15 Μαρτίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού. Και ο μεν Αγάπιος καταγόταν από την πόλη της Γάζας, ο δε Τιμόλαος από τον Πόντο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο Ρωμύλος ήταν υποδιάκονος της Εκκλησίας στη Διόσπολη, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι ήταν από την Αίγυπτο. Όλοι αυτοί αφού πρώτα συνέδεσαν τις ψυχές τους με τον πόθο προς τον Χριστό, έπειτα έβαλαν τα χέρια τους σε δεσμά και προσήλθαν στον Ουρβανό τον ηγεμόνα της Καισάρειας, ομολογώντας ότι είναι Χριστιανοί. Αυτός τότε αφού δεν μπόρεσε να τους λυγίσει ούτε με τις απειλές ούτε με τις κολακείες κι ούτε βεβαίως να τους απομακρύνει από την πίστη του Χριστού, πρόσταξε να αποκοπούν τα κεφάλια τους με ξίφος».

     Είναι λογικό: ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος έχει ως βάση της θείας του έμπνευσης για τους επτά μάρτυρες - πρώτος των οποίων ο άγιος Αγάπιος - το όνομα ακριβώς του Αγαπίου. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας που συνέθεσε γι’ αυτούς, τονίζει ότι κίνητρο του μαρτυρίου και της εν γένει αθλήσεώς τους ήταν η σφοδρή αγάπη τους προς τον Κύριο. Ενδεικτικά: «Πληγώθηκες από την αγάπη του Δεσπότη των όλων Χριστού, μάρτυς αξιοθαύμαστε Αγάπιε, και επιθύμησες σφοδρά να πεθάνεις γι’ Αυτόν» (ωδή α΄). «Πόθησες πάρα πολύ τον Χριστό, Αγάπιε, και μιμήθηκες τα πάθη Του με γενναιότητα" (ωδή δ΄). Η αγάπη του αγίου Αγαπίου και των συν αυτώ για τον Κύριο, που τους οδήγησε στη μίμηση και του μαρτυρίου Του, επιτείνεται ακόμη περισσότερο, όταν σκεφτεί κανείς ότι και αυτών το μαρτύριο ήταν εκούσιο, όπως του Χριστού. Κι αυτό το εκούσιο το παρουσιάζει με έντονο τρόπο και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυρες αξιοθαύμαστοι, προσφέρατε τους εαυτούς σας σε θεληματική σφαγή» (στιχηρό εσπερινού). «Μεγαλομάρτυς αξιοθαύμαστε, σφαγιάστηκες σαν αρνί με τη θέλησή σου»  (ωδή δ΄).

     Το εθελούσιο μαρτύριο των αγίων, καρπός της σφοδρής αγάπης τους προς τον Χριστό, που τους έκανε να μοιάσουν κατά πάντα προς Αυτόν, οδηγεί τη σκέψη του αγίου Ιωσήφ και σε μία άλλη επισήμανση: τέτοιοι άνθρωποι που φανερώνουν τον Χριστό στον κόσμο, δεν μπορεί παρά να αγιάζουν τη γη με το αίμα τους, αλλά και να φωτίζουν και τον αέρα ακόμη από εκεί που διαβαίνουν. «Και τη γη αγιάσατε με τα αίματά σας και τον αέρα καταφωτίσατε με το πέρασμά σας» (στιχηρό εσπερινού). Και είναι ευνόητο: οι άγιοι ζώντας πλούσια τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή τους, αυτήν προσφέρουν και στον κόσμο που βρίσκονται. Όπου πατά ένας άγιος αγιάζει τον τόπο και εκδιώκει τα δαιμόνια. Κι όχι μόνον εν ζωή, αλλά και μετά θάνατο με τα αγιασμένα λείψανά του.Το ψέλνει αδιάκοπα η Εκκλησία μας με το γνωστό τροπάριο: "Μάρτυρες Κυρίου, πάντα τόπον αγιάζετε, και πάσαν νόσον θεαπεύετε".

Από την άποψη αυτή οι άγιοί μας συνιστούν τη μεγαλύτερη ευεργεσία για τον κόσμο. Σ' έναν κόσμο που κείται εν τω Πονηρώ και επηρεάζεται από τις ενέργειες εκείνου, συνεπώς διαστρέφεται και αλλοιώνεται, όσο βεβαίως επιτρέπει ο προνοών τα πάντα Κύριος, οι άγιοι λειτουργούν ως θεραπευτικά φάρμακα. Κι αν ο κόσμος μας εξακολουθεί και υφίσταται ακόμη, όπως έχουν επισημάνει πολλοί άγιοι, είναι γιατί ο Κύριος παρατείνει τη χρηστότητά του λόγω της παρουσίας αυτών των αγίων και των προσευχών τους. Συνεπώς αν υπήρχε στοιχειώδης εξυπνάδα και ένα ελάχιστο ποσοστό ανοικτών πνευματικών αισθήσεων, θα έπρεπε όλοι, ιδίως οι έχοντες την εξουσία, να στέκουν με προσοχή απέναντι στους αγίους κι ακόμη: απέναντι στη μήτρα που τους ανέδειξε, την αγία μας Εκκλησία. Αλλά η απιστία συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία: ο πονηρός είναι πονηρός αλλά όχι έξυπνος, γι' αυτό και μόνος του συνήθως βγάζει τα μάτια του. Ο άγιος υμνογράφος την παραπάνω αλήθεια επιβεβαιώνει και με το εξής: «Φανήκατε σαν ξίφος, που κόψατε σε κομμάτια μυριάδες από τους δαίμονες, μακάριοι, με τη χάρη του Θεού» (ωδή γ΄).

14 Μαρτίου 2023

ΤΡΙΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἥμαρτον ὁμολογῶ σοι Κύριε, ὁ ἄσωτος ἐγώ˙ οὐ τολμῶ ἀτενίσαι εις Οὐρανόν τό ὄμμα˙ ἐκεῖθεν γάρ ἐκπεσών, ἐγενόμην ἄθλιος. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου˙ ἐμαυτόν ἀποκηρύττω, οὐ χρήζω κατηγόρων, οὐδέ πάλιν μαρτύρων˙ ἔχω θριαμβεύουσάν μου τήν ἀσωτίαν˙ ἔχω στηλιτεύουσαν τήν φαύλην πολιτείαν˙ ἔχω καταισχύνουσαν τήν παροῦσάν μου γύμνωσιν, πρός ἐντροπήν δέ τά ράκη, ἅ περιβέβλημαι. Εὔσπλαγχνε Πάτερ, Υἱέ μονογενές, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μετανοοῦντά με δέξαι, καί ἐλέησόν με» (απόστιχα Αίνων, ήχος βαρύς).

(Αμάρτησα, Σου το ομολογώ, Κύριε, εγώ ο άσωτος. Δεν τολμώ να ατενίσω το βλέμμα στον Ουρανό. Γιατί από κει ξέπεσα κι έγινα άθλιος. Αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομαστώ υιό Σου. Αποκηρύσσω τον εαυτό μου, δεν χρειάζομαι κατηγόρους κι ούτε πάλι μάρτυρες. Έχω την αμαρτία μου να το διακηρύσσει. Έχω τον πονηρό τρόπο ζωής μου να με στηλιτεύει. Έχω την τωρινή μου γύμνωση να με ντροπιάζει, κι είναι πράγματι για ντροπή μου τα ράκη που είμαι ντυμένος. Εύσπλαχνε Πατέρα, Υιέ μονογενή Χριστέ, Πνεύμα άγιον, δέξου με μετανοημένο και ελέησέ με).

Συγκλονιστικό το τροπάριο του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, ο οποίος συνέδεσε προκειμένου να περιγράψει τον μετανοημένο άνθρωπο τις παραβολές και του ασώτου υιού και του τελώνου και φαρισαίου. Ο τελώνης δεν ήταν εκείνος που έχοντας συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του στον Ουρανό; – έβλεπε ένδακρυς μόνο τη γη, γιατί χώμα είχε κάνει με τις αμαρτίες του τη ζωή του. Και το μόνο που κατόρθωνε να ψελλίζει ήταν «Θεέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό». Το ίδιο συνέβη και με τον άσωτο της άλλης πιο γνωστής και μεγάλης παραβολής του Κυρίου: κι εκείνος φτάνει η ώρα που νιώθει την κατάντια του. Και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για να συρθεί ενώπιον του Πατέρα του. Κι εδώ αρχίζει το έργο του αγίου υμνογράφου: με μετοχή καρδιάς προβαίνει στην περιγραφή της όλης εσωτερικής διεργασίας που διαδραματίζεται στην καρδιά και των δύο, δηλαδή στην καρδιά του κάθε πιστού που έχει επίγνωση όντως και της δικής του τραγικότητας. Γιατί στο πρόσωπο ασφαλώς και του τελώνη και του ασώτου καλεί η Εκκλησία μας διά του αγίου ποιητή να δει ο καθένας τον εαυτό του. Η περιγραφή είναι ανθρώπου που «ζωγραφίζει». Η κάθε λέξη του Ιωσήφ είναι πινελιά στον πίνακα της ψυχής του και της δικής μας.

 Παρακολουθούμε βήμα-βήμα τα στάδια της αληθινής μετανοίας: την ομολογία ενώπιον του Θεού της αμαρτίας που συνιστά την ασωτία˙ την ταπείνωση που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον ξεπεσμό και την αθλιότητά του˙ την επίγνωση ότι δεν μπορεί πια να χαρακτηρίζεται υιός Θεού -  τον κατηγορεί η ίδια η συνείδησή του, που δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο πιο «βίαιο» κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στο Μεγάλο Κανόνα του˙ την πονηρή διαγωγή  που συνιστά κυριολεκτικά μαστίγωμα της συνείδησης - η κουρελιασμένη ψυχή βοά για την κατάντια! Αλλά υπάρχει η μετάνοια, σημειώνει ο υμνογράφος ακολουθώντας το Ευαγγέλιο. Η μετάνοια που ναι μεν διαπιστώνει την ασωτία και την αμαρτία, αλλά προχωράει με πόδια τρεμάμενα εκεί που υπάρχει η λύτρωση και ο καθαρμός: το έλεος του Θεού, η αγάπη του Θεού Πατέρα και όλης της αγίας Τριάδος. Κι αυτή η αγάπη του Θεού είναι αυτή που υπέρκειται της κάθε αμαρτίας. «Όλη την αμαρτία του κόσμου αν μαζέψουμε από τη μια, όλου του κόσμου κι όλων των εποχών, είναι σαν ένας κόκκος άμμου ή σαν μία σπίθα μπροστά στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Τι μπορεί να κάνει ένας κόκκος άμμου ή μία σπίθα; Τίποτε απολύτως. Αυτό κι ακόμη περισσότερο συμβαίνει με την αμαρτία όταν παραβληθεί με την αγάπη του Θεού» (ιερός Χρυσόστομος).

Η ποιητική ζωγραφική δύναμη του αγίου υμνογράφου είναι πολύ μεγάλη. Η προβολή της μετανοίας ως της μόνης σώζουσας δύναμης του ανθρώπου είναι φοβερή. Το τροπάριο θα έπρεπε να το αντιγράψουμε και να το κορνιζώσουμε, για να το βλέπουμε καθημερινά. Θα λειτουργεί καθημερινά ως καθρέπτης της χριστιανικής ή μη πορείας μας.    

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ

«Ο όσιος Βενέδικτος στα ελληνικά λέγεται Ευλογημένος. Καταγόταν από τη γη των Ρωμαίων, από χώρα που λεγόταν Νουρσία, κι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Άφησε την οικία του και τους γονείς του και την πατρική περιουσία από πολύ μικρή ηλικία και πήγε σε έναν ερημικό τόπο με την παραμάνα του. Εκεί κατέστησε τον εαυτό του κατοικητήριο του Θεού με την αρετή και την άσκησή του κι έλαβε από τον Θεό δύναμη και χάρη των ιάσεων. Και η μεν ιστορία του διηγείται αναλυτικότερα όλα τα παράδοξα που επιτέλεσε,  τα διάφορα θαύματα που έκανε και τις αναστάσεις των νεκρών και πώς μιλούσε για τους απόντες ως παρόντες. Εκείνο όμως πρέπει να πούμε επί πλέον ως αναγκαίο: ότι καθώς έμελλε αυτός να εκδημήσει προς τον Κύριο, εκ των προτέρων είπε στους μαθητές του που βρίσκονταν μαζί του, αλλά και σε εκείνους που ήταν μακριά, με μήνυμα που τους έστειλε, ότι θα υπάρξει κάποιο σημάδι, με το οποίο θα γνωρίσουν όλοι ότι αυτός χωρίζεται από το σώμα του.

Πριν από έξι λοιπόν ημέρες από την οσία του κοίμηση, έδωσε εντολή να ανοιχθεί το μνημείο του. Κι αμέσως τον έπιασε πολύ μεγάλος πυρετός, από τον οποίο επί έξι ημέρες το σώμα του κατακαιγόταν. Την έκτη ημέρα είπε στους μαθητές του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στον ναό. Αφού τον οδήγησαν εκεί και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευρισκόμενος εν μέσω των μαθητών του, βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό, και έτσι ατενίζοντας προς τα πάνω και προσευχόμενος άφησε την αγιασμένη του ψυχή. Την ίδια ώρα, σε δύο αδελφούς, στον ένα που ησύχαζε στο κελί του και στον άλλον που έμενε μακρύτερα, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή και οι δύο κάποια θαυμαστή οδό που υψωνόταν προς ανατολάς από το κελί του οσίου μέχρι τον ουρανό, στρωμένη όλη από λαμπρά ένδοξα μεταξένια ιμάτια. Σ’ αυτήν την οδό ανέρχονταν και κάποιοι άνδρες εξαίσιοι, που κρατούσαν λαμπάδες και πήγαιναν με τάξη. Κάποιος άλλος άνδρας δε, ασπρομάλλης και φωτεινός στην όψη του, που στεκόταν κοντά του, ρωτούσε αυτούς, αν γνωρίζουν τίνος είναι η οδός αυτή που βλέπουν με θαυμασμό. Όταν αυτοί είπαν ότι δεν το ξέρουν, είπε αυτός που τους φανερώθηκε: Αυτή είναι η οδός, διά της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος ανέρχεται στους ουρανούς. Χάθηκε τότε το όραμα που έβλεπαν και ήλθε ο καθένας στον εαυτό του, οπότε κατάλαβαν το τέλος του αγίου άνδρα, όπως ακριβώς ήταν και τον έβλεπαν να τελειώνεται».

Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε: «Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας».

Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθειά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου.  Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους.  Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα (στιχηρό εσπερινού). Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε, «εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (στο ίδιο).

Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσεώς μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο. «Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου» (ωδή η΄). 

13 Μαρτίου 2023

ΝΙΚΑΣ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΝΙΚΑΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!

 

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πίστει ὡς Δαυίδ καί ἡμεῖς, τῆ ταπεινοφροσύνῃ καθοπλισθέντες ὡς ἄλλον Γολιάθ, τόν ὑπερήφανον νοῦν καταβεβληκότες, συνδιακόψωμεν καί μυριάδας παθῶν» (ωδή α΄ Τριωδίου).

(Όπως ο Δαυίδ με την πίστη νίκησε τον Γολιάθ, έτσι κι εμείς εξοπλισμένοι με την ταπεινοφροσύνη, αφού υποτάξουμε τον υπερήφανο νου μας σαν άλλο Γολιάθ, ας περικόψουμε διαμιάς και μυριάδες άλλες από τα πάθη μας).

Η ιστορία του Δαυίδ είναι γνωστή σε όλους: νεαρό παλληκάρι αυτός, αλλά με μεγάλη πίστη στον Θεό, νίκησε τον κατά πολύ ρωμαλεότερό του Γολιάθ – δείγμα ότι η ψυχική δύναμη που δίνει η πίστη στον Θεό οδηγεί σε νίκες που η λογική δεν διανοείται να αποδεχτεί! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με κάθε πιστό, σημειώνει ο εκκλησιαστικός ποιητής Θεόδωρος. Άλλος Γολιάθ για κάθε εποχή και για κάθε άνθρωπο είναι η υπερηφάνεια του ίδιου μας του νου, δηλαδή ο μεγαλύτερος εχθρός από τον οποίο κινδυνεύουμε είναι ο ίδιος μας ο εαυτός με τα πάθη και τις αμαρτίες του. Διότι η υπερηφάνεια πράγματι θεωρείται η ρίζα της κάθε αμαρτίας, με την έννοια ότι αποκαλύπτει την πηγή κάθε κακού, τον εωσφορικό εγωισμό. Τι ήταν εκείνο που κατά τη Γραφή έριξε και τον πρώτο αρχάγγελο από την ουράνια θέση του και τον έκανε σατανά, διάβολο, Πονηρό; Η υπερηφάνεια. Όπως ο Ίδιος ο Κύριος έχει αποκαλύψει: «Έβλεπα τον σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν την αστραπή». Οπότε, η κάθε υπερήφανη σκέψη, είτε ως αντιληπτή κενοδοξία και φιλοδοξία και υπερεκτίμηση του εαυτού μας είτε ως υφέρπουσα και «μυστική» στην αίσθησή μας τάση και κατάσταση, συνιστά εκτροπή και ακολουθία των δαιμόνων, που φέρνει με μαθηματική ακρίβεια το «γκρεμοτσάκισμα» πνευματικά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και αφενός θεωρείται ότι πίσω από κάθε «φούσκωμα» εγωιστικό του ανθρώπου ενεργεί ύπουλα ο Πονηρός, αφετέρου δεν υπάρχει άνθρωπος της πίστεως, Απόστολος, Πατέρας της Εκκλησίας, κάθε άγιος, που να μην έχει επισημάνει τον δαιμονισμό κυριολεκτικά της υπερηφάνειας και να μην τη θεωρεί ως τη χειρότερη δυνατή κατάσταση που μπορεί να περιπέσει ο άνθρωπος. Έχεις όλες τις αρετές, σημειώνουν, αλλά υπάρχει και μία έστω και κρυφή δόση υπερηφανείας για την ύπαρξή τους; Δεν έχεις τίποτε. Μάλλον έχεις πάρει τη «δόση» του θανάτου σου!

Η θεραπεία της καταστάσεως αυτής είναι μονόδρομος, που απαιτεί όμως τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου μέχρι την τελευταία του πνοή – μέχρι να εκπνεύσουμε κινδυνεύουμε από το δηλητήριο αυτό! Κι αυτόν τον δρόμο υποδεικνύει ο υμνογράφος. Η ταπεινοφροσύνη είναι το φάρμακο, μάλλον είναι το υπερ-όπλο με το οποίο μπορεί ο πιστός να καταβάλει τον νέο Γολιάθ, τον κακό εγωιστή εαυτό του. Για να φτάσει πού; Στην αγκαλιά του Θεού! Να ζει ως αληθινός χριστιανός ενδεδυμένος Εκείνον που είναι η πηγή της ταπεινώσεως. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Μαζί με τον Χριστό ως μέλη Χριστού μπορούμε να αντιπαρατασσόμαστε προς τον κάκιστο εαυτό μας, με την έννοια ότι και γνωρίζουμε αλλά και μπορούμε να στρεφόμαστε προς τα εκεί που είναι και λειτουργεί η χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».

Ο χριστιανός κάνει έτσι έναν «έξυπνο» πόλεμο: πολεμά αφήνοντας στα νώτα του κάθε υπερήφανο λογισμό – τον θέτει στην υπακοή του Χριστού, λέει ο απόστολος Παύλος -, γιατί πορεύεται «αφορών εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η πορεία του με άλλα λόγια είναι να προσγειωθεί στην πραγματικότητα του γνησίου εαυτού του, εκεί που είναι ο Χριστός και όλη η Βασιλεία του Θεού, εγκαταλείποντας την ψευδαίσθηση και την απάτη της αμαρτωλής υπερηφάνειας. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον Κύριο, ένα «βύθισμα» μέσα στην καρδιά μας. Διότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι». Υψοποιό από την άποψη αυτή δεν χαρακτηρίζουν την ταπεινοφροσύνη οι άγιοί μας; Διότι έτσι την όρισε πάλι ο ίδιος ο Θεός μας. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Αλλά είναι μία ύψωση που πατάει σε στέρεο έδαφος: τις πτέρυγες του Πνεύματος του Θεού, και όχι στη «φαντασία» του νου που εξαπατάται από τον Πονηρό – η μεγαλύτερη απατεώνισσα είναι η αμαρτία, διδάσκει η Γραφή.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει και το γνωστό σε κάθε χριστιανό: την ώρα που αγωνίζεσαι για την ταπείνωση πάνω στα χνάρια του Χριστού, την ώρα που περικόπτεις δηλαδή κάθε υπερηφάνεια, εκείνη την ώρα διαμιάς περικόπτεις και όλα τα γεννήματά της, όλες τις «θυγατέρες» της. Και η υπερηφάνεια έχει πλήθος απογόνων, «μυριάδες παθών», για παράδειγμα: τον θυμό και την οργή, την υπερβολική λύπη, τη διάθεση επιβολής επί των άλλων, τη φιλαρχία, την απιστία, την απόγνωση! Το φίδι για να το σκοτώσεις λοιπόν το κτυπάς στο κεφάλι! Αμέσως πεθαίνει. Ό,τι συμβαίνει με τον μεγάλο αυτόν εχθρό!

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

Από την πλούσια πνευματική τράπεζα που μας παραθέτει η Εκκλησία μας και τη σημερινή ημέρα, πρώτη της τρίτης εβδομάδας των Νηστειών, επιλέγουμε ορισμένα εδέσματα.

- «Βρῶσιν λελοιπώς ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τήν μοχθηράν κακίαν˙ ἀλλ’ οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με, ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ» (ωδή α΄).

(Αφού εγκατέλειψα την τροφή των αγγέλων, έγινα όμοιος με τα κτήνη, τρώγοντας την πονηρή κακία. Αλλά Ουράνιε Πατέρα, τώρα που επιστρέφω σε Σένα, δέξου με ως ένα των δούλων Σου).

Τον άσωτο υιό έχει ενώπιόν του ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Τον άσωτο που αποτελεί τον τύπο της αληθινής μετανοίας, συνεπώς εκείνον που χαρακτηρίζει όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, αλλά όλη τη ζωή του ανθρώπου – να θυμηθούμε τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος έλεγε ότι ποθεί όλη η ζωή του να ήταν μία Σαρακοστή. Ο άσωτος λοιπόν αποτελεί το όραμα για κάθε πιστό, αφού χαράζει τον δρόμο της μετανοίας που εκβάλλει στο Σπίτι, δηλαδή την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα. Το δεδομένο και πάλι για τον άγιο υμνογράφο που κινείται βεβαίως ευαγγελικά είναι η αγάπη του Θεού, που είναι όχι ο αυστηρός και εκδικητής Θεός, αλλά ο Πατέρας που το μόνο που κάνει είναι να ποθεί με ζήλο το κάθε παιδί Του, πότε δηλαδή θα θελήσει να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Αρκεί η θέλησή του αυτή να έχει όντως τα χαρακτηριστικά της αληθινής μετάνοιας: πρώτον, τη συναίσθηση ότι η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό συνιστά μία κτηνώδη κατάσταση για τον άνθρωπο, με την έννοια της υποβίβασης και της υποδούλωσής του από τον αγγελικό επίπεδο στη διαστροφική κακία και πονηρία˙  δεύτερον, την κίνηση επιστροφής στον Θεό με διάθεση ταπείνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά «συγκινούν» τον φιλάνθρωπο Πατέρα μας και Τον κάνουν να μας «κυνηγάει» με ανοιχτές αγκάλες!

- «Ἐν φαιδροτάτῃ νηστείᾳ, φωταυγείᾳ τῶν προσευχῶν λαμπρυθέντες  χρηματίσωμεν, ὅπως τῆς ἁμαρτίας τό σκότος ἐκφύγωμεν» (ωδή η΄).

(Μέσα στο πλαίσιο της φαιδρότατης νηστείας, ας γίνουμε λαμπροί από το ισχυρό φως των προσευχών, προκειμένου να ξεφύγουμε από το σκοτάδι της αμαρτίας).

Ο υμνογράφος τονίζει αυτό που συνιστά το κατεξοχήν παγιωμένο σχήμα στην πνευματική ζωή: η αμαρτία δεν είναι παιχνίδι ή κατάσταση που πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει με ελαφριά καρδιά. Αυτό που έφερε και φέρνει απαρχής και εφεξής είναι το σκοτάδι του θανάτου. Πνευματικού πρωτίστως ως απομάκρυνσης από την πηγή της ζωής, τον Θεό, συνεπώς της έλλειψης και κάθε νοήματος για τον άνθρωπο, αλλά και σωματικού στη συνέχεια με όλα τα παρεπόμενα της οποιασδήποτε φθοράς, της αρρώστιας και του πόνου. Ενόψει λοιπόν μίας τέτοιας τραγικής και δύστυχης καταστάσεως που σφραγίζει τον κάθε άνθρωπο, υπάρχει το αντίδοτο που έφερε ο Λυτρωτής και Σωτήρας Χριστός και που δεν είναι άλλο από την αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Η σχέση αυτή καθορίζεται πια από τη διαρκή αναφορά του πιστού προς τον Θεό Πατέρα, την αέναη και καθαρή δηλαδή προσευχή του. Προσευχή που δεν βάζει τον άνθρωπο να στέκει κάπου και να ψάχνει τον Θεό, αλλά να είναι μέσα σ’ Αυτόν, ενσωματωμένος στον Χριστό, οπότε να προσεύχεται έχοντας Εκείνον εν Πνεύματι  να «λέει» τις προσευχές – ο πιστός εν Χριστώ γίνεται ο ίδιος προσευχή. Αποτέλεσμα που το βλέπουμε σε όλους τους αληθινούς πιστούς, τους αγίους μας: να ζουν μέσα στο πλούσιο φως του Θεού, ντυμένοι Εκείνον που είναι το Φως! Κατεξοχήν όργανο βοηθητικό στην πνευματική αυτή πορεία είναι η νηστεία της Εκκλησίας μας, που έτσι αποκτάει χαρακτήρα χαρμόσυνο.

- «Νήστευσον ψυχή μου, κακίας και πονηρίας, κράτησον ὀργῆς, καί θυμοῦ καί πάσης ἁμαρτίας. Ἰησοῦς γάρ τοιαύτην θέλει νηστείαν, ὁ φιλανθρωπότατος Θεός ἡμῶν» (ωδή θ΄).

(Νήστεψε, ψυχή μου, από την κακία και την πονηρία, κυριάρχησε στην οργή και στον θυμό και σε κάθε άλλη αμαρτία. Διότι ο Ιησούς που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας, τέτοια νηστεία θέλει).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει καθημερινά να υπενθυμίζει ό,τι σημείωνε απαρχής της νηστείας: νηστεία αληθινή δεν είναι κυρίως η αποχή από το φαγητό ή ο περιορισμός απλώς των τροφών. Πρώτιστα είναι η αποχή και η πλήρης απομάκρυνση από κάθε αμαρτία, από κάθε κακία και πονηρία, είτε αυτή λέγεται οργή είτε θυμός είτε οτιδήποτε άλλο – μη ξεχνάμε ότι ο Πονηρός διάβολος ουδέποτε σιτίζεται, αλλά είναι διάβολος! Μία τέτοια νηστεία χαρακτηρίζεται αληθινή και αυτήν αποδέχεται ο Ιησούς Χριστός που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας. Γιατί; Διότι αυτή καθαρίζει το «έδαφος» της καρδιάς μας και μας καθιστά ικανούς να δεξιωθούμε μέσα της τον Ίδιο τον Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Η έγνοια του αγίου υμνογράφου να μη χάσουμε τον στόχο μας την περίοδο αυτή είναι συγκινητική. Κι αυτό γιατί είναι πολύ εύκολο να μείνουμε δυστυχώς στην επιφάνεια της σωματικής νηστείας, της εύκολης νηστείας, και να ξεχάσουμε το βάθος της. Το πρόβλημα πάντοτε είναι η «ποιότητα» της καρδιάς μας.

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ

«Η Αγία Υπομονή ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου Αυγούστα Ελένη – Δραγάση Παλαιολόγου. Ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Σλάβων Κωνσταντίνου Δραγάση. Έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου ως σύζυγος του Εμμανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Είχε 6 παιδιά και ως αυτοκράτειρα, κατά τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθων Γεμιστό, διακρινόταν για τη σωφροσύνη της και την δικαιοσύνη της. Ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας σύζυγός της έγινε αργότερα μοναχός με το όνομα Ματθαίος και μετά το θάνατό του έγινε και η ίδια μοναχή στο μοναστήρι της Κυρά - Μάρθας. Ήταν μια μοναχή σαν όλες τις άλλες και, ακόμη και αν ήταν αυτοκράτειρα, έκανε όλα τα διακονήματα στο μοναστήρι.

Η Αγία Υπομονή βοήθησε να ιδρυθεί ένας οίκος ευγηρίας, με το όνομα ‘Η ελπίδα των απελπισμένων’, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του Αγίου Παταπίου.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συνέβη κατά τη στιγμή που εκείνη και ο σύζυγός της είχαν εξοριστεί (1390 – 1392). Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, 3 χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας υιός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πέθανε στη μάχη. Η Αγία Υπομονή ετάφη στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ετάφησαν ο αυτοκράτορας σύζυγός της και 3 από τα παιδιά τους (εκ των οποίων τα 2 ήταν μοναχοί).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής) μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε Βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της. Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η σεπτή κάρα της Αγίας Υπομονής» (Πηγή: Βικιπαίδεια)

Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα  αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού.  Το ακόμη θαυμαστότερο όμως  είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και  την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.

Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιΐπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» («Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει») (απολυτίκιο της οσίας).

Έχει τονιστεί πολλές φορές ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής» :

 «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Κι ακόμη: «Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:  Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν”. Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. “Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής”» (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).

Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας: «Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών» («Χαίροις εκμαγείον υπονονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον»).

11 Μαρτίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

῾Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι

(῾Εβρ. 1, 12)

῾Η Κυριακή Β´ Νηστειῶν ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς προηγουμένης, τῆς Κυριακῆς τῆς ᾽Ορθοδοξίας, πού σημαίνει ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας στό πρόσωπο τοῦ μεγάλου Πατέρα της ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶδε τήν συνέχεια τῆς νίκης τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀπέναντι, αὐτήν τήν φορά,  στούς νέους διαστρεβλωτές της, τόν δυτικοθρεμμένο φιλόσοφο Βαρλαάμ καί τούς ὁμόφρονές του, οἱ ὁποῖοι μέ ὅ,τι δίδασκαν συρρίκνωναν κατ᾽ οὐσίαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ σέ ἕνα ξερό καί ἀπονευρωμένο ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα.  ῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἐκεῖνος πού μέ ἀφορμή τόν βαρλααμιτισμό ἐξέφρασε σύνολη τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνιζόμενος νά κρατηθεῖ ᾽Εκκλησία σέ αὐτό πού ἀποκάλυψε Κύριος, κήρυξαν οἱ ἀπόστολοι, δίδαξαν οἱ προγενέστεροι αὐτοῦ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή πάνω στήν χάρη τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ἔγινε μέτρο πίστεως καί κήρυξ τῆς χάριτος. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα μάλιστα τῆς ἡμέρας τήν ἀνάγκη πιστότητας στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεταξύ ἄλλων τονίζει, θεμέλιο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λόγου Του. ῾Κατ᾽ ἀρχάς σύ, Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας, καί ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί. Αὐτοί ἀπολοῦνται, σύ δέ διαμένεις καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται...Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι᾽.

1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: προβάλλει τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο καί ἄτρεπτο Αὐτοῦ ἐνόψει τοῦ τρεπτοῦ καί φθαρτοῦ τῆς κτιστῆς δημιουργίας. ῾Η Δημιουργία, καρπός τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ,  ἔχει ἀρχή καί τέλος, τό ὁποῖο (τέλος) νοεῖται ὄχι ὡς καταστροφή ἀλλά ὡς ἀλλαγή αὐτῆς (῾καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται καί ἀλλαγήσονται᾽). Κι αὐτό θά πεῖ: ἀφενός κάθε τι στήν Δημιουργία ἔχει τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, περικλειόμενο μέσα στήν ἀγάπη Του, συνεπῶς κάθε δημιούργημα ἔχει μία ἰδιαίτερη ἱερότητα, κατεξοχήν ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ δημιουργημένος, λοιπόν τά πάντα ἔχουν ἀναγωγικό καί μυσταγωγικό χαρακτήρα πού παραπέμπουν σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ - ῾οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν Αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα᾽· ἀφετέρου κάθε τι στήν Δημιουργία, ἐπειδή ἀκριβῶς ἕλκει τήν ὕπαρξή του ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ἐκ φύσεως μέ ἡμερομηνία λήξεως, δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς στήριγμα καί πηγή νοήματος γιά τόν ἄνθρωπο. ῾Η ἁμαρτία ὡς ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στόν Δημιουργό του ἔφερε τήν ἀνατροπή καί τήν διαστροφή: νά διαγραφεῖ οὐσιαστικά ὁ Θεός καί νά θεωρηθεῖ ἡ κτίση ὡς ζωή καί νόημα αὐτῆς - ὅ,τι συνέβη μέ τόν προπάτορα ᾽Αδάμ πού μετά τήν ἁμαρτία στράφηκε στήν γυναίκα του Εὔα δίνοντάς της ἀκριβῶς τήν ἰδιότητα πού δέν εἶχε: Ζωή, Εὔα.

2. ῾Ο Θεός λοιπόν εἶναι ὁ αἰώνιος καί ἄκτιστος, ῾αὐτός διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα᾽. Λόγω τῆς τελειότητάς Του ῾οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ παραλλαγή ἤ τροπῆς ἀποσκίασμα᾽, ὅπως καί δέν ὑπάρχει σ᾽ αὐτόν τόπος καί χρόνος, τά σημάδια τῆς φθαρτότητας. Εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος - ῾σύ δέ ὁ αὐτός εἶ᾽ - καί ὁ μόνος πιστός. Κατά συνέπεια δέν ὑπάρχει σ᾽ Αὐτόν ἀλλαγή στήν ἐσωτερική Του ζωή, δέν ὑπάρχει ἀλλαγή στήν στάση Του ἔναντι τῶν δημιουργημάτων Του, δέν ὑπάρχει ἀλλαγή στόν λόγο Του:

 ῾Η ζωή Του εἶναι ἡ ζωή τῆς ἁγίας Τριάδος ὡς κοινωνίας ἀγάπης -  δηλαδή τοῦ Πατρός ὡς ἀγεννήτου καί πηγῆς τῆς θεότητος, τοῦ Υἱοῦ ὡς γεννητοῦ πού σαρκώθηκε ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὡς ἐκπορευτοῦ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός πού ἀπεστάλη ἀπό τόν Χριστό γιά τήν λειτουργία τῆς ᾽Εκκλησίας -  ἐνῶ δρᾶ πάντοτε ἑνιαῖα μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του·  

ἡ στάση Του ἔναντι τῶν δημιουργημάτων Του εἶναι πάντοτε στάση ἐλευθερίας καί ἀγάπης, πού σημαίνει ὅτι ἐνῶ δέν δεσμεύεται ἀπό κανέναν καί ἀπό τίποτε, στέκεται ἀγαπητικά μονίμως καί διαρκῶς ἀπέναντι σ᾽ αὐτά, ἀκόμη καί πρός ἐκεῖνα πού Τόν ἐχθρεύονται καί Τόν ῾πολεμοῦν᾽, προνοώντας γιά τά πλάσματά Του καί κατευθύνοντάς τα πρός τόν τελικό τους προορισμό. ῾Η πιστότητα αὐτή τῆς ἀγάπης Του μάλιστα ἐξηγεῖ καί τό γιατί δέν ὑφίσταται παράδεισος καί κόλαση ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ, καί στόν κόσμο τοῦτο καί μετέπειτα: ὁ Θεός ἀδιάκοπα ἀγαπᾶ καί ἡ ἀγάπη Του μεταποιεῖται θετικά (παράδεισος) ἤ ἀρνητικά (κόλαση) ἀνάλογα μέ αὐτό πού ἔχει καταστήσει περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του ὁ ἄνθρωπος·

ὁ λόγος Του τέλος παραμένει πάντοτε ὁ ἴδιος, αἰώνιος καί ἐπίκαιρος γιά κάθε ἐποχή, χωρίς ἀλλοιώσεις καί μεταποιήσεις. Τά πάντα μπορεῖ νά μεταβληθοῦν, τά πάντα μπορεῖ νά καταργηθοῦν, ὄχι ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ στήν πραγματικότητα φανέρωση τῆς ἄκτιστης ἐνέργειάς Του καί ἄλλον τρόπο παρουσίας Του. Κατά τά ἀψευδῆ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν᾽. Γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος Του εἶναι παντοδύναμος πού καθιστᾶ δυνατό κάθε τι πού θεωρεῖται ἀδύνατο, μᾶλλον ὁ λόγος Του ἐκφερόμενος συνιστᾶ τήν ἴδια τήν δημιουργία. ῾Αὐτός εἶπε καί ἐγενήθησαν, Αὐτός ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν᾽. Εἶναι αὐτονόητο ἔτσι ὅτι ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη προσπάθεια ἀλλοίωσης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, παρερμηνείας, ἔκπτωσης ἤ ὑποβάθμισής του, πολλῷ δέ μᾶλλον κατάργησής του, συνιστᾶ βλασφημία πού ἀποκαλύπτει τήν ἀπιστία, τήν ἀθεΐα καί τόν δαιμονισμό τοῦ ἀνθρώπου. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ πρῶτος πού ἀποπειράθηκε νά διαστρεβλώσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ ῾πεσών ἑωσφόρος᾽.

3. Μέ βάση τά παραπάνω εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ αἰωνιότητα καί ἡ πιστότητα τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τό θεμέλιο τῆς ζωῆς καί τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου.

῎Εχει καταρχάς μία πίστη πού τήν παρέλαβε ἀπό τήν ἁγία ᾽Εκκλησία τήν ὥρα τῆς ἐνσωματώσεώς του σέ αὐτήν κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Δέν ταλαιπωρεῖται ὁ πιστός μέ τήν ἀγωνία τοῦ ἀπίστου ἤ ἀθέου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ψάχνει νά βρεῖ ἐκεῖνο πού θά νοηματοδοτήσει τήν ἐπί γῆς ὕπαρξή του. ῾Η μόνη ἀγωνία του, ἄν εἶναι καλοπροαίρετος, εἶναι πῶς τήν παραληφθεῖσα πίστη ὡς μέλος Χριστοῦ νά τήν ἐνεργοποιεῖ στήν ζωή του, ὁπότε καί θά βλέπει τήν ἀλήθεια της καί τήν δυναμική της. ῾Μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται᾽. Διότι δέν ἔχει καμμία σημασία ἀσφαλῶς νά ἀποδέχεται κανείς τήν πίστη του στήν ῾Αγία Τριάδα, στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, στήν ἁγία ᾽Εκκλησία, καί νά μένει αὐτή ἡ πίστη σέ ἕνα θεωρητικό ἐπίπεδο χωρίς νά ἀγγίζει τήν ζωή του. ῞Οπως ὅλοι γνωρίζουμε μία τέτοια πίστη ἀπορρίπτεται ὡς νεκρή καί δαιμονική. ῾Ο χριστιανός λοιπόν ἔχει μονίμως τήν ἀναφορά του στήν ᾽Εκκλησία καί τήν πίστη αὐτῆς στήν ῾Αγία Τριάδα. Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι τό καθημερινό μέτρο τῆς δικῆς του στερεότητας στόν κόσμο. Κι ἀκόμη: τό τρισάγιο πού λέει ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωση ὅτι ὁ κόσμος συνεχίζει νά ὑπάρχει μέ τόν κανονικό καί ὀρθό ρυθμό του.

῾Η ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός μας στέκεται πάντοτε μέ ἀγάπη καί ἐλευθερία ἀπέναντι στά πλάσματά Του ὁδηγεῖ τόν πιστό σέ ἀληθινή μετάνοια. ῾Τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽. ῎Αν ὑπῆρχε ἀμφισβήτηση τῆς αἰώνιας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τί θά ἦταν ἐκεῖνο πού θά ἔσωζε τόν ἄνθρωπο; Πῶς θά κινεῖτο ὅ,τι βαθύτερο ὑπάρχει στήν ψυχή του, ἡ δική του ἀγάπη; ῾῾Ημεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽. Τυχόν ταλάντευση πάνω στήν ἀλήθεια αὐτή δέν θά μᾶς ἔκανε νά λειτουργοῦμε σάν τούς πιστούς ἄλλων θρησκειῶν, οἱ ὁποῖοι παλεύουν νά ἐξευμενίσουν τούς θεούς τους, γιατί τούς ἔχουν κατανοήσει, μόνοι τους ἤ μέ παρακίνηση τοῦ Πονηροῦ, κατ᾽ εἰκόνα δική τους καί τῶν παθῶν τους; ῾Ο πιστός ὅμως γνωρίζει: καί στήν ἔσχατη κατάντια του, ὁ Θεός τόν περιμένει ἐν ἀγάπῃ. ῾Η ἐν μετανοίᾳ μάλιστα στροφή σέ Αὐτόν θά συναντήσει μόνον τήν ἀνοικτή ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα του. ῾Καί δραμών (ὁ πατήρ αὐτοῦ) ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ και κατεφίλησεν αὐτόν᾽.

Κι ἀκόμη: ῾Η πίστη στό  ἀναλλοίωτο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ὅτι αὐτός ὁ λόγος συνιστᾶ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Τριαδικότητάς Του καθιστοῦν τόν πιστό μέτοχο τῆς ἴδιας τῆς θεότητας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι τά ἀψευδῆ λόγια τοῦ Κυρίου παρέχουν τήν διαβεβαίωση: ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽. Καί: ῾῾Ο τηρῶν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽. Δηλαδή: ὁ Θεός φανερώνεται μέσα ἀπό τόν λόγο Του, ὁ ὁποῖος λόγος γενόμενος ἀποδεκτός ἀπό τόν πιστό ἄνθρωπο καθιστᾶ αὐτόν κατοικητήριο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. ᾽Αποτέλεσμα μία τέτοιας θείας κοινωνίας εἶναι ἡ παντοδυναμία τοῦ ἀνθρώπου: ἔχοντας ὁ πιστός τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦσα μέσα του ῾κατέχει᾽ καί τήν παντοδυναμία αὐτῆς. ῾᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μένει, ὅ ἐάν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν᾽ (ὁ Κύριος). ῾Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυμανοῦντί με Χριστῷ᾽ (ἀπ. Παῦλος). Καί πέραν αὐτοῦ: ἡ πιστότητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἰῶτα  ἕν ἤ μία κεραία᾽ δέν ὑπάρχει πού δέν πρόκειται νά μήν ἐκπληρωθεῖ δίνει τήν ὤθηση στόν πιστό νά προσδοκᾶ καί τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. ῎Αν κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινός καί κάθε ὑπόσχεσή Του ἤδη ἐκπληρώθηκε, εἴμαστε ἐντελῶς βέβαιοι καί ὅ,τι δέν ἔχει ἀκόμη ἐκπληρωθεῖ θά πραγματοποιηθεῖ. ᾽Αρκεῖ νά μένει κανείς πιστός στήν πιστότητα τοῦ Θεοῦ καί νά μή μετρᾶ τά γεγονότα μέ τήν δική του λογική. Κι αὐτό  πού ἀκόμη στήν οὐσία δέν ἔχει πραγματοποιηθεῖ εἶναι ἡ τελευταία φάση τῶν ἐσχάτων, ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί ὅ,τι θά προηγηθεῖ αὐτῆς.

῾Η πορεία μας πάνω στήν γῆ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ματιά μας στόν κόσμο. ῎Αν ἡ ματιά μας πέφτει μόνο στήν φθαρτότητα τοῦ κόσμου, τότε πορευόμαστε ῾ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ, ἐλπίδα μή ἔχοντες᾽. ῾Η τραγικότητα καί ἡ κόλαση γίνονται τά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς μας. ῎Αν ἡ ματιά μας ὑψώνεται ὑπεράνω τοῦ κόσμου καί προσβλέπουμε στόν αἰώνιο Κύριο καί τήν πίστη πού μᾶς ἀποκάλυψε, τότε πορευόμαστε ῾ὡς ἐν σαρκί περιπολοῦντες θεοί᾽ κατά τήν γνωστή ρήση ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός. Τότε ἡ περπατησιά μας πράγματι εἶναι στέρεα, γιατί κατά πῶς τό λέει κι ὁ ποιητής ῾γιά νά πατᾶς στέρεα στή γῆ, πρέπει τό ἕνα πόδι σου νά εἶναι ἔξω ἀπό τή γῆ᾽ (᾽Ελύτης). Τότε ἑνωμένοι μέ τόν ἄκτιστο Θεό μας γινόμαστε κι ἐμεῖς ἄκτιστοι, ὅπως κήρυξε ὁ ἅγιος πού σήμερα ἑορτάζουμε.