18 Οκτωβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ


«Ο άγιος Λουκάς, ο μέγας Ευαγγελιστής, ήταν από τη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, ιατρός στο επάγγελμα και πολύ καλός γνώστης της ζωγραφικής επιστήμης. Ζούσε και εξασκούσε την ιατρική στις Θήβες της Βοιωτίας, επί της βασιλείας του Τίτου Κλαυδίου, οπότε  άκουσε τον απόστολο Παύλο να κηρύσσει και πίστεψε στον Ιησού Χριστό, φεύγοντας από την πλάνη των ειδώλων. Σταμάτησε τότε τη θεραπεία των σωμάτων, για να επιδοθεί στη θεραπεία των ψυχών. Συνέγραψε το Ευαγγέλιό του προς χάριν ενός Θεοφίλου ηγεμόνα, όπως το έμαθε από το δάσκαλό του απόστολο Παύλο. Έπειτα έγραψε και δεύτερο βιβλίο, τις Πράξεις των Αποστόλων, που το απηύθυνε και αυτό στον ίδιο Θεόφιλο. Όταν εγκατέλειψε τον Παύλο, γύρισε και δίδαξε σε όλη την Ελλάδα, οπότε, όπως λένε, σε ηλικία ογδόντα ετών, γύρισε στις Θήβες και αναπαύτηκε εν ειρήνη. Στον τόπο που αναπαύτηκε το σώμα του, ο Θεός θέλησε να δοξάσει τον δικό Του υπηρέτη και εργάτη, γι’ αυτό και «έβρεξε» πάνω στο μνήμα του, ιαματικά κολλύρια, σαν σύμβολο της επιστήμης του. Γι’  αυτόν τον λόγο ο τάφος του έγινε σε όλους ακόμη πιο γνωστός. Ο δε Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέσω του Αρτεμίου του μεγάλου δούκα της Αιγύπτου και μετέπειτα μάρτυρα, μετακομίζει από τις Θήβες το λείψανό του και το καταθέτει στον ναό των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την αγία Τράπεζα, μαζί με τα λείψανα των αγίων αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου. Λένε ότι ο άγιος Λουκάς πρώτος ζωγράφισε με την τέχνη του κηρού την εικόνα της Αγίας Θεοτόκου, που έφερε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όπως και δύο άλλες, κι ότι τις έφερε στη Μητέρα του Κυρίου, αν της αρέσουν. Και λένε ότι αυτή τις αποδέχτηκε και είπε το «Η χάρις του Υιού μου ας είναι μέσω εμού μαζί τους». Παρομοίως ζωγράφισε τις άγιες εικόνες και των αγίων αποστόλων και των κορυφαίων. Και από εκείνον λέγεται ότι ξεκίνησε σε όλη την οικουμένη αυτό το καλό και ευσεβές και τόσο τιμημένο έργο της εικονογραφίας».

(Σημείωση: υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών αν ο άγιος Λουκάς γνώρισε τον Κύριο Ιησού Χριστό στην εν σαρκί επιδημία Του στον κόσμο ή όχι. ´Αλλοι υποστηρίζουν ότι ο Λουκάς Τον γνώρισε, Τον υπηρέτησε, Τον είδε αναστημένο στο χωριό Εμμαούς, Τον είδε στην Ανάληψή Του, μετέσχε στο ´Αγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, και άλλοι δέχονται ότι γνώρισε τον Κύριο αφότου πίστεψε στο κήρυγμα του αποστόλου Παύλου αργότερα. Η διαφωνία αυτή καταγράφεται και στο παρόν κείμενο: το μεν συναξάρι ακολουθεί τους δεύτερους ιστορικούς (γνώρισε τον Κύριο από τον απόστολο Παύλο), η δε υμνολογία τους πρώτους. Εμείς ακολουθούμε τα πράγματα ως έχουν στο Μηναίο της Εκκλησίας, δηλαδή με την υπάρχουσα διαφωνία μεταξύ συναξαρίου και ύμνων).

Είναι φυσικό και ευνόητο ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επικεντρώνουν την προσοχή μας σ’ εκείνο το έργο του αγίου αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά, που έμεινε και μένει στους αιώνες. Δηλαδή αφενός στο άγιο ευαγγέλιό του και αφετέρου στις Πράξεις των Αποστόλων. Και τούτο διότι διέσωσε και αυτός, μαζί με τους άλλους τρεις ευαγγελιστές,  τη ζωή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κατεξοχήν το Πάθος και την Ανάστασή Του, μετά μάλιστα από έρευνα και διασταύρωση στοιχείων, όπως και τις Πράξεις των Αποστόλων, κυρίως δε του πρώτου και μεγάλου Διδασκάλου του, αποστόλου Παύλου. Ήταν τέτοια η σύνδεσή του με τον απόστολο Παύλο – «οπαδός γενόμενος του σκεύους της εκλογής Παύλου, αλλά και μιμητής» και «συνέκδημος»  σημειώνει ο υμνογράφος - ώστε το ευαγγέλιό του θεωρείται η διδασκαλία του αποστόλου περί του Ιησού Χριστού, κάτι που θέλει να το τονίσει ο υμνογράφος, όπως και ο συναξαριστής, με την υπερβολή ότι «υπαγόρευσε σ’ αυτόν το ευαγγέλιο ο απόστολος Παύλος».

Η υπερβολή φαίνεται από το γεγονός ότι αδιάκοπα ο εκκλησιαστικός ποιητής διατρανώνει την πεποίθησή του ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα καταύγασε τη διάνοιά του, για να γράψει τα θεόπνευστα κείμενά του, οπότε το στόμα του έγινε ένας κρατήρας της θεϊκής σοφίας: «Της ανωτάτω σοφίας το στόμα σου κρατήρα θείον σοφέ, πάντες επιστάμενοι».  «Μυσταγωγών σε Χριστός τα ουράνια και θεοπνεύστους γραφάς αμέσως διανοίγων σοι Απόστολε Λουκά». (Ο Χριστός σε μυούσε στα ουράνια μυστήρια και σου διάνοιγε τις θεόπνευστες γραφές, απόστολε Λουκά). «Η χάρις ευρούσα του Παρακλήτου σε σκήνωμα, εξεχύθη πλουσίως σοις χείλεσι» (Η χάρη του Παρακλήτου Πνεύματος αφού σε βρήκε σκήνωμά της, ξεχύθηκε πλούσια στα χείλη σου). Από την άποψη αυτή δεν διστάζει ο υμνογράφος να τον χαρακτηρίσει ως νέο Μωϋσή, που όπως εκείνος ανέβηκε στο όρος Χωρήβ για να πάρει τις θεόπνευστες πλάκες, έτσι κι αυτός «εις όρος των αρετών αναβάς τω ποθουμένω ωμίλει∙ και ως Μωυσής θεογράφους τας πλάκας εγγεγραμμένας δακτύλω του Πνεύματος εδέξω Μακάριε διττάς». Θεόπνευστα λοιπόν τα κείμενα του αγίου Λουκά, γραμμένα δηλαδή από τον δάκτυλο του ίδιου του Θεού.

Γι’  αυτόν τον λόγο βεβαίως οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν να τονίζουν την ανάγκη μελέτης των κειμένων αυτών,  προκειμένου ο άνθρωπος να φωτιστεί και να πάρει τη χάρη του Θεού. «Θεογράφους ως πλάκας δεδεγμένοι τας σας βίβλους, πιστώς κατατρυφώμεν του φωτισμού της χάριτος, πανόλβιε». Χρειάζεται να επιμείνουμε στον παραπάνω ύμνο: η μελέτη των βιβλίων του αγίου Λουκά, σαν να είναι θεόγραφες πλάκες, αποτελεί κατατρύφηση του ανθρώπου. Δηλαδή, αποτελεί απόλαυσή του και μάλιστα μεγάλη. Όπως συμβαίνει σ’ έναν γαστρίμαργο και λαίμαργο άνθρωπο, να απολαμβάνει ένα πλουσιότατο γεύμα, το ίδιο και περισσότερο σ’ εκείνον που θα εγκύψει στον άγιο Λουκά: απολαμβάνει τη μελέτη, γιατί ακριβώς έρχεται σε επαφή με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με τις θεόγραφες πλάκες. Σημειώνει και κάτι ακόμη ο υμνογράφος. Η μελέτη αυτή γίνεται «πιστώς». Δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον λόγο του Θεού χωρίς να έχει πίστη σ’  Εκείνον. Χωρίς πίστη η χάρη των λόγων του γίνεται φωτιά που τον κατακαίει, γιατί βρίσκεται στο σκοτάδι της απιστίας, και οσμή θανάτου, γιατί δεν αγάπησε τη ζωή του Θεού: «βολίς φλέγουσα τοις το σκότος ποθήσασι» και  «οσμή θανάτου τοις μη ζωήν αγαπήσασι». Ενώ από την άλλη, όταν η μελέτη γίνεται με πίστη, ο άνθρωπος φωτίζεται και οσμίζεται τη ζωή του Θεού: «γλώσσα πυρός εδείχθης λόγους εκπέμπων φωτός, τοις φωτός αξίοις τω κηρύγματι…και οσμή ζωής τοις ζωήν όντως θέλουσιν, ως Παύλος έφησεν».

Το συμπέρασμα είναι προφανές: για την Εκκλησία μας θεωρείται δεδομένη η μελέτη των θεοπνεύστων κειμένων του ευαγγελιστή Λουκά, για να είναι κάποιος Χριστιανός. Και μάλιστα κείμενα ενός ευαγγελιστή, που θεωρείται τελικώς ισοστάσιος των αποστόλων, αφού και εκείνος είδε τον Κύριο, στην πορεία προς Εμμαούς, παρακάθησε σε δείπνο μαζί Του και κοινώνησε από Εκείνον, πάλι στο χωριό Εμμαούς,  δέχτηκε τη φλόγα του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. «Των αποστόλων και συ ίσος γέγονας, υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον μετά την Ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας, και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες». Είθε να γεμίσει και τις δικές μας ψυχές ο άγιος Λουκάς από τη δική του θέρμη της αγάπης προς τον Χριστό. «Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον».

17 Οκτωβρίου 2022

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ: ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΟΛΩΝ!

«Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο. Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του. Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων» (όσιος Σωφρόνιος Έσσεξ).

Ο όσιος Σωφρόνιος μιλώντας κατά τα τέλη της ζωής του στους μοναχούς και τις μοναχές της ιεράς Μονής του, αλλά και στους προσκυνητές που παρευρίσκονταν, τους εφιστά την προσοχή για ό,τι θεωρεί ως απόλυτο για την πραγμάτωση της σωτηρίας τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Θεό. Με τα ίδια τα λόγια του: «Θα ήθελα, πριν από τον θάνατό μου, να σας αφήσω αυτά τα λόγια ως μαρτυρία, ως την έκφραση της αγάπης μου για όλους σας. Προσπαθήστε να τα βάλετε σε πράξη και θα δείτε ότι η ζωή σας θα αλλάξει ριζικά». Και τα λόγια αυτά, όπως και παρόμοια άλλα βεβαίως, συγκεφαλαιώνονται στο τι αποτελεί προτεραιότητα για τον χριστιανό, πολύ περισσότερο για έναν μοναχό, τον κατά τεκμήριο πιο αφοσιωμένο στον Κύριο και τον λόγο Του.

1. «Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο». Στον κόσμο ζούσε και ο άγιος Γέρων. Συνεπώς ήταν υποχρεωμένος, κι αυτός και οι μοναχοί του, να λειτουργούν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλει η ζωή αυτή – η επίγεια ζωή έχει κανόνες για να την αντιμετωπίσει κανείς: πρέπει να τραφεί, πρέπει να ενδυθεί, να έχει μία σκέπη πάνω από το κεφάλι του. Δεν εννοεί αυτό όμως ο Γέρων. Μπορεί να κινείται μέσα στον κόσμο κατ’ ανάγκη, όμως το ενδιαφέρον του, συνεπώς και η προσοχή του, δεν είναι στραμμένα προς αυτόν. Ο κόσμος δεν απορροφά τον νου του πιστού ανθρώπου. Γιατί; Διότι «ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, δυστυχώς ο κόσμος όλος αλλοιώθηκε από τη φυσιολογική εν Θεώ κατάστασή σου και η αμαρτία ως ανταρσία κατά του Θεού σφράγισε την πορεία του. Ο κόσμος πια νοείται αρνητικά, όχι διότι σταματά να είναι δημιουργία του Θεού – ο κόσμος πάντοτε ανήκει σ’ Εκείνον και διακρατείται από Εκείνον – αλλά διότι κυριαρχεί «τό φρόνημα τῆς σαρκός», ό,τι δηλαδή ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος περιγράφει «ὡς ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, ἀλαζονεία τοῦ βίου». Πρόκειται για την ίδια στάση ζωής που μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος, ο οποίος και αυτός χαρακτηρίζει τον κόσμο με την παραπάνω έννοια ως σκουπίδια και γι’ αυτό δεν μπορεί να δώσει την προσοχή του. «Ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω». Κι είναι ευνόητο ότι και οι απόστολοι και όλοι οι άγιοι, όπως εν προκειμένω ο άγιος Σωφρόνιος, ακολουθούν την εν Χριστώ αποκάλυψη για τις εκτιμήσεις τους. Ο ίδιος ο Κύριος σημείωνε την αντιθετική σχέση του κόσμου με τον Θεό. Δεν μπορεί κανείς να είναι στραμμένος προς τον κόσμο και να είναι ταυτοχρόνως σε σχέση με τον Θεό. «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Καί: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν».

Από την άποψη αυτή ο λόγος του αγίου Σωφρονίου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Γιατί εκφράζει τον αιώνιο λόγο του Θεού. Μπορεί ο κόσμος με τα πάθη και τις αμαρτίες του να επιζητεί την πρωτιά, τις ανέσεις του, την επιβολή επί των άλλων, την προβολή του, αλλά όλα αυτά έχουν διαγραφεί από τη συνείδηση του αγίου και των χριστιανών. Για τον χριστιανό ό,τι θεωρείται αξία ιδιαίτερη στον κόσμο χάνεται. Διότι το κέντρο βάρους και η προσοχή του βρίσκονται αλλού. Στον μόνο που έχει απόλυτη αξία, τον ίδιο τον Χριστό.

2. «Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του». Πράγματι, ο απόλυτος «μαγνήτης» για τον χριστιανό είναι το πανάχραντο πρόσωπο του Χριστού. Δεν αναφέρεται σε μία ιδέα ή σε μία απρόσωπη αρχή ο άγιος Γέροντας – τέτοιες ιδέες και αρχές, όσο κι αν φαίνονται καλές και σπουδαίες, τελικώς είναι υποταγμένες στον κόσμο τούτο κι εκφράζουν τον αυτονομημένο από τον Θεό νου του ανθρώπου. Αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού, τον Υιό και Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που «ἔκλινεν Οὐρανούς» - κατ’ εὐδοκίαν του Πατρός και με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος - και κατέβηκε στον κόσμο, γινόμενος άνθρωπος καθ’ όλα όμοιος με εμάς, «πλήν ἁμαρτίας». «Μέσα στον Χριστό έχουμε τον Θεό, τον Δημιουργό μας», λέει ο όσιος, όπως παρεμφερώς το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Ἐν Αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».

Το ερώτημα βεβαίως είναι: γιατί άλλοι δέχονται τον Χριστό και άλλοι Τον απορρίπτουν; Τι είναι εκείνο που κάνει έναν άνθρωπο να «διαβλέπει» ότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και να ελκύεται προς Αυτόν; Κι η απάντηση είναι δεδομένη από το Ευαγγέλιο: η καλή προαίρεση του ανθρώπου, που νιώθει την έλξη που ασκεί στην καρδιά του ο ίδιος ο Θεός Πατέρας για να τον τραβήξει προς τον Χριστό. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν», λέει ο Ίδιος ο Κύριος. Αν όμως δεν υπάρχει η καλή προαίρεση, αν δηλαδή η αμαρτία ως πονηρία έχει διαβρώσει την ψυχή του ανθρώπου, δυστυχώς η όποια έλξη του Θεού πέφτει στο κενό. Τα πάθη του ανθρώπου έχουν κυριαρχήσει στην υπαρξή του, κάνοντας τον άνθρωπο αυτόν να δουλεύει στον Πονηρό διάβολο.

Και βεβαίως η έλξη προς τον Χριστό σημαίνει την κίνηση και την πορεία προς Αυτόν.  Δεν είναι μόνο η στροφή της προσοχής του ανθρώπου προς τον Κύριο που φανερώνει τη χαρισματική κατάσταση της πίστεως∙ είναι στη συνέχεια η διαρκής κίνηση της ψυχής και του σώματος που κάνει τον άνθρωπο να σπεύδει προς συνάντηση με Εκείνον – η κατάθεση της δικής του βούλησης ως «συνέργεια» με τον Θεό. Και μάλιστα χωρίς διακοπές. Η όποια διακοπή, ως γνωστόν, της πορείας προς τον Χριστό συνιστά όχι μία ανάπαυλα, αλλά μία οπισθοχώρηση και μία κατακρύλα, όπως το έχει αποκαλύψει ο Κύριος: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Στην ουσία η κίνηση προς τον Χριστό πια για τον πιστό σημαίνει την αγάπη του προς Εκείνον ως ανταπόκριση προς τη δική Του αγάπη: «ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» - η αγάπη αποτελεί το ερμηνευτικό κλειδί της σχέσης του χριστιανού με τον Χριστό -, ενώ η αγάπη αυτή λαμβάνει συγκεκριμένο περιεχόμενο, γιατί ο Χριστός ζει και ενεργεί μέσα από τις άγιες εντολές Του.

Με άλλα λόγια ο χριστιανός στρέφεται προς τον Χριστό και κινείται προς Αυτόν, όταν εν χάριτι αγωνίζεται να βρίσκεται εκεί που είναι οι εντολές του Χριστού. Κατά τον λόγο του Ίδιου «όποιος έχει τις εντολές μου και τις εφαρμόζει, εκείνος είναι που με αγαπά. Κι όποιος με αγαπά θα αγαπηθεί από τον πατέρα μου και εγώ θα τον αγαπήσω και του φανερωθώ μέσα του». Στην πορεία αυτή του χριστιανού που καταγράφεται στον «χάρτη» της καρδιάς του και κινητοποιεί βεβαίως και το σώμα του, επισημαίνουμε και την «ταχύτητα» του χριστιανού. Άλλος κινείται με μικρή ταχύτητα, άλλος με μεγαλύτερη, άλλος ακόμη περισσότερο. Μιλάμε για τις διαβαθμίσεις της αγάπης (συνεπώς και της παρουσίας της χάρης του Θεού) που μας εξηγούν τα λόγια της αγίας Γραφής αλλά και τη ζωή των αγίων μας. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», διαβάζουμε αίφνης για πολλούς αγίους και αγίες της Εκκλησίας, όπως το λέει και ο απόστολος: «Δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». «Ἔδραμον», «τρέχομεν» - η πνευματική ζωή ως σχέση με το πρόσωπο του Χριστού δεν πάει «σέρνοντας»∙ διαποτίζεται από το στοιχείο της χαράς και του νεανικού σφρίγους, γιατί έχει την πνοή του αγίου Πνεύματος.   

3. «Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων». Ο όσιος Σωφρόνιος σημειώνει βεβαίως ό,τι αναφέραμε προηγουμένως: τον Χριστό Τον βλέπουμε και σχετιζόμαστε μαζί Του όταν Τον βιώνουμε. Δηλαδή όταν τηρούμε τις άγιες εντολές Του. Εκεί βρίσκεται το σημείο συντονισμού μας μαζί Του. Για να προχωρήσει όμως ο άγιος: ο Χριστός είναι «το μέτρο» των πάντων. Είναι το ίδιο που λέει ο απόστολος Παύλος και οι άλλοι απόστολοι: «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Για όποιον πίστεψε αληθινά, σαν τον άγιο Σωφρόνιο, το κριτήριο και το μέτρο όλων, θείων και ανθρωπίνων, είναι ο Χριστός. Δεν συνιστά ο Χριστός μία αξία ή κάτι σημαντικό στη ζωή. Είναι η αξία και είναι η ζωή. Βάσει Αυτού κρίνονται τα πάντα. Διότι, όπως είπαμε, «Αὐτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός», από τον Οποίο ήλθαμε στη ζωή, διακρατούμαστε στη ζωή, κατατείνουμε σ’ Αυτόν ως το τελικό μας όριο. Όπως το λέει και πάλι ο όσιος: Τον Χριστό «Τον ζούμε ως την ίδια τη ζωή μας και όχι ως κάποιο αντικείμενο που γνωρίζουμε από έξω. Αυτή ειναι η επωδός του ύμνου μου».

Οπότε, το «μέτρον χρημάτων πάντων ἄνθρωπος» του αρχαίου σοφιστή και δασκάλου Πρωταγόρα που έγινε κανόνας και της νεώτερης και μετανεώτερης εποχής ως να είναι ο άνθρωπος η απόλυτη αναφορά των πάντων, παύει χριστιανικά να ισχύει. Και πώς να ισχύει, όταν πάει να αντιπαραβληθεί ο άνθρωπος του κόσμου και της αμαρτίας με τον ενανθρωπήσαντα Θεό, ο Οποίος πέραν από τέλειος Θεός είναι και τέλειος άνθρωπος και ο Σταυρός Του είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης Του προς εμάς; Κι είναι τούτο μία αλήθεια που έχει επισημανθεί με πολύ έντονο τρόπο από πολλούς χριστιανούς συγγραφείς, κατεξοχήν δε από τον μεγάλο Σέρβο άγιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς, ο οποίος στα διάφορα συγγράμματά του έγραφε και κήρυττε ότι «μέτρον χρημάτων πάντων Θεάνθρωπος». Με τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, κρίνουμε τα πάντα, θρησκείες, φιλοσοφίες, ιδεολογίες, ανθρώπους. Το μοναδικό πρόσωπο «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς».    

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΩΣΗΕ


«Ο προφήτης Ωσηέ, του οποίου το όνομα σημαίνει «ο Θεός σώζει», ανήκει στους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έδρασε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα στο Βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που είχε πρωτεύουσα τη Σαμάρεια, και το οποίο καταλύθηκε οριστικά από τους Ασσυρίους το 722 π.Χ. Από το βιβλίο του φαίνεται ότι ο ίδιος δεν έζησε την καταστροφή, την οποία όμως προφήτευσε και περιέγραψε. Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του, γνωρίζουμε όμως καλά τη διδασκαλία του από το προφητικό του βιβλίο. Η προσωπική ιστορία του προφήτη, το γεγονός δηλαδή ότι παντρεύτηκε μία γυναίκα, ονόματι Γόμερ (με την οποία απέκτησε τρεις κόρες), η οποία απεδείχθη μεν μία άπιστη σύζυγος, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπά, μέχρις ότου την δέχτηκε πίσω στο σπίτι μετανοημένη, αποτελεί την προϋπόθεση κατανοήσεως του βιβλίου του. Διότι από τη σχέση του με τη σύζυγό του ο προφήτης κατανοεί και τη σχέση του Θεού-Γιαχβέ με τον λαό Του Ισραήλ. Ο Θεός αγαπά τον λαό αυτό, που αποδεικνύεται άπιστος, καθώς διαρκώς στρέφεται στα είδωλα. Όμως ο Θεός εξακολουθεί και αγαπά τον Ισραήλ, προσδοκώντας τη μετάνοιά του, και όταν αυτός πράγματι μετανοεί, Εκείνος αμέσως τον αποδέχεται, οπότε Θεός και λαός ζουν συμφιλιωμένοι».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μιλώντας για τον προφήτη Ωσηέ τονίζει πρώτα από όλα το προφητικό του χάρισμα, τον φωτισμό δηλαδή που είχε από τον Θεό, προκειμένου και να ελέγξει την αμαρτία των ανθρώπων της εποχής του και να περιγράψει τον ερχομό του Μεσσία, ο Οποίος θα έρθει στον κόσμο εκ Παρθένου, θα πάθει διά Σταυρού, αλλά και θα αναστηθεί. «Ως λίαν υπερθαύμαστος, Ωσηέ θεηγόρε, η εκ Θεού δοθείσα σοι πνευματέμφορος χάρις, δι’ ης προείπας, Προφήτα, εμφανώς του Σωτήρος την εκ Παρθένου σάρκωσιν, τον σταυρόν και τα πάθη, και την σεπτήν θείαν εξανάστασιν» (πόση πολύ υπερθαύμαστη, Ωσηέ θεηγόρε προφήτη, είναι η πνευματοφόρα χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, διά της οποίας προείπες φανερά τη σάρκωση εκ Παρθένου του Σωτήρα, τον Σταυρό και τά Πάθη Του, καθώς και τη σεπτή θείαν εξανάστασή Του). Προϋπόθεση βεβαίως του φωτισμού του από το Πνεύμα του Θεού είναι, κατά τον υμνογράφο, η καθαρότητα της ψυχής του. Το Πνεύμα του Θεού που χορηγεί το χάρισμα της προφητείας, ως όρασης του Θεού και των μελλόντων, δεν έρχεται τυχαία και απροϋπόθετα. Ο υμνογράφος κινείται στο μήκος κύματος του λόγου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». «Σου της ψυχής το οπτικόν εκκαθάρας μολυσμών, κατηξιώθης προοράν τηλαυγώς τα μέλλοντα και προλέγειν αψεύστως άριστα τα εκβησόμενα» (Αφού καθάρισες καλά από τους μολυσμούς της αμαρτίας την οπτική δύναμη της ψυχής σου, καταξιώθηκες να προβλέπεις καθαρά τα μέλλοντα και να προλέγεις χωρίς ψεύδος κατά τρόπο άριστο αυτά που θα γίνονταν στο μέλλον).

Ο ποιητής γνωρίζει καλά το βιβλίο του προφήτη, συνεπώς και την αγάπη του προς τη σύζυγό του ως τύπο της αγάπης και του Θεού προς τον λαό Του. Γι’  αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον προφήτη ως σύμβολο του ίδιου του Θεού. «Τη γνώμη πορνεύουσαν το πριν από σου, φιλάνθρωπε, φύσιν ημών μνηστευσάμενος, της βεβηλώσεως ελυτρώσω ταύτην, σεαυτώ καθ’  ένωσιν, συνάψας υπέρ νουν αδιάρρηκτον∙ και τούτου σύμβολον ο Προφήτης σου γενόμενος, τας πριν πόρνας σωφρόνως ηγάγετο» (Φιλάνθρωπε Κύριε, αφού μνηστεύθηκες την ανθρώπινη φύση μας, η οποία , προ του ερχομού Σου, πόρνευε κατά τη γνώμη μακριά από Σένα, την λύτρωσες από τη βεβήλωση, καθώς την ένωσες με τον εαυτό Σου με ένωση πραγματική, που ξεφεύγει την ανθρώπινη κατανόησή της. Της ενώσεως αυτής καθώς έγινε σύμβολο ο Προφήτης Σου, πήρε με σωφροσύνη στο σπίτι του τις πριν πόρνες). Η αγάπη αυτή του Θεού προβάλλεται επομένως με μία δραματική ένταση, σαν εκείνην που διαπιστώνει κανείς σε έναν ερωτευμένο σύζυγο. Πράγματι, έχει ειπωθεί ότι κανένα προφητικό βιβλίο δεν έχει το πάθος του Ωσηέ. Μόνον στον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, στο χώρο της Καινής Διαθήκης πια, τον Ευαγγελιστή της αγάπης, συναντάμε παρόμοια «παραφορά» αγάπης, του Θεού προς τον άνθρωπο, γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ονόμασαν τον προφήτη Ωσηέ «Ιωάννη της Παλαιάς Διαθήκης». Με τον Ωσηέ δηλαδή, σαν να πλέουμε σε καινοδιαθηκικά νερά. Όπως το λέει και η ακολουθία του προφήτη: «Συμπαθώς κινούμενος, εδίδαξας ημάς την του Θεού μακρόθυμον ευσπλαγχνίαν και χρηστότητα, δι’ ης φείδεται πάντων, προφήτα θεσπέσιε» (Ζώντας ο ίδιος με συμπάθεια και αγάπη, μας δίδαξες τη μακρόθυμη ευσπλαχνία και αγαπητική διάθεση του Θεού, με την οποία φροντίζει όλους, προφήτη θεσπέσιε). Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας χρησιμοποίησε, για να δηλώσει τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο, την πιο γνωστή και φημισμένη φράση της Παλαιάς Διαθήκης, την «υψηλότερη κορυφή» της, όπως έχει χαρακτηρισθεί, τη φράση του Ωσηέ «έλεος θέλω και ου θυσίαν, γνώσιν Θεού και ουχ ολοκαυτώματα». Αγάπη και γνώση Θεού θέλει από τον άνθρωπο ο Θεός και όχι τις οποιεσδήποτε θυσίες, αναίμακτες ή αιματηρές.

Αυτή η γνώση του Θεού, που κατανοείται όχι ως εγκεφαλική γνώση, αλλά ως αγάπη προς Εκείνον, όπως και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, είναι ακριβώς η πεμπτουσία του προφητικού μηνύματος του Ωσηέ. Χωρίς τη διπλή αυτή αγάπη, ο προφήτης βλέπει ότι ο άνθρωπος, οι κοινωνίες, τα έθνη καταστρέφονται. Επιτρέπει δηλαδή ο Θεός να εισέλθουν οι άνθρωποι σε ποικίλες δοκιμασίες, έως ότου μετανοήσουν. Κι αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία του ανθρώπου έρχεται μόνον από τον Θεό. Ό,τι κι αν κάνουμε οι άνθρωποι για να ισορροπήσουμε και να ευημερήσουμε στη ζωή μας, αν κινούμαστε έξω από τη σχέση με Εκείνον, τελικώς οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Αυτό ετόνιζε ο προφήτης, αυτό βεβαίως ισχύει και μέχρι σήμερα. «Λυτρούσθαι τον Ισραήλ ουκ εν πολέμω και τόξω και πανοπλία, αλλ’  εν Κυρίω Θεώ παντοκράτορι, προέφης, σάρκωσιν του Λόγου σημαίνων ημίν» (Προφήτεψες, (Ωσηέ), ότι ο Ισραήλ δεν θα λυτρωθεί με το να κάνει πόλεμο, με το να έχει τόξα και πανοπλία, αλλά όταν συνδεθεί με τον Κύριον, τον Παντοκράτορα Θεό, δηλώνοντάς μας έτσι τη σάρκωση του Λόγου του Θεού). Η σωτηρία του ανθρώπου, η σωτηρία της πατρίδας μας και του κόσμου, έρχεται όχι με την καταφυγή πρωτίστως σε  ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά με την καταφυγή μας στον Θεό, όταν αυτή βεβαίως γίνεται με γνήσια μετάνοια. Η σημαντικότερη και πιο καίρια αλήθεια, την οποία μάς θυμίζει ο προφήτης Ωσηέ, αλλά που δυστυχώς μάλλον ελάχιστοι ακούνε, πολύ δε λιγότεροι ζούνε.

15 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10) 

 ῾Η ἑορτή τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει καί τήν ἐπιλογή τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ἐπιλέχτηκε τό ἀνάγνωσμα στό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μεταξύ ἄλλων μιλάει γιά τήν στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων, δεδομένου ὅτι οἱ εἰκονομάχοι, ἐκεῖνοι πού ἐπισήμως ἀπό τίς ἀρχές τοῦ  8ο μ.Χ. αἰ. καί γιά πολλά χρόνια ἀργότερα πολέμησαν τίς εἰκόνες καί τίς θεώρησαν ὡς ἐκτός πίστεως, ἀποδείχτηκαν ἐν τέλει ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας, μέ τούς Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), αἱρετικοί. Κι αὐτό διότι οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἔδειξαν ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ ἄρνηση ἐξεικονισμοῦ τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί κατ᾽ ἐπέκταση τῶν ἁγίων - ὅ,τι πρέσβευαν οἱ εἰκονομάχοι -  σημαίνει στό βάθος εἴτε ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἔκπτωση στόν μονοφυσιτισμό, εἴτε διαγραφή τῆς θεϊκῆς φύσης Του, συνεπῶς ἔκπτωση στόν νεστοριασμό. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο πάντως  γιά χριστολογική αἵρεση, ἡ ὁποία διέστρεφε τήν πίστη καί γι᾽ αὐτό ἔπρεπε νά καταπολεμηθεῖ. ῾Η ᾽Εκκλησία μας λοιπόν ἐξ ἀφορμῆς τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί τῶν αἱρετικῶν τῆς κάθε ἐποχῆς μέχρι σήμερα, ὑπενθυμίζει τήν ὀρθή στάση ἔναντι αὐτῶν: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ».

 1. Ποιός θεωρεῖται αἱρετικός ὅμως γιά τήν ᾽Εκκλησία;

 (1) Αὐτός πού, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλοιώνει τήν ὀρθή πίστη της, τήν πίστη δηλαδή πού ἔφερε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, καί γι᾽ αὐτό προσφέρει ἕναν Χριστό ὄχι ἀληθινό, ὄχι τήν εἰκόνα πού ᾽Εκεῖνος ἀποκάλυψε, ἀλλά ἕνα κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ἕνα εἴδωλο πού ἁπλῶς τό ντύνει μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπό τό ρῆμα αἱροῦμαι πού σημαίνει προτιμῶ, ἐκλέγω. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ αἱρετικός κάνει ἐπιλογή: ἀπό τό ὅλο τῆς ἀλήθειας ἐπιλέγει ἕνα κομμάτι της, τό ὁποῖο κομμάτι τό ἀπολυτοποιεῖ θεωρώντας το ὡς τό ὅλο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι τελικῶς τήν ἀλήθεια τήν διαστρεβλώνει. Γιά παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Χριστός μας εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικός μπορεῖ νά τόν παρουσιάζει μόνον Θεό ἤ μόνον ἄνθρωπο. Τί ἀποτελεῖ κριτήριο συνεπῶς γιά ἕναν αἱρετικό; ῎Οχι ἀσφαλῶς ἡ πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά ἡ κρίση ἡ δική του. Τήν δική του λογική ἔχει ὡς βάση ὁ αἱρετικός, αὐτήν πρωτίστως ἐμπιστεύεται καί μέ βάση αὐτήν κρίνει καί τήν ἴδια τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τό βάθος πάντοτε μίας αἵρεσης εἶναι ἕνας ἀπύθμενος ἐγωισμός: ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὡς μέλος ὑπέρκειται τοῦ σώματος καί πρέπει ὅλοι νά ὑποταχθοῦν σέ αὐτόν. Κατά συνέπεια δέν παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπό τήν αἵρεση.

(2) ᾽Αλλά αἱρετικός γιά τήν ᾽Εκκλησία μας εἶναι καί κάποιος ἄλλος. ᾽Εκεῖνος πού ὄχι μόνον ἀλλοιώνει τό δόγμα καί τήν πίστη της, ἀλλά καί τό ἦθος τῆς ζωῆς της. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἐκεῖνος πού μένει μόνον στό ἐπίπεδο μίας θεωρητικῆς ἀποδοχῆς τῆς πίστεως χωρίς ἡ πίστη αὐτή νά ἐπηρεάζει τήν ζωή του, ὥστε νά ῾περιπατῇ ἐν Χριστῷ᾽, κι αὐτός ἐξίσου εἶναι αἱρετικός. Ποτέ ἡ χριστιανική μας πίστη δέν διαχώρισε τήν πίστη ἀπό τήν ζωή. ᾽Αντιθέτως: ὅπου ἔβλεπε μία πίστη πού δέν ἐνεργοποιεῖτο ὡς ζωή τήν χαρακτήριζε ῾δαιμονική᾽. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽. ῞Οπως θά τό πεῖ καί ὁ ἀπόστολος: ῾Δεῖξον μοι τήν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων σου. ῾Η πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽. Καί ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. ῎Αλλωστε εἶναι γνωστό ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας ὅτι μία ὀρθή πίστη πού δέν ἐμψυχώνεται ἀπό τή ζωή ἔχει μικρή διάρκεια ζωῆς. Μέ ἄλλα λόγια τήν προτεραιότητα στήν πίστη ἔχει ἡ ἴδια ἡ ζωή, συνεπῶς ὁ θεωρητικά πιστός σύντομα θά παύσει νά εἶναι πιστός, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἀγωνιζόμενος στήν πράξη, ἔστω καί μέ κάποια ἀπόκλιση πίστεως - ὄχι ἐννοεῖται ἐνσυνείδητη, γιατί ἔτσι μιλᾶμε γιά αἱρετικό – σύντομα θά δεῖ τήν καθοδήγησή του ἀπό τόν Θεό, γιά νά βρεῖ τήν ὁλοκληρία τῆς ὀρθῆς πίστεως.

2. Ποιά ἡ στάση μας λοιπόν ἀπέναντι στόν αἱρετικό; Μέ διάθεση νουθεσίας, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος. ῾Μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν᾽. Δέν πρέπει δηλαδή νά ἀδιαφορήσουμε ἀπέναντι σέ ἕναν πλανεμένο συνάνθρωπό μας, σέ ἕνα μέλος τοῦ ἰδίου σώματος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, κινούμενοι ἀπό σπλάχνα οἰκτιρμῶν καί ἀγάπης, νά τόν βοηθήσουμε. Νά τοῦ ἐπισημάνουμε τήν ἀπόκλιση τῆς πίστεως καί ἴσως τῆς ζωῆς του. Καί μάλιστα ὄχι μόνον μία φορά, ἀλλά καί δεύτερη. Τυχόν ἀδιαφορία θά σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης ἐκ μέρους μας καί ἀπομειωμένη χριστιανική πίστη, ἀφοῦ θά φανερώνουμε ὅτι δέν τόν βλέπουμε ὡς συνδεδεμένο ὀργανικά καί μέ ἐμᾶς. Πῶς τό ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος; ῾Νά τοῦ βάζουμε τήν καλή ἀνησυχία᾽.

Τί προϋποθέτει ὅμως μία τέτοια στάση; Πρῶτον, ὅτι ἐμεῖς ὑγιαίνουμε στήν πίστη. Γνωρίζουμε δηλαδή ἐπακριβῶς τήν διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, γνωρίζουμε τά ἱερά της κείμενα, βρισκόμαστε μέσα στό ποτάμι τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Καί δεύτερον, ὅτι ὑγιαίνουμε καί στή ζωή μας ἀπό πλευρᾶς ἤθους. Ζοῦμε δηλαδή, ὅσο εἶνα δυνατόν, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας, κατεξοχήν δέ τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ὅποια νουθεσία μας θά γίνεται μέ ταπείνωση καί μέ σεβασμό στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Διδαχθήκαμε ἄλλωστε ἀπό τούς Πατέρες μας νά μισοῦμε τήν πλάνη καί τήν αἵρεση κι ὄχι τόν αἱρετικό, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽. ῎Αν δέν στεκόμαστε ἔτσι, ἄν ἡ νουθεσία μας παίρνει τήν μορφή τῆς καταγγελίας μέ ῾τεντωμένο δάκτυλο᾽, τότε σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στήν αἵρεση τῆς ζωῆς, λόγω τοῦ ὑπάρχοντος ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας μας, πού μᾶς κινεῖ σέ δασκαλίστικο τρόπο ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας. Τό ἀποτέλεσμα βεβαίως στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἀφενός ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά γινόμαστε θεομάχοι, ἀφετέρου οἱ δεχόμενοι τήν ἐπίπληξή μας νά ὁδηγοῦνται σέ μεγαλύτερη ἀντίδραση.

3. ῾Η παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν ἴδιο λόγο τοῦ ἀποστόλου. ῾Μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ᾽ λέει.  ῾Η διάθεσή μας δηλαδή νά βοηθήσουμε τόν ἄλλον μέ τόν λόγο μας πρέπει  νά ἔχει ὅρια. Τό εἴπαμε μία φορά, τό εἴπαμε δεύτερη, ἔπειτα σταματᾶμε. ῎Αν ἐπιμείνουμε, ἄν θελήσουμε ἀδιάκοπα νά τοῦ ὑπενθυμίζουμε τήν ἀπόκλισή του, τότε τοῦτο θά σημαίνει τήν δική μας ἀπόκλιση: θά μᾶς κινεῖ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δικός μας ἐγωϊσμός, ὁ ὁποῖος προφανῶς δέν θά ἀνέχεται τήν διαφορετική ἐπιλογή τοῦ ἄλλου. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἡ ἐπιμονή στήν αἵρεση, παρ᾽ ὅλη τήν νουθεσία,  φανερώνει ὅτι ὁ αἱρετικός ἔχει ἀποφασίσει τόν χαμό του. ῾᾽Εξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος᾽. Καί πρέπει κι αὐτό ἀκόμα νά τό σεβαστοῦμε. Σάν τόν Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος σεβάστηκε τήν ἀπόφαση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ του νά φύγει ἀπό κοντά του, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτή ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀπώλειά του. Σάν τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ῾Οποῖος ποτέ δέν ἐκβίαζε τούς ἄλλους νά Τόν ἀκολουθήσουν ἤ νά Τόν ἀποδεχθοῦν.

4. Προσοχή ὅμως! ῾Η σιωπή μας μετά τό ἐνεργό ἐνδιαφέρον μας, ἡ ὑποχώρησή μας μπροστά στήν ἐπιμονή τῆς αἵρεσης δέν θά σημαίνει καί ἀδιαφορία καί ἐχθρότητά μας. Ποτέ ὁ χριστιανός δέν παραιτεῖται ἀπό τήν ἀγάπη, διότι ἔτσι εἶναι σάν νά παραιτεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Σταματᾶμε νά μιλᾶμε καί νά νουθετοῦμε, γιατί μέ ἀγάπη παραδίδουμε τόν αἱρετικό ἀποκλειστικά στόν Θεό, ἐλπίζοντας πιά στή δύναμη ἐλέους ᾽Εκείνου. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη μας ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταται, παίρνοντας ὅμως τήν μορφή τῆς ἔμπονης προσευχῆς καί τῆς μεγαλύτερης ἄσκησης πού κάνουμε, πρός χάρη πιά καί τοῦ αἱρετικοῦ.

 Καί σήμερα, δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν καί ὑπάρχουν αἱρετικοί. Πέραν τῶν γνωστῶν, ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού παρασύρονται καθημερινῶς, γιατί ἴσως δέν βλέπουν καί τήν ὀρθή μαρτυρία πίστεως καί ἀπό πλευρᾶς δικῆς μας. Τό ζητούμενο παρ᾽ ὅλα αὐτά εἶναι ἐμεῖς νά μή σταματήσουμε τήν βίωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδή νά μή σταματήσουμε τήν ὀρθή ἐκκλησιαστική ζωή μας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ νουθεσία πίστεως πρέπει νά στρέφεται πρωτίστως πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ῎Αν ἐμεῖς ὑπερβαίνουμε τήν αἵρεση τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, τότε ἴσως ὑπάρξει ἐλπίδα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ὄντως αἱρετικοί πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας. Γιατί θά τούς κινητοποιεῖ ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

«Η αγία και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (787 μ.Χ.), για δεύτερη φορά (η πρώτη έγινε το 325 μ.Χ. όταν συνήλθαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου), επί Κωνσταντίνου βασιλέως και της μητέρας του Ειρήνης, και επί Αδριανού πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανού Αλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Αντιοχείας και Ηλία Ιεροσολύμων. Οι πατέρες που συναθροίστηκαν τότε ήταν τριακόσιοι εξήντα πέντε. Αυτοί όλοι συνήλθαν  κατά των εικονομάχων και αναθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεση, όπως και τους αρχηγούς των αιρέσεων, έπειτα και όλους τους εικονομάχους. Εγγράφως εξέθεσαν και κατέγραψαν ότι όποιος δεν προσκυνά τις άγιες εικόνες είναι ξένος προς την πίστη των ορθοδόξων, ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει προς το πρωτότυπο και ότι αυτός που προσκυνά και τιμά την εικόνα προσκυνά σ’ αυτήν, την υπόσταση του εικονιζομένου. Κι αφού διέταξαν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και ισχυροποίησαν την ορθόδοξη πίστη, ο καθένας απήλθε στη δική του επισκοπή».

 

Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το ανώτερο και σπουδαιότερο όργανο που διαθέτει η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να εκφράζει και να διατυπώνει  την πίστη και τη ζωή της, να καταδικάζει κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης και της ζωής αυτής, δηλαδή την αίρεση, όπως βεβαίως και να καθορίζει τα πρακτικά πλαίσια πορείας της. Η έκφραση της πίστεως, όταν βεβαίως δίνεται η αφορμή με την εμφάνιση μίας αίρεσης, οπότε τότε διακυβεύεται η πίστη – κάτι που αποκαλύπτει ότι η οικουμενική σύνοδος, μολονότι θεσμικά κατοχυρωμένη,  συνιστά έκτακτο και χαρισματικό γεγονός –  γίνεται με τους όρους ή τα δόγματα, ενώ  ο καθορισμός των πρακτικών πλαισίων ζωής γίνεται με τους κανόνες. Με απλά λόγια μία οικουμενική  σύνοδος συνιστά το στόμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις της είναι απολύτως υποχρεωτικές για κάθε μέλος αυτής, που σημαίνει ότι με την υπακοή του μέλους  διακρατείται ζωντανή η κοινωνία του με την Εκκλησία, άρα περαιτέρω διακρατείται ζωντανή η κοινωνία με τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους Του. Διότι βεβαίως ο αγώνας των Πατέρων που συγκροτούν την οικουμενική σύνοδο είναι πώς να παρουσιάσουν ό,τι η Εκκλησία ζει: τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Εκεί μάλιστα που ο πιστός λαός, κληρικοί και λαϊκοί, διαγιγνώσκει ότι η Σύνοδος δεν εξέφρασε ό,τι οι απόστολοι κήρυξαν, εκεί διαμαρτύρεται και αρνείται την υπακοή, και με την έννοια αυτή ο πιστός λαός θεωρείται τελικώς ως ο φύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Ο υμνογράφος  καταγράφει την παραπάνω αλήθεια και για τους Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ο αγώνας τους ήταν πώς να μείνουν στην ακρίβεια της παράδοσης των Αποστόλων και των προ αυτών Πατέρων. Και γι’  αυτό, το πρώτο που έκαναν στη σύνοδο ήταν να καταδικάσουν πρώτα και αυτοί τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους άλλους προγενέστερους αιρεσιάρχες. «Της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον συνοδικώς κατεβάλετε. Μεθ’  όν και Μακεδόνιον Πνευματομάχον απελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Ευτυχέα και Διόσκορον, Σαβέλλιόν τε και Σεβήρον, τον Ακέφαλον». Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο από το γεγονός ότι ορισμένοι ύμνοι είναι ακριβείς επαναλήψεις της ακολουθίας των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου! Νομίζει κανείς σε πρώτο άκουσμα ότι έγινε κάποιο λάθος: «Όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, το ουράνιον και σεπτόν Σύμβολον οι σεπτοί Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι όμως! Είναι τέτοια η πεποίθηση ότι οι της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στην ίδια πορεία με τους της Α΄ Συνόδου, ώστε σαν να «σβήνεται» το παρόν και να ακούγεται το παρελθόν ως παρόν. Η ταυτότητα της πίστεως όλων των Πατέρων στο απόγειό τους.

Ποια η αίρεση την οποία κατεδίκασε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος και η οποία συνόψιζε τις προγενέστερες αιρέσεις; Η εικονομαχία, η εναντίωση στις εικόνες, η άρνηση δηλαδή της δυνατότητας εξεικονισμού του Χριστού. Διότι η άρνηση αυτή σήμαινε ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, φάνηκε ως άνθρωπος, συνεπώς η εικονομαχία συνέχιζε και διαιώνιζε με άλλον τρόπο τον μονοφυσιτισμό, ή από άλλη όψη τον νεστοριανιασμό. Στο βάθος της δηλαδή η εικονομαχία συνιστούσε χριστολογική αίρεση. Έτσι ενώ φαινόταν «λογική» η πολεμική κατά των εικόνων: να μην ξεπέσουμε σε ειδωλολατρία, στην ουσία ήταν άρνηση του Χριστού, που σημαίνει ότι η αποδοχή των εικόνων του Χριστού αποτελούσε το πιο κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στην ενανθρώπησή Του. «Διά τούτο την αληθινήν πίστιν κρατούσα η Εκκλησία, ασπάζεται την εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως». Και βεβαίως εννοείται ότι ο εξεικονισμός του Χριστού αναφερόταν στο περιγραπτό της ανθρώπινης φύσεώς Του και όχι της θεϊκής. Το θείο πράγματι δεν εξεικονίζεται, γι’  αυτό και όποια προσπάθεια ζωγραφικής αποδόσεως της αγίας Τριάδος δεν βρίσκεται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η αγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε και τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποία χρησιμοποίησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος των εικόνων, ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», για να τονίσει δηλαδή ότι δεν τιμάται το ξύλο ή το χρώμα της εικόνας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Κι εννοείται τέλος ότι οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων γίνονταν αποδεκτές, διότι οι άγιοι είναι οι κατεξοχήν φίλοι του Χριστού, συνεπώς τιμώντας αυτούς τον Χριστό τελικώς τιμάμε.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)



ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 5-15)

 

 «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν  τα πετεινά του ουρανού. Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας». «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δεν φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ 

(Τίτ. 3, 8-15)

 

«Πιστός ὁ λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῶ Θεῶ. Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις˙ μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο˙ εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι. Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος. Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἤ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν˙ ἐκεῖ γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τόν νομικόν καί Ἀπολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδέν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δέ καί οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τάς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μή ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί κι αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω τον χειμώνα. Τον Ζηνά τον νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν».