10 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


«Ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν» (Ματθ. 8, 7)

Ο Κύριος ανταποκρίνεται αμέσως στο αίτημα του Ρωμαίου εκατοντάρχου για την ίαση του δούλου του. Δεν επρόκειτο για τον ίδιο ούτε για κάποιο μέλος της οικογενείας του, ώστε να δικαιολογείται τέτοια αγωνία και τόσο ενδιαφέρον. Ο δούλος του ήταν, αλλά προφανώς είχε τέτοια καλά στοιχεία ο άνθρωπος αυτός, ώστε να αντιμετωπίζεται από τον κύριό του ως οικογένειά του. Η στάση του εκατοντάρχου, ανθρώπου που ανήκε στον χώρο της ειδωλολατρίας, γίνεται ακόμη πιο παράδοξη, αν σκεφτεί κανείς ότι την εποχή εκείνη οι δούλοι δεν θεωρούνταν άνθρωποι ισότιμοι με τους ελεύθερους. Κι όμως για έναν τέτοιο άνθρωπο ο Ρωμαίος αξιωματικός ταπεινώνεται και έρχεται εκλιπαρώντας τον Κύριο. Ο καρδιογνώστης Κύριος πρέπει να συγκινήθηκε ιδιαίτερα για τη «σάρκινη» καρδιά του σκληρού κατά τα άλλα θεωρουμένου Ρωμαίου.

Η συγκίνηση του Κυρίου όμως πρέπει κατεξοχήν να επιτάθηκε όχι μόνο γιατί επέδειξε ενδιαφέρον για έναν «παρακατιανό» ο αξιωματικός, αλλά γιατί το ενδιαφέρον του ήταν όπως λέμε «έμπονο». Προσπίπτει στον Κύριο ο Ρωμαίος προσφέροντας με πόνο τον πόνο του δούλου του. «Κύριε, βασανίζεται φοβερά ο δούλος μου. Κάνε τον καλά». Τι να θαυμάσει κανείς; Την πίστη του εκατοντάρχου στη δύναμη του Κυρίου; Την ταπείνωσή του, όπως φανερώθηκε στη συνέχεια που αρνήθηκε λόγω αναξιότητάς του την προσωπική παρουσία στο σπίτι του του Κυρίου; Την αγάπη του για τον δούλο του; Ο ίδιος ο ευαγγελικός λόγος το επιβεβαιώνει: «Θαύμασε» ο Ιησούς την πίστη του αιτουμένου ανθρώπου, ομολογώντας ότι τέτοια πίστη δεν συνάντησε πουθενά στον Ισραηλιτικό λαό. Γι’ αυτό και πραγματοποιεί αμέσως το αίτημα του ανθρώπου μακρόθεν, μόνο με ένα νεύμα Του, με μία σκέψη Του, με έναν λόγο Του.

Κι είναι το σημείο που επιμένει ο λόγος του Θεού και σύνολη η Πατερική παράδοση της Εκκλησίας: ο Θεός εισακούει αμέσως τα αιτήματα των ανθρώπων, όταν είναι βγαλμένα μέσα από την καρδιά τους, με πόνο αλλά και με ταπείνωση. Χωρίς πόνο, χωρίς αίσθηση δηλαδή, και χωρίς ταπεινή διάθεση εκεί δεν φαίνεται να υπάρχει ανταπόκριση του Θεού. Κι αυτό όχι γιατί Εκείνος δεν θέλει να ανταποκριθεί – πώς είναι δυνατό να συμβαίνει τούτο από Αυτόν που «έκλινεν ουρανούς και κατέβη» προς χάριν του ανθρώπου και είναι έτοιμος να του δώσει τα πάντα; - αλλά γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τα δικά του αιτήματα! «Αν εσύ ο ίδιος δεν ακούς τι ζητάς από τον Θεό, πώς θα σε ακούσει ο Θεός;» διερωτώνται οι αββάδες του Γεροντικού. Θυμάται κανείς εν προκειμένω αυτό που ζητούσε κάθε φορά και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης, όταν του έλεγαν να μνημονεύει κάποιον με προβλήματα. «Πες μου κάτι γι’ αυτόν για να τον πονέσω» - για τον άγνωστό του άνθρωπο ήθελε να κάνει προσευχή όχι ως απλή μνημόνευση αλλά σαν να έχει το πρόβλημα ο ίδιος.

Κι ακόμη εκείνο που μας συγκινεί εξίσου ιδιαίτερα πέρα από την αμεσότητα ανταπόκρισης του Κυρίου είναι αυτό το «εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν». Δεν θα πω απλώς έναν λόγο – μολονότι και ο κάθε λόγος Του συνιστά μία δική Του προσωπική ενέργεια: Εκείνος βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν, κάτι που φάνηκε στην επόμενη φάση – ούτε θα νεύσω μόνον, αλλά θα έλθω ο Ίδιος να τον επισκεφτώ και να του δώσω την ίαση. Όπου δηλαδή υπάρχει πρόβλημα πραγματικό και αίτημα από την καρδιά του ανθρώπου εκεί έχουμε μία επίσκεψή Του – Εκείνος έρχεται ενώπιος ενωπίω στον καθένα μας. Κι αυτή η προσωπική παρουσία Του που μας αντιμετωπίζει ως τους πιο πολύτιμους και γνωστούς φίλους Του αποκορυφώνεται στον άνθρωπο που έχει βαπτιστεί και χριστεί στο όνομά Του, στον χριστιανό πιστό. Διότι ο χριστιανός έχει καταστεί με τη χάρη Του μέλος δικό Του, προέκταση δική Του, μία άλλη δική Του παρουσία, που σημαίνει ότι το «εγώ ελθών» για τον χριστιανό ηχεί ως η φωνή του εαυτού του στα έγκατα της ψυχής αλλά και στα κύτταρα του σώματός του – δεν υπάρχει τίποτε εγγύτερο για έναν χριστιανό από τον Ίδιο τον Κύριο. «Ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος, για να δηλώσει ακριβώς την εν χάριτι ταυτότητά του με τον Κύριο.

Στα διάφορα προβλήματα που μας ταλανίζουν στην καθημερινότητά μας, προβλήματα προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, οτιδήποτε, ας μη μας διαφεύγει το διπλό αυτό στοιχείο: να τα ρίχνουμε με πόνο στα πόδια του Κυρίου, της Παναγίας μας, των αγίων, αλλά και να πιστεύουμε ότι Εκείνος αμέσως ανταποκρίνεται, όταν μάλιστα βλέπει ότι Τον θέλουμε γενικότερα στη ζωή μας. Όχι μία δύναμη θολή και αόριστη, αλλά ο Ίδιος προσωπικά, «Εγώ ελθών», ενεργεί στην ύπαρξή μας, γιατί δεν του είμαστε αδιάφοροι. Η χαρά του Θεού μας είναι ακριβώς να μας φροντίζει με αγάπη, αρκεί να Του αφήνουμε λίγο χώρο για να δρα. Ο λίγος αυτός χώρος όπως καταλαβαίνουμε είναι ο περιορισμός του εγώ μας, δηλαδή η κίνησή μας να μπορούμε κι εμείς να αγαπάμε. Ο απόστολος Παύλος πριν πει το «ζω ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός» είπε το συγκλονιστικό «Χριστώ συνεσταύρωμαι».

09 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Οὐδέ ἐν τῷ ᾽Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. 8, 10)

 Στό γνωστό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου μᾶς παραπέμπει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ῾ἐντυπωσιασμένος᾽ ἀπό τήν πίστη ἑνός ἑκατοντάρχου, ἑνός δηλαδή εἰδωλολάτρη στήν οὐσία, τόν ἐπαινεῖ γι᾽ αὐτήν καί ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. Ἡ προσέγγιση τῆς πίστης αὐτῆς τοῦ ρωμαίου ἀξιωματούχου λειτουργεῖ καί ἐδῶ - γιά νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα σύγχρονο ψυχολογικό ὅρο - ἀρχετυπικά.

 

 1. ῎Εχει ἐπισημανθεῖ ὅτι δύο φορές ὁ Κύριος ἐπαίνεσε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων σ᾽ ᾽Εκεῖνον ὡς τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ: στήν περίπτωση τῆς Χαναναίας γυναίκας, πού παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τή δαιμονισμένη κόρη της, καί στήν περίπτωση τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δηλαδή στίς περιπτώσεις δύο θεωρουμένων εἰδωλολατρῶν. ᾽Ενῶ κανονικά θά ἔπρεπε στούς ῾υἱούς τῆς βασιλείας᾽, τούς ᾽Ισραηλίτες, νά ὑπάρχει ἡ πίστη αὐτή, διότι ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ λαοῦ πού ἐπιλέχθηκε ἀπό Αὐτόν πρός σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦτο δέν συμβαίνει. Τό ἀντίθετο μάλιστα. Τό σύνηθες δυστυχῶς στόν λαό αὐτό τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀπιστία καί ἡ σκληροκαρδία, καταστάσεις, πού ἔλεγχαν διαρκῶς οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπό τόν Θεό προφῆτες, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἕνα λουλούδι, πού φυτρώνει ὄχι ἐκεῖ, πού νομικά, θά ἔλεγε κανείς, ὑπάρχει τό ἔδαφός της, στά πλαίσια δηλαδή ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ῾καρδιά᾽, δηλαδή καλή διάθεση καί ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἄρα ὁπουδήποτε στόν κόσμο καί σ᾽ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο.

2. Ἡ ἐπαινουμένη ἀπό τόν Κύριο μεγάλη πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅπως καί ἡ ἀνάλογη βεβαίως τῆς Χαναναίας, δέν ἐξαντλεῖται σέ μία ἀποδοχή ἁπλῶς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἑνός δασκάλου καί καθοδηγητῆ. ᾽Ακόμη καί ἡ ἀποδοχή Του ὡς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα νοησιαρχικό καί ἰδεολογικό ἐπίπεδο ἀπορρίπτεται ἀπό Αὐτόν. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος), ὅπως καί ῾οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽ (ὁ Κύριος). ᾽Εκεῖνο πού γίνεται ἀποδεκτό ὡς πίστη εἶναι αὐτό πού  ἐνεργοποιεῖ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τον κάνει νά φεύγει ἀπό τήν ῾ἡσυχία᾽ του καί τήν ἄνεση τῶν παθῶν του καί νά στρέφεται μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀλλάζοντας ἑπομένως τρόπο ζωῆς. Αὐτή ἡ πίστη, πού χαρακτηρίζεται μεγάλη, ῾συγκινεῖ᾽ τόν Χριστό καί Τόν κάνει νά ἀνταποκρίνεται ὁλοπρόθυμα καί ἄμεσα: ῾ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν᾽. Καί ναί μέν δέν ἐπῆγε τελικῶς ὁ ῎Ιδιος, ἀλλά ἡ ἀπάντησή Του ὁδήγησε στό ἴδιο ἀποτέλεσμα: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. ῎Ετσι ἡ μεγάλη πίστη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται θεραπευτική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί τούς οἰκείους του.

3. Ποιά τά γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, ὅπως αὐτά φαίνονται στήν παραπάνω περίπτωση;

(1) ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί τά λόγια Του, ὅτι δηλαδή εἶναι ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο φανερώνεται ὁ Θεός, ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο ὑπάρχει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ μεγάλη πίστη ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία καί δυσπιστία, πού κάνει τόν ἄνθρωπο δίψυχο καί ἄρα ἀνίκανο νά δεχθεῖ στήν ὕπαρξή του τόν Θεό. Ἡ μεγάλη πίστη εἶναι αὐτή στήν ὁποία μᾶς προσανατολίζει διαρκῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, μέ τήν προτροπή ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στίς περιπτώσεις δύσπιστης προσέγγισης στό πρόσωπό Του, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ ἀρχισυναγώγου, μέ τό: ῾εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽, προέτρεπε στήν ὑπέρβαση καί στήν ἐμπιστοσύνη σ᾽ Ἐκεῖνον, ἄν ἤθελε κανείς νά ἔβλεπε αἰσθητά στή ζωή του τήν ἐνέργεια τῆς χάριτός Του: ῾εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι᾽.

(2) ἡ ταπείνωση ὡς συναίσθηση τῆς μικρότητας καί τῆς ἀνεπάρκειας  τοῦ ἀνθρώπου. Συγκινεῖ πράγματι ἡ περίπτωση τοῦ ρωμαίου αὐτοῦ, πού ῾ἐκτός᾽ ἀκόμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος, ἄν θά μποροῦσε νά τό πεῖ κανείς, ἀφοῦ ῾τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ᾽, παρουσιάζει μία ταπείνωση, τήν ὁποία ἐπισημαίνουμε μόνο στούς βίους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς᾽. Καί ξέρουμε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση οὐσιαστικά πίστη στόν Θεό δέν ὑφίσταται. Ποῦ νά σταθεῖ ὁ Θεός, ἄν τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει γεμίσει τήν καρδιά του καί τόν κάνει νά ἐπιζητεῖ μόνον τήν ἀνθρώπινη δόξα; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πάλι μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι ῾πῶς δύνασθε πιστεῦσαι, δόξαν παρ᾽ ἀλλήλων λαμβάνοντες καί τήν δόξαν τήν παρά τοῦ μόνου Θεοῦ οὐκ ἐπιζητοῦντες;᾽

(3) τό ἐνδιαφέρον γιά τόν συνάνθρωπο, ἐν προκειμένῳ ἕναν δοῦλο. Ὁ Κύριος – δέν βλασφημοῦμε, ἄν λίγο Τόν ἑρμηνεύσουμε - πρέπει νά συγκινήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ ἀξιωματικοῦ γιά τόν δοῦλο του, γιατί ῾θύμιζε᾽ σ᾽ἕνα βαθμό τή δική Του ἐνέργεια σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο: ῾Αὐτός Θεός ὤν ἐπτώχευσεν, ἵνα ἡμεῖς τῇ αὐτοῦ πτωχείᾳ πλουτήσωμεν᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ῾κλίνει οὐρανούς᾽ καί κατέρχεται πρός τόν ῾κατώτερο᾽ ἄνθρωπο. Προφανῶς, ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ ἑκατοντάρχου στόν δοῦλο του ῾λυγίζει᾽ τήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.

 

 ᾽Εμπιστοσύνη στόν Χριστό, ταπείνωση, ἐνδιαφέρον γιά τούς ἄλλους. Τά κύρια γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, πού ἐνεργοποιοῦν τή σώζουσα καί θεραπευτική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. Μήπως καί στή δική μας δύσκολη καί δεινῶς βασανιζόμενη ἐποχή, μέ συμπτώματα πνευματικῆς καί ἠθικῆς παραλυσίας, ἡ λύση θά ἔρθει ἀπό τήν ἐπιθυμία καί τήν προσπάθειά μας νά ἀποκτήσουμε τή μεγάλη πίστη πού ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας αὐτό τουλάχιστον ἀποδεικνύει. Ὅταν πολλοί ἅγιοι βεβαιώνουν ὅτι ὁ κόσμος μας στέκεται ἀκόμη, γιατί ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού προσεύχονται καί ζοῦν κατά Θεόν, τότε γιατί νά πιστεύσουμε ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ἀποτελεσματική λύση; Ποιός πιά ῾φυσιολογικός᾽ ἄνθρωπος, μέ λίγη γνώση τῆς ἱστορίας καί λίγη πίστη στόν Θεό,  μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στά ἀνθρώπινα σχέδια; Μήπως δέν ἰσχύει πάντοτε αὐτό πού λέει τό γνωμικό: ῾ἐκεῖ πού σχεδιάζουν οἱ ἄνθρωποι, γελάει ὁ Θεός;᾽

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 8, 5-13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ  ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. Και ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Και γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ ̓ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, μόλις μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν Καπερναούμ, τόν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος καί τόν παρακαλοῦσε μ’ αὐτά τά λόγια: «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στό σπίτι, παράλυτος, καί ὑποφέρει φοβερά». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Ἐγώ θά ἔρθω καί θά τόν θεραπεύσω». Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ δεχτῶ στό σπίτι μου· πές ὅμως μόνο ἕνα λόγο, καί θά γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι κι ἐγώ ἄνθρωπος κάτω ἀπό ἐξουσία, καί ἔχω στρατιῶτες στή διοίκησή μου· λέω στόν ἕνα “πήγαινε” καί πηγαίνει, καί στόν ἄλλο “ἔλα” καί ἔρχεται, καί στόν δοῦλο μου “κᾶνε αὐτό” καί τό κάνει». Ὅταν τόν ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, θαύμασε καί εἶπε σ’ ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς βεβαιώνω πώς τόση πίστη οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες δέ βρῆκα. Καί σᾶς λέω πώς θά ’ρθουν πολλοί ἀπό ἀνατολή καί δύση καί θά καθίσουν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ στό τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θά πεταχτοῦν ἔξω στό σκοτάδι· ἐκεῖ θά κλαῖνε, καί θά τρίζουν τά δόντια τους». Ὕστερα εἶπε στόν ἑκατόνταρχο ὁ Ἰησοῦς: «Πήγαινε, κι ἅς γίνει αὐτό πού πίστεψες». Καί γιατρεύτηκε ὁ δοῦλος ἐκείνη τήν ὥρα.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 6, 18-23)

Ἀδελφοί, ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. Ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. Ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ ̓ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, εἶστε ἐλεύθεροι πιά ἀπό τό ζυγό τῆς ἁμαρτίας κι ὑπηρετεῖτε τό καλό καί τό δίκαιο. Χρησιμοποιῶ τήν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς δουλείας, γιατί δέν μπορεῖτε ἀλλιώτικα νά μέ καταλάβετε. Παλιότερα εἴχατε ὑποδουλώσει ὅλο τό εἶναι σας σέ πάθη καί πράξεις ἀντίθετες στό θεϊκό θέλημα, μέ ἀποτέλεσμα νά ζεῖτε ἀντίθετα πρός τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι πρέπει καί τώρα νά ὑποδουλώσετε ὅλο τό εἶναι σας στό θεϊκό θέλημα, γιά νά βρεθεῖτε κοντά στόν Θεό. Μήν ξεχνᾶτε πώς, ὅσον καιρό ἤσασταν ὑπόδουλοι στήν ἁμαρτία, ἤσασταν μακριά ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιό ἦταν τό κέρδος σας ἀπό τή διαγωγή σας ἐκείνη; Ντρέπεστε τώρα γι’ αὐτήν, γιατί ὁδηγοῦσε τελικά στό θάνατο. Τώρα ὅμως εἶστε ἐλεύθεροι πιά ἀπό τήν ἁμαρτία κι ἀνήκετε στό Θεό. Καρπός τῆς καινούριας ζωῆς σας εἶναι ἡ ἁγιοσύνη, καί τό τέλος τῆς πορείας σας εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Γιατί ὁ μισθός πού δίνει ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ θάνατος, ἐνῶ τό δῶρο πού χαρίζει ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ἔφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας.