02 Ιουλίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 6, 22-33)

Εἶπεν ὁ  Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ  τὸν ἕνα  μισήσει  καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς  καὶ τὸ σῶμα  τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε  εἰς  τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι  οὐ σπείρουσιν  οὐδὲ θερίζουσιν  οὐδὲ συνάγουσιν  εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν  χόρτον  τοῦ ἀγροῦ,  σήμερον ὄντα  καὶ αὔριον  εἰς  κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς  οὕτως ἀμφιέννυσιν,  οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν  τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν  δικαιοσύνην  αὐτοῦ,  καὶ ταῦτα  πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τά μάτια. Ἄν λοιπόν τά μάτια σου εἶναι γερά, ὅλο το σῶμα σου θά εἶναι στό φῶς. Ἄν ὅμως τά μάτια σου εἶναι χαλασμένα, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι στό σκοτάδι. Κι ἄν τό φῶς  πού ἔχεις,  μεταβληθεῖ σέ σκοτάδι,  σκέψου  πόσο  θά ’ναι  τό σκοτάδι! Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους· γιατί ἤ θά μισήσει τόν ἕνα καί θά ἀγαπήσει τόν ἄλλο, ἤ θά στηριχτεῖ στόν ἕνα καί θά περιφρονήσει τόν ἄλλο. Δέν μπορεῖτε νά εἶστε δοῦλοι καί στόν Θεό καί στό χρῆμα. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω: Μή μεριμνᾶτε γιά τή ζωή σας, τί θά φᾶτε καί τί θά πιεῖτε οὔτε γιά τό σῶμα σας, τί θά ντυθεῖτε. Ἡ ζωή δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τήν τροφή; Καί τό σῶμα δέν εἶναι σπουδαιότερο ἀπό τό ντύσιμο; Κοιτάξτε τά πουλιά πού δέν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συνάζουν ἀγαθά σέ ἀποθῆκες,  κι ὅμως ὁ οὐράνιος  Πατέρας  σας  τά τρέφει· ἐσεῖς δέν ἀξίζετε πολύ περισσότερο ἀπ’ αὐτά; Κι ἔπειτα, ποιός ἀπό σᾶς μπορεῖ μέ τό ἄγχος του νά προσθέσει ἕναν πῆχυ στό ἀνάστημά του;  Καί γιατί τόσο ἄγχος  γιά τό ντύσιμόσας; Ἄς  σᾶς  διδάξουν  τά ἀγριόκρινα πῶς μεγαλώνουν· δέν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· κι ὅμως σᾶς βεβαιώνω  πώς  οὔτε ὁ Σολομών  σ’ ὅλη  του  τή μεγαλοπρέπεια  δέν ντυνόταν ὅπως ἕνα ἀπό αὐτά. Ἄν ὅμως ὁ Θεός ντύνει ἔτσι τό ἀγριόχορτο, πού σήμερα ὑπάρχει κι αὔριο θά τό ρίξουν στή φωτιά, δέν θά φροντίσει πολύπερισσότερο γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μήν ἔχετε, λοιπόν, ἄγχος καί μήν ἀρχίσετε  νά λέτε:  “τί θά φᾶμε;” ἤ:  “τί θά πιοῦμε;” ἤ:  “τί θά ντυθοῦμε;” γιατί, γιά ὅλα αὐτά ἀγωνιοῦν ὅσοι δέν ἐμπιστεύονται τόν Θεό· ὁ οὐράνιος ὅμως Πατέρας σας ξέρει καλά ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Γι’ αὐτό πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ἐπιζητεῖτε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός του, κι ὅλα αὐτά θά ἀκολουθήσουν». 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 5, 1-10)

Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι ̓ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ ̓ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οὐμόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς  οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη  τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. Ἔτι  γὰρ  Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν  κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι ̓ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε ἐπειδή πιστέψαμε, οἱ σχέσεις μας μ’ αὐτόν ἀποκαταστάθηκαν  μέ τή μεσολάβηση  τοῦ Κυρίου  μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός μᾶς ὁδήγησε μέ τήν πίστη στόν χῶρο αὐτῆς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἴμαστε στερεωμένοι, καί καυχόμαστε γιά τήν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς μας στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μα δέν σταματᾶ ἐκεῖ ἡ καύχησή μας· καυχόμαστε ἀκόμα καί στίς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πώς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν  στήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή στόν δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στήν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικά δέν ἀπογοητεύει. Μαρτυρεῖ γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα πού μᾶς δόθηκε, γέμισε καί ξεχείλισε τίς καρδιές μας. Γιατί ὁ Χριστός, παρ’ ὅλο πού ἤμασταν ἀκόμη ἀνίκανοι νά κάνουμε τό καλό, πέθανε γιά μᾶς, τούς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, στόν προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θά ’δινε κανείς τή ζωή του ἀκόμα καί γιά ἕνα δίκαιο ἄνθρωπο. Ἴσως ἀποφάσιζε  κανείς  νά πεθάνει  γιά κάποιον  καλό ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ὅμως ξεπερνώντας αὐτά τά ὅρια ἔδειξε τήν ἀγάπη του γιά μᾶς, γιατί ἐνῶ ἐμεῖς ζούσαμε ἀκόμα στήν ἁμαρτία, ὁ Χριστός ἔδωσε τή ζωή του γιά μᾶς. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν καταδίκη, μέ τή μεσολάβηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο ὁ ἴδιος θά μᾶς σώσει κι ἀπό τή μέλλουσα ὀργή.

01 Ιουλίου 2022

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

 

«Μη στενοχωριέστε, εάν έχετε ελαττώματα κληρονομικά, αλλ’ ούτε και να καμαρώνετε για τις κληρονομικές σας αρετές, διότι ο Θεός θα εξετάσει την εργασία που έκανε ο άνθρωπος στον παλαιό του άνθρωπο» (Π. Μ. Σωτήρχος, Γέρων Παΐσιος, Βίος, Διδαχές, Προφητείες, Θαύματα, εκδ. Παπαδημητρίου, 2009).

Η κληρονομικότητα είναι ένα θέμα που απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί μάλλον τον άνθρωπο εσαεί. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, παλαιότεροι και νεότεροι, αλλά πολύ περισσότερο η σύγχρονη ψυχολογία και οι επιστήμες της αγωγής το θεωρούν ως καίριο ζήτημα για την ανάπτυξη του ανθρώπου και το λαμβάνουν πάντοτε σοβαρότατα υπ’ όψιν όταν μιλούν για την επίδραση της αγωγής ιδίως στον νέο άνθρωπο. Η αντίληψη που διατυπώθηκε τους περασμένους αιώνες από κάποιους φιλοσόφους της αγωγής (όπως ο Τζων Λοκ, 17ος αι.), ότι ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο για παράδειγμα ως tabula rasa, ως άγραφος χάρτης, οπότε το πιο καθοριστικό στοιχείο στην ανάπτυξη και την προαγωγή του ανθρώπου είναι η αγωγή που θα δεχτεί, δεν φαίνεται να έχει στη νεότερη εποχή πολλούς οπαδούς και υπερασπιστές. Η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τη δύναμη της κληρονομικότητας, των γονιδίων που έχει ο άνθρωπος όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά.

Εκείνος που συχνά τόνιζε τις κληρονομικές καταβολές αλλά και το πώς η ψυχική κατάσταση ιδίως της μάνας την εποχή της κυοφορίας επιδρά στον ψυχισμό των παιδιών ήταν ο όσιος μέγας Γέρων της εποχής μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης. Συχνά έπιανε το χέρι εκείνου που τον πλησίαζε με προβλήματα, κυρίως ψυχολογικά, για να του πει, όταν έκρινε ότι θα τον βοηθούσε, ότι τα προβλήματά του ανάγονται σε κάτι που συνέβη στη μάνα του και τη στενοχώρησε όταν ήταν στον τάδε μήνα της εγκυμοσύνης της σ’ αυτόν ή ακόμη πιο πίσω σε κάτι που σχετιζόταν με τη ζωή των προγόνων του. Η ίδια η Αγία Γραφή είναι εκείνη βεβαίως που σημειώνει μεταξύ άλλων πως «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» ή «οι γονείς έφαγαν τα άγουρα και των παιδιών τα δόντια ξίνισαν»! Και ο όσιός μας εν προκειμένω μέγας Παϊσιος δεν λέγει κάτι διαφορετικό. Όχι μόνο στο παραπάνω απόσπασμα αλλά και σε πολλά άλλα λόγια του και γραπτά του τονίζει το πώς αυτό που φέρει ο άνθρωπος λόγω καταβολών από τη γενιά του τον επηρεάζει αλλά και τον «σφραγίζει» κάποιες φορές σε μεγάλο βαθμό. Η κληρονομικότητα είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί κανείς  να την αρνηθεί και να τη διαγράψει, χωρίς τελικώς να φεύγει από τα όρια της πραγματικότητας.

Παρ’ όλα αυτά όμως! Η χριστιανική πίστη ενώ αποδέχεται την πραγματικότητα αυτή – είναι η αποδοχή της αμαρτίας που λειτουργεί μέσα στον άνθρωπο του κόσμου τούτου  - δεν της προσδίδει απόλυτη και καταλυτική δύναμη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ήλθε ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Οποίος προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ενσωμάτωσε στον Εαυτό Του διά του αγίου βαπτίσματος και τον έκανε μέλος Του. Ο πιστός στον Χριστό πια δεν κινείται με τις δικές του μόνο δυνάμεις, τις ασθενικές και από τις προσωπικές του αμαρτίες και από τις κληρονομικές καταβολές. Ενδυναμωμένος από τον Κύριο μπορεί να φτάσει στο επίπεδο της παντοδυναμίας Εκείνου, γιατί Αυτός δίνει τη χάρη και την εξουσία αυτή. «Όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει» βεβαιώνει το αψευδές στόμα Του. «Σας δίνω την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να νικάτε κάθε επίδραση του πονηρού διαβόλου. Και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο για σας». «Είμαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει» βεβαιώνει από την προσωπική του εμπειρία και ο μέγας απόστολος Παύλος.

Οπότε, ναι! Μεγάλη η δύναμη των κληρονομικών καταβολών, αξεπέραστη για πολλούς τους εκτός της πίστεως, όμως όχι για τους συνεπείς χριστιανούς, τους αγωνιζομένους για την αγιότητα. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζει κανείς ότι στην κρίση του Θεού εκείνο που κατεξοχήν θα «μετρήσει» είναι «η εργασία που έκανε ο άνθρωπος στον παλαιό του άνθρωπο». Η εργασία δηλαδή για να ζει χάριτι Θεού την αιώνια ζωή ήδη από τη ζωή αυτή: τον αγώνα μεταστροφής του παλαιού ανθρώπου στον καινό άνθρωπο που έφερε ο Κύριος. Κι ο τρόπος είναι ένας: η τήρηση των αγίων εντολών Εκείνου. Στον βαθμό που ο πιστός δεν «ψωνίζει θάνατο με την αμαρτία του» αλλά κοινωνεί Θεό με την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του, ναι, έχει «εξασφαλίσει» τον Παράδεισο ήδη από το εδώ και το τώρα. Γι’ αυτό και οι κληρονομικές καταβολές λειτουργούν, κατά τον άγιο Παΐσιο, ως ασκήσεις για να τον βοηθούν στον αγιασμό του. Ίσως συμβαίνει κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έλεγε για την επιλογή συντρόφου για τον άνδρα και τη γυναίκα. Ένας σύντροφος πιο δύσκολος και προβληματικός, σημείωνε με τον δικό του τρόπο, είναι για τον άλλον η μεγαλύτερη ευκαιρία που του δίνει ο Θεός για να αγιάσει περισσότερο.

Ο χριστιανός λοιπόν δεν επικεντρώνει την προσοχή του στα κληρονομικά του, με την έννοια που είπαμε, (ίσως η υπέρ το δέον αναφορά αυτή να υποκρύπτει μία πνευματική τεμπελιά προς δικαιολόγηση του εαυτού), αλλά στον αγώνα που έχει ενώπιον των οφθαλμών του – να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και κατ’ αναλογία του αγώνα του ο Θεός τον ενισχύει περισσότερο ή λιγότερο. Είναι γνωστό μάλιστα το σχόλιό του για τις περιπτώσεις που άκουγε ότι κάποιος αδικήθηκε λόγω της μη χριστιανικής καλής οικογένειάς του. «Σ’ αυτόν χρωστάει περισσότερο ο Θεός», έλεγε, «και θα του πολλαπλασιάσει τις βοήθειες». Έφτανε μάλιστα ο φιλάνθρωπος όσιος Γέρων να λέει ότι «και φόνους να έχει κάνει κάποιος ο Θεός θα τον κρίνει με επιείκεια, όταν αγωνίστηκε να τους περιορίσει και όχι να επιτελέσει όσους μπορούσε!» Ούτε στενοχώρια λοιπόν ούτε καμάρι για ό,τι φέρνει το παρελθόν. Κοιτάμε μπροστά και «τρέχουμε με υπομονή έχοντας προσηλωμένα τα μάτια μας στον αρχηγό της πίστεώς μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό».

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ

 

«Δύο πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος που ήταν αδέλφια, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν έφτασαν στην Παλαιστίνη. Ευρισκόμενοι στη Γαλιλαία και βρίσκοντας την τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου να τιμάται από κάποια Εβραία γυναίκα, σκέφτηκαν να της την πάρουν. Λοιπόν, όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν κάθε άγιο τόπο, παρήγγειλαν και έφτιαξαν μία όμοια σορό μ’  εκείνην που ήταν κατατεθειμένη η τιμία Εσθήτα της Θεομήτορος, οπότε κατά την επάνοδό τους έβαλαν τη δική τους άδεια σορό στη θέση της άλλης της Εβραίας γυναίκας. Παίρνοντας λοιπόν με τον τρόπο αυτόν το θείο και ιερό ένδυμα επέστρεψαν στον τόπο τους. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη απέθεσαν τη σορό με την Εσθήτα της Θεοτόκου στο προάστιό τους που ονομαζόταν Βλαχέρνες, έχοντας ως σκοπό να κρύψουν τον θησαυρό. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το κατορθώσουν, το φανέρωσαν στον Βασιλιά, ο οποίος όταν άκουσε τι έγινε γέμισε από άφατη χαρά κατασπαζόμενος την ιερά Εσθήτα, κι όχι μόνο αυτό αλλά οικοδόμησε και ναό στο προάστιο των Βλαχερνών, μέσα στον οποίο κατέθεσε την αγία σορό. Εκεί λοιπόν τώρα ευρισκόμενη η τιμία αυτή σορός, μέχρι και τώρα αποτελεί το φυλακτήριο της πόλεως και  τη σωτηρία από τις νόσους και τους εχθρούς». 

Το αποτέλεσμα μίας «κλεψιάς» εορτάζει κατ’  ουσίαν σήμερα η Εκκλησία μας. Μίας κλεψιάς που έχει όμως ιερό χαρακτήρα – έγινε κατ’  ευδοκίαν Θεού -  αφού η Εσθήτα (ή Μαφόρι) της Παναγίας, όπως και η τιμία Ζώνη της, ανήκουν σ’  εκείνους που τιμούν την Παναγία και την αποδέχονται ως την κατεξοχήν Μοναδική γυναίκα στον κόσμο, διαχρονικά και παγκόσμια, που καμία άλλη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της, αφού δι’  αυτής ήλθε ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού στον κόσμο. Μόνον με άλλα λόγια εκείνος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο μπορεί να πιστέψει και την ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέση της Πανάγνου Μαριάμ -  Χριστός και Παναγία Μητέρα Του πάντοτε συνθεωρούνται – οπότε και να τιμήσει οτιδήποτε σχετίζεται μ’  Αυτήν, είτε είναι η Ζώνη της είτε είναι η Εσθήτα της. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γι’ αυτό, δεν προβληματίζεται καθόλου για την ηθική ποιότητα της πράξεως των δύο πατρικίων αδελφών. Την θεωρεί ως εκ Θεού γενομένη, τόσο που την παραλληλίζει με τον χιτώνα του Κυρίου. Όπως, λέει στον στίχο του συναξαρίου, ο Θεός θέλησε ο χιτώνας Του να βρεθεί στα χέρια των δημίων Του φρουρών κάτω από τον Σταυρό Του, έτσι και η Εσθήτα της Παναγίας να βρεθεί στη Χριστοφρούρητο πόλη, την Κωνσταντινούπολη και δη στο προάστιό της τις Βλαχέρνες.

Απόδειξη βεβαίως της ευδοκίας του Θεού για την «παράνομη» ανθρωπίνως, αλλ’ έννομη θεϊκώς πράξη της μεταφοράς της σορού είναι τα άπειρα θαύματα που «σαν να τρέχουν ποτάμια» (κάθισμα όρθρου) γίνονται από τότε και μετέπειτα, καθώς μάλιστα παραμένουν αδιάφθορα από την επίδραση του χρόνου (απολυτ.). Όχι μόνο μεμονωμένα οι πιστοί ντύνονται τη δύναμη και τη χάρη της Θεοτόκου, αλλά και η Κωνσταντινούπολη δια της τιμίας σορού την έχει ως φρουρό και τείχος της (στιχ. εσπ., κ.α.).  Και ποια η αιτία για τη μεγάλη αυτή δύναμη και χάρη που κέκτηνται η Εσθήτα και η Ζώνη της Θεοτόκου; Πρώτον, το γεγονός ότι τα φόρεσε Εκείνη η Πρώτη και Μοναδική, η χάρη της Οποίας μεταγγίστηκε και στα ενδύματά της, τόσο που η κατοχή αυτών Εκείνην προβάλλει – τιμώντας την Εσθήτα και τη Ζώνη την Παναγία τιμάμε. «Ο ναός σου, Δέσποινα, που έχει το ιερό μαφόριό Σου ως θησαυρό αγιάσματος, κάθε φορά αγιάζει όλους εμάς που προστρέχουμε σε Σένα και Σε μακαρίζουμε κατά χρέος» (απόστ. εσπ.).

Και δεύτερον, γιατί με την Εσθήτα αγιάζεται και ο πιστός λαός, ο οποίος έρχεται σ’ επαφή, και «υλικά», με τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: ο χιτώνας αυτός τύλιξε ως βρέφος και τον Κύριο! «Καθαγίασες την ιερή Εσθήτα λόγω της επαφής της μ’ Αυτόν που ήλθε ως άνθρωπος επί της γης για χάρη μας, όπως κι επειδή τύλιξες μ’ αυτήν το σώμα σου, Παρθένε. Μ’ αυτήν την Εσθήτα αγιάζεις όλους τους δούλους σου που σε υμνολογούμε» (ωδή α΄) – ο «υλισμός» της χριστιανικής πίστεως προβάλλεται κατά απόλυτο θα λέγαμε τρόπο, κάτι που παραπέμπει προς ιδιαίτερη θεμελίωση και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου και τα ενδύματά Του «μεταποιήθηκαν» και έγινα λευκά σαν το χιόνι!

Είναι πολύ συγκινητική η ιστορική αναφορά ότι και Βασιλείς δέχτηκαν πλούσια την ίαση και τη χάρη της Θεοτόκου διά της Εσθήτος και της Ζώνης της (βλ. την αντίστοιχη εορτή της 31ης Αυγούστου), με τη βασική σημείωση βεβαίως ότι η προσέγγισή τους γίνεται με πίστη και με καθαρότητα νου, που θα πει από εκείνους που μέσα στην Εκκλησία αγωνίζονται τον πνευματικό αγώνα, συλλειτουργώντας με τους Αγγέλους! Όπως το σημειώνει το δοξαστικό του εσπερινού και όχι μόνο: «Αφού καθαρίσουμε τις φρένες και τον νου μας, ας πανηγυρίσουμε και εμείς μαζί με τους Αγγέλους».