18 Ιουλίου 2022

ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ

 


«Και τώρα ακόμα υπάρχουν όχι λίγοι ασκητές, που τους απέκρυψε ο Κύριος, και γι’ αυτό δεν κάνουν φανερά θαύματα, αλλά στις ψυχές τους συμβαίνουν καθημερινά θαυμάσια μεγάλα, που μένουν απαρατήρητα για τους πολλούς. Να ένα θαύμα: Όταν η ψυχή ρέπει προς την υπερηφάνεια, τότε πέφτει στο σκοτάδι και στην ακηδία∙ όταν όμως ταπεινωθεί, τότε έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1988). 

 

Οι περισσότεροι χριστιανοί, όταν ακούνε ή διαβάζουν για κάποιον  εν ζωή άγιο που κάνει θαύματα, κυρίως ιάσεως ασθενειών, ψυχικών και σωματικών, αποδύονται σε κάθε κόπο προκειμένου να τον επισκεφτούν ει δυνατόν, να πάρουν την ευχή του, να του πουν το πρόβλημά τους, να θεραπευτούν για να αποκατασταθεί η υγεία τους. Κι είναι βαθιά ανθρώπινο τούτο, γιατί κανείς δεν θέλει να οδυνάται και να ταλαιπωρείται σ’ έναν κόσμο που έτσι κι αλλιώς αυτό που κυρίως «προσφέρει» είναι ο πόνος και η δυσκολία, λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία. Κι αυτή η σπουδή προς αναζήτηση του αγίου γίνεται και όταν βεβαίως ο άγιος έχει απέλθει από τον κόσμο τούτο, αλλά υπάρχει το σκήνωμά του, υπάρχει η θαυματουργή ίσως εικόνα του, υπάρχει ο τάφος του, υπάρχουν διάφορα αντικείμενά του που κι αυτά έχουν αγιαστεί από το άγγιγμά του. Απλώς χρειάζεται να βρίσκεται σε επιφυλακή ο κάθε πονεμένος άνθρωπος, ώστε η καταφυγή του στον άγιο να βρίσκει όντως τα χαρακτηριστικά της αγιότητας, όπως η Εκκλησία μας τα περιγράφει απαρχής της ιδρύσεώς της από τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα. Διότι δεν παύει να εργάζεται στον κόσμο και ο Πονηρός διάβολος, ο οποίος συχνά «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» κατά τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να πλανά τους ανθρώπους. Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι οι πολλοί αναζητούν τον θαυματουργό άγιο, γιατί καταλαβαίνουν, και σωστά, ότι εκεί υπάρχει μία ξεχωριστή παρουσία της χάρης του Θεού – ο Θεός είναι εκείνος που αναδεικνύει τους αγίους Του και τους δίνει τα χαρίσματά Του για να τα αντιπροσφέρουν στους συνανθρώπους τους: «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος δρα στον κόσμο μέσω συνήθως των ανθρώπων Του, όπως άλλωστε το έδειξε και με την ενανθρώπησή Του: έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.

Ο άγιος Σιλουανός επισημαίνει όμως και μία άλλη διάσταση του θαύματος που ενώ υφίσταται και μάλιστα καθημερινά, μένει απαρατήρητη, καθώς γράφει, στους πολλούς. Είναι όχι τα εξώφθαλμα των γνωστών αγίων θαύματα, αλλά εκείνα «τα καθημερινά θαυμάσια που συμβαίνουν στις ψυχές αφανών αγίων», τα οποία από ό,τι αφήνει να κατανοήσουμε ο όσιος δεν είναι μικρότερα και αποτελεσματικότερα από ό,τι τα θεωρούμενα μεγάλα. Κι είναι η συμβολή του μεγάλου Σιλουανού εν προκειμένω, γιατί με τη χάρη που του έδωσε ο Θεός μάς καθοδηγεί ώστε να ανοίξουν και τα δικά μας μάτια στην κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία συνιστά την αληθινή και βαθιά πραγματικότητα του κόσμου μας. Αυτό δεν λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν μας προτρέπει να μην επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε ό,τι φαίνεται με τις σωματικές αισθήσεις, στα «βλεπόμενα», αλλά στα «μη βλεπόμενα», στο βάθος του κόσμου μας που είναι η ενέργεια της χάρης του Θεού που διακρατεί τα σύμπαντα και είναι αιώνια. «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Κι αυτό βεβαίως γιατί μας δίνει ο Θεός τη χάρη να «περιπατούμε διά πίστεως» και όχι μόνο με τις αισθήσεις. Η πίστη είναι εκείνη που αποτελεί το όμμα της ψυχής για να συλλαμβάνουμε τις υπεραισθητές πραγματικότητες, που είναι πολλαπλασίως πιο πραγματικές από τις αισθητές. Στον άπιστο διαφεύγει το βάθος αυτό, γιατί λειτουργεί ως τυφλός. Και είναι τυφλός, γιατί τα μάτια του ή είναι κατεστραμμένα από την πονηρία του ή είναι καλυμμένα από την αχλύ ακόμα των παθών του.

Ποια είναι αυτά τα θαυμάσια, τα καθημερινά και μεγάλα που ζουν οι αφανείς άγιοι, γιατί ο Θεός δεν θέλει να τους αποκαλύψει; Ο όσιος Σιλουανός γίνεται ο παρήγορος καθοδηγητής μας: είναι όλα εκείνα που έχουν τον χαρακτήρα πράγματι του θαύματος και που τα ζει κάθε γνήσιος πιστός του Κυρίου που αγωνίζεται να θέσει τον εαυτό του πάνω στις άγιες εντολές Του. Ρέπει κάποιος στην υπερηφάνεια; σημειώνει∙ μόλις καταλάβει την εκτροπή από την οδό Κυρίου από τα αρνητικά συμπτώματα που τον καταλαμβάνουν: «σκοτάδι, ακηδία», και αρχίζει την προσπάθεια για ταπείνωση, εκεί «έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως», εκεί δηλαδή έρχονται τα σημάδια της παρουσίας του Θεού. Και τι άλλο θεωρείται θαύμα για την πίστη μας, παρά μία αισθητή στον άνθρωπο φανέρωση της χάρης Του; Οπότε, κατά τον όσιό μας, όχι μόνο οι διάφοροι ασκητές, οι αφανείς άγιοι, αλλά και κάθε χριστιανός μέσα στον κόσμο, εφόσον έχει ενώπιόν του τις εντολές του Θεού και ζητεί από τον Κύριο δύναμη για να τις επιτελεί, κι εκείνος βρίσκεται μέσα στην παρουσία του θαύματος. Δεν αναζητεί σε άλλους τα θαύματα∙ ο ίδιος τα ζει στη δική του περιοχή, τη δική του ύπαρξη, το σώμα και την ψυχή του. Από την άποψη αυτή γίνεται κι αυτός ένας άμεσος θεατής, με την έννοια της προσωπικής εμπειρίας, του ίδιου του Θεού του, ο Οποίος δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το «μοιράζει» τον Εαυτό Του και να βρίσκει κατοικητήριά Του εκείνους που Τον θέλουν στη ζωή τους.

Δεν είναι μόνο ο όσιος Σιλουανός τελικώς που τονίζει την αλήθεια αυτή. Όλοι οι άγιοι Πατέρες μας μιλούν για τη δύναμη της πίστεως στον άνθρωπο, όταν αυτή τίθεται σε ενέργεια από την καλοπροαίρετη βούλησή του. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος για παράδειγμα, θεωρεί ότι ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται, ακόμη και την πιο σκοτεινή, εφόσον «ξυπνήσει» και θελήσει να προσαρμόσει τη ζωή του σ’ αυτά που ο Κύριος επιτάσσει, θα δει στον εαυτό του το θαύμα της αναστάσεως που το χαρακτηρίζει «ανάσταση εκ νεκρών». Κι ασφαλώς πρόκειται στην ουσία για ό,τι ο Κύριος στην παραβολή του ασώτου αποκάλυψε: «ο υιός μου αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξανάζησε». Γιατί ακριβώς βρήκε τον δρόμο της επιστροφής προς τον Θεό, δηλαδή μετανόησε. Η μετάνοια έτσι είναι το μεγαλύτερο θαύμα που μπορεί να βιωθεί στον κόσμο από τον κάθε άνθρωπο.   

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

 


«Ο άγιος Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορόστολο της Μυσίας, κι ήταν δούλος κάποιου Έλληνα, κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτη (361-363) και Καπεταλίου βικαρίου. Ήταν ευσεβής χριστιανός και γι’ αυτό βδελυσσόταν τα είδωλα. Κάποια στιγμή που θεώρησε ότι ήταν ήσυχη και κατάλληλη, μπήκε στο ναό των ειδώλων, κρατώντας ένα μεγάλο σφυρί, σύντριψε όλα τα είδωλα και διασκόρπισε τις θυσίες. Επειδή κατηγόρησαν άλλους για τις ενέργειες αυτές, τους οποίους άρχισαν να βασανίζουν, πήγε και παρουσιάστηκε στις αρχές, ομολογώντας την πράξη του, για την οποία κτυπήθηκε με μαστίγιο και ρίχτηκε σε κάμινο φωτιάς. Παρέμεινε όμως άφλεκτος και παρέδωσε έτσι στον Θεό το πνεύμα του». 

 

       Το ενδιαφέρον ενός συγχρόνου εκκοσμικευμένου ανθρώπου, που θα διάβαζε το συναξάρι του αγίου, θα επικεντρωνόταν ασφαλώς όχι στον θείο ζήλο του Αιμιλιανού ούτε και στην αγιότητα και τη χάρη του Θεού που τον διακατείχε – μόνο με τη χάρη του Θεού μπορεί κανείς ν’ αντέξει τα μαρτύρια, όπως μας επισημαίνει και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν» - αλλά στην ενέργειά του να καταστρέψει τα είδωλα και να διασκορπίσει τις ειδωλικές θυσίες. Με μεγάλη ευκολία μάλιστα, κι ίσως με οργή, θα χαρακτήριζε την ενέργεια αυτή ως πράξη βαρβαρότητας, που στρέφεται κατά του πολιτισμού της ανθρωπότητας – ένα άγαλμα είναι πράγματι ένα πολιτιστικό γεγονός. Με την ίδια ευκολία, στη συνέχεια, όπως συμβαίνει συνήθως, θα στρεφόταν και ευρύτερα κατά της χριστιανικής πίστης και μάλιστα κατά της Εκκλησίας, διότι εκτρέφει τέτοια φαινόμενα, που προσβάλλουν τα επιτεύγματα του ανθρώπου.

       Βεβαίως, δεν θα προβληματιζόταν καθόλου για το τι αντιπροσωπεύουν τα είδωλα – το κατώτερο επίπεδο θρησκευτικής πίστης, όπως ήδη το είχαν επισημάνει και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι - θα αγνοούσε προκλητικά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, χριστιανός πρώτα και αρνητής στη συνέχεια, κυνήγησε βάναυσα τους χριστιανούς, υποβάλλοντάς τους σε σκληρότατα μαρτύρια, δηλαδή ξαναφέρνοντας πίσω τις εποχές των μεγάλων διωγμών των πρώτων χριστιανικών χρόνων, κι ούτε συζήτηση ότι θα ήταν από τους πρώτους, που θα θαύμαζε κι άλλα πολιτιστικά επιτεύγματα, όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου, για την κατασκευή ασφαλώς των οποίων χύθηκαν ποταμοί αιμάτων από «κατώτερα» όντα, τους δούλους. Θέλουμε να πούμε ότι τα κριτήριά μας, εμάς των νεωτέρων, που μας κάνουν να προβαίνουμε σε χαρακτηρισμούς περί του τι είναι πολιτιστικό γεγονός ή όχι, είναι πολύ επιφανειακά, ενώ τις περισσότερες φορές περιπίπτουμε στο λογικό σφάλμα να κρίνουμε γεγονότα, επιτεύγματα, ανθρώπους, όχι με τα κριτήρια της εποχής τους, αλλά της δικής μας εποχής, δηλαδή, να χρησιμοποιούμε το δικό μας αξιακό σύστημα, ως σύστημα αναφοράς άλλων, παλαιοτέρων εποχών.

       Ο άγιος Αιμιλιανός λοιπόν, για να επανέλθουμε, βεβαίως έκανε κάτι, που για την εποχή μας ίσως, είναι πράξη βαρβαρότητας. Όμως για την εποχή του, εποχή διωγμού της χριστιανικής πίστης, ήταν κάτι το γενναίο και ίσως επιβεβλημένο, με συμβολική μάλιστα σημασία: δεν κατέστρεφε τα είδωλα-αγάλματα ως πολιτιστικά επιτεύγματα, αλλ’ ως φορείς αντιλήψεων, που ήταν υποταγμένες στα δαιμόνια και συνεπώς λειτουργούσαν προς καταβαράθρωση και καταστροφή του ανθρωπίνου προσώπου. Με άλλα λόγια, η ενέργεια του αγίου, στην ουσία της κρινόμενη, ήταν υπέρ της εξυψώσεως του πνευματικού επιπέδου των ανθρώπων και από την άποψη αυτή βαθύτατα εκπολιτιστική. Ότι βεβαίως υπήρχαν χριστιανοί, οι περισσότεροι, οι οποίοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους προς τα είδωλα με διαφορετικό τρόπο, είναι εντελώς περιττό και ν’ αναφέρουμε, άρα η ενέργεια του σήμερον εορταζομένου αγίου δεν ήταν μία επιβαλλόμενη από την Εκκλησία διαδικασία, αλλά «έμπνευση», θα λέγαμε, της στιγμής του αγίου. Υπενθυμίζουμε πάντως ότι το ύψιστο κριτήριο για τη χριστιανική πίστη είναι να βλέπουμε τα πράγματα «sub speciae aeternitatis», υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, δηλαδή από την άποψη του αιωνίου θελήματος του Τριαδικού Θεού.

16 Ιουλίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΗΝΟΓΕΝΗΣ

 


«Αυτός ο άγιος ήταν από τη Σεβάστεια, επί Διοκλητιανού βασιλέως. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα Φιλόμαχο, μαζί με τους δέκα μαθητές του, κι αφού υπέμεινε μ’  αυτούς πολλά βασανιστήρια, «δέχεται την διά ξίφους τελευτήν». Λέγεται γι’ αυτόν, ότι πριν από τη σύλληψή του, πήγε στο Μοναστήρι του και δεν βρήκε τους μαθητές του, διότι είχαν συλληφθεί πιο μπροστά. Στο Μοναστήρι συνάντησε την ελαφίνα, πού την είχε αναθρέψει εκεί, την ευλόγησε και προσευχήθηκε να μην την  πιάσουν ποτέ οι κυνηγοί, ούτε αυτήν ούτε και τα ελαφάκια της, αλλά κάθε χρόνο από αυτά που θα γεννά, ένα μικρό της να το φέρνει στο Μοναστήρι, πράγμα που έγινε. Διότι φαινόταν, μετά την ανάγνωση των αγίων Ευαγγελίων, να εισέρχεται στην Εκκλησία η ελαφίνα, να αναθέτει στον άγιο το ελαφάκι και πάλι να εξέρχεται. Οι συγκεντρωμένοι χριστιανοί έτρωγαν με χαρά από την προσφορά αυτή της ελαφίνας, εις δόξαν και τιμήν του αγίου, κι ήταν τούτο ένα θαύμα μεγάλο γι’  αυτούς που το’  βλεπαν και το άκουγαν, είτε πιστούς είτε απίστους».

 

Δεν είναι πολύ γνωστός ο άγιος ιερομάρτυς Αθηνογένης στο ευρύ χριστιανικό κοινό, όμως τον μνημονεύουμε "έμμεσα" καθημερινά στον εσπερινό, διότι κατά μία παλαιά παράδοση είναι ο συνθέτης του επιλύχνιου λεγόμενου ύμνου (το "Φως ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός" δηλαδή που αναφέρεται στον Κύριο Ιησού Χριστό), την ώρα που ο άγιος οδηγείτο στο μαρτύριο.

Η ζωή του αγίου παρουσιάζει μία συγκινητική ιδιαιτερότητα. Πέραν του συνδέσμου που φαίνεται ότι ο άγιος είχε με τους μαθητές του, προκαλεί συγκίνηση και ο σύνδεσμός του με την ελαφίνα, η οποία συμπεριφέρεται, θα λέγαμε, ως γνήσιος υποτακτικός. Πρέπει να υπονοήσουμε ότι αυτό συμβαίνει, διότι ο άγιος διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη και προς τους μαθητές του και προς τα ζώα. Μόνον ένας που ζει μία τέτοια αγάπη, μπορεί και θέτει το ενδιαφέρον του για τους άλλους υπεράνω και της ζωής του. Διότι τον κυνηγούσαν τον άγιο για την πίστη του κι εκείνος, αντί να φύγει και να κρυφτεί, νιώθει την ανάγκη να φροντίσει τους μαθητές του κι ακόμη και το ζώο που ανέθρεψε, την ελαφίνα.

Η στάση αυτή του αγίου,  στάση αγάπης που πηγάζει από την πίστη στον Χριστό – μόνον η πίστη αυτή δίνει δύναμη υπέρβασης και του ενστίκτου αυτοσυντήρησης – μάς οδηγεί σε δύο ασφαλή συμπεράσματα για τον άγιο και την ορθόδοξη πίστη:

(1) ερχόμενος ο άγιος στο Μοναστήρι του να φροντίσει για τους μαθητές του, παρ’  όλους τους κινδύνους που τελικώς δεν απέφυγε, διαπιστώνει ότι ήδη εκείνοι είχαν συλληφθεί για την πίστη  τους στον Χριστό, την οποία επιβεβαίωσαν και με το ιερό μαρτύριό τους. Έτσι μέσα από αυτό το στοιχείο - λεπτομέρεια ίσως από το συναξάρι του -  φανερώνεται όχι μόνον η αγιότητά του, αλλά και το πόσο καλός ηγούμενος υπήρξε όλα τα προηγούμενα χρόνια, πόσο δηλαδή καλά καθοδήγησε τα πνευματικά του τέκνα, ώστε και χωρίς την παρουσία του, εκείνα να είναι έτοιμα για το μαρτύριο. Ο άγιος καταλαβαίνουμε ότι λειτούργησε ως καλός «αλείπτης» για τους μαθητές του, ως δηλαδή καλός προπονητής στην πνευματική τους ζωή, κάτι που εντείνει ακόμη περισσότερο τη φωτεινότητα της προσωπικότητάς του.

(2) τα τελευταία χρόνια τονίστηκε ευρύτερα, ιδίως μετά από τόσες καταστροφές απέναντι στη φύση, η ανάγκη σεβασμού αυτής και το γεγονός ότι πρέπει να τη φροντίζουμε και να τη διαφυλάσσουμε. Κι αυτό που ίσως βγήκε ως ανάγκη (και για ορισμένους έγινε μία ιδεολογία), για την Εκκλησία μας συνιστά ένα διαχρονικό χειροπιαστό γεγονός. Διότι η ορθόδοξη πίστη μας πάντοτε τόνιζε και τονίζει ότι «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή», που σημαίνει ότι όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα και τα φυτά ανήκουν στον Θεό και γι’  αυτό αφενός η ίδια η φύση έχει μία ιδιαίτερη ιερότητα - ψαύει κανείς τις πολυποίκιλες ενέργειες σ' αυτήν του Θεού - αφετέρου κανείς δεν μπορεί να την καταστρέφει ασύστολα και παράλογα, χωρίς να γίνεται θεομάχος. Ο χριστιανός καλείται ν’ αγαπά πρωτίστως τους ανθρώπους, τους κατ’  εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού δημιουργημένους, αλλά και όλη την υπόλοιπη Δημιουργία. Ο άγιος Αθηνογένης με την τρυφερότητά του προς την ελαφίνα αποτελεί ένα από τα πολλά δείγματα των αγίων, που ήσαν εντελώς συμφιλιωμένοι με τη φύση, μαζί με τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη (με το λιοντάρι), τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ (με την αρκούδα), τον όσιο Παΐσιο ακόμη τον αγιορείτη (με τα φίδια, τις αλεπούδες και πολλά ακόμη ζώα).

15 Ιουλίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ

 


«῾Η ἁγία ᾽Ιουλίττα ἔζησε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ καί καταγόταν ἀπό τό ᾽Ικόνιο. Λόγω τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν χριστιανῶν πού εἶχε ξεσπάσει ἐκεῖ, πῆγε στήν Σελεύκεια μαζί μέ τόν τριετή υἱό της ἀοίδιμο Κήρυκο. ᾽Επειδή ὅμως τά ἴδια ἐπικρατοῦσαν κι ἐκεῖ, ἦλθε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, στήν ὁποία ὁ ἡγεμόνας ᾽Αλέξανδρος, ὠμός καί θηριώδης στούς τρόπους, τιμωροῦσε καί βασάνιζε ὅσους ἐπικαλοῦνταν τόν Χριστό. Συνελήφθη καί ἡ ᾽Ιουλίττα καί ἄρχισαν τά βασανιστήριά της. ᾽Απέσπασαν βίαια ἀπό τήν ἀγκαλιά της τό παιδί κι ὁ ἡγεμόνας προσπάθησε μέ γλυκόλογα νά τό τραβήξει κοντά του. Δέν μπόρεσε ὅμως, γιατί τό παιδί εἶχε στηλώσει τά μάτια πρός μόνη τήν μητέρα του, ἐνῶ ἐπικαλεῖτο μέ ψιθυριστή φωνή τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Στό τέλος, ὅπως ἦταν ἔδωσε μία κλωτσιά στήν κοιλιά τοῦ ἡγεμόνα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὀργισθεῖ αὐτός καί νά τό ρίξει κάτω ἀπό τά σκαλάκια τοῦ βήματος πού καθόταν. ᾽Από τήν πρόσκρουση στά σκαλάκια συντρίφτηκε τό κρανίο του κι ἄφησε ἐκεῖ τήν μακάρια ψυχή του. ῾Η δέ ἁγία ᾽Ιουλίττα, ἀφοῦ ὑπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς νά πειστεῖ νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, ἀποτμήθηκε τήν κεφαλή της κι ἔλαβε τό στεφάνι τῆς ἀθλήσεως». 

 

Εἶναι λογικό ὁ ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος νά ἐπικεντρώνει τήν προσοχή του σέ δύο κυρίως σημεῖα ἀπό τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Κηρύκου καί ᾽Ιουλίττης: πρῶτον στήν νηπιακή ἡλικία τοῦ Κηρύκου, δεύτερον στό ψυχικό μαρτύριο πού ὑπέστη ἡ ᾽Ιουλίττα, πέρα ἀπό τό σωματικό ἔπειτα, βλέποντας μπροστά στά μάτια της τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ της. Πλεῖστα ὅσα τροπάρια πράγματι ἀναφέρονται στόν μικρό  Κήρυκο, τόν ὁποῖο ὅμως προβάλλει ὁ ὑμνογράφος νήπιο μέν στήν ἡλικία, πολιό ὅμως καί μέ τέλειο φρόνημα κατά τήν ψυχή. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά παραδοξότητα, κυριολεκτικά γιά θαῦμα, τό ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ ᾽Ιωσήφ. «᾽Εμπρός, δεῖτε ὅλοι παράξενο καί παράδοξο θέαμα: Ποιός ἔχει δεῖ τριετές νήπιο νά ντροπιάζει τύραννο; Πρόκειται γιά θαῦμα (Δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ). «Μέ σῶμα νηπίου ἀλλά μέ τελειότατο φρόνημα, μάρτυς, νίκησες τόν ἀρχέκακο διάβολο» (ὠδή δ´). «῾Υπῆρξες, κατά πολύ θαυμαστό τρόπο, ἀθλοφόρε Κήρυκε, ἀτελής κατά τό σῶμα, τέλειος ὅμως στήν φρόνηση» (ἐξαποστειλάριο ὄρθρου).

Κι αἰτία γιά τήν παραδοξότητα αὐτή δέν ἦταν μία ἰδιοτροπία τῆς φύσεως, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κήρυκος ἀπό τά σπάργανα ἀκόμη ἦταν γεμάτος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή ἡ χάρη τόν ἔκανε νά ἔχει φρόνημα μεγάλου καί σεβασμίου ἀνθρώπου. «Σύ πού ἤσουν γεμάτος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τά σπάργανά σου, καί εἶχες φρόνημα μεγάλου καί σεβαστοῦ ἀνθρώπου» (αἶνοι). Θυμίζει ἔτσι ἡ περίπτωση τοῦ Κηρύκου τήν πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία κατεξοχήν αὐτή ἤδη ἐκ κοιλίας μητρός ἦταν γεμάτη ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ, ἐνῶ τριετίζουσα, καθώς εἰσῆλθε στά ῞Αγια τῶν ῾Αγίων τοῦ Ναοῦ, ὑπῆρξε «νηπιάζουσα σαρκί καί τελείᾳ τῇ ψυχῇ». «Ἡ τριετίζουσα τῷ σώματι καί πολυετής ἐν τῷ πνεύματι» κατά τήν ἀντίστοιχη φράση τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι «ὅπου βούλεται Θεός νικᾶται φύσεως τάξις». Αὐτό δηλαδή πού ἡ λογική μας ἀρνεῖται νά παραδεχτεῖ, γίνεται ἀποδεκτό καί ῾λογικό᾽, ὅταν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν ἅγιο Κήρυκο λοιπόν βρισκόμαστε ἐξαρχῆς σέ ὑπέρ φύσιν καί χαρισματικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἐξέβαλαν καί στό ὑπέρ φύσιν μαρτύριό του ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.

Κι εἶναι πολύ θεολογική ἡ ἀποτίμηση τήν ὁποία κάνει ἐν προκειμένω ὁ ἅγιος ποιητής: τό νήπιο Κήρυκος λόγω τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶχε φρόνημα τελείου καί πολιοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ὥριμος κατά τήν ἡλικία τύραννος, ὁ ἔξυπνος καί δυνατός κατά κόσμον, ἀποδείχτηκε ἐντελῶς «νηπιόφρων», λόγω ἀκριβῶς τῆς ὑποταγῆς του στόν Πονηρό. ῾Η νίκη λοιπόν ἦταν δεδομένη: νίκησε τό νήπιο καί ντροπιάστηκε ὁ ὥριμος καί μεγάλος καί δυνατός. «Τόν σάν νήπιο τύραννο ντρόπιασες μέ ἀνδρεία ψυχῆς, καθώς ἤσουν μέ τέλειο φρόνημα ἀλλά μέ ἀτελές σῶμα, μάρτυς Κήρυκε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι ἡ παραπάνω ἀλήθεια κάτι πού ἐπιβεβαιώνεται διαρκῶς καί διαχρονικῶς: ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἔστω μικροί στήν ἡλικία, ἔστω ἀδύνατοι ἐξωτερικά, ἀλλά μέ φρόνημα γενναῖο λόγω τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ βλέπουμε κυριολεκτικῶς θαύματα: νά ἀντιμετωπίζουν μεγάλους καί τρανούς, νά ἀντιμετωπίζουν καταστάσεις πού φαντάζουν θεόρατες, κι ὅμως νά νικοῦν. ῾Η ψυχή τελικῶς φαίνεται νά εἶναι αὐτή πού παίζει τόν πρῶτο ρόλο στόν κόσμο τοῦτο τόν ἀπατεώνα. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅσοι θέλουν νά ὑποτάξουν τούς ἀνθρώπους, ὁ διάβολος πρῶτα καί τά ὄργανά του, τήν ψυχή μας πρῶτα θέλουν νά κάμψουν. Τόν φόβο νά ἐνσπείρουν. Νά ῾μικρύνουν᾽ τό φρόνημα μας. Γιατί ἔτσι ἡ πλήρης ὑποταγή ἔπειτα εἶναι εὔκολη.

᾽Αλλ᾽ ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ, εἴπαμε, προχωρεῖ καί στή ρίζα τοῦ εὐκλεοῦς φυτοῦ, «τό ἀμπέλι πού ἀνεβλάστησε ἀπό τά σπλάχνα της τόν  βότρυ Κήρυκο» (στιχηρό ἑσπερινοῦ, ὠδή δ´). Τήν μητέρα ἀγία ᾽Ιουλίττα. Καί θαυμάζει καί ἀπορεῖ βεβαίως γιά τό ἀνδρικό φρόνημα πού βρέθηκε σέ γυναικεία φύση, ἀλλά πολλαπλασίως θαυμάζει γιά τό πῶς ἄντεξε ἡ μάνα τό διπλό τελικά μαρτύριο: νά βλέπει πρῶτα τό σπλάχνο της νά ὑφίσταται τό μαρτύριο, νά ἀκολουθεῖ στή συνέχεια ἡ ἴδια μέ δύναμη καί γενναιότητα. ῾Επόμενο λοιπόν νά ῾βλέπει᾽ καί τό διπλό στεφάνι πού τῆς δίνει καί ὁ Κύριος. «᾽Αντιμετώπισες τά κτυπήματα καί ὑπέμεινες τά ποικίλα βασανιστήρια μέ ἀνδρικό τρόπο, ἀξιοθαύμαστη. Βλέποντας δέ τήν τελείωση τοῦ υἱοῦ σου πέρασες διπλό τό μαρτύριο, ᾽Ιουλίττα. Γι᾽ αὐτό σοῦ δίνει καί διπλούς τούς στεφάνους ὁ ἀθλοθέτης Κύριος» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Εὐλόγως λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ἐπιλέγει: «Μέ τίς παρακλήσεις αὐτῶν, Κύριε, σῶσε κι ἐμᾶς πού σεβόμαστε τήν ἱερά τους μνήμη» (ὠδή θ´).

14 Ιουλίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΚΥΛΑΣ, ΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ

 


«Ο άγιος Ακύλας εγκωμιάζεται ιδιαιτέρως από τον ευαγγελιστή Λουκά, στο δεύτερο βιβλίο του, των Πράξεων των Αποστόλων. Διότι υπήρξε μαθητής και ξεναγός του αποστόλου των Εθνών, του ιερού Παύλου, και μυήθηκε στα της πίστεως του Χριστού από εκείνον. Γι’  αυτό και απέπτυσε την πλάνη τη δαιμονική, έγινε ιερέας και μάρτυρας των Παθών του Κυρίου, και έλαβε από τον Κύριο το στεφάνι της σωτηρίας».

 

Η ακολουθία της ημέρας τονίζει με έμφαση το φωτοειδές της καρδιάς του αγίου Ακύλα. Έγινε όλος «δοχείον του Πνεύματος, καταστραπτόμενος ταις αυτού φωταυγίαις». Κι εκείνος που κατεξοχήν συνήργησε σ’ αυτό, ήταν ο απόστολος Παύλος, διότι με τα λόγια εκείνου καταυγάσθηκε η ψυχή του από το φως της θεογνωσίας κι έγινε σαν τον ήλιο. ΄Εμπλεως λοιπόν αγίου Πνεύματος, σαν φωτεινή ακτίνα φώτισε στη συνέχεια και αυτός «την σύμπασαν κτίσιν».

Η λήψη του αγίου Πνεύματος από τον άγιο Ακύλα – όπως συμβαίνει άλλωστε και με όλους τους αγίους – δεν υπήρξε χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς προσωπική μετοχή. Είναι βασικό στοιχείο της χριστιανικής πίστεως ότι βεβαίως ο Θεός προσφέρει το Πνεύμα Του στον άνθρωπο, και μάλιστα αφειδώλευτα – «ουκ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα» - αλλ’  όταν και ο άνθρωπος θελήσει  να συνεργήσει στην προσφορά αυτή. Η συνέργεια του ανθρώπου φανερώνεται από τη θετική κλίση της καρδιάς του προς την προσφερομένη αγάπη του Δημιουργού, δηλαδή από την ένταξή του στο χώρο της Εκκλησίας και από τον πνευματικό αγώνα που αναλαμβάνει. Ο πνευματικός αγώνας συνίσταται στην προσπάθεια πια του ανθρώπου, με τη χάρη του Θεού, να διακρατείται πάνω στις εντολές του Κυρίου, στο νόμο του Κυρίου. Διότι δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από τον νόμο αυτό, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου, κυρίως μέσα από αυτόν. Συνεπώς, ο άνθρωπος γίνεται πνευματικός, μένει μέσα στο Πνεύμα του Θεού, στο βαθμό που τηρεί στη ζωή του ό,τι ο Κύριος έχει δώσει ως νόμο Του.

Ο προσανατολισμός και η εγκατοίκηση πια του πιστού στις εντολές του Χριστού είναι ευνόητο ότι κάνουν τον πιστό να αποκτά ένα είδος παντοδυναμίας. Όπως το βεβαίωσε ο απόστολος Παύλος για τον εαυτό του, «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ», έτσι και ο πιστός: ζώντας τον Χριστό μέσω των εντολών Του γεύεται αισθητά, στην ψυχή και στο σώμα, τη δύναμη Εκείνου. Κι αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας και σε όλα αυτά που συνιστούν τα λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα. Πέραν των περιπτώσεων εκείνων, που ο άνθρωπος πράγματι χρήζει ανθρώπινης ψυχολογικής και ψυχιατρικής παρακολούθησης, λόγω υπερβολικά ευαίσθητου ψυχισμού, τα περισσότερα ψυχικού τύπου προβλήματα είναι απόρροια χαλαρής πνευματικής ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι, όταν ο άνθρωπος θωρακιστεί κι οχυρωθεί με τις εντολές του Χριστού, δηλαδή όταν οι σκέψεις και οι επιθυμίες και τα συναισθήματά του βρίσκονται εν τω Θεώ, τότε πράγματι θα δει να απεμπλέκεται από ό,τι αρνητικό έρχεται να του αμαυρώσει τη ζωή. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα μάς την προβάλλει και η υμνολογία του αγίου Ακύλα σήμερα, που μεταξύ των άλλων, στο υπόψιν θέμα, σημειώνει: «Νόμοις Χριστού οχυρωθείς την διάνοιαν, το των ανόμων φρύαγμα όλον κατέβαλες…». Οχυρώθηκες κατά τη διάνοια με τους νόμους του Χριστού, και νίκησες όλους τους επαναστατημένους ανόμους…

13 Ιουλίου 2022

Η ΜΑΝΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΗΣ

 


«Σε κάποιον που μιλούσε υποτιμητικά για τα λάθη κάποιου άλλου είπε ότι η μάνα σκεπάζει τα παραπτώματα του παιδιού της και δεν τα κοινολογεί. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο χριστιανός για τον συνάνθρωπό του» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2007). 

 

Έχει χαρακτηριστεί, και όχι τυχαία, ο άγιος της αγάπης – μολονότι δεν υπάρχει άγιος που η αγάπη να μη συνιστά το θεμέλιο και κάθε υλικό της ζωής του: πώς είναι δυνατόν άλλωστε όταν ο ίδιος ο Θεός μας «αγάπη εστί» που σημαίνει ότι και ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπος εξίσου την αγάπη αγωνίζεται να κάνει κτήμα της ύπαρξής του; Ο Κύριος την αγάπη, όπως Εκείνος βεβαίωσε την απεκάλυψε, δεν θεώρησε ως το γνώρισμα του αληθινού μαθητή Του; «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Χωρίς αγάπη, και όλες τις αρετές του κόσμου να έχει κανείς, δεν έχει τίποτε. Γιατί λείπει εκείνο που τις δίνει νόημα, λείπει ο ίδιος ο Θεός. Άγιος της αγάπης λοιπόν έχει χαρακτηριστεί στην εποχή μας ο μέγας όσιος Παΐσιος. Και θυμάμαι με συγκίνηση μία συνάντηση πριν αρκετά χρόνια με έναν, μακαριστό τώρα, ιερομόναχο αγιορείτη που τον είχαμε επισκεφτεί με ομάδα νέων παιδιών, όταν βρισκόταν αυτός σε μετόχι του Όρους στην Αττική, ο οποίος είχε γνωρίσει πολύ καλά τον όσιο μεγάλο Γέροντα. «Γέροντα», είχε ρωτήσει ένα παλληκάρι, «ποιο το στοιχείο που θα μας λέγατε ότι κυρίως αυτό χαρακτήριζε τον άγιο Παΐσιο;» Και η απάντηση του μακαριστού ιερομονάχου ήλθε άμεση και «αυτόματη»: «η αγάπη του. Ο Γερο-Παΐσιος είχε όλες τις αρετές, κυρίως όμως είχε αγάπη. Την αγάπη του Χριστού τη θυσιαστική, που κάνει τον άνθρωπο «κομμάτια» για χάρη του άλλου».

Αυτήν την αγάπη προβάλλει και το συγκεκριμένο παραπάνω περιστατικό. Ο όσιος παίρνει αφορμή από τη συμπεριφορά μιας μάνας απέναντι στα παιδιά της: είναι έτοιμη να τα δικαιολογήσει και να τα σκεπάσει, ό,τι κι αν έχουν κάνει. Γιατί τα θεωρεί «σπλάχνα» της, κομμάτι του εαυτού της. Πώς να στραφεί κανείς εναντίον του ίδιου του εαυτού του, αν έχει σώας τας φρένας του; Κι είναι η αγάπη της μάνας τύπος της αγάπης του Θεού απέναντί μας. Μερικός τύπος μάλιστα, γιατί η αγάπη του Θεού υπέρκειται και αυτής ακόμη της αγάπης – η αγάπη του Θεού κινείται σε επίπεδο απειρίας απέναντι στον άνθρωπο. Όπως σημειώνουν οι άγιοί μας ουδέποτε στη Γραφή παρουσιάζεται ο Θεός να αποκαλύπτει ενώπιον των άλλων τα αμαρτήματα ενός ανθρώπου. Πάντοτε τα σκεπάζει, τα δικαιολογεί, περιμένοντας με υπομονή τη μεταστροφή του και την εν επιγνώσει μετάνοιά του. Στο κατεξοχήν παράδειγμα μετανοίας, την παραβολή του ασώτου, ο Θεός Πατέρας το μόνο που κάνει για το απομακρυσμένο από Αυτόν παιδί Του είναι να το προσδοκά με αγάπη. Κι η αγάπη Του αυτή ήταν που κίνησε τον άσωτο σε μετάνοια όταν άρχισε να νιώθει αυτός τις οδύνες της ορφάνιας του. Κι όταν γυρίζει ταπεινωμένος και ντροπιασμένος στο Πατρικό σπίτι, ο Πατέρας που τον περιμένει δεν λέει τίποτε, δεν τον ελέγχει για τίποτε, παρά μόνο ανοίγει την τεράστια αγκαλιά Του για να τον αποκαταστήσει «όπου ην το πρότερον». Άλλωστε επάνω στον Σταυρό ο Κύριος που «αίρει τας αμαρτίας ημών» τι κάνει; Προσπαθεί και πάλι να μας δικαιολογήσει ενώπιον του Ουρανίου Πατέρα Του. «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» - στην άγνοιά μας οφείλονται οι αμαρτίες μας.

Αλλά και σύνολη η Πατερική παράδοση αυτό πάντοτε δεν εξαγγέλλει; Την κίνηση αγάπης κατά το πρότυπο του Θεού μας που μας καλεί σε κάλυψη πάντοτε του συνανθρώπου μας. Κάλυψη με την έννοια της μη προσβολής του, της μη διακωμώδησής του, της μη ειρωνείας του, της μη εξουδένωσής του. Κι αν χρειαστεί κάποτε να αποκαλύψουμε το λάθος ή το αμάρτημα, τούτο γίνεται για την πράξη, για το γεγονός και όχι για το πρόσωπο του άλλου, προκειμένου να τον βοηθήσουμε στη μετάνοιά του. Διακρίνουμε το πρόσωπο από την αμαρτία, όπως το δίδαξε ο Κύριος στην περίπτωση της μοιχευομένης γυναίκας. «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. Ύπαγε και από του νυν μηκέτι αμάρτανε». «Την ώρα που θα σε σκεπάσεις το λάθος και το αμάρτημα του πλησίον σου, και ο Θεός θα σκεπάσει το δικό σου» σημειώνουν και οι όσιοι αββάδες του Γεροντικού.

Λοιπόν, ο άγιος Παΐσιος κινείται στη γραμμή του Χριστού, των αγίων Αποστόλων, των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Και μας λέει πως σαν τη μάνα κι εμείς, με αγάπη θυσιαστική δηλαδή, πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Να σκεπάζουμε τα λάθη των άλλων, να μην τα κοινολογούμε. Διότι μία τέτοια αγάπη μας εντάσσει στο ποτάμι της αγάπης του Θεού και μας φέρνει στο σημείο της διαρκούς κοινωνίας μαζί Του. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Κι αν η στάση αυτή θεωρείται δεδομένη για έναν χριστιανό απέναντι στον μεμονωμένο συνάνθρωπο, πόσο περισσότερο ισχύει τούτο απέναντι στην ίδια την Εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού, την ίδια τη μάνα μας. Πόσοι χριστιανοί εύκολα γλιστρούμε στην αδιακρισία και την αντίθεη κατάσταση της κακολογίας για παράδειγμα των ποιμένων της Εκκλησίας, της αποκαλύψεως των θεωρουμένων από εμάς κακώς κειμένων αυτής, όχι γιατί δεν χρειάζεται να επισημαίνουμε τυχόν λάθη και παραλείψεις στο ανθρώπινό της, αλλά γιατί το κάνουμε εκεί που δεν πρέπει – σκοπός μας δεν είναι η διόρθωση αλλά η έκφραση της κακής διάθεσής μας. Αλλά την ώρα που θα κινηθούμε έτσι αδιάκριτα για την Εκκλησία, εκείνη την ώρα εξίσου αδιάκριτα κινούμαστε και ενάντια στον εαυτό μας. Γιατί υποτίθεται πως είμαστε μέλη αυτής και ο όποιος αδελφός, κληρικός ή όχι, είναι ο κρυμμένος Χριστός.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΣΑΒΒΑΪΤΗΣ

 

«Ανεψιός του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ο Στέφανος, γεννήθηκε στη Δαμασκό το 725. Τον πατέρα του τον έλεγαν Θεόδωρο Μονσούρ και ήταν αδελφός του αγίου Ιωάννη. Σε ηλικία 10 ετών, ο Στέφανος εισήχθη από τον θείο του στη Λαύρα του αγίου Σάββα, όπου για 15 χρόνια εκπαιδεύτηκε πολύ καλά στη μοναχική ζωή. Μετά τον θάνατο του θείου του, αποσύρθηκε στην έρημο για να εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στη μελέτη του λόγου του Θεού. Εκεί ασχολήθηκε και με την ποίηση, στην οποία διακρίθηκε, και αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Εκκλησίας μας. Ο Στέφανος ό,τι δημιουργούσε με το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός, το αφιέρωνε στη δόξα του Θεού και όχι στον θαυμασμό των ανθρώπων. Διότι τον ενέπνεαν τα λόγια της Αγίας Γραφής που λένε: «Παν ό,τι αν ποιήτε, εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι του Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ και Πατρί δι’ αυτού» (Κολ. 3, 17). Ο Στέφανος, αφού κόσμησε την Εκκλησία με τα ποιήματά του, πέθανε ειρηνικά το 794 (κατά άλλους το 807). Η μνήμη του οσίου Στεφάνου επαναλαμβάνεται και στις 28 Οκτωβρίου. Για ποιον λόγο υπάρχει διπλή μνημόνευση του οσίου Στεφάνου, δεν γνωρίζουμε. Ίσως σήμερα να εορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων του οσίου και στις 28 Οκτωβρίου την κυρίως μνήμη του».

 

Ο ποιητής της ακολουθίας του οσίου Στεφάνου χρησιμοποιεί κατά κόρον το λογοτεχνικό σχήμα της παρήχησης, εν σχέσει με το όνομα του οσίου – σχήμα λίαν προσφιλές στους περισσοτέρους υμνογράφους της Εκκλησίας μας – όχι βεβαίως για να τέρψει απλώς τα ώτα των ακουόντων, αλλά να εγκωμιάσει, και με το κάλλος του λόγου, τον όσιο και να νουθετήσει τους πιστούς με την προβολή του αγιασμένου βίου του. Διότι στην Εκκλησία μας εκείνο που προέχει είναι πάντοτε η παιδαγωγία και η καθοδήγηση των πιστών και όχι η αισθητική απόλαυση. Ποτέ δηλαδή στην Εκκλησία δεν έγινε αποδεκτό το αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη», αλλά η τέχνη στην υπηρεσία της σωτηρίας του ανθρώπου, με άλλα λόγια έχουμε ένα είδος «στρατευμένης» τέχνης, για να χρησιμοποιήσουμε λόγο που ακούγεται συχνά στις ημέρες μας.

Όμως μολονότι το προέχον είναι η παιδαγωγία, δεν υποβαθμίζεται και το κάλλος, η εξωτερική ομορφιά. Κι εκείνος που διατύπωσε μία θεωρία, θα λέγαμε, επ’  αυτού, ήταν ο Μέγας Βασίλειος, με τη «θεωρία του κάλλους», όπως ονομάστηκε, κατά την οποία η ουσία είναι η αλήθεια, αλλά θα πρέπει να προσεχθεί και η προσφορά αυτής, να προσφέρεται δηλαδή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όπως συμβαίνει και μ’  ένα δέντρο: ενδιαφέρουν βεβαίως οι καρποί, αλλά και το φύλλωμα δίνει την ολοκληρία. Έτσι λοιπόν ακούμε: «Σύ, Στέφανε, μοναζόντων εγένου στεφάνωμα», «αμάραντον, ο Δεσπότης Παμμάκαρ σοι στέφανον, ως δίκαιος έπλεξε της αρετής», «ως καλός, ως ωραίος ο στέφανος, ω νυν εστεφάνωσαι, πάνσοφε Στέφανε» κ.ά.π.

Ποιο το ουσιώδες που προβάλλει ο υμνογράφος από τον βίο του αγίου Στεφάνου; Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί ένα στιχηρό του οσίου από τον εσπερινό της εορτής: «Πάτερ, θεοφόρε Στέφανε, θεία φρονήσει τον νουν οχυρώσας λαμπρότατα, τον θυμόν ανδρεία τε, σωφροσύνη την έφεσιν, δικαιοσύνη άπασαν δύναμιν ψυχής ιθύνας φιλοσοφώτατα, άρμα τερπνότατον, αρετών συνήρμοσας, ου επιβάς, χαίρων ανελήλυθας, προς ύψος ένδοξε». Δηλαδή: Πάτερ θεοφόρε Στέφανε, οχύρωσες τον νου σου λαμπρότατα με τη θεία φρόνηση, τα συναισθήματά σου με την ανδρεία, τις επιθυμίες σου με τη σωφροσύνη και κατεύθυνες όλη τη δύναμη της ψυχής σου με στοχασμό μεγάλο προς τη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και έφτιαξες για τον εαυτό σου τερπνότατο άρμα των αρετών, στο οποίο ανέβηκες και με χαρά ανήλθες προς ύψος, ένδοξε.

 Συμπυκνωμένα, ο υμνογράφος μάς περιγράφει την πνευματική πορεία του οσίου: έζησε τη ζωή του Θεού (δικαιοσύνη) – το σκοπό της πνευματικής ζωής – ασκώντας έλεγχο στις δυνάμεις της ψυχής του: στο νου και το λογιστικό με τη θεία φρόνηση, στα συναισθήματα (θυμοειδές) με το ανδρικό φρόνημα, στις επιθυμίες (βουλητικό) με τη σωφροσύνη. Ο υμνογράφος είναι καλός γνώστης της Πατερικής και Νηπτικής γραμματείας. Ακολουθεί αυτό που οι Πατέρες προτείνουν για τη θωράκιση του τριμερούς της ψυχής, που ναι μεν έχει πλατωνική προέλευση, αλλά έγινε αποδεκτό από αυτούς, δίνοντάς του χριστιανικό περιεχόμενο. Δηλαδή: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό, να ζει δηλαδή τη δικαιοσύνη Του,  αν δεν στρέψει όλες τις δυνάμεις του σ’  Εκείνον και δεν βάλει στο κάθε επιμέρους τμήμα της ψυχής την αντίστοιχη αρετή: τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη.