15 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

«Ο άγιος Ελευθέριος ήταν από την πόλη της Ρώμης, πολύ νέος στην ηλικία, ορφανός από πατέρα, που είχε μόνη τη μητέρα του, στο όνομα Ανθία, η οποία είχε κατηχηθεί στην πίστη του Χριστού από τον άγιο απόστολο Παύλο. Οδηγήθηκε από αυτήν στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών. Κατά το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του χειροτονείται διάκονος, κατά το δέκατο όγδοο πρεσβύτερος, στο δε εικοστό προχειρίζεται επίσκοπος του Ιλλυρικού, ενώ προηγουμένως είχε κάνει πολλά θαύματα λόγω της μεγάλης αρετής του. Επειδή όμως, με τη διδασκαλία του, μετέστρεφε πολλούς προς την πίστη του Χριστού, ο βασιλιάς Αδριανός στέλνει και τον καλεί. Κι όταν εκείνος διακήρυξε  ενώπιόν του ότι ο Χριστός είναι Θεός των όλων, δίνει προσταγή να τον βάλουν σε χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν από κάτω σωρό φωτιάς. Έπειτα να τον βάλουν σε σχάρα που είχε εκκαυθεί πάρα πολύ, και πάλι σε πυρωμένο τηγάνι, γεμάτο από λάδι και στέαρ και πίσσα. Με τη χάρη όμως και τη δύναμη του Χριστού φυλάσσεται από όλα αβλαβής. Έπειτα κατασκευάζεται κλίβανος, με τη συμβουλή του επάρχου Κορέμμονος, έχοντας από τη μία και την άλλη πλευρά μυτερούς οβελίσκους. Στον κλίβανο αυτόν εισέρχεται πρώτος ο ίδιος ο Κορέμμων, αφού γέμισε από άγιο Πνεύμα και ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός. Από αυτόν εξήλθε αβλαβής και του έκοψαν το κεφάλι. Ο άγιος Ελευθέριος ρίχτηκε στο τηγάνι, αλλά βγήκε σώος, γιατί σβήστηκε η φλόγα. Έπειτα φρουρείται και δένεται σε άρμα, που το τραβούσαν άγρια άλογα. Λύθηκε όμως από αγγέλους, που τον οδήγησαν σε όρος υψηλό, όπου έζησε μαζί με τα άγρια ζώα, τα οποία εξημερώνονταν, καθώς ο άγιος τους έλεγε λόγια του Θεού. Αργότερα νουθέτησε τους στρατιώτες που έστειλαν να τον συλλάβουν και τους βάπτισε μαζί με άλλους, περίπου πεντακόσιους, που πίστεψαν στον Χριστό. Οδηγήθηκε κάποια στιγμή προς τον βασιλέα και ρίχτηκε στα θηρία να τον φάνε, αλλά διαφυλάχθηκε σώος, οπότε φονεύεται από δύο στρατιώτες που επέπεσαν πάνω του, με προσταγή του ηγεμόνα. Η δε μητέρα του Ανθία, αφού αγκάλιασε το νεκρό σώμα του αγίου και το ασπαζόταν, φονεύεται και αυτή με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του, πλησίον του Ξηρολόφου».

 Εν πρώτοις, πριν από οποιαδήποτε άλλη αναφορά, θα πρέπει να επισημάνουμε μία παραδοξότητα: την υπέρβαση οποιουδήποτε κανόνα της Εκκλησίας σχετικά με την είσοδό του αγίου Ελευθερίου και την εξέλιξή του στους βαθμούς της ιερωσύνης. Τι θέλουμε να πούμε; Ο άγιος Ελευθέριος κλήθηκε από την Εκκλησία να γίνει διάκονος σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, προήχθη σε επίσκοπο. Όταν κανείς γνωρίζει ότι οι ηλικίες που διαμορφώθηκαν, τα μετέπειτα βεβαίως χρόνια, για τους βαθμούς της ιερωσύνης είναι κατά πολύ μεγαλύτερες – η Εκκλησία μας καθόρισε ότι στα εικοσιπέντε του χρόνια κάποιος μπορεί να γίνει διάκονος για παράδειγμα – κοντοστέκεται, γιατί βλέπει ότι ενώπιον του αγίου Ελευθερίου η ίδια η Εκκλησία κινήθηκε με έναν εντελώς ελεύθερο τρόπο, δηλαδή με τον χαρισματικό τρόπο που καθορίζει το Πνεύμα του Θεού, που «πνει όπου θέλει», ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δέσμευση ηλικίας και φύσεως. Και το γεγονός τούτο συγκινεί ιδιαίτερα, διότι φανερώνει ότι η Εκκλησία μας δεν δεσμεύεται από κανέναν νόμο κανονιστικό, όταν βλέπει την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Για την Εκκλησία μας η σημαντικότερη κανονιστική αρχή είναι αυτή που εξήγγειλε ο ίδιος ο αρχηγός Της: «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον».

 Γιατί όμως; Τι ήταν εκείνο που έκανε την Εκκλησία την εποχή εκείνη, να θέσει «επί την λυχνίαν επισκοπής» ένα νεαρό παλληκάρι, έφηβο ακόμη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη και υπονοήθηκε και προηγουμένως: η πνευματεμφορία του αγίου Ελευθερίου. Ο άγιος Ελευθέριος, όπως σημειώνουν μάλιστα και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, «εκ θείου Πνεύματος λαβών της σοφίας τον πλούτον, μιμητής ανεδείχθη των Αποστόλων». Η αγιασμένη του ζωή, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι εκ βρέφους αποδείχθηκε «καθαρά μυροθήκη του Πνεύματος» υπήρξε η προϋπόθεση, προκειμένου να λάβει «την προσθήκην του Πνεύματος» διά της ιερωσύνης, την οποία, όπως είπαμε, κατέστεψε και με το στεφάνι του μαρτυρίου.

Πώς φανερωνόταν η παρουσία του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του; Μα, πρώτα από όλα, με εκείνο που ο ίδιος ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως καρπό του Πνεύματος: τις αρετές. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Ο άγιος Ελευθέριος ήταν πλήρης αρετών. «Των αρετών το τερπνόν καταγώγιον» τον ονομάζει ο υμνογράφος της Εκκλησίας. Κι έπειτα, με τα πάμπολλα θαύματα τα οποία επιτελούσε, και εξακολουθεί βεβαίως και επιτελεί. Θαύματα που αποδείκνυαν την παρρησία την οποία είχε και έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος ήθελε και θέλει να προσφέρει τη χάρη Του μέσω του ταπεινού αγίου Του. Κι εκεί που κατεξοχήν θεωρείται μέχρι σήμερα ο προστάτης και ο ευεργέτης, είναι στις επίτοκες γυναίκες, τις έγκυες, οι οποίες πάντοτε τον επικαλούνταν, προκειμένου να φτάσουν να «ελευθερωθούν» με τον καλύτερο τρόπο. Την παραπάνω αλήθεια επισημαίνει και ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας: «Φροντίζοντας, πάτερ, τις επίτοκες γυναίκες, δίνεις ελευθερία σ’ αυτές, που έρχονται προσκυνήτριες στον Ναό σου. Και έκανες καλοτάξιδους πάλι εκείνους που σε παρακάλεσαν θερμά, όπως και στους ασθενείς δίνεις την υγεία, λάμποντας έτσι με τα θαύματα».

Πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο αγιασμού ο άγιος Ελευθέριος, με αποτέλεσμα να χαριτωθεί τόσο πολύ από τον Θεό; Βεβαίως, με τη νόμιμη άσκησή του. Από μικρός, «εκ νεότητος» «ως ο Σαμουήλ», κατενόησε ότι εκείνο που εμποδίζει την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου είναι τα πάθη του. Γι’ αυτό και αποδύθηκε σε ασκητικούς αγώνες εξαλείψεως των παθών αυτών, καλύτερα: μεταστροφής τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή, σε αγάπη του Θεού και σε αγάπη του ανθρώπου.   Στον αγώνα αυτόν είχε συνεργό βεβαίως τον ίδιο τον Κύριο, αφού χωρίς Αυτόν «ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν», αλλά και ο ίδιος προσανατόλισε ολοκληρωτικά τον νου και την καρδιά του σ’  Εκείνον, έχοντας μάθει από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι μόνον όποιος έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της ύπαρξής του στον Θεό μπορεί και πράγματι να βρει τον Θεό και να Τον κάνει κάτοικο της ψυχής και του σώματός Του. Κατά τον υμνογράφο του, ο άγιος «προσήλωσε ολοκληρωτικά τον νου του στο ωραιότατο κάλλος του θείου εραστή, του Χριστού, και πληγώθηκε από τον γλυκό του έρωτα». Πράγματι: η ταλάντευση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, η «διψυχία» που λέει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, συνιστά ακαταστασία, που το μόνο που φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου είναι η ταραχή. Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο άγιος Ελευθέριος λοιπόν δεν «έπαιζε» με την πίστη του: αγάπησε με πάθος τον Κύριο, προσκολλήθηκε σ’  Αυτόν, γι’  αυτό και δέχτηκε τόσο πλούσια τη δύναμή Του, δύναμη τέτοια ώστε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να υπερβεί τα ανθρώπινα πάθη του. «Προσκολλήθηκες στον Θεό με καθαρότατο νου, ήδη από τη νεότητά σου, και απομάκρυνες την ψυχήν σου από το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα, οπότε και απέκτησες πλούσια την άφθονη χάρη των θαυμάτων».

 Δεν μπορούμε βεβαίως  να μην επισημάνουμε και τη βοήθεια που του παρέσχε ο πνευματικός του πατέρας, ο άγιος Ανίκητος, πάπας Ρώμης. Αν, είπαμε, έμαθε από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι σκοπός της ζωής είναι να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού και ότι αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση κατά των παθών, το έμαθε, γιατί ακριβώς καθοδηγήθηκε σωστά. Πέραν της βοήθειας σ’ αυτό από την ίδια τη μητέρα του – μαθήτρια του αποστόλου Παύλου – ο άγιος Ανίκητος ήταν εκείνος που τον μύησε στην πνευματική αυτή Παράδοση. Ο ίδιος υπήρξε φορέας αυτής, γι’  αυτό και είχε τη δυνατότητα να την μεταγγίσει στο νεαρό βλαστάρι της πίστεως, τον άγιο Ελευθέριο. Έτσι ο άγιός μας ευλογήθηκε από τον Θεό να μάθει την Παράδοση όχι από βιβλία και διαλέξεις, αλλά από ζωντανή πηγή, από τη συναναστροφή του με αγίους. Κατά τον συναξαριστή του, όπως είδαμε: «Οδηγήθηκε από τη μητέρα του στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών».

Ο άγιος Ελευθέριος προσανατολίζει και εμάς σήμερα στην ίδια με αυτόν ζωή, ζωή στην πραγματικότητα του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Και μας καλεί, δεόμενος υπέρ ημών, σε απελευθέρωση από τα πάθη μας. Όπως το θέτει και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυς Ελευθέριε, ελευθέρωσέ με τώρα, με τις ευφρόσυνες ικεσίες σου στον Κύριο, εμένα που είμαι δουλωμένος στη μαυρίλα των παθών». Είθε με τις πρεσβείες του αγίου να φτάσουμε κι εμείς σ’  αυτήν την απελευθέρωση, που μας καταξιώνει ως ανθρώπους και μας ανοίγει τη Βασιλεία του Θεού ήδη από τη ζωή αυτή.

14 Δεκεμβρίου 2022

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;

«Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί ἐπιθυμίας πολλάς ἀνοήτους καί βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τούς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν. Ρίζα γάρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπό τῆς πίστεως καί ἑαυτούς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς. Σύ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε» (Ἀπό τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας: Α΄ Τιμ. 6, 9-11).

(Ὅσοι θέλουν νά πλουτίσουν πέφτουν σέ πειρασμό, σέ παγίδα τοῦ διαβόλου καί σέ πολλές ἐπιθυμίες ἀνόητες καί βλαβερές, πού βυθίζουν τούς ἀνθρώπους στήν καταστροφή καί στόν χαμό. Γιατί ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Τό χρῆμα μερικοί τό ἐπιθύμησαν τόσο πολύ, ὥστε πλανήθηκαν κι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν πίστη καί πλήγωσαν τόν ἑαυτό τους μέ βάσανα πολλά. Ἐσύ ὅμως ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ὅλα αὐτά νά τ’ ἀποφεύγεις».

Διατεινόμαστε πολλοί ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ - ἡ ζωή μας τό ἐπιβεβαιώνει: πιστεύουμε στόν Χριστό, ἐκκλησιαζόμαστε καί κοινωνοῦμε ἴσως, κάνουμε τήν προσευχή μας ὅταν μποροῦμε, δίνουμε κάποιες ἐλεημοσύνες. Θεωροῦμε μᾶλλον ὅτι εἴμαστε στήν «πλευρά» τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καί Ἐκεῖνος μᾶς ὀφείλει τή σωτηρία μας, ὅταν μάλιστα ἔρχονται στιγμές πού Τόν «ὑπερασπιζόμαστε» ἀπέναντι στούς «κακούς» πού Τόν μάχονται. Μά ἔρχεται ὁ «ἐπικίνδυνος» λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν» πού πάει νά «καταρρίψει» τήν εἰκόνα πού ἔχουμε στό μυαλό μας γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας! «Είσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Δέν μπορεῖς νά ἐπιθυμεῖς τά πλούτη καί τόν θησαυρισμό σου στή ζωή αὐτή. Μόλις πᾶς νά τά ἐπιθυμήσεις ἔχεις ἀνοίξει τή θύρα γιά νά πέσεις σέ πειρασμό, σέ παγίδα πού σοῦ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Πονηρός διάβολος, σέ καταστάσεις πού θά σέ βυθίσουν στήν καταστροφή καί τό χαμό σου! Τό νά ἐπιθυμεῖς τά πλούτη σημαίνει ὅτι ξέφυγες ἀπό τόν ὀρθό δρόμο, τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, καί κινεῖσαι πιά στόν σκοτεινό δρόμο τῆς πλάνης. Δέν εἶσαι πιά κἄν πιστός καί αὐτοβασανίζεσαι πληγώνοντας τόν ἑαυτό σου. Κι αὐτό γιατί; Διότι ἀγάπησες τά χρήματα! Κι αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν πού ὑπάρχουν, ἡ πύλη τῆς κόλασης!»

Θέλει προσοχή! Δέν ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος σ’ αὐτούς πού ἤδη ἔχουν τά πλούτη – αὐτοί βρίσκονται στήν πιό ἐπικίνδυνη θέση, τήν πιό δυσκολεμένη! Γιατί εἶναι ὑποχρεωμένοι, ἄν θέλουν νά ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, νά κάνουν ὀρθή χρήση τοῦ πλούτου τους: νά βρίσκονται σέ ἐκείνη τήν ἑτοιμότητα ἀληθινῆς ἀγάπης ὥστε πρώτιστα νά καλύπτουν τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων συνανθρώπων τους πού ὑστεροῦν καί εἶναι πτωχοί καί ὕστερα καί τίς δικές τους πού πρέπει νά εἶναι λιτές καί περιορισμένες˙ «ἔχοντας τροφή καί σκεπάσματα ἄς ἀρκεστοῦμε σ’ αὐτά» (ἀπ. Παῦλος). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔκανε τήν ἀποτίμηση: «πόσο δύσκολα αὐτοί πού ἔχουν τά χρήματα θά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πιό εὔκολα θά περάσει ἕνα καραβόσχοινο ἀπό τήν τρύπα μίας βελόνας παρά ἕνας πλούσιος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ!»

Λοιπόν, δέν μιλάει ἐδῶ ὁ θεόπνευστος Παῦλος γιά τούς ἤδη πλουσίους. Κάνει λόγο γιά ὅσους εἶναι πτωχοί καί ἐπιθυμοῦν νά πλουτίσουν, «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν». Καί κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, «ἀκτινογραφώντας» τήν πνευματική τους κατάσταση. Πρόκειται γιά ἀνθρώπους πού ἡ ροπή τους αὐτή – καί τή ροπή αὐτή τήν ἔχουμε ὅλοι μας ὡς καρπό τῆς ἐνοικούσης ἐν ἡμῖν ἁμαρτίας - ἄν δέν προσεχτεῖ καί δέν ἐλεγχτεῖ θά ὁδηγήσει, ὅπως ἀναφέρει, στήν ὑποταγή μόνον στόν Πονηρό καί τά πάθη τους καί θά διαγράψει τόν Χριστό ἀπό τή ζωή τους. Τό ἔχει ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί τό ἐπιβεβαιώνει δυστυχῶς ἡ διαχρονική πραγματικότητα: «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».

Ὁ πειρασμός ὄντως εἶναι μεγάλος. Γιατί σέ κάθε ἐποχή τό χρῆμα εἶναι ἡ ἄμεση καί «χειροπιαστή» θεότητα – μέ τό χρῆμα ἀνοίγονται ὅλες οἱ θύρες, ἀκόμη κι ἐκεῖνες πού θεωροῦνται «ἑπτάκλειστες». Ὁ πλούσιος θεωρεῖται ὁ κυρίαρχος τοῦ κόσμου, ὁ πλοῦτος συνυπάρχει μέ τήν ἐξουσία, ὁ πλοῦτος σέ κάνει νά νιώθεις κι ἐσύ λίγο ἤ πολύ… θεός! Μά εἶναι ἡ μεγαλύτερη πλάνη καί ἡ ἀπόδειξη, μέ τήν ἐγωιστική χρήση του, τῆς ἴδιας τῆς ἀπιστίας. Πρόκειται γιά τήν ἀφροσύνη, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός στή γνωστή παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, δηλαδή πρόκειται γιά μία τελικῶς τρέλα πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν εἶναι ὁ ἑαυτός του καί νά κινεῖται σέ μία «φαντασιακή» πραγματικότητα. Γιατί ἡ ὄντως πραγματικότητα ἔρχεται ἀμείλικτη ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις καί σοῦ λέει: «Ἀνόητε καί τρελέ, αὐτήν τή νύχτα θά πεθάνεις! Κι ὅλα αὐτά πού ἔχεις τί θά γίνουν; Σοῦ ζητᾶνε οἱ δαίμονες τήν ψυχή σου!»

Γιά τόν πιστό ἡ πορεία εἶναι μονόδρομος: Δέν πρέπει νά ἀφεθεῖ σέ τέτοιον πειρασμό. «Σύ ἀνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἀπόφευγε ὅλα αὐτά!» Καί τί πρέπει νά κάνει; Νά στρέφεται ἀδιάκοπα πρός τόν Θεό, ἐκζητώντας μέ βιασμό τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς του τήν ἐφαρμογή τοῦ ἁγίου θελήματός Του. Ὅσο εἴμαστε μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου στό «κυνηγητό», πού θά πεῖ στήν ἀγάπη, τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, τήν πίστη καί τό ἄνοιγμα πρός τόν συνάνθρωπο, τόσο θά βλέπουμε ὅτι θά ἀνατέλλει καί ἡ συνοδευτική τῶν πάντων ἀγαθῶν ἀρετή, ἡ ἐγκράτεια. Γιατί ἡ ἐγκράτεια συνιστᾶ γενική ἀρχή πού ἀγκαλιάζει πρῶτα τήν ψυχή καί ἔπειτα τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Καί φανερώνει τήν ἐνυπάρχουσα καί ἐνεργοποιημένη ἀπό τήν καλή μας διάθεση χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ γάρ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν… ἐγκράτεια».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΘΥΡΣΟΣ, ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν επί της βασιλείας του Δεκίου, όταν ηγεμόνας ήταν ο Κουμβρίκιος, ο οποίος κίνησε διωγμό κατά των Χριστιανών στα μέρη της Νικομηδείας και της Νίκαιας και της Καισαρείας της Βιθυνίας. Ο άγιος Λεύκιος από μόνος του προσήλθε στον ηγεμόνα, ομολογώντας την πίστη του στον Χριστό και διακωμωδώντας τη ματαιότητα των ειδώλων. Κρεμάστηκε λοιπόν με την προσταγή του ηγεμόνα, καταξέστηκαν οι σάρκες του με φοβερό τρόπο, κι επειδή επέμενε με σταθερότητα στην ευσεβή πίστη των Χριστιανών, του κόψανε το κεφάλι. Έπειτα, καθώς πορεύτηκε ο ηγεμόνας  στον Ελλήσποντο, ο μέγας αθλητής Θύρσος τον συνάντησε, ανακηρύσσοντας με παρρησία ότι ο Χριστός είναι Θεός και ελέγχοντας τον τύραννο ότι απονέμει σεβασμό κατά παράλογο τρόπο σ’ αυτούς που δεν είναι θεοί. Γι’  αυτό γρονθοκοπείται, του σπάνε τα πλευρά, του δένουν και του συντρίβουν τα χέρια και τα πόδια, του τρυπάνε τα βλέφαρα των οφθαλμών και τους ίδιους του οφθαλμούς, του σπάνε με χάλκινους στρόβιλους τα πόδια και του χύνουν καυτό μολύβι στην πλάτη. Το μολύβι που χύθηκε μάλλον έβλαψε τους υπηρέτες παρά τον άγιο. Επειδή με τη χάρη του Χριστού διαφυλάχτηκε αβλαβής από όλα τα φοβερά που του έκαναν, τον έδεσαν με σιδερένια δεσμά. Καταστρέφει όμως με την προσευχή του όλα τα σεβάσματα των ειδώλων. Έπειτα τον έβαλαν  με το κεφάλι κάτω μέσα σε κάποιο αγγείο γεμάτο νερό, το οποίο όμως έσπασε αμέσως. Τον έριξαν στη συνέχεια από ένα ψηλό τοίχο, ενώ είχαν βάλει στο μέρος που θα έπεφτε, μυτερά καρφιά και σίδερα, αλλά και από αυτά με τη δύναμη του Χριστού διαφυλάχτηκε πάλι αβλαβής.

Αργότερα, αφού έφυγαν από τη ζωή αυτή με άσχημο τρόπο ο Κουμβρίκιος και ο Σιλβανός, ήλθε στην ηγεμονία ο Βάβδος. Αυτός βλέποντας τον άγιο να μένει σταθερός ακόμη στην πίστη του Χριστού, τον έβαλε μέσα σε σάκο και τον έριξε στη θάλασσα.  Έσπασε όμως ο σάκος με τη δύναμη αγγέλου και οδηγήθηκε ο άγιος στην ξηρά. Έπειτα τον κτύπησαν με σφοδρότητα, αλλά αυτός και πάλι με την προσευχή του έριξε κάτω τα ξόανα, ενώ όταν τον έβαλαν για να φαγωθεί από άγρια θηρία, αυτά δεν του έκαναν τίποτε. Και πάλι τον κτύπησαν τόσο πολύ, ώστε να κομματιαστούν οι σάρκες του και να πέφτουν στη γη. Τότε τράβηξε  στην πίστη του Χριστού και τον άγιο Καλλίνικο, που ήταν ιερέας των ειδώλων, γιατί σκέφτηκε αυτός ότι μεγαλύτερος από όλους είναι εκείνος ο Θεός, που με την επίκλησή Του πέφτουν τα είδωλα. Φτάνοντας ο άγιος Θύρσος στην Απολλωνία, τράνταξε τους ναούς των ματαίων θεών με την προσευχή και τα έριξε στη γη. Το ίδιο θαυματούργησε  και ο άγιος Καλλίνικος, ο οποίος αφού έριξε το είδωλο, δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Ο δε άγιος Θύρσος, αφού τον έβαλαν μέσα σε κιβώτιο, ώστε να τον κομματιάσουν με πριόνι, κι επειδή οι υπηρέτες δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το πριόνι, ο άγιος παρέμεινε και πάλι αβλαβής. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό, ενώ ακούστηκε από τον ουρανό εκείνη την ώρα φωνή σ’ αυτόν, που του φανέρωνε τα αγαθά που του έχουν ετοιμαστεί. Τελείται δε η σύναξη των αγίων στο Μαρτυρείο τους, που είναι κοντά στους Ελενιανούς».

Η αγία Εκκλησία μας σήμερα, επί τη μνήμη των αγίων αυτών μαρτύρων, μας προσφέρει ένα μπουκέτο από λουλούδια ευωδιαστά, που ευωδιάζουν τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για την ευωδία που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι πιστοί στον Χριστό αποτελούν οσμή ζωής, την οποία όμως μπορούν να οσφρανθούν μόνον οι επίσης πιστοί, ενώ  η ίδια αυτή ευωδία λειτουργεί ως οσμή θανάτου για εκείνους που έχουν αποστρέψει το πρόσωπό τους από τον Θεό, λόγω της μεταποίησης που προκαλεί στις πνευματικές αισθήσεις τους  η «χαλασμένη» διάνοιά τους. Με απλά λόγια, η αγιότητα  άλλους, τους πιστούς, τους ωθεί σε δοξολογία του Θεού, ενώ άλλους, τους απίστους και μη καλοπροαιρέτους ανθρώπους, τους ωθεί σε βλασφημία και δυσανασχέτηση. Την αλήθεια αυτή προβάλλει απαρχής σχεδόν η ακολουθία των σημερινών αγίων μας. «Οι ένδοξοι άγιοι άνθησαν σαν ωραιότατα άνθη μέσα στον κήπο των μαρτύρων, στέλνοντας τη θεϊκή ευωδία του αγίου Πνεύματος, και ευωδιάζοντας τις διάνοιες αυτών που τους τιμούν κάθε χρόνο με πίστη».

Ποια είναι η ωραιότερη ευωδία που μας έρχεται από την αγία ζωή των μαρτύρων; Ασφαλώς εκείνη που φανερώνει και το «μυστικό» τους, να μπορούν δηλαδή να αντέχουν τα βάσανα και όλες τις θλίψεις τους με τρόπο που κυριολεκτικά μας καταπλήσσει: ο πόθος της θεϊκής ομορφιάς, τέτοιος που όλα τα τερπνά και ωραία του βίου αυτού τα θεώρησαν ως ένα τίποτε. «Ποθώντας το θεϊκό κάλλος, όλα τα τερπνά της ζωής αυτής τα θεωρήσατε σαν ένα μηδενικό, αθλοφόροι του Χριστού». Κι είναι εύλογο: ποιος λογικός άνθρωπος, έχων σώας τας φρένας του, καθώς λέμε, μπορεί να θέσει σε ίση μοίρα αυτά που προσφέρει ο κόσμος αυτός με αυτά που προσφέρει ο ίδιος ο Δημιουργός; Όταν μάλιστα γνωρίζει ότι οι ομορφιές του κόσμου υφίστανται ως δωρεές του Θεού, προκειμένου μέσω αυτών να αναχθούμε σ’  Εκείνον; Αν υπάρχει τόση ωραιότητα στον κόσμο, ας φανταστούμε την απείρως μεγαλύτερη ωραιότητα Εκείνου που την δημιούργησε. Κι ακόμη: όλα τα τερπνά του βίου αυτού είναι φθαρτά και παρερχόμενα, οι προσφορές όμως του Κυρίου είναι αιώνιες και αθάνατες. Αν λοιπόν αυτονομηθούν τα τερπνά του βίου, χωρίς αναφορά στον Δημιουργό, ποιο το νόημά τους; Και βεβαίως  ο πόθος αυτός των σημερινών αγίων για τον Χριστό, που αποτελεί κοινό τόπο σε όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας, στοιχεί στο επίπεδο ζωής του αποστόλου Παύλου, ο οποίος πρώτος εξ όλων διακήρυσσε: «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.

Ο άγιος υμνογράφος, ο Θεοφάνης, επισημαίνει όμως και κάτι ακόμη, που πράγματι και αυτό έρχεται ως ευωδία αγιασμού. «Χαρακώνοντας το σώμα σου – λέει - με φοβερό τρόπο οι προστάτες του σκοταδιού, Θύρσε, δεν μάραναν  τον τοκετό του λογισμού σου, ο οποίος ενισχυόταν δυνατά με αγάπη, από τη θεϊκή στοργή». Η αλήθεια που προβάλλει εν προκειμένω ο άγιος Θεοφάνης είναι πράγματι εξόχως σημαντική: ο πιστός χριστιανός πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε μία κατάσταση τοκετού των λογισμών του, δηλαδή να γεννά, να προεκτείνει την αγάπη του Θεού που (πρέπει να) διακατέχει την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, ο λογισμός μας, αν είμαστε, χριστιανοί, πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Οι λογισμοί μας πρέπει να είναι αδιάκοπα σε κατάσταση «εγκυμοσύνης» του καρπού του αγίου Πνεύματος. Να μη γινόμαστε στείροι και άκαρποι. Πρόκειται για  διαφορετική διατύπωση της εικόνας που απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος, ότι Εκείνος είναι το αμπέλι και ο Θεός Πατέρας ο γεωργός. «Και παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη». Κάθε κλήμα, κάθε χριστιανός δηλαδή, που δεν μένει ενωμένο με το αμπέλι που είναι ο Χριστός, ο Θεός Πατέρας το κόβει και το πετά. Ενώ κάθε κλήμα που μένει ενωμένο με το αμπέλι, το καθαρίζει, ώστε να φέρει περισσότερο καρπό. Είναι μία εικόνα, που τον Χριστιανό δεν τον αφήνει σε ησυχία. Καλούμαστε να βρισκόμαστε πάντοτε σε αέναη πορεία αυξήσεως και καρποφορίας. Δεν το κάνουνε; Δεν γεννάμε αυτό που μας προσφέρει ο Χριστός; Δυστυχώς, αυτό που μας περιμένει είναι το σάπισμα και το πέταμα.

13 Δεκεμβρίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΡΕΣΤΗΣ

 

«Οι πέντε αυτοί μάρτυρες ήταν Καππαδόκες κατά το γένος, στα χρόνια του Διοκλητιανού, που σέβονταν από τους προγόνους τους τον Χριστό κατά τρόπο όμως κρυφό. Ομολόγησαν με παρρησία κάποια στιγμή την πίστη τους, γι’ αυτό και υποβλήθηκαν σε πολυειδή βασανιστήρια από τον ηγεμόνα Λυσία. Και οι μεν τρεις πέθαναν στα βασανιστήρια, ο δε Ευστράτιος και ο Ορέστης επέζησαν και στάλθηκαν στη Σεβάστεια, στον διοικητή όλης της Ανατολής, τον Αγρικόλαο, ο οποίος διέταξε να ριχτούν στην πυρά, το 296, οπότε και τελειώθηκαν. Ήταν δε ο Ευστράτιος άνδρας λόγιος και κάτοχος της ρητορικής τέχνης, πρώτος από τους αξιωματικούς του Λυσία και με το αξίωμα του χαρτοφύλακα στην επαρχία του, αξίωμα που στα λατινικά λέγεται σκρινιάριος. Στο όνομα του αγίου Ευστρατίου επιγράφεται  η ευχή που λέγεται στο μεσονυκτικό του Σαββάτου «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε…», όπως στον άγιο Μαρδάριο αποδίδεται η ευχή που λέγεται στην Γ΄ ώρα και αλλού «Δέσποτα Θεέ, πάτερ παντοκράτορ…».

«Η πεντάχορδος λύρα και πεντάφωτος λυχνία», κατά την υμνογράφο αγία Κασσιανή, οι πέντε δηλαδή μάρτυρες που εορτάζουμε σήμερα: ο Ευστράτιος, ο Αυξέντιος, ο Ευγένιος, ο Μαρδάριος και ο Ορέστης, χαρακτηρίζονται από τη θερμή αγάπη τους προς τον Κύριο. Η αγάπη τους αυτή, η τέλεια και απολύτως σταθερή, ήταν εκείνη που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη, προκειμένου να αντέξουν τα πάμπολλα είδη μαρτυρίων που υπέστησαν, χωρίς να καμφθούν καθόλου. Κι αυτήν την αγάπη τους την έδειξαν, κατά τον υμνογράφο τους, όχι μόνο στην πράξη, με τα μαρτύριά τους δηλαδή, αλλά και με τον λόγο τους - με την ομολογία της πίστεώς τους και τη μαρτυρία ότι ο Χριστός είναι γι’ αυτούς ό,τι μπορεί να έχει αξία σ’ αυτήν τη ζωή. «Οι άγιοι επέδειξαν την προς Εσένα, Κύριε, τέλεια και σταθερή αγάπη, με τα λόγια και με τα παθήματα και τις πολύτροπες στερήσεις της ζωής». Και: «Ο Χριστός είναι για μένα τα πάντα, φώναζε δυνατά ο Μαρδάριος: και πατρίδα και αξία και όνομα. Διότι από σένα έμαθε τούτο, Ευστράτιε».

Είναι συγκινητική η ομολογία αυτή του αγίου Μαρδαρίου, αλλά και των υπολοίπων μαρτύρων, γιατί μας αποκαλύπτει πως για τους αγίους ο Χριστός δεν είναι κάτι στη ζωή τους, έστω και πολύ σημαντικό, αλλά τα πάντα. Είναι δηλαδή Εκείνος που προσδιορίζει την ύπαρξή τους και όλη την ψυχοσωματική τους οντότητα. Το «Χριστός μοι αντί πάντων» αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που έλεγαν όλοι οι άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σε κάθε ερώτηση του ανακριτή και του δημίου τους απαντούσαν με το «Χριστιανός ειμι», όπως και τη συνεπή συνέχεια της ομολογίας του αποστόλου Παύλου, που διαλαλούσε το «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» και «εμοί το ζην Χριστός». Για τους χριστιανούς επομένως η όποια αξία της ζωής είναι αξία στον βαθμό που σχετίζεται με τον Χριστό, όπως και η αυτοσυνειδησία τους, η ταυτότητά τους εξαρτάται απολύτως και αποκλειστικά από Εκείνον.

Η αγάπη τους προς τον Κύριο, είπαμε, εκφραζόταν και με τον λόγο. Πράγματι, οι υμνογράφοι (διότι είναι περισσότεροι του ενός) της ακολουθίας των αγίων επανέρχονται «πάλιν και πολλάκις» στο εκ Θεού χάρισμα του λόγου τους, κατεξοχήν δε  στη φιλοσοφική και ρητορική δεινότητα του αγίου Ευστρατίου. «Με ρητορικά λόγια ο στρατιώτης του Χριστού κατέπληξε τους άνομους», και «Τον μεταξύ των μαρτύρων μεγάλο Ευστράτιο, που αναδείχτηκε φιλόσοφος με τη θεία σοφία και αποδείχτηκε ρήτορας με το κάλλος των λόγων», θα πει ο άγιος Γερμανός, ένας από τους εγκωμιαστές του αγίου Ευστρατίου. «Ρητόρων ευγλωττότερος» ή «τον ρήτορα Ευστράτιον» θα σημειώσει αλλού άλλος υμνογράφος του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η επιμονή αυτή των υμνογράφων, διότι φανερώνει -  ιδίως για την εποχή μας που είναι εποχή πληθωρισμού λόγων χωρίς αντίκρισμα, συνεπώς μία αργολογία και ματαιολογία -  ότι τότε έχουν σημασία τα λόγια, όταν αφενός αναφέρονται στην ίδια την αλήθεια, που λειτουργεί σαν μαχαίρι απέναντι στο ψεύδος («άρπαξες από τον εχθρό το μαχαίρι των λόγων και με αυτό απέκοψες την αντιλογία του ψεύδους»), αφετέρου επιβεβαιώνονται από την ίδια τη ζωή που φτάνει μέχρι το μαρτύριο. Ο άγιος Ευστράτιος δηλαδή, όπως και οι άλλοι, χρησιμοποίησαν τον λόγο, για να ομολογήσουν  Χριστό. Και υπομνημάτισαν τον λόγο τους, άρα και την αλήθεια του λόγου αυτού, με τα αθλητικά στίγματά τους. «Με ρητορικά λόγια κατέπληξε τους άνομους, με τα στίγματα στο σώμα του από την άθληση του μαρτυρίου του κατατρόπωσε τις δυνάμεις του εχθρού, ο ένδοξος και δυνατός αθλοφόρος Ευστράτιος».

Έτσι οι άγιοί μας έδειξαν με τη ζωή τους ότι η θεολογία της Εκκλησίας μας κινείται όχι κατά τρόπο αριστοτελικό, δηλαδή με βάση την ανθρώπινη φιλοσοφία, όσο σπουδαία κι αν είναι αυτή, αλλά κατά τρόπο αλιευτικό, δηλαδή με ό,τι κήρυξαν και δίδαξαν οι μάρτυρες του Χριστού, άγιοι απόστολοι. Είναι πολύ ωραία η εμμελής καταγραφή της παραπάνω αλήθειας από την αγία και πάλι Κασσιανή στο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου: «Οι άγιοι μάρτυρες προτίμησαν τη σοφία των Αποστόλων παραπάνω από την παιδεία των Ελλήνων, γι’ αυτό  άφησαν κατά μέρος τα βιβλία των ρητόρων και ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τα βιβλία των αλιέων. Διότι στα πρώτα υπάρχει ευγλωττία απλών λόγων, ενώ στα θεία λόγια των αγραμμάτων διδάσκονταν τη θεολογία της αγίας Τριάδος». Η ίδια μάλιστα αγία υμνογράφος δίνει μ’ έναν πολύ δυνατό στίχο της το στίγμα των σημερινών αγίων και τη θέση που έχουν στην Εκκλησία. «Χαίροις ο ισάριθμος χορός των φρονίμων Παρθένων» εγκωμιάζει. Νομίζουμε ότι πιο άμεση αποτίμηση της αγιότητάς τους από τον παραλληλισμό αυτό με τις  φρόνιμες παρθένους που εισήλθαν στον νυμφώνα με τον νυμφίο Χριστό, δεν θα μπορούσε να υπάρξει.

ΤΟ "ΜΥΣΤΙΚΟ" ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ

 

«Ὁ Χριστός ἐνήργει ἐν τῷ ἁγίῳ Σπυρίδωνι», ώστε να καταστεί αυτός μέγας θαυματουργός άγιος. Και μπόρεσε να βρει δίοδο μέσα του, λόγω της καθαρής του καρδιάς της γεμάτης από έλεος και ευσπλαγχνία, που σημαίνει ότι εκείνο που θέτει εμπόδιο στην έλευση του Κυρίου μέσα μας είναι αποκλειστικά και μόνον ο εγωισμός μας, δηλαδή η αμαρτία μας. Κι είναι ευνόητο: πώς σε μια καρδιά γεμάτη από το εγώ, το οποίο λειτουργεί πάντοτε με κατακτητικό τρόπο που δεν αφήνει τίποτε άλλο δίπλα του, θα μπορέσει να συνυπάρξει ή να ’βρει λίγο χώρο η χάρη του Θεού; «Εγώ» και «χάρη Θεού» είναι αντιθετικές πραγματικότητες, κατά τον αψευδή λόγο του Κυρίου, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν».

 Και η Εκκλησία μας έρχεται και μας παίρνει από το χέρι για να μας πάει σε βαθύτερα επίπεδα του εσωτερικού κόσμου του αγίου Σπυρίδωνα. Κυριάρχησε ο Χριστός μέσα στην καρδιά του αγίου εξορίζοντας τον νοσηρό εγωισμό του, έγινε δηλαδή «καταγώγιον θείου Πνεύματος», διότι «ἐγένετο ἔμπλεως ἀποστολικῆς διδασκαλίας» και  έζησε «δι’ ἐναρέτου πολιτείας». Να λοιπόν το «μυστικό» της πνευματικής ζωής του αγαπημένου αυτού αγίου: Στράφηκε με δύναμη ψυχής – ενισχυόμενος προφανώς από τη χάρη του Θεού – στην αληθινή εικόνα του Χριστού που κηρύσσει η αποστολική εκκλησιαστική παράδοση, και αγωνίστηκε, όση αυτώ δύναμις, να τηρήσει τις άγιες εντολές Εκείνου.  Αλήθεια πίστεως της Εκκλησίας και ενάρετη ζωή. Όπου υπάρχει η έφεση στα δύο αυτά, εκεί έχουμε Πνεύμα Θεού, εκεί έχουμε αγιότητα, εκεί λοιπόν κηρύσσεται ορθά ο Θεός και προσφέρονται ιάματα ψυχής και σώματος σε όλους τους ανθρώπους.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΙΜΥΘΟΥΝΤΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Σπυρίδων άκμασε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου και Κωνσταντίου του υιού του. Ήταν στον τρόπο απλός και στην καρδιά ταπεινός. Απαρχής ήταν ποιμένας προβάτων, έπειτα παντρεύτηκε και μετά τον θάνατο της γυναίκας του καταστάθηκε επίσκοπος. Τόσο πολύ του δόθηκε από τον Θεό η χάρη των ιαμάτων, ώστε τα θαύματα έγιναν γι’ αυτόν η επωνυμία του. Πράγματι: σε εποχή ξηρασίας έφερε βροχή, και πάλι εμπόδισε τη μεγάλη βροχή με την προσευχή του. Άλλη φορά, διέλυσε σχέδιο σιτοκαπήλων, που μελέτησαν να φέρουν πείνα, με το να πέσουν οι αποθήκες τους που είχαν το σιτάρι. Ένα φίδι το μετέβαλε σε χρυσάφι, που το έδωσε σε πτωχό.  Μετά το ξεπέρασμα της συμφοράς από τον πτωχό, πάλι το χρυσάφι το αποκατέστησε σε φίδι. Κράτησε επίσης ρεύματα ποταμών, ενώ μία πόρνη που τόλμησε να τον αγγίξει, αφού είπε τα σχετικά με τη ζωή της, την έπεισε  να εξομολογηθεί. Αυτούς που μεγαλοφρονούσαν για τη συλλογιστική τους δεινότητα τους έκλεισε το στόμα στη Σύνοδο της Νικαίας με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Και σε μια γυναίκα  που ζητούσε θησαυρό που είχε δώσει προς φύλαξη στην κόρη του αγίου, η οποία όμως είχε πεθάνει, πήγε στον τάφο της και την ρώτησε πού είχε κρύψει τα χρήματα, κι αφού το έμαθε, τα έδωσε στην κάτοχο  αυτών. Απάλλαξε επίσης  και τον βασιλιά Κωνστάντιο από μία ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, ενώ ανάστησε και το παιδί μιας γυναίκας. Επιπλέον, έλεγξε και εκείνον που ήθελε από πλεονεξία να πάρει μία αίγα του, ενώ η αίγα πήγαινε πίσω προς τη μάνδρα της, θέλοντας να φύγει από εκείνον που την τραβούσε με τη βία. Όταν όμως πλήρωσε την τιμή της, έμεινε μαζί με τις άλλες που είχε αγοράσει ο άνθρωπος. Θεράπευσε μάλιστα και την αφωνία του Διακόνου, ο οποίος ενώ ήταν να πει μία μικρή ευχή, αυτός λόγω κενοδοξίας την έκανε μεγάλη, και αμέσως έχασε τη φωνή του. Στον άγιο φάνηκαν άγγελοι να τον υπηρετούν, λέγοντας «Και τω πνεύματί σου», όταν εκφωνούσε το «ειρήνη πάσι». Κι όταν άναψαν οι υπηρέτες λίγα φώτα με τα καντήλια, κάτι που έκανε τον όσιο να δυσανασχετήσει, εκείνοι έλεγαν ότι βρίσκονται λίγοι πιστοί στην Εκκλησία κι έτσι δεν χρειάζονται περισσότερα φώτα, φανερώθηκε όμως στον άγιο από τον Κύριο, ότι είχε θεατές περισσότερο αγγέλους που έψελναν μαζί του στις ευχές. Από την άλλη, ποιους δεν θα εκπλήξει το θαύμα της ξαφνικής ανάβλυσης λαδιού κατά τον εσπερινό, όταν λόγω ένδειάς του το φως ήταν λιγοστό; Από πρόγνωση θεϊκή, ανέφερε τα μέλλοντα σε πολλούς. Και τον επίσκοπο Τριφύλλιο, που στρεφόταν στα ωραία της ζωής αυτής, τον νουθέτησε και τον έπεισε να ποθεί τα μέλλοντα αγαθά. Και τη γυναίκα που είχε πέσει στο αμάρτημα της μοιχείας και δεν ήθελε να εξομολογηθεί το αμάρτημά της, προσπαθώντας μάλιστα να πείσει τον άντρα της κατά τη γέννα ότι το παιδί ήταν δικό του, μολονότι αυτός έλειπε στη θάλασσα είκοσι μήνες και συνεπώς δεν είχε σχέσεις μαζί της, την επιτίμησε και την παρέδωσε σε θάνατο. Κατά το θέρος, που έκαιγε ο ήλιος, η κεφαλή του αγίου φαινόταν γεμάτη από δροσιά, δείγμα ότι ο Θεός φανέρωνε την τιμή που θα γινόταν στο μέλλον σ’ αυτόν. Πόσο δε ήταν συμπαθής και γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους, φανέρωσε αυτό που συνέβη με εκείνους που επιχείρησαν να κλέψουν τα δικά του πρόβατα. Διότι όχι μόνον τους απάλλαξε από αυτό που έπαθαν, που κρατήθηκαν ακίνητοι με αόρατο τρόπο, αλλά τους ελευθέρωσε, δίνοντάς τους και από ένα κριάρι, με την εξήγηση ότι δεν έπρεπε να θεωρηθεί μάταια η αγρύπνια τους. Ο άγιος Σπυρίδων λοιπόν αφού κατεύθυνε καλά το ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, μετατάχθηκε στην πολιτεία και τη διαγωγή των αγγέλων. Τελείται δε η σύναξή του στο αποστολείο του Αγίου και κορυφαίου Πέτρου, που ήταν κοντά στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που εορτάσαμε τον μεγάλο άγιο, Νικόλαο τον θαυματουργό. Η θαυματουργία του, είχαμε τονίσει, αποτελούσε και αποτελεί την προσωνυμία του, δεδομένου ότι κάθε ένας που και μόνο θα επικαλεστεί το όνομά του, θα τον βρει πρόθυμο συμπαραστάτη του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον επίσης μεγάλο σημερινό άγιο, όπως άλλωστε αναφέρει και το συναξάρι του: «επωνυμίαν αυτώ γενέσθαι τα θαύματα». Ο Θεός τον θαυμάστωσε με το ίδιο χάρισμα, διότι αγάπησε με πάθος, όπως λέει ο υμνογράφος του, τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, γενόμενος έτσι δίοδος που φανερώνεται η Βασιλεία του Θεού. «Πληγώθηκες από τον πόθο του Χριστού, ιερώτατε, κι έγινες θυσιαστήριο του Θεού». Είναι τέτοιο το χάρισμα αυτό του αγίου, ώστε στο απολυτίκιό του ο υμνογράφος σ’ αυτό επικεντρώνει την προσοχή μας: «…και θαυματουργός (ανεδείχθης), θεοφόρε, Σπυρίδων, πατήρ ημών».

Ο άγιος δεν ανήκει στους διδασκάλους της Εκκλησίας, σε εκείνους δηλαδή, σαν τον άγιο Αθανάσιο, σαν τον άγιο Βασίλειο, σαν τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, που σε συγκεκριμένη κρίση που πέρασε αυτή λόγω κάποιας αίρεσης, φωτίστηκαν από τον Θεό για να δώσουν απάντηση. Ανήκει όμως στους Πατέρες της, που κύριο γνώρισμά τους έχουν την εμπειρία του Θεού και συνεπώς τη γνώση που δίνει αυτή η εμπειρία. Έτσι ο άγιος Σπυρίδων με αυτήν την εκ Θεού εμπειρική γνώση του – απόρροια της ορθής μετοχής του στην Αποστολική Παράδοση («αποστολικής διδασκαλίας γενόμενος έμπλεως») – μπόρεσε να συμβάλει και αυτός με τον δικό του απλό τρόπο στην υπέρβαση της κρίσης που προκαλούσε στην εποχή του ο Αρειανισμός. «Καταλαμπόμενος από το φως και τη δόξα του αγίου Πνεύματος, κατέστρεψε ο σοφός Ιεράρχης την τρέλλα του Αρείου. Γι’ αυτό, αφού δογμάτισε με απλό τρόπο και με πίστη την αγία Τριάδα, δοξάσθηκε από τους σοφούς και τους συνετούς Πατέρες, και έδωσε κύρος στη Σύνοδο».  Το περιστατικό στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325), που σηκώθηκε και έκανε θαύμα με ένα κεραμίδι, για να δείξει ότι η αγία Τριάδα είναι τρεις υποστάσεις αλλά έχει μία φύση ή ουσία, είναι γνωστό σε όλους. Ο λόγος του δηλαδή μπορεί να μην επαρκούσε με τη χρήση αποδεικτικών επιχειρημάτων, η αλήθεια όμως που ζούσε βρήκε τρόπο να εκφραστεί: το κεραμίδι ήταν ένα, αλλά αναλύθηκε στα εξ ων συνετέθη: το χώμα, το νερό, τη φωτιά που έψησε τον πηλό.

10 Δεκεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...» (Κολ. 3, 8)

 Μία σειρά προτροπῶν γιά τό τί δέν πρέπει νά κάνει ὁ χριστιανός ἀκοῦμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μία σειρά ἀπό ῾μή᾽ καί ῾δέν πρέπει᾽, πού ἄν δέν τά δεῖ κανείς μέσα στό πλαίσιο πού τά θέτει ὁ ἀπόστολος, ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά τά παρεξηγήσει. Γιατί συχνά ἀκοῦμε καί διαβάζουμε ὅτι ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει ῾μή᾽. Δέν εἶναι πορεία ἄρνησης. Εἶναι πολύ περισσότερο θέση, δηλαδή πορεία πρός τά ἐμπρός πάνω στά ἴχνη τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. Καί πράγματι ἔτσι εἶναι: τά ῾μή᾽ καί τά ῾δέν πρέπει᾽ θεωροῦνται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ.  Ὅταν πορεύομαι μαζί μέ τόν Χριστό πάνω στόν δρόμο πού εἶναι ἡ ζωή Του, κατ᾽ ἀνάγκην θά ἀπαμακρυνθῶ ἀπό ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο τῆς ζωῆς αὐτῆς. ῾Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽. Λοιπόν, βγάλτε καί πετάξτε ἀπό πάνω σας κι ἐσεῖς, σάν ἀκάθαρτο ἔνδυμα, ὅλα τά κακά: τήν ὀργή, τόν θυμό... ῾Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...᾽.

 1. Ποιό εἶναι τό πλαίσιο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, μέσα στό ὁποῖο, κατά τόν ἀπόστολο, δέν μπορεῖ νά χωράει ὁποιαδήποτε κακία, μέ πρῶτα τήν ὀργή καί τόν θυμό; Μᾶς τό λέει ὁ ἀπόστολος καί στή συγκεκριμένη ἐπιστολή του ἀλλά καί στίς ἄλλες, δείγμα τοῦ πόσο θεμελιακό θεωρεῖται τοῦτο γιά τόν πιστό: ὁ ἄνθρωπος ἀφότου ἔγινε χριστιανός διά τοῦ βαπτίσματος, ντύθηκε τόν Χριστό - ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽ - ἔγινε δηλαδή Χριστός καί ὁ ἴδιος , ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ μία ἄλλη δική Του παρουσία στόν κόσμο· συνεπῶς ἐνσωματωμένος στόν Χριστό καλεῖται νά ἐπιβεβαιώνει κάθε στιγμή τή ζωή ᾽Εκείνου. ῾᾽Απεθάνετε γάρ᾽, εἶπε στούς Κολασσαεῖς μόλις πρίν τούς δώσει τίς ῾κανονιστικές᾽ ἀρνητικές ἐντολές, ῾καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ᾽. Δηλαδή: Μέ τό ἅγιο βάπτισμα πεθάνατε μυστηριακά μαζί μέ τά παλαιά καί γήινα φρονήματά σας. Καί ἡ θεία χάρη σᾶς ἔδωσε νέα ζωή, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη μαζί μέ τόν Χριστό μέσα στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ. Καί παρακάτω: τούς τονίζει νά μή λένε ψέματα μεταξύ τους, γιατί ξεντύθηκαν τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καί ντύθηκαν τόν καινούργιο πού συνεχῶς ἀνανεώνεται κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ Χριστοῦ. ῾Μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν᾽. ῾Ως ῾ἄλλος Χριστός᾽ λοιπόν ὁ χριστιανός μετά τό βάπτισμά του δέν μπορεῖ νά ἐπανέρχεται στήν προ-χριστιανική ἐποχή του, νά ζεῖ δηλαδή μέ κακία, μέ ὀργή καί θυμό.

2. Ἡ χαρισματική αὐτή πραγματικότητα: νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ, ἡ ὁποία συνιστᾶ ὅ,τι πιό καίριο καί οὐσιαστικό στήν πίστη μας, εἶναι κρυμμένη ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος. Βιώνεται ἐσωτερικά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου - ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι᾽ εἶπε ὁ Κύριος – γι᾽ αὐτό καί ὁ ἐν αἰσθήσει χριστιανός ἀφενός εἶναι στραμμένος πρός τόν ἐσωτερικό του κόσμο γιά τήν εὕρεση καί τή βίωση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ,  ἀφετέρου προσδοκᾶ  τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ στή Δευτέρα Του Παρουσία προκειμένου τότε μαζί μέ ᾽Εκεῖνον νά φανερωθεῖ καί ὁ ἴδιος ὡς μέλος Του  ἐν δόξῃ. ῾῞Οταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ὑμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ᾽.

Μέχρι τότε ὅμως, παρ᾽ ὅλη τήν κεκρυμμένη δόξα τῆς χάρης ἀπό τόν ἐνδεδυμένο ἀπό αὐτόν Χριστό, βρίσκεται ὁ πιστός στόν κόσμο τοῦτο  ὅπως ὁ Κύριος στήν πρώτη Του παρουσία: ταπεινός καί ἄδοξος ἐξωτερικά,  μέ θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀλλά καί μέ ἀγώνα νά ἐνεργοποιεῖ τή δοσμένη σ᾽ αὐτόν χάρη τοῦ βαπτίσματος, ἡ ὁποία κινδυνεύει ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀπολεσθεῖ, ἄν δέν προσέξει καί χαλαρώσει τόν πνευματικό του ἀγώνα. ῾Ο πονηρός καιροφυλακτεῖ, ὡς γνωστόν, ῾ὡς λέων ὠρυόμενος᾽, νά διαρπάσει αὐτό πού ἀνήκει στόν Κύριο, τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό καί δέν χωρεῖ στήν πορεία τοῦ χριστιανοῦ χαλάρωση καί λησμοσύνη.

3. Μακριά λοιπόν – φωνάζει ὁ ἀπόστολος - ἀπό κάθε κακία, καί μάλιστα τήν ὀργή καί τόν θυμό. Εἴμαστε ντυμένοι τόν Χριστό, συνιστοῦμε μέλη Του, εἴμαστε προορισμένοι νά μετάσχουμε στήν πληρότητα τῆς δόξας τῆς Βασιλείας Του, γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά ἐπανερχόμαστε στά πρό Χριστοῦ πάθη μας. ᾽Επικεντρώνει μάλιστα ὁ ἅγιος Παῦλος πρῶτα ἀπό ὅλα στήν ὀργή καί τόν θυμό, διότι γνωρίζει ὅτι ἡ ἔξαψη τοῦ θυμικοῦ στόν ἄνθρωπο ταράζει καί τό λογιστικό του - ὁ ταραγμένος συναισθηματικά ἄνθρωπος δέν σκέφτεται καί σωστά: γίνεται ῾ἔξω φρενῶν᾽ - ἐνῶ ἡ ἔξαψη αὐτή τῆς ὀργῆς προϋποθέτει συνήθως ἐπιθυμίες μή σύμφωνες πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐμπαθής ἁμαρτωλή ἐπιθυμία: γιά ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας ἤ τῆς φιλαργυρίας ἤ τῆς φιλοδοξίας, προκαλεῖ ταραχή τῶν συναισθημάτων καί θόλωση τῆς διανοίας. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι δεδομένο: ὁ ἡγεμών νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καί βαπτισμένου,  χάνει τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ λόγω τοῦ ἐγωιστικοῦ φρονήματός του, μένει μόνος καί μετέωρος μέσα στά πάθη του, ἕρμαιο κυριολεκτικά τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου.  ῾᾽Ανήρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων᾽, σημειώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ταυτοχρόνως βεβαιώνει ὅτι ὁ Κύριος ἐπιβλέπει ῾ἐπί τόν πρᾶον καί ἡσύχιον, καί τρέμοντα τούς λόγους αὐτοῦ᾽.

4. Πῶς μπορεῖ λοιπόν κανείς νά ξεπεράσει τά πάθη αὐτά, τήν ὀργή καί τόν θυμό; Πῶς μπορεῖ νά διακρατηθεῖ στή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματός του; ῎Οχι βεβαίως ῾νεκρώνοντας᾽ τόν θυμό ὡς δύναμη τῆς καρδιᾶς – ὁ θυμός κατά τήν πίστη μας ἀποτελεῖ τήν κινητήρια δύναμη γιά νά πορευτεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν δρόμο τῆς ἁγιότητας: πρόκειται γιά τήν ἀρετή τῆς ἀνδρείας πού λένε οἱ ἅγιοί μας - ἀλλά στρέφοντάς τον ἐκεῖ πού εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στήν ταπεινή ἀγάπη.  ῞Οσο κανείς θά ὑπενθυμίζει στόν ἑαυτό του ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο εἶναι ἡ προτεραιότητα τοῦ χριστιανοῦ, ὅσο θά κινητοποιεῖ τή βούλησή του σέ ἔμπονη προσευχή καί σέ διακονία τοῦ πλησίον του, τόσο καί θά βλέπει ὅτι τό πάθος τῆς ὀργῆς θά μειώνεται καί θά μορφοποιεῖται σέ ὀργή μόνον κατά τῆς κακίας καί κατά τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος.

5. ῾Η πορεία μάλιστα αὐτή τῆς ἀοργησίας ὡς πορεία τῆς ἀγάπης περνᾶ καί ἀπό ὁρισμένα στάδια πού μᾶς τά ἔχουν ἐπισημάνει οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σάν τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος. Τί μᾶς διδάσκει ὁ μεγάλος αὐτός ἀσκητικός διδάσκαλος ἐπί τοῦ θέματος; Πρῶτο στάδιο τῆς ἀοργησίας, μᾶς λέει, εἶναι νά σιωποῦν τά χείλη μας, ὅταν ἡ καρδιά μας εἶναι πολύ ταραγμένη. Μπορεῖ δηλαδή κανείς νά σκέφτεται ἄσχημα γιά τόν ἄλλον, παλεύει ὅμως νά μή βγεῖ κακός καί ὑβριστικός λόγος γι᾽ αὐτόν. Τότε ἔρχεται στό δεύτερο στάδιο: νά σιωποῦν οἱ λογισμοί του, ἔστω κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἐλαφρῶς ταραγμένη ἡ διάνοια. ᾽Ελέγχει τούς λογισμούς του καί δέν σκέπτεται κάτι ἄσχημο γιά τόν συνάνθρωπό του, ὁ ὁποῖος γιά διαφόρους λόγους τόν ἐξόργισε. Κι ὅταν κι αὐτό μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τό κατορθώσει, τότε φθάνει καί στήν τελειότητα: ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει κι ὅ,τι ταραχή μπορεῖ νά ὑπάρχει, ὁ πιστός εἶναι μέσα του γαληνεμένος κρατώντας τήν ἀληθινή ἀγάπη.

Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ὁσίου: ῾᾽Αρχή ἀοργησίας, σιωπή χειλέων ἐν σφοδρᾷ ταραχῇ καρδίας· μεσότης, σιωπή λογισμῶν ἐν ψιλῇ ταραχῇ διανοίας· τέλος δέ, πεπηγμένη γαλήνη ἐν πνοῇ ἀνέμων ἀκαθάρτων᾽.

 Μακάρι νά ἀποδυόμαστε πάντοτε στόν ἀγώνα αὐτόν τῆς ἀοργησίας καί τοῦ ἐλέγχου τοῦ ἐμπαθοῦς θυμοῦ. Μέσα σ᾽ ἕναν κόσμο πού ἔχουν περισσέψει δυστυχῶς τά νεῦρα καί ἡ ὀργή – δείγμα τῆς μεγάλης ἐπήρειας σ᾽ αὐτόν τοῦ πονηροῦ - ἕνας τέτοιος ἀγώνας θά φανέρωνε πολύ ἁπτά καί ἄμεσα ὅτι ζοῦμε τό ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματός μας, τόν ἴδιο τόν Χριστό, καί φανερώνουμε Αὐτόν μέ τόν πυρήνα τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας Του, τήν ἀγάπη. Αὐτό θά συνιστοῦσε καί τή μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά μας.