ΚΑΘΑΡΑ ΤΡΙΤΗ 28-2-2023
Ποιος το περίμενε
της Σαρακοστής η απαρχή
Παρασκευή να ’ναι Μεγάλη!
Πώς θ’ αντέξουμε, Θε μου,
τόσο βάρος;
Κι η Ανάσταση φαντάζει τόσο
μακρινή!
ΚΑΘΑΡΑ ΤΡΙΤΗ 28-2-2023
Ποιος το περίμενε
της Σαρακοστής η απαρχή
Παρασκευή να ’ναι Μεγάλη!
Πώς θ’ αντέξουμε, Θε μου,
τόσο βάρος;
Κι η Ανάσταση φαντάζει τόσο
μακρινή!
ΚΑΘΑΡΑ ΠΕΜΠΤΗ
«Ἀρετῶν Ἠλιού, προσεπιβάς ἅρματι θείῳ, τῇ νηστείᾳ
λαμπρυνθείς ἀνεφέρετο, ἐπί τό ὕψος τό οὐράνιον. Τοῦτον ζήλωσον, ταπεινή
ψυχή μου καί νήστευσον, πάσης κακίας, καί φθόνου ἔριδος, καί τρυφῆς ἀπορρεούσης
καί ἐνηδόνου· ὅπως ὀδύνην χαλεπήν ἐκφύγῃς διαιωνίζουσαν τῆς γεέννης ἐκβοῶσα τῷ
Χριστῷ· Κύριε δόξα σοι» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπερινοῦ, ἦχος β΄).
(Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀφοῦ ἀνέβηκε στό θεῖο ἅρμα τῶν ἀρετῶν
κι ἔλαμψε ἀπό τή νηστεία, ὁδηγεῖτο στό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν ζήλεψε, ταπεινή ψυχή μου, καί νήστεψε ἀπό κάθε
κακία, κι ἀπό φθόνο καί ἔριδα, κι ἀπ’ τήν ἐνήδονη μαλθακότητα πού σέ κάνει νά
χάνεις τόν ἑαυτό σου. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, φωνάζοντας στόν Χριστό: Κύριε, δόξα
Σοι, θά ἀποφύγεις τήν αἰώνια τραγική ὀδύνη τῆς κόλασης).
Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος γιά μία ἀκόμη φορά μέ τρόπο ἤρεμο καί
ταπεινό προτρέπει τόν ἑαυτό του – τύπο τοῦ κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ - νά στραφεῖ
«ζηλωτικά» στή φοβερά μεγάλη προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ναί μέν ἀνήκει
στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἐπαινεῖται ἐπανειλημμένως καί στήν Καινή ἀπό τόν
Κύριο, τοῦ Ὁποίου θά προαναγγείλει τή Δευτέρα Παρουσία μέ μία δική του τότε
ξεχωριστή ἀποστολή. Καί γιατί νά ζηλέψει τόν συγκεκριμένο προφήτη; Διότι ἦταν αὐτός
πού ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε ν’ ἀποκτήσει τίς θεῖες ἀρετές καί νά
ζήσει μέ τό φῶς τῆς νηστείας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὑμνογράφος θεωρεῖ ὡς παράδειγμα
τόν προφήτη, γιατί δείχνει πολύ ἄμεσα τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό· τίς
θεϊκές ἀρετές καί τή νηστεία. Χωρίς νά χρονοτριβεῖ ὅμως τονίζει τήν ἀληθινή ἔννοια
τῆς νηστείας: εἶναι αὐτή πού περικόπτει τήν κακία, τόν φθόνο, τήν ἔχθρα, τή
φιλόσαρκη στάση ζωῆς πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάνει κυριολεκτικά τόν ἑαυτό του
καί τήν πίστη του. Ὁπότε ἡ ἀκολουθία τοῦ προφήτη ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο καί ἀπό
τήν ὀδύνη τῆς κόλασης, ἐνῶ τοῦ δημιουργεῖ δοξολογική διάθεση ἀπέναντι στόν
Κύριο.
«Ο άγιος γεννήθηκε στη Νάξο το 1851, από ευσεβείς γονείς που είχαν ένα εμπορικό καΐκι.
Στο κτήμα τους είχαν και παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Τον
περισσότερο χρόνο του ο άγιος από μικρός τον περνούσε μέσα σ’ αυτό, ενώ προείπε στους γονείς του τον καταποντισμό του καϊκιού
τους έξω από την Πόλη.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον εκ μητρός παππού του
ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε όλα τα εκκλησιαστικά
τελετουργικά. Δεκατεσσάρων ετών ορφάνεψε από πατέρα και η οικογένεια
αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα. Νεαρός νυμφεύτηκε κι απόκτησε έναν γιο,
αλλά σύντομα έχασε τη σύζυγό του. Χειροτονήθηκε διάκονος (1879) και πρεσβύτερος
(2 Μαρτίου 1885) και τοποθετήθηκε στον άγιο Παντελεήμονα Ιλισσού. Λειτουργούσε όμως και στον άγιο Ιωάννη
Βουλιαγμένης, όπως και στον άγιο Ελισσαίο Πλάκας, όπου γνώρισε ως ιεροψάλτες
τους μεγάλους Αλέξανδρους, Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη.
Διέπρεψε ως εκκλησιαστικός λειτουργός, αφήνοντας σε όλους
την εικόνα του αφιλάργυρου, ταπεινότατου, φιλάνθρωπου και απλού ανθρώπου του
Θεού. Η ακτινοβολία του κατά τη Θεία Λειτουργία ήταν τέτοια που κυρίως τα
παιδιά τον έβλεπαν κάποιες φορές να μην πατάει στο έδαφος.
Η φιλανθρωπία του, η παροιμιώδης απλότητά του, η
αφιλαργυρία του ήταν καρπός του Πατερικού του ήθους, το οποίο εδραζόταν στη
μεγάλη ταπείνωσή του και την απέραντη αγάπη του στον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο
ότι λειτουργούσε καθημερινά στον άγιο Ελισσαίο, ενώ η λειτουργία ήταν πολύωρη
από το πλήθος ονομάτων που μνημόνευε.
Χωρίς σπουδές ο άγιος αλλά με σοφία Θεού, χαριτώθηκε από
Εκείνον με τα χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης, αλλά και της
θαυματουργίας. 2 Μαρτίου του 1932, Κυριακή του ασώτου, κοιμήθηκε οσιακά. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τον δρόμο τετέλεκα.
Δόξα Σοι ο Θεός. Η Θεία Χάρις να σας ευλογεί!» 29 Αυγούστου 1992, χρονιά που
διακηρύχθηκε επισήμως η αγιότητά του, τα λείψανά του τοποθετήθηκαν σε ασημένια
λάρνακα στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης».
Ο άγιος επιβεβαιώνει τον Παύλειο λόγο «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο
Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Δεν είχε προσόντα που θαυμάζει ο κόσμος. Το
απόλυτο προσόν του ήταν η απλότητα και η ταπείνωσή του, που μαγνητίζουν τη χάρη
του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Μπροστά στον άγιο Νικόλαο
δηλαδή τοποθετούμαστε ενώπιον του Θεού και αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια
διαφάνεια του ουρανού ήταν όλη η ζωή του. Η υμνογραφία για τον άγιο αυτό πρώτα απ’ όλα θίγει: «Αξίωσες, Χριστέ, με τη χάρη
Σου, τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα από τα ισχυρά και
να φθάσουνε τον
ουρανό».
Ο άγιος Νικόλαος δεν ήταν απλός βεβαίως με την έννοια του
αφελούς. Την απλότητά του την «έδεσε» με την αγάπη προς τον Θεό, ώστε δι’ αυτής να φανερωθεί η σοφία Εκείνου. Γι’ αυτό και τίποτε επίγειο δεν τον γοήτευε. «Εσένα ο κόσμος
δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον
Σωτήρα σου» σημειώνει ο υμνογράφος του μακαριστός Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος
Βαλληνδράς. Οπότε όλοι τον ονόμαζαν «άνθρωπο
του Θεού», με όλες τις αρετές ενός τέτοιου ανθρώπου. «Ελάτε να δείτε άνθρωπο
πράγματι του Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό
στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω
των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς».
Ο εμπνευσμένος υμνογράφος αφορμάται από το όνομά του
αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη αγάπη του αγίου προς τον ομώνυμό του άγιο - «ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της
πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας» – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να
χαρακτηρίσει τον βίο του. «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο,
τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη του». Και: «Πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας».
Ο άγιος ήταν βραδύγλωσσος σαν τον Πατριάρχη Μωυσή. Ο
υμνογράφος δεν διστάζει να τους παραλληλίσει: «Με τον ατελή του λόγο έμοιαζε
στον βραδύγλωσσο Μωυσή και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν
τον Κύριο». «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός
στον Νικόλαο» - πιο μεγάλος και από τον Μωυσή!
Τέλος, ως λειτουργός υπήρξε μοναδικός. Όχι γιατί ήταν
καλλίφωνος ή σπουδαίος ιεροκήρυκας, αλλά γιατί «κατέβαζε στη γη τον ουρανό», έχοντας σαν τον άγιο Σπυρίδωνα «αγγέλους να
συλλειτουργούν μαζί του». Όχι τυχαία λοιπόν σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του,
σαν τους Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις
λειτουργίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν μύστη των αρρήτων μυστηρίων, αυτόν βοηθούσαν
στο ψαλτήρι. Ο
υμνογράφος επισημαίνει «συνεσκιασμένα». «Είχες άξιους συνεργάτες, που έψελναν
καρδιακά στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων,
αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής».
«Ο άγιος Ησύχιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά
Μαξιμιανού (302) κι ήταν ο πρώτος στο παλάτι και στη βουλή της Συγκλήτου.
Επειδή ο Μαξιμιανός πρόσταξε όλοι οι χριστιανοί που ήσαν στρατιώτες βασιλικοί,
αν δεν αρνηθούν τον Χριστό, να στερηθούν τις ζώνες τους – το σημάδι της βασιλικής
τους αξίας – και να ζουν ως ιδιώτες και άτιμοι, λόγω λοιπόν αυτής
της παράνομης προσταγής πολλοί χριστιανοί προτίμησαν να ζουν καλύτερα χωρίς
καμία εξωτερική τιμή, παρά να έχουν μεν τιμή αλλά να χάνουν την ψυχή τους. Κι
ένας από αυτούς τους χριστιανούς ήταν και ο άγιος Ησύχιος. Το έμαθε
ο βασιλιάς και έδωσε διαταγή να αποδυθεί κι αυτός τα πολυτελή ενδύματά του και
να ενδυθεί φτωχό μανδύα, χωρίς μανίκια, υφασμένο από μαλλί, και να ζει μαζί με
τις γυναίκες.
Όταν έγινε αυτό, προσκάλεσε ο βασιλιάς τον Ησύχιο και του
ζητούσε να του πει αν δεν ντρέπεται που ξέπεσε από την τιμή των μαγίστρων στον
άτιμο αυτόν τρόπο ζωής, κι αν έχει επίγνωση ότι κανείς από τους χριστιανούς δεν
μπορεί να τον αποκαταστήσει στις προηγούμενες τιμές και εξουσίες που είχε. Ο
άγιος απάντησε ότι η παρούσα τιμή είναι πρόσκαιρη, ενώ του Χριστού είναι
απέραντη και αιώνια, οπότε ο βασιλιάς οργισμένος πρόσταξε να δεθεί μία
μυλόπετρα στον τράχηλό του και να ριχτεί στον Ορόντη ποταμό (στη Συρία), μέσα
στον οποίο ο άγιος δέχτηκε το μακάριο τέλος».
Ένδοξος όσο ζούσε στον κόσμο αυτό ο άγιος Ησύχιος λόγω
της μεγάλης του θέσης στο παλάτι του αυτοκράτορα, μέγιστος όμως και στο τέλος
του λόγω της πιστότητάς του στον Χριστό και του μαρτυρίου του. Κι ακόμη
ενδοξότερος βεβαίως μετά τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού,
ζώντας πια μαζί με τους αγγέλους ενώπιον του Κυρίου του. «Και στον
βίο σου ένδοξος και μεταξύ των μαρτύρων μέγιστος ήσουν γνωστός, αθλητά Ησύχιε,
και μαζί με τις ουράνιες δυνάμεις παρίσταται με δόξα μπροστά στον Βασιλέα των
όλων» θα πει με θάμβος ο άγιος υμνογράφος του Ιωσήφ (στιχ. εσπ.). Κι είναι
ακριβώς η ένδοξη κοσμική θέση του που φωτίζει τον πλούτο της χριστιανικότητάς
του. Γιατί είχε να αντιπαλέψει με ό,τι αποτελεί στον κόσμο τούτο «μεγάλο και
τρανό»: την εξουσία, τα χρήματα, την αποδοχή. Κι όμως εκείνος τα έκανε όλα
πέρα, τα θεώρησε κυριολεκτικά ως σκουπίδια. «Εγκατέλειψες τα αξιώματα και τον
πλούτο και τη φθαρτή δόξα, κι ακολούθησες μόνο τον Χριστό» (ωδή θ΄). Σαν τον
απόστολο Παύλο που κι εκείνος κάπως έτσι προχώρησε στη ζωή του: από
«πριγκιπόπουλο» του Ιουδαϊσμού, όπως ήταν, να γίνει «περικάθαρμα» και
έσχατος όλων. Κι αυτό γιατί; Για να κερδίσει τον Χριστό. «Ηγούμαι πάντα
σκύβαλα (σκουπίδια) είναι ίνα Χριστόν κερδήσω».
Τι υπέκειτο ως κινητήρια δύναμη και στον απόστολο Παύλο,
αλλά και στον άγιο Ησύχιο τον Συγκλητικό που εορτάζουμε σήμερα; Αυτό που όλοι
γνωρίζουμε καλά: η αγάπη τους προς τον Κύριο, ο θερμός πόθος και έρωτάς τους
προς Εκείνον. Ό,τι ζητάει ο λόγος του Θεού: την απόλυτη στροφή του ανθρώπου
προς τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της
ισχύος», αυτό έκαναν πράξη οι άγιοι όλοι, αυτό έκανε και ο άγιος Ησύχιος.
«Αγάπησες μόνο το ποθητό κάλλος του Χριστού, μακάριε, γι’ αυτό και περιφρόνησες
τα κάλλη και τις ομορφιές του κόσμου» (ωδή γ΄). Αυτή είναι η αλήθεια: μόνο η
δύναμη του Θεού που ριζώνει ως αγάπη στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να τον
κάνει να υπερβεί και την ίδια τη φύση του, την πεσμένη στην αμαρτία και που
ρέπει «επιμελώς εκ νεότητος επί τα πονηρά». Κι η δύναμη αυτή όχι
μόνο απεμπλέκει από την έλξη και τη γοητεία των υλικών αγαθών,
αλλά και οδηγεί τον πιστό στην κατάθεση και του πιο μεγάλου θεωρούμενου αγαθού,
της ίδιας της ζωής. «Ο Κύριος, πανσεβάσμιε, στον καιρό των μαρτυρικών άθλων,
σού φανερώθηκε στήριγμα και κραταίωμα. Γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες τον θάνατο»
(ωδή δ΄). Η αφοβία του θανάτου άλλωστε δεν είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τον
γνήσιο χριστιανό; Γιατί ζει, κατά την ακραία ιδίως κατάσταση του μαρτυρίου, τη
χαρισματική αγάπη του Χριστού που είναι δυνατότερη και από τον θάνατο – ο
Σταυρός είναι η επιβεβαίωση πάντοτε της πιστότητας στην αλήθεια.
Πώς συγκεκριμενοποιείται όμως ο θερμός πόθος προς τον Χριστό του μάρτυρα και κάθε αγίου; Τι σημαίνει δηλαδή αγαπώ τον Χριστό ώστε μου δίνει τη δύναμη να αντέξω τα μαρτύρια μέχρι θανάτου; Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ δίνει την απάντηση, θεμελιωμένη στη Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας: αγάπη προς τον Χριστό σημαίνει εναγκαλισμό των εντολών του Χριστού και πορεία ζωής με βάση αυτές – σαν να περιχαρακώνεται ο πιστός ψυχικά και σωματικά από ό,τι ο Κύριος καθορίζει. Διότι ο Κύριος μέσα στις εντολές Του περικλείεται. «Περιχαρακωμένος από τις εντολές του Κυρίου, απόκρουσες, παμμακάριστε Ησύχιε, τις πονηρές θωπείες των ανόμων ηγεμόνων, αθλούμενος καρτερικότατα» (ωδή α΄). Αυτό είναι το αποτέλεσμα στον άνθρωπο που βαδίζει με αγάπη προς το θέλημα του Θεού: νιώθει σαν να είναι μέσα σε φρούριο, παντοδύναμος σχεδόν, που κάθε θεωρούμενη ελκτική δύναμη είναι ενώπιόν του ως αράχνη.
ΚΑΘΑΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
«Συνήθειαν λαβοῦσα ἡ
ἁμαρτία ἕλκει με, εἰς παντελῆ ἀπώλειαν˙ ἀλλά σύ με ἐκ ταύτης λύτρωσαι τῷ Σταυρῷ
σου, Οἰκτίρμον πολυέλεε» (ωδή γ΄ Τριωδίου).
(Πήρε ως αφορμή τη συνήθειά
μου να αμαρτάνω η αμαρτία και γι’ αυτό με τραβάει σε ολοκληρωτική απώλεια. Αλλά
Εσύ, Πολυέλεε Οικτίρμονα Κύριε, λύτρωσέ με από αυτήν με τον Σταυρό σου).
Τη δύναμη του Σταυρού του
Κυρίου επικαλείται ο άγιος υμνογράφος, προκειμένου να τον λυτρώσει από την
αμαρτία που τον έχει καθηλώσει και αδυνατεί να την ξεπεράσει. Και η αδυναμία
του δεν έγκειται στο γεγονός ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις του – ο υμνογράφος
γνωρίζει καλά ότι ο Κύριος διά του αγίου βαπτίσματος μάς ενσωμάτωσε στον εαυτό
Του και μας μετάγγισε την παντοδυναμία Του, συνεπώς ο πιστός «πάντα ισχύει
εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ» – αλλά στο γεγονός ότι η θέλησή του
προσκλίνει ενηδόνως περισσότερο στα πάθη του παρά στην αγάπη του Κυρίου του.
«Την αμαρτία μου αγαπώ περισσότερο», είναι σαν να κραυγάζει με δραματικό τρόπο
ο ποιητής, κι απόδειξη η αδιάκοπη επανάληψή της. Η επανάληψη αυτή ασφαλώς
καθιστά την αμαρτία στη ζωή του ανθρώπου άτρωτη και ανίκητη, γιατί τον έλκει με
το άρμα της συνήθειας. Ποιος είναι εκείνος που όταν συνηθίσει κάτι μπορεί
εύκολα έπειτα να απαλλαγεί από αυτό; Όπως σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ίδια η
ανθρώπινη σοφία επισημαίνει «η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» ή
για να το πούμε με τον τρόπο του αγίου της Σαρακοστής μεγάλου Εφραίμ του Σύρου:
«μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια είναι
δεύτερη φύση».
Ο ποιητής λοιπόν με επίγνωση,
με διάθεση μετανοίας εξομολογείται τη χαλαρότητα στην πνευματική του ζωή, η
οποία όμως τον οδηγεί σε φόβο και τρόμο! Γιατί βλέπει μπροστά του το αποτέλεσμά
της: την απώλειά του ως αιώνια αποκοπή του από τον Θεό! – ό,τι έχει αποκαλύψει
ο Κύριος: «Πλατεία η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν και πολλοί εισιν οι
ευρίσκοντες αυτήν». Και τι κάνει; Προβαίνει στη μόνη σωτήρια κίνηση: τη
στροφή προς τον Εσταυρωμένο Κύριο και την κατάθεση σ’ Αυτόν της αδυναμίας του.
«Λύτρωσέ με, Κύριε λόγω της αγάπης Σου!» Είναι η κίνηση που διαφοροποιεί τον
πιστό από τον άπιστο άνθρωπο. Και οι δύο αμαρτάνουν. Και οι δύο έλκονται
πράγματι από τη δύναμη της συνήθειας. Αλλά ο μεν άπιστος έχοντας διαγράψει τον
Χριστό από τη ζωή του μένει μόνος με τον εαυτό του, δηλαδή μόνος με την
αδυναμία του και τον Πονηρό που τον δουλεύει χωρίς ο ίδιος να το
αντιλαμβάνεται. Ο πιστός όμως, έστω και με λιγοστή πίστη, ξέρει τον δρόμο:
κραυγάζει προς «τον μόνον δυνάμενον σώζειν», σαν τον απόστολο Πέτρο όταν
βούλιαζε στα κύματα της θάλασσας: «Κύριε, σώσον με»! Και πράγματι. Το
κοίταγμα προς τον Εσταυρωμένο Χριστό είναι όραση λυτρωτική. Γιατί πάνω στον
Σταυρό ο Κύριος «ήρε την αμαρτίαν του κόσμου», συνεπώς και την όποια
αδυναμία και πονηρία μας. Και η στάση Του έτσι προς το αδύναμο πλάσμα Του είναι
απείρως θερμότερη και από τη στάση της καρδιάς της μάνας προς το πληγωμένο
παιδάκι της: η με σφοδρό πόθο συγκίνησή Του και η στοργική αγκαλιά Του.
Η εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας μας συμπληρώνει: όσο κάνουμε κι εμείς την κίνηση αυτή, να στρεφόμαστε πάντοτε προς τον Κύριο, ιδίως τις ώρες της πλήρους αδυναμίας μας, τόσο θα επιβεβαιώνουμε τη σωτήρια αγάπη Του και σε μας, κι ακόμη: τόσο θα συνηθίζουμε την πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία μας μαζί Του, που σημαίνει ότι θα έχουμε βρει τη μοναδική οδό διαγραφής της καταστρεπτικής συνήθειας της αμαρτίας. Γιατί η έλξη προς τον Χριστό είναι η μεγαλύτερη που υπάρχει στον κόσμο.
«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας
Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που
έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και
μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο
μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον
επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι
ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από
άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι
κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται,
αν του την έπαιρναν. Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε
πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως
ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που
είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον
υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του
Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της
Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος,
που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και της έκοψαν το κεφάλι».
Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της
μετανοίας, όπως συμβαίνει και με άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την
οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ’λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία
μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος
στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος
έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης,
αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα,
ήδη στην αρχή της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της
μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου
που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία
που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο
πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει
καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του
Κυρίου της.
Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των
αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής
έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες
εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε
τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους
της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με
απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα
δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη
εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε,
πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης». Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει
περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην
πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης
Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι
και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα
δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον
Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Διότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου στο φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Με την παρατήρηση ότι η δική μας προσφορά γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.
ΚΑΘΑΡΑ ΤΡΙΤΗ
«Τραυματισθέντα δεινῶς ἡδονῶν τῇ ρομφαίᾳ, τῇ μοτώσει, Οἰκτίρμον, τῆς εὐσπλάγχνου σου ροπῆς, ἰάτρευσόν με, Λόγε, ὅπως σε εὐχαρίστως δοξάζω εἰς αἰῶνας» (ωδή η΄ τριωδίου).
(Γιάτρεψέ με, Οικτίρμονα Κύριε, Λόγε του Θεού, με το θεραπευτικό κάλυμμα της ευσπλαχνίας Σου, επειδή τραυματίστηκα σκληρά με το ξίφος των ηδονών, προκειμένου να Σε δοξάζω ευχαρίστως αιώνια).
Μέσα στα πολλά πνευματικά κατανυκτικά εδέσματα της ημέρας, ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει και τον παραπάνω ύμνο, ο οποίος εν συνόψει καθορίζει το όλο πλαίσιο της πορείας του χριστιανού. Η εν ευχαριστία δοξολογία του Θεού, τονίζει, είναι η διαρκής απόβλεψη του χριστιανού: από τον Χριστό δημιουργηθήκαμε, με Εκείνον κρατιόμαστε και προχωρούμε, σ’ Αυτόν κατατείνουμε. «Ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται» (απ. Παύλος). Δοξολογία του Θεού συνεπώς σημαίνει να προσβλέπω πάντοτε προς τον Κύριο (:«οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον») και σ’ Εκείνον να ρίχνω όλη τη δύναμη της ψυχής και της καρδιάς μου – μία αδιάκοπη κίνηση αγάπης, κατά την κεντρική εντολή Του «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἐξ ὅλης τῆς διανοίας ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος». Έτσι δεν πραγματοποιείται και ο σκοπός για τον οποίο ο Κύριος μάς δημιούργησε; Από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν.
Είναι η πορεία της πνευματικής υγείας του ανθρώπου, σημειώνει όμως ο υμνογράφος. Μόνον όποιος έχει θεραπευτεί ψυχικά, έχει δηλαδή καθαρίσει τους πνευματικούς του οφθαλμούς, μπορεί να δει και τον Κύριο, να νιώσει την αγάπη Του, να Τον ευχαριστήσει και να Τον δοξολογήσει. Θυμόμαστε αίφνης τον ένα και μοναδικό από τους δέκα θεραπευθέντες λεπρούς από τον Κύριο, ο οποίος επέστρεψε για να Τον ευχαριστήσει για τη θεραπεία του. Επέστρεψε, λέει ο ευαγγελιστής Λουκάς, με μεγάλη φωνή δοξολογώντας τον Θεό. Και τι έκανε; Πρόσπεσε στα πόδια του Χριστού ευχαριστώντας Τον. Τότε δοξολογούμε, θεραπευμένοι, σωστά τον Θεό, όταν στρεφόμαστε πάντα με ευχαριστία στον Κύριο Ιησού Χριστό. Κι αυτό υπενθυμίζει ο εκκλησιαστικός ποιητής: Γιάτρεψέ με, Κύριε, για να Σε δοξολογώ με ευχαριστία.
Καταφεύγει όμως ο πιστός στον Κύριο ως τον Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, γιατί βλέπει τα τραύματά του που τον καθιστούν δέσμιο του κόσμου τούτου και δεν τον αφήνουν να ανοιχτεί προς τον Κύριο. Και τα τραύματα αυτά είναι όσα του δημιουργεί το ξίφος των ηδονών. Το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα δηλαδή που επιδιώκει πάντοτε τις ηδονές του βίου τούτου είναι το μόνιμο πρόβλημα του ανθρώπου, και μάλιστα του χριστιανού που έχει επίγνωση της τραγικής αυτής πραγματικότητας. Όπως το σημειώνουν και όλοι οι άγιοι Πατέρες μας: «οι σαρκικές ηδονές και το υπερήφανο φρόνημα ταλαιπωρούν τον άνθρωπο». Κι έχει μεγάλη βαρύτητα η επισήμανση: η αμαρτία και το φρόνημά της μπορεί να φαίνονται ότι φέρνουν ευχαρίστηση, αλλά στο βάθος συνιστούν την πληγή και το τραύμα του ανθρώπου – η ηδονή που γίνεται οδύνη! Αυτό είναι και το δράμα των περισσοτέρων σήμερα ανθρώπων: να αμαρτάνουμε και να μη νιώθουμε ότι πρόκειται για την καταστροφή μας.
Έτσι το «σχήμα» της εν επιγνώσει πορείας του χριστιανού παρουσιάζεται ανάφλυφο ενώπιόν μας: νιώθουμε τις πληγές του αμαρτωλού φρονήματός μας, καταφεύγουμε στον Χριστό που είναι ο Ιατρός και ο θεραπευτής μας, ανοίγουν τα μάτια μας και με αίσθηση ψυχής δοξολογούμε και ευχαριστούμε τον Θεό. Είναι περιττό να πούμε ότι η πορεία αυτή διαγράφει και τα αληθινά σημάδια της μετανοίας: επίγνωση της αμαρτίας, στροφή προς τον Θεό για να βρω το σπίτι μου, δηλαδή τον εαυτό μου.