21 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΔΡΑΤΟΣ Ο ΕΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑ

«Αθλητικών Κοδράτε σων κηρυγμάτων,
Εν ουρανοίς βραβεία πολλά λαμβάνεις.

Εικάδι δε πρώτη Κοδράτος στέφος εύρατο άθλοις».

(Λαμβάνεις πολλά βραβεία στους ουρανούς, Κοδράτε, για τα κηρύγματά σου για την πνευματική άθληση. Ο Κοδράτος βρήκε στεφάνι για τους άθλους του την εικοστή πρώτη Σεπτεμβρίου).

«Ο άγιος Κοδράτος ήταν άνδρας σοφός και πολυμαθής. Υπήρξε και αυτός ένας από τους μαθητές του Χριστού, (από τους εβδομήντα αποστόλους Του), και αφού πλούτισε από την πυρίπνοη χάρη του αγίου Πνεύματος, χειροτονήθηκε επίσκοπος των Αθηναίων. Μετέστρεψε στην αληθινή πίστη του Χριστού πολλούς ειδωλολάτρες, ενώ τους θεωρουμένους σοφούς από τους Έλληνες, που υπερηφανεύονταν πολύ για τη σοφία τους, τους αποστόμωσε και τους ντρόπιασε με τη χάρη του Θεού και με τη δύναμη των λόγων του. Γι’ αυτό και τιμωρήθηκε από τους διώκτες των Χριστιανών με πέτρες, με φωτιά και με πολλά άλλα βασανιστήρια, ενώ διώχτηκε από την επαρχία και το ποίμνιό του. Απήλθε στην πόλη Μαγνησία, οπότε και εκεί έδιωξε με τις διδασκαλίες του το σκοτάδι της πλάνης. Και ύστερα κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Αδριανού του καλουμένου Αιλίου, το έτος 117, λαμβάνει το στεφάνι του μαρτυρίου. Το άγιο λείψανό του βρίσκεται στη Μαγνησία της Μ. Ασίας και θεραπεύει ως από πηγή κάθε ασθένεια σε όλους εκείνους που το πλησιάζουν με πίστη Χριστού». 

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ μας στρέφει την προσοχή σε τρία πράγματα από τη μεγαλειώδη ζωή του αγίου αποστόλου Κοδράτου: τη δύναμη της διδασκαλίας του, τα θαύματά του και όσο ζούσε αλλά και μετά το μαρτυρικό τέλος του, την ψυχική καθαρότητά του. Κι είναι ευνόητο ότι και τα τρία αυτά  συνδέονται αμεσότατα μεταξύ τους, αφού η ψυχική καθαρότητα αποτελεί την προϋπόθεση της παρουσίας του Χριστού στην ύπαρξη ενός πιστού – «μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό» είπε ο Ίδιος - ώστε φωτισμένος από την παρουσία αυτή να κηρύσσει με δύναμη το ευαγγέλιο Εκείνου και να επιτελεί θαύματα ζων και κεκοιμημένος εξακτινώνοντας την παντοδύναμη ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Κάνει εντύπωση μάλιστα το πόσο ο άγιος Ιωσήφ, «θαμπωμένος» από τη φωτεινή προσωπικότητα του αποστόλου, τονίζει τη λάμψη του φωτός του Χριστού στην αγιασμένη ύπαρξη του αποστόλου Του. Όχι μία και δύο, αλλά πάμπολλες φορές, στον εσπερινό και στον όρθρο, αυτήν την πραγματικότητα σημειώνει, σαν να είναι ο απόστολος μία πράγματι φωτεινή στήλη που ξεκινά από τη γη για να φτάσει τον ουρανό, αλλά και το αντίστροφο: ευρισκόμενος ολοφώτεινος στον ουρανό γίνεται το όργανο του Χριστού για να λάμψει με τις προσευχές του το σκοτάδι των περιλειπομένων στη γη ανθρώπων.  

«Έγινες ολοφώτεινος από τις λάμψεις των ουράνιων χαρίτων» αναφέρει για παράδειγμα ήδη στην αρχή του εσπερινού, «και αναδείχθηκες στον κόσμο, Κοδράτε,  ένας ήλιος που προσφέρει σε όλους χαρμόσυνες ακτίνες του ενθέου κηρύγματος». «Με τις ένθες διδαχές σου φώτισες πολλούς. Γιατί αναδείχτηκες διάκονος του Φωτός Χριστού που φώτισε τα πέρατα, ιεράρχα Κοδράτε, με τις θείες λάμψεις Του» (ωδή γ΄). «Φωταγωγώντας τους σκοτισμένους από την πλάνη με τις λαμπάδες των λόγων σου, έκαψες κάθε σαν φρύγανο απάτη» (ωδή δ΄). Και η αιτία της φωτεινής παρουσίας του; Το γεγονός ότι έγινε κατοικητήριο του ίδιου του Θεού. «Ο καθαρότατος Θεός βρήκε την καθαρή σου ψυχή σκήνωμα της δόξας Του, οπότε μέσα από σένα καθαρίζει τις ψυχές που βρομίστηκαν από τα φοβερά παραπτώματα» (ωδή δ΄).

Τι ήταν εκείνο που έκανε ο άγιος Κοδράτος ώστε επέβλεψε τόσο πολύ επ’ αυτού ο άγιος Τριαδικός Θεός; Ή αλλιώς: τι έκανε ο απόστολος ώστε να διατηρεί την ψυχή του καθαρή; Ο άγιος υμνογράφος επανειλημμένως μας το λέει: «Βάδισες, ένδοξε απόστολε, τον ίσιο δρόμο των εντολών του Χριστού, γι’ αυτό και έσωσες τους πλανεμένους ανθρώπους από τους δυσχερείς δρόμους της ασέβειας και της απιστίας. Οπότε οι πιστοί σε δοξάζουμε ως απλανή άνθρωπο και οδηγό και μεσίτη της συμφιλιώσεώς μας με τον Θεό» (στιχ. εσπ.). Ο ερμηνευτικός για τον άγιο Κοδράτο λόγος του υμνογράφου αγίου Ιωσήφ είναι σαφέστατος και στοιχημένος απολύτως στην παράδοση του Κυρίου, των Αποστόλων, των Πατέρων της Εκκλησίας: κανείς δεν μπορεί να βρει τον Θεό έξω από την πορεία των εντολών Του. Με τη βοήθεια του Ίδιου ο πιστός θέτει τον εαυτό του, έστω και διά της βίας, εκεί που του υποδεικνύει το θέλημα του Θεού, με αποτέλεσμα να συντονίζεται με Εκείνον, αφού ο Θεός «μέσα στις εντολές Του κρύβεται». Έχοντας Θεό στην ύπαρξή του, σκήνωμα κυριολεκτικά του Παντοδύναμου, αφενός ο ίδιος ζει τη σωτηρία του, αφετέρου προσφέρει στον κόσμο τη σωτηρία αυτή που ζει, δηλαδή τον Ιησού Χριστό.

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η 21 Σεπτεμβρίου αποδίδει, επαναφέρει δηλαδή και ολοκληρώνει, την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού -  κάθε μεγάλη εορτή, Δεσποτική και Θεομητορική, της Εκκλησίας μας δεν κρατάει μία μόνο ημέρα, αλλά αρκετές, ώστε να τυπωθεί η σημασία της στην καρδιά και τον νου των πιστών, γιατί αυτό οδηγεί στη σωτηρία τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Χριστό. Κι αξίζει εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε και πάλι τη βαθειά γνώση του ανθρώπου από την Εκκλησία: ο άνθρωπος λόγω της αμαρτητικής ροπής του χρειάζεται μεγάλη υπομονή και επιμονή σ’  αυτό που είναι ο αληθινός προορισμός του: το να ακολουθεί τον Κύριο, να στρέφει δηλαδή με τη δύναμη Εκείνου αδιάκοπα τη βούλησή του προς το φως Του. Αυτή είναι η τραγωδία μας: να αφηνόμαστε στην ευκολία του «ρουφήγματος» του σκότους που θα πει της κόλασής μας και να δυσκολευόμαστε στο να βλέπουμε την Ανατολή του φωτός Του, που είναι και η Ανατολή και η άνοιξη της δικής μας ζωής!

Στην απόδοση λοιπόν της εορτής ένα τροπάριο από την τρίτη ωδή του κανόνος μάς υπενθυμίζει τη σημασία, μεταξύ πολλών άλλων βεβαίως, του Σταυρού του Κυρίου. «Πλευρᾶς ἀχράντου λόγχῃ τρωθείσης, ὕδωρ σύν αἵματι ἐξεβλήθη, ἐγκαινίζον διαθήκην καί ρυπτικόν ἁμαρτίας˙ τῶν πιστῶν γάρ Σταυρός καύχημα, καί Βασιλέων κράτος καί στερέωμα». Δηλαδή: «Τρώθηκε, πληγώθηκε με λόγχη η άχραντη πλευρά του Σωτήρος Χριστού πάνω στον Σταυρό, και βγήκε ύδωρ μαζί με αίμα, εκείνα που έφερναν την πραγματικότητα της νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, τη Θεία Ευχαριστία και το θείο βάπτισμα που σβήνει τις αμαρτίες. Γι’ αυτό ο Σταυρός είναι το καύχημα των πιστών και η δύναμη και το στερέωμα των Βασιλέων».

Ο άγιος Κοσμάς, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας, δίνει τη θεολογική εξήγηση της λογχισμένης πλευράς του Εσταυρωμένου Κυρίου: το αίμα και το ύδωρ που εξήλθαν από αυτήν ήταν εκείνα που ίδρυαν τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας και του αγίου βαπτίσματος – με ό,τι ο άνθρωπος σώζεται: με το βάπτισμα εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γίνεται μέλος Του˙ με το αίμα Του που ενεργοποιεί αυτό που συνέβη στον Μυστικό Δείπνο τρέφεται και αυξάνει, ώστε να φθάσει στο μέτρο Εκείνου, «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» που λέει ο απόστολος Παύλος. Χωρίς ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή εν μετανοία στα μυστήρια αυτής, στα οποία φανερώνεται η ζωή Εκείνου, ο άνθρωπος δεν σώζεται, δεν μπορεί να δει Θεού πρόσωπο. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»˙ και «ἐάν μή φάγητε τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

Και τι προσθέτει ο άγιος Κοσμάς; Ο πιστός που είναι μέλος πια Χριστού και Τον ζει στην ύπαρξή του κοινωνώντας Τον στη Θεία Ευχαριστία, τον Σταυρό έχει μοναδικό καύχημα της ζωής του. Δεν είναι βεβαίως τυχαία η αναφορά του υμνογράφου. Παραπέμπει ευθέως στον απόστολο Παύλο και πάλι, ο οποίος διεκήρυσσε: «ἐμοί μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου, δι’ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Δηλαδή «ποτέ να μη μου συμβεί να καυχηθώ για οτιδήποτε άλλο, πέρα από τον Σταυρό του Κυρίου, διά του Οποίου για μένα ο αμαρτωλός κόσμος έχει νεκρωθεί κι εγώ έχω νεκρωθεί γι’ αυτόν». Σταυρός δηλαδή σημαίνει βεβαίως ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή στα μυστήριά της, αλλά με το δεδομένο που συνιστά το διαρκές αγώνισμα του πιστού, ότι αδιάκοπα αγωνίζεται να ζει στην καθημερινότητά του τον Σταυρό ως αποχή από κάθε αμαρτία. Ο χριστιανός είναι κι αυτός εσταυρωμένος μαζί με τον Κύριο, δείχνοντας τα νώτα του σε κάθε τι αμαρτωλό και έχοντας ανοικτή την αγκαλιά του σε κάθε συνάνθρωπο, κοντινό ή μακρινό του. Το ίδιο πρέπει βεβαίως να συμβαίνει και με κάθε άρχοντα, συμπληρώνει ο άγιος υμνογράφος, που λίγο πιστεύει στον Κύριο. Ας φανταστούμε τους άρχοντές μας, όλων των ειδών και των αποχρώσεων, να έχουν τον Σταυρό ως ισχύ και στερέωμά τους: θα ήταν παντοδύναμοι εν Κυρίω, άλλοι Κωνσταντίνοι και Ιουστινιανοί.

20 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

«Ο άγιος μεγαλομάρτυς Ευστάθιος ήταν στρατηλάτης στην πόλη των Ρωμαίων, επί Τραϊανού βασιλέως. Ονομαζόταν Πλακίδας και η γυναίκα του Τατιανή, ήταν πολύ πλούσιος και μολονότι ειδωλολάτρης, με μεγάλη χαρά έδινε ελεημοσύνες στους πτωχούς. Κάποια φορά που είχε βγει στο κυνήγι, του φανερώθηκε μία έλαφος, την οποία άρχισε να καταδιώκει. Την ώρα που επρόκειτο να τη φτάσει, βλέπει στα κέρατά της τον τίμιο σταυρό του Χριστού, ενώ από τα κέρατα ήλθε φωνή που έλεγε: «Ω, Πλακίδα, γιατί με καταδιώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός». Μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε, οπότε και άρχισε ο πόλεμος εναντίον του από τον ανθρωποκτόνο διάβολο: έχασε τον πλούτο του, είδε τη γυναίκα του αιχμάλωτη, τα παιδιά του αρπάχτηκαν από θηρία και ο ίδιος βρέθηκε σε μεγάλη φτώχεια. Ο Θεός επέτρεψε όμως να βρει και πάλι τη γυναίκα και τα παιδιά του, όπως και να τον αναζητήσει ο βασιλιάς, ο οποίος τον έβαλε  στο προηγούμενο αξίωμά του. Ύστερα από όλα αυτά, ήλθε η ώρα του μαρτυρίου. Διότι αναγκάστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, κάτι βεβαίως που αρνήθηκε αμέσως, γι’ αυτό και ρίχτηκε μέσα σε χάλκινο  πυρακτωμένο από φωτιά βόδι, μαρτύριο με το οποίο και τελειώθηκε».

 

Η Εκκλησία μας παραλληλίζει καταρχάς τον άγιο Ευστάθιο με τον απόστολο Παύλο: όπως ο Παύλος δέχτηκε κλήση από τον Χριστό, που του παρουσιάστηκε εν οράματι την ώρα που καταδίωκε τους χριστιανούς, και τον κάλεσε να γίνει χριστιανός, κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο και ο Ευστάθιος δέχτηκε κλήση από Εκείνον, μέσω όμως της ελάφου που καταδίωκε, ο Οποίος τον κάλεσε εξίσου να Τον ακολουθήσει. Ο υμνογράφος πολλές φορές κάνει τη σύνδεση αυτή. «Η κλήση σου, πανάριστε, δεν έγινε από ανθρώπους, αλλά ο Χριστός από τον ουρανό σε εκάλεσε, όπως παλαιότερα τον Παύλο». Θυμίζει βεβαίως ακόμη ο συγκεκριμένος τρόπος της κλήσεως και τον άγιο Κωνσταντίνο. Κι εκείνος κλήθηκε να στραφεί προς τον χριστιανισμό μέσω του οράματος του σταυρού που ο Θεός του έδωσε, και μάλιστα με την επιγραφή: «Τούτω νίκα». Δεν πρόκειται για «σκανδαλώδη» εύνοια, θα λέγαμε, του Θεού προς κάποιους ανθρώπους. Διότι μπορεί μεν ο Θεός να μην καλεί όλους τους ανθρώπους με παρόμοιο άμεσο και συγκλονιστικό τρόπο, όμως πράγματι Εκείνος καλεί όλους μέσα στα πλαίσια της άπειρης αγάπης Του για να στραφούν προς Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος το βεβαίωσε: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, είπε, εάν μη ο Πατήρ μου ο πέμψας με, ελκύση Αυτόν». Ώστε κανείς δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του. Διαφέρει μόνο ο τρόπος με τον οποίο καλείται κάποιος από τον Θεό. Ο Θεός δεν είναι «προσωπολήπτης».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος όμως δεν παραλληλίζει τον άγιο Ευστάθιο μόνο με τον απόστολο Παύλο. Έκθαμβος μπροστά σ’  αυτά που πέρασε ο άγιος -  απώλεια της συζύγου και των παιδιών του,  απώλεια της περιουσίας του και των αξιωμάτων του – φέρνει στη μνήμη του το παράλληλο από την Παλαιά Διαθήκη, τη ζωή του πολύαθλου Ιώβ. «Συ, οία περ Ιώβ, ανεφάνης Ευστάθιε». Αναφάνηκες, Ευστάθιε, σαν τον Ιώβ. Τον ονοματίζει λοιπόν νέο και δεύτερο Ιώβ – «ο δεύτερος Ιώβ Ευστάθιος» - γιατί  και εκείνος σαν τον πρώτο Ιώβ, σε ό,τι υφίστατο έλεγε εν πίστει: «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον». Να υφίστασαι τέτοια βάσανα και να δοξολογείς τον Θεό αποτελεί το όριο της αληθινής πίστεως και της αληθινής υπομονής. Σημαίνει ότι έχεις «ακουμπήσει» όλη την ύπαρξή σου και τη ζωή σου στα χέρια του Θεού. Ο υμνογράφος προχωράει ακόμη περισσότερο σε μία θεωρούμενη υπερβολή: Θεωρεί τον άγιο Ευστάθιο και μεγαλύτερο του Ιώβ: «…υπερβάς αληθώς τον Ιώβ, τη αρετή, συν τη συζύγω και τοις τέκνοις». Και δεν έχει άδικο. Διότι ο Ιώβ, πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, σε κάποια στιγμή «λυγίζει» και τα «βάζει» με τον Θεό, αδυνατώντας να κατανοήσει αυτά που υφίσταται. Κι έχει από την άλλη τη γυναίκα του που τον ωθεί σε βλασφημία. Με τον άγιο Ευστάθιο τούτο δεν υπάρχει: υπομένει καρτερικά μέχρι τέλους χωρίς να ταλαντεύεται διόλου κατά  την πίστη του – «στήλην καρτερίας» τον χαρακτηρίζει ο υμνογράφος και «ακράδαντον εν πειρασμοίς» - έχοντας συνάθλους μαζί του την αγία γυναίκα του Θεοπίστη και τα άγια τέκνα του, μάρτυρες όλοι αυτοί του Χριστού.

Εκείνο που αποκορυφώνει την αρετή και την υπομονή του αγίου Ευσταθίου, αλλά εμβάλλει εμάς πια σε «πειρασμό», είναι η απάντηση του Κυρίου στα βάσανα που είχε περάσει ο άγιός του: «όθεν επί τέλει των αγώνων ως νίκης βραβείον παρέσχε σοι, την του αίματος πρόσχυσιν»! Γι’  αυτό, σημειώνει ο υμνογράφος, μετά δηλαδή τα όσα τράβηξες στη ζωή σου Ευστάθιε, σαν τελικό στάδιο των αγώνων, σου έδωσε ο Κύριος σαν βραβείο νίκης, να χύσεις το αίμα σου γι’ Αυτόν! Αποτελεί «πειρασμό» για εμάς, είπαμε, αυτό που λέει ο υμνογράφος, παρακολουθώντας τη ζωή του αγίου: Να περνάς τόσα βάσανα, να τα υπομένεις, και να δέχεσαι ως βραβείο για όλα αυτά και το μαρτύριο του αίματος! Αν αυτό δεν συνιστά παραδοξότητα για την ανθρώπινη λογική, τότε δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσουμε. Αλλά παραδοξότητα για την ανθρώπινη λογική. Διότι μέσα στο πλαίσιο της λογικής του Θεού τα πράγματα χαρακτηρίζονται αλλιώς: ο Θεός συνήθως έτσι αμείβει τους γνήσιους δούλους Του. Με το να τους παρέχει τη χάρη του μαρτυρίου. Δηλαδή να τους οδηγεί σε μία επακριβή ακολουθία των ιχνών Εκείνου. Διότι και ο Χριστός μας έτσι «αμείφτηκε» από τον Θεό Πατέρα Του: να ανέβει στον Σταυρό! Και βεβαίως αυτό συνιστά και την ανάσταση των ανθρώπων. Ο μέγας Ευστάθιος είχε τη χάρη να ζήσει ακριβώς σαν τον Χριστό, με τη χάρη βεβαίως Εκείνου. Και απολαμβάνει την παρουσία του Χριστού, μαζί με τους οικείους του, πλούσια στη βασιλεία του Θεού.

Η «μεθοδολογία» αυτή του Θεού, την οποία επισημαίνουμε στον Χριστό και τους αγίους Του, ήταν κάτι που είχε αναγγελθεί και από την Παλαιά Διαθήκη. Ήδη ο προφήτης Ησαΐας αναφερόμενος στον Μεσσία και «βλέποντας» την κόπωση και την εξάντλησή Του από τις αμαρτίες των ανθρώπων, βάζει τον Θεό να «απαντά» στο δίκαιο παράπονό Του ότι κουράστηκε,  με την ανάθεση καινούργιας αποστολής, που θα Τον φέρει στο Πάθος. Δεν ξέρουμε πια τι να πούμε. Μπροστά στα μυστήρια των βουλών του Θεού, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κλίνουμε το γόνυ της καρδιάς και του σώματος και εν πίστει να αποδεχτούμε την ακατανόητη πολλές φορές για εμάς μέθοδο ενεργείας του Θεού μας. Κατανοούμε όμως απολύτως την αγάπη Του.

ΜΝΗΜΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ (100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ) ΣΤΟΝ Ι. ΝΑΟ ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟ-ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ:  Ένα αφιέρωμα

(Του ενορίτη μας κ. Ορέστη Κλεισιούνη, ναυάρχου ε.α.)

Σεβαστοί Πατέρες,

Αγαπητοί Ενορίτες, Κυρίες και Κύριοι,

   Στην φετινή εκδήλωση μνήμης θα ήθελα να μου επιτρέψετε να σας υπενθυμίσω ορισμένα γεγονότα, που επέλεξα από το βίο του Αγίου Εθνο-Ιερομάρτυρα Χρυσοστόμου Επισκόπου Σμύρνης, προκειμένου να αποδώσουμε το οφειλόμενο χρέος προς αυτόν. Όμως θα ήθελα και  την επιείκειά σας για την προφορά μου ζητώντας εκ των προτέρων συγγνώμη.

   O σκοπός της παρούσας συγκέντρωσής μας αποδίδεται εξαίρετα με ένα ποίημα των απανταχού Τριλιανών που, για το χρέος, αναφέρει: Για να θυμάται όσο ζει και αυτός και οι απόγονοί του τις ρίζες της καταγωγής τα πάθη της φυλής του.

   Να λοιπόν η καταγωγή του Αγίου. Η Τρίλια, κωμόπολη της Προύσας. Μία ελληνικότατη και ωραιότατη κωμόπολη της Προποντίδας με φιλοπρόοδους, εργατικούς και φιλόμουσους κατοίκους με ασχολία την καλλιέργεια της γης, ιδιαίτερα την ελαιοπαραγωγή αλλά και την αλιεία. Εδώ λοιπόν, τον χειμώνα του 1867  (6 η 8 Ιανουαρίου 1867), γεννιέται το δεύτερο παιδί του  Δημογέροντα Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης το γένος Λεμονίδου. Ο Νικόλαος Καλαφάτης, ευσεβής και καλός χριστιανός, έψελνε τακτικά στην εκκλησία της κωμόπολής του και  ονειρευόταν να δει ένα από τα παιδιά του κληρικό και μάλιστα Δεσπότη. Από εκεί, ένα πρωινό, δύο ημέρες πριν τη βάφτιση του μικρού Χρυσόστομου, πέρασε ο Μητροπολίτης Προύσας Νικόδημος και ευλόγησε το παιδί, ενώ οι παρευρισκόμενοι ευχόντουσαν στη μητέρα του και Δεσπότης. Η μητέρα του, εν πνεύματι και αληθεία  Χριστιανή, τον τάζει στην εκκλησία μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας της Παντοβασσίλισας. Έτσι ξεκινάει η πορεία ενός μάρτυρα Ιεράρχη.

   Στο επτατάξιο σχολείο διακρίνεται ο Χρυσόστομος για την ευγένεια του χαρακτήρα του και την πνευματική του υπεροχή, ενώ   δείχνει έφεση  στην εκκλησιαστική ιστορία. Με τη βοήθεια του Θεού και τις δαπάνες της οικογενείας του θα σταλεί το 1884 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης όπου θα αποφοιτήσει αριστούχος το 1891. Από τότε και μέχρι να εκλεγεί Μητροπολίτης υπηρετεί ως αρχιδιάκονος της Μητρόπολης Μυτιλήνης και αργότερα της Εφέσου, ενώ από το 1897 χειροτονείται από τον ίδιο τον Πατριάρχη ως πρεσβύτερος για να ακολουθήσει σύντομα η χειροθεσία του ως Μεγάλος Πρωτοσύγκελος του Οικουμενικού Θρόνου το 1898.

   Μία άγνωστη πτυχή της ζωής του αποτελεί και η συμβολή του για την αποκατάσταση της αλήθειας στο ζήτημα του δήθεν τάφου της Παναγίας στην Έφεσο, που προέκυψε το 1894. Συνέβαλε σπουδαία ανατρέποντας με ακαταμάχητα επιχειρήματα τους ισχυρισμούς των Καθολικών. Ας έχουμε υπόψη μας πως και σήμερα ακόμη διατηρείται ένας χώρος που δείχνουν οι Καθολικοί ως τάφο της Παναγίας με πλήρη διαστρέβλωση της αλήθειας.

   Ο Άγιος, την Μ. Παρασκευή του 1902, εκφωνεί   ένα μνημειώδη λόγο για τη ζωή και τον θάνατο. Είπε ότι η ζωή και ο θάνατος είναι δύο ισοδύναμες και ισότιμες εκφράσεις, αφού η ζωή οδηγεί στον θάνατο και ο θάνατος ανοίγει τις πύλες της ζωής. Η σταύρωση του Κυρίου μία και μόνη κατεύθυνση έχει, τη συμφιλίωση του ανθρώπου προς τον θάνατο. Εκεί ουσιαστικά, με τα συγχαρητήρια του παριστάμενου Πατριάρχη, διαπιστεύεται να καταλάβει  μία εξέχουσα θέση στην Εκκλησία.

   Τον Μάϊο του 1902 εκλέγεται Μητροπολίτης Δράμας. Η  επιθυμία των γονέων του εισακούστηκε από το Θεό και ο Χρυσόστομος σε ηλικία 35 ετών γίνεται Δεσπότης μίας Μητρόπολης στην καρδιά του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και στην κορύφωσή του. Το 1904 σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς. Αποτελεί μνημείο γενναιότητας η μάλλον προφητική απάντηση την οποία έδωσε, κατά την χειροτονία του, προς την προσφώνηση  του αειμνήστου Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄.

«Εν όλη τη καρδία μου και εν όλη τη διάνοια μου θα υπηρετήσω την Εκκλησία και το Γένος. Και η μίτρα μου, την οποία  οι άγιες χείρες σου εναπέθεσαν στην κεφαλή μου, εάν πέπρωται να  απωλέσει ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθεί σε ακάνθινο στεφάνι μάρτυρος Ιεράρχου».

 Συγκλονιστική στιγμή στην πορεία της ζωής του, χαρακτηριστική του μεγέθους της προσωπικότητάς του. Στη Μητρόπολη Δράμας εκτελεί πλουσιότατο έργο και κτίζει  ναούς,  γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα, ενώ η εθνική  του δράση  οδήγησε στην ανάκλησή του στην Κωνσταντινούπολη και την τελική μετάθεσή του από την Μητρόπολη τον Ιούνιο του 1909.

   Το 1910 εκλέγεται  Μητροπολίτης Σμύρνης από την οποία απομακρύνθηκε και πάλι δύο φορές για εθνικούς πάντοτε λόγους. Η Σμύρνη εκείνη την περίοδο, προ των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανθούσε σε όλους τους τομείς της ζωής της πόλης με ισχυρότατη ελληνική παρουσία. Η αποβίβασή του στη Σμύρνη, για την ανάληψη των καθηκόντων του, ήταν περιπετειώδης, με παραλίγο ναυάγιο του πλοίου που επέβαινε. Ο Άγιος με θαυμαστή ψυχραιμία ενθαρρύνει το πλήρωμα και τους επιβαίνοντες. Σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη αναφέρει ότι περάσαμε τη νύκτα αγωνιώντες και αναμένοντες τον θάνατο. Εκεί προσκάλεσε όλους τους χριστιανούς σε δέηση προς τον Θεό και διάβασε μεγαλόφωνα τα κεφάλαια του Ευαγγελίου που περιέχουν την Δεσποτική προσευχή και αποτελούν περικοπές της Μεγάλης Πέμπτης. Το θαύμα ήταν προφανές και το πλήρωμα παρατάχθηκε τιμητικά, κατά την αποβίβασή του, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του.

   Ένα χρόνο μετά την τοποθέτησή του στην Μητρόπολη Σμύρνης δολοφονείται ο μικρασιάτικης καταγωγής Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός από κομιτατζήδες. Στις  2 Οκτωβρίου του 1911 κατάχλομος και ταραγμένος ο Άγιος ανεβαίνει στο άμβωνα της Αγίας Φωτεινής και λέει, μεταξύ άλλων: «όταν Αρχιερείς καίγονται ως λαμπάδες ενώπιον της πατρίδας ο μαρτυρικός τους θάνατος γίνεται υπόθεση ζωής και δόξας αλλά και  θεμέλιο αγιοτέρου βίου. Το μνημόσυνό τους δεν εναρμονίζεται με δάκρυα και θλίψη, αλλά με υπερηφάνεια και αγαλλίαση». Και κλείνει λέγοντας: «Σε εμάς χαρίσθηκε όχι μόνο το να πιστεύουμε ορθώς στον Χριστό αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και ενδόξως θνήσκειν».

   Η προσφορά του ποιμενάρχη στην Μητρόπολη Σμύρνης ήταν διαρκής και πολυσχιδής, ενώ δινόταν απλόχερα προς όλους τους κατοίκους. Ενδιαφέρθηκε για το πανεπιστήμιο Σμύρνης,   υποστήριξε εγκάρδια τη λειτουργία της μουσικής σχολής  και έσωσε τον Πανιώνιο Γυμναστικό Σύλλογο που είχε περιέλθει σε δυσχερέστατη θέση. Το 1919 η συνθήκη των Σεβρών θα αλλάξει το καθεστώς της Σμύρνης και θα αρχίσει ο Γολγοθάς του Ιεράρχη που θα καταλήξει το 1922. Στο διάστημα αυτό θα  αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια και υψηλό αίσθημα ευθύνης  τον ύπατο αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη. Προ του τέλους του θα απευθύνει  έκκληση στον Ελευθέριο  Βενιζέλο για το ποίμνιο του, ενώ θα σημειώσει όταν το γράμμα θα διαβασθεί ίσως να βρίσκεται στο μαρτύριο του. Ακόμη και όταν θα του προσφερθεί βοήθεια στο Γαλλικό προξενείο για να αποχωρήσει σώος, θα κοιτάξει την εικόνα του μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου, πολιούχου της Σμύρνης, και θα πει: «έχω την αίσθηση για ανάλογο φρικτό μαρτύριο». Μετά   όταν θα κληθεί να  προσαχθεί στο Τούρκο Στρατιωτικό Διοικητή Νουρεντίν θα ανοίξει το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και θα διαβάσει το κεφάλαιο της προσαγωγής του Ιησού στον Πιλάτο. Το Ευαγγέλιο βρέθηκε ανοιχτό και στο περιθώριο μια ιδιόχειρη σημείωση του Χρυσοστόμου: «Συγχωρώ όλους και ζητώ  την συγχώρηση όλων», ενώ θα θυμηθεί τα λόγια , που σαν υπόσχεση είχε δώσει στον Πατριάρχη όταν τον μετέθεταν στη Δράμα: «Ζητώ σταυρόν, μεγάλον σταυρὸν επὶ του οποίου να δοκιμάσω την ευχαρίστησιν καθηλούμενος, και μη έχων έτερόν τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας πατρίδος να δώσω το αίμα μου». Μετά την προσαγωγή του παραδόθηκε στα πλήθη με τη γνωστή κατάληξη. Η εικόνα της κατακρεούργησης είναι τρομερή. Το παλαιό ημερολόγιο έγραφε  27 Αυγούστου του 1922, ημέρα Σάββατο. Πέθανε σαν αληθινός μάρτυρας. Το τελευταίο του βήμα σταθερό και τα μάτια του αστραφτερά, αγέρωχος με πίστη ακλόνητη. Ο Ιεράρχης που αντιμετώπισε τη ζωή ως ατέλειωτο αγώνα με τέρμα το μαρτύριο, τη θυσία.

   Με την μικρή παράθεση των γεγονότων αποτίουμε φόρο τιμής στον μέγιστο Ιεράρχη κλίνοντας ευλαβικά  το γόνυ. Στεκόμαστε και  αντικρίζουμε την προτομή του, κάθε φορά που προσερχόμαστε στον Ιερό Ναό της Αγίας  Παρασκευής, χάριν της πρωτοβουλίας του αειμνήστου Μικρασιάτη ενορίτη μας  Βασιλείου Τζαννή, διδασκόμενοι διαρκώς πως ο δρόμος του μαρτυρίου οδηγεί στην αιώνιο ζωή.

   Ο ποιητής νοσταλγεί και γράφει: «Υπάρχουν κάποια απόρθητα στη Μικρασία κάστρα, θεμέλιο τους τα Τάρταρα κι Ακρόπολη τους τα Άστρα, αυτά  δικά σου δε μπορείς εχτρέ τους να τα κάμεις, τα  υπερασπίζουν άτρωτες Ασώματες Δυνάμεις, κι απ’ τις επάλξεις τους φωνή κραυγάζει στεντορεία: Δικά σας αν τα χώματα, δική μας η Ιστορία».

   Σας ευχαριστώ πολύ.

 

(Σύντομη ομιλία επί τη μνήμη των αναιρεθέντων υπό των Τούρκων Μικρασιατών πατέρων και αδελφών κατά την καταστροφή του 1922, στις 22 Σεπτεμβρίου 2019).  

19 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΙΚΡΑΣΙΑ – Χώρα αγαπημένη κι αλησμόνητη

Εκατό χρόνια μνήμης (1922-2022)

(της πρεσβυτέρας Σοφίας Δορμπαράκη, φιλολόγου εκπαιδευτικού).  

 

«Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω μια βαθιά θλίψη, ένα πόνο στην καρδιά μου∙ είναι ο καϋμός για τη χαμένη μου πατρίδα, ο πόνος της Μικρασίας», ακούγαμε τέτοιες μέρες τη γιαγιά Σοφία να μονολογεί, τη Μικρασιάτισσα γιαγιά μας από το Κορδελιό της Σμύρνης, που έζησε την καταστροφή του 1922 μικρό παιδί 11 χρονών και ήρθε πρόσφυγας με την οικογένειά της στην Ελλάδα μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες της Ιωνίας.

Κι εμείς τα εγγόνια της ακούγαμε από το στόμα της όχι παραμύθια με δράκους και νεράιδες, αλλά για τα σκληρά γεγονότα της κατάρρευσης του μετώπου, όταν στις 27 Αυγούστου του 1922 μπήκε ο τουρκικός στρατός του Νουρεντίν πασά στη Σμύρνη κι έσφαξε αδιάκριτα τους Έλληνες, πυρπόλησε την ελληνική κι αρμένικη συνοικία και άρπαξε τις περιουσίες των Ρωμιών. Και οι Ρωμιοί για να σωθούν έπεφταν στη θάλασσα και πνιγόντουσαν κάτω από τα βλέμματα των πληρωμάτων των πλοίων των συμμάχων, που κοιτούσαν αμέτοχοι το μακελειό, ενώ μπορούσαν να συγκρατήσουν τη θηριωδία των Τούρκων.

Μας μιλούσε για το μαρτύριο του Δεσπότη, του Χρυσοστόμου, κι ο λόγος της αποκτούσε μια σοβαρότητα κι ένα μεγαλείο, γιατί ο Δεσπότης αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρόλες τις προτάσεις που του έκαναν οι ξένοι για να σωθεί και μαρτύρησε φρικτά στα χέρια του άτακτου τουρκικού όχλου. 

 

Πόσο τα τραγικά γεγονότα εκείνου του Σεπτέμβρη μπλέκονταν με τις όμορφες αναμνήσεις της από την ξακουσμένη πατρίδα της! Γιατί είχε όμορφη πατρίδα η γιαγιά. Με μεγάλη ιστορία, περίλαμπρο πολιτισμό, ένδοξο παρελθόν. Καμάρωνε για τη γενέτειρά της, το όμορφο προάστιο της Σμύρνης, το Κορδελιό, με τις επαύλεις και την όμορφη προκυμαία, αλλά τη γοήτευε η πρωτεύουσα, η κοσμοπολίτικη Σμύρνη της, το κόσμημα της Ανατολής, με τα θέατρα, τα πολλά μαγαζιά, τις τράπεζες, την προκυμαία, το Και, τις όμορφες συνοικίες, την Ευαγγελική Σχολή, τον ναό της Αγίας Φωτεινής με το ψηλό καμπαναριό, τα γραφικά προάστια, Καρατάσι, Καραντίνα, Γκιοζ-Τεπέ, Κοκάρ-Γυαλί, Κορδελιό.

Το πρόσωπό της φωτιζόταν, όταν μας περιέγραφε την υποδοχή του ελληνικού στρατούς στις 2 Μαΐου 1919 και την απελευθέρωση της πατρίδας της. Ζούσε σαν σε όνειρο, γιατί όνειρο αιώνων ήταν για τους Μικρασιάτες η επανάκτηση της Μικρασίας, αλλά το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Έγινε φρικτός εφιάλτης όταν η Γκιαούρ-Ισμίρ, η «άπιστη Σμύρνη» τυλίχτηκε στις φλόγες και μαζί μ’ αυτήν χάθηκαν όλες οι Ιωνικές πόλεις. Αλάτσατα, Βουρλά, Αϊδίνι, Τεσμές, Αϊβαλί, πόλεις μαρτυρικές που έγιναν τόποι αφάνταστων ωμοτήτων.

Οι διηγήσεις της γιαγιάς ήταν η πρώτη μας επαφή με τον κόσμο της Ιωνικής γης, ζύμωσαν τα παιδικά μας χρόνια με την ιστορία αυτής της μακρινής χαμένης πατρίδας και, όταν μεγαλώσαμε, μελετήσαμε και μάθαμε περισσότερα για τα γεγονότα και τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας.

«Κάθε Σεπτέμβρη νιώθω ένα πόνο στην καρδιά μου…». Ο πόνος της γιαγιάς έγινε και δικός μας πόνος, όταν διαπιστώσαμε ότι η τραγωδία αυτή παρασκευάστηκε από εμάς τους ίδιους τους Έλληνες και οργανώθηκε χωρίς ντροπή, δίχως ίχνος ανθρωπιάς από τους λεγόμενους τότε συμμάχους μας. 

 

Η  δ ι χ ό ν ο ι α  στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έφερε τον εθνικό διχασμό, χώρισε τους Έλληνες σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς και οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές, σ’ εποχή που έπρεπε όλοι οι Έλληνες να είναι ενωμένοι σαν μια γροθιά, για να πετύχουν τους δύσκολους στόχους της Μεγάλης Ιδέας.

Από την άλλη, οι τότε σύμμαχοί μας, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί, μετά την εκλογική ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920, γύρισαν την πλάτη στους πρώην συμμάχους Έλληνες, υποστήριξαν ένθερμα τον Κεμάλ και τον ενίσχυσαν στρατιωτικά, υπηρετώντας κυνικά τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή εις βάρος των Ελλήνων.

Όλα αυτά και άλλα πολλά οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή και στην πλήρη αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας με 700.000 νεκρούς στρατιώτες και αμάχους, χιλιάδες ομήρους, χιλιάδες αιχμαλώτους χωρίς γυρισμό, σφαγές, πυρπολήσεις και ξερίζωμα ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων από τις προαιώνιες ρίζες τους στη Μικρά Ασία, Καππαδοκία, Πόντο, Ανατολική Θράκη.

Στα μέρη που τραγουδήθηκαν για πρώτη φορά τα ομηρικά έπη, εκεί που οι πρώτοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να βρουν την αρχή των όντων, εκεί που πρωτογράφτηκε το Ευαγγέλιο στην ελληνική γλώσσα, εκεί που οι πατέρες της Εκκλησίας διατύπωσαν τα δόγματα της Ορθοδοξίας, εκεί που ξετυλίχτηκε το μεσαιωνικό έπος του Διγενή Ακρίτα, εκεί έπαψε να κτυπάει η ελληνική ψυχή. Η Ιωνία χάθηκε κάτω από τις φλόγες της Σμύρνης. 

 

Ο δρόμος της προσφυγιάς πικρός, με πολλές περιπέτειες, πολλές ταλαιπωρίες στην καινούργια πατρίδα μέχρι να βρουν οι πρόσφυγες μια μόνιμη στέγη. Οι πρόσφυγες που κατά χιλιάδες έφτασαν στην Ελλάδα, στεγάστηκαν στην αρχή κοπαδιαστά σε τσαντίρια, στους δρόμους, σε πλατείες, σε αποθήκες, σε σχολεία, σε εκκλησίες, ακόμα και μέσα στο κτίριο της Βουλής. Η Παλιά Ελλάδα των 5 εκατομμυρίων κατοίκων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο δύσκολο έργο της υποδοχής 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων. Κι όμως το θαύμα έγινε, πράγμα που θεωρείται το μεγαλύτερο επίτευγμα του νεώτερου ελληνισμού. Με τη βοήθεια της Πολιτείας, του Ερυθρού Σταυρού, των φιλανθρωπικών οργανώσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αφομοιώθηκαν και αποκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες στις καινούργιες τους πόλεις: Ν. Ιωνία, Ν. Σμύρνη, Ν. Ερυθραία, Ν. Αρτάκη, Ν. Φιλαδέλεια, Ν. Παλάτια… είναι οι γειτονιές-αγκαλιές που δέχτηκαν τα πληγωμένα παιδιά της Ανατολής. 

 

«Τα πουλιά που το 800 π.Χ. είχαν πετάξει προς την Ανατολή και είχαν δημιουργήσει το θαύμα της Ιωνίας γύρισαν πληγωμένα πίσω στη φωλιά τους». 

 

Αυτά τα πληγωμένα παιδιά-πουλιά, οι πρόσφυγες, που μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης τον Ιανουάριο του 1923 κατακλύσανε την Ελλάδα, μπολιάσανε με το καινούργιο αίμα που φέρανε, με τον πολιτισμό, τις γνώσεις και τα ταλέντα τους, τον ελληνικό κορμό και είναι οι δημιουργοί της νέας Ελλάδας.

Έκαναν τον πόνο τους δημιουργία, τον καϋμό τους τραγούδι και αναδείχτηκαν το εκλεκτότερο κομμάτι του νέου Ελληνισμού.

Ενίσχυσαν πληθυσμιακά τη Μητροπολιτική Ελλάδα που έφθινε, κυρίως τη Μακεδονία και τη Θράκη, δημιούργησαν επιχειρήσεις και ανέπτυξαν το εμπόριο, τη ναυτιλία και τη βιομηχανία. Διακρίθηκαν στα Γράμματα, στις Τέχνες, στις Επιστήμες, στη Μουσική, στην Αγιότητα, συντελώντας αποτελεσματικά στην ανόρθωση αυτού του τόπου (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική). 

 

Και σήμερα, 100 χρόνια από τη μεγάλη αυτή απώλεια των αλησμόνητων πατρίδων, κάθε ανάμνηση, κάθε σκέψη, κάθε αναφορά σε αυτές, μοιάζει με ένα κερί άσβεστης μνήμης στον ματωμένο βωμό της θυσίας αυτών που έμειναν εκεί φρουροί των αγιασμένων μαρτυρικών χωμάτων, και συνάμα είναι μια υπόσχεση ότι πάντα θα ζει μέσα μας, ακριβό τζιβαϊρικό το πνεύμα και η ψυχή της Ιωνίας. 

 

(Σύντομη ομιλία σε εκδήλωση μνήμης των αναιρεθέντων υπό των Τούρκων πατέρων και αδελφών κατά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, στην Ενορία της Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως, την Κυριακή (18-9-2022) μετά την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΡΟΦΙΜΟΣ, ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΔΟΡΥΜΕΔΩΝ

 

«Οι άγιοι τρεις αυτοί μάρτυρες έζησαν επί του Ρωμαίου αυτοκράτορος Πρόβου (278-282). Από αυτούς ο μεν Σαββάτιος βρέθηκε να παρίσταται κατηγορούμενος για τη χριστιανική του πίστη στην Αντιόχεια στον Βικάριο, οπότε αφού βασανίστηκε σκληρά και κλείστηκε στη φυλακή, μέσα στα βάσανα παρέδωσε το πνεύμα. Ο δε Τρόφιμος, αφού του έβαλαν σιδερένιες κρηπίδες σαν υποδήματα και τον εξόρισαν στην περιοχή των Συνάδων, βασανίστηκε εκεί σκληρά, μαζί με τον Δορυμέδοντα, ενώ στο τέλος τούς έκοψαν την κεφαλή».

 

Δεν είναι πολύ γνωστοί στο πλήρωμα της Εκκλησίας οι τρεις αυτοί άγιοι μάρτυρες, μολονότι με μεγάλη παρρησία και αυτοί ενώπιον του Κυρίου και Θεού μας. Κι αυτό γιατί εκείνο που καθόρισε τη ζωή τους, όπως συμβαίνει με όλους τους αγίους, μεγάλους θεωρουμένους ή μικρότερους, ήταν η θερμή σαν φωτιά αγάπη τους προς τον Θεό και η ολοκληρωτική στροφή τους  προς Εκείνον. «Φλέγονταν οι τρεις από αγάπη της σεβαστής Τριάδος», σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, όπως και ότι «καλλωπίζονταν με την ολοκληρωτική στροφή προς τον Θεό».  Γι’  αυτό και «μεγαλομάρτυρες» τελικώς χαρακτηρίζονται, ενώ τη ζωή και το μαρτύριό τους θαύμασαν ακόμη και οι άγιοι άγγελοι: «Των αγίων μαρτύρων τα έπαθλα, ουρανών αι Δυνάμεις εθαύμασαν». Στην πραγματικότητα, για μία ακόμη φορά οι μάρτυρες αυτοί γίνονται η αφορμή προκειμένου να δοξασθεί ο Κύριος, αφού το μαρτύριό τους υπήρξε συμμετοχή στο Πάθος του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στα ίχνη Εκείνου βρέθηκαν οι άγιοι και με τη δύναμη Εκείνου άντεξαν όλα τα βάσανά τους. «Ιχνηλατούντες,  Μάρτυρες, του Χριστού τα παθήματα…πειρασμούς ηνέγκατε, γενναίω φρονήματι» και «σταυρού τη ισχύι κρατυνόμενοι». Από την άλλη, συγκινείται κανείς και από την ταπείνωση των αγίων αυτών, όχι μόνον με την έννοια ότι η αρετή αυτή χαρακτήριζε την πνευματική ζωή τους, αλλά και με την έννοια της «υποβάθμισής» τους ως αγνώστων στη συνείδηση των πιστών. Ποιος άγιος είπε ότι οι άγνωστοι  άγιοι είναι και οι μεγαλύτεροι ενώπιόν Του;

Ας αφήσουμε όμως τις εκτιμήσεις αυτές περί μεγάλου και μικρού αγίου  που ανάγονται στις βουλές του Θεού και ας φέρουμε στην επιφάνεια μία πολύ όμορφη εικόνα του εκκλησιαστικού ποιητή περί του αγίου Τροφίμου, κάτι που ισχύει βεβαίως και για όλους τους αγίους: «(Μάρτυς) Τρόφιμε,…τοις αίμασί σου, βηματίζων την γην καθηγίασας, εμπεριπατείς δε, χαρμονικώς τω Παραδείσω, σωτηρίαν ημίν εξαιτούμενος». Δηλαδή, περπατούσες, μάρτυς Τρόφιμε, και με το αίμα του μαρτυρίου σου αγίασες τη γη που πατούσες, ενώ τώρα στους χαρμονικούς περιπάτους σου στον Παράδεισο, ζητάς από τον Κύριο τη σωτηρία για εμάς. Ο υμνογράφος με τη στερεωμένη στην πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας έμπνευσή του μάς ανοίγει τα μάτια και μας σεργιανίζει στο παρόν και στο παρελθόν του αγίου: ο άγιος χαίρει και αγάλλεται στο σεργιάνι του στον Παράδεισο, σεργιάνι μέσα στο φως και την αγάπη του Χριστού, που τον κάνει να μεσιτεύει διαρκώς για εμάς που ακόμη χειμαζόμαστε στον κόσμο τούτο. Αλλά για να φτάσει σ’  αυτήν τη μακαριότητα προηγήθηκε ο βηματισμός του στον κόσμο τούτο. Κι ο βηματισμός αυτός ήταν «μαρτύριον αίματος», και με τον πνευματικό αγώνα τηρήσεως των εντολών του Θεού και με τον αγώνα του σωματικού μαρτυρίου του. Ταυτοχρόνως όμως ο βηματισμός αυτός συνιστούσε και τον αγιασμό του κόσμου. Αυτή είναι η ευλογημένη παρουσία των αγίων: και όσο ζουν αγιάζουν τη γη που πατάνε, και μετά θάνατο μάς αγιάζουν με τις προσευχές τους.