16 Αυγούστου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙᾼ Ο ΝΕΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ

 


«Ο Άγιος Γεράσιμος, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1506. Ο πατέρας του ονομάζονταν Δημήτριος και η μητέρα του Καλή. Ο πατέρας του ανήκε στην βυζαντινή αριστοκρατία, στη μεγάλη οικογένεια των Νοταράδων. Το βαπτιστικό όνομα του Άγιου Γεράσιμου ήταν Γεώργιος. Γι’ αυτό ο Άγιος Γεράσιμος μεγάλωσε και μορφώθηκε όπως όλα τα αρχοντόπουλα της εποχής. Στα 20 χρόνια του όμως αποφάσισε να μεταβεί στη Ζάκυνθο, η οποία θεωρούταν ως ένα σημαντικό κέντρο των γραμμάτων της εποχής, καθώς παρόλη την Ενετική κατάκτηση, υπήρχε κεί ένας φιλεκπαιδευτικός αέρας σε αντίθεση με την υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Η βαθιά σχέση του με την ορδόδοξη πίστη μας, τον κάνει να εγκαταλείψει τη Ζάκυνθο και να ξεκινήσει προσκυνήματα στα σημαντικότερα πνευματικά θρησκευτικά κέντρα της εποχής του. Πρώτος του σταθμός η Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από όπου πήρε και την πατριαρχική ευλογία. Αμέσως μετά μετέβη στο Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος ο Άγιος Γεράσιμος έγινε μοναχός. Δεν γνωρίζουμε σε πια ακριβώς μονή μόνασε, αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι εκάρη μοναχός στο μοναστήρι των Ιβήρων και ότι ασκήθηκε στο κελί του Αγ. Βασιλείου, στην περιοχή της Καψάλας. Ο Άγιος Γεράσιμος σύμφωνα με τους βιογράφους του, έμεινε αρκετά στο Άγιον όρος και έφυγε όταν αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στους Άγιους Τόπους, όπου πρέπει να έφθασε γύρω στο 1538. Εκτός από τον Πανάγιο Τάφο, επισκέφτηκε τη Συρία, τη Δαμασκό, το Σινά, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την έρημο της Θηβαΐδος.

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων εκτιμά την προσωπικότητα του Γεράσιμου, τον κρατάει κοντά του, οπότε και αναλαμβάνει κανδηλανάπτης στον Πανάγιο Τάφο. Στα Ιεροσόλυμα ο Άγιος Γεράσιμος χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό, με το όνομα Γεράσιμος, προς τιμήν του Άγιου Γεράσιμου του Ιορδανίτου. Το 1548 ο Άγιος Γεράσιμος αφήνει τα Ιεροσόλυμα για ένα ταξίδι στην Κρήτη, όπου και έμεινε γύρω στα δύο χρόνια. Από εκεί επιστρέφει στη Ζάκυνθο, τερματίζοντας έτσι ένα ταξίδι – προσκύνημα που τον έφερε πιο κοντά στο Θεό, διαρκείας 20 ετών.

Στη Ζάκυνθο ο Άγιος Γεράσιμος ασκήτεψε σε μια σπηλιά στον Άγιο Νικόλα Γερακαρίου, την οποία μέχρι σήμερα οι Ζακυνθινοί την ονομάζουν του Αγίου Γερασίμου. Υπάρχουν αναφορές ότι μπορεί να εφημέρευσε στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου. Την ίδια εποχή έχει γεννηθεί στη Ζάκυνθο και ο Άγιος Διονύσιος, ενώ κάποια παράδοση θέλει να τον έχει βαπτίσει ο άγιος Γεράσιμος! Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο Άγιος Διονύσιος επηρεάστηκε από την προσωπικότητα του Άγιου Γεράσιμου, που ήταν ήδη πολύ γνωστός στο νησί. Η εποχή της Ενετικής κυριαρχίας είναι δύσκολη και από θρησκευτική άποψη, καθώς η Παπική εκκλησία προσπαθεί να αποκτήσει πιστούς από τον ντόπιο πληθυσμό. Ο Άγιος Γεράσιμος αποφασίζει να πάει στη Κεφαλονιά. Ασκητεύει πάλι σε σπήλαιο κοντά στο Αργοστόλι. Στο σπήλαιο έμεινε για 5 χρόνια και 11 μήνες, οπότε αποφασίζει να εγκατασταθεί στην περιοχή των Ομαλών, στους πρόποδες του Αίνου, και να ιδρύσει ένα μοναστήρι. Εκεί αρχίζουν να συρρέουν οι πιστοί για να ακούσουν τη διδασκαλία του. Στην περιοχή των Ομαλών υπήρχε ένα ερημοκλήσι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου, το οποίο παραχώρησε στον Άγιο Γεράσιμο μαζί με τα γύρω κτήματα, ο ιερέας της περιοχής Γεώργιος Βάλσαμος το 1561. Ο Άγιος ιδρύει μοναστήρι με το όνομα Νέα Ιερουσαλήμ, έχοντας την άδεια και την ευλογία του επισκόπου του νησιού Παχώμιου Μακρή.

Από τότε η φήμη του εξαπλώνεται σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Μετά από αίτηση του, το πατριαρχείο θέτει τη μονή υπό την υψηλή του προστασία. Ο Άγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1579, την ίδια ημέρα με την πολυσέβαστή του Παναγία. Στις τελευταίες του στιγμές στην επίγεια ζωή του ήταν κοντά του, όπως αναφέρει η παράδοση, ο πατέρας Ιωαννίκιος, ο πατέρας Γερμανός και η ηγουμένη Λαυρεντία. Οι ιερείς ντύνουν τον άγιο με τα άμφια, τα οποία φέρει μέχρι σήμερα, και μετά από κατανυχτική εξόδιο ακολουθία, στην οποία χοροστάτησε ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας Φιλόθεος Λοβέρδος, ενταφιάζουν το σώμα του Άγιου Γεράσιμου δίπλα και μέσα στον νότιο τοίχο του Ναού. Η πρώτη ανακομιδή του Λειψάνου του Αγίου Γεράσιμου έγινε 2 χρόνια και 2 μήνες μετά την κοίμηση του, στις 20 Οκτωβρίου του 1581. Οι Ενετοί όμως, θορυβημένοι από την αφθαρσία του Λειψάνου του, ζήτησαν να ταφείξανά, ώστε να συμπληρωθούν τα 3 χρόνια από την κοίμησή του. Η δεύτερη ανακομιδή του σκηνώματός του γίνεται μετά από 6 μήνες και το αποτέλεσμα είναι πάλι το ίδιο!

Γι’ αυτό το λόγο θεσπίστηκε η κυριώνυμος εορτή του Άγιου Γεράσιμου στις 20 Οκτωβρίου και όχι στις 15 Αυγούστου. Αργότερα όμως οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη του με την κοίμηση της Θεοτόκου, όχι όμως στις 15 για να μην επισκιαστεί η κοίμηση της Παναγίας, αλλά στις 16 Αυγούστου. Η διακήρυξη της αγιότητος του οσίου Γερασίμου έγινε το 1622. Ο Άγιος Γεράσιμος ονομάστηκε νέος ασκητής, για να τον ξεχωρίζουν από τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη» (Από το ιστολόγιο «Ορθόδοξη πορεία»).  

 

Η τελευταία γνωστή ακολουθία του αγίου Γερασίμου του νέου συντέθηκε από τον μακαριστό σπουδαίο και σοφό υμνογράφο της Εκκλησίας μας άγιο Γέροντα Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη, του οποίου και το όνομα έφερε. Όμως και η ακολουθία αυτή στηρίζεται εν πολλοίς σε προηγούμενες έντυπες εκκλησιαστικές εκδόσεις, οι οποίες κινούνται στη γραμμή όλων των υμνογράφων όταν εξυμνούν έναν μεγάλο όσιο: την πλήρη αφιέρωση στον Θεό λόγω της μεγάλης αγάπης του προς Αυτόν, την εγκατοίκηση του Τριαδικού Θεού στην αγιασμένη του ύπαρξη, διότι κατέστησε τον εαυτό του κατάλληλο «καταγώγιον του Αγίου Πνεύματος», τα σπουδαία και μεγάλα χαρίσματα με τα οποία ο Θεός τον χαρίτωσε, την ευωδία και αφθαρσία του αγίου λειψάνου του, τα πάμπολλα θαύματα τα οποία επιτελούσε και όσο ζούσε, πολύ περισσότερο μετά την οσιακή κοίμησή του. Και όλα αυτά πράγματι ο μακαριστός Γέρων Γεράσιμος τα αξιοποιεί για την προβολή του μεγάλου οσίου. Δεν παύει μάλιστα να τονίζει την αφθαρσία του λειψάνου του οσίου, όπως και το ξεχωριστό χάρισμα να εκβάλλει τα δαιμόνια, γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινώς μέχρι σήμερα από το πλήθος των πονεμένων συνανθρώπων μας που ταλαιπωρημένοι από την ενέργεια του Πονηρού καταφεύγουν στο ιερό νησί της Κεφαλλονιάς και στο Μοναστήρι που είχε ιδρύσει στην περιοχή των Ομαλών.

 Ένα από τα πολλά τροπάρια της ακολουθία επιβεβαιώνει για παράδειγμα την πραγματικότητα: «Με ποια κάλλη υμνωδιών να υμνολογήσουμε τον θεοφόρο που έχει τη χάρη του Ουρανού και κατέστη ιερό δοχείο του Αγίου Πνεύματος και αναδείχτηκε δυνατός οπλίτης της ασκήσεως; Αυτόν που ξαναφέρνει σε σώφρονα κατάσταση τους υποταγμένους στον δαίμονα και θεραπεύει όλους τους ασθενείς;» (στιχ. Εσπ.). «Θεοφόρος» ο άγιος Γεράσιμος, «ουρανομύστης της χάριτος», «καταγώγιον του Πνεύματος», «στερρός οπλίτης ασκήσεως», «σωφρονών τους δαιμονώντας», «θεραπεύων πάντας τους ασθενείς». Δεν υπάρχει έπαινος, κατά αντιστοιχία των παλαιών μεγάλων οσίων ασκητών, που να μη χρησιμοποιεί ο μακαριστός υμνογράφος για να προβάλει όπως είπαμε την τεράστια χαρισματική προσωπικότητα του αγίου Γερασίμου. Κι αυτό γιατί ο άγιος Γεράσιμος, ήδη εκ νεότητός του, κατέθεσε ολοκληρωτικά την ύπαρξή του στην υπακοή του θελήματος του Θεού, κάτι που επισύρει τη μεγάλη λήψη της χάριτος Εκείνου – ο Χριστός «χθες και σήμερον ο αυτός εις τους αιώνας» δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να προσφέρεται χωρίς κρατούμενα σε κάθε άνθρωπο, όπου γης και χρόνου, ο οποίος στρέφεται εν αγάπη μεγάλη σ’ Εκείνον.

Ο άγιος Γεράσιμος λοιπόν, άγιος των νέων χρόνων, δεν υπολείπεται σε τίποτε από τους παλαιούς μεγάλους αγίους, γι’ αυτός και η δύναμη της πρεσβείας του και η παρρησία του στον Θεό είναι τεράστια. Κάθε άνθρωπος που καταφεύγει στη βοήθειά του θα βρει τον πρόθυμο συμπαραστάτη, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εκχέει με χαρά ό,τι τον διακατέχει: τη χάρη της αγάπης του Θεού. Αγάπη ο Θεός, αγάπη και κάθε άγιός Του, αγάπη συνεπώς και ο άγιος Γεράσιμος. Η προσέγγισή του από την άποψη αυτή είναι ρίξιμο στη στοργική αγκαλιά του, σαν το βρέφος που βρίσκει καταφυγή στην αγκαλιά της μάνας του. «Σε όλους βεβαιώνεις με τρανό τρόπο την ένθεη χάρη που ενεργούσε μέσα σου, προχέοντας αδιάκοπα τα θαύματα σ’ αυτούς που σε παρακαλούν και πρεσβεύοντας υπέρ των ψυχών μας» (λιτή).

Ένα μόνο παράδοξο θα λέγαμε αφήνει μετέωρο και αναπάντητο ο σοφός Γέρων υμνογράφος για τον όσιο, μάλλον δίνει την απάντηση και σ’ αυτό αλλά έμμεσα και εκ των πραγμάτων: πώς ο όσιος βρισκόταν σε μία συνεχή περιπλάνηση για πολλά χρόνια, μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή, ακόμη και από αγιασμένους τόπους σαν το Άγιον Όρος σε άλλους αγιασμένους σαν τους Αγίους Τόπους. Γιατί παράδοξο; Διότι υπάρχει μία πάγια αρχή ιδίως για τους επιλέγοντας τον μονήρη και ησυχαστικό βίο: να ριζώσουν σ’ έναν τόπο χωρίς πολλές μετακινήσεις. Κι αυτό γιατί η συνεχής μετακίνηση υποκρύπτει τον κίνδυνο να μην μπορούν να καρποφορήσουν πνευματικά, σαν τα φυτά και τα δέντρα που τα ξεριζώνει κανείς για να τα μεταφυτεύσει κάπου αλλού (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). «Ταξίδι προσκυνηματικό έκανε» είναι η πρώτη απάντηση του συναξαρίου – δεν ήταν μετακινήσεις βαριεστημάρας, ακηδίας δηλαδή που φανερώνει κατάσταση πνευματική όχι καλή. Ο υμνογράφος όπως είπαμε δεν δίνει απάντηση. Και δεν δίνει, γιατί βλέπει τα ορατά σημάδια της χάριτος του Θεού πάνω στον άγιο. Που θα πει: όταν ο ίδιος ο Θεός φανερά δικαιώνει τις επιλογές ενός δούλου Του, ποιος θα είναι εκείνος που θα θέσει ερωτηματικά σ’ αυτές; Θυμίζει την απάντηση του οσίου αββά του Γεροντικού  στον προβληματισμένο καλόγερο που τον ρώτησε «πώς ο Θεός επέτρεψε την αδικία ο Ιακώβ να «κλέψει» τα πρωτοτόκια του αδελφού του Ησαύ με τη βοήθεια της μάνας του Ρεβέκκας;» Και ποια η απάντηση; «Αδελφέ, αυτό που ο Θεός ευλογεί και δικαιώνει εμείς δεν μπορούσε να το κρίνουμε!»

Προφανώς λοιπόν, κάτι που όντως αποδεικνύεται από την αγιασμένη πορεία του οσίου Γερασίμου, ο όσιος μετακινείτο γιατί και είχε την ευλογία των πνευματικών πατέρων του και καθοδηγείτο από τη χάρη του Θεού που ένευε στην καθαρή καρδιά του. «Ό,τι καθάρισε ο Θεός εσύ μην τα βρομίζεις!» «Βασιλεύ Ουράνιε, γνωρίζω πόσα θαυμάσια μπορείς να εκτελείς, αφού καταπλούτισες τόσο πολύ τον θεόφρονα και θεϊκό Γεράσιμο» σημειώνει έκθαμβος ο άγιος υμνογράφος. Και: «Έγινες όργανο του Αγίου Πνεύματος, όσιε, αφού εμπνεύστηκες με την έλλαμψή Του» (λιτή).

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ

 


«Ο άγιος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας (την πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον Σαύλο, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο), και ανήκε σε επίσημο και αγαθό γένος. Με αγαθότερο όμως τρόπο, ασκούσε την ιατρική τέχνη, θεραπεύοντας όσους έρχονταν σε αυτόν, δηλαδή και τις ψυχές τους με τη θεοσέβειά του, και τα σώματά τους με την τέχνη του. Κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, άφησε την Ταρσό και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου με την ευσέβειά του και την ιατρική του μέθοδο ευεργετούσε όλους τους προσερχομένους με ποικίλους τρόπους, οπότε και κατηγορήθηκε στον βασιλιά. Όταν οι απεσταλμένοι του βασιλιά πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν να έχει ήδη μετατεθεί προς τον Κύριο. Παρ’  όλα αυτά, του έκοψαν την κεφαλή και την πήγαν στον βασιλιά, ο οποίος, αφού την είδε, διέταξε να την πάνε αμέσως πάλι πίσω και να την προσθέσουν στο σώμα του. Πράγματι, οι στρατιώτες την πήγαν και την συνάρμοσαν στο σώμα του, ενώ, λέγεται ότι την ίδια στιγμή ξαναβρήκαν αυτοί τη δύναμη των οφθαλμών τους, που την είχαν χάσει, όταν έκοψαν την κεφαλή του αγίου».

Ο άγιος ανήκει σ’  ένα από τα πολλά ζευγάρια των αγίων Αναργύρων, που  η Εκκλησία μας εορτάζει. Συχνά ακούμε να μνημονεύονται τα ονόματά τους: «πρεσβείαις των αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους…ικετεύομέν Σε, Κύριε», που σημαίνει ότι και ο Διομήδης χαρακτηρίζεται εξόχως από το βασικό γνώρισμα των αγίων Αναργύρων, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που εκφραζόταν ως ιαματική ενέργεια και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων. Όπως ακριβώς μάλιστα το σημειώνει και το συναξάρι του «αγαθώτερος τους τρόπους γενόμενος, μετήρχετο την ιατρικήν τέχνην». Είναι περιττό βεβαίως και να θυμήσουμε ότι την αγαθή αυτή διάθεση της ψυχής του την απέκτησε όχι μόνον κατά κληρονομικό τρόπο από τους γονείς του, αλλά και από τη δική του έμπονη προσπάθεια να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να καθαρίσει, όσο δυνατόν σ’  αυτόν, την καρδιά του και να βρει δίοδο εγκατοίκησης η χάρη του Θεού, που φανερώνεται πάντοτε ως αγάπη. Κατά τον υμνογράφο μάλιστα «παθών ανεπίδεκτον τον λογισμόν εργασάμενος, δοχείον, αοίδιμε, ώφθης του Πνεύματος». Προσπάθησες να κρατήσεις τον λογισμό σου μακριά από τα πάθη, κι έγινες έτσι, αοίδιμε, δοχείο του Πνεύματος.

Εκείνο που προκαλεί όμως ιερό δέος από το συναξάρι του αγίου είναι το γεγονός ότι οι στρατιώτες έχασαν την ενέργεια των οφθαλμών τους, το φως τους δηλαδή, όταν έκοψαν την τιμία του κεφαλή. Γιατί επέτρεψε κάτι τέτοιο η Πρόνοια του Θεού; Σε πολλούς αγίους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, χωρίς να υπάρξει όμως τόσο φοβερό αποτέλεσμα. Το συναξάρι μάς αφήνει περιθώριο ερμηνείας, έστω κι αν κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Θεού στις όποιες ενέργειές Του: οι στρατιώτες είχαν εντολή να συλλάβουν τον άγιο και όχι να τον σκοτώσουν. Η αποτομή της κεφαλής του, όταν μάλιστα είχε επέλθει ο θάνατος, εντάσσεται στα όρια της ιεροσυλίας, κάτι που συνιστά «ύβριν», με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, ενέργεια δηλαδή που αποτελεί υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, στους στρατιώτες αυτούς διαπιστώνει κανείς μία δαιμονική συμπεριφορά, που δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνον από τη χριστιανική πίστη, αλλά και παγκόσμια, πανθρησκειακά. Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις θρησκείες, ο νεκρός, ο κεκοιμημένος, απολαμβάνει κάποιου ιδιαίτερου σεβασμού. Όπου δεν υφίσταται τέτοιος σεβασμός, εκεί λειτουργεί η «νέμεσις», η θεία δίκη. Ας θυμηθούμε ότι πάνω σ’  αυτόν τον σεβασμό προς τους νεκρούς έχουν γραφεί υπέροχα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μάλιστα, πολύ συχνά αναφέρονται περιστατικά σύλησης τάφων και νεκρών, όπως στο «Λειμωνάριον» του Ιωάννη Μόσχου, όπου ο ίδιος ο κεκοιμημένος, με την ενέργεια του Θεού, ανασηκώνεται, για να αντιδράσει στους διαφόρους τυμβωρύχους, και μάλιστα εκείνους που καταλύουν με ασέβεια την ιερή ησυχία του σκηνώματός του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ασέβειας των στρατιωτών έναντι του ιερού σκηνώματος του αγίου Διομήδη, επισημαίνουμε όμως και το πιο σημαντικό: ναι μεν τιμωρούνται οι στρατιώτες γι’  αυτό που έκαναν, αλλά και δέχονται τη γεμάτη αγάπη ενέργεια του αγίου. Διότι αμέσως με την επιστροφή της κεφαλής του τους αποκαθιστά και τους θεραπεύει. Κι αυτό σημαίνει: στη χριστιανική πίστη, η όποια «νέμεσις», η όποια απόδοση της δικαιοσύνης, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Ο Θεός, και μαζί Του βεβαίως οι άγιοι, δεν θέλει απλώς τον κολασμό του ανθρώπου που αμαρτάνει, αλλά κυρίως τη σωτηρία του. Κι αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την παροχή της αγάπης. Η δικαιοσύνη, δηλαδή, χριστιανικά, είναι δικαιοσύνη, όταν έχει ως περιεχόμενο την αγάπη. Συνεπώς, ο όποιος κολασμός αποτελεί παιδαγωγία του Θεού, για πρόκληση μετανοίας. «Ταις πρεσβείαις του αγίου Διομήδους, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΩΣ ΑΡΧΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΠΟΥΣΙΑΣ!

 


Η μαρτυρία του γνωστού ανά τον κόσμο, μακαριστού πια καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ, που έφυγε από τη ζωή μόλις προχθές παραμονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, για το πώς από προτεστάντης έγινε ορθόδοξος χριστιανός είναι συγκλονιστική και πολύ διδακτική. «Ήμουν 17 χρονών – είπε ο μακαριστός επίσκοπος καθηγητής -  και ετοιμαζόμουν για το Πανεπιστήμιο. Ήμουν σε ένα σχολείο στο Λονδίνο. Ένα Σάββατο βράδυ πήγα περίπατο και είδα έναν ναό που δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Από περιέργεια ή μάλλον από Θεία Πρόνοια αποφάσισα να μπώ μέσα. Ήταν ο Ρώσικος Ορθόδοξος ναός του Λονδίνου. Στην αρχή όταν μπήκα μέσα στο ναό, ήταν σκοτεινός. Δεν είδα εύκολα τι είχε μέσα. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν μια απουσία. Είχα την εντύπωση ότι κανείς και τίποτα δεν είναι εδώ, ότι ο ναός είναι κενός, δηλαδή δεν είχε στασίδια, καρέκλες, μόνο το πάτωμα. Αργότερα κατάλαβα ότι υπάρχουν μέσα στο ναό εικόνες, λαμπάδες αναμμένες, λίγος αριθμός ανθρώπων και κάπου, που δεν μπορούσα να δω υπήρχε μια μικρή χορωδία που έψαλλε. Έτσι ήρθα στην ώρα κατά την οποία οι Ρώσοι κάθε Σάββατο βράδυ έχουν μια μικρή αγρυπνία. Και η πρώτη μου εντύπωση μιας απουσίας – ότι δεν είναι τίποτε εδώ – άλλαξε ολοκληρωτικά. Απέκτησα μια άλλη εντύπωση, όχι απουσίας, αλλά παρουσίας. Κατάλαβα ότι εμείς οι ολίγοι άνθρωποι, παρόντες σε αυτήν την ακολουθία, συμμετέχουμε σε μια πράξη πάρα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν την ακολουθία που γίνεται σε μια γωνιά του Λονδίνου. Κατάλαβα ότι συμμετέχουμε σε μια λειτουργική σύναξη που έχει πολλούς αοράτους προσκυνητάς. Πολλούς παρόντες που προσεύχονται μαζί μας, παρότι δεν τους βλέπουμε. Είχα την αίσθηση ότι πραγματικά η Εκκλησία είναι ουρανός επί γης».

Τα λόγια του επισκόπου καθηγητή αποτελούν πρό(σ)κληση για σπουδή στην Ορθοδοξία – πολλά σημεία του αποκαλύπτουν τις διαστάσεις της ορθόδοξης πίστης και του ορθόδοξου βιώματος. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο π. Κάλλιστος αποτελεί, κι ίσως τώρα που απήλθε από τον κόσμο ακόμη περισσότερο, έναν από τους πιο σπουδαίους και διαπρύσιους κήρυκες της ορθοδοξίας στον Δυτικό κόσμο, κάτι που μπορεί και κάθε έλληνας να το επιβεβαιώσει μέσα από τα βιβλία του, τα περισσότερα μεταφρασμένα και στην ελληνική. «Ορθόδοξος δρόμος», «Η εντός ημών Βασιλεία», «Η δύναμη του ονόματος του Χριστού» κ.ά.π. είναι ενδεικτικά ορισμένα μόνον από αυτά.

Από τα πολλά σημεία-προκλήσεις της παραπάνω μαρτυρίας του μένουμε για λίγο στην αρχική του αίσθηση: ωθούμενος από την Πρόνοια του Θεού, όπως μετέπειτα κατενόησε, εισέρχεται σε ορθόδοξο (ρωσικό) ναό και νιώθει ότι βρίσκεται σε κάτι «άδειο». Κενό και απουσία! Για να συνειδοποιήσει λίγο αργότερα ότι τα πράγματα ανατρέπονται άρδην! Όλα είναι γεμάτα και πλημμυρισμένα από μία Παρουσία που δεν λειτουργεί όμως κατά τον κοσμικό τρόπο: θορυβωδώς και προκλητικά. Η Παρουσία αυτή, του Θεού παρουσία όπως ένιωσε η (διψασμένη για νόημα) καρδιά του, λειτουργεί μυστικά και αθόρυβα, στον τόπο της «σιωπής» που συνηθίζει να ζει η αλήθεια. Μας θυμίζει η μαρτυρία του π. Καλλίστου αυτό που κατενόησε ο προφήτης Ηλίας, όταν ο Θεός τού μήνυσε ότι θα του αποκαλυφθεί. Κι η αποκάλυψή Του δεν ήλθε με τον θορυβώδη τρόπο του ισχυρού ανέμου ή του μεγάλου σεισμού ή της καταστροφικής φωτιάς, αλλά με τον ήπιο και απαλό τρόπο της δροσερής αύρας.

Κι είναι η αλήθεια που επίσης φανέρωσε ο ίδιος ο Κύριος με όλη τη ζωή Του και με τη διδασκαλία Του. Πώς εισέρχεται στον κόσμο ο Κύριος; Ως απλό βρέφος μέσα από μία απλή και άγνωστη μικρή κοπέλα στον πιο άσημο τόπο του τότε κόσμου! Και μάλιστα μέσα σ’  ένα σπήλαιο! Όπως και η διδασκαλία Του τι λέει; «Η Βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως. Ουκ έστιν ώδε ή ώδε. Ιδού, η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν». Και μοιάζει η Βασιλεία του Θεού με το σπαρμένο έδαφος στο οποίο η γη «αυτομάτη καρποφορεί» - εσωτερικά γίνεται η διεργασία χωρίς να την κατανοεί κανείς εξωτερικά.

Λοιπόν, ο Θεός μάς θέλγει και μας ελκύει εσωτερικά – στρέφεται η καρδιά μας εκεί που είναι ο Ίδιος, χωρίς να υπάρχει λογικός έλεγχος επ’  αυτού – αρχίζουμε να νιώθουμε τη μυστική παρουσία Του κι όταν επιμείνουμε σ’ αυτό που ο γλυκασμός της καρδιάς μας δείχνει, εκεί αρχίζουμε να βλέπουμε, να ακούμε, να γευόμαστε, να οσφραινόμαστε, να ψηλαφάμε! «Κανείς δεν μπορεί να έλθει κοντά Μου, αν μη ο Πατέρας μου που με έστειλε δεν τον ελκύσει».

Και το εξόχως αξιοσημείωτο: η όλη αυτή μυστική διεργασία πραγματοποιείται στον Ναό του Κυρίου, την ώρα της ακολουθίας, εκεί που η αγαπώσα καρδιά του πιστού ορμά με έρωτα προς τον Κύριο – οι προσευχές της Εκκλησίας δεν είναι τα δώρα του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο; «Συ Κύριε είσαι Αυτός που μας χάρισες τις κοινές και σύμφωνες προς τη φύση μας προσευχές...» ομολογούμε διαρκώς στη Θεία Λειτουργία.

Λοιπόν: όπου υπάρχει δίψα για τον Θεό, δηλαδή για την αλήθεια και για το νόημα της ζωής μας, εκεί και τίποτε να μη ξέρουμε θα δούμε την ενέργεια της Πρόνοιας του Θεού πάνω μας. Η απουσία Του θα γίνει μία Παρουσία, κάτι που θα λειτουργεί και ως «μοτίβο» πια στη ζωή του πιστού – μία πορεία «εκ πίστεως εις πίστιν». Κι αυτό γιατί ο Θεός μας είναι Θεός αγάπης που η χαρά Του είναι να είμαστε κοντά Του, στον βαθμό όμως που μπορούμε να αντέξουμε την παραμονή Του μέσα στην ύπαρξή μας!  

15 Αυγούστου 2022

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 


Άνθη του Αιγαίου μυροβολούν δοξαστικά

στου ξωμονάστηρου τη θύρα, λες

και αντιφωνούν ροδόπνοα λιβανωτά

που καίνε αντικρύ στης Παναγιάς το βλέμμα.

 

Είναι τα μύρα της καρδιάς από τον θρήνο

- μπορεί και τη χαρά - των Παρακλήσεων

τ’ Αυγούστου που μάσει η Μάνα η Κυρά

προς ευφροσύνη Της τις έρημες τις μέρες.

(Στέφανος Δορμπαράκης, 13-8-2022)

14 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

 


«Μενοῦν γε∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τον λόγον τοῦ Θεοῦ και φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).

 

Είναι η απάντηση του Κυρίου απέναντι στο  ξέσπασμα μίας απλής γυναίκας μπροστά στο θάμβος που ζούσε από την παρουσία Του και τη διδασκαλία Του. «Ευλογημένη και μακάρια αυτή που σε γέννησε και σε βύζαξε». Ποιος αλήθεια μεγαλύτερος έπαινος υπάρχει για τον άνθρωπο που  θεωρείται ευεργεσία για τους συνανθρώπους του από την αναφορά στη μάνα του; Αν εμείς συχνά νιώθουμε το ίδιο, να μακαρίσουμε τη μάνα ενός ανθρώπου, επειδή βρίσκεται στον κόσμο ως πράγματι κόσμημα – η παρουσία του καταξιώνει ίσως το ανθρώπινο γένος είτε λόγω των χαρισμάτων του που τα καταθέτει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου είτε λόγω της ψυχικής του καθαρότητας που τον κάνει να λειτουργεί ως ευωδία κυριολεκτικά ουράνια – πόσο περισσότερο ίσχυε τούτο την εποχή που ήλθε ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος; Ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε όλους, κατά τον λόγο της Γραφής, οπότε ο δοξαστικός λόγος της γυναίκας για τη Μάνα Του, («χαρά στη Μάνα που σε γέννησε»), πρέπει να θεωρηθεί ως η λογικότερη αλλά και η πιο χαρισματική αποτίμηση που Του έγινε ποτέ – μακάρισαν εξαιτίας Του Αυτήν που Τον έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο!

Και ο Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός, πώς αντέδρασε; Τι είπε; Δεν αντιπαρήλθε τον έπαινο, δεν τον αποσιώπησε, δεν αδιαφόρησε, δεν αντέδρασε αρνητικά, όπως έκανε συνήθως όταν ο επαινετικός λόγος αναφερόταν αμέσως σ’ Εκείνον – αρνιόταν τους δοξαστικούς λόγους, τους απαγόρευε, έφευγε. Τον λόγο όμως για τη Μάνα Του τον επιβεβαίωσε και μάλιστα με τρόπο κατεξοχήν επιτατικό. Όχι μόνον ισχύει αυτό που λες, αλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γε!» Οπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά την απόδοση του μεγάλου και σοφού μακαριστού ιεράρχη Διονυσίου (Ψαριανού), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά και τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο ευνόητο τέτοια Κόρη με τέτοια καθαρότητα ψυχής, τέτοια ταπείνωση και αγάπη, τέτοια ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Θεού πουθενά δεν υπήρξε στον κόσμο ούτε θα βρισκόταν και στο μέλλον. «Όταν ήλθε ο κατάλληλος καιρός – σημειώνει ο απόστολος Παύλος θεόπνευστα – έστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα». Τη γυναίκα αυτή, την Παναγία Κόρη της Ναζαρέτ, πρόσμεναν όλοι οι αιώνες. Σ’ αυτήν μόνον εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα εκείνη του Πρωτευαγγελίου μετά την πτώση των προπατόρων: «ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον όφι-διάβολο». Κι ήταν η αλήθεια: στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκπληρώθηκε το Πρωτευαγγέλιο.

Κι ο εν συνεχεία λόγος του Κυρίου έρχεται και επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους». Η Μάνα Του δηλαδή δεν μακαρίζεται γιατί απλώς επιλέχθηκε για να γίνει η γέφυρα που θα έφερνε τον Θεό στον κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ήταν προσανατολισμένη ήδη από τα γεννοφάσκια της στον λόγο του Θεού, στην αγάπη Εκείνου, στην υπακοή του αγίου θελήματός Του, όπως είπαμε και παραπάνω. Η Μαριάμ, η οποία βρέθηκε ήδη τριετής μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, ζούσε ως άγγελος του Ουρανού, με απόλυτη προτεραιότητα της ζωής της τον ίδιο τον Θεό – το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος» ήταν το καθοδηγητικό στοιχείο που την συνείχε. Πώς λοιπόν να μη σαρκώσει τον Θεό ως άνθρωπο, όταν Εκείνος βρήκε στο πρόσωπό της το κατοικητήριο που αναζητούσε; «Θα κατοικήσω σ’ αυτούς και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους, και θα είναι αυτοί λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός τους» ήταν η υπόσχεσή Του και η μικρή Μαρία υπήρξε το «έδαφος» εκπληρώσεώς της – η θεοκοινωνία ήταν θα λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αυτός ο προσανατολισμός κι αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν ήταν για ένα διάστημα. Απαρχής μέχρι τέλους της ζωής της η Θεοτόκος ήταν ένα «ναι» προς τον Υιό και Θεό της, που σημαίνει ότι ο μακαρισμός Του προς την Παναγία Μάνα Του έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος – μία βάτος καιομένη και μη κατακαιομένη ήταν η καρδιά της από τη χάρη του Θεού. Και μαζί μ’ Εκείνον ο μακαρισμός της θα επαναλαμβανόταν από την καρδιά και τα χείλη κάθε πιστού μέλους Του, από τότε έως της συντελείας του αιώνος και επέκεινα. Εν πνεύματι το προφήτεψε και η Ίδια: «Ιδού από του νυν θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων». Δεν υπάρχει χριστιανός που να χαρακτηρίζεται έτσι και η στάση του απέναντι στην Παναγία να είναι στάση διαφορετική από ό,τι του Ίδιου του Θεού.

Η επιτατική επιβεβαίωση του μακαρισμού της απλής γυναίκας από τον Κύριο για την Παναγία Μητέρα Του λειτουργεί ως φως κατευθυντήριο και για κάθε πιστό: ξέρουμε πως η ακρόαση και η μελέτη του λόγου του Θεού που καταλήγει σε εφαρμογή και πράξη ζωής φέρνει πλούσια τη χάρη του Θεού – ο Θεός μας επαινεί και αναπαύεται στην καρδιά και όλη την ύπαρξή μας. Και δεν γίνεται διαφορετικά, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι μέσα στον λόγο Του και τις εντολές Του περικλείεται τελικώς η παντοδύναμη ενέργειά Του. Η Εκκλησία μας επιμένει σε κάθε εορτή της Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στη μεγαλύτερη εξ όλων, την Κοίμησή της, να μας υπενθυμίζει την αλήθεια αυτή. Γιατί ενδιαφέρεται όχι απλώς να δοξολογούμε την Παναγία, αλλά να γινόμαστε κι εμείς μικρές Παναγίες, γεγονός που συνιστά τη σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.