26 Ιανουαρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Οι όσιοι Ξενοφών, Μαρία η σύζυγός του και τα παιδιά τους Αρκάδιος και Ιωάννης αγωνίστηκαν ολοκάρδια να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή». «Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών». Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία».

Είναι γνωστό: η πίστη και η αγάπη ως εντολές του Κυρίου είναι ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην εν πίστει  αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη». Η φράση «αξιώματα ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών». Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.

25 Ιανουαρίου 2023

Ο ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΑΥΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Η σημερινή εορτή δίνει την ευκαιρία να σχολιάσουμε δι’ ολίγων τη θεολογική προσφορά του μεγάλου Πατέρα και οικουμενικού Διδασκάλου της Εκκλησίας, αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος με τη ζωή και τη διδασκαλία του βοήθησε στη συνειδητοποίηση του ποιο είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιον Πνεύμα. Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί το απολυτίκιο του αγίου. «Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας. Ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά  πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών» (Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου νίκησε τις σάλπιγγες των ρητόρων. Διότι καθώς εκζήτησες τα βάθη του αγίου Πνεύματος, σου προστέθηκε από τον Θεό και η ομορφιά του λόγου. Αλλά πρέσβευε στον Χριστό τον Θεό, πάτερ Γρηγόριε, να σωθούν οι ψυχές μας).

 1. (α) «Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας». Ποιοι ήταν αυτοί οι ρήτορες που σάλπιζαν κατά της πίστεως της Εκκλησίας την εποχή του αγίου Γρηγορίου; Ήταν οι λεγόμενοι Πνευματομάχοι, εκείνοι δηλαδή που αρνούνταν τη θεότητα του αγίου Πνεύματος, μετά μάλιστα τη διατράνωση της πίστεως της Εκκλησίας περί του Ιησού Χριστού ως ομοουσίου του Πατρός. Και οι αιρετικοί αυτοί διαβαθμίζονταν ανάλογα με την ένταση της αμφισβήτησής τους. «Δεν είναι το άγιον Πνεύμα Θεός, έλεγαν, αλλά μία δύναμη του Θεού».

(β) Και μιλάει για σάλπιγγες των ρητόρων και για ρήτορες, γιατί φώναζαν  και δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στην πίστη, ενώ χρησιμοποιούσαν ως επιχειρήματα τα λόγια όχι του Ευαγγελίου, μα των κοσμικών ρητόρων με τα τεχνάσματα της ανθρώπινης λογικής.

2. Αλλά ο Θεός διάλεξε την εποχή εκείνη τον άγιο Γρηγόριο προκειμένου να αντιπαρατάξει στη τεχνολογία των αιρετικών Πνευματομάχων τη θεολογία της Εκκλησίας Του. Διότι ο μέγας Πατήρ θεολογούσε και δεν τεχνολογούσε, που σημαίνει πως αφενός ό,τι έλεγε ήταν ο λόγος του Θεού και όχι ο σκοτεινιασμένος τεχνικός ανθρώπινος λόγος, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, μιλούσε στην καρδιά του λογικού ποιμνίου του, δημιουργώντας συνθήκες ηρεμίας και μετανοίας, όπως και ο βοσκός με τον αυλό του γλυκαίνει τις ακοές των προβάτων του, τα οποία γνωρίζουν ποιος είναι ο ποιμένας τους. Και τι είπε ο άγιος Πατέρας; Εκφράζοντας τη ζωή της Εκκλησίας μαρτύρησε την αλήθεια ότι το Άγιον Πνεύμα δεν είναι μία δύναμη απλώς του Θεού, αλλά το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Ίδιο Θεός με τα άλλα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού, το Οποίο εκπορεύεται, κατά την αποκάλυψη του Κυρίου, από τον Θεό Πατέρα και στέλλεται στον κόσμο από τον Υιό φανερώνοντας Αυτόν στις καρδιές των ανθρώπων.

 Το επιχείρημα του ιερού Πατρός ήταν ατράνταχτο: αν το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Θεός, τότε πώς μπορεί να μας φανερώνει τον Θεό και να μας κάνει κι εμάς Θεούς κατά χάριν; Κανείς δεν μπορεί να προσφέρει αυτό που δεν έχει. Το Άγιον Πνεύμα μάς αποκαλύπτει τον Θεό, γιατί ακριβώς είναι το Ίδιο Θεός. Λοιπόν κατέληγε λίγο προκλητικά ο άγιος με τον φωτισμό του Θεού: αν δεν είναι Θεός το Πνεύμα, ας πάει πρώτα να θεωθεί κι έπειτα ας θεώσει κι εμάς! Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε ότι τα πάντα στην Εκκλησία: η πίστη, η αγάπη, τα μυστήρια, η πνευματική ζωή, υφίστανται και υπάρχουν με την ενέργεια του Αγίου αυτού Πνεύματος. Αν ο Χριστός έτσι αποτελεί την κεφαλή της Εκκλησίας, το Άγιον Πνεύμα συνιστά την ψυχή της. Και πράγματι η Εκκλησία μας διά της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (381) επικύρωσε τη θεολογία αυτή του αγίου Γρηγορίου, με αποτέλεσμα να συμπληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325).

3. Το απολυτίκιο όμως μας εξηγεί το πώς ο άγιος Γρηγόριος έγινε «σκεύος εκλογής» του Θεού και μάλιστα χαρακτηρίσθηκε ως ο δεύτερος θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον πρώτο, τον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. «Ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι». Ζήτησες τα βάθη του Πνεύματος και σου προστέθηκαν και τα κάλλη του λόγου.

(α) Εκζήτησε λοιπόν τα βάθη του Αγίου Πνεύματος ο άγιος. Σκοπός του δηλαδή ήταν η γνώση του Θεού, με την έννοια της σχέσεως και της εμπειρίας του Θεού. Και η εμπειρία αυτή αποκτάται με το ίδιο το Άγιον Πνεύμα. Ζήτησε να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού, γι’ αυτό αφιερώθηκε στον Θεό, («δει σχολάσαι και γνώναι Θεόν»: πρέπει να αφιερωθεί κανείς στον Θεό για να γνωρίσει τον Θεό, είναι μία δική του φράση), καθαρίζοντας τον εαυτό του από κάθε τι αμαρτωλό. Κι αυτό γιατί ο καθαρός και άγιος Θεός μόνο στον καθαρό και άγιο άνθρωπο μπορεί να αποκαλύπτεται. Όπως διαρκώς το επισημαίνουν οι προσευχές της Θ. Λειτουργίας: Ο Θεός είναι ο άγιος που επαναπαύεται στις καρδιές των αγίων («ο εν αγίοις αναπαυόμενος»).

(β) Και την εμπειρία του Πνεύματος του Θεού που απέκτησε μπόρεσε να την κάνει λόγο και να τη διατυπώσει, γιατί του χαρίστηκε το κάλλος του λόγου, επειδή προφανώς ο νους του είχε την ανάλογη δεκτικότητα. Και το λέμε αυτό, γιατί πολλοί άγιοι απέκτησαν εμπειρία του Θεού, αλλά δεν είχαν όλοι το χάρισμα της σοφίας ως δυνατότητας εκφράσεως της εμπειρίας τους από τη γνώση του Θεού.

 Είμαστε ευγνώμονες στον άγιο Γρηγόριο, ο οποίος μάς βοήθησε στη σχέση μας με τον Θεό. Αλλά ασφαλώς απείρως περισσότερο είμαστε ευγνώμονες στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος χαρίτωσε κι αυτόν τον άγιό Του για την προσφορά του αυτή. Κι είναι σαν να μας φωνάζει και σήμερα ο άγιος: σκοπός της ζωής δεν είναι απλώς να είμαστε καλοί άνθρωποι ή να περάσουμε ανώδυνα τα όποια χρόνια της εδώ ζωής μας. Σκοπός μας είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η ορθή εκκλησιοποίησή μας, με την έννοια ασφαλώς της ενεργοποίησης στην καθημερινότητά μας της ήδη δοσμένης σε εμάς διά του αγίου βαπτίσματος χάρης του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια μάς έχει δοθεί εν σπέρματι: το Πνεύμα του Θεού, αυτό και να το καλλιεργήσουμε και να το αυξήσουμε, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν».

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

 



Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό  καθηγητή της Πατρολογίας Στυλιανό (μοναχό Γεράσιμο) Παπαδόπουλο, «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο: σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα».

Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγο και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε».

24 Ιανουαρίου 2023

Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗΣ

 



Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗ

«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη. Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν,  έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην ουράνια πολιτεία.

Πέρασε λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της, είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει κρυφά».

Είναι εύλογο: ο άγιος υμνογράφος της οσίας Ξένης – της οποίας τον βίο και το εγκώμιο έπλεξε ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – στο μεγαλύτερο ποσοστό του κανόνα του γι’ αυτήν προβάλλει την αγιασμένη ζωή της μέσα από το ίδιο το όνομά της: Ξένη. Και τούτο γιατί του δίνει την ευκαιρία να σχετίσει την αγία πρώτα από όλα με τον ίδιο τον Κύριο, τον κατ’ εξοχήν «Ξένον», κατά την υμνολογία επίσης της Εκκλησίας μας, του Οποίου τον βίο προσπάθησε με τη χάρη του Θεού να μιμηθεί, να προβάλει τον πόθο της για την «ξένην ζωήν την εν ουρανοίς μένουσαν», να δείξει ότι έζησε στα ξένα, με τον τρόπο που δήλωνε ακριβώς και το όνομά της, να την παρακαλέσει ακόμη να βοηθήσει και εμάς που ζούμε ως ξένοι του Θεού, προκειμένου να γίνουμε οικείοι Αυτού. Θαυμάζει κανείς πράγματι την έμπνευση του εκκλησιαστικού μας ποιητή, αλλά και την καλή γνώση του στα θέματα της πνευματικής ζωής. Μερικά δείγματα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνουν τις παραπάνω αναφορές.

Η οσία μιμήθηκε τον Κύριο που ήλθε στον κόσμο τούτο ως ξένος. Η δική της ξενιτεία – η οποία από τους ασκητικούς διδασκάλους της Εκκλησίας μας θεωρείται ως σπουδαιοτάτη αρετή, που οδηγεί στη βάση όλων των αρετών, την ταπείνωση – αποτελεί μετοχή στην ξενιτεία Εκείνου, δείγμα της αγάπης της σ’ Αυτόν. «Ξενιτεύτηκες εσύ, σοφή Ξένη, μιμούμενη τον τρόπο του Θεού, που για χάρη μας κατήλθε από τον ουρανό σ’ εμάς, προκειμένου να υψώσει τους πεσμένους στην αμαρτία, και γι’ αυτό μένεις άγνωστη μεν στους συγγενείς σου, αλλά γνωστή στους ευσεβείς». «Έβαλες στο μυαλό σου την ξένη ζωή που μένει στους ουρανούς και δεν παρέρχεται, γι’ αυτό και έκανες το όνομά σου πράξη, κι έτρεξες σαν διψασμένο ελάφι στα ίχνη του αθανάτου μνηστήρα σου Χριστού».

Η δίψα της οσίας για τον Χριστό κάνει τον υμνογράφο εν προκειμένω να φτάσει σε σπουδαία ύψη λυρισμού, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις οσίων γυναικών. Ο υμνογράφος δηλαδή ακολουθώντας τον έρωτα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό, όπως αποτυπώνεται ιδίως στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα ασμάτων», βάζει και την οσία με τον ίδιο έρωτα προς τον Χριστό να διαλέγεται μαζί Του. «Σαν δάμαλη που ποθεί τη θεϊκή ομορφιά του ποιμένα, κραύγαζες: Πού ποιμαίνεις το ποίμνιό σου, Νυμφίε; Πού είναι το σπίτι σου, πές μου. Έχω τον πόθο να δω την πάνω από όλα τα ανθρώπινα θέα του προσώπου σου και φλέγομαι από παντού». Για να απαντήσει ο νυμφίος Χριστός στην αναζήτηση αυτή της οσίας Ξένης: «Αφού ζητάς, σεμνή,  τη δική μου αγαπητή ομορφιά, φωνάζει ο Νυμφίος, και έγινες λαμπρή από τις αρετές, αναζήτησέ με στους ουρανούς. Εκεί ποιμαίνω εγώ και εκεί προσκαλώ κάθε φορά τα δικά μου πρόβατα».

Η επιλογή της οσίας Ξένης να ζήσει ως ξένη επί της γης, ώστε να αποκτήσει τον θείο έρωτα στην ψυχή της του ελθόντος ως Ξένου σε εμάς Χριστού – «επί ξένης φερωνύμως βιούσα», στην ξένη χώρα έζησες ως ξένη, όπως λέει το όνομά σου – δεν ήταν κάτι που ήλθε ξαφνικά. Η επιλογή της να φύγει στα ξένα ήταν καρπός μιας μακράς διεργασίας μέσα της, που απλώς φανερώθηκε όταν τα πράγματα στένεψαν γι’ αυτήν με τον γάμο που της ετοίμασαν οι γονείς της. Και αυτό εξαρχής, ήδη στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού της αγίας, επισημαίνει ο υμνογράφος: «Μετανάστευσες από πριν με τη διάθεση, Σεμνή, και βεβαίωσες έπειτα έμπρακτα αυτό που είχες αποφασίσει με το νου σου, γι’ αυτό και βγήκες, μακάρια Ξένη, από τον μάταιο γλιστερό δρόμο των ηδονών». Πράγματι, ο υμνογράφος κάνει μία σοβαρή εδώ παρατήρηση, ψυχολογικού και ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό που κάνουμε πράξη στη ζωή μας, συνήθως έχει προετοιμαστεί μέσα στην ψυχή μας προ πολλού. Κι όταν οι συνθήκες γίνουν οριακές, όταν στενέψουν τα πράγματα, τότε το κυοφορούμενο φτάνει να γίνει τοκετός. Είναι αυτό που επισημαίνει και η Εκκλησία μας και για την ίδια την αμαρτία: η πράξη της αμαρτίας προϋποθέτει την εσωτερική της διεργασία˙ η αμαρτία ξεκινά από τη στιγμή που η προσβολή της γίνει αποδεκτή ως διάθεση στον άνθρωπο, αρχίζει να ευχαριστείται αυτός με τη σκέψη της, να αιχμαλωτίζεται, να φτάνει στην πράξη. Γι’ αυτό και αμαρτία είναι και οι λογισμοί της αμαρτίας και όχι μόνον οι συγκεκριμένες ενέργειές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντιστρόφως: μία καλή πράξη ετοιμάζεται εσωτερικά, που σημαίνει ότι κι αν δεν φτάσει να εκφραστεί, ήδη ενώπιον του Θεού έχει θεωρηθεί ως ενέργεια.

Είναι περιττό βεβαίως να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας προβάλλουν και το περιεχόμενο της ασκητικής διαγωγής της οσίας Ξένης, όπως και την επίδρασή της στις άλλες γυναίκες που την ακολούθησαν. Ιδίως η αγνότητά της ως νέκρωση της αμαρτίας μέσα της, η εγκράτειά της, τα δάκρυά της είναι εκείνα που ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μας περιγράψει: «Έφερες στον Χριστό ως προίκα την αγνότητά σου, τη νέκρωση των μελών σου και τους κόπους της εγκράτειας»∙ «Έβρεχες τη στρωμνή σου με τα δάκρυά σου, οσία, και έτρωγες τον άρτο σου με στάχτη, δηλαδή ζούσες τη μετάνοια σαν τον προφητάνακτα Δαβίδ». Κι από την άλλη, «έγινες παράδειγμα των καλών και έτσι έλκυσες πολλές ψυχές στη σωτηρία, που είχαν διαστραφεί από την εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο».

Ο υμνογράφος νιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει την αγία να πρεσβεύσει και για εκείνον, δηλαδή για τον καθένα μας, που με τις αμαρτίες μας γινόμαστε ξένοι από τις εντολές του Θεού. «Εμένα που έγινα ξένος από τις εντολές του Θεού μας, κάνε με δικό Του με τις δεήσεις σου, οσία, και επίσης κάνε με ξένο από τη φοβερή κόλαση και από τα πάθη που με καταδυναστεύουν».   

23 Ιανουαρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

«Ο μακάριος αυτός και θεσπέσιος Κλήμης σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη ζωή του πέρασε μαρτυρικά. Διότι επί είκοσι οκτώ χρόνια παρατάθηκε ο αγώνας του προς τους τυράννους, χωρίς να διακόπτεται από κάποια εκεχειρία ούτε από κάποια ανακωχή και ειρήνη, όπως γίνεται στους πολέμους, ώστε ανανεωμένοι οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν και πάλι τον πόλεμο. Αντιθέτως, οι τύραννοι δυνατοί και σκληροί τον πολεμούσαν διαρκώς, ο ίδιος δε υπέμενε σαν να έπασχε κάποιος άλλος, παρά το πλήθος και τη συνεχή φορά των κακών. Πέρασε λοιπόν από κάθε είδος βασανιστηρίων και αφού έλεγξε τους κυρίαρχους τότε τυράννους και βασιλείς και έγινε θέατρο σε όλη σχεδόν την οικουμένη, κατέπληξε ακόμη και τους αγγέλους με την καρτερικότητά του και έτσι έλαβε το στεφάνι της δόξας. Καταγόταν από την πόλη Άγκυρα της Γαλατίας και ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ευσεβής και πιστή χριστιανή, ονόματι Σοφία. Ακολούθησε ο άγιος τον μοναχικό βίο από δώδεκα ετών. Στα είκοσι χρόνια του η Εκκλησία τον έκανε αρχιερέα. Άθλησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Τα είδη των βασάνων που πέρασε ήταν τα παρακάτω: Τον ανάρτησαν σε ξύλο και τον μάτωσαν με ξυσμούς. Τον κτύπησαν με πέτρες, όπως επίσης του κτύπησαν το στόμα με σκληρά αντικείμενα. Τον έβαλαν στη φυλακή. Τον έδεσαν σε τροχό και τον κτύπησαν με ρόπαλα. Τον κατέκοψαν με μαχαίρια. Του ξανακτύπησαν το στόμα με ξυλόκαρφα. Του σύντριψαν τις σιαγόνες και του έσπασαν όλα τα δόντια. Τον έδεσαν με σίδερα και τον ξανάριξαν στη φυλακή. Του πέρασαν στα αυτιά σιδερένιες πυρωμένες βελόνες. Τον έριξαν σε λαμπάδες φωτιάς. Τον έδεσαν σε μεγάλη πέτρα και τον κτύπησαν με σκληρά αντικείμενα στο πρόσωπο και το κεφάλι. Και παρόλο ότι καθημερινά λάμβανε πενήντα πληγές, αυτός υπέμενε. Τελευταίο δε, έκοψαν τα κεφάλια αυτού και του μαθητή του αγίου Αγαθαγγέλου στην Άγκυρα της Γαλατίας. Τελείται η σύναξή τους στον αγιότατο ναό τους, εκεί που έγινε το μαρτύριο, που βρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ευδοξίου, πιο πέρα από το Ανάπλι, και στην αγιότατη Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και της νέας».

Η επισήμανση του συναξαρίου του αγίου Κλήμεντα, ότι όλη η ζωή του ήταν μία μαρτυρική πορεία, αποτελεί και το κεντρικό σημείο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου. «Διάνυσες εκτεταμένους αγώνες πάνω στη γη, όσιε, και αξιώθηκες να λάβεις έτσι το στεφάνι της βασιλείας των ουρανών». «Υπέμεινες, πάνσοφε, τις πληγές των βασάνων, τις πολυχρόνιες και μακρότατες, γι’ αυτό και αποδείχτηκες πολύαθλος». Πράγματι, είναι να απορεί κανείς για το πλήθος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέμεινε ο άγιος, με σταθερό λογισμό, προσβλέποντας πάντοτε στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν κατέπεσε με τα πρώτα κτυπήματα. Οι δήμιοι υπήρξαν απέναντί του μεθοδικοί και σκληροί: ήξεραν πώς να τον βασανίζουν, χωρίς να επιφέρουν όμως το αποφασιστικό κτύπημα. Αλλά βεβαίως έμεναν στην επιφάνεια των βασανιστηρίων τους. Αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να δουν βεβαίως ότι τα κτυπήματα αυτά, μεταποιούμενα από την πίστη του αγίου και τη χάρη του Θεού, γίνονταν γι’ αυτόν, αλλά και για όλη την οικουμένη,  «κατορθώματα και πανηγύρι». «Το ιερότατο πανηγύρι των κατορθωμάτων σου, που φωτιζόταν από το ουράνιο φως, φωτίζει αυτούς που κραυγάζουν: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας». Αυτή είναι η μυστική διάσταση των δοκιμασιών και των βασάνων που υφίσταται ένας χριστιανός: έχοντας λόγο για τα βάσανα που περνά – την πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό – αυτά γίνονται η τρυφή και η διασκέδασή του. Δεν χαίρεται δηλαδή για τα βάσανα καθεαυτά – αυτό συνιστά ψυχική αρρώστια - αλλά για το τι προκαλούν αυτά και στον ίδιο και σε όλη την οικουμένη: την αύξηση της χάρης του Θεού, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. 

Δεν πρέπει να θεωρούμε παράδοξο τον λόγο περί της παγκοσμιότητας του μαρτυρίου ενός μάρτυρα. Διότι είπαμε ότι και ο ίδιος πανηγυρίζει, αλλά και όλη η οικουμένη, δηλαδή όλη η Εκκλησία, η επίγεια και η ουράνια. Όταν πάσχει ένας πιστός για την πίστη του στον Χριστό, σημαίνει ότι κατεξοχήν τότε ενεργοποιεί τη θέση του ως μέλος Χριστού, ως μέλος δηλαδή Εκείνου που έπαθε υπέρ ημών. Και συνδεδεμένος έτσι με τον Χριστό, άρα και με όλον τον κόσμο τον οποίο προσέλαβε ο Χριστός, απλώνει τη χάρη που εισπράττει διά του μαρτυρίου του και σε όλα τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και σε εκείνα που ακόμη δεν έχουν γίνει ενεργά διά του αγίου βαπτίσματος,  όπως και σε όλη τη δημιουργία. Πρόκειται για τη συμμετοχή των αγίων στην καθολικότητα της σωτηρίας που έφερε ο ίδιος ο Χριστός. Την αλήθεια αυτή δεν τονίζει ο άγιος Θεοφάνης μόνον με το παραπάνω αναφερθέν τροπάριο, αλλά και με άλλα, όπως αυτό της εβδόμης ωδής του κανόνα: «Με το φως του μαρτυρίου σου, χαροποίησες την οικουμένη, καθώς έψελνες στον Χριστό με την καθαρότητα της διάνοιας και της ψυχής σου: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας».

Ο άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί αυτό που κάνουν όλοι οι υμνογράφοι σε ανάλογες περιπτώσεις: το όνομα του αγίου∙ «Κλήμης», αλλά και τον τόπο της επισκοπής του∙ «Άγκυρα». Αφενός το όνομά του τον παραπέμπει στη σύνδεση που έχουμε οι χριστιανοί με τον Κύριο, σύμφωνα με Εκείνου τη διαβεβαίωση: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», σύνδεση ουσιαστική και άμεση: «Έγινες τίμιο κλήμα της αμπέλου του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη», «Έφερες ωραίους καρπούς, επειδή υπήρξες κλήμα της ζωηφόρου αμπέλου του Χριστού»∙ αφετέρου η Άγκυρα, της οποίας ήταν ο ποιμένας, του θυμίζει την άγκυρα της πίστεως στον Χριστό (μη ξεχνάμε ότι η άγκυρα ήταν ένα από τα γνωστότερα πρωτοχριστιανικά σύμβολα που δήλωνε τη στέρεα πίστη), οπότε την συνδέει με τις άλλες σχετικές αρετές, την αγάπη και την ελπίδα. «Έβαλες θεμέλιο την πίστη σαν ασφαλή άγκυρα, όπως και την ελπίδα και την αγάπη, και ανέθεσες τον εαυτό σου σαν αγιασμένο ναό, Πάτερ παμμακάριε, στην αγία ιερή Τριάδα».