06 Ιουνίου 2022

ΛΗΞΗ ΣΧΟΛ. ΕΤΟΥΣ 2021-2022 ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ Ι. Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

«Κάθε παιδί μας είναι και ένα χαμόγελο του Θεού επάνω στη φλεγόμενη γη!»

Με μία εκδήλωση διαφορετική από όσες μέχρι τώρα έχουν παρουσιαστεί γιόρτασαν, την Παρασκευή 3 Ιουνίου, τα παιδιά των Εκπαιδευτηρίων της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς την λήξη της σχολικής Χρονιάς 2021 – 2022, παρουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.Σεραφείμ.

Τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, του Γυμνασίου και του Λυκείου της τοπικής μας Εκκλησίας παρουσίασαν, μέσα από παραδοσιακούς χορούς, θεατρικά σκετς και τραγούδια, ένα μοναδικό πρόγραμμα που είχε έντονα στοιχεία μίας λαϊκής, παραδοσιακής γιορτής, ενώ για πρώτη φορά φέτος συμμετείχαν και παιδιά από το νηπιαγωγείο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, που αν και θα πραγματοποιήσουν την δική τους ξεχωριστή γιορτή σε λίγες ημέρες, ένωσαν χθες και την δική τους φωνή στέλνοντας ένα μήνυμα ειρήνης στα παιδιά του πολέμου.

Ήδη από την έναρξη τις εκδήλωσης, οι μαθητές και οι μαθήτριες με το δικό τους μοναδικό τρόπο εξέφρασαν την μεγάλη τους χαρά που μετά από τρία χρόνια μπόρεσαν να βρεθούν ξανά στη σκηνή του Βεακείου θεάτρου, καλωσορίζοντας έτσι τους εκατοντάδες θεατές που βρέθηκαν εκεί για να τα καμαρώσουν και να τα χειροκροτήσουν, όταν, πραγματικά, τα παιδιά κατέκλισαν τους χώρους πάνω και κάτω από τη σκηνή.

Πολύτιμη συνοδοιπόρος στην χθεσινή εκδήλωση ήταν η ερμηνεύτρια Βασιλική Καρακώστα, η οποία μαζί με το χορωδιακό εργαστήρι των Εκπαιδευτηρίων μας, ταξίδεψαν τους θεατές του κατάμεστου Βεακείου Θεάτρου, μέσα από ένα πανέμορφο μουσικό πρόγραμμα το οποίο προετοίμασαν με μεγάλη φροντίδα και πολύ ενθουσιασμό.

Οι μαθητές των εκπαιδευτηρίων μας παρουσίασαν, επίσης, με πολύ κέφι και ζωντάνια, όμορφες στιγμές του παλιού καλού Ελληνικού Κινηματογράφου χαρίζοντας σε όλους άφθονο γέλιο και διασκέδαση, ενώ ιδιαίτερο χειροκρότημα έλαβαν οι μαθήτριες της ρυθμικής γυμναστικής με τις εξαιρετικές επιδείξεις τους.

Ξεχωριστή στιγμή, σε αυτή την ξεχωριστή εκδήλωση, ήταν η παρουσία, επί σκηνής, του Μανώλη Κονταρού και του Γεράσιμου Ανδρεάτου. Δύο ερμηνευτών οι οποίοι εκφράζουν με κάθε ευκαιρία την αγάπη και την συμπαράστασή τους στο έργο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και κυρίως στο έργο των Εκπαιδευτηρίων μας.

Στο τέλος της εκδήλωσης, κατά τον χαιρετισμό που απηύθυνε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ προς όλους τους παρευρισκομένους αρχικά υπενθύμισε το λόγο του Κυρίου μας ο οποίος είπε πως εάν δεν γίνουμε όπως τα παιδιά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε και να βιώσουμε τι σημαίνει Βασιλεία του Θεού.

Αναφερόμενος στην «πολύ ταραγμένη εποχή που ζούμε», υπογράμμισε πως «μόνον αυτή η εικόνα του Χριστού με το παιδί, που το ύψωσε τόσο πολύ ώστε να αποβαίνει η μοναδική ζώσα εικόνα του αληθινού Θεού στον κόσμο, νομίζω ότι δίδει σε όλους μας μια δύναμη ελπίδας, γιατί κάθε παιδί μας είναι και ένα χαμόγελο του Θεού επάνω στη φλεγόμενη γη».

Ο Σεβασμιώτατος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον Πανάγιο Θεό μας, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά είπε, «μας δίνει τη δύναμη, μας χαρίζει την ευφροσύνη την πνευματική, μας δίνει το σθένος να δημιουργείται αυτό το έργο το οποίο είναι πολύ δύσκολο και σε πολλά επίπεδα πραγματικά δυναμικό». «Χρειάζεται ψυχή και καρδιά», συμπλήρωσε, αναφερόμενος στο έργο των Εκπαιδευτηρίων της τοπικής μας Εκκλησίας.

Στην συνέχεια απευθυνόμενος προς τους γονείς, τους ευχαρίστησε θερμά γιατί, όπως επεσήμανε, «εμπιστεύεστε την Εκκλησία, τη μάνα του Γένους, την τροφό της ψυχής μας. Εκείνη η οποία διακρατεί και διεκράτησε ιστορικά αλλά και οντολογικά την ιδιοπροσωπία μας και θα συνεχίσει να διακονεί τον άνθρωπο έως το τέλος της ιστορίας του κόσμου τούτου».

Ευχαρίστησε, επίσης, όλους τους συνεργάτες του Ιδρύματος «Άγιος Πολύκαρπος – Άγιος Γεώργιος», την πρόεδρο κα Ιωάννα Κονίδη, τον εκεί εκπρόσωπό του και γενικό συντονιστή του έργου των εκπαιδευτηρίων μας κ.Δημήτριο Αλφιέρη, Διευθυντή του ιδιαιτέρου του γραφείου του, την Γενική Διευθύντρια των Εκπαιδευτηρίων μας και Γυμνασιάρχη κα Κυριακή Κούβαρη, τη διευθύντρια του Βρεφονηπιακού Σταθμού – Παιδικού Σταθμού και Νηπιαγωγείου κα Μαρία Τυράσκη, τον Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου και χοράρχη κ.Γιάννη Γρηγοράκη και την Διευθύντρια του Λυκείου κα Μυρσίνη Σφαιρίδου, καθώς και το διδακτικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό των εκπαιδευτηρίων μας, αλλά και όλους τους δωρητές και ευεργέτες του ιδρύματος, το οποίο επιτελεί «αυτό το ταπεινό μεν, αλλά τόσο πολυσήμαντο έργο, χτίζοντας στις ψυχές των παιδιών μας Χριστό και Ελλάδα».

«Εμείς παίρνουμε αυτή τη μεγάλη αμοιβή τούτη την ώρα από την αγάπη σας και κυρίως από το χαμόγελο, την αγνότητα, την ευγένεια, την ομορφιά των παιδιών σας», είπε σε άλλο σημείο ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας πως «σε αυτή την κακοδαιμονία των ημερών μας, το χαμόγελο των παιδιών μας, η δύναμή τους, η ψυχή τους η όμορφη, η καθαρή, η αγνή, η πανάσπιλη, μεταγγίζει και σε μας ελπίδα και πραγματικότητα ένθεη και ουράνια».

Ευχαριστώντας με πολύ θερμά λόγια και την ερμηνεύτρια Βασιλική Καρακώστα «η οποία μας πήγε στους ουρανούς», όπως χαρακτηριστικά τόνισε, της πρόσφερε ένα «μικρό αντίδωρο ευγνωμοσύνης», μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου από το προσκύνημα της Τήνου. Ευχαρίστησε, επίσης, «τον φίλο και αδελφό» Γεράσιμο Ανδρεάτο για την παρουσία του και την διαχρονική του αγάπη στα εκπαιδευτήριά και τα παιδιά μας, αλλά και τον Μανώλη Κονταρό «ο οποίος τραγούδησε με την ψυχή του και με τη λύρα του, τους πόνους και τους καημούς της ρωμιοσύνης. Πάντοτε μας εμπνέει και μας οδηγεί με το σθένος, την ψυχή του και τη δύναμη της καρδιάς του», είπε ο Σεβασμιώτατος.

Τέλος, ευχήθηκε στους γονείς να καμαρώνουν τα παιδιά τους και αυτά «να έχουν υγεία, να έχουν μέσα τους πάντα ευγένεια, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, να γίνουν άνθρωποι αληθινοί γεμάτοι από αγάπη και από ζωή».

«Εύχομαι σε όλους καλό καλοκαίρι. Ο Θεός να ευλογεί και να αγιάζει τον κόσμο και να χαρίζει στις ψυχές μας ειρήνη. Αυτό το πολυτίμητο δώρο, αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη ευλογία που τόσο ζητούμενη είναι στη ζωή μας πια όπως φαίνεται», είπε ολοκληρώνοντας ο Σεβασμιώτατος.

Επίσης ευχαρίστησε θερμά τον Δήμαρχο Πειραιά κ.Γιάννη Μώραλη και τον Πρόεδρο του Ο.Π.Α.Ν. κ.Ιωσήφ Βουράκη για την δωρεάν παραχώρηση του Βεακείου Θεάτρου και την υποστήριξή τους στην εκδήλωση, ενώ κάλεσε τον Αντιδήμαρχο Προσόδων και Εμπορίου κ.Γρηγόρη Καψοκόλη να βραβεύσει μαθητές των εκπαιδευτηρίων μας που διακρίθηκαν κατακτώντας τίτλους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο πρόεδρος του εκπαιδευτικού ομίλου ΑΛΦΑ και Mediterranean College κ.Σοφοκλής Ξυνής πρόσφερε στον Σεβασμιώτατο για τους μαθητές του Λυκείου των Εκπαιδευτηρίων μας δυο (2) υποτροφίες για τα ΙΕΚ ΑΛΦΑ και μία (1) υποτροφία για το Mediterranean College.

Όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες παρέλαβαν από τα χέρια του Σεβασμιωτάτου, μαζί με τις ευχές και την ευλογία του, ένα μπλουζάκι ως ενθύμιο της φετινής γιορτής λήξης.

Την εκδήλωση παρουσίασαν η υποδιευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου κα Χρυσάνθη Πατέρου και ο Καθηγητής Φιλόλογος κ.Χρήστος Σκιαδαρέσης, ενώ μας τίμησαν με την παρουσία τους ο Υφυπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Κωνσταντίνος Κατσαφάδος, η Γενική Γραμματέας Αγροτικής Ανάπτυξης και τροφίμων Χριστίνα Καλογήρου, ο Περιφερειάρχης Αττικής Γιώργος Πατούλης, η Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά Ειρήνη Μαραγκάκη, ο Δήμαρχος Πειραιά Γιάννης Μώραλης, οι Βουλευτές Α΄ Πειραιά Γιάννης Μελάς, Νίκος Μανωλάκος και Χριστόφορος Μπουτσικάκης, ο ολυμπιονίκης και πρώην Δήμαρχος Πειραιά Παναγιώτης Φασούλας, ο πρώην εκπρόσωπος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. – ΚΙΝ.ΑΛ. Παύλος Χριστίδης, Αντιδήμαρχοι, Περιφερειακοί και Δημοτικοί Σύμβουλοι, Εκπρόσωποι των Στρατιωτικών Αρχών και των Σωμάτων Ασφαλείας, Διευθυντές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκπρόσωποι Επιστημονικών Συλλόγων και φορέων της πόλης, ο Αναπληρωτής Διοικητής του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου ΜΕΤΑΞΑ Σαράντος Ευσταθόπουλος καθώς και εκπρόσωποι λοιπών φορέων και συλλόγων της πόλης του Πειραιά.

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ιλαρίων ήκμασε κατά τον ένατο αιώνα, καταγόταν δε από την Καππαδοκία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέτρος και ήταν προμηθευτής του άρτου των ανακτόρων, η δε μητέρα του ονομαζόταν Θεοδοσία. Και οι δύο διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, φρόντισαν δε να μεταδώσουν αυτήν και στον υιό τους. Ακόμη τον εκπαίδευσαν και είχαν την ευτυχία να τον δουν να προκόπτει λαμπρά στη θρησκευτική και θεολογική μάθηση.

Φλεγόμενος ο Ιλαρίων να αναδειχθεί υπηρέτης της πίστεως και της Εκκλησίας χωρίς κανένα κοσμικό περισπασμό, εισήλθε στο μοναστήρι του Ξηρονησίου στην Κωνσταντινούπολη. Μοίρασε εκεί τον χρόνο του μεταξύ της μελέτης και της πνευματικότερης ασκήσεως και εξυψώσεως της ψυχής του, κι ύστερα πήγε στη Μονή των Δαλμάτων, όπου και περιβλήθηκε το αξίωμα του μεγαλόσχημου. Δέκα χρόνια έζησε εκεί, υπήρξε δε πρότυπο ταπεινοφροσύνης, φιλαδελφίας και ολόψυχης προσήλωσης στα θεία. Η χάρη του Θεού κατασκήνωσε πλούσια σ᾽ αυτόν, αξιώθηκε δε κάποια ημέρα να θεραπεύσει με την προσευχή του έναν δαιμονισμένο νέο. Και τότε ο ηγούμενος με καθημερινή επιμονή πέτυχε να τον χειροτονήσει ιερέα.

Επειδή οι συνάδελφοί του της Μονής των Δαλμάτων ήταν περισσότερο από ό,τι έπρεπε κολακευτικοί προς αυτόν, διακηρύσσοντας ενώ ήταν παρών τις πολλές αρετές του, ο Ιλαρίων αποφάσισε να τους αποφύγει, λέγοντας ότι τέτοιοι φίλοι καταντούν ακούσιοι εχθροί. Αναχώρησε λοιπόν, χωρίς να δηλώσει ότι δεν θα επέστρεφε, και έφτασε στη Μονή των Καθαρών. Οι μοναχοί της Μονής των Δαλμάτων, βλέποντας ότι παρατεινόταν η απουσία του, άρχισαν να κυριεύονται από ανησυχία και τράπηκαν σε αναζήτησή του. Και έμαθαν μεν επιτέλους ότι ήταν στο μοναστήρι των Καθαρών, αλλά δεν μπόρεσαν να τον μεταπείσουν να επιστρέψει.

Η γνήσια όμως αγάπη δεν υπομένει μόνον, αλλά και επιμένει. Δεν ήθελε να έλθει; Αποφάσισαν να τον εξαναγκάσουν. Και λοιπόν απευθύνθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Πατριάρχευε τότε ο ευσεβέστατος Νικηφόρος, ο οποίος με μεγάλη συγκίνηση και χαρά είδε μοναχούς να αγωνίζονται τόσο πολύ, για να επαναφέρουν κοντά τους τον καλύτερό τους. Παρομοίως συμπάθησε τον πόθο τους και ο βασιλιάς Νικηφόρος, και με διαταγή και των δύο επανέφερε τον Ιλαρίωνα στο μοναστήρι των Δαλμάτων. Με κοινή μάλιστα ψήφο αναδείχθηκε ηγούμενός του.

Πέρασε οκταετία στη νέα αυτή υπηρεσία του Ιλαρίωνα κι ήταν τερπνότατο θέαμα η συμβίωση των υπό την πνευματική του επιστασία αδελφών. Την αδελφότητα δεν την έλεγε κανείς μόνον εκεί, αλλά την ψηλαφούσε. Κάθε ατομικό θέλημα ήταν εξορισμένο και όλοι συναντώντο στο θέλημα του Θεού.

Αλλά στην Εκκλησία ενέσκηψε καταιγίδα. Ο Λέων ο Αρμένιος κήρυξε επί της πατριαρχίας του Νικηφόρου τον γνωστό πόλεμο κατά των αγίων εικόνων. Τότε μεταξύ των μονών που πρωτοστάτησαν  στην αντίδραση, υπήρξε και η Μονή των Δαλμάτων.

Ο βασιλιάς διέταξε τον ηγούμενο Ιλαρίωνα να έλθει στην Κωνσταντινούπολη και να παρουσιασθεί ενώπιόν του. Ο Ιλαρίων το έπραξε. Αλλά ο Λέων δεν επέτυχε τον σκοπό του. Ο πιστός καλόγερος δεν θαμπώθηκε από τη βασιλική αίγλη ούτε πτοήθηκε από το αυτοκρατορικό σκήπτρο. Με παρρησία είπε προς τον βασιλιά ότι ασεβεί και ότι ξεκινώντας τον κατά των αγίων εικόνων πόλεμο αδικούσε την Εκκλησία και τάρασσε άσκοπα το κράτος.

Ο διάδοχος του Πατριάρχη Νικηφόρου Θεόδοτος ο Μελισσηνός μάταια επίσης αποπειράθηκε να παραπείσει τον Ιλαρίωνα. Και τότε άρχισε ο διωγμός του αγίου. Τον περιόρισαν επανειλημμένως σε μοναστήρια, που ανήκαν στη μερίδα των εικονομάχων, όπου τον καθυπέβαλαν και σε στερήσεις και πολλές ταλαιπωρίες. Και σε κοινές φυλακές τον έβαλαν και στο φρούριο Προτείχιο τον έκλεισαν.

Ο Λέων ο Αρμένιος φονεύθηκε σε μάχη και ο άγιος Ιλαρίων ανέκτησε την ελευθερία επί του διαδόχου βασιλιά Μιχαήλ του Τραυλού. Αλλά επί του βασιλιά Θεοφίλου άρχισε νέος κατά των αγίων εικόνων διωγμός. Και τότε ο Ιλαρίων έπεσε σε νέο χειμώνα και βαριά και σφοδρά κύματα. Είπε με θάρρος την αλήθεια στον Θεόφιλο, γι᾽ αυτό και ραβδίστηκε σκληρά και εξορίστηκε στη νήσο Αφουσία. Οκτώ ολόκληρα  χρόνια πέρασε εκεί με μεγάλη και πολλή ταλαιπωρία, όταν ο Θεός ανάδειξε την Εκκλησία νικήτρια της καταιγίδας και του σάλου. Ο Θεόφιλος πέθανε, η δε σύζυγός του βασίλισσα Θεοδώρα πρωτοστάτησε στην αναστήλωση των αγίων εικόνων. Τότε οι ομολογητές όλοι της ορθοδοξίας ήλθαν πλήρεις τιμών στη βασιλεύουσα, κι επιδόθηκαν ο καθένας στις προηγούμενες υπηρεσίες του. Την ικανοποίηση αυτή έλαβε και ο Ιλαρίων. Η ιερή Μονή του που τόσο πολύ τον ποθούσε, τον επανείδε ανάμεσά της. Μέσα σ᾽αυτήν, μετά από τρία χρόνια, άφησε την τελευταία πνοή του, αφού αναδείχτηκε τέλειος χριστιανός όχι μόνο κατά τις ώρες της ειρήνης, αλλά και κατά τις θύελλες των κινδύνων και των υπέρ Χριστού αγώνων» (Μιχαήλ Γαλανού, Οι βίοι των αγίων).

Δεν φείδεται επαίνων ο υμνογράφος του οσίου Ιλαρίωνος του νέου  προκειμένου να αναδείξει το πνευματικό μεγαλείο αυτού. Στο πρόσωπο του οσίου βλέπει όχι έναν απλό άνθρωπο, αλλά έναν άγγελο που έζησε εδώ στη γη με το σώμα του, έναν επίγειο άγγελο και επουράνιο άνθρωπο. «Ως άγγελος εβίωσας επί της γης μετά σώματος, Ιλαρίων μακάριε». «Επίγειος άγγελος και επουράνιος άνθρωπος εχρημάτισας, όσιε» (στιχηρά εσπερινού). Είναι εύλογο λοιπόν να επισημαίνει όλες τις αρετές στην αγία ύπαρξη και ζωή του. «Απέκτησες, Πάτερ, βίο ακηλίδωτο, υπομονή και πραότητα και αγάπη ανόθευτη, άμετρη εγκράτεια, ολονύκτια στάση, θεία κατάνυξη, πίστη κι ελπίδα αληθινή με συμπάθεια» (στιχηρό εσπερινού). Κι ακόμη: «Υπήρξες πηγή κατανύξεως, ποταμός συμπαθείας, πέλαγος θαυμάτων, εγγυητής αμαρτωλών, κατάκαρπη πράγματι ελιά του Θεού που γλυκαίνει τα πρόσωπα με το λάδι των κόπων σου, Ιλαρίων μακάριε» (στιχηρό εσπερινού).

Τι ήταν εκείνο που απετέλεσε κανόνα ζωής στον όσιο, ώστε εκεί προσβλέποντας να μένει σταθερός σε ό,τι ήταν πάντοτε θέλημα του Θεού, συνεπώς να δέχεται πλούσια τη χάρη Αυτού; Ο υμνογράφος δίνει πολλαπλώς την απάντηση: Ο όσιος κράτησε το όμμα της καρδιάς του ακοίμητο πάνω στις θείες εντολές. Τα βήματα της καρδιάς του τα έκανε πάνω στην πέτρα της πίστης του Χριστού. Κι αυτό γιατί αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στον ίδιο τον Θεό, προφανώς κινούμενος από θερμή αγάπη προς Αυτόν. Όπως τα σημειώνει ο ίδιος ο υμνογράφος: «Κράτησες το όμμα της καρδιάς σου ακοίμητο πάνω στις θείες εντολές, χωρίς να παρεκκλίνεις ποτέ, σεβάσμιε» (ωδή ε´). «Έστησες τα βήματα της καρδιάς σου πάνω στην πέτρα της πίστης και διέμεινες ασάλευτος, χωρίς να πτοείσαι καθόλου από τις προσβολές των δαιμόνων» (ωδή δ´).

Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να προχωρήσει στην πνευματική ζωή, να φθάσει σαν τον όσιο Ιλαρίωνα στο μέτρο της ηλικίας του Χριστού, στην τελειότητα δηλαδή, χωρίς την ασκητική προσπάθεια της τήρησης των εντολών του Χριστού – «θήλασες από βρέφος την αρετή και με τους κόπους της εγκράτειας και τους ασκητικούς ιδρώτες έφτασες σε άνδρα και μέτρο της πνευματικής ηλικίας του Χριστού» (ωδή α´). Είναι εξίσου αλήθεια όμως ότι για να μπορέσει κανείς να προχωρήσει έτσι, απαιτείται και το έμπρακτο παράδειγμα. Χωρίς το παράδειγμα, τη ζωντανή επιβεβαίωση του ευαγγελικού τρόπου ζωής, μόνος του κάποιος θα δυσκολευτεί πάρα πολύ. Και το ζωντανό παράδειγμα προσφέρεται είτε με κάποιον που συνυπάρχει μαζί μας και τον ακολουθούμε κατά πόδας στην πνευματική ζωή είτε μέσα από τους βίους των αγίων μας. Η μελέτη των βίων των αγίων αποτελεί το ισχυρότερο ερέθισμα για να υποκινείται κανείς διαρκώς στον δρόμο του Χριστού. Αυτό δηλαδή που έζησαν οι άγιοι: τη ζωή του Χριστού, αυτό μαθαίνουμε κι εμείς πρακτικά και αναλυτικά βλέποντας τη δική τους ζωή.

Το ίδιο συνέβη και στον όσιο Ιλαρίωνα τον νέο. Ο υμνογράφος δεν χάνει την ευκαιρία να σημειώσει ότι πρότυπο στη χριστιανική ζωή του ήταν ο ομώνυμός του άγιος Ιλαρίων ο μέγας. Κι όπως αυτός είχε ως πρότυπο και καθοδηγητή του τον όσιο Μέγα Αντώνιο, με τον οποίο έζησε αρκετά χρόνια, έτσι και ο Ιλαρίων ο νέος θέλησε τη ζωή του ομωνύμου του αγίου να μιμηθεί, καθώς την είχε ακούσει και την είχε μελετήσει. «Ζήλεψες τον μέγα στην αρετή Ιλαρίωνα και ακολουθώντας τον πνευματικά στα ίχνη της εγκράτειας, φάνηκες, όσιε, κορυφαίος και παράδειγμα στην ποίμνη σου» (ωδή ς´). Μακάρι κι εμείς, έστω και επ᾽ ελάχιστον, να μιμηθούμε τη ζωή του οσίου Ιλαρίωνα, στην εγκράτεια και «τον έλεον της καρδίας» του.

05 Ιουνίου 2022

«ΝΑ ΤΗΝ ΠΟΝΕΣΩ!»

 «Ένας γνωστός του οσίου Γέροντος Παϊσίου τον παρακάλεσε να προσευχηθεί για κάποια κοπέλα, που είχε μπλέξει με αποκρυφιστές. Ο Γέροντας του είπε: Πρέπει να την πονέσω. Ο συνομιλητής του δεν κατάλαβε, νόμισε ότι ο Γέροντας εννοούσε να της προκαλέσει πόνο. Αλλά ο Γέροντας του εξήγησε: Πες μου κάτι για να πονέσω γι’ αυτήν και να προσευχηθώ με πόνο ψυχής γι’ αυτήν» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι 2007).

Δεν υπάρχει πιστός χριστιανός που να μη γνωρίζει την αξία της προσευχής και τη δύναμή της τόσο για τη ζωή του ίδιου του προσευχόμενου όσο και για τη ζωή εκείνων χάριν των οποίων προσεύχεται. Η προσευχή αποτελεί θέμα ζωής και θανάτου, χωρίς αυτήν ένας χριστιανός δεν μπορεί κυριολεκτικά να ζήσει και να αναπνεύσει – «πρέπει να προσευχόμαστε περισσότερο και απ’ όσο αναπνέουμε» σημειώνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας (άγιος Γρηγόριος Θεολόγος). Κι είναι ευνόητο: ο άνθρωπος χωρίς την αδιάκοπη αναφορά του στον Θεό Πατέρα του, τον Δημιουργό και Προνοητή και Διακυβερνητή του, πώς μπορεί να ζήσει φυσιολογικά και με χαρά; Όποιος διέγραψε τον Θεό από τη ζωή του διεπίστωσε, έστω και χωρίς ιδιαίτερη επίγνωση πολλές φορές, ότι η ζωή του έγινε μία κόλαση: η πνευματική ασφυξία τον κάνει να ζει ένα θάνατο προ του θανάτου του.

Κι αν έχει απόλυτη αξία και τεράστια δύναμη η προσευχή για κάθε χριστιανό, πόσο περισσότερο για έναν άγιο, για έναν άνθρωπο δηλαδή που πράγματι η πίστη στον Χριστό αποτελεί το χαρακτηριστικό της ύπαρξής του και η αίσθηση της παρουσίας Του αγκαλιάζει και την ψυχή και το σώμα του! Τεράστια δύναμη προσευχής βεβαίως, αποδεδειγμένη από πάμπολλους χριστιανούς, είχε και ο όσιος Παῒσιος. Χιλιάδες άνθρωποι κατέφευγαν στις προσευχές του καθημερινώς, προκειμένου να παρηγορηθούν, να ενισχυθούν, να θεραπευτούν. Κι ο άγιος αναλωνόταν γι’ αυτούς. Γιατί αναλωνόταν αδιαλείπτως για τον προσωπικό του αγιασμό. Ενωμένος διά της προσευχής με τον Κύριο και Θεό του γινόταν το όργανο Εκείνου για να δρα η πανσθενής ενέργειά Του σε κάθε αναγκεμένο και δυσκολεμένο άνθρωπο.

Στο παραπάνω περιστατικό ο άγιος αποκαλύπτει και το «μυστικό» της δικής του προσευχής, που συνιστά όμως και το γνώρισμα για κάθε προσευχή που θέλει να εισακούεται από τον Θεό: η προσευχή να γίνεται «έμπονα», με πόνο δηλαδή γι’ αυτόν που κανείς προσεύχεται, είτε τον εαυτό του είτε κάποιον συνάνθρωπό του. Και μοιάζει παράδοξο: ο άγιος με δύναμη προσευχής ου τυχούσα, που η αγάπη του για κάθε πλάσμα του Θεού ήταν δεδομένη, τόσο που «καιγόταν η καρδιά του γι’ αυτό», ζητούσε ξεχωριστές πληροφορίες, ώστε μέσα από αυτές να κινηθεί περισσότερο καρδιακά: «Πες μου κάτι για να πονέσω γι’ αυτήν και να προσευχηθώ με πόνο ψυχής γι’ αυτήν». Τι καταλαβαίνουμε; Ότι βεβαίως η προσευχή γενικά για τον άνθρωπο και τα δεινά του είναι κάτι επιβεβλημένο που εκφράζει την αγάπη ενός αγίου, όμως απαιτείται και η γνώση της ζωής του, των δυσκολιών που πιθανόν περνάει, των αδυναμιών που μπορεί να έχει, κι αυτό γιατί τότε συγκινείται κατεξοχήν  η ευαίσθητη καρδιά του αγίου καθώς μετατίθεται στη θέση του όποιου ψυχικά ή σωματικά πάσχοντος. Όταν μαθαίνουμε τα δεινά που υφίσταται ένας συνάνθρωπός μας, πολύ περισσότερο ένας φίλος και γνωστός μας, και «πέτρινη» καρδιά να έχουμε συγκινούμαστε - απείρως περισσότερο συμβαίνει τούτο με τους αγίους μας. Κι αυτό σημαίνει ότι ένας άγιος, έστω και διορατικός και προορατικός, δεν βρίσκεται πάντοτε στην υπέρ φύσιν κατάσταση της διόρασης και της προόρασης. Το αντίθετο: το σύνηθες είναι να κινείται στη ζωή του όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι και εκτάκτως να φωτίζεται για το επιπλέον που του δίνει ο Κύριος. Οπότε, έχει ανάγκη τη γνώση, την πληροφορία, ό,τι ανθρώπινο, το οποίο όμως χρησιμοποιεί για να εκφραστεί η γεμάτη χάρη Θεού καρδιά του.

Θυμόμαστε αίφνης και την αντίστοιχη περίπτωση του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη. Ευρισκόμενος ως οικονόμος σε μετόχι της Μονής του αγίου Παντελεήμονος προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια για τους εργάτες που εργάζονταν στο Μοναστήρι. Και τι του έδινε το έναυσμα ώστε η προσευχή του να είναι δακρύρροη, τόσο που να νιώθουν την ενέργειά της οι εργάτες; Η γνώση της ζωής του κάθε εργάτη: ο τάδε που βρίσκεται εδώ ξενιτεμένος για τις ανάγκες της οικογένειάς του. «Πώς να νιώθει μόνος χωρίς τη γυναίκα του και τα παιδιά του;» Ή ο δείνα που η αρραβωνιαστικιά του τον περιμένει να παντρευτούν, αλλά τα οικονομικά τους είναι λιγοστά; Ή ο άλλος που το παιδί του είναι άρρωστο, αλλά αυτός είναι υποχρεωμένος να εργάζεται μακριά για να έχει τα χρήματα που απαιτούνται κ.ο.κ. Και η γνώση των προβλημάτων και των συνθηκών της ζωής τους τον έκανε να πονάει γι’  αυτούς και ο πόνος να παίρνει τη μορφή της μετά δακρύων προσευχής.

Τα παραδείγματα από τους αγίους μας είναι άπειρα. Μας δείχνουν όμως το πώς μπορούμε και εμείς να προσευχόμαστε με μεγαλύτερη θέρμη, που θα πει με μεγαλύτερη αίσθηση της παρουσίας του Χριστού και με εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν ότι θα κάνει το καλύτερο για τη ζωή τη δική μας και των άλλων. Να πονάμε για τους άλλους. Όταν μαθαίνουμε κάτι θλιβερό για τη ζωή τους να κινητοποιούμαστε στην προσευχή και όχι στο κουτσομπολιό και στην καλλιέργεια της περιέργειάς μας. Η φαντασία και η γνώση μας δηλαδή να μπαίνουν στον «ζυγό» της αγάπης και όχι στον «ζυγό» της πλάνης και της δαιμονικής κακίας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΥΡΟΥ

«Ο άγιος Δωρόθεος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου και ήταν επίσκοπος Τύρου. Επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, λόγω του διωγμού που επρόκειτο να ξεσπάσει, άφησε την οικία του και τον τόπο του και απήλθε στη Δυσσόπολη. Μετά την καταστροφή αυτών, πήγε στην Τύρο και κατεύθυνε την Εκκλησία του μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του παραβάτη. Τότε ξαναπήγε στη Δυσσόπολη, όπου αφού συνελήφθη από τους άρχοντες του Ιουλιανού και υπέμεινε πολλά βασανιστήρια, σε βαθύτατο γήρας έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, προσφέροντας την ψυχή του στον Θεό την ώρα που έπασχε, σε ηλικία ήδη εκατόν επτά ετών. Άφησε διάφορα εκκλησιαστικά συγγράμματα και ιστορίες, στα ελληνικά και τα ρωμαϊκά. Διότι γνώριζε και τις δύο γλώσσες, από τη μεγάλη σπουδή του και την κλίση της φύσης του».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, όπως γίνεται συνήθως στην εκκλησιαστική υμνολογία, αξιοποιεί το όνομα του αγίου Δωροθέου, προκειμένου να τον τοποθετήσει από πλευράς πνευματικής: ο άγιος υπήρξε το δώρο του Θεού στην Εκκλησία για να βοηθήσει τους πιστούς στη σωτηρία τους, ο ίδιος προσφέρθηκε ως δώρο στον Θεό με την ασκητική του διαγωγή και το μαρτύριό του. «Αυτός που από την πλούσια αγάπη Του παρέχει τα δώρα ως Θεός σ᾽ αυτούς που έχουν ανάγκη, δώρισε εσένα, Δωρόθεε, σαν θεϊκό δώρο στην Εκκλησία, για τη φανερή σωτηρία των πιστών» (ωδή θ´). «Πρόσφερες τον εαυτό σου, παμμακάριστε Δωρόθεε, ως καθαρότατο δώρο στον Θεό, με τον τέλειο βίο σου και το ιερό μαρτύριό σου» (ωδή α´).

Έτσι είναι σαφές ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για τον Θεό από την αγιασμένη ζωή ενός πιστού ανθρώπου, που σημαίνει ότι ο Θεός δεν ευαρεστείται με τις υλικές προσφορές μας αλλά με τη ζωή μας τη σύμφωνη με το άγιο θέλημά Του. Πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να νομίζουμε ότι θα έχουμε τον Θεό προστάτη και συμπαραστάτη μας, αν του κάνουμε δώρα με τα οποία ευαρεστείται: ακριβά καντήλια, ωραίες εικόνες, οικοδομή ναών. Χωρίς να αρνείται κανείς και αυτές τις προσφορές, όταν πηγάζουν από την αγάπη μας  – ο ίδιος ο Κύριος δεν απέπεμψε το ακριβό δώρο της πόρνης γυναίκας που αγόρασε μύρο και το άλειψε στα πόδια Του, ως έκφραση της αγάπης της – όμως το καίριο και ουσιαστικό είναι η καλή και αγία ζωή μας, η θεμελιωμένη στη μετάνοια και τις εντολές του Χριστού. Θέλουμε να κάνουμε τον Θεό μας να χαίρεται; Ας ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Και η χαρά Του πολλαπλασιάζεται όταν μας βλέπει να μένουμε στο θέλημά Του αυτό, έστω και με θυσία της ζωής μας. Κι από την άλλη: δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία που δίνει ο Θεός στον κόσμο μας από την δωρεά ενός αγίου Του. Ο άγιος είναι η ευλογημένη απάντηση του Θεού στον παραπαίοντα και αμαρτωλό κόσμο μας, το ακριβότερο δώρο Του σε εμάς, αφού με την παρουσία του αγίου διακρατείται και ο ίδιος ο κόσμος. Λόγω των αγίων που σε κάθε εποχή υπάρχουν, ο Θεός μακροθυμεί και δίνει περισσότερο χρόνο, ώστε να κινητοποιηθούν περισσότεροι άνθρωποι σε μετάνοια και να σωθούν. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» (πρβλ. Αποκάλυψη Ιωάννη, κεφ. 2,21). Κι αυτό ιδιαιτέρως πρέπει να τονίζεται στην εποχή μας, την τόσο περίεργη από πλευράς πνευματικής και οικονομικής και λοιπής κρίσεως. Η απάντηση του Θεού δεν θα έρθει με τον πολλαπλασιασμό των χρημάτων και των υλικών αγαθών, αλλά με τη δημιουργία συνθηκών μετανοίας στην καρδιά μας. Αν αρχίσει η εσωτερική αλλοίωσή μας και η επιστροφή μας προς τον Θεό, τότε πράγματι θα σημαίνει ότι ήλθε η ώρα της υπέρβασης της όποιας κρίσεως.

Ο άγιος Ιωσήφ δεν επικεντρώνει την προσοχή του στο όντως παράδοξο: ένας γέροντας 107 ετών να δέχεται τη μήνη του περιβάλλοντος του παραβάτη αυτοκράτορα και να υφίσταται τόσα βασανιστήρια.  Ίσως γιατί γνωρίζει καλά ότι όταν κάποιος ξεφεύγει από την πίστη και αρνείται τον Χριστό, σαν τον Ιουλιανό τον αυτοκράτορα,  δεν έχει πια περιθώρια ανθρωπιάς μέσα του. Επικεντρώνει όμως αρκετά στα συγγράμματα που άφησε ο άγιος Δωρόθεος, διότι επίσης γνωρίζει ότι τα γραπτά που μένουν στους αιώνες, είναι εκείνα που βοηθούν τους ανθρώπους σε κάθε εποχή στο να βρίσκουν τον δρόμο του Θεού, ενώ τους απομακρύνουν από τις πλάνες του διαβόλου. «Αναδείχτηκες, θεομακάριστε Πατέρα, πυξίδα του αγίου Πνεύματος, γράφοντας τα θεία δόγματα με γνώση θεϊκή» (στιχηρό εσπερινού). «Η φωνή των λόγων σου και η δύναμη των ωραίων διδασκαλιών σου έφτασε, παμμακάριστε, σε όλη τη γη με τη χάρη του Θεού» (ωδή ς´). «Κράτησες τα ρεύματα της απάτης, Δωρόθεε, με το ρεύμα της πάνσοφης γλώσσας σου και πότισες καλά τις διάνοιες των πιστών» (ωδή α´).

Και τι ήταν εκείνο που έγραψε ο άγιος και φώτισε τόσο πολύ τις διάνοιες των πιστών; Τους βίους των αγίων, μάλιστα των εβδομήκοντα μαθητών του Χριστού. Την πίστη της Εκκλησίας και τα δόγματα της πίστεως ο άγιος Δωρόθεος τα πρόσφερε μέσα από το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο, τη ζωή των αγίων. Κι είναι τούτο μία πολύ μεγάλη αλήθεια: σε κάθε εποχή, κι ίσως ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, η σημαντικότερη προσφορά είναι η προσφορά της ζωής των αγίων μας. «Φανέρωσες με τις ιερές σου συγγραφές, θεόπνευστε Πατέρα, τον τρόπο ζωής των αγίων, γιατί φωτιζόσουν στην ψυχή από τη θεία γνώση» (ωδή ς´). 

04 Ιουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

“Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν  (᾽Ιωάν. 17,3)

Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία ἀπηύθυνε πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο πρίν ἀπό τή σύλληψή Του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Κύριος ἀναφέρεται στήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του ἐπί τῆς γῆς καί συνεπῶς στήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς πού Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός Πατέρας: τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γεγονός πού συνιστᾶ καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ. ᾽Εκεῖνος ὁ λόγος μάλιστα τοῦ Κυρίου πού μᾶς καθοδηγεῖ στήν κατανόηση τῆς ἀποστολῆς Του καί τῆς θεανδρικῆς φύσεώς Του εἶναι ὁ ἑξῆς: ῾Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας ᾽Ιησοῦν Χριστόν᾽ (᾽Ιωάν. 17,3).

 1. Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά βεβαίως πού ὁ Κύριος κάνει λόγο γιά τήν αἰώνια ζωή. Διαρκῶς ἀναφέρεται σ᾽ αὐτήν καί μάλιστα θεωρεῖται ὁ σκοπός τῆς ἀναζήτησης καί τῶν ᾽Ιουδαίων στήν Παλαιά Διαθήκη. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τήν προσέγγιση τοῦ Κυρίου ἀπό τόν νομοδιδάσκαλο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θέτει στόν Κύριο ἀκριβῶς αὐτόν τόν προβληματισμό: ῾Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;᾽ (Λουκ. 10,25), προβληματισμό πού δίνει ἀφορμή στόν Χριστό νά πεῖ καί τή γνωστή παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Ἡ αἰώνια ζωή λοιπόν προβάλλεται ὡς τό ὅραμα τῆς Π. Διαθήκης, ἀλλά καί ὁ σκοπός τῆς ἀποστολῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς ἀφήνει νά τόν κατανοήσουμε καί ὁ λόγος τοῦ ῎Ιδιου: ῾Πάτερ...δόξασόν Σου τόν Υἱόν...καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὅ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωήν αἰώνιον᾽ (᾽Ιωάν. 17, 1-2).

 2. Ὁ Κύριος σπεύδει νά διευκρινίσει τί σημαίνει αἰώνια ζωή. Δέν πρόκειται περί μιᾶς ἄλλης ζωῆς πού ἐκτείνεται μετά τήν ἐδῶ-στόν κόσμο τοῦτο ζωή. Οὔτε πολύ περισσότερο περί τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς αὐτῆς χωρίς τέλος καί θάνατο. Τέτοιες κατανοήσεις ἀκούγονται καί λέγονται, ἀλλά συνιστοῦν παραποιήσεις, διότι διαιωνίζουν τήν κατάσταση τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία κόσμου καί πρωτίστως δέν λαμβάνουν καθόλου ὑπόψιν τή σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ στόν κόσμο, συνεπῶς εἶναι κατανοήσεις ἀπιστίας. Ἡ αἰώνια ζωή, κατά τόν Κύριο, συναρτᾶται ἄμεσα μέ τόν ῾Εαυτό Του: εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ.

 3. Ἡ γνώση αὐτή δέν ἔχει χαρακτήρα νοησιαρχικό, δέν εἶναι δηλαδή θέμα ἐγκεφάλου, δέν πρόκειται γιά κάποιες πληροφορίες πού κινητοποιοῦν τίς νοητικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου – τέτοια γνώση ὑπάρχει καί ὑφίσταται, ἀλλ᾽ ὅταν μιλᾶμε γιά τά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ γνώση γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ Κύριος ἀποκτᾶται ἀπό τήν προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ ᾽Εκεῖνον, πού θά πεῖ τήν αἰώνια ζωή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πού δέχτηκε τήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει καί νά μετάσχει ἔτσι στή δική Του ζωή. ῾Γνῶσίς ἐστιν μετουσία᾽, θά πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ βαθύς καί ἐμφιλόσοφος αὐτός θεολογικός νοῦς, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρέπει νά μετάσχει δηλαδή κανείς στόν Θεό, νά κοινωνήσει μαζί Του, γιά νά μπορέσει νά πεῖ ὅτι Τόν γνωρίζει. Κι αὐτή ἡ γνώση ὡς κοινωνία μέ τόν Θεό, πού δηλώνει τήν παρουσία ᾽Εκείνου μέσα στόν ἄνθρωπο, συνιστᾶ ἀκριβῶς τήν αἰώνια ζωή.

Μέ ἄλλα λόγια ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτός Του, τήν ὁποία μπορεῖ καί ζεῖ στά προσωπικά του ὅρια, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁ ἄνθρωπος πού θά πιστέψει στόν Χριστό. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό, κατά τόν Κύριο, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. ῎Ανθρωπος πού ἐν πίστει θά τηρήσει τίς ἐντολές Του, καί μάλιστα τήν περιεκτική ἐντολή τῆς ἀγάπης, θά διαπιστώσει ῾ἰδίοις ὄμμασι᾽ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐγκατοίκησή Του μέσα σ᾽ Αὐτόν. Τότε ἐμπειρικά θά γνωρίσει τόν Θεό. Αὐτό ἀποκάλυψε ὁ Κύριος καί προκάλεσε τόν κάθε πιστό Του νά ῾πειραματιστεῖ᾽ στόν ἑαυτό του προκειμένου νά τό ἐπιβεβαιώσει. ῾Ὁ λέγων ἔγνωκα αὐτόν καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ μή τηρῶν ψεύστης ἐστίν (Α´᾽Ιωάν. 2,4). ῾Ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. (Α´ ᾽Ιωάν. 4,8). ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽ (᾽Ιωάν. 14, 23 ).

4.Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τόν κάνει νά πλατύνεται τόσο, ὥστε νά ζεῖ τήν αἰώνια ζωή μέσα στά ἀσφυκτικά καί περιορισμένα πλαίσια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στό ἐδῶ καί στό τώρα, νά ζεῖ δηλαδή, ὅπως εἴπαμε, τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, νά γίνεται καί ὁ ἴδιος ἄκτιστος. ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ (Γαλ. 2,20) κατά τή μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου. Κι αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: σέ παίρνει ὁ Χριστός, σέ κάνει ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, κι ἐνῶ φαίνεσαι ὅτι ζεῖς τήν ἴδια ζωή μέ τούς ἄλλους, ἐσύ ἔχεις γίνει ἕνας μικρός Θεός, ῾ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός᾽ κατά τήν ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτό πού λέμε ζωή εἶναι πέρα ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουν οἱ αἰσθήσεις. Ζωή μπορεῖ νά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί μία νέκρωση πού ἁπλῶς φαίνεται ὡς ζωή. Σάν τήν περίπτωση πού λέει ὁ Κύριος γιά ἐκείνους πού δέν τόν ἀκολουθοῦσαν καί τούς χαρακτήρισε ὡς ζωντανούς νεκρούς. ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽ (Ματθ. 8,22).

 5. Εἶναι περιττό βεβαίως καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τή ζωή αὐτή στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, μπορεῖ κανείς νά τή ζήσει μέσα στό ζωντανό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιατί, ἐκεῖ, ὡς μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἱκανώνεται ἀπό τόν Χριστό νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του. ῎Εξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ἀδυνατεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς θεωρεῖ πολλές φορές ἀνοησία. Ποιός ῾λογικός᾽ ἄνθρωπος, μή χριστιανός, θά θεωροῦσε ὡς κάτι φυσικό, γιά παράδειγμα, τήν ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν;᾽(Πρβλ.᾽Ιωάν. 15, 5). Αὐτό σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἀδύνατη καί τό βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωή – δέν εἶναι κατορθωτό.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ὅπως οἱ 318 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἑορτάζουμε σήμερα, αὐτό προσπάθησαν νά διασφαλίσουν: τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν αἰώνια ζωή μέσα στή ζωή αὐτή, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματική σχέση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ. Γι᾽ αὐτό καί τούς τιμᾶμε καί τούς γεραίρουμε. Καί τούς παρακαλοῦμε νά εὔχονται γιά μᾶς, ὥστε νά μένουμε στήν ἴδια μέ ἐκείνους χάρη, δηλαδή στή χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 17, 1-13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν, εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου.  σοὶ ἦσαν  καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς  δέδωκας,  καὶ τὸν  λόγον  σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί  εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν  τῷ κόσμῳ εἰσί,  καὶ ἐγὼ πρὸς  σὲ ἔρχομαι.  Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί  σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰμὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς. Ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, σήκωσε ὁ Ἰησοῦς τά μάτια του στόν οὐρανό καί εἶπε: «Πατέρα, ἔφτασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τή δόξα τοῦ Υἱοῦ σου, ὥστε κι ὁ Υἱός  σου  νά  φανερώσει  τή  δική  σου  δόξα. Ἐσύ  τοῦ ἔδωσες ἐξουσία πάνω σέ ὅλους τους ἀνθρώπους· ἔτσι κι αὐτός θά δώσει τήν αἰώνια ζωή σέ ὅλους αὐτούς πού τοῦ ἐμπιστεύτηκες. Καί νά ποιά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: Ν’ ἀναγνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τόν μόνο ἀληθινό Θεό, καθώς κι ἐκεῖνον πού ἔστειλες, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐγώ φανέρωσα τή δόξα σου πάνω στή γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νά κάνω. Τώρα λοιπόν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ ἐσένα μέ τή δόξα πού εἶχα κοντά σου προτοῦ νά γίνει ὁ κόσμος. Ἐγώ σέ ἔκανα γνωστό στούς ἀνθρώπους πού τούς πῆρες μέσα ἀπό τόν κόσμο καί μοῦ τούς ἐμπιστεύτηκες. Ἀνῆκαν σ’ ἐσένα, κι ἐσύ τούς ἔδωσες σ’ ἐμένα, κι ἔχουν δεχτεῖ τόν λόγο σου. Αὐτοί τώρα ξέρουν πώς ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωσες προέρχονται ἀπό σένα· γιατί τίς διδαχές πού μοῦ ἔδωσες, ἐγώ  τίς ἔδωσα  σ’  αὐτούς,  κι  αὐτοί  τίς  δέχτηκαν  καί ἀναγνώρισαν πώς πραγματικά ἀπό σένα προέρχομαι, καί πίστεψαν πώς ἐσύ μέ ἔστειλες στόν κόσμο. Ἐγώ γι’ αὐτούς παρακαλῶ. Δέν παρακαλῶγιά τόν κόσμο ἀλλά γι’ αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες, γιατί ἀνήκουν σ’ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου εἶναι καί δικά σου, καί τά δικά σου εἶναι καί δικά μου, καί δί’ αὐτῶν θά φανερωθεῖ ἡ δόξα μου. Τώρα δέν εἶμαι πιά μέσα στόν κόσμο· ἐνῶ αὐτοί μένουν μέσα στόν κόσμο, κι ἐγώ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. Ἅγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στήν πίστη μέ τή δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μου χάρισες, γιά νά μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους στόν κόσμο, ἐγώ τούς διατηροῦσα στήν πίστη μέ τή δύναμη τοῦ ὀνόματός σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τούς φύλαξα, καί κανένας ἀπ’ αὐτούς δέ χάθηκε, παρά μόνο ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπώλειας, γιά νά ἐκπληρωθοῦν τά λόγια τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγώ ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καί τά λέω αὐτά ὅσο εἶμαι ἀκόμα στόν κόσμο, ὥστε νά ἔχουν τή δική μου τή χαρά μέσα τους σ’ ὅλη τήν πληρότητά της».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 20, 16-18, 28-36)

Ἐν  ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος  παραπλεῦσαι  τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γὰρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν, εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ' ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ' ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην. Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ  γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ  ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην  μετὰ δακρύων  νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.  Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις  πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπὼν, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες, ὁ Παῦλος ἀποφάσισε νά παρακάμψει τήν Ἔφεσο, γιά νά μή χρονοτριβήσει στήν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας· βιαζόταν νά εἶναι στά Ἱεροσόλυμα, ἄν τοῦ ἦταν δυνατό, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀπό  τή  Μίλητο ὁ Παῦλος ἔστειλε  στήν Ἔφεσο  καί  κάλεσε  τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν ἦρθαν καί τόν συνάντησαν τούς εἶπε: «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε πῶς συμπεριφέρθηκα ἀπέναντί σας ὅλον τόν  καιρό, ἀπό  τήν  πρώτη  μέρα  πού  πάτησα  τό  πόδι  μου  στήν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας». «Προσέχετε, λοιπόν, τόν ἑαυτό σας καί ὅλο τό ποίμνιο, στό ὁποῖο τό Πνεῦμα  τό Ἅγιο  σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους  γιά  νά  ποιμαίνετε  τήν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, πού τήν ἔκανε δική του μέ τό αἷμα του. Ἐγώ τό ξέρω ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή μου θά εἰσβάλουν σ' ἐσάς λύκοι ἄγριοι,  πού  δέ  θά  λυπηθοῦν  τό  ποίμνιο. Ἀκόμα  καί ἀπό ἀνάμεσά σας θά βγοῦν πρόσωπα πού θά διδάσκουν πλάνες γιά νά παρασύρουν τούς πιστούς μέ τό μέρος τους. Γι' αὐτό νά ἀγρυπνεῖτε, καί νά θυμάστε ὅτι τρία χρόνια συνέχεια δέν ἔπαψα νύχτα καί μέρα νά  νουθετῶ μέ  δάκρυα  τόν  καθένα  σας.  Τώρα, ἀδερφοί,  σᾶς ἐμπιστεύομαι στό Θεό καί στό κήρυγμα πού σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη του. Αὐτός μπορεῖ νά σᾶς κάνει ὥριμους στήν πίστη καί νά σᾶς δώσει τήν ἐπουράνια  ζωή  μαζί  μέ ὅλους ὅσοι  εἶναι  δικοί  του. Ἀσήμι ἤ χρυσάφι ἤ ἱματισμό ἀπό κανένα δέ ζήτησα. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε ὅτι γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καί τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτά ἐδῶ τά χέρια. Μέ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τό παράδειγμα, ὅτι πρέπει νά ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, γιά νά μπορεῖτε νά βοηθᾶτε αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη. Νά θυμάστε τά λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, πού εἶπε: "καλύτερο εἶναι νά δίνεις παρά νά παίρνεις"». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια, γονάτισε αὐτός κι ὅλοι ἐκεῖνοι καί προσευχήθηκε.

«ΣΕ ΕΙΔΑ... ΜΟΝΑΧΟΥΛΗ!»

Η γερόντισσα με πολύ κόπο και αργά αργά, κρατώντας το μπαστουνάκι της, μπήκε στο εξομολογητάρι. Ο ιερέας τη βοήθησε να καθίσει, ενώ ένιωσε την ανάγκη να φιλήσει κι αυτός το χέρι της, όταν εκείνη με μεγάλη ευλάβεια φίλησε πρώτη το δικό του.

«Τι κάνετε, κυρία Σοφία μου;», είπε ο ιερέας, ατενίζοντας με μεγάλο σεβασμό το αγαθό πρόσωπο, με τις πολλές ρυτίδες αλλά και με τα ολοφώτεινα μάτια. «Τα καταφέρατε να έρθετε».

Ο ιερέας ήξερε πολύ καιρό τη γερόντισσα. Ήταν από τους ανθρώπους που στηρίζουν τον κόσμο με τις προσευχές τους – γι’ αυτούς που λένε οι άγιοι ότι προς χάρη τους μάλλον ο Θεός συνεχίζει να παρατείνει τον χρόνο και να δίνει ευκαιρίες μετανοίας  - που κάνουν τον Θεό να χαίρεται γιατί υπάρχουν, που ομορφαίνουν τη γη που πατούν και τον αέρα που αναπνέουν.

«Τα κατάφερα, γιε μου, πατέρα μου», είπε η γερόντισσα. «Δεν νιώθω καλά να έχει περάσει τόσος χρόνος χωρίς την ευχή, και να κοινωνώ έτσι, ανεξομολόγητη».

«Μα, κυρία Σοφία μου, εσείς εξομολογείσθε. Σας έχω ξαναπεί ότι δεν χρειάζεται εξομολόγηση κάθε φορά πριν από τη Θεία Κοινωνία, για εσάς μάλιστα, και για άλλους σαν εσάς, που κοινωνούν τόσο τακτικά, σχεδόν κάθε φορά που τελείται Θεία Λειτουργία. Η εξομολόγηση στον πνευματικό είναι υποχρεωτική και απαραίτητη, για εκείνον που κοινωνεί πολύ αραιά, και συνεπώς πρέπει να ελέγξει λίγο τον εαυτό του, ώστε η Θεία Κοινωνία να μην του γίνει «εις κρίμα ή εις κατάκριμα».

«Ναι, πάτερ, το έχω καταλάβει. Πολύ συχνά μας το λέτε στον λόγο σας, όπως και πολύ συχνά το έχετε πει και σ’ εμένα. Πόση ανακούφιση, πόση παρηγοριά μου έχει δώσει αυτό!  Να μπορώ κάθε φορά που μας προσφέρεται ο Χριστός μας, εγώ, η ανάξια και γεμάτη αμαρτίες, να μπορώ να παίρνω τον Κύριο μέσα μου…», είπε η μεγάλη γυναίκα και αναλύθηκε σε δάκρυα.

«Μόνο, κυρία Σοφία, να κάνετε αυτό που επίσης έχουμε πει».

«Ποιο;» -  ανασηκώθηκε το γεροντικό αγιασμένο κεφάλι.

«Να μη ξεχνάμε, κι εσείς κι εγώ και όλοι μας,  να εξομολογούμαστε με τον διπλό άλλο τρόπο που υποδεικνύει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: πάντοτε, καθημερινά στον Χριστό μας, ώστε να επισημαίνουμε τα λάθη και τις αμαρτίες της κάθε ημέρας, ζητώντας Του συγγνώμη, και μαζί με αυτό, παρακαλώντας Τον να μας δίνει δύναμη να ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Θυμάστε που το κηρύσσουμε κι αυτό; Δεν είναι δηλαδή μόνο η εξομολόγηση στον παπά: αυτό πρέπει να γίνεται κατά καιρούς, αλλά ως κατάληξη της αληθινής μετάνοιάς μας. Το  σημαντικότερο μάλιστα, κ. Σοφία μου, είναι το δεύτερο: ο Χριστός μας χαίρεται και θεωρεί γνήσια εξομολόγηση, την εξομολόγηση με την ίδια τη ζωή μας. Γιατί - αναστέναξε ο πνευματικός – δυστυχώς υπάρχουν χριστιανοί μας που μπορεί να εξομολογούνται στον παπά, αλλά συνεχίζοντας χωρίς συναίσθηση την προηγουμένη εγωιστική και αμαρτωλή τους ζωή. Τέλος πάντων! Τι έχετε να εξομολογηθείτε τώρα, κ. Σοφία;»

Η γερόντισσα άνοιξε την καρδιά της. Μία καρδιά γεμάτη μύρο ευωδίας, μολονότι εκείνη την έβλεπε «σπήλαιον ληστών». Τελείωσε σε λίγα λεπτά, σκουπίζοντας με το μαντήλι της τα δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της. «Είμαι πολύ αμαρτωλή, πάτερ. Απορώ πώς με ανέχεται ο Κύριος;» απόσωσε.

Ο ιερέας της είπε τα απαραίτητα, την παρότρυνε στην άσκηση της πνευματικής της ζωής, την παρεκάλεσε να προσεύχεται και γι’ αυτόν. Σηκώθηκε να της διαβάσει τη συγχωρητική ευχή.

«Μη σηκώνεστε, κ. Σοφία», της είπε συγκαταβατικά. «Ξέρω τα προβλήματα της υγείας σας, οπότε θα σας διαβάσω την ευχή έτσι καθιστή που είστε».

Της διάβασε την ευχή και έτεινε το χέρι του να την βοηθήσει να φύγει. Μα η γερόντισσα δεν έδειχνε να έχει τέτοια διάθεση.

«Πάτερ», είπε. «Θέλετε να σας πω την ιστορία της ζωής μου; Γνωριζόμαστε καιρό, αλλά δεν έτυχε μέχρι τώρα να γίνει αυτό. Πέρασα πολλά βάσανα από μικρή, οι γονείς μου με πάντρεψαν σχεδόν με το ζόρι,  μικρούλα όταν ήμουνα, και…».

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, γιατί ο ιερέας με μεγάλη στοργή έπιασε απαλά τον ώμο της και της είπε: «κ. Σοφία μου, θα το ήθελα να σας ακούσω, αλλά όχι τώρα. Κάποια στιγμή που θα έχουμε μεγαλύτερη άνεση, γιατί τώρα περιμένει αρκετός κόσμος για εξομολόγηση και αδημονεί. Είναι και κάποιοι λίγο πιο νευρικοί, που όταν υπάρχει καθυστέρηση, εκφράζουν την αγανάκτησή τους πιο έντονα. Μην τους βάζουμε σε πειρασμό, κ. Σοφία μου».

Σαν να έπεσε από τα σύννεφα η γερόντισσα.

«Συγγνώμη, πάτερ μου», είπε θορυβημένη. «Δεν είχα καταλάβει ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος έξω. Νόμιζα ότι ήσασταν μόνος σας.  Ίσως γιατί με είδαν στην κατάσταση που είμαι, κι όλοι μου παραχώρησαν τη θέση τους. Συγγνώμη, πάτερ, είμαι ασυγχώρητη».

«Δεν πειράζει, κ. Σοφία. Ανθρώπινο. Δεν κάνατε και καμιά…  ιδιαίτερη αμαρτία!»

Σηκώθηκε η κ. Σοφία, η αγαθή γερόντισσα με τον ουρανό στην καρδιά. «Απλώς ήθελα, πάτερ, να καθίσω λίγο μαζί σας να περάσει και η ώρα σας  καθώς περιμένετε για εξομολόγηση.  Σας είδα… μοναχούλη, και σκέφτηκα να σας κάνω παρεούλα».

Ο ιερέας ξεπροβόδισε χαμογελώντας τη γερόντισσα. Κάποια κυρία αμέσως έσπευσε να τη βοηθήσει.  

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)