05 Αυγούστου 2022

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ "ΕΝΗΛΙΚΕΣ" ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

 


Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Θεάνθρωπο Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς εκείνος να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως» νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «καὶ ἡμεῖς ἀστράψωμεν, ταῖς θείαις ἀλλοιώσεσιν, αὐτὴν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. 

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

 


Στη Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε  από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.

 

1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος, με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ. Παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε, αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος» για να το δουν και να το νιώσουν οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα – «μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.

2. Είδαν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη, δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο -  η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά  το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».

4. Στη μετοχή της λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’  αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».

5. Έτσι ανακαινίζεται και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού   έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως   είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.

6. Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση;  Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

 

Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.  Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Κι αυτό σημαίνει καθαρή καρδιά. Μόνον όποιος αγωνίζεται να κρατάει την καρδιά του καθαρή, κατά τον λόγο του Κυρίου: "μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται", μπορεί πράγματι και να γίνει μέτοχος και θεατής σ' έναν βαθμό του προσώπου του Κυρίου. Χωρίς προϋποθέσεις η σχέση με τον Θεό καθίσταται αδύνατη, μάλλον συνιστά "κίνδυνο" για τον άνθρωπο - το φως Εκείνου λειτουργεί όχι ως ευεργεσία και θεραπεία αλλ' ως φωτιά που κατακαίει και πονάει. Είναι το τίμημα της αμετανόητης αμαρτίας.

04 Αυγούστου 2022

ΜΗ ΜΕ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΛΙΟ!

 


«Νῦν πεποιθώς ἐπί τήν σήν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν, και προς τήν σήν σκέπην, ὁλοψύχως ἔδραμον, καί γόνυ κλίνω Δέσποινα, και θρηνῶ και στενάζω, μή μέ παρίδῃς τόν ἄθλιον, τῶν Χριστιανῶν καταφύγιον» (ωδή α΄ Μεγ. Παρακλ. Κανόνος)

(Τώρα με πίστη κι εμπιστοσύνη κατέφυγα στη δική Σου δυνατή βοήθεια και στη δική Σου σκέπη ολόψυχα έτρεξα, και γονατίζω, Δέσποινα, και θρηνώ και στενάζω, μη με περιφρονήσεις τον άθλιο, Συ που είσαι το καταφύγιο των χριστιανών).

 

Τρία πράγματα τονίζει ο βασιλιάς ποιητής στον  συγκεκριμένο ύμνο από τον κανόνα του για την Υπεραγία Θεοτόκο: Πρώτον, την αίσθηση που έχει για τον ίδιο του τον εαυτό. Δεύτερον, την εικόνα που προβάλλει η Εκκλησία για τη Μεγάλη Μάνα. Και τρίτον, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο πιστός τη Μάνα αυτή.

Άθλιο βλέπει τον εαυτό του ο ποιητής. Μπορεί να κατέχει το ύψιστο αξίωμα μέσα στο βασίλειό του, όμως τα μάτια του είναι μεταποιημένα από τη χάρη του Θεού και βλέπουν το βάθος της πραγματικότητας, την πνευματική του κατάσταση που βρίσκεται μέσα στην περιδίνηση των παθών του. Πρόκειται όντως για χαρισματική διαπίστωση, η οποία αποκαλύπτει τη μετάνοια ενός πιστού ανθρώπου – μόνον ο πιστός μπορεί να έρχεται σαν τον άσωτο της παραβολής «εἰς ἑαυτόν» και να θέλει να ξεφύγει από την κατάντια της αμαρτίας για να επιστρέψει στον Θεό του: «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Και συστοιχεί η διαπίστωση αυτή με ό,τι ο μέγας απόστολος Παύλος εξέφραζε: «Χριστός ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Ο βασιλιάς ποιητής λοιπόν εκκινεί από την ορθή εκκλησιαστικά βάση που δεν είναι άλλη από τη ρεαλιστική θεώρηση του εαυτού του, την αποδοχή της αθλιότητάς του.

Τα μάτια της πίστεως όμως θεώνται ορθά και την Παναγία. Δεν είναι μία απλή γυναίκα, έστω καλή και ταπεινή και υπάκουη. Είναι «ἡ κραταιά ἀντίληψις», είναι «ἡ σκέπη» του κόσμου, είναι «ἡ Δέσποινα», είναι όλων των χριστιανών «τό καταφύγιον». Κι αυτό όχι γιατί το κατάφερε μόνη της – οι άνθρωποι μόνοι μας το μόνο που καταφέρνουμε είναι το «τίποτε». Ο Υιός και Θεός της την ανέβασε στο υψηλότατο αυτό σημείο, κυριολεκτικά την πνευματική κορυφή του κόσμου, διότι ασφαλώς συνέτρεξαν σ’ αυτήν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη μίας τόσο μεγάλης χάρης. Και οι προϋποθέσεις αυτές, ως γνωστόν, ήταν η απλότητα της καρδιάς της, η βαθιά πίστη της στον Θεό, η μεγάλη της ταπείνωση, η καθαρότητα του όλου βίου της, καταστάσεις που ουδέποτε βρέθηκαν κι ούτε θα βρεθούν ποτέ σε άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό όπως σ’ Εκείνην.

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να λησμονούμε. Παραπονιόμαστε συχνά ότι ο Θεός μάς ξεχνάει, ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσευχές μας, ότι δεν μας δίνει τα χαρίσματα που του ζητούμε. Και δεν καταλαβαίνουμε, λόγω της αλαζονείας και του εγωισμού μας, ότι υπεύθυνοι γι’ αυτό είμαστε εμείς οι ίδιοι. Διότι δεν θα αντέχαμε τη χάρη της προσφοράς Του – ο Θεός επιθυμεί διακαώς να μας δώσει τα πάντα, αρκεί εμείς να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής τους. Διαφορετικά η όποια προσφορά της χάρης Του θα λειτουργήσει αρνητικά, θα λειτουργήσει ίσως ως «κόλαση» για τη ζωή μας, όπως ένα μεγάλο βάρος πάνω σε εύθραυστο γυαλί. Η Παναγία μας λοιπόν έγινε η βοήθειά μας, η σκέπη μας, η Δέσποινά μας, η καταφυγή μας, γιατί Εκείνη πρώτη βρήκε τον Κύριο αντιλήπτορα και βοηθό στη ζωή της, σκέπη και καταφυγή της, Εκείνος έγινε το σπίτι της κι η ρίζα της και η τροφή της.

Πώς προσεγγίζει λοιπόν ένας τέτοιος αληθινός πιστός την Παναγία; Με πίστη κι εμπιστοσύνη, «πεποιθώς», σημειώνει ο ποιητής∙ με ολοκάρδια στροφή και σπουδή προς Εκείνην, «ὁλοψύχως ἔδραμον» κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ»∙ με μεγάλη ταπείνωση και δάκρυα και στεναγμούς μετανοίας, «γόνυ κλίνω και θρηνώ και στενάζω». Πίστη, θερμή αγάπη, ταπείνωση και δάκρυα – ό,τι ελκύει την αγάπη του Δημιουργού και των δικών Του αγαπημένων προσώπων με πρώτη την Παναγία. Κι όλα αυτά «νῦν», τώρα. Όχι αργότερα, όχι αύριο ή μεθαύριο. Γιατί την εν ταπεινώσει πίστη και αγάπη τη βιώνει κανείς πάντοτε στο παρόν, το παρόν φανερώνει την ποιότητα του εσωτερικού κόσμου μας.

Στην πραγματικότητα όμως μία τέτοια προσέγγιση συνιστά ανταπόκριση της δικής Της προσέγγισης προς εμάς. Εκείνη δείχνει ότι μας εμπιστεύεται πάντοτε, έστω κι αν διαπιστώνει με θλίψη τις αστοχίες και τα ανομήματά μας∙ εκφράζει την αδιάκοπη θερμή αγάπη της, έστω κι αν συχνά παγώνει η δική μας καρδιά απέναντί της∙ δεν διστάζει να μας αποκαλεί παιδιά της και να μας παίρνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν της, έστω κι αν εμείς «παιδιαρίζουμε» αδιαφορώντας για τα ουσιώδη του βίου. Ας θυμηθούμε την αγιορείτικη  ιστορία με τη στάση της Μάνας Παναγίας απέναντι στα «γουρουνάκια» της, κατά τον δικό της χαρακτηρισμό. Τους καλογέρους δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλίνει από την καλογερική και ζούσαν έκδοτοι στα πάθη τους, κυρίως δε το πιοτό. Κι όταν το μοναστήρι που βρίσκονταν τους έδιωξε γιατί δεν έδειχναν σημάδια μετανοίας, Εκείνη επενέβη για να τους σώσει και να τους επαναφέρει. Γιατί είναι η Μάνα που προσβλέπει στο καλύτερο για τα παιδιά της, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία τέτοια προοπτική στον ορίζοντα.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΟΙ ΕΝ ΕΦΕΣΩ

 

«Αυτοί οι άγιοι έζησαν επί Δεκίου βασιλέως (3ος μ.Χ. αι.) και σκέφτηκαν να μοιράσουν τα υπάρχοντά τους και να κλειστούν σ’  ένα σπήλαιο. Εκεί προσευχήθηκαν να φύγουν από τη ζωή αυτή και να μην παραδοθούν στο βασιλιά, λόγω των διωγμών κατά των χριστιανών που είχε διατάξει, κάτι που έγινε. Ο Δέκιος, μετά την επιστροφή του στην Έφεσο, τους αναζήτησε για να θυσιάσουν στα είδωλα, μα όταν έμαθε το τέλος τους στη σπηλιά, διέταξε να τη σφραγίσουν καλά. Από τότε πέρασαν  περίπου διακόσια χρόνια κι ήρθε η εποχή που βασίλευε ο Θεοδόσιος Β΄ο  μικρός (περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αι.). Στα χρόνια αυτά της βασιλείας του φάνηκε μία αίρεση που κήρυσσε ότι  δεν υπάρχει ανάσταση, κι ο βασιλιάς βλέποντας ότι προκαλείται ταραχή στην Εκκλησία, αφού και επίσκοποι παρασύρονταν από αυτήν, απορούσε τι να κάνει. Περιβλήθηκε σάκο, κοιμόταν καταγής και με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό να φανερώσει ό,τι έπρεπε. Κι ο Κύριος απάντησε: Ο κάτοχος της περιοχής που βρισκόταν το σπήλαιο που είχαν κοιμηθεί οι παίδες, θέλησε να φτιάξει μία μάντρα για το ποίμνιό του. Κύλισε λοιπόν τους λίθους, για να τους χρησιμοποιήσει για τη μάντρα, κι αποκαλύφθηκε έτσι το στόμιο, χωρίς εκείνος να το καταλάβει. Με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν τα παιδιά, σαν να ξυπνούσαν από χθεσινό ύπνο. Δεν κατάλαβαν τίποτε, πιστεύοντας ότι η ζωή τους συνεχίζεται κανονικά, γι’ αυτό και ο ένας από αυτούς, ο Μαξιμιλιανός, προέτρεψε όλους τους άλλους, αν συλληφθούν από τον Δέκιο, να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους και να μην την προδώσουν. Έστειλε μάλιστα τον Ιάμβλιχο να αγοράσει ψωμί, περισσότερο όμως από την «προηγούμενη» ημέρα, που ήταν λιγοστό. Ο Ιάμβλιχος κατέβηκε στην πόλη και θαύμαζε και για το σημείο του Σταυρού που έβλεπε να υπάρχει σε πολλά σημεία, και για τα καινούργια οικοδομήματα. Σ’  ένα αρτοποιείο που μπήκε, αγόρασε ψωμί κι έδωσε τα χρήματα, τα οποία όμως προκάλεσαν τον θαυμασμό και την απορία του μαγαζάτορα και των άλλων, γιατί βεβαίως ήταν πολύ παλαιά. Στην απορία και στις ερωτήσεις τους για τον θησαυρό αυτό, λόγω της παλαιότητας, δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά ο Ιάμβλιχος, γι’  αυτό και διά της βίας τον οδήγησαν στον ανθύπατο της περιοχής, ο οποίος τον ανέκρινε, χωρίς όμως και αυτός να μπορέσει να πειστεί. Έμαθε τα γεγονότα και ο επίσκοπος Μαρίνος, ο οποίος άρχισε να υποπτεύεται ότι εδώ πρόκειται για κάτι το θαυμάσιο και θεϊκό, γι’ αυτό και τελικώς όλοι ακολούθησαν τον Ιάμβλιχο στο σπήλαιο, το οποίο απεκάλυψε, για να τους επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Η επιβεβαίωση υπήρξε θαυμαστή και κατανυκτική, όταν μάλιστα βρήκαν ότι τα ονόματά τους και η ιστορία τους ήταν γραμμένα από δύο χριστιανούς στρατιώτες, από αυτούς που είχε διατάξει ο Δέκιος να σφραγίσουν το σπήλαιο. Ο βασιλιάς Θεοδόσιος που το έμαθε, γέμισε από χαρά, και δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του, γιατί είδε την απάντηση που έστειλε διά των παίδων ο Θεός, στο πρόβλημα της αίρεσης των αρνητών της ανάστασης. Οι άγιοι παίδες, μετά από λίγο, αισθάνθηκαν κούραση και παρέδωσαν για δεύτερη φορά την ψυχή τους στον Κύριό τους, ενώ οι σύγχρονοι πια τους τίμησαν ποικιλοτρόπως ως αγίους, ιδίως ο βασιλιάς, στον οποίο όμως, μέσω ονείρου, αρνήθηκαν την επιθυμία του να τοποθετήσει τα λείψανά τους σε ακριβές λειψανοθήκες και να τους θάψει εκεί που βρίσκονταν στο σπήλαιο».

Το συναξάρι των αγίων επτά παίδων των εν Εφέσω θεωρείται ένα από τα παραδοξότερα και θαυμασιότερα που έχουν γραφεί, γι’  αυτό και η ιστορία των αγίων αυτών ενέπνευσε και τη γραφίδα του γνωστού και σπουδαίου λογοτέχνη Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ώστε να την αποδώσει με τρόπο μυθιστορηματικό. Η παραδοξότητα της ιστορίας τους δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αυτοί αναστήθηκαν από τους νεκρούς - κάτι που ανατρέπει πράγματι τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά κατανοείται μέσα στα πλαίσια της Ανάστασης του Κυρίου, ο Οποίος  ως πηγή της ζωής καταργεί τον θάνατο και τον κάνει δίοδο κι αυτόν ζωής – αλλά και στο ότι αναστήθηκαν μετά παρέλευση εκατονταετιών από την ώρα του θανάτου τους, έγινε γνωστό σε όλους το συμβάν τούτο, ενώ στη συνέχεια παρέδωσαν και πάλι στον Κύριο τις αγιασμένες ψυχές τους.

Όλη η ακολουθία τους τονίζει με διαφόρους τρόπους τον σκοπό για τον οποίο ο Κύριος επέτρεψε να συμβεί το μεγάλο αυτό θαύμα: «εις γαρ πίστωσιν νεκρών αναστάσεως γέγονε το τελούμενον», δηλαδή έγινε το θαύμα για να πιστοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών, «άπασαν ενθάπτοντες δυσμενών απιστίαν»,  ώστε να θαφτεί όλη η απιστία των αρνουμένων αυτήν. Μόλις παραπάνω το συναξάρι μάς εξήγησε ότι την εποχή εκείνη (5ος μ.Χ. αι.) παρουσιάστηκε αίρεση, η οποία αμφισβητούσε την ανάσταση εκ των νεκρών, συνεπώς έπληττε την ίδια τη χριστιανική πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, η οποία έχει ως θεμέλιό της την Ανάσταση του Χριστού. Με την ανάσταση λοιπόν των επτά παίδων ο Κύριος θέλησε να δώσει απάντηση και να στηρίξει τους πιστούς, επιβεβαιώνοντας ότι η Ανάστασή Του ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο, χωρίς το οποίο βεβαίως, κατά τον απόστολο, «ματαία η πίστις ημών». Διότι ο Κύριος ήρθε για να φέρει τη ζωή στον άνθρωπο, που την είχε χάσει λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία. «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν». Αμφισβήτηση της Ανάστασης του Χριστού και επομένως και των ανθρώπων σημαίνει διαγραφή όλης της αποκάλυψης του Χριστού και «ταφή» του ανθρώπου και πάλι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, την αμαρτία, τον θάνατο, τον διάβολο.

Το μεγάλο αυτό θαύμα όμως διατρανώνει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: ο Κύριος δεν αφήνει ποτέ «αμάρτυρον» τον Εαυτό Του, σε όλο το πέρασμα της ιστορίας. Δεν είναι μόνον η δική Του ιστορική παρουσία που σφράγισε με απόλυτο βεβαίως τρόπο την παγκόσμια ιστορία. Συνεχίζει να φέρνει αυτήν την παρουσία Του αδιάκοπα στο προσκήνιο, με την αγία Του Εκκλησία ασφαλώς, αλλά και με τους αγίους Του που αναδεικνύει μέσα σ’ αυτήν, και τα θαύματα που επιτελεί μέσω αυτών. Διότι δυστυχώς οι άνθρωποι, λόγω της μάστιγας της λήθης που μας πιάνει, παρασυρόμαστε από την καθημερινότητα και εμπλεκόμαστε στα πάθη του κόσμου τούτου. Ο Χριστός λοιπόν, όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, «δεν μας αφήνει σε ησυχία». Κάτι κάνει κάθε φορά, σε κάθε ιστορική περίοδο, ώστε να μας τοποθετεί ενώπιόν Του. Αυτό συνέβη και  με τους αγίους επτά παίδες, αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει πάντοτε. Έτσι ερμηνεύει για παράδειγμα και ο όσιος μεγάλος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ τη χαρισματική παρουσία του αγίου Σιλουανού του Άθω: ως σύγχρονη μαρτυρία της αιώνιας αγάπης του Θεού, έτσι μας παρηγορεί και ο όσιος Παΐσιος, λέγοντας ότι στους εσχάτους χρόνους ο Χριστός θα μας φανερωθεί με πολύ έντονο τρόπο, θα δώσει ισχυρά σημάδια της παρουσίας Του, για να μας ενισχύσει στον αγώνα μας κατά των υιών του σκότους. Αινούμε και ευλογούμε τον Κύριο για την αγάπη Του και τη στοργική πρόνοιά Του για όλους μας.