20 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ

«Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης γεννήθηκε σ' ένα χωριό της βόρειας Ρωσίας στις 19 Οκτωβρίου 1829. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι θεοσεβείς αλλά πολύ φτωχοί. Παρ' όλο που η υγεία του ήταν πολύ εύθραυστη, από μικρός είχε την ψυχή και τη διάνοιά του επικεντρωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στην αγάπη προς την Εκκλησία. Το όνειρό του ήταν να εισέλθει στον Κλήρο, να γίνει ποιμήν ψυχών. Επωφελούμενος μία κρατική υποτροφία, πήγε να σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Τελείωσε τις σπουδές του το 1855 και έγινε θεολόγος.

Ο μεγάλος του πόθος να βοηθήσει τους ξεστρατισμένους χριστιανούς και να συνδράμει τους φτωχούς και εξαθλιωμένους ανθρώπους της εποχής του, τον οδήγησε στην Κροστάνδη, όπου έγινε εφημέριος στην εκκλησία του αγίου Ανδρέα. Αλλά δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτό το έργο. Ανέπτυξε εξαιρετικά μεγάλο κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Ρωσία. Από παντού ζητούσαν να τον συναντήσουν, ν' ακούσουν τα θεία λόγια του, ν' απολαύσουν τα χαρίσματά του, να δεχτούν τη βοήθειά του και τα θαύματά του. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας.

Ανάμεσα στις δραστηριότητές του ανήκει και το ογκώδες συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του. Ιδιαιτέρως "Η εν Χριστώ ζωή μου"  - μία σειρά από ιερούς λογισμούς και προσευχές που κατέγραψε στο πνευματικό του Ημερολόγιο - αγαπήθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (και στην ελληνική), και μάλιστα η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, το 1987, προκάλεσε ξεχωριστή αίσθηση, ώστε να γραφούν πολλές θετικές κρίσεις στον αγγλικό, τον αμερικάνικο και τον αυστραλέζικο τύπο.

Την 8η Ιουνίου 1990 (82 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του την οποία προέβλεψε: 20 Δεκεμβρίου 1908), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, θεωρώντας τη ζωή του προφητική, λόγω της ενάρετης ζωής του με την οποία ήταν τύπος των πιστών, λόγω της πλήρους ζήλου και θυσιών υπηρεσίας του στον Θεό και στην Εκκλησία, λόγω της μεγάλης του αγάπης στον πλησίον με την οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, λόγω τέλος των θαυμάτων που έκανε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατο μέχρι σήμερα» (Στοιχεία για τη ζωή του από: Ορθόδοξος Συναξαριστής και από το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου», εκδ. Παπαδημητρίου)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ: "ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΑΥΤΗ!"

           


Είναι γνωστό ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (όπως σημειώνει ο ίδιος στις Γραφές του μέσα στο γνωστό βιβλίο του οσίου Σωφρονίου του Έσσεξ γι’ αυτόν), αναφέρεται στον μεγάλο νεώτερο άγιο της Ρωσικής Εκκλησίας Ιωάννη της Κροστάνδης (1829-1908) και τονίζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη νεανική ζωή του η προσευχή του αγίου, τόσο που ένιωθε για αρκετό καιρό «τις φλόγες της» να τον σκεπάζουν. Εξίσου ο όσιος Σωφρόνιος στις ομιλίες του στο μοναστήρι του Έσσεξ που είχε ιδρύσει,  συχνά αναφερόταν στην αγιότητα βίου του στάρετς Ιωάννη, για να τονίσει μάλιστα το μέγεθος της ασκητικής του ζωής, της εγκράτειας και της νηστείας του, την ετοιμότητα της υπακοής του στα κελεύσματα της Εκκλησίας αλλά και της ίδιας της αγίας μητέρας του, καθώς και τη διαρκή κοινωνία διά της προσευχής που είχε με τον Θεό, έστω κι αν περιστοιχιζόταν από πλήθος ανθρώπων καθημερινά.

Μία από τις πάμπολλες συμβουλές του αγίου Ιωάννη που λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή αγιασμού των ανθρώπων είναι και το παρακάτω απόσπασμα.

«Να περνάς τη ζωή σου εδώ έτσι, ώστε κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος να την αφήσεις. Ποτέ σου να μην επιτρέψεις οι απολαύσεις να σε κάνουν να ξεχάσεις τον εαυτό σου και τον Θεό. Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού, δώρα που δεν σου αξίζουν. Αμαρτία είναι όταν δεν απολαμβάνουμε σωστά αυτό το δώρο, όπως είναι και αμαρτία να ξεχνάμε ότι όλα όσα έχουμε στη ζωή μας είναι δώρα του Θεού».

Η ετοιμότητα να αφήσει κανείς οποιαδήποτε στιγμή τη ζωή αυτή δεν στηρίζεται προφανώς, κατά τον άγιο, σε μία τυχοδιωκτική αντίληψη της ζωής, σύμφωνα με την οποία κινείται κανείς «στα κουτουρού» εκμεταλλευόμενος οτιδήποτε προκύψει στη ζωή του – αντίληψη που φανερώνει ότι έχει διαγράψει κανείς τον Θεό από τη συνείδησή του∙ αλλά και ούτε σε μία καταθλιπτικού τύπου θεώρηση, όπου η μελαγχολία τείνει να ρουφήξει κάθε ικμάδα ζωής μη αφήνοντας περιθώριο ελπίδας για οτιδήποτε θετικό – μολονότι ο άγιος στη νεότητά του πέρασε και από αυτό το στάδιο, το οποίο όμως με τη χάρη του Θεού και τη δική του προσπάθεια ξεπέρασε. Η ετοιμότητα «φυγής» για την οποία μιλάει στηρίζεται στη βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος προσδιορίζει τα πάντα, τα επίγεια και τα επουράνια ως Κύριος της ζωής και του θανάτου, συνεπώς αποκαλύπτει  (η ετοιμότητα) ότι το κέντρο βάρους για τον εν επιγνώσει χριστιανό είναι ο Χριστός και όχι ο κόσμος αυτός μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Διότι αφενός ο χριστιανός του ύψους αυτού αισθάνεται ως μέλος Χριστού, ενταγμένος μέσα στο άγιο Σώμα Του και ενδεδυμένος Εκείνον, αφετέρου «βλέπει» με τους οφθαλμούς της ψυχής ότι «παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» και ο ίδιος «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητεῖ». Αυτό μας έφερε η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού: να μπορούμε να βλέπουμε τα ουσιώδη της ζωής, τα οποία όμως δεν είναι τα βλεπόμενα υλικά αλλά τα μη βλεπόμενα, κατά τον απόστολο Παύλο – τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, ενώ τα μη βλεπόμενα, δηλαδή η χάρη του Θεού, είναι αιώνια. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Ιωάννης: ζει διαρκώς τον Θεό και η έγνοια του είναι «μη ξεχάσει κανείς τον εαυτό του και τον Θεό» - λήθη Θεού ίσον λήθη εαυτού∙ μια βαθιά θεολογική και ανθρωπολογική παρατήρησή του.

Πρόκειται γι’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε: «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται»∙ γι’ αυτό που μας έκανε να δούμε μέσα από την παραβολή των δέκα παρθένων: «ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός»∙ όπως επίσης ακριβώς γι’ αυτό που κάνει τον απόστολο να λέει «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» - τελικά δηλαδή άγιος είναι ο πιστός που φτάνει στο σημείο «να επιθυμεί κάθε ώρα τον θάνατο» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), γιατί ζει την αληθινή ζωή που είναι ο Χριστός: «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Οπότε κατανοεί κανείς τον λόγο του αγίου Ιωάννη ως συνέχεια του ευαγγελικού και αποστολικού και πατερικού λόγου, ο οποίος όμως εκφράζεται κι απ’ αυτόν μ’ έναν τέτοιο τρόπο που καταλαβαίνεις ότι συνιστά και δικό του βίωμα. Κι είναι αλήθεια: ο άγιος της Κροστάνδης αυτό που έλεγε και κήρυσσε το πρόσφερε ως «σάρκα και αίμα» του, γιατί πρώτα το είχε ζήσει και αγωνιζόταν διαρκώς να το ζει, ώστε ο πιστός λαός της εποχής του να το αφομοιώνει ως δική του τροφή, ως δύναμη άνωθεν προερχομένη – «ἐκήρυσσε ὡς ἐξουσίαν ἔχων».

Μη νομίσει όμως κανείς ότι ο άγιος έφτανε στο σημείο μηδενισμού των αγαθών της εδώ ζωής. Μπορεί όλος ο προσανατολισμός του να ήταν στον Χριστό και στο «ἄνω φρονεῖν», μα ακριβώς γι’ αυτό είχε τον φωτισμό να βλέπει την παρουσία του Θεού σε κάθετι από τη Δημιουργία, συνεπώς να το εκλαμβάνει και να το απολαμβάνει ως δωρεά Εκείνου. «Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα του Θεού». Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι τα αγαθά της ζωής αυτής που τα θεωρούσε δώρα Θεού τον οδηγούσαν αφενός να δοξολογεί τον Δωρεοδότη, αφετέρου να θέλει να τα αντιπροσφέρει στον κάθε συνάνθρωπό του. Η ίδια η ζωή του, απαρχής μέχρι τέλους, αποτελεί έναν υπομνηματισμό αυτής της πραγματικότητας: «άπειρα» χρήματα και δωρεές ανθρώπων περνούσαν από τα χέρια του. Για να γίνουν όμως καλύμματα αγάπης για κάθε πονεμένο και αναγκεμένο, όπως και δοξολογικές κραυγές όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τους ανθρώπους που δέχονταν τις προσφορές. Και το ακόμη σημαντικότερο: οι δωρεές αυτές του Θεού τον οδηγούσαν – και σ’αυτό καλούσε και τους πιστούς – σε βάθος ταπείνωσης, γιατί έβλεπε ότι ο Θεός προσφέρει χωρίς εμείς να είμαστε άξιοι της προσφοράς Του. «Δώρα που δεν σου αξίζουν». Κι ίσως, ακολουθώντας και την αίσθηση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος αλλά και άλλων Πατέρων, αυτό να είναι το όριο της αληθινής ταπείνωσης: να γεύεται κανείς τις δωρεές του Θεού και όχι μόνο να μην υπερηφανεύεται, αλλά να οδηγείται σε μεγαλύτερη αίσθηση αναξιότητας!

Ο λόγος όμως του αγίου, ο φαινομενικά τόσο απλός, συνεχίζει να λειτουργεί ως έκπληξη. Γιατί τι λέει στη συνέχεια; Ότι η μη αποδοχή των δώρων του Θεού – και τι δεν είναι δώρο Θεού σ’ αυτήν τη ζωή; Το μόνο δικό μας είναι... οι αμαρτίες μας και το μηδέν μας! – ακριβώς με την έννοια του δώρου, συνεπώς ως κάτι που δεν το αξίζουμε και δεν το απαιτούμε, ταυτίζεται με την ίδια την αμαρτία. Αυτό κι αν είναι ο ορισμός πράγματι της θεολογικής ορθής σκέψης και του πνευματικού ανθρώπου: αμαρτία δεν είναι να ξεφεύγω από κάποιους κανόνες ηθικής πνευματικής ζωής – η κατανόηση μιας επιφανειακής αντίληψης της αμαρτίας – αλλά να μην μπορώ να δω ότι όλη η ζωή και κάθετι που αυτή μου προσφέρει έχουν πηγή την αγάπη του Θεού: «είναι δώρα Του»∙ και περαιτέρω: να μην μπορώ να απολαύσω τη ζωή ως δώρο του Πατέρα. Ο Θεός δηλαδή δεν επέτρεψε να βρεθούμε στον κόσμο για να ταλαιπωρούμαστε – αυτό είναι δικό μας «κατόρθωμα» λόγω της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας που κάνει πέρα τον Θεό μας – αλλά για να χαιρόμαστε και να απολαμβάνουμε τη ζωή μας. Σωστά όμως! Που θα πει με ανοικτά τα μάτια για να την βλέπουμε σε σχέση με Εκείνον και εν υπακοή προς Αυτόν, συνεπώς να λειτουργεί ως δοξολογία και ευχαριστία απέναντί Του. Για τον άγιο Ιωάννη με άλλα λόγια το «Δόξα Σοι ὁ Θεός» αποτελεί την επωδό για κάθε διάσταση της ζωής ενός πιστού. Και σε προχωρημένα στάδια∙ και γι’ αυτήν τη διάσταση του Πάθους και των δοκιμασιών. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Να ζούμε διαρκώς την παρουσία του Χριστού σε κάθε βήμα της ζωής μας∙ να είμαστε ευγνώμονες απέναντί Του για την ύπαρξή μας και για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας∙ να είμαστε προσανατολισμένοι στην αληθινή πατρίδα, συνεπώς με ετοιμότητα φυγής από το εδώ προς το εκεί: η συνοπτική προτροπή του αγίου Ιωάννη, ο οποίος επειδή ζούσε, καθώς είπαμε, αυτά που έλεγε παρουσιαζόταν εν χάριτι με το αληθινό του πρόσωπο: ως ένας άλλος Χριστό στον κόσμο.

(Και παρενθετικά ας προσθέσουμε κι ένα άλλο απόσπασμά του που έρχεται να ρίξει περισσότερο φως στον σχολιασθέντα λόγο του: «Γιατί να κοιτάζουμε το μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ας παραδοθούμε σαν παιδιά στον Ουράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Με τις υποψίες βασανίζεις μόνο τον εαυτό σου και δεν εξυπηρετείς τον σκοπό που έταξες. Βλάπτεις ακόμη και τον εαυτό σου με το να φαντάζεσαι εκ των προτέρων ότι υπάρχει κακό εκεί όπου πιθανόν δεν υπάρχει τίποτε. Εφόσον εμείς δεν κάνουμε κακό σε κανένα, ας μας κάνουν οι άλλοι, αν το επιτρέπει αυτό ο Θεός»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των Αποστόλων, δεύτερος μετά τον Εύοδο επίσκοπος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, μαθητής του Ιωάννου του Θεολόγου μαζί με τον επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων Πολύκαρπο. Οδηγήθηκε στον βασιλιά Τραϊανό, όταν αυτός διάβαινε προς τους Πάρθους. Κι αφού ο βασιλιάς συζήτησε επ’ αρκετόν μαζί του και διεπίστωσε το αμετάθετο της πίστεώς του στον Χριστό, αμέσως έδωσε εντολή να τον κτυπήσουν με μολύβδινες σφαίρες. Κι αφού του άπλωσαν τα χέρια, του έβαλαν φωτιά. Του έφλεξαν στη συνέχεια τις πλευρές με αναμμένα ξύλα βουτηγμένα στο λάδι, τον έβαλαν να σταθεί πάνω σε άνθρακες, του χάραξαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Επειδή όμως υπερίσχυσε σε όλα αυτά, στάλθηκε δεμένος με συνοδεία δέκα στρατιωτών στη Ρώμη, για να γίνει τροφή των θηρίων. Αφού οδηγήθηκε στη Ρώμη και στήριξε κατά την πορεία του τις Εκκλησίες των πόλεων από τις οποίες  διερχόταν, προσευχήθηκε να φαγωθεί από τα θηρία, ώστε, όπως έλεγε, να γίνω καθαρός άρτος στον Θεό. Γι’ αυτό, όταν ρίχτηκε στο αμφιθέατρο, κατασπαράχθηκε από τα λιοντάρια που τα άφησαν να επιπέσουν εναντίον του, αφήνοντας από αυτόν μόνον τα παχύτερα από τα οστά του, τα οποία μαζεύτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Αντιόχεια. Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν ο μακάριος εκείνος, τον οποίο, όταν ακόμη ήταν νήπιο, λένε ότι τον αγκάλιασε ο Δεσπότης Χριστός και είπε: Εάν κανείς δεν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδί αυτό, δεν πρόκειται να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Και όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, εμένα δέχεται. Για τον λόγο αυτό κλήθηκε και Θεοφόρος. Αυτόν τίμησε με εγκώμια και ο άγιος πατέρας μας Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».

Δεν θα σταθούμε στις όντως εκ φωτός Θεού ποιητικές συλλήψεις του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Ανδρέου Κρήτης για τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Δεν θα επιμείνουμε δηλαδή στη σύνδεση που επιχειρεί να κάνει μεταξύ Χριστουγέννων και εορτής του αγίου («η φωτοφόρος ημέρα των λαμπρών αγώνων σου προκηρύσσει σε όλους αυτόν που γεννήθηκε από Παρθένο. Διότι διψώντας να απολαύσεις πάρα πολύ τον Κύριο από πόθο, έσπευσες να φαγωθείς από τα θηρία»), ούτε στον παραλληλισμό που επιχειρεί μεταξύ αυτού και του πατριάρχη Αβραάμ, θέλοντας να τονίσει το μέγεθος της θυσίας του και βρίσκοντας και πάλι ευκαιρία να αναφερθεί στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού («Ο Αβραάμ κάποτε θυσίαζε τον υιό του Ισαάκ, προτυπώνοντας έτσι τη σφαγή Αυτού που κατέχει τα πάντα και σπεύδει τώρα να γεννηθεί σε σπήλαιο∙ κι εσύ, θεόφρον, πρόσφερες όλον τον εαυτό σου σαν σφάγιο στον Κτίστη σου»). Ούτε όμως ακόμη θα αναφερθούμε στη σπουδαία αφαιρετικής μορφής έμπνευσή του, να δει αφενός ως δημίους του αγίου  τα σιαγόνια των λιονταριών, αφετέρου ως τάφο του τα σπλάχνα και τα στομάχια εκείνων: «Τα δόντια των θηρίων, λέγει, ας γίνουν για μένα ξίφη και ρομφαίες και σφαγές, ενώ τάφος μου ας είναι τα σπλάχνα των λιονταριών».

Εκείνο που κυρίως αξίζει να τονίσει κανείς περισσότερο από την κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου Ιγνατίου είναι ό,τι ο άγιος Ανδρέας Κρήτης σημειώνει, θέλοντας να δείξει τη διπλή διάσταση του έργου του και συνεπώς την προσφορά του στην Εκκλησία: το μαρτύριο και την ποιμαντική του. «Ας υμνηθεί ο Ιγνάτιος, ο μέγας Ιερέας, με διπλό στεφάνι: ως μάρτυρας και ως Ποιμένας». Γιατί η επικέντρωση κυρίως στο μαρτύριο και την ποιμαντική του; Διότι αφενός ήταν εκείνος ο αποστολικός πατέρας που θεολόγησε περί του μαρτυρίου, ως γεγονότος που αποτελεί απάντηση αγάπης και έρωτος στην αγάπη και τον έρωτα του ίδιου του εν Χριστώ Θεού μας, όπως μαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Πρώτα μας αγάπησε ο Χριστός, Αυτός πρώτα θυσιάστηκε για εμάς, και εμείς έπειτα με τη δύναμη Εκείνου μπορούμε και Τον αγαπάμε, κι ακόμη και  θυσιαζόμαστε για Εκείνον.

Ο τονισμός της αγάπης προς τον Χριστό ως θερμού έρωτα προς Εκείνον αποτελεί τον πυρήνα της εν Χριστώ ύπαρξης του αγίου Ιγνατίου. Δεν μιλάμε για μία απλή στροφή του νου και της καρδιάς προς Εκείνον. Δεν μιλάμε για μία συμπάθεια. Τέτοιες καταστάσεις θεωρούνται τα πρώτα σκαλοπάτια, που υποβαθμίζουν πολύ  αυτό που ένιωθε ο άγιος Ιγνάτιος. Η αγάπη του προς τον Χριστό, κυριολεκτικά φωτιά πυρακτωμένη στο έπακρον,  μπορεί να παραλληλισθεί μόνον με τα ανάλογα αισθήματα και τις πνευματικές εμπειρίες των αποστόλων Ιωάννου και Παύλου.  Δεν είναι τυχαίο ότι τον χαρακτήρισαν συνεχιστή των δύο αυτών μεγάλων αποστόλων, που ζούσαν  σε σχέση ταύτισης με τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος υμνογράφος δεν παύει να εξυμνεί, στο μεγαλύτερο τμήμα της ακολουθίας που συνέθεσε,  ακριβώς αυτόν τον θερμό έρωτα του αγίου προς τον Κύριο.

  «Ιερώτατε Ιγνάτιε, συ που πληγώθηκες από την τέλεια αγάπη, όταν ο φλογισμένος έρωτας σού κατέφλεγε την ψυχή, βιάζοντάς σε να πορευτείς, Πάτερ, προς τον Δεσπότη Κύριο»∙ «Φλογισμένος στο πνεύμα πάντοτε, ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος, έκραζε με πόθο, μέσα στους κινδύνους: Με χαρά καταδιώκω τον Χριστό, είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, αλλά, λέγει, ζει μέσα μου αποκλειστικά ο Χριστός»∙ «Σπεύδω να γίνω μαθητής του Χριστού. Μόνο τον Χριστό επιθυμώ. Διότι όλος ανήκω σ’ Αυτόν, φώναζες αθλητή. Αυτός είναι η επιδίωξή μου, Αυτόν βιάζομαι να φθάσω. Και γι’ αυτό τη φωτιά και το ξίφος και τα θηρία, όλα τα υπομένω, προκειμένου να συναντηθώ μαζί Του».

Κι εκτός από το μαρτύριο ο άγιος Ανδρέας Κρήτης τονίζει αφετέρου την ποιμαντική του ιερομάρτυρα Ιγνατίου. Ο άγιος Ιγνάτιος υπήρξε ο ποιμένας που ακριβώς θεολόγησε προς χάρη του ποιμνίου του. Και βεβαίως ήταν αληθινός ποιμένας, γιατί αυτό που δίδασκε πρώτα το ζούσε, φτάνοντας στο σημείο και της θυσίας του εαυτού του προς χάρη του Χριστού και των πιστών του. Κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Κι αυτήν τη θυσιαστική αγάπη του την βλέπουμε αποτυπωμένη στις εξαίσιες και Καινοδιαθηκικού ύψους επιστολές του. Με τις επιστολές που άφησε ο άγιος ιερομάρτυρας, καρπός των τελευταίων ημερών του, στην πορεία του προς τη Ρώμη και το μαρτύριό του, καταθέτει την ίδια την ψυχή του και το βάθος της αγάπης του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Σ’ αυτές βλέπουμε τον αληθινό μέγα ιερέα Ιγνάτιο, να ιερουργεί τον ίδιο τον εαυτό του, προσφέροντάς τον θυσία στον Χριστό. Σαν το σιτάρι που αλεσμένο από τα δόντια των θηρίων και φλογισμένο στη φωτιά της αγάπης κατατίθεται ως καθαρός άρτος ενώπιον του Χριστού. «Είμαι σιτάρι του Δημιουργού Θεού και με τα δόντια των θηρίων πρέπει να αλεστώ οπωσδήποτε, προκειμένου να φανώ στον Λόγο Χριστό, τον Θεό μας, καθαρότατος άρτος».

Δεν είναι όμως οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μνημείο μόνο της αγάπης του προς τον Χριστό. Μέσα σ’ αυτές περιέχονται και οι απόψεις του που στήριξαν την Εκκλησία σε εποχή που κινδύνευε αυτή από διαφόρους αρνητές της. «Μιμούμενος  τους κινδύνους που πέρασε στα διάφορα μέρη ο Παύλος, Ιγνάτιε, και όντας δέσμιος, δεν σταμάτησες καθόλου να στηρίζεις με πυκνά γράμματα τις Εκκλησίες του Χριστού». «Δεν έπαυσες και δέσμιος ακόμη να στηρίζεις τις Εκκλησίες, στέλνοντας επιστολές, από κάθε πόλη που περνούσες, σε όλους τους ιεράρχες του Χριστού, και λέγοντάς τους να έχουν θάρρος». Ο άγιος Ανδρέας βεβαίως λόγω της φύσεως του έργου του: να εγκωμιάσει τον άγιο Ιγνάτιο, δεν προσδιορίζει, πέραν της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό, και τις άλλες αλήθειες και προτροπές του. Κι αυτά που τόνιζε,  πράγματι ήταν στηριγμός που έσωσαν την Εκκλησία από τους κινδύνους των αιρετικών: τη θέση του επισκόπου, ως ορατού κέντρου της Εκκλησίας, την ενότητα επομένως αυτής που υπάρχει από τον επέχοντα θέση Χριστού επίσκοπο, τη συμμετοχή στη μία Θεία Ευχαριστία, την οποία τελεί σε κάθε τόπο ο Επίσκοπος. Η θεολογία του αγίου Ιγνατίου, η πρώτη σοβαρή μετά τους Αποστόλους θεολογία της Εκκλησίας, είναι όντως μεγαλειώδης. Ο άγιος υμνογράφος όμως είπαμε, γνώστης της θεολογίας αυτής, δεν έχει την «πολυτέλεια» να την προσφέρει ως ύμνο στο πλήρωμα των πιστών. Του αρκεί, και αρκεί και σε εμάς βεβαίως, η θερμότητα που εισπράττουμε από τον Θεοφόρο άγιο, ιερομάρτυρα Ιγνάτιο. (Είναι τυχαίο άραγε ότι και το ίδιο το όνομά του: Ιγνάτιος προέρχεται από το λατινικό ignis, που σημαίνει φωτιά;) Ο έρωτάς του για τον Χριστό άλλωστε ήταν τέτοιος, που επικάλυπτε και επικαλύπτει τα πάντα.

19 Δεκεμβρίου 2022

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 

«Ἡ Παρθένος σήμερον, τόν προαιώνιον Λόγον, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως. Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον μετά Ἀγγέλων καί τῶν Ποιμένων, βουληθέντα ἐποφθῆναι, παιδίον νέον, τόν πρό αἰώνων Θεόν». ( Προεόρτιο κοντάκιο σέ ἦχο γ΄).

(Ἡ Παρθένος Κόρη σήμερα, ἔρχεται νά γεννήσει μέ τρόπο ἀνέκφραστο τόν προαιώνιο Λόγο του Θεού μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο. Ξεκίνα χορό ὅλη ἡ οἰκουμένη τώρα πού τ’ ἄκουσες, δοξολόγησε μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί τούς βοσκούς τόν προαιώνιο Θεό που θέλησε νά φανερωθεῖ στόν κόσμο σάν ἕνα μικρό βρέφος).

Σχεδόν ἕνα μήνα τώρα ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει γιά τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων. Δέν εἶναι μόνον ἡ σαρανταήμερη νηστεία, δέν εἶναι μόνον οἱ καθημερινές λειτουργίες, εἶναι κυρίως τό περιεχόμενο τοῦ λόγου της μέσα ἀπό τήν ὑμνολογία πού μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά τό ὑπερφυές γεγονός τῆς Γέννας τοῦ Θεοῦ μας ὡς ἀνθρώπου στόν κόσμο τοῦτο. Και μάλιστα τό προεόρτιο κοντάκιο τῶν Χριστουγέννων, κάθε Κυριακή ἐδῶ καί καιρό, μᾶς μηνοῦσε καί ἐξακολουθεῖ νά μᾶς μηνάει καί γιά τό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, ἀλλά καί γιά τόν τρόπο ὑποδοχῆς της. Καί τί μᾶς λέει; Ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἄσαρκος ἀκόμη Θεός, «κλίνει οὐρανούς» καί ἔρχεται ἐπί τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος. Διάκονοι τοῦ παράδοξου αὐτοῦ μυστηρίου ἡ Παρθένος κόρη Μαριάμ, ἀλλά καί ἡ ἄλογη φύση στό «πρόσωπο» τοῦ σπηλαίου. Καί τώρα πού γίνεται γνωστό τό μυστήριο καλεῖται ὅλη ἡ οἰκουμένη, οἱ ἄγγελοι, οἱ ποιμένες τῆς Ἰουδαίας νά μετάσχουν σ’ αὐτό μέ τόν μόνο  τρόπο πού μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ κτιστή φύση ἀπέναντι στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ: μέ τόν ἐνθουσιασμό τοῦ χοροῦ καί μέ τίς δοξολογικές φωνές – «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε». Ἀρκεῖ νά μή ξεχνᾶμε ὅτι δοξολογοῦμε τόν Θεό μέ τόν λόγο μας, όταν αὐτός ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἁγιασμένης ζωῆς μας, τῆς ζωῆς δηλαδή πού πορεύεται μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ - ὅ,τι μαρτυρεῖ ἡ ζωή τῆς Παναγίας καί ὅλων τῶν ἁγίων μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ

«Ο άγιος Βονιφάτιος ήταν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού, δούλος κάποιας γυναίκας συγκλητικής, ονόματι Αγλαΐδος, κόρης του ανθυπάτου της Ρώμης Ακακίου, και είχε παράνομες σχέσεις με την κυρία του. Ήταν μάλιστα μέθυσος, αλλά παράλληλα και ελεήμων και φιλόξενος, με μαλακή καρδιά  στις συμφορές των ανθρώπων και στις ικεσίες τους. Το ίδιο και η κυρία του ήταν ελεήμων και φιλομάρτυς. Κάποια ημέρα λοιπόν η Αγλαΐς είπε στον Βονιφάτιο: Πήγαινε στην Ανατολή, εκεί που μαρτυρούν οι άγιοι, και φέρε λείψανα μαρτύρων, ώστε να τα έχουμε για  βοήθεια και ψυχική σωτηρία. Ο Βονιφάτιος είπε γελώντας: Εάν φέρω το δικό μου λείψανο, θα το δεχτείς; Γέλασε κι αυτή κι αφού τον χαρακτήρισε μέθυσο, έπειτα τον νουθέτησε, του ευχήθηκε και τον έστειλε δίνοντάς του χρήματα. Ο Βονιφάτιος λοιπόν έφυγε μαζί με δώδεκα δούλους και πολύ χρυσάφι για την Κιλικία, εκεί που βασανίζονταν οι άγιοι, βρήκε αγίους άνδρες να αθλούνται στα μαρτύρια της πίστεως και καταφιλούσε τα δεσμά και τις πληγές τους. Παρακινήθηκε κι αυτός και πήγε ενώπιον του ηγεμόνα, ομολογώντας ότι και ο ίδιος είναι χριστιανός. Συνελήφθη αμέσως, οπότε τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω, και του έγδερναν τις σάρκες με σκληρότητα, του έμπηξαν έπειτα μυτερά καλάμια στα νύχια του, του έριξαν λιωμένο μολύβι στο στόμα του και τον έβαλαν με το κεφάλι μέσα σε καζάνι πίσσας που έβραζε. Σε όλα αυτά διέμεινε αβλαβής, ενώ πέθαναν πενήντα άνδρες από τους δημίους. Στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος, αλλά αντί για αίμα έρευσε γάλα, θαύμα που έκανε πενήντα άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν. Εν τω μεταξύ οι δούλοι που είχαν έλθει μαζί του από τη Ρώμη και που δεν είχαν μάθει τι είχε συμβεί, γιατί θεώρησαν ότι κατά τη συνήθειά του άργησε από την καταφυγή του στα καπηλειά και τις μέθες, μόλις έμαθαν από τους στρατιώτες τα επί μέρους βασανιστήρια που υπέμεινε μέχρι την τελείωσή του, βρήκαν το λείψανό του. Πρόσπεσαν τότε στον άγιο και ζήτησαν συγνώμη για όσα άσχημα σκέφτηκαν και είπαν γι’ αυτόν, οπότε στη συνέχεια αφού έδωσαν πεντακόσια νομίσματα αγόρασαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Ρώμη. Η δε κυρία του Αγλαΐς, αφού της αποκαλύφθηκαν  όλα  από άγγελο Κυρίου, έτρεξε να τον  προϋπαντήσει και να τον υποδεχτεί. Τον τίμησε με λαμπρό τρόπο και τον κήδεψε μεγαλοπρεπώς, πεντακόσια στάδια έξω από την πόλη. Ύστερα  του ανήγειρε ναό στο όνομά του, στο μέσο της πόλεως, στο σπίτι της, και τον μετέφερε εκεί, όπου καθημερινά προχέει πηγές ιαμάτων. Και εκείνη έκτοτε έζησε όσια και θεάρεστα, και με την καλή αυτή πολιτεία της παρέδωσε το πνεύμα εν ειρήνη στον Θεό».

Παράδοξα αυτά που τελεσιουργούνται στη ζωή του αγίου Βονιφατίου.  Μέθυσος αυτός,  λάγνος, πόρνος και μοιχός μεταστρέφεται αιφνιδίως στην πίστη του Χριστού. Κι όχι μόνον αυτό: η μεταστροφή του συνοδεύεται με θαρραλέα ομολογία του Χριστού, τέτοια που τον οδηγεί στο να υποστεί  πάμπολλα μαρτύρια που είναι αδύνατο να υπομείνει ένας άνθρωπος, που μέχρι εκείνη την ώρα κυλιόταν στο βούρκο της φιληδονίας. Κι ακόμη περισσότερο: το μαρτύριό του φανερώνεται ότι γίνεται αμέσως αποδεκτό από τον Κύριο κ α ι  με το γάλα που έρευσε αντί αίματος την ώρα της αποτομής της κεφαλής του κ α ι  με το τίμιο λείψανό του, που έκτοτε πρόχεε «πηγάς ιαμάτων» κατά το συναξάρι του. Πού είναι η συνήθης πορεία των μαρτύρων του Χριστού, που μέχρι να φτάσουν στο μαρτύριο είχαν κατηχηθεί στην πίστη και είχαν ενισχυθεί από εκείνους που θεωρούνταν οι «αλείπτες» τους; Πού είναι η επιφύλαξη όλων εκείνων που δεν επέτρεπαν το μαρτύριο υπέρ Χριστού, αν οι υποψήφιοι μάρτυρες δεν είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτό, με πνευματικά αγωνίσματα, με εξομολόγηση, με συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, κι αυτό με τον δικαιολογημένο φόβο μήπως καμφθούν μπροστά στα βάσανα; Στο μαρτύριο του αγίου Βονιφατίου έχουμε την ακύρωση όλων των «κανονικών» αυτών  προϋποθέσεων. Έχουμε μία άνωθεν επέμβαση, του ίδιου του Χριστού, που προκαλεί την αλλοίωση της καρδιάς του, ώστε διά μιας να φτάσει στο χαρισματικό σημείο του μαρτυρίου. «Φάνηκες ανώτερος από τα σαρκικά αμαρτωλά φρονήματα, με αλλοίωση που σου προκάλεσε ο Θεός, μάρτυς Βονιφάτιε, και υπέμεινες με χαρά κατά τρόπο μαζεμένο την προσβολή των βασάνων».

Κι όμως! Υπάρχει κάτι στην πρότερη αμαρτωλή ζωή του Βονιφατίου, που προφανώς αυτό υπήρξε η πρόκληση για την πλούσια ενέργεια της χάρης του Θεού: το φιλεύσπλαχνο του χαρακτήρα του. Να σημειώσουμε ακριβώς τα λόγια του συναξαρίου: «Ην δε και μέθυσος, αλλά και ελεήμων, και φιλόξενος και συμφοραίς ανθρώπων και ικεσίαις επικαμπτόμενος». Να το «μυστικό». Να αυτό που «έκαμψε» τον παντοδύναμο Κύριο: η θεοείδειά του λόγω της ελεήμονος καρδίας του. Το συμπέρασμα είναι προφανές: άνθρωπος ελεήμων, ακόμη και βουτηγμένος σε όλα τα σαρκικά πάθη κι αν είναι, δεν πρόκειται να χαθεί. Η χάρη του Θεού θα τον καλέσει, την ώρα που εκείνη θα κρίνει. Μέσα σε τέτοιον άνθρωπο λειτουργεί ο Θεός, έστω κι αν όλα εξωτερικά φαντάζουν ανάποδα και αμαρτωλά. Και το ξέρουμε και από άλλα ανάλογα περιστατικά της ζωή των αγίων μας. Η Ταϊσία η πόρνη για παράδειγμα. Βουτηγμένη και αυτή στα πάθη της ατιμίας. Κι όμως ελεήμων και φιλεύσπλαγχνος. Γι’ αυτό  κυνηγημένη από τη χάρη του Θεού. Γι’   αυτό αργότερα μετανοημένη και αγία και θαυματουργός. Ποιος μπορεί έτσι να βγάλει κρίσεις για τους συνανθρώπους του; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να καυχηθεί για τη δική του ηθική ζωή; Και βεβαίως καταλαβαίνουμε έτσι ότι αν η ελεήμων καρδία, έστω και με το περίβλημα της σαρκολατρείας, φέρνει τόση χάρη από τον Θεό σε δεδομένη στιγμή, πόσο περισσότερη θα φέρει όταν είναι συνδυασμένη και με καλή και ενάρετη ζωή;

Δεν μπορούμε όμως να μη σημειώσουμε και το αυτονόητο: ο άγιος Βονιφάτιος βεβαίως οδηγήθηκε στο ύψος του μαρτυρίου και της αγιότητος λόγω της καλής καρδιάς του, όμως η αγάπη προς τον Θεό πυροδοτήθηκε, όταν είδε μπροστά του τα μαρτύρια των άλλων αγίων. Εκεί, στην έμπρακτη πίστη, τη μέχρι θυσίας, είδε την αλήθεια του Θεού και της χριστιανικής πίστεως. Και ζήλεψε τους μάρτυρες. Κι αυτό μεταξύ άλλων επισημαίνει και ο υμνογράφος: «Ζήλεψες με πρόθυμο λογισμό τους αγώνες των γενναίων αθλητών, ιερέ Βονιφάτιε, και άθλησες με σταθερότητα και νέκρωσες το φίδι με τους ζωηφόρους αγώνες σου».

Ο υμνογράφος του αγίου δεν μπορεί να μη θυμηθεί ότι ο Βονιφάτιος εορτάζεται λίγες ημέρες πριν από τα άγια Χριστούγεννα. Και ψάχνει και βρίσκει αφορμή να συνδέσει την εορτή του με το υπερφυές γεγονός της Γέννησης του Κυρίου. Και τη βρίσκει: από τη Δύση ορμήθηκε να πάει στην Ανατολή για να βρει λείψανα μαρτύρων. Σαν να ήταν η Ανατολή ένα αστέρι, που τον καθοδήγησε προς τον γεννηθέντα Χριστό. Όπως λοιπόν και οι εκ Περσίδος μάγοι καθοδηγήθηκαν από το αστέρι για να φτάσουν στον Χριστό, έτσι κι αυτός. Βρίσκει μάλιστα και την αντιστοιχία των δώρων. Χρυσό και λιβάνι και σμύρνα προσέφεραν οι μάγοι∙ πίστη, ελπίδα και αγάπη προσφέρει εκείνος, κι ακόμη περισσότερο: τον ίδιο του τον εαυτό -  το πιο καθαρό και άμωμο δώρο. «Όπως ο αστέρας της Ανατολής οδήγησε τους εκ Περσίας μάγους να προσκυνήσουν τον Χριστό που ευδόκησε να γεννηθεί σε σπήλαιο, και να Του προσφέρουν δώρα, λιβάνι και σμύρνα και χρυσάφι, έτσι και σένα, θείο κάλεσμα σε έφερε από Δυσμάς να προσκυνήσεις τον Χριστό και να Του προσφέρεις την Πίστη, την Αγάπη και την Ελπίδα. Γι’ αυτό πρόσφερες στον Χριστό σαν άμωμο και καθαρό δώρο ολόκληρο τον εαυτό σου». Πράγματι, σημαντικότερο δώρο στον Χριστό για την ευλογία του ερχομού Του στον κόσμο από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού, και μάλιστα την εν μετανοία κατάθεση των αμαρτιών μας, δεν υπάρχει.

17 Δεκεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...» (῾Εβρ. 11, 39)

᾽Εποποιΐα τῆς πίστεως ἔχει χαρακτηρισθεῖ τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἀκούγεται κάθε φορά τήν Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. ᾽Εποποιΐα γιατί φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας ὅτι ἡ πίστη ἀποτελεῖ τό ἀκαταμάχητο ὅπλο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσκολίες  καί ὅλα τά ἐμπόδια τῆς ζωῆς αὐτῆς καί ἐξέρχεται νικητής. ῾Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα᾽. Θά μποροῦσε κανείς νά ἔβαζε ὡς τίτλο τοῦ ἀποσπάσματος τή φράση τῆς ᾽Αποκάλυψης τοῦ ᾽Ιωάννου ῾αὕτη ἡ πίστις ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν᾽. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἄν ὁ ᾽Αβραάμ καί οἱ μετά ἀπό αὐτόν Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ μεγαλούργησαν, ἄν οἱ Κριτές καί οἱ Βασιλεῖς τοῦ ᾽Ισραήλ ἐξῆλθαν νικητές στούς διαφόρους πολέμους, ἄν τελικῶς οἱ Προφῆτες ἔστω καί μέ τόν θάνατό τους παρέμειναν ζωντανοί στή μνήμη καί τή ζωή τοῦ λαοῦ, ἦταν ἀκριβῶς γιατί κινητήρια δύναμή τους εἶχαν τήν πίστη τους στόν Θεό, ἡ ὁποία τούς ἔκανε νά ζοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι ἔτσι τά διαχρονικά πρότυπα γιά ὅλους τούς πιστούς. ῾Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...᾽. ῞Ολοι αὐτοί ἔδωσαν καλή μαρτυρία γιά τήν πίστη τους.

1. Δέν μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν πίστη ἡ ὁποία χαρακτηρίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο καί τόν παρακολουθεῖ σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς του, τόσο πού νά ὁρίζεται αὐτός ὡς τό κατεξοχήν πιστεῦον ὄν. Γιά τήν πίστη-ἐμπιστοσύνη δηλαδή  πού φανερώνει ἤδη ἀπό μικρό παιδάκι μέχρι τά γηρατειά του σέ κάθε ἐπίπεδο ζωῆς προκειμένου νά διακρατηθεῖ στή ζωή, ὅπως ὅτι οἱ γονεῖς του εἶναι πράγματι γονεῖς του, ὅτι γιά νά σταθεῖ ὄρθιος στά πόδια του πρέπει ἀκριβῶς νά τό πιστέψει, ὅτι γιά νά κυκλοφορήσει ἔξω στόν κόσμο – καί σ᾽ ἕνα λεωφορεῖο νά ἀνέβει – μέ τήν προϋπόθεση τῆς πίστεως θά τό κατορθώσει.

Κι οὔτε μιλᾶμε βεβαίως γιά τήν πίστη γενικά καί ἀόριστα σέ θεό ἤ θεούς, διότι τέτοια πίστη ὑπάρχει καί ἀπαντᾶται σέ ὅλες τίς θρησκεῖες καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους - ἔστω καί τούς θεωρουμένους ἀθέους - ἡ ὁποία ὅμως δέν ὁδηγεῖ σέ σωτηρία τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔννοια τῆς εὑρέσεως τοῦ ζωντανοῦ καί ἀληθινοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς τῆς πραγματώσεως τοῦ ἀληθινοῦ του προσώπου. Χωρίς δηλαδή νά ἀμφισβητεῖται ἡ πραγματικότητα τῆς πίστεως σέ Θεό, ἐκεῖνο πού ἀμφισβητεῖται εἶναι τό ῾ἀντικείμενο᾽ τῆς πίστεως: ποιός Θεός λατρεύεται. Διότι κατά τή χριστιανική μας πίστη οἱ ἐκτός Χριστοῦ λατρευόμενοι ῾θεοί᾽ εἶναι ἤ τό τίποτε: τά εἴδωλα τοῦ σκοτισμένου λόγω τῆς ἁμαρτίας νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἤ τά πονηρά πνεύματα. ῾Μή παντί πνεύματι πιστεύετε᾽ φωνάζει ἐν προκειμένῳ ὅ ἄγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος.

2. ῾Η πίστη γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τόσο στήν πρώτη φάση της τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καί στή δεύτερη τῆς Καινῆς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔδειξαν πίστη οἱ δίκαιοι καταρχάς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ἀκριβῶς στόν ὑπό τό σκότος τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας εὑρισκόμενο ἄνθρωπο φανερώθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ᾽Επειδή δηλαδή ἡ ἁμαρτία διάβρωσε τόν ἄνθρωπο καί ἔχασε τήν ἐπαφή του μέ τόν Δημιουργό του Θεό – καμία ῾σκάλα᾽ δέν μποροῦσε νά στηθεῖ ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου γιά νά βρεῖ τόν Θεό – γι᾽ αὐτό καί ᾽Εκεῖνος κινούμενος ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός τά πλάσματά Του ἀποκαλύπτεται, μέ ἀποκορύφωση τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου. ῎Ετσι ὁ ᾽Αβραάμ, οἱ Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ, οἱ Κριτές, οἱ Προφῆτες ἀνταποκρίνονται σέ συγκεκριμένη κλήση τοῦ Θεοῦ. ῾Η πίστη τους ἦταν τό ῾ναί᾽ πού ψέλλισε ἡ καρδιά τους, ὅταν ἐκείνη ἐνύγη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μεγάλου Πατέρα.

Κι ἐκεῖ πού ἡ πίστη βρῆκε τή μεγαλύτερη καθαρότητά της ἦταν ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, προκειμένου νά μᾶς φανερώσει στό ἀπόλυτο δυνατό τό ἀληθινό Του πρόσωπο καί νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ὅ,τι ἀδυνατοῦσε καί ἀδυνατεῖ νά συλλάβει τό ἀνθρώπινο μυαλό: τήν ἐνσωμάτωση στόν ἑαυτό Του, δηλαδή  νά εἴμαστε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Η πίστη στόν Χριστό πιά λόγω τῆς ἐξαίρετης χαρισματικῆς καταστάσεώς της προϋπέθετε καί προϋποθέτει τήν πιό οὐσιαστική βοήθεια τοῦ ῎Ιδιου: νά μᾶς τήν προσφέρει ᾽Εκεῖνος, ἀρκεῖ νά δεῖ τήν καλή δική μας διάθεση. Μέ ἄλλα λόγια, ἀπαιτεῖται ἡ καλή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος νιώθει νά στρέφεται πρός τόν Χριστό καθώς ὁ Θεός ἀσκεῖ ἑλκτική δύναμη σ᾽ αὐτόν - ἕνα εἶδος πρώτης πίστεως - κι ἔπειτα ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πρώτη αὐτήν πίστη ζητήσει τόν Χριστό, τήν ἀποκτᾶ στήν ὁλοκληρία της καθώς βαπτίζεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί γίνεται μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς τοῦ ζωντανοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς: ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Καί: ῾ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται᾽.

3. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πίστη στόν ἀποκαλυμμένο Θεό δέν εἶναι ἀδράνεια καί ἐπανάπαυση. Θέτει τόν ἄνθρωπο σέ ἐνέργεια τέτοια πού φθάνει στό βαθμό τῆς θυσίας: ὁ Θεός ὁδηγεῖ πιά τόν ἄνθρωπο σ᾽ ὅ,τι συνιστᾶ τό ἅγιο θέλημά Του, πού σημαίνει ὅτι κύριο γνώρισμα τῆς πίστης αὐτῆς εἶναι ἡ ὑπακοή σ᾽ ᾽Εκεῖνον. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας θέτει ὡς διαχρονικό πρότυπο ἀληθινῆς πίστεως τόν ᾽Αβραάμ. Τόν γίγαντα αὐτόν πού ὑπακούει στήν κλήση τοῦ Θεοῦ νά ἐγκαταλείψει τή χώρα καί τήν οἰκογένειά του, πού καλεῖται νά πιστέψει - ὅπως καί πίστεψε -  ὅτι ἡ γερόντισσα γυναίκα του Σάρρα θά γεννήσει τόν γιό του, πού δέχεται ἐν πίστει νά θυσιάσει ἔπειτα τόν μονάκριβο ἀπό τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ υἱό του, ἄσχετα ὅτι τελικῶς μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ δέν πραγματοποιεῖ τή θυσία αὐτή. ῾Η πίστη ὡς ὑπακοή στόν Θεό μέ ἄλλα λόγια δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο σέ ἡσυχία. ῾Ο ἄνθρωπος τῆς πίστης στόν ἀληθινό Θεό βρίσκεται ἀδιάκοπα σέ κατάσταση ἐγρήγορσης: νά βρίσκεται ἐκεῖ πού κάθε φορά, ὅπως εἴπαμε, τόν καλεῖ ὁ Θεός.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ἀφενός αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι γιά τήν πίστη, ὅτι δηλαδή πρόκειται γιά μία ὅραση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ: ὁ ἄνθρωπος περπατᾶ στή ζωή αὐτή ὄχι ἁπλῶς μέ τά σωματικά του μάτια, ἀλλά μέ τά μετασκευασμένα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ - ῾διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους᾽ καί: ῾πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων᾽ - ἀφετέρου αὐτό πού ἐπισημαίνει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος, ὅτι δηλαδή ἡ παραπάνω πίστη βιώνεται στό ἑκάστοτε παρόν ὡς ἀγάπη: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ τελευταία ἐπισήμανση τοῦ ἀποστόλου, διότι μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ζωντανή καί ἀληθινή ὅταν μᾶς συνδέει διαρκῶς μέ τόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος ῾ἀγάπη ἐστί᾽. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι τό ζητούμενο στήν πίστη μας εἶναι νά εἴμαστε ἐν Θεῷ, νά κρατᾶμε στήν ὕπαρξή μας αὐτό πού ᾽Εκεῖνος μᾶς ἔδωσε, δηλαδή τόν ἴδιο τόν ῾Εαυτό Του, κι ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος εἶναι ἀγάπη, ἄλλος δρόμος ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί Του, ἄλλος δρόμος πίστης δηλαδή, πέραν τῆς ἀγάπης δέν ὑπάρχει. Πιστεύω θά πεῖ τελικῶς ἀγαπῶ.

Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοί μας διδάσκουν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική βίωση τῆς πίστης τους ὅτι ἄν κανείς θέλει νά στέκεται στήν πίστη καί νά τήν αὐξάνει, πρέπει νά εἶναι ἀνοικτός ἐν ἀγάπῃ πρός τόν συνάνθρωπό του, νά μή τοῦ κρατάει κακία, νά τοῦ δίνει πλούσια τή συγγνώμη του, ὅπως καί τό νά ἔχει κανείς πίστη στόν Θεό, ἔστω καί στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν σημαίνει τίποτε χωρίς αὐτήν τήν ἀγάπη. Κι ἀκόμη περισσότερο, ὅτι τήν ὅποια νομιζόμενη πίστη του θά τή χάσει σύντομα, γιά νά μή ποῦμε ὅτι στήν περίπτωση αὐτή τῆς χωρίς ἀγάπη πίστης κινεῖται στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τόν Πονηρό διάβολο. Διότι καί ῾τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽.

Μία ἀνάσα πρίν τά Χριστούγεννα ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔρχεται φιλάνθρωπα νά μᾶς ὑπενθυμίσει: ἄν δέν ἐνεργοποιήσουμε τήν πίστη μας μέ τόν τρόπο τῆς ἀγάπης πού φανέρωσε ὁ Χριστός, δυστυχῶς τά Χριστούγεννα θά παραμείνουν γιά μία ἀκόμη φορά ἄπιαστο ὄνειρο. Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι δῶρα καί ξενύχτια καί λαμπιόνια στά δέντρα. Βιώνονται στό μυστικό βάθος τῆς καρδιᾶς μας, ἐκεῖ πού μπορεῖ νά ἀνατείλει καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. ῎Αν ἡ καρδιά μας εἶναι γεμάτη ἀπό τά ῾μπάζα᾽ τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν μας, ἡ καλύτερη ὥρα γιά νά τά ἀποτινάξουμε εἶναι τώρα, ἐνόψει τῆς ῾Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν᾽. Τώρα μποροῦμε ἐν μετανοίᾳ νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά καθαρίσει τόν στάβλο τῆς καρδιᾶς μας αὐτῆς. ῎Ας θυμηθοῦμε τόν ἅγιο ῾Ιερώνυμο πού ἤθελε νά ζήσει ἀληθινά τή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί Τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ πεῖ τί δῶρο νά Τοῦ προσφέρει γιά τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο! Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτή πού λέει καί σέ ἐμᾶς σήμερα καί πάντα: ῾δῶσε μου, ῾Ιερώνυμε, τίς ἁμαρτίες σου γιά νά τίς καθαρίσω᾽! ῾Η μετάνοιά μας πού φανερώνει τήν πίστη μας, συνιστᾶ τή χαρά τοῦ Κυρίου μας, γιατί Τοῦ ἀφήνει χῶρο μέσα μας νά γεννηθεῖ κι ἐκεῖ.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 1, 1-25)

Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ.
Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά, Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν, Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν, Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ, Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες.

Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου. Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Γενεαλογικός κατάλογος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού προερχόταν ἀπό τόν Δαβίδ, ἀπόγονό του Ἀβραάμ. Ὁ Ἀβραάμ ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ, ὁ Ἰσαάκ ἐγέννησε τόν Ἰακώβ, ὁ Ἰακώβ ἐγέννησε τόν Ἰούδα καί τούς ἀδερφούς του. Ὁ Ἰούδας ἐγέννησε τόν Φαρές καί τόν Ζαρά μέ τή Θάμαρ. Ὁ Φαρές ἐγέννησε τόν Ἐσρώμ καί ὁ Ἐσρώμ τόν Ἀράμ. Ὁ Ἀράμ ἐγέννησε τόν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀμιναδάβ τόν Ναασῶν καί ὁ Ναασῶν τόν Σαλμῶν. Ὁ Σαλμῶν ἐγέννησε τόν Βοόζ μέ τή Ραχάβ, ὁ Βοόζ ἐγέννησε τόν Ὠβήδ μέ τή Ρούθ· ὁ Ὠβήδ ἐγέννησε τόν Ἰεσσαί κι ὁ Ἰεσσαί ἐγέννησε τό Δαβίδ τό βασιλιά. Ὁ βασιλιάς Δαβίδ ἐγέννησε τόν Σολομώντα μέ τή γυναίκα τοῦ Οὐρία· ὁ Σολομῶν ἐγέννησε τόν Ροβοάμ, ὁ Ροβοάμ τόν Ἀβιά, ὁ Ἀβιά τόν Ἀσά· ὁ Ἀσά ἐγέννησε τόν Ἰωσαφάτ, ὁ Ἰωσαφάτ τόν Ἰωράμ, ὁ Ἰωράμ τόν Ὀζία· ὁ Ὀζίας ἐγέννησε τόν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ τόν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ τόν Ἐζεκία· ὁ Ἐζεκίας ἐγέννησε τόν Μανασσή, ὁ Μανασσής τόν Ἀμῶν, ὁ Ἀμῶν τόν Ἰωσία· ὁ Ἰωσίας ἐγέννησε τόν Ἰεχονία καί τούς ἀδερφούς τοῦ τήν ἐποχή τῆς αἰχμαλωσίας στή Βαβυλώνα. Μετά τήν αἰχμαλωσία στή Βαβυλώνα, ὁ Ἰεχονίας ἐγέννησε τόν Σαλαθιήλ καί ὁ Σαλαθιήλ τόν Ζοροβάβελ· ὁ Ζοροβάβελ ἐγέννησε τόν Ἀβιούδ, ὁ Ἀβιούδ τόν Ἐλιακίμ, ὁ Ἐλιακίμ τόν Ἀζώρ· ὁ Ἀζώρ ἐγέννησε τόν Σαδώκ, ὁ Σαδώκ τόν Ἀχίμ καί ὁ Ἀχίμ τόν Ἐλιούδ· ὁ Ἐλιούδ ἐγέννησε τόν Ἐλεάζαρ, ὁ Ἐλεάζαρ τόν Ματθᾶν, ὁ Ματθᾶν τόν Ἰακώβ, καί ὁ Ἰακώβ ἐγέννησε τόν Ἰωσήφ τόν ἄντρα τῆς Μαρίας. Ἀπό τή Μαρία γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ἀπό τόν Ἀβραάμ ὡς τόν Δαβίδ μεσολαβοῦν δεκατέσσερις γενιές· τό ἴδιο κι ἀπό τόν Δαβίδ ὡς τήν αἰχμαλωσία στή Βαβυλώνα, καθώς κι ἀπό τήν αἰχμαλωσία στή Βαβυλώνα ὡς τόν Χριστό.

Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε ὡς ἑξῆς: Ἡ μητέρα του, ἡ Μαρία, ἀρραβωνιάστηκε μέ τόν Ἰωσήφ. Προτοῦ ὅμως συνευρεθοῦν, ἔμεινε ἔγκυος μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ μνηστήρας της ὁ Ἰωσήφ, ἐπειδή ἦταν εὐσεβής καί δέν ἤθελε νά τή διαπομπεύσει, ἀποφάσισε νά διαλύσει τόν ἀρραβώνα, χωρίς ἐπίσημη διαδικασία. Ὅταν ὅμως κατέληξε σ’ αὐτή τή σκέψη, τοῦ ἐμφανίστηκε στόν ὕπνο του ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπό τό Θεό καί τοῦ εἶπε: «Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, μή διστάσεις νά πάρεις στό σπίτι σου τή Μαριάμ, τή γυναίκα σου, γιατί τό παιδί πού περιμένει προέρχεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Θά γεννήσει γιό, καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἰησοῦς, γιατί αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες τους». Μέ ὅλα αὐτά πού ἔγιναν, ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, πού εἶχε πεῖ ὁ προφήτης: Ἡ παρθένος θά μείνει ἔγκυος καί θά γεννήσει γιό, καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει, ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Ὅταν ξύπνησε ὁ Ἰωσήφ, ἔκανε ὅπως τόν πρόσταξε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί πῆρε στό σπίτι του τή Μαρία τή γυναίκα του. Καί δέν εἶχε συζυγικές σχέσεις μαζί της· ὡσότου γέννησε τό γιό τῆς τόν πρωτότοκο καί τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Ἰησοῦς.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 11, 9-10˙ 32-40)

Ἀδελφοί, πίστει παρῴκησεν Ἀβραάμ εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, μέ πίστη ἐγκαταστάθηκε στή γῆ πού τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, ξένος σέ ἄγνωστη χώρα, ζῶντας σέ σκηνές μέ τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ, πού κι αὐτοί ἦταν κληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως. Κι αὐτό, γιατί περίμενε τήν πόλη πού θά εἶχε στέρεα θεμέλια καί πού ἀρχιτέκτονας καί δημιουργός της θά ἦταν ὁ Θεός. Χρειάζεται νά συνεχίσω; Δέ θά μέ πάρει ὁ χρόνος νά διηγηθῶ γιά τό Γεδεῶν, τό Βαράκ, τό Σαμψῶν, τόν Ἰεφθάε, τό Δαβίδ, τό Σαμουήλ καί τούς προφῆτες. Μέ τήν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τό δίκαιο, πέτυχαν τήν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τή δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τή σφαγή, ἔγιναν ἀπό ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στόν πόλεμο, ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στή ζωή τούς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὡς τό θάνατο, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν’ ἀναστηθοῦν σέ μιά καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη καί δεσμά καί φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μέ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μέ προβιές καί κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σέ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καί κακουχίες –ὁ κόσμος δέν ἦταν ἄξιος νά ’χει τέτοιους ἀνθρώπους– πλανήθηκαν σέ ἐρημιές καί βουνά, σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρά τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστης τους, δέν πῆραν ὅ,τι τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Αὐτός εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νά μή φτάσουν ἐκεῖνοι στήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς.