12 Ιουνίου 2022

«ΒΑΣΙΛΕΥ ΟΥΡΑΝΙΕ, ΠΑΡΑΚΛΗΤΕ...»

«Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός· ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος, καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν».

(Οὐράνιε Παρηγορητή μας Βασιλιά, Σύ πού εἶσαι τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, πού εἶσαι παντοῦ παρών καί γεμίζεις τά πάντα μέ τήν παρουσία Σου, ἔλα καί κατοίκησε μέσα μας κι ἀνάμεσά μας, καί καθάρισέ μας ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά, καί σῶσε, ἀγαθέ, τίς ψυχές μας).

Τό στιχηρό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ καί δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά καί τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, ἀποτελεῖ μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» τήν πιό γνωστή προσευχή τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν προσευχή αὐτή μάλιστα ἀρχίζει κάθε ἀκολουθία, ὅπως καί μέ αὐτήν ξεκινᾶ τήν κάθε προσευχή του καί ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός. Ἀπευθύνεται στό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τήν πηγή τῆς Θεότητος, τόν Πατέρα, ὅπως καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ἀπό Ἐκεῖνον, πού σημαίνει δέν ἔχουμε ἀσφαλῶς τρεῖς Θεούς, κάτι πού συνιστᾶ καταδικασμένη αἵρεση ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἄλλον τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Ἑνός κατά τή φύση καί τήν Οὐσία Του Θεοῦ.

 Ὁ Τριαδικός Θεός μας δηλαδή, κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου μας, (ἡ ὁποία σκιωδῶς ἐμφαίνεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη: ἄς θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τή φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ), εἶναι Ἕνας, ἀλλά καί τρεῖς· Ἕνας κατά τή φύση Του, Τρεῖς κατά τίς ὑποστάσεις Του - ὁ Θεός μας ἔχει τή δυνατότητα νά ζεῖ καί ὡς Πατέρας καί ὡς Υἱός καί ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, ἤ κατά τά λεγόμενα ἰδιώματα πού ἀναφέραμε, ὡς ἀγέννητος, ὡς γεννητός καί ὡς ἐκπορευτός. Κι αὐτό ὄχι κατά συγκυρία, δηλαδή ἄλλοτε ὡς Πατέρας ἤ ἄλλοτε ὡς Υἱός καί ἄλλοτε ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, σάν νά ἔχει τρεῖς «μάσκες», τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ κατά τό δοκοῦν, ἀλλά ἔτσι Τριαδικός ζεῖ ἀενάως, ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον, χωρίς νά χάνεται ποτέ τό ἴδιον τοῦ καθενός. Ὅπως τό ἀπεκάλυψε ὁ μόνος πού μποροῦσε νά τό ἀποκαλύψει, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ὡς Θεός: «ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί». Γι’ αὐτό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς Θεός καί Κύριος, εἶναι ὁ Οὐράνιος Βασιλέας· εἶναι ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν· εἶναι ὁ θησαυρός τῶν πιστῶν ἀνθρώπων καί πού δινει ζωή στούς πάντες καί στά πάντα, ἀντιστοίχως ὅπως καί τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Καί καλό νά εἶναι νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι κατά τήν πίστη μας, τή θεμελιωμένη στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἱερά  Παράδοση, ὁ Θεός μας εἶναι μέν Τριαδικός, ἀλλά μέ κοινή ἐνέργεια καί τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων - ὅπου δρᾶ ὁ Θεός δρᾶ πάντοτε τριαδικά: «ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα». Τό ξεχωριστό τῆς δράσεως τοῦ κάθε Θείου Προσώπου ἔγκειται, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στό γεγονός ὅτι σέ κάθε «ἐποχή», (ὅπου ὡς ἐποχή νοεῖται ἡ κάθε ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου: Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη, ἐποχή Ἐκκλησίας), ἔχουμε τό κάθε Πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος νά διακονεῖ τήν κοινή ἐνέργεια ὅλης τῆς Θεότητος, πού σημαίνει ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός Πατέρας ἦταν Ἐκεῖνος πού διακονοῦσε τήν κοινή ἐνέργεια ὅλων τῶν Προσώπων· στήν Καινή Διαθήκη ὁ Θεός Υἱός ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ· στήν ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεός Ἅγιον Πνεῦμα.

Μέ τήν Πεντηκοστή ἑπομένως ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο, σταλέν ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό,  ἔχει ὡς ἔργο νά καθιστᾶ οἰκεῖο καί ἐσωτερικό στόν ἄνθρωπο τό ἔργο σωτηρίας πού ἐπιτέλεσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, χωρίς τή δράση αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά εἴχαμε μέν σωθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ἡ σωτηρία αὐτή θά παρέμενε ξένη καί «ἄγνωστη» γιά ἐμᾶς, πού θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας σήμερα, ὄντως ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής μας, εἶναι τό Παράκλητον Πνεῦμα. Κι ὅπως σημειώνει σύγχρονος Θεολόγος ἐπ’ αὐτοῦ, «ὅταν ἐμεῖς σήμερα κραυγάζουμε «Θεέ μας», στήν πραγματικότητα ἀναφερόμαστε στό Πνεῦμα Αὐτό, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἤδη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ὄχι μόνον, τό σημείωνε μέ ἔνταση: «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» - κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Κύριο καί Θεό, παρά μόνον μέ τόν φωτισμό καί τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος τό εἶχε ὑπονοήσει τοῦτο, ὅταν ἔλεγε ὅτι δέν πρόκειται νά μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς. Θά ξανάρθω σέ σᾶς, ἔλεγε στούς λυπημένους μαθητές Του, ἐννοώντας ἀκριβῶς τήν ἔλευσή Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὄχι τή Δευτέρα Του Παρουσία.

 Ὁπότε μέ τό Πνεῦμα Αὐτό δέν εἴμαστε ὀρφανοί. Γιατί τοῦτο ἔρχεται καί κατοικεῖ στήν καρδιά μας, ἰδίως ἀπό τήν ὥρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μας, κατά τό ὁποῖο καθιστάμεθα μέλη Χριστοῦ,  καί μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά πού ἀποτελεῖ φράγμα καί τροχοπέδη γιά τήν «ἀνάπαυσιν» τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας. Κι αὐτή ἡ ἐγκατοίκηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος πού ἐνεργοποιεῖ τόν Χριστό καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέσα μας, δέν χάνεται εὔκολα. Μπορεῖ νά ἁμαρτάνουμε δυστυχῶς καί μετά τό βάπτισμά μας, ἀλλά τό Πνεῦμα αὐτό τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακινεῖ διαρκῶς σέ μετάνοια, ἡ ὁποία γίνεται πράξη καί γεγονός, ὅταν ἀνταποκριθεῖ καί ἡ δική μας βούληση, μέ ἀποτέλεσμα καί πάλι νά «ἐπανεμφανίζεται» τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο ἐνεργή καί αἰσθητό. Κι εἶναι σημαντικό νά τονίσουμε ὅτι τελικῶς μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά καθαρίσει τίς ψυχές μας ἀπό κάθε τι ἁμαρτωλό – «Νοῦν καθαρίσαι μόνου τοῦ ἁγίου Πνεύματός ἐστι» (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς) – γι’ αὐτό κι ἐκεῖνες οἱ φωνές πού μιλᾶνε κατά καιρούς γιά «κάθαρση» τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοώντας την μέ ἕναν ἐξωτερικό τρόπο κατά τά ἀνθρώπινα πρότυπα, μόνον κάθαρση δέν μπορεῖ νά εἶναι. Ἐκκαθάριση ναί, ὄχι ὅμως κάθαρση ἐσωτερική καί πνευματική, πού μόνη αὐτή φωτίζει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, γιατί ἐκφράζει τό ταπεινό καί ἁγνό ἦθος τοῦ Θεοῦ μας. Μία τέτοια διαδικασία πού παραπέμπει μονίμως στή μετάνοια εἶναι καί αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζει ὡς σωτηρία, κι αὐτό θά πρέπει νά ἀποτελεῖ τή μόνιμη ἐπιλογή τῆς ζωῆς μας.

11 Ιουνίου 2022

«ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ…»

Δέκα ἡμέρες μετά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Κυρίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τότε πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον κατῆλθε καί ἐπιφοίτησε στίς κεφαλές ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στά ᾽Ιεροσόλυμα. Μέ τήν ἐπιφοίτηση αὐτή ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ἡ γενέθλια ἡμέρα της. Ἡ κάθοδος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Κυρίου ὅτι θά ἔλθει ἄλλος Παράκλητος μετά τή δική Του ᾽Ανάληψη, ὁ ῾Οποῖος θά μείνει μαζί μέ τούς μαθητές Του καί θά τούς διδάξει καί ὁδηγήσει ῾εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν᾽ (᾽Ιωάν. 16, 13).

῎Ετσι τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἐρχόμενο στόν κόσμο ῾ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾽Εκκλησίας᾽ καί παραμένει σ᾽ αὐτήν ὡς ἡ ψυχή τῆς ᾽Εκκλησίας, κατά συνέπεια ἡ ᾽Εκκλησία μέ τή διηνεκή παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ζεῖ μία διαρκή Πεντηκοστή. Ζωή ἔκτοτε στήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ζωή ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, κάτι πού διαπιστώνεται κ α ί στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας κ α ί στή λατρεία της κ α ί στήν ἀσκητική της ζωή καί πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό νομικό-τυπικό πνεῦμα τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ ἤ μέ τήν καπηλεία τοῦ Πνεύματος ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες, ἀλλά εἶναι ἐλευθερία καί ἀγάπη καί παράκληση.

᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἡ μετοχή στίς δωρεές Του (πρέπει νά) ἀποτελοῦν στοιχεῖα ζωῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό κάθε μέλος της, ἄν ὀρθά εἶναι μέλος, πρέπει νά βρίσκεται σέ μία συνεχή κατάσταση ἐκπλήξεως, σέ μία πορεία πνευματικῆς αὐξήσεως, ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽. Διότι ἀκριβῶς εἶναι μέτοχος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ - ῾Αγίου Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ πιστός γίνεται ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δέν εἶναι αὐτός πού θεωρεῖται ἔτσι ἀπό τόν πολύ κόσμο: ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ ποιητής, ὁ ἠθοποιός. Μᾶλλον μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κι αὐτός πνευματικός, ἀλλά ὄχι μέ τή χριστιανική κατανόηση τοῦ ὅρου: ἀσχολεῖται μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί ὄχι μέ τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Γιά τούς χριστιανούς  πνευματικός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σέ αὐτόν. ῾Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν᾽ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά συνεχίσει: ῾Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ᾽ (Ρωμ. 8,9). Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λέγεται πνευματικός ῾ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας᾽.

Μιλώντας ὅμως γιά μετοχή στό ῞Αγιον Πνεῦμα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μιλᾶμε γιά ἕνα γεγονός πού παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι τόν Χριστό Τόν γνωρίζουμε στόν βαθμό πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα μέσα στήν ᾽Εκκλησία Τόν φανερώνει στίς καρδιές μας. ῎Αν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦσε μέσα μας, ἄν ᾽Εκεῖνο δέν μᾶς φώτιζε, ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶχε ἐπιτελέσει τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά ἐμᾶς. ᾽Εκεῖνο πού τό γενικό ἔργο σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε καί τό κάνει οἰκεῖο, δικό μας, εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο ὁ Κύριος ἔστειλε στόν κόσμο μετά τήν ἄνοδό Του στούς Οὐρανούς, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς ζωντανοῦ σώματός Του ἀπό τόν ῎Ιδιο. Ὅπως τό εἶπε, ἄλλωστε, παρηγορώντας τούς μαθητές Του: ῾᾽Εάν ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς᾽ (᾽Ιωάν. 16, 7).

῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ᾽Εκκλησία, καλούμενος οὐσιαστικά ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό - ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽ (᾽Ιωάν. 6, 44) - καί εἰσερχόμενος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διακονούμενες ἀπό τό Παράκλητον Πνεῦμα μετά πιά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἀποκαλύπτουν Αὐτόν στήν καρδιά του, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἐνσωματώνουν μέσα στόν ῎Ιδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστοῦ. Καί γενόμενος ὁ ἄνθρωπος μέλος Χριστοῦ, μετά τήν προσωπική αὐτή Πεντηκοστή του, ὁδηγεῖται κατά φυσικό τρόπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ὅτι ῾οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽ (Α´Κορ. 12,3), ὅπως καί ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι ῾οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾽ ἐμοῦ᾽ (᾽Ιωάν. 14,6). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τάξεως καί ὄχι ἀκαταστασίας, ὅπως κι ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει χαρακτήρα Τριαδικό κι αὐτό σημαίνει ὅτι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, ᾽Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία πᾶνε μαζί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁποιαδήποτε διάσπασή τους ἀποκαλύπτει τήν αἵρεση ἤ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, ἄρα στήν ἔκπτωση ἀπό τή ζωή καί τή σωτηρία. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε ὅτι ῾σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος᾽. Γιατί ὅποιος ἔχει τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἔχει τόν ῎Ιδιο τόν Τριαδικό Θεό.

 Τό ἐρώτημα τό ὁποῖο τίθεται ἐν συνεχείᾳ εἶναι: πῶς κανείς ἀποκτᾶ τό ῞Αγιον Πνεῦμα; Βεβαίως ἀμέσως ἡ σκέψη μας, ὅπως ὑπονοήθηκε παραπάνω, πηγαίνει στά μυστήρια. Γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τούς κρουνούς ἀπό τούς ὁποίους προχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς. ᾽Αλλά τά μυστήρια δέν ἐπενεργοῦν θετικά κατά τρόπο μαγικό στούς ἀνθρώπους. ᾽Απαιτεῖται ἡ προσωπική τους συμμετοχή καί προσπάθεια. Κι ἐδῶ εἰσέρχεται κανείς σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀσκητική καθαρή πνευματική ζωή. Ἡ ἀσκητική ζωή, ὡς προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση γιά νά ἐνεργοποιοῦνται τά μυστήρια πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν καταντοῦν ῾εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα᾽. Μέ τήν παρατήρηση βεβαίως ὅτι καί ὁ ἀγώνας αὐτός δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρη Αὐτοῦ δίνει τή δυνατότητα καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. ῾Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ᾽ (Ρωμ. 9, 16).

Τί μᾶς διδάσκει λοιπόν ἡ βιβλικο-πατερική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, πάνω στό θέμα τῆς ἀποκτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῶν μυστικῶν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς; Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τή χάρη αὐτή τῆς παρουσίας Του, νά ἔχει συνεπῶς τόν Θεό μέσα του, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ νομίμως. Καί νομίμως σημαίνει νά ἀρχίσει μέ τή χάρη τοῦ θεοῦ τόν ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τά ψεκτά λεγόμενα πάθη, ἰδίως κατά τοῦ κεντρικοῦ πάθους τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φιλαυτίας (ἤ ἐγωϊσμοῦ), μέ τά παρακλάδια της, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. ῎Ετσι ὁ πνευματικός ἀσκητικός ἀγώνας εἶναι στοχευμένος: ὁ πιστός καλεῖται νά μεταστρέψει τή φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, σέ ἀγάπη ἀληθινή δηλαδή, γι᾽ αὐτό καί στή θέση τῶν τέκνων τῆς φιλαυτίας θέτει τήν ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καί προσφορά, τήν ταπείνωση. Στό βαθμό πού ὁ ἐκκλησιαστικός πνευματικός αὐτός ἀγώνας γίνεται μέ σωστό τρόπο, μέ τήν καθοδήγηση δηλαδή τῶν ἁγίων μας καί τῶν ἐμπειροτέρων ἀπό ἐμᾶς χριστιανῶν, κυρίως δέ τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἡ φιλαυτία ἐξαλείφεται, καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί τή θέση της παίρνει ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ἀγάπη ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι κατοικητήριον ᾽Εκείνου.

Τήν κατάσταση αὐτή πού ἀκολουθεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί κυριαρχεῖ μέσα του, οἱ ἅγιοί μας ἔχουν ὀνοματίσει φωτισμό καί στή συνέχεια θέωση. Γι᾽ αὐτό καί συχνά ἀκοῦμε γιά τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τά τρία αὐτά στάδια μόνο τό πρῶτο σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀσκητική προσωπική προσπάθεια, ἐκεῖ πού ὁ πιστός φανερώνει τήν ἀγαθή του προαίρεση γιά προαγωγή τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό. Μολονότι καί τό στάδιο αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο καί τό τρίτο θεωροῦνται καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἀνησυχεῖ καθόλου οὔτε καί νά τά θέτει ὡς ὅραμα καί προορισμό του. Ὁ πιστός ὡς ὅραμά του ἔχει τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγωνίζεται στή βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά του, καί ἀφήνει τόν Θεό ῾ἐλεύθερο᾽ νά προσφέρει, ὅσο θέλει καί ὅποτε θέλει, τά δῶρα τῆς παρουσίας Του, τόν φωτισμό καί τή θέωση.

Γι᾽ αὐτό καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τελικῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπομονή. ῎Ανθρωπος πού ξεκινᾶ τήν πνευματική ζωή καί ἀπαιτεῖ γρήγορα τήν ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχει βάλει ῾νάρκη᾽ στήν προσπάθειά του. Ὁ Θεός δέν εἶναι παιχνίδι ὥστε ἐμεῖς νά Τόν ῾κανονίζουμε᾽ στίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός πού ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πάντων, γνωρίζοντας τά πάντα καί στό ἔσχατο βάθος τους. ῎Ετσι ἡ ἀνυπομονησία ἀποτελεῖ σημάδι τελικῶς ταραγμένης ψυχῆς, ἄρα στήν πραγματικότητα φανερώνει τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μέγας ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, στά ἀσκητικά του ἔργα, μνημονεύει ἕνα σπουδαῖο Γέροντα, ὁ ὁποῖος καθοδηγώντας ἕναν ἄπειρο νεαρό μοναχό, πού ῾βιαζόταν᾽ ν᾽ ἀποκτήσει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά νιώθει τά χαρίσματα αὐτά μετά τά τριάντα πρῶτα χρόνια τῆς ἔντονης ἀσκητικῆς του ζωῆς.

Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς ἀποκαλύπτει γιά μία ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας, ἀφοῦ εἴμαστε κλημένοι σέ ἄπειρη αὔξηση μετοχῆς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί συγχρόνως μᾶς δείχνει τίς δυσκολίες πού ὑπάρχουν λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἀδυναμιῶν. Εἶναι στή δική μας ὅμως τήν εὐθύνη νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση αὐτή, πού συνιστᾶ καί τήν ὑψηλότερη κλήση πού ὑπάρχει στόν κόσμο: νά εἴμαστε καί νά γίνουμε ῾συγκληρονόμοι Χριστοῦ᾽ (Ρωμ. 8, 17).

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 7, 37-52. 8,12)

    Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸςαὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τήν πιό λαμπρή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στό πλῆθος καί φώναξε: «Ὅποιος διψάει, νά ’ρθεῖ σ’ ἐμένα καί νά πιεῖ. Μέσα ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ’ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θά τρέξουν». Αὐτό τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δέν εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξαστεῖ μέ τήν ἀνάσταση. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τό πλῆθος, πού ἄκουσαν αὐτά τά λόγια, ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ προφήτης πού περιμένουμε». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας». Ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὁ Μεσσίας θά ’ρθεῖ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἡ Γραφή δέν εἶπε πώς ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ καί θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, τό χωριό καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τό πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, κανείς ὅμως δέν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροί στούς ἀρχιερεῖς καί στούς Φαρισαίους, κι αὐτοί τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν τόν φέρατε;» Οἱ φρουροί ἀπάντησαν: «Ποτέ ἄνθρωπος δέ μίλησε ὅπως αὐτός». Τούς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι». Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος πού εἶχε πάει στόν Ἰησοῦ νύχτα λίγον καιρό πρίν: «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μέ τό νόμο μας νά καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν τόν ἀκούσουμε καί δέ μάθουμε τί ἔκανε;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Μελέτησε τίς Γραφές καί θά δεῖς πώς κανένας προφήτης δέν πρόκειται νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά πλανιέται στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 2, 1-11)

     Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ ̓ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύηςτῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σαν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Πνεῦμα. Στήν Ἱερουσαλήμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτούς καί ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τούς ἀποστόλους νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοί καί μέ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά αὐτοί ὅλοι πού μιλᾶνε δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε νά μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι πού εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοί καί Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τούς ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑΣ

«Ο άγιος Βαρθολομαίος ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξε στους Ινδούς – τους επικαλουμένους «Ευδαίμονες» - και τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. Τον οδήγησαν σε σταυρικό θάνατο στην Αλβανούπολη και τελειώθηκε ένδοξα. Στη συνέχεια τον έριξαν στη θάλασσα μέσα σε λάρνακα από μόλυβδο. Η Θεία Πρόνοια όμως δεν επέτρεψε να βυθιστεί το μαρτυρικό άγιο λείψανό του και το έφερε μέχρι τη Σικελία, στη νήσο Λίπαρη, όπου και το φανέρωσε στους πιστούς, οι οποίοι και τον έθαψαν. Η τιμία σορός του, ως ένα είδος πηγής, επιτελούσε πολλά θαύματα και όσοι προσέρχονταν με πίστη σ’ αυτήν  θεραπεύονταν άμεσα από οποιοδήποτε νόσημά τους, οπότε και επανέρχονταν σπίτι τους με χαρά και ευφροσύνη.

Ο άγιος Βαρνάβας που ονομάζεται και Ιωσής σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου κι έγινε φίλος και συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου. Το όνομά του Βαρνάβας σημαίνει «υιός παρακλήσεως», υιός παρηγοριάς και δύναμης δηλαδή, και ανήκοντας οικογενειακά στη φυλή Λευί των Ιουδαίων γεννήθηκε και ανατράφηκε στη νήσο της Κύπρου. Ο άγιος Βαρνάβας κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού πρώτα στα Ιεροσόλυμα κι έπειτα στη Ρώμη και στην Αλεξάνδρεια. Βρέθηκε πάλι στην Κύπρο, όπου Ιουδαίοι και Έλληνες λόγω της χριστιανικής δράσεώς του τον λιθοβόλησαν και τον έριξαν σε φωτιά να καεί. Ο ανιψιός του Μάρκος, ο απόστολος και ευαγγελιστής, συνέλεξε τα λείψανά του και τα έθεσε σε σπήλαιο, οπότε και εξέπλευσε προς την Έφεσο, όπου ήταν εκεί ο αδελφικός φίλος του Βαρνάβα Παύλος, στον οποίο και ανήγγειλε το μαρτυρικό τέλος του. Ο Παύλος έκλαυσε τον φίλο του για πολύ. Λέγεται ότι ο Βαρνάβας τάφηκε μαζί με το ευαγγέλιο του Ματθαίου που αντέγραψε με τα χέρια του, το οποίο και βρέθηκε αργότερα μαζί με το αποστολικό σώμα του. Γι’ αυτό και οι πιστοί της Κύπρου πήραν ως προνόμιο να μην υπόκειται το νησί τους σε κάποιον από τους άλλους επισκόπους, αλλά η χειροτονία να γίνεται από τον δικό τους επίσκοπο».

Διπλή η προσέγγιση των αγίων μεγάλων αποστόλων του Κυρίου, Βαρθολομαίου και Βαρνάβα, από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη. Προσέγγιση μεμονωμένη για τον καθένα, προσέγγιση κοινή και για τους δύο. Ποιο το κοινό που τους ενώνει;  Ασφαλώς το γεγονός ότι και οι δύο είναι άμεσοι απόστολοι και μαθητές του Κυρίου:  ο Βαρθολομαίος ανήκοντας στους δώδεκα, ο Βαρνάβας ανήκοντας στους εβδομήκοντα μαθητές Του. Συνεπώς και οι δύο κλημένοι από Εκείνον, κατά τη ρήση Του:  «δεν με εκλέξατε εσείς, αλλά εγώ σας εξέλεξα για μαθητές μου»˙ όπως και οι δύο μέτοχοι της φλόγας του Παναγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής˙ κι ακόμη: και οι δύο σταλμένοι από τον Κύριο να κηρύξουν σε όλη την κτίση το άγιο ευαγγέλιό Του, μένοντας πιστοί σ’ αυτό «ἄχρι θανάτου» - μαρτυρικό το τέλος και των δύο.

Η εκτίμηση του αγίου Θεοφάνους στο δοξαστικό των αίνων του όρθρου είναι ό,τι καλύτερο για τους γνήσιους μαθητές του Κυρίου: αποτελούν με την απόλυτη ένωσή τους μαζί Του τα ζωντανά και εύφορα κλήματα που φέρουν τον ώριμο και ωραίο καρπό, εκείνο το σταφύλι που το τρώνε οι πιστοί και ευφραίνονται με τη γεύση του – οι άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας πλήρως ταυτισμένοι με τον Κύριο και «ανοικτοί» στον χυμό και τη ζωή Του βεβαίωσαν την αλήθεια αυτή με το κήρυγμά τους και τη θυσία τους που μεταποιήθηκε σε εμπειρία και γεύση και ζωή για τους υπόλοιπους πιστούς. «Όπως προείπε στα Ευαγγέλια η σοφία του Θεού, δηλαδή ο Χριστός ο αιώνιος Λόγος του Πατρός: εσείς είστε, πανεύφημοι απόστολοι, τα εύφορα κλήματα που φέρετε στα κλαδιά σας το ώριμο και ωραίο σταφύλι. Αυτόν τον καρπό τρώμε οι πιστοί και με τη γεύση του ευφραινόμαστε. Βαρθολομαίε θεόληπτε και Βαρνάβα υιέ παρακλήσεως, εκτενώς πρεσβεύσατε υπέρ των ψυχών μας».

Πέραν του κοινού της ζωής τους όμως, ο άγιος ποιητής επισημαίνει και τα ιδιαίτερα σημεία τους.

Ο άγιος Βαρθολομαίος πρώτον: είχε την ξεχωριστή ευλογία να ανήκει στον στενό κύκλο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον ποιητή, ότι γνώρισε τον Κύριο κατά τρόπο «πρωτουργό» και εντελώς άμεσο. «Συναναστράφηκες κατά μοναδικό και άμεσο τρόπο, «πρωτουργῶς», το άκτιστο φως, τον Χριστό δηλαδή που φάνηκε ως άνθρωπος, απόστολε, καθώς ζούσες διαρκώς μαζί Του και φωτιζόσουν από τις θείες ακτίνες Του» (ωδή ε΄). Γι’ αυτό και «ὡς αὐτόπτην καί διάκονόν» Του (ωδή θ΄) τον απέστειλε «ως ακτίνα Του σε όλον τον κόσμο για να διώχνει το σκοτάδι της αθεΐας και να φωτίζει τους ευρισκομένους στην άγνοια του Θεού» (στιχ. εσπ.). Στο έργο αυτό της αποστολής ο άγιος ποιητής διακρίνει δύο παραμέτρους: ο άγιος Βαρθολομαίος, φέροντας το πυρ του Παρακλήτου (ωδή α), λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως δροσιά του Θεού που φέρνει την πνευματική ίαση στους ανθρώπους (ωδή ε΄): «Ὡς δρόσος Θεοῦ, τοῖς ἀνθρώποις ἴαμα κομίζουσα ἐν τῷ κόσμῳ πέφηνας, ὦ Βαρθολομαῖε» - η παρουσία του αποστόλου είναι πάντοτε θεραπευτική μέσα στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που «καίγεται» κυριολεκτικά από τα πάθη του ο γνήσιος μαθητής του Κυρίου έρχεται όχι να ρίξει «λάδι στη φωτιά», να επιτείνει τη φλόγα και την οδύνη, αλλά να είναι το ίαμα και η αναψυχή. Θυμίζει την παρουσία του αγγέλου του Θεού που δρόσιζε τους τρεις παίδες μέσα στο καμίνι που καίγονταν.

Κι επιπροσθέτως: ο απόστολος Βαρθολομαίος είναι από τα θεμέλια της Εκκλησίας, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές του Κυρίου – η βασικότατη αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο Κύριος συνιστά τον βασικό και κεντρικό θεμέλιο λίθο, ενώ οι μαθητές Του είναι οι υπόλοιποι θεμέλιοι λίθοι. Κι εδώ έχουμε μία ωραία ερμηνεία του αγίου Θεοφάνους που αποτελεί συμβολή στη θεολογική κατανόηση του όρου «λίθος θεμέλιος» για τους αποστόλους. «Ὡς λίθος πανάγιος, Βαρθολομαῖε, ἁγνῶς κυλιόμενος τῆς πλάνης τό ὀχύρωμα εὐτόνως κατέστρεψας˙ τῆς Ἐκκλησίας δέ, ἄρρηκτος θεμέλιος φανείς, διαφυλάττεις ταύτην ἀκράδαντον» (ωδή ζ΄). Δηλαδή: Σαν πανάγιο λιθάρι, Βαρθολομαίε, που κυλιότανε με τρόπο ιερό, κατέστρεψες με δύναμη το οχύρωμα της πλάνης. Από την άλλη, επειδή φάνηκες θεμέλιο σκληρό και άθραυστο της Εκκλησίας, διαφυλάσσεις αυτήν σταθερή. Αυτό είναι το έργο του αποστόλου του Χριστού. Σταλμένος από τον Κύριο και δρώντας «ἁγνῶς», με τρόπο ιερό και άγιο, όχι εμπαθώς και με αγριότητα παθών δηλαδή: που θα πει «σταυρωμένα» εν αγάπη, προκαλεί τη μεγαλύτερη καταστροφή της πλάνης – η σταυρωμένη αγάπη συνιστά τη μεγαλύτερη δύναμη για να ξεθεμελιωθεί το όποιο κακό. Και βεβαίως, η μέχρι θανάτου στάση πίστεως και αγάπης  αυτή διατηρεί ακλόνητη και σταθερή την Εκκλησία: είναι η μετοχή του πιστού στον μονίμως Εσταυρωμένο Κύριο, την κεφαλή της Εκκλησίας – «καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

Ο άγιος Βαρνάβας έπειτα: Έχοντας αφήσει τη σκιά του Ιουδαϊκού νόμου μεταστρέφεται στη χριστιανική πίστη. Γιατί; Διότι είναι «ἐχέφρων», μας λέει ο άγιος Θεοφάνης. «Εγκατέλειψες τη σκιά του νόμου ως άνθρωπος με μυαλό, κι έτσι ζεις μέσα στη χάρη, θεοφόρε Βαρνάβα» (κάθισμα όρθρου). Έχοντας τη χάρη του Θεού και το πυρ, κι αυτός, του Παρακλήτου (στιχ. εσπ.), δέχεται την ξεχωριστή κλήση από το Παράκλητον αυτό Πνεύμα, μαζί με τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να γίνουν οι απόστολοι των εθνών. Ό,τι διηγείται ο άγιος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων (13, 2: «Λειτουργούντων αὐτῶν καί νηστευόντων, εἶπε τό Πνεῦμα αὐτῶν τῷ Κυρίῳ: ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον, ὅ προσκέκλημαι αὐτούς»)  αυτό και τονίζει ο άγιος ποιητής. «Καθώς σε είδε η παντοδύναμη εξουσία του Πνεύματος να είσαι φωτισμένος από ποικίλες λαμπηδόνες φωτός, σε ξεχωρίζει, πανσεβάσμιε, ως λειτουργό των μυστηρίων του Χριστού» (ωδή γ΄).

Κι είναι ακριβώς η ιδιαίτερη σχέση του Βαρνάβα με τον Παύλο που σημειώνει επανειλημμένως ο υμνογράφος μας. Στις περισσότερες αναφορές του για το αποστολικό έργο του θα πει ότι είναι μαζί με τον άγιο Παύλο, τον φίλο και συμμαθητή του ήδη από την κοινή μαθητεία τους, ως σημειώνει η παράδοση γι’ αυτόν, «παρά τούς πόδας Γαμαλιήλ», του σπουδαίου δασκάλου τους και αγίου μετέπειτα της Εκκλησίας. Η κοινή αυτή εν πίστει και αγάπη Κυρίου πορεία τους ήταν εκείνη που έκανε τον απόστολο Παύλο να νιώσει τόσο πόνο όταν έμαθε το μαρτυρικό τέλος του. Μαρτύρησε ο άγιος Βαρνάβας, εισήλθε μετά δόξης στη Βασιλεία του Θεού, τον έκλαψε με πικρά δάκρυα όμως ο φίλος και επιστήθιός του Παύλος – η ανάπαυση που νιώθει ο χριστιανός για έναν κεκοιμημένο άγιο φίλο του δεν σημαίνει άρση της ανθρώπινης διάστασης της φιλίας του που μπορεί να εκφραστεί και με κλαυθμό και οδυρμούς. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος «ἔκλαυσε» για τον φίλο του Λάζαρο. «Λάμποντας από τη χάρη του Σταυρού σου, Δέσποτα, οι ένδοξοι απόστολοι, σου πρόσφεραν πιστεύοντα τα έθνη, ο Βαρνάβας και ο Παύλος οι θεόφρονες» (ωδή γ΄). «Έφτασες στο λαμπρότερο ύψος των αρετών κι αφού βρήκες τον θεηγόρο απόστολο Παύλο, εξαγγείλατε σε όλους το απόρρητο βάθος του μυστηρίου της πίστεως» (ωδή δ΄).

Κι αξίζει τέλος να προβάλουμε ένα ιδιαίτερο σημείο του αγίου Θεοφάνους για τον άγιο Βαρνάβα: τον παραλληλισμό που του κάνει με τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, έστω κι αν δεν τον αναφέρει. Ο άγιος Βαρνάβας, λέει ο ποιητής, έδρασε στον κόσμο, όπως και οι άλλοι ασφαλώς απόστολοι, σαν σε έρημο. Η φωνή του ήταν όπως του αγίου Προδρόμου: «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Κι αυτό λόγω της αμαρτίας που είχε κατακυριεύσει τον κόσμο μέχρι να έλθει ο Λυτρωτής Χριστός. «Έγινες, σοφέ παμμακάριστε Βαρνάβα, μία φωνή που βροντοφωνάζει στα έρημα (από γνώση Θεού) έθνη, αναγγέλλοντας σε όλους το πέρα από κάθε λογική κατανόηση μυστήριο της θείας σαρκώσεως» (ωδή ε΄). Η μαρτυρία αυτή του αγίου ποιητή έχει ως σκοπό βεβαίως να διατρανώσει την αλήθεια ότι για να γίνει και να είναι κανείς χριστιανός απαιτείται η μοναδική δύναμη της πίστεως. Κανείς από μόνος του, στηριγμένος στις δυνάμεις του και τις δυνάμεις του κόσμου τούτου, δεν μπορεί να φτάσει στην αποδοχή του Χριστού. Πάντοτε η πίστη του Χριστού θα αποτελεί δωρεά Του σ’ εκείνον που έχει ανοικτή όχι τη λογική του αλλά την καρδιά του. Στην καρδιά σπείρεται και καρποφορεί το δένδρο της πίστεως. «Οὐ πάντων ἡ πίστις», όπως σημειώνει και ο μέγας Παύλος.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ

«Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας».

Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: «Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού» (κάθισμα όρθρου). «Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού» (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ εξαίρει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. «Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα» (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος (εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. «Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε» (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. «Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας» (λιτή). «Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας» (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου «περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη» (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. «Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά» (στιχηρό εσπερινού). «Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών» (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο άγιος Εδέσσης υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: «Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου» (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας θεωρείται στην Ελλάδα το κέντρο αναφοράς στον άγιο. Ο ηγούμενός της π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν μητροπολίτης Αργολίδος, ο οποίος κατέστησε τη Μητρόπολή του νέο κέντρο τιμής του αγίου) έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή έχει τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών εκεί. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά. «Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ» (ωδή θ´ κ.α.).

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΟΣΙΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΪΣΙΟΥ

«Επισκέφτηκε κάποτε τον Γέροντα Πορφύριο ο Γέρων Παΐσιος στο Μήλεσι και έμεινε μαζί του αρκετή ώρα στο πρώτο σπιτάκι με τους τσιμεντόλιθους, στο οποίο έμενε τότε ο Γέρων Πορφύριος. Όταν έφυγε ο Γέρων Παΐσιος κάποιος ρώτησε τον Γέροντα Πορφύριο με περιέργεια: Τι είπατε, Γέροντα; Και ο Γέρων Πορφύριος απάντησε: Τίποτα! Λέγαμε την ευχή» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι).

Τι θα περίμενε κανείς από μία συνάντηση δύο οσίων; Λόγια φιλοφροσύνης του ενός προς τον άλλον; Και δικαιολογημένα: ο καθένας εν χάριτι αναγνώριζε τη χάρη του Θεού που αναπαυόταν στην ύπαρξη του άλλου – βλέπουμε στον άλλον ό,τι εμείς οι ίδιοι έχουμε. Το «περίεργο» είναι ότι οι άγιοι ενώ αναγνωρίζουν τη χάρη του Θεού στον συνάνθρωπό τους, οι ίδιοι τον εαυτό τους τον τοποθετούν στον πάτο του Άδη – κανείς άλλος δεν είναι χειρότερος από τους ίδιους. Ας θυμηθούμε τον απόστολο Παύλο με το «ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ!», όπως και του συγχρόνου μας οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου από την απάντηση του Κυρίου σε εναγώνια προσευχή του: «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι!» Λοιπόν, λόγια φιλοφροσύνης; Ο καθένας να «εξυμνεί» τα χαρίσματα του άλλου, εξουθενώνοντας τον εαυτό του; Και ασφαλώς όχι! Μία τέτοια απάντηση θα φανέρωνε το μέγεθος της αλαζονείας των θεωρουμένων «οσίων». Γιατί θα ήταν καρπός ταπεινολογίας και ταπεινοσχημίας που συνιστά την κορυφή της δαιμονικής υπερηφάνειας. Αδύνατο λοιπόν να υπάρξει τέτοιο περιεχόμενο στην όποια συνομιλία τους.

Μήπως λόγια που εξαντλούνται στο πώς διάγουν τη ζωή τους; Τι προβλήματα και αρρώστιες πιθανόν έχουν ή τι προβλήματα αναπτύσσονται από τις σχέσεις τους με τον κόσμο, είτε τον χριστιανικό είτε τον μη χριστιανικό; Μα ένα τέτοιο περιεχόμενο συζητήσεως διαπιστώνεται σε εμάς τους αρχαρίους που η περιέργεια για τις ζωές των άλλων ή η ανάγκη να διεκτραγωδήσουμε τον πόνο μας και τα «πάθια» μας για να δείξουμε πόσο «χάλια» ζούμε στον κόσμο τούτο μάς συνέχει και κυριαρχεί στη συνείδησή μας. Ασφαλώς λοιπόν ούτε κάτι τέτοιο μπορεί να βρεθεί ως αντικείμενο λόγων σε συνάντηση δύο αγίων της Εκκλησίας – δεν θα ήταν άγιοι, αφού θα ταλαντεύονταν κι αυτοί μέσα στην περιδίνηση των παθών και των δυσκολιών και των αναγκών της ζωής τους.

Τι λοιπόν; Τι λένε μεταξύ τους οι άγιοι; Τι μπορούσαν να λένε οι όσιοι Πορφύριος και Παΐσιος από την πρόσωπο προς πρόσωπο συνάντησή τους; Την απάντηση στη δίψα της περιέργειάς μας την έχουμε: «Τίποτα δεν είπαμε. Λέγαμε την ευχή!» Μα, πώς; Δεν ζούσαν μαζί! Δεν συναντιόντουσαν συχνά! Δεν είχαν καν τηλεφωνική επικοινωνία ούτε αλληλογραφία! Δεν είχαν κάτι να πουν; Κι εδώ λοιπόν ο όσιος μέγας Πορφύριος αποκαλύπτει το περιεχόμενο της καρδιάς ενός αληθινά πιστού ανθρώπου, όταν όμως συναντά έναν εξίσου αληθινά πιστό. Τι ζει την κάθε ώρα και στιγμή του ένας άγιος; Τον Χριστό ως περιεχόμενο της ζωής του. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός», όπως το λέει ο μέγας απόστολος Παύλος. Ο χριστιανός, εφόσον είναι πράγματι πιστός, τον Κύριο δεν έχει μόνιμο «αντικείμενο» του στοχασμού του; Τον Κύριο δεν ποθεί με έρωτα στο βάθος της καρδιάς του; Προς Εκείνον δεν φέρεται αδιάκοπα τρέχοντας προς το άγιο θέλημά Του; Όλη η ζωή του αγίου δηλαδή είναι μία επιβεβαίωση αυτού που μαρτυρεί και πάλι ο άγιος Παύλος: «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και: «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».

Πώς λοιπόν να πεις για κάτι άλλο πέραν του Χριστού – Εκείνος σε περιέχει κι εσύ Τον περιέχεις, κατά την υπόσχεσή Του: «Εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Κι αυτό σημαίνει ότι ψηλαφάμε με την απάντηση του αγίου Πορφυρίου το βίωμα δύο μελών του σώματος του Χριστού που βρίσκονται χωρίς κενά και ενδιάμεσα σε κοινωνία αγάπης με την κεφαλή του σώματος. Τον Χριστό δηλαδή έβλεπε στο πρόσωπο του αγίου Παϊσίου ο άγιος Πορφύριος, τον Χριστό έβλεπε στο πρόσωπο του αγίου Πορφυρίου ο άγιος Παΐσιος. Κι αυτό με θερμότητα αγάπης που σβήνει οτιδήποτε γήινο και επιφέρει την τέλεια ενότητα. «Ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν».

Κι η συνάντηση αυτή των δύο που είναι ένα εν Χριστώ – «εγώ εν αυτοίς και αυτοί εν εμοί» - καταλήγει στην κατάληξη που δεν είναι άλλη από την προσευχή ή καλύτερα από την ερωτική κραυγή της ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» - ίσως κι ούτε το «ελέησόν με»˙ επαρκεί το «Κύριε Ιησού Χριστέ», το «Κύριε Ιησού», το «Ιησού» μόνο. Ο άγιος μας άνοιξε λίγο τα μάτια και για το τι κυριαρχεί και υφίσταται στην πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία των αγίων με τον Τριαδικό Θεό στη Βασιλεία Του! Η απόλυτη ενότητα, όπου εν Πατρί και εν Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι, όπου μαζί με την Παναγία και τους αγίους, όπου μαζί με όλους τους αγγέλους, έχουμε μία αναπνοή, έναν ρυθμό, μία θέληση. Ο Θεός ενωμένος με τους αγίους, τους άλλους θεούς εν χάριτί Του!

Ας επιτραπεί όμως να θέσουμε το ερώτημα του τι επικρατεί στη συνάντηση ενός αγίου με έναν από εμάς τους «ψυχικούς» χριστιανούς και ανθρώπους; Κατ’ αναλογίαν της πνευματικής μας καταστάσεως, η προσαρμογή του αγίου στο επίπεδό μας – η ακρόαση των προβλημάτων μας, η συμβουλή για την υπέρβασή τους, η προτροπή για την υπομονή μας, η «επιπεδοποίησή» του αγίου στην κενότητά μας. Σαν τον άγιο Παΐσιο που όταν έβλεπε ότι ο επισκέπτης του τον ρωτούσε για αυτονόητα και γήινα πράγματα: τι τρώτε, πόσοι καλόγεροι είναι στο Όρος, με τι εργασίες ασχολείσθε; απαντούσε παρομοίως: ποιος είναι ο πρωθυπουργός της χώρας, πώς πάνε τα οικονομικά, πώς πάνε οι δουλειές στον κόσμο!

10 Ιουνίου 2022

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.