06 Ιουλίου 2022

ΑΔΙΚΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΩ!

 


Γιά τόν ὅσιο Σισώη τόν μεγάλο, πού ἡ ζωή του ἀποπνέει τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ μεγάλου ὁσίου Ἀντωνίου, ἔχουν διασωθεῖ ἀρκετά λόγια καί περιστατικά στά Ἀποφθέγματα τῶν Γερόντων, ἕνα τῶν ὁποίων καταγράφουμε στή συνέχεια μέ σύντομο σχολιασμό του.

«Ἀδελφός πού ἀδικήθηκε ἀπό ἄλλον ἀδελφό ἦλθε πρός τόν ἀββά Σισώη καί τοῦ λέγει:

- Ἀδικήθηκα ἀπό ἕναν ἀδελφό καί θέλω νά τόν ἐκδικηθῶ.

Ὁ δέ Γέρων τόν παρακαλοῦσε:

- Μή τέκνον. Ἀντιθέτως μάλιστα ἄφησε στόν Θεό τό ἔργο τῆς ἐκδικήσεως.

Αὐτός ὅμως ἔλεγε:

- Δέν θά παύσω, ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ γιά τόν ἑαυτό μου.

Εἶπε δέ ὁ Γέρων:

- Ἄς προσευχηθοῦμε, ἀδελφέ. Καί ὁ Γέροντας, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε:

- Θεέ, δέν σέ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νά φροντίζεις γιά μᾶς. Διότι ἐμεῖς ἐκδικούμαστε μόνοι γιά λογαριασμό μας.

Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά τά λόγια ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στά πόδια του Γέροντος λέγοντας:

- Δέν θά εἶμαι πλέον σέ ἀντιδικία μέ τόν ἀδελφό, συγχώρεσέ με, ἀββά». 

 

Ἐκ πρώτης ὄψεως θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ ἀδελφός μοναχός πού ἀδικήθηκε καί ἤθελε νά ἐκδικηθεῖ ἦταν ἕνας κακός μοναχός – ποιός χριστιανός, πολύ περισσότερο ἕνας μοναχός, δέν γνωρίζει ὅτι ἡ ἐκδίκηση εἶναι κάτι πού δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τή χριστιανική πίστη; Θέλει νά ἐκδικηθεῖ συνήθως ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἕρμαιο τῶν παθῶν του καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, ἐκεῖνος δηλαδή πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό του, δέν ἀγγίζει καθόλου τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἄν ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς σώσει, ἦταν ἀκριβῶς γι’ αὐτό: νά μᾶς ἐπαναφέρει στό σημεῖο τῆς ἀρχικῆς θεοείδειάς μας, νά ζοῦμε ὡς κατ’ εἰκόνα Του μέ τό κατεξοχήν γνώρισμά Του, τήν ἀνιδιοτελή καί ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. «Χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ», όπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ συγκεκριμένος λοιπόν ἀδελφός μέ τό πάθος τῆς ἐκδίκησης νά καίει στά στήθια του δείχνει τήν ἔλλειψη τῆς χριστιανικότητάς του.

Ὅμως ἐνῶ ἡ πραγματικότητα μέ τά λόγια του εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, τά ἔργα του φανερώνουν κάτι διαφορετικό. Τί ἐννοοῦμε; Πρίν προβεῖ σέ ὁποιαδήποτε ἐνέργεια ἐκδίκησης σπεύδει νά ἐρωτήσει τόν ὅσιο Γέροντα - ἔχει μάθει προφανῶς νά μήν κάνει τίποτε χωρίς εὐλογία. Κι αὐτό εἶναι σημάδι ἀνθρώπου πού ἀγωνίζεται ἐσωτερικά τόν ἀγώνα τῆς ὑπακοῆς. Καί ὄντως ἡ ἀλήθεια αὐτή ἐπιβεβαιώνεται. Διότι μόλις ὁ ὅσιος Σισώης μέ ἄμεσο καί εὐφυή τρόπο τοῦ δείχνει τό ἀντιχριστιανικό τῆς σκέψεως καί τῆς διαθέσεώς του, ἀμέσως πείθεται ἐκζητώντας τή συγγνώμη του. Τό συμπέρασμα εἶναι προφανές: ὁ συγκεκριμένος ἀδελφός ἦταν μᾶλλον ἕνας ἁπλοϊκός στήν πίστη μοναχός, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε μάθει νά κανονίζει ἀκόμη τούς λογισμούς του, ἕνας ἀρχάριος πού τά πάθη του, ὅπως εἴπαμε, συχνά τόν κυρίευαν. Διότι δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ προκοπή ἑνός χριστιανοῦ φανερώνεται ἀπό τή «μύησή» του στόν ἔλεγχο τῶν λογισμῶν πού ἐξάπτουν τόν ἐγωϊσμό του. «Οἱ λογισμοί καθορίζουν τή ζωή μας», ὅπως τό ἔλεγε ἕνας ὅσιος σύγχρονος ἀσκητής, γι’ αὐτό καί χωρίς τήν ἐκμάθηση τοῦ ἐλέγχου τῶν λογισμῶν δέν μπορεῖ στήν οὐσία νά ὑπάρχει χριστιανική ζωή.

Ἀπό τήν ἄλλη, θαυμάζουμε τήν ἀμεσότητα ἀντίδρασης τοῦ ὁσίου Σισώη. Ὄχι μόνον προσανατολίζει τόν ἁπλοϊκό καί ἀρχάριο μοναχό σ’ αὐτό πού εἶναι τό θέλημα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ - τήν ἀγάπη καί πρός τόν ἐχθρό, κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου πού εἶπε «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τούς μισοῦντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς» - ὁπότε τόν καθοδηγεῖ στό σημεῖο πού θά κρατήσει μέσα του ζωντανή τή σχέση του μ’ Ἐκεῖνον, ἀλλά τό κάνει μέ τρόπο πολύ παραστατικό καί ἀπολύτως καίριο γιά τά δεδομένα ἑνός μοναχοῦ: μέσα ἀπό τήν προσευχή, στήν ὁποία ὅμως δίνει τέτοιο περιεχόμενο πού δέν ἀφήνει περιθώριο ἀμφισβήτησης στόν μοναχό ὅτι ἡ διάθεσή του γιά ἐκδίκηση ἐκφράζει ἀπιστία πρός τόν Θεό. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν προκειμένῳ εἶναι ἀπολύτως σαφής: «Μή ἐκδικεῖτε ἑαυτούς, ἀδελφοί. Ἐμή γάρ ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». 

Κι ἀξίζει στήν ἀντίδρση τοῦ ὁσίου νά παρατηρήσει κανείς δύο πράγματα: Πρῶτον, ὅτι ἡ ἐκδίκηση, ὅπως καί κάθε ἀπόκλιση ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τελικῶς συνιστᾶ ὄντως ἀπιστία πρός τήν παρουσία καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ὁ Ὤν», ἡ πηγή τοῦ Εἶναι καί τοῦ κάθε εἶναι, χωρίς Αὐτόν δηλαδή δέν ὑφίσταται ζωή, ἀφοῦ «Αὐτός ἐστίν ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς μας ἔξω ἀπό τήν «Ὁδόν» Ἐκείνου εἶναι πράγματι ἀπιστία - ἡ ἴδια ἡ ζωή μας καί οἱ πράξεις μας ἀποδεικνύουν ἄν σχετιζόμαστε μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Καί δεύτερον, ἡ προσευχή μας, ὅπως ἔδειξε ὁ ὅσιος Σισώης, στίς κρίσιμες ὧρες τοῦ ὅποιου πειρασμοῦ μας καλό θά εἶναι νά ἐκφράζει αὐτό πού ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς στόν πειρασμό μας. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ὁ πνευματικός καί ἀνάδοχος τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, εἶχε καταρτίσει τό ψαλτήριο τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τέτοιο τρόπο πού νά ἀνταποκρίνεται στίς συγκεκριμένες ἑκάστοτε ἀνάγκες τῶν πιστῶν ἐνοριτῶν του. Νά προσευχόμαστε μέ ἄλλα λόγια στόν Κύριο γι’ αὐτό πού εἶναι τό πρόβλημά μας, αὐτό πού «καίει» τήν καρδιά μας, καί νά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς καθοδηγεῖ ὥστε οἱ ἀντιδράσεις μας νά μή μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τό ἅγιο θέλημά Του – νά βλέπουμε τό ἀποτέλεσμα τῆς ὅποιας ἐνέργειάς μας. Ἀρκεῖ βεβαίως νά ἔχουμε κι ἐμεῖς τήν καλή διάθεση τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀδελφοῦ πού πῆγε στόν ὅσιο Σισώη. Διαφορετικά, ἄν ἡ προσευχή μας εἶναι ἡ παράκλησή μας νά γίνει ὁπωσδήποτε τό δικό μας θέλημα, συχνά ἁμαρτωλό, τότε ὄχι μόνο δέν θά ἔχουμε τόν Θεό βοηθό μας, ἀλλά θά Τόν ἔχουμε ἐνάντιό μας. 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ

 


«Αὐτός ὁ μακάριος ἀγάπησε ἀπό βρέφος τόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί σηκώνοντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ στούς ὤμους του, Τόν ἀκολούθησε. Κατατρόπωσε τίς παρατάξεις τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καί μέ χαρά προχώρησε πρός τά ἐπίπονα σκάμματα τῆς ἄσκησης. ῎Εφτασε σέ μεγάλα ὕψη ταπεινοφροσύνης καί γι᾽ αὐτό ὁ τῶν ὅλων Κύριος τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα νά ἀνασταίνει καί νεκρούς. ᾽Επειδή λοιπόν ἔζησε ἀγγελική ζωή ὁ ἐν σώματι ἄσαρκος, μεταστάθηκε πρός τήν ἄϋλη ζωή, ὅπου εἶναι οἱ σκηνές τῶν ῾Αγίων καί ἡ αἰώνια λαμπρότητα, ἐκζητώντας τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ ἡμῶν».

 

Ὁ ἅγιος Σισώης προβάλλεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς τύπος τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἐκείνου πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔζησε στόν κόσμο τοῦτο, μέ ὀρθή ἱεράρχηση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν του δυνάμεων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ ὅσιος Σισώης, ἀκολουθώντας τήν πνευματική ὁδό τοῦ Χριστοῦ, ὑπέταξε τό μέν σῶμα στή λογική ψυχή, τήν δέ ψυχή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατά τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ "καθυπέταξες το αμαρτωλό φρόνημα της σάρκας με δύναμη στον λογισμό, όσιε, έδειξες δε την ψυχή σου αταπείνωτη στη δουλεία των παθών", επειδή ακολουθούσες τα ίχνη του Χριστού (῾ἰχνηλατῶν Χριστόν᾽). ῎Αν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἱεράρχηση, τότε ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐπανάσταση τῶν σωματικῶν παθῶν, τά ὁποῖα ἄγουν καί φέρουν τήν ψυχή, μέ μόνιμο χαρακτηριστικό τήν ταραχή καί τήν ἀκαταστασία. Εἶναι εὐνόητο ὅτι στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος δέν λειτουργεῖ ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά γενόμενος ἕρμαιο τοῦ πονηροῦ καταντᾶ ὑπάνθρωπος καί ἀπάνθρωπος. Ὅ,τι θηριωδία ἄλλωστε ἔχει νά ἐπιδείξει ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, παλαιά καί σύγχρονη, ὀφείλεται ἀκριβῶς στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διέγραψε τή μόνη δύναμη ἐξανθρωπίσεώς του, τόν Τριαδικό Θεό μας.

Ἡ ὑποταγή τοῦ σώματος στή λογική ψυχή, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, φανερώνει τόν ἀγώνα τῆς ἐγκρατείας. Ἡ ἐγκράτεια, ψυχῆς καί σώματος βεβαίως, εἶναι ἐκείνη ἡ γενική ἀρετή, ἡ ὁποία ἐξισορροπεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά βλαστήσει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. Κι αὐτό βλέπουμε στόν μεγάλο ὅσιο Σισώη. "Νέκρωσες τις ηδονές της σάρκας με τη δύναμη της εγκράτειας, σοφέ, και με την επιμέλεια των αρετών". Εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ πού τόν ἔταξε ὁ Δημιουργός του: νά εἶναι Θεός κατά χάριν καί νά ἔχει τή δύναμη πρεσβείας ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ σάν τούς ἀγγέλους. "Γι'  αυτό αυξανόμενος άριστα με τις αναβάσεις, πάτερ",  θά πεῖ καί πάλι ὁ ὑμνωδός, "έφθασες προς την ουράνια οδό και παρίστασαι πάντοτε  ενώπιον του Χριστού μαζί με τους αγγέλους, Σισώη, πατέρα μας". Ἡ ἔλλειψη ἐγκρατείας πού παρατηρεῖται δυστυχῶς σ᾽ ἕνα μεγάλο βαθμό σήμερα, κι ὄχι μόνο στούς νέους, ἀποκαλύπτει τήν τραγικότητά μας, ὅτι ἀφήσαμε τόν δρόμο πού μᾶς φέρνει στόν οὐρανό, τόν δρόμο τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί ἀκολουθήσαμε καί ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τῆς φτώχειας καί τῆς ἀπώλειας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος καυχᾶται γιά τήν κατάντια του: κυλιέται σάν τούς χοίρους στά λασπόνερα, νομίζοντας ὅτι κολυμπάει στά μύρα καί στά ἄνθη!

Ὁ ὅσιος Σισώης μᾶς βοηθάει δραστικά στόν δρόμο τῆς ἐγκράτειας: ἡ μνήμη τοῦ θανάτου πού ἀδιάκοπα καλλιεργοῦσε, εἶναι μία ἰσχυρή δύναμη στόν ἄνθρωπο γιά νά ἀνακόπτει τά πάθη του, νά ἐγκρατεύεται. Ὁ ἅγιος "έχοντας αδιάκοπα ως μελέτη του τη μνήμη του θανάτου" - ἄς θυμηθοῦμε ὅτι προσευχόταν πάντοτε μπροστά σ᾽ ἕνα φέρετρο, ἐνθυμούμενος ὅτι καί ὁ πιό ἔνδοξος στρατηλάτης σάν τόν μεγάλο ᾽Αλέξανδρο ἐκεῖ κλείστηκε – μάρανε τά πάθη τοῦ σώματος, στρεφόμενος πάντοτε στο πιο υψηλό σημείο των επιθυμητών, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Κι αὐτό μᾶς διδάσκει μέ τή ζωή του: νά μνημονεύουμε τό τέλος μας, γιά νά βλέπουμε τά οὐσιώδη τῆς ζωῆς, δηλαδή ὅτι προτεραιότητα ἔχει γιά τόν Χριστιανό πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός δόξασε τόν δοῦλο Του καί τό τέλος του ὑπῆρξε συγκλονιστικό. Τήν ὥρα τοῦ θανάτου του "όλοι οι άγιοι Πατέρες ήρθαν μαζεμένοι", ἐνῶ "σαν τον ήλιο άστραψε το πρόσωπό του, φανερώνοντας τη λαμπερή σαν αστραπή καθαρότητα της ψυχής του".

05 Ιουλίου 2022

ΠΙΣΤΗ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΟΥ ΝΙΚΑ ΤΗΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑ!

 


«Αν θέλετε, αδελφοί μου, να οικοδομήσετε τη ζωή σας όντως χριστιανικά, αποφύγετε τους αμφίβολους λόγους της επιστημονικής ψυχολογίας. Πιστέψτε ότι η αποκάλυψη που δόθηκε από τον Θεό στον άνθρωπο είναι αληθινά κάτι που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του αιωνίου Θείου Είναι. Για παράδειγμα, στους αρρώστους η πίστη είναι η ικανότητα που παράγει εσωτερική ενέργεια και νικά την ασθένεια. Γνωρίζετε ότι είναι πολύ εύκολο να παραδοθεί κανείς στην αρρώστια και να χάσει κάθε κουράγιο στην πάλη με αυτήν. Αλλά γνωρίζετε επίσης περιπτώσεις ιάσεως, όπου η πίστη «έσωσε» ανθρώπους από όλες τις ασθένειες, ακόμη και από την τύφλωση. Συνεπώς,  η πίστη είναι ενεργή φανέρωση της δυνάμεως του Θεού μέσα μας» (Οσίου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, τόμ. Γ΄, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας).

Ο μέγας Γέρων όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης τονίζει το αυτονόητο για έναν συνεπή χριστιανό: τη ζωή του δεν μπορεί να τη στηρίξει πουθενά αλλού στον κόσμο τούτο πέραν της αποκάλυψης που ο Ίδιος ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, σε αρχικό στάδιο με την πρώτη Διαθήκη κι έπειτα στο τέλειο στάδιο με την Καινή Διαθήκη εν προσώπω Ιησού Χριστού. Κάθε τι με άλλα λόγια που δεν στηρίζεται στον αιώνιο λόγο του Θεού δεν μπορεί να θεωρηθεί από έναν χριστιανό ως στέρεα βάση για να «κανονίζει» τις σκέψεις και τους λογισμούς του, τα συναισθήματά του, τις όποιες ενέργειές του, τα λόγια του. «Χριστιανός είναι μίμημα Χριστού όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο στα λόγια, στα έργα, στους λογισμούς» κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος όχι μόνο είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού», συνεπώς ό,τι στοιχεί σ’ Εκείνον είναι το όντως φυσιολογικό γι’ αυτόν, αλλά και γιατί μετά την πτώση του στην αμαρτία εκείνο που τον προσδιορίζει είναι τα σαρκικά πάθη και οι εμπαθείς κλίσεις της καρδιάς του, που σημαίνει ότι αν στηριχθεί σ’ αυτά θα άγεται και θα φέρεται κυριολεκτικά ως φτερό στον άνεμο, κάτι που το διαπιστώνουμε καθημερινώς και στους εαυτούς μας και στους πολλούς από τους συνανθρώπους μας.

Ακόμη και την «επιστημονική ψυχολογία» λέει ο άγιος πρέπει κανείς να αποφύγει. Γιατί και αυτής οι λόγοι είναι «αμφίβολοι». Και δεν εννοεί ο όσιος Γέρων ότι πρέπει να διαγραφεί η σημασία και η βοήθεια της ψυχολογίας στα προβλήματα του ανθρώπου – πολλοί άνθρωποι έχουν βοηθηθεί και βοηθούνται από τους συγκεκριμένους επιστήμονες – αλλά να σταθεί κανείς με επιφύλαξη σ’ εκείνους τους ψυχολόγους «που αφιερώθηκαν ειδικά στην ψυχολογία ως επιστημονική προσπάθεια κατανοήσεως του Είναι του Θεού και του νοήματος της υπάρξεως». Για τον λόγο ακριβώς ότι υπερβαίνουν την κοσμική και οριζόντια διάσταση της επιστημονικής ενέργειας και προσδίδουν σ’ αυτήν μεταφυσικές και θεολογικές διαστάσεις – ακυρώνουν μόνοι τους οι συγκεκριμένοι την ίδια την επιστήμη τους. Ποιος επιστήμονας μπορεί να θεωρηθεί πράγματι τέτοιος αν αρχίζει να φιλοσοφεί και να μιλάει για Θεό και νόημα της υπάρξεως, κάτι που προσιδιάζει στη θρησκευτική πίστη και τη Θεολογία;

Λοιπόν, για έναν χριστιανό το μόνο θεμέλιο της ζωής του είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και η Αποκάλυψη που έφερε. «Ουδείς δύναται θείναι άλλον θεμέλιον» κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου «παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς ο Χριστός». Οπότε κάθε λόγος του Κυρίου συνιστά όντως αποκάλυψη, άνοιγμα και εξήγηση μίας κρυμμένης πραγματικότητας που διέφευγε από τον άνθρωπο, λόγω του σκοτασμού που έφερε στον νου και τη διάνοιά του η αμαρτία. «Εκείνος εξηγήσατο». Κι η μόνη δύναμη με την οποία μπορεί κανείς να οικειωθεί την πραγματικότητα αυτή, η δύναμη διανοίξεως των πνευματικών του οφθαλμών, είναι η πίστη. Ποια πίστη όμως; Όχι εκείνη που ο άνθρωπος απλώς φαντάζεται κάτι, αλλά εκείνη που μεταθέτει τον άνθρωπο στο σημείο που υποδεικνύει ο ενανθρωπήσας Θεός. Γιατί κατά τον Κύριο πιστεύει κανείς όταν αρχίζει να μετανοεί, που σημαίνει να επιστρέφει αδιάκοπα προς τον Θεό που είναι Αγάπη.

Η πίστη δηλαδή συνιστά απεγκλωβισμό από την κατάσταση του εγωισμού και της αμαρτίας, κυριολεκτικά «θάνατο» για ό,τι εμπαθώς δένει τον άνθρωπο με τα στοιχεία του κόσμου τούτου. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει – είπε – ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθήσει». Δεν είναι εύκολο, όπως διαρκώς εξαγγέλλει η Γραφή και η Εκκλησία μας, να είναι κανείς χριστιανός. Απαιτείται διαρκής αγώνας και πάλη ώστε ο πιστός να βρίσκεται εκεί που είναι ο αρχηγός της πίστεως – «όπου είμαι Εγώ εκεί θα είναι και ο διάκονός μου». Αν δεν υπάρχει η αδιάκοπη και αέναη αυτή ένταση που «σβήνει» κάθε άλλη αγάπη του πιστού, τότε δεν μιλάμε για αληθινή πίστη, ίσως να πορεύεται κανείς με την πίστη και των ίδιων των δαιμόνων. Ο απόστολος Παύλος την ένταση αυτή που ο ίδιος ο όσιος Σωφρόνιος τη χαρακτήριζε ως «τεταμένη χορδή» την εκφράζει με τη μοναδική φράση «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη», η πίστη ζωντανεύει και ενεργοποιείται μόνο με την αγάπη. Γι’ αυτό και είναι «νεκρή» κατά τον άγιο Ιάκωβο η πίστη αυτή χωρίς την αγάπη. Γιατί δεν συνοδεύεται «από τα έργα».

Και βλέπουμε ότι ο άγιος Σωφρόνιος λέει το ίδιο πράγμα χρησιμοποιώντας απλώς διαφορετική διατύπωση. «Η πίστη είναι η ικανότητα που παράγει εσωτερική ενέργεια και νικά την αρρώστια» - είναι η λειτουργία της χάρης του Θεού που συνεργάζεται με τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης και κάνει τον άνθρωπο παντοδύναμο, «είναι η ενεργή φανέρωση της δυνάμεως του Θεού μέσα μας».  Αναφέρεται ο άγιος σε όλους μας, γιατί λίγο πολύ ο καθένας από κάποια αρρώστια ταλαιπωρείται, που συχνά «παραδινόμαστε στην αρρώστια και χάνουμε κάθε κουράγιο στην πάλη με αυτήν». Τι επισημαίνει ο άγιος; Την ολιγοπιστία ή και την απιστία που μας καταλαμβάνει, για τον απλούστατο λόγο ότι θέτουμε την αρρώστια ενώπιόν μας ως αξεπέραστο Όρος, δηλαδή κάνουμε πέρα τον Μόνο που όντως υπέρκειται των πάντων και είναι ο Χριστός. «Μη φοβηθείτε – λέει ο Ίδιος – από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα σας αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε στην ψυχή σας». Κι είναι η ίδια απάντηση που έδωσε ο Κύριος και στον μέγα απόστολό Του Παύλο. Στην παράκλησή του να του άρει την αρρώστια που τον κατέβαλλε: «τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να με θεραπεύσει», Εκείνος αρνήθηκε. «Σου αρκεί η χάρη μου», του λέει. «Γιατί η δύναμή μου φτάνει στην ολοκλήρωσή της μέσα από ασθένειες και αδυναμίες».

Οπότε η πίστη στον Χριστό, ενεργούμενη από τον εσωτερικό αγώνα της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, φέρνει συχνά και την ίαση, «μεταθέτει και βουνά» – η αρρώστια δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί το απόλυτο φόβητρο για τον χριστιανό, να τον κάνει δηλαδή να θολώσει τη διάνοιά του διαγράφοντας Εκείνον. Ο χριστιανός σε όποια κατάσταση δεν πρέπει να χάνει από μπροστά του την εικόνα του Χριστού. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός». Κι έχοντας την όραση αυτή πάντοτε εμπρός του αποδέχεται είτε την υγεία είτε την αρρώστια ως φυσικές πραγματικότητες που και οι δύο εν πίστει μπορούν να τον προαγάγουν πνευματικά. Γι’ αυτό και μιλάει ο άγιος για «περιπτώσεις ιάσεως», η πίστη δηλαδή φέρνει πολλές φορές την ίαση, αλλά και να μην τη φέρει ξέρει ο πιστός ότι η ασθένεια όπως είπαμε στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου λειτουργεί ως το «ένδυμα» της δυνάμεως Εκείνου που οδηγεί με την υπομονή στην τελείωση – μία υψηλότερη βαθμίδα ίσως της πίστεως. Από την άποψη αυτή η αληθινή πίστη ποτέ δεν εκπίπτει στην «αδιάκριτη» μορφή της, σαν εκείνους τους νεοφώτιστους ιθαγενείς που επίσης μνημόνευε ο άγιος Αθωνίτης Γέρων που μόλις είχαν βαπτιστεί πίστεψαν γυρίζοντας στο χωριό τους ότι μπορούν χωρίς λόγο να περάσουν μέσα από ένα ποτάμι και όχι από τη γέφυρα – ένας «εκπειρασμός» του Κυρίου. Και πνίγηκαν όλοι.  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΤΩ ΑΘΩ


Τή μεγαλωσύνη τοῦ σήμερον 5 ᾽Ιουλίου ἑορταζομένου ὁσίου φανερώνει ἡ ᾽Εκκλησία μας ποικιλοτρόπως στήν ὑμνολογία της, κατεξοχήν ὅμως στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: ῾Μέγας μέν ᾽Αντώνιος, ἀρχή Πατέρων. Θεῖος δ᾽ ᾽Αθανάσιος ἔνθεον τέλος᾽. Τόν ἀντιπαραβάλλει δηλαδή μέ τόν μέγιστο τῶν ἁγίων ὅσιο ᾽Αντώνιο, τόν πλησίον τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόμενο, κατά τό Γεροντικόν, κάτι πού φανερώνει ἀκριβῶς καί τό ὕψος τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου ᾽Αθανασίου.

Ὁ ᾽Αθανάσιος καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζοῦντα, εἶχε φιλόθεους γονεῖς, πού σύντομα ἔφυγαν ἀπό τή ζωή αὐτή, ὁπότε τόν ἀνέλαβε κάποια θεία μοναχή, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε καί τή δυνατότητα νά μαθητευθεῖ καί στά θεία γράμματα. Ἡ φιλομάθειά του ὅμως ἦταν πολύ μεγάλη καί γι᾽ αὐτό θέλησε ῾εἰς ἀκρότητα φθάσαι παιδεύσεως᾽, κάτι πού κατώρθωσε ἐρχόμενος στήν Κωνσταντινούπολη. ᾽Εκεῖ ὄχι μόνο συνέχισε νά μαθαίνει, ἀλλά σύντομα ἔγινε καί δάσκαλος στή σχολή πού πρίν ἦταν μαθητής, καί μολονότι νέος στήν ἡλικία ἀπέκτησε γεροντικό φρόνημα, μέ κύρια γνωρίσματα τή σωφροσύνη καί τήν ἀσκητική σκληραγωγία. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό τόν ὁδηγεῖ σέ μοναστήρι στό ὄρος Κυμινᾶ, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ἱερός ἄνδρας, ἐγνωσμένης ἀρετῆς, ῾ἀκριβέστατος γυμναστής τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος᾽, καθοδηγώντας τούς ὑπ᾽ αὐτόν μοναχούς πρός τήν οὐράνια πολιτεία, ὁ Μιχαήλ Μαλεΐνος. Στό μοναστήρι αὐτό συγκαταλέγεται ὁ ὅσιος καί μετονομάζεται σέ ᾽Αθανάσιο ἀπό ᾽Αβράμιος πού λεγόταν μέχρι τότε, ἀποδυόμενος σέ ἀγῶνες δουλαγωγίας τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, μέ μοναδική ἀπόβλεψη τήν ἐν οὐρανοῖς πολιτεία. ᾽Από ἐκεῖ, λόγω τῆς τιμῆς πού ἄρχισε νά τοῦ προσάγεται γιά τίς ἀρετές του, ἀναχωρεῖ γιά τόν ῎Αθω, πού μέ αὐτόν θά ἐξελιχτεῖ σέ ῞Αγιον ῎Ορος, γινόμενος ὑποτακτικός σέ κάποιο γέροντα, ὁπότε καί ἐκεῖ ῾πολλούς ἐκχέει τούς πνευματικούς ἱδρῶτας᾽. Κατά θεία ἀποκάλυψη, εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ ῎Ορους γιά μείζονα πνευματικά παλαίσματα, ἀλλά τόν ἀναγνωρίζει κάποιος γνωστός, ὁ ὁποῖος τόν φέρνει σ᾽ ἐπαφή μέ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν παλαιότερα συνδεθεῖ, ἀφοῦ εἶχε ὑπάρξει ὁ ὅσιος πνευματικός του. Ὁ αὐτοκράτορας τόν πείθει νά ἀνεγείρει ναό ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Παναγίας, στέλνοντάς του ἀρκετό χρυσάφι, καί νά κτίσει μάλιστα καί κελλιά πρός ἐγκατάσταση μοναχῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑπόσχεται ὅτι θά συγκαταλεχθεῖ  καί ὁ ἴδιος, κάτι πού δέν γίνεται ποτέ. ᾽Αφοῦ τελικῶς ἔφτιαξε πολυάνθρωπη Λαύρα (σημ.:τή Μονή Μεγίστης Λαύρας) μέ μεγάλους κόπους ὁ ὅσιος, ἐκδημεῖ ἀπό τή ζωή αὐτή, καί μάλιστα μέ μαρτυρικό τέλος. Διότι καθώς δέν ὑποχωροῦσε τό θεῖο αὐτό διαμάντι  στούς  βαρύτατους κόπους, βιαζόταν νά τελειοποιήσει τόν τροῦλλο τοῦ ναοῦ, ὁπότε ὅταν ἀνέβηκε νά ἐπιβλέψει τό ἔργο, ἕνα τμῆμα τοῦ κατασκευαζομένου ἔργου ὑποχώρησε, μέ ἀποτέλεσμα νά καταχώσει στά χώματα αὐτόν μαζί μέ ἄλλους ἕξι. Ὅταν τόν ἀνέσυραν εἶχε  ἤδη παραδώσει στόν Κύριο τήν ἁγία του ψυχή. Ὁ ὅσιος καί ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά θάνατον ἔκανε πολλά θαύματα, τοῦ Κυρίου θέλοντος καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά δείξει τήν ἁγιότητα τοῦ πιστοῦ δούλου του᾽.

Ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἀνήκει σ᾽ ἐκείνους τούς ὁσίους, πού, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή, ἔχει δεχθεῖ πλῆθος ἐγκωμίων ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας λόγω τῆς μεγαλωσύνης του. Ὑπῆρξε, κατά τόν ὑμνογράφο, ῾ἡδύς, εὐθύς καί χρηστός, ἐπιεικής τε καί μέτριος, εὐπρόσιτος, προσηνής, ἐλεήμων, ἱλαρός τοῖς τρόποις᾽, ἀλλά καί ῾πενήτων προμήθεια, χηρῶν προστάτης, προνοητής ὀρφανῶν, λυπουμένων ταχεῖα παραμυθία, κινδυνευόντων  λιμήν, ἀδικουμένων ἀντίληψις, χριστομίμητος τοῖς ἤθεσι᾽. Τό θεωρούμενο παράδοξο στούς ἐπαίνους αὐτούς εἶναι ὅτι τονίζουν τή σχέση τοῦ ἁγίου μέ τούς συνανθρώπους του, εἴτε μοναχούς εἴτε κοσμικούς, σχέση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός αὐτούς. ᾽Ενῶ ἴσως θά περίμενε κανείς νά τονιστεῖ μονοδιάστατα ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό, μέ τά κύρια στοιχεῖα τῆς ἐγκρατείας καί τῆς σκληραγωγίας τῆς σάρκας – εἴδαμε τό πόσο ἀφιερωμένος ἦταν στόν Θεό ὁ ἅγιος καί πόσο ταλαιπωροῦσε ἀκριβῶς τό σῶμα του μέ ἀσκητικές ἀγωγές - ὅμως ταυτοχρόνως μέ αὐτά βλέπουμε τήν τρυφερότητα τῆς καρδιᾶς του καί τό τεράστιο ἐνδιαφέρον του γιά τά κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα ὁ ὅσιος λειτουργοῦσε ὡς μαγνήτης, πάλι κατά τόν ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος τραβοῦσε πρός αὐτόν τούς ἀνθρώπους μέ τή γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά καί μέ ῾τό σεπτόν καί χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον᾽.

Δέν μᾶς παραξενεύει ὅμως τοῦτο. Διότι ἡ χριστιανική μας πίστη, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ποτέ δέν τονίζει τήν ἀγάπη μόνη πρός τόν Θεό, χωρίς τήν ἄλλη διάστασή της, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαρκῶς βοᾶ ὅτι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς μιᾶς ἀγάπης εἶναι ἡ ὕπαρξη καί τῆς ἄλλης. ῎Ετσι ἀγάπη πρός τόν Θεό μόνη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει στόν βαθμό πού ἐνεργοποιεῖται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς βεβαίως συμβαίνει καί ἀντιστρόφως. Καί αὐτό εἶναι τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο κρίνουμε τά πάντα. Πού σημαίνει: ὅπου ὑπάρχει κοινωνική προσφορά ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό, ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὑπάρχει κρυμμένος ἐγωϊσμός. Ὅπου ὑπάρχει στροφή πρός τόν Θεό, μέ προσευχές καί νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, χωρίς τρυφερότητα καρδιᾶς πρός τόν συνάνθρωπο, καί ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὐπάρχει ἕνας κρυμμένος φαρισαϊσμός.

Ἡ μεγάλη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου ὅμως, πού εἵλκυσε ἰδιαιτέρως τόν Θεό, ὥστε νά τόν κάνει πλούσιο ῾καταγώγιον᾽ τοῦ Πνεύματός Του, δέν θά ἦταν κατορθωτή, ἄν δέν στηριζόταν σέ αὐτό πού γνωρίζει καί ὁ πιό ἀρχάριος χριστιανός: τήν ταπείνωση. Πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι ῾ἀπούσης αὐτῆς πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ κατά τόν τῆς Κλίμακος ᾽Ιωάννη. Κι αὐτό εἶναι πράγματι τό παράδοξο: ὅσο ἀπέφευγε ὅ ὅσιος ᾽Αθανάσιος τή δόξα, τόσο χάριτι Θεοῦ αὐτή τόν κυνηγοῦσε. Μόλις γινόταν γνωστός καί ἄρχιζε ὁ κόσμος νά τόν τιμᾶ, ἔφευγε. Κι ὁ Θεός ἔφερνε ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά γίνεται καί πάλι γνωστός. Διότι ὁ ὅσιος τό μόνο πού εἶχε κατά νοῦ δέν ἦταν οὔτε νά διδάσκει οὔτε νά κάνει κοινωφελῆ ἔργα οὔτε ὁτιδήποτε ἀπό αὐτά πού θαυμάζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὡς κοινωνική προσφορά. Ἡ προτεραιότητα τοῦ ὁσίου ἦταν νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό καί νά καθαρίζει τήν καρδιά του, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Μέ τό ὅραμα αὐτό στό νοῦ του ἀκολουθοῦσε τό θέλημα ᾽Εκείνου, τό ὁποῖο βεβαίως τόν ὁδηγοῦσε καί στό νά φτιάξει μοναστήρι καί λαύρα καί στό νά γίνει ῾λιμήν᾽ τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν κοσμικῶν. Ὁπότε ὁ Κύριος ἐφήρμοσε στόν πιστό δοῦλο Του ἐκεῖνο πού ἔχει ὑποσχεθεῖ: ῾Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω᾽, ὄχι μόνον μετά θάνατο, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή. 

04 Ιουλίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΙ Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ

Ο άγιος Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Κρήτης (δεύτερο ήμισυ 7ου αι.-740) διακρινόταν για τη μόρφωσή του αλλά και για το λογοτεχνικό του χάρισμα. Άφησε στην Εκκλησία πολλά δογματικά συγγράμματα και  ομιλίες, κυρίως όμως «αρμονικά μελωδήματα» (Θεοφάνης), τα οποία τον ενέταξαν στους σπουδαίους υμνογράφους της Εκκλησίας, «καθώς προκαλεί ευχαρίστηση στις καρδιές με την υμνολόγηση της Αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου». Το λαμπρότερο όμως πόνημά του με το οποίο κατανύσσει τις καρδιές των ορθοδόξων πιστών κάθε χρόνο οδηγώντας τους σε μετάνοια είναι ο Μέγας Κανόνας του, ο οποίος ψαλλόμενος την πέμπτη εβδομάδα των νηστειών της Αγίας Σαρακοστής, αποτελεί μία σύνοψη όλης της θείας οικονομίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Κατά τον υμνογράφο του Θεοφάνη το έργο αυτό σφραγίζει τον άγιο, γι’ αυτό στο συναξάρι του (4 Ιουλίου) σημειώνει: «Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο Μέγας Κανών».

Από το εκτενές αυτό έργο (250 περίπου τροπάρια), που θα ήταν καλό να αποτελεί εντρύφημα των χριστιανών συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια του έτους, επιλέγουμε ένα τροπάριο (από την γ΄ ωδή σε νεοελληνική απόδοση), που νομίζουμε ότι έχει ξεχωριστή σημασία και για την εποχή μας, την τόσο αλλοπρόσαλλη και  παράδοξη, καθώς πορεύεται δυστυχώς εκεί που συναντά το «τίποτε» ως απουσία νοήματος ζωής. Και δικαιολογημένα: πορευόμαστε οι άνθρωποι κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού.

«Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. (Λοιπόν) να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του».

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Τον Αβραάμ που η Αγία Γραφή συχνά (με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή: πρβλ. 4, 11εξ.) τον θεωρεί ως το κατεξοχήν υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του τον καλούσε να κάνει πράγματα πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση.

Στον υπ’ όψιν ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του· να φύγει και να γίνει μετανάστης, όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία  εμπιστεύεται ως Θεού φωνή και η οποία τελικώς δεν τον απογοητεύει. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του (αλλά και τη δική μας) ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει χριστιανός;

Η απάντηση είναι απλή αλλά και δύσκολη. Απλή, γιατί ο χριστιανός, εν αντιθέσει όπως είπαμε προς ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία που ζει, καλείται ανά πάσα στιγμή στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και αμαρτωλό και θεμελιωμένο στα ψεκτά πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, πάνω στις εντολές του Χριστού,  σε κοινωνία δηλαδή με τον Ίδιο που είναι «η Οδός»!

Δύσκολη, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη και στον εγωισμό του – ακόμη και για τον βαπτισμένο πιστό που έχει λάβει τη δύναμη και τη χάρη απεμπλοκής από τα πάθη – είναι συχνά τόσο μεγάλη, ώστε πρέπει όντως να καταβάλει σκληρή προσπάθεια για να στραφεί προς τον Θεό και να ξεκινήσει τη σωτήρια και απαραίτητη «μετανάστευση». Κι εδώ έγκειται βεβαίως η πνευματική άσκηση και ο αγώνας κάθε χριστιανού, γεγονός που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από κάθε άλλον συνάνθρωπό του.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΚΡΗΤΗΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας (7ος-8ος μ.Χ.αἰ.) καταγόταν ἀπ᾽ τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό θεοφιλεῖς γονεῖς, καί ἀποδύθηκε στή μάθηση τῶν γραμμάτων. Ὅταν πατριάρχευε στήν ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Θεόδωρος, κείρεται κληρικός καί καθίσταται γραμματέας τοῦ Πατριάρχη. Κι ὅταν συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στέλλεται ἀπό αὐτόν γιά νά συμφωνήσει μέ τά ἀποφασισθέντα.  Λόγω τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς πού τόν χαρακτήριζαν, ἔγινε Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καί μετά ἀπό λίγο ὀρφανοτρόφος. ᾽Αργότερα ἐκλέχτηκε ᾽Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνοντας στόν τόπο τῆς παροικίας του γιά δεύτερη φορά καί εὑρισκόμενος σέ κάποιο νησί, πού τό λέγαν ᾽Ερεσσό, κοντά στή Μυτιλήνη, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφήνοντας στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Θεοῦ πάμπολλα συγγράμματα».

Ὁ ἅγιος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας «ὅλος, φαεινότατος ἀστήρ» (ωδή γ´ κ.α.), πού σημαίνει καταυγάζει τό στερέωμα αὐτῆς μέ τά λόγια του, τά ἔργα του, τίς προσευχές του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ θέση τῶν ἁγίων: ἔχοντας ἀνοίξει τήν ὕπαρξή τους στόν πανάγιο Θεό, ἔχουν δεχτεῖ τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν τρόπο πού τό ἔχει βεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «γώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Οἱ ἅγιοι λοιπόν εἶναι μία φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, κάτι πού τό βλέπουμε ἔντονα καί στόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν ᾽Ανδρέα Κρήτης.

Λάμποντας ὡς ἀστήρ, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, «τέρπει την Εκκλησία, με τα ορθόδοξα δόγματά του και τα αρμονικά μελωδήματά του» (ωδή γ´). Πράγματι, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τήν ἁγιότητά του,  μέ τό δοθέν σ᾽ αὐτόν χάρισμα τῆς γνώσεως,  ἀφενός εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δηλαδή τή γνώση Αὐτοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς γνώσης στή χριστιανική πίστη: τῆς προσωπικῆς μέθεξης σ᾽ Αὐτόν διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν -τήν ὁποία γνώση στή συνέχεια ἐξέφρασε ἐν λόγῳ, διά τοῦ ἄλλου χαρίσματος τῆς  σοφίας πού ἐπίσης τοῦ δόθηκε,  καί γι᾽ αὐτό ἀναδείχτηκε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ κατά Χριστόν θεολόγου. Διότι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας: ὄχι ὁ κάτοχος ἑνός πτυχίου Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλ᾽ ὁ ἔχων τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τή διατυπώνει μέ τόν λόγο. Ὁ ἅγιος λοιπόν ᾽Ανδρέας μᾶς ἄφησε καταρχάς συγγράμματα δογματικά καί πολλές ὁμιλίες, γενόμενος, κατά τήν ὑμνολογία πάλι, «δογματιστής ἀληθέστατος» (στιχηρό εσπερινού) καί «στηριγμός τῆς εὐσεβείας τῶν δογμάτων τῶν ὀρθῶν» (στιχηρό εσπερινού).

᾽Αλλά πέραν τῶν δογματικῶν κειμένων του ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἰδιαιτέρως προσφιλή στήν ᾽Εκκλησία εἶναι «τά ἁρμονικά μελωδήματά του». Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας, «προκαλώντας ευχαρίστηση στις καρδιές όλων κάθε φορά με την υμνολόγηση της αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου» (κάθισμα όρθρου) – την υπεραγία Θεοτόκο μάλιστα «που είναι πάνω από κάθε έπαινο την δοξολογούσε διαρκώς και μεγάλη σπουδή με ποικίλους επαίνους» (ωδή δ΄). Τό λαμπρότερο ὅμως πόνημά του, μέ τό ὁποῖο κατανύσσει τίς καρδιές τῶν χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν κάθε χρόνο, ὁδηγώντας τους στούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας, εἶναι ὁ Μέγας Κανών του, πού, ψαλλόμενος τήν Πέμπτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, καί στήν πρώτη ἀποκάλυψή Του, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί στήν τελείωσή της, τήν Καινή Διαθήκη. Όπως σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης στους στίχους του συναξαρίου «Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο μέγας Κανών». ᾽Εκεῖ ὁ ἅγιος γίνεται «ὁ ἀψευδής ἐπαινέτης τῶν Μαρτύρων τῶν ῾Αγίων», «ὁ ἀλείπτης πρός ἐπανάληψιν τῆς ἀρετῆς», ἰδιαιτέρως ὅμως «ὁ ζωγράφος τῆς τοῦ βίου ματαιότητος» (στιχηρό εσπερινού). Μέ τήν παρρησία λοιπόν πού ἔχει στόν Θεό, ὡς ὁδηγός τῆς ὀρθοδοξίας καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος, τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς, νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.