύφλωση πολλών χριστιανών, των οποίων ο νους είναι μέσα στο σκότος της πλάνης, γιατί η πίστη τους είναι ιδεολογική και λειτουργεί με τον τρόπο τον «ευσεβίστικο» κατά τον όσιο – ο άγιος Παΐσιος διέκρινε την αληθινή ευλάβεια ως αίσθηση του ζώντος Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου από την κακή «ευσέβεια» την οποία κατανοούσε όχι ως την ορθή πίστη αλλά ένα τυπικό πλαίσιο που αποξηραίνει την αλήθεια κατά τον τύπο των Φαρισαίων της εποχής του Κυρίου.

Ποιο το γνώρισμα αυτού του πονηρού αφανούς δρόμου που οδηγεί «στην τελεία καταφρόνηση των θείων» και όλα τα άλλα αρνητικά και δαιμονικά; Η υποβάθμιση των μικρών θεωρουμένων εντολών του Θεού, η «καταφρόνησή» τους κατά τον λόγο του οσίου. Για παράδειγμα: η σχετικοποίηση της νηστείας της Τετάρτης και της Παρασκευής – πόσοι πιστοί εύκολα την ξεπερνούμε με τη σκέψη ότι «τα εξερχόμενα βρωμίζουν τον άνθρωπο και όχι τα εισερχόμενα», ένας λόγος του Κυρίου που τον ερμηνεύουμε κατά το πάθος της φιληδονίας μας και όχι κατά το δικό Του Πνεύμα και των Πατέρων μας. Ακόμη: πόσο εύκολα αφήνουμε την προσευχή, προσωπική ή κοινή με τη Θεία Λειτουργία, με τη δικαιολογία είτε ότι δεν προλαβαίνουμε είτε ότι είμαστε κουρασμένοι - ο εαυτός μας μάς έχει «καλύψει» πλήρως! Επίσης: πόσες φορές σε μία δύσκολη κατάσταση ή άδικη προσβολή μας από κάποιον δεν σπεύδουμε και εμείς να απαντήσουμε υβριστικά ή να θελήσουμε να εκδικηθούμε για την αδικία που υποστήκαμε; Η δικαιολογία πρόχειρη στα χείλη μας: αν δεν απαντήσω θα με κατασπαράξουν. «Με το σταυρό στο χέρι δεν γίνεται να πορευτούμε στην εποχή μας!» Και δεν είναι ασφαλώς τα μόνα.

Ο άγιος Παϊσιος όμως προχωρεί περαιτέρω τον λόγο του και με τον φωτισμό του Θεού αλλά και με την «τετράγωνη» λογική του: η καταφρόνια των μικρών φέρνει την καταφρόνια και των μεγαλυτέρων και των αγιοτέρων! Αν παραθεωρήσεις μία «μικρή» για εσένα εντολή του Θεού, με μαθηματική ακρίβεια θα προχωρήσεις στην παραθεώρηση και των μεγαλυτέρων! Το επισημαίνουν και τα λαϊκά ακόμη άσματα: «όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, κι ο Θεός ο ίδιος δεν με σταματά!» Διότι η καταφρόνια των όποιων αληθειών συνιστά πράγματι «κατηφόρα» που δεν έχει σταματημό, όπως γίνεται με μία χιονοστιβάδα. Βάση, το σκεπτικό του αγίου που επισημάναμε: ο άνθρωπος όσο διαγράφει και την παραμικρότερη αλήθεια τόσο και τυφλώνεται πνευματικά, γιατί γιγαντώνεται μέσα του ο εγωισμός του – γίνεται κυριολεκτικά υποχείριο του διαβόλου. Η αθεΐα και η ανευλάβεια και η αναίδεια κτίζονται σιγά σιγά μέσα του.

Το έλλειμμα της πίστεως όμως του πιστού αποκαλύπτεται περίτρανα από την αρχή. Διότι κατά τον λόγο του Θεού δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές εντολές. Όλες εφόσον πηγάζουν από τον λόγο του Θεού συνιστούν προσωπική ενέργεια Εκείνου και συνδέονται αμεσότατα μεταξύ τους. Η κάθε εντολή του Θεού δηλαδή μας ενώνει ή μας απομακρύνει από Εκείνον ανάλογα με τη διάθεσή μας και την πράξη μας. Τηρώ τον κάθε λόγο του Θεού; Θα βρω τον Θεό μέσα μου. Τον παραθεωρώ, γιατί «κρίνω» - όλος ο εγωισμός του ανθρώπου αποκαλύπτεται με τη λέξη αυτή! – ότι δεν έχει τόση «βαρύτητα»; Κάνω πέρα τον Θεό και κάθε θεοποιό σωτήρια ενέργειά Του. Ο ίδιος ο Κύριος μάς αποκάλυψε την αλήθεια αυτή και την κήρυξαν οι απόστολοι και οι άγιοί μας γιατί την έζησαν και την είδαν εμπειρικά. «Όποιος καταργήσει ακόμα και μία από τις πιο μικρές εντολές αυτού του νόμου και διδάξει έτσι τους άλλους, θα θεωρηθεί ελάχιστος στη βασιλεία του Θεού» (Ματθ. 5, 19). Κι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος λοιπόν θα πει: «όποιος τηρήσει όλες τις διατάξεις του νόμου και παραβεί μία, θεωρείται παραβάτης όλου του νόμου. Γιατί αυτός που είπε μη μοιχεύσεις είπε και μη φονεύσεις. Αν όμως δεν μοιχεύσεις αλλά φονεύσεις, θεωρείσαι παραβάτης όλου του νόμου» (2, 10-11).

Πράγματι, ο Θεός να μας φυλάξει από την κατάντια και την αθεΐα αυτή!  

«ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ’ ΥΜΩΝ»

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».