17 Απριλίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΣ Α Ν Ε Σ Τ Η !

 

«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

(Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αφού πάτησε τον θάνατο με τον θάνατό του και χάρισε ζωή στους νεκρούς που ήταν στα μνήματα).

Χαρακτηρίστηκε και χαρακτηρίζεται ο παιάνας της Εκκλησίας, ο ύμνος (στον πανηγυρικό πλάγιο του α΄) που συνεγείρει τους πιστούς και τους καλεί να διατρανώσουν τη χαρά τους, ει δυνατόν και χορεύοντας. Γιατί διασαλπίζει τη μεγαλύτερη νίκη πάνω στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο, και βεβαίως πάνω σε ό,τι οδήγησε και συνήργησε για την εισβολή του θανάτου: την αμαρτία και τον πονηρό διάβολο. Και πώς συνέβη αυτό; Μα αναστήθηκε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, συνεπώς με την ανάστασή Του ανέστησε κι αυτήν. Ο θάνατος «οὐκέτι κυριεύει», δεν λειτουργεί πια ως ο μόνιμος και απάνθρωπος τύραννος – μετράει τις τελευταίες του ώρες μέχρι να ξανάλθει ο Κύριος στη Δευτέρα Του Παρουσία, κι αυτό για λόγους παιδαγωγικούς: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Ο θάνατος λοιπόν θανατώθηκε – «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου τήν καθαίρεσιν» - που σημαίνει περαιτέρω ότι ο φόβος ως το καθοριστικό στοιχείο της ζωής στον κόσμο τούτο εξαφανίστηκε, αφού πίσω από κάθε φόβο υφίσταται στην πραγματικότητα ο φόβος του θανάτου, συνεπώς ο άνθρωπος αναπνέει αληθινά τον αέρα της ελευθερίας. Τι ελευθερία μπορεί να έχει εκείνος που βρίσκεται κάτω από την πιο σκληρή κατοχή, του θανάτου, του διαβόλου, της αμαρτίας; Ο Άδης, ως όρος δηλωτικός του όποιου χώρου των ψυχών για τους ανθρώπους που πέθαναν, διαλύθηκε, σαν μία φυλακή που γκρεμίστηκε ολοσχερώς. Το μόνο που υφίσταται είναι η ζωή και το φως, γιατί ο Χριστός ως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, δίνει ακριβώς αυτό που είναι και έχει: φως και ζωή. «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή». «Ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ κόσμου». 

Γιατί τότε υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στα δίχτυα του φόβου, της θλίψης και της δουλείας της αμαρτίας; Και μιλάμε και για χριστιανούς! Διότι ναι μεν ο Χριστός προσέφερε όλη αυτή τη χάρη και τη χαρά στους ανθρώπους, αλλά ζητάει την ανταπόκρισή τους. Και για μεν τους μη χριστιανούς, υπάρχει η προσμονή για την ενεργοποίηση της δοσμένης χάρης – περιμένουν, ανεπίγνωστα ίσως, την ώρα που θα κληθούν να μετάσχουν στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Για τους ήδη χριστιανούς όμως, τους βαπτισμένους στο άγιο όνομά Του, χρειάζεται η απόφαση της στροφής της θέλησής τους προς Αυτόν. Διότι μπορεί να έχει γίνει κανείς μέλος Χριστού ως μέλος της Εκκλησίας, μα να μη το έχει λάβει αυτό στα σοβαρά. Κι είναι η τραγική περίπτωση εκείνων που ντύθηκαν τον Χριστό, αλλά το ένδυμα αυτό μένει σαν αδειανό πουκάμισο, σαν «άδειο σακκί» - ο Χριστός περιμένει την ανταπόκριση της βαθειάς τους καρδιάς.

 Τι απαιτείται για να «σωματωθεί» το ένδυμα; Η μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, η μετοχή δηλαδή στη ζωή του Χριστού, και ο πνευματικός αγώνας για τήρηση των αγίων εντολών Αυτού, που κι αυτό μετοχή στη δική Του ζωή είναι. Κι ο Χριστός μάς θέτει την αλήθεια αυτή ενώπιόν μας ως πρόκληση για πειραματισμό: «τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε μέσα σας. Όλος ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως στην ύπαρξή σας και θα γίνετε μοναστήρι της Αγίας Τριάδος». Τυχαία λέει ο άγιος υμνογράφος ότι την ανάσταση του Χριστού, ως βίωμα της αιώνιας ζωής, τη νιώθουμε ενεργά και αισθητά στην καρδιά μας, όταν αρχίζουμε να συγχωρούμε τους συνανθρώπους μας, όταν δηλαδή αρχίζουμε να θέτουμε σε ενέργεια τη σύνοψη όλων των εντολών του Κυρίου, την αγάπη προς τον κάθε (και εχθρό) συνάνθρωπό μας; «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει καί οὕτω βοήσωμεν: Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».

15 Απριλίου 2023

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2023

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Ι.ΚΛΗΡΟ & ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Ἀδελφοί, Συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! 

Ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ  Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τόν πιστό ἀλλά καί τόν ἄπιστο ἄνθρωπο τό μεθόριο συμβεβηκός μεταξύ τῶν ἀρχαίων (π.Χ.) καί τῶν νέων ἡμερῶν (μ.Χ.).

Τόσο ἠθικά καί φυσικά ὅσο καί πνευματικά ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ πίστη σ’Αὐτόν ἀναμόρφωσε καί ἀνακαίνισε τόν κόσμο. Ἡ πάλη ὑπῆρξε μακρά καί κοπιώδης, ἀλλά ἀπό τήν ὥρα πού ὁ Χριστός πέθανε καί ἀνέστῃ, ἤχησε ὁ ἐπιθανάτιος κώδων κατά πάσης σατανικῆς τυραννίας καί πάσης βδελυγμίας. Ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ ἁγιότητα καί ἡ δικαιοσύνη ἀπέβησαν τό παγκόσμιο ἰδεῶδες πάντων ὅσοι ὀνομάζουν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Κυρίου τους καί ἡ ἐπίτευξη τοῦ ἰδεώδους ἐκείνου κατέστῃ ἡ κοινή κληρονομιά τῶν ψυχῶν «ὅσων πνεύματι Θεοῦ ἄγονται» (Ρώμ. 8. 14, πρβλ. Γαλ. 5. 19) στίς ὁποῖες παραμένει τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τά ἀποτελέσματα τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀναγέννηση καί ἀναμόρφωση τῆς φθαρείσης ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία κοινωνίας καί ζωῆς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἱστορικά καί ἀναμφήριστα.

Κατάργησε τήν ὠμότητα καί τήν ἐκδικητικότητα.

Ἐδάμασε τά ἀχαλίνωτα διαβλητά πάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐστιγμάτισε τήν ἀπόγνωση, τήν ἀπελπισία καί τήν αὐτοχειρία.

Ἐκόλασε μέ αὐστηρότητα τήν παιδοκτονία

Ἀπέλασε τίς ἐπαίσχυντες ἀκαθαρσίες τοῦ ἡδονισμοῦ καί τῆς σαρκολατρείας.

Ἀπήλλαξε τόν θηριομάχο.

Ἐλευθέρωσε τόν δοῦλο.

Ἐπροστάτευσε τόν αἰχμάλωτο.

Ἐνοσήλευσε τον ἀσθενῆ.

Ἐστέγασε τόν ξένο.

Ἐπροστάτευσε τό ὀρφανό κι ὅλους τούς ἀδυνάτους.

Ἀνύψωσε τήν γυναῖκα.

Περιέβαλε μέ ἀκτῖνες στεφάνου τήν ἀθώαν ἡλικία του παιδιοῦ.

Ἐξευγένισε τήν ἐργασία μετατρέποντάς την ἀπό χυδαιότητα σέ ἀξιοπρέπεια καί καθῆκον.

Ἁγίασε τήν οἰκογένεια καί τόν γάμο, ἀνυψώνοντας τον ἀπό ἐμπορία καί δουλεία σέ εὐλογημένη ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός.

Κατέστησε τήν ἀγάπη καθολική καί ὑποχρεωτική ἀρετή καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν μαθητῶν Του.

Ἐξάγνισε τήν ζωή ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος.

Ἐξῇρε τήν ψυχή παντός ἀνθρώπου σέ ἀνεκτίμητο τοῦ Θεοῦ δημιούργημα.

Ἔκτισε καρδιές καθαρές, βίους εἰρηνικούς καί ἑστίες γλυκεῖες.

Κατά τόν ἀρχαῖο Ρωμαῖο φιλόσοφο Σενέκα (4-65 π.Χ, τῶν παλαιῶν ἡμερῶν σύγχρονο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), ἡ εὐσπλαγχνία ἐθεωρεῖτο ἐλάττωμα καί ἡ πτωχεία τό μεγαλύτερο ὄνειδος.   Κατά τόν Ἀναστάντα ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀρετή καί ἡ ἔντιμος πτωχεία δέν εἶναι ἀτιμία, ἡ ἑκούσια μάλιστα περιφρόνηση τοῦ πλούτου ἀρετή καί ἔπαινος.  Δέν ὑπῆρξε κοινωνική τάξη τῆς ὁποίας νά μήν διόρθωσε τίς κακίες.

Γιά τόν πιστό οἱ συνέπειες τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως εἶναι βαθύτερες καί ὑπέρτερες τῆς ἱστορικῆς σημασίας τους, καθώς ἀποκαλύπτουν τήν ἐξήγηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καί βεβαιώνουν τήν κατάκτηση τοῦ μυστηρίου τοῦ τάφου.

Ὁ πιστός, καθώς θεωρεῖ τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, δέν αἰσθάνεται πλέον ὅτι ὁ Θεός ἀπέχει μακράν, ἀλλά ἀνακράζει μέ πίστη καί ἐλπίδα καί ἀγάπη.  «Ὑμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοί λαός» (Β΄ Κορ. 2.16).  «Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθῃ Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6.4).

Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ προσφιλῆ καί περιπόθητα,

Σκυθρωπή εἶχεν ἀκούσει κάποιαν ἡμέραν τοῦ ΙΘ΄ (19ου) αἰῶνος ἡ ἀνθρωπότης ἀπό τό στόμα τοῦ τραγικοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου Γουλιέλμου-Φρειδερίκου Νίτσε, τοῦ εἰσηγητοῦ τῆς ἰδεοληψίας τοῦ Ὑπερανθρώπου καί ἐμπνευστοῦ τοῦ αἱμοσταγοῦς Χίτλερ, ὅτι: «ὁ Θεός εἶναι νεκρός! Τόν σκοτώσαμε… Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός θά μείνῃ νεκρός! Τί ἄλλο εἶναι οἱ Ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;» Καί ἐπίσης, ὀλίγας δεκαετίας ἀργότερον, ἀπό τό στόμα ἑνός νεωτέρου Γάλλου ὁμολόγου του, τοῦ Ἰωάννου-Παύλου Σάρτρ, τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ ἀθεϊστικοῦ Ὑπαρξισμοῦ ὅτι: «Ὁ Θεός ἀπέθανε! Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τόν θάνατον τοῦ Θεου!»

Αἱ διακηρύξεις αὐταί τῶν ἀθέων φιλοσόφων ἐτάραξαν τάς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Σύγχυσις πολλή ἐπηκολούθησεν εἰς τόν χῶρον τοῦ πνεύματος καί τῆς λογοτεχνίας, τῆς τέχνης καί τῆς Θεολογίας εἰς τήν Δύσιν, ὅπου ἄρχισε νά γίνεται λόγος ἀκόμη καί περί «Θεολογίας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ».

Ἡ Ἐκκλησία βεβαίως δέν εἶχε ποτέ καί δέν ἔχει καμμίαν ἀμφιβολίαν ὅτι ὁ Ἐνσαρκωθείς Θεός Λόγος, ὡς τέλειος ἄνθρωπος ἀπέθανε. Τοῦτο ἔγινε τό 33 μ.Χ. ἐπάνω εἰς τόν λόφον Γολγοθᾶ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐπί Ποντίου Πιλάτου τοῦ Ρωμαίου Ἠγεμόνος τῆς Ἰουδαίας. Ἀφοῦ ἔπαθεν ἀνήκουστα Πάθη, ἐσταυρώθῃ ὡσάν κακοῦργος καί, περί ὥραν ἐνάτην τῆς Παρασκευῆς, εἶπε «Τετέλεσται!» καί παρέδωκε τό πνεῦμα! Αὐτό εἶναι μία ἀναντίρρητος ἱστορική πραγματικότης. Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, ἀπέθανεν «ὑπέρ πάντων» τῶν ἀνθρώπων! Ἀφοῦ ἀνέλαβεν ὅλα τά ἰδικά μας: σῶμα, ψυχήν, θέλησιν, ἐνέργειαν, κόπον, ἀγωνίαν, πόνον, λύπην, παράπονον, χαράν, τά πάντα, παρεκτός ἁμαρτίας, ἀνέλαβε, τέλος, καί τό μεγαλύτερον ζήτημά μας, τόν θάνατον, καί μάλιστα εἰς τήν πιό βασανιστικήν καί ταπεινωτικήν ἐκδοχήν του, τόν Σταυρόν. Μέχρις ἐδῶ συμφωνοῦμεν μέ τούς φιλοσόφους. Θά δεχθοῦμε ἀκόμη καί τό ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι, οἱ Ναοί, εἶναι «οἱ τάφοι», «τά μνήματα» τοῦ Θεοῦ! Ὅμως!… Ἐμεῖς γνωρίζομε, ζοῦμε καί προσκυνοῦμε τόν θανόντα Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὡς «νεκρόν ζωαρχικότατον»!

Ὀλίγον μετά τήν φοβέραν Παρασκευήν, εἰς τήν πρωϊνήν ἀμφιλύκην τῆς «Μιᾶς τῶν Σαββάτων», τῆς Κυριακῆς, συνέβῃ αὐτό, διά τό ὁποῖον ἔγινεν ὅλη ἡ διά σαρκός καί πάθους καί Σταυροῦ καί καθόδου εἰς τόν Ἅδην οἰκονομία τοῦ Θεοῦ: Ἡ Ἀνάστασις!… Καί αὐτό, ἡ Ἀνάστασις, εἶναι μία ἐξ ἴσου ἀναντίρρητος ἱστορική πραγματικότης!.. Καί ἡ πραγματικότης αὐτή ἔχει ἀμέσους καί σωτηρίους ἐπιπτώσεις εἰς ὅλους μας. Ἀνέστῃ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι συνάμα καί Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου! Ἀνέστῃ ὁ Θεός μέ ὅλον τό πρόσλημμα τῆς ἀνθρωπότητος: τό Σῶμα ποῦ ἔλαβεν ἀπό τά ἄχραντα αἵματα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τήν ἁγίαν Ψυχήν Του. Ἀνέστῃ ἐκ νεκρῶν, «παγγενή τόν Ἀδάμ ἀναστήσας ὡς φιλάνθρωπος»!… Ὁ Τάφος τοῦ Ἰησοῦ, τό «καινόν μνημεῖον» τοῦ Ἰωσήφ, εἶναι πλέον διά παντός κενός! Ἀντί διά μνημεῖον νεκρικόν, εἶναι μνημεῖον νίκης κατά τοῦ θανάτου, εἶναι πηγή ζωῆς!

Ὁ νοητός Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης ἀνέτειλεν «ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος», χαρίζοντας φῶς ἀνέσπερον, εἰρήνην, χαράν, ἀγαλλίασιν, ζωήν αἰώνιον! Ναί, οἱ Ναοί εἶναι οἱ «τάφοι» τοῦ Κυρίου! Ἀλλά Τάφοι κενοί, ὁλοφώτεινοι, γεμάτοι ἀπό «ὀσμήν ζωῆς», ἀπό ἐαρινόν μύρον πασχάλιον, ὡραῖοι, ἐρατεινοί, καταστόλιστοι μέ μυρσίνες δοξαστικές καί μέ ἄνθη χειροπιαστῆς ἐλπίδος, τάφοι ζωοδόχοι καί ζωοπάροχοι. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀνέστρεψε τάς δυνάμεις τοῦ Ἅδου, ὁ θάνατος εὐτελίστηκε πλέον εἰς ἁπλοῦν ἐπεισόδιον ποῦ εἰσάγει τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν βίον εἰς τήν Ζωήν. Οἱ Ἐκκλησίες, οἱ «τάφοι» τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, εἶναι αἱ διάπλατοι θύραι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, οἱ ὀρθάνοιχτες εἴσοδοι τοῦ Νυμφῶνος τοῦ Υἱοῦ Του, ποῦ «ὡς Νυμφίος προῆλθεν ἐκ του Μνήματος»  καί οἱ πιστοί εἰσερχόμενοι, «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν· καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον Εὐλογητόν τῶν πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον»!

Εὐτυχῶς, λοιπόν, ποῦ ἀπέθανεν ὁ Σωτήρ Χριστός, καί ὁ θάνατός Τοῦ ἔγινε ζωή καί Ἀνάστασίς ἰδική μας! Εὐτυχῶς ποῦ ὑπάρχουν τόσα «μνήματά» Του εἰς τόν κόσμον, τόσοι ἅγιοι Ναοί, ὅπου ἠμπορεῖ νά εἰσέλθῃ ἐλεύθερα ὁ πονεμένος, ὁ κουρασμένος καί ἀπαρηγόρητος ἄνθρωπος, νά ἀποθέσῃ τό φορτίον τοῦ πόνου του, τῆς ἀγωνίας του, τοῦ φόβου καί τῆς ἀνασφαλείας του, νά «ξεφορτωθῇ» τόν θάνατόν του! Εὐτυχῶς ποῦ ὑπάρχουν αἱ Ἐκκλησίαι τοῦ Ἐσταυρωμένου, Ἀποθανόντος, Ἀναστάντος καί αἰωνίως Ζῶντος Χριστοῦ, ὅπου ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ καταπροδωμένος ἀπό ὅλα τά εἴδωλα, ὅλους τούς «χαμοθεούς» ποῦ ἔκλεψαν τήν καρδιά του, τήν οἰκονομίαν, τήν τεχνολογίαν καί τήν γήϊνη ἐπιστήμη τῶν κτιστῶν καί ὅλας τάς ὑπολοίπους «κενάς ἀπάτας» τοῦ παρόντος αἰῶνος «τοῦ ἀπατεῶνος», εὑρίσκει καταφύγιον καί παραμυθίαν καί σωτηρίαν.

Ἀσπαζόμενος πάντας μέ ἀγάπη Ἰησοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἐκ νεκρῶν Ἀναστάντος καί αἰωνίως Ζῶντος καί ζωοποιοῦντος τόν ἄνθρωπον, διατελῶ πατρικῶς ἀπευθύνων ἐγκάρδιον πασχάλιον χαιρετισμόν καί εὐλογίαν.

Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Μέ θερμές Πατρικές εὐχές

Ο  Μ  Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΤΟ ΜΕΙΖΟΝ: Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 Γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο ἡ πνευματική ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς μετανοίας εἶναι τό μεῖζον. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος γεύτηκε ἀπό τό βάπτισμά του, αὐτό καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἐπιβεβαιώνει καθημερινῶς στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας τῆς μετανοίας ἀποτελεῖ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια παραμονῆς στήν ἀνάσταση. Γι’ αὐτό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τήν θεωρεῖ μόνο κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή. «Εἶδες τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς; Διατήρησε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἄνθρωπε. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζεῖς μέ ἀδιαφορία. Βάλε στόν ἑαυτό σου νόμο μέ κάθε ἀκρίβεια. Ἡ ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί ὅποιος ἀγωνίζεται ἀπέχει ἀπό ὅλα…Κατάστρεψε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα τοῦ κακοῦ, γιά νά καταστρέψεις ὅλη τήν ἀρρώστια…Ἄς ἐξαφανίσουμε παντοῦ τίς ἀρχές τῶν ἁμαρτημάτων» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).

Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν θά μετάσχει τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, εἴτε πιστός εἴτε ἄπιστος – τό ζητούμενο γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ὡς ζωῆς μετανοίας πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μόνον οἱ ἐν μετανοία ζῶντες καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή θά ζήσουν καί τή δόξα τῆς ἀναστάσεως. «Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε, ὁ καθένας ὅμως στό δικό του τάγμα. Τί ὅμως σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι καί ὁ εἰδωλολάτρης καί ὁ Ἰουδαῖος καί ὁ αἱρετικός καί κάθε ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θ’ ἀναστηθεῖ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη…Βέβαια καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνασταίνονται ἄφθαρτα καί ἀθάνατα. Ἡ τιμή ὅμως αὐτή γίνεται σ’ αὐτούς ἀφορμή κόλασης καί τιμωρίας, ἐπειδή ἀνασταίνονται ἄφθαρτα, γιά νά καίονται αἰώνια» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως).  «Τήν ἀνάσταση ὅλοι θά ἀπολαύσουν. Δοξασμένοι ὅμως δέν θά εἶναι ὅλοι, ἀλλ’ οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό» (Εἰς τήν προς Θεσσαλονικεῖς). Γιά τόν ἅγιο θεωρεῖται δεδομένο ἔτσι ὅτι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρνοῦνται ὅσοι δέν βαδίζουν πάνω στή μετάνοια, ἔχοντας ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Καί τοῦτο γιατί δέν συμφέρει σ’ αὐτούς νά πιστεύουν ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀθεΐα δηλαδή ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς πονηρίας τῆς ζωῆς. «Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει ν’ ἀναστηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδώσει λογαριασμό γιά τίς πράξεις του πού ἔκανε ἐδῶ, ἀλλά νομίζοντας ὅτι τά δικά μας σταματοῦν στήν παροῦσα ζωή κι ὅτι δέν ὑπάρχει παραπέρα τίποτε περισσότερο, οὔτε γιά τήν ἀρετή θά φροντίσει» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Ἐκεῖνος πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά τήν ἐδῶ ζωή, αὐτός κατ’ ἀνάγκη θά ὁμολογήσει ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε καί Θεός» (Περί εἱμαρμένης καί πρόνοιας).

ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ!

«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ωδή ε΄ αναστασίμου κανόνος).

(Χριστέ, βλέποντας καθαρά την άπειρη ευσπλαχνία σου οι αλυσοδεμένοι του Άδη, έσπευδαν με γρήγορη και χαρούμενη περπατησιά προς το φως Σου, χτυπώντας τα χέρια από χαρά για το αιώνιο Πάσχα).

Ο «φακός» του μεγάλου Πατέρα και υμνογράφου της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ρίχνει το φως του στον σκοτεινό χώρο του Άδη, εκεί που θεωρείτο προχριστιανικά ότι ήταν ο χώρος των ψυχών. «Όπως πολλοί άλλοι λαοί, ο Ισραήλ φαντάζεται την επιβίωση των νεκρών σαν μια σκιά υπάρξεως, χωρίς αξία και χωρίς χαρά. Ο Άδης είναι ο τόπος που συγκεντρώνει αυτές τις σκιές…σαν τάφος στα έγκατα της γης, όπου βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι και όπου το ίδιο το φως μοιάζει με τη ζοφερή νύχτα. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες και δεν θα ανέβουν πια επάνω ποτέ. Δεν μπορούν πια να αινούν τον Θεό, να ελπίζουν στη δικαιοσύνη του ή στην πιστότητά του. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη» (Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας).

Κι ο Κύριος, η πηγή της Ζωής, εισέρχεται στον χώρο αυτό του σκότους και της εγκατάλειψης, με την ανθρώπινη ψυχή Του τη συνδεδεμένη με τη θεότητά Του,  για να τον γεμίσει με το φως Του, να Τον γεμίσει με την παρουσία Του, να δώσει ελπίδα και προοπτική ζωής στους αλυσοδεμένους και αιχμαλώτους του Άδη. Οι περισσότεροι αναστάσιμοι ύμνοι μιλούν γι’ αυτήν τη συγκλονιστική είσοδο του Κυρίου και τις «πανικόβλητες» κινήσεις του Άδη που βλέπει το βασίλειό του να διαλύεται. «Σήμερον ὁ Ἄδης στένων βοᾶ…». «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος…». Κι ένα κύριο χαρακτηριστικό που επισημαίνει η Γραφή είναι τούτο: «ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση… Οι θύρες του Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός ανοίχτηκαν για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ η κόλαση όπου κατεβαίνει ο κολασμένος κλείνεται πίσω του για πάντα» (Λ. Β. Θ.).

Λοιπόν, «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί γῆ καί τά καταχθόνια». Δεν υπάρχει πια σκοτάδι, οπουδήποτε στον κόσμο (παρά μόνον σ’ εκείνους που κρατούν ερμητικά κλειστές τις ψυχές τους). Γιατί ήλθε το Φως που το διέλυσε. Και να πεθάνει πια κανείς ξέρει, εφόσον είναι πιστός, ότι το φως του Χριστού θα συναντήσει – Εκείνον δηλαδή που θα τον δεχτεί μέσα στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του. «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Και τι σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός; Οι αλυσοδεμένοι του Άδη, οι πονεμένοι και χωρίς ελπίδα μετανιωμένοι, βλέποντας το φως, αποδεχόμενοι δηλαδή εν πίστει τον Κύριο της δόξας που ήλθε κι εκεί για να τους βρει – μη ξεχνάμε τον λόγο του αποστόλου Πέτρου, που λέει πως ο Κύριος «ἐκήρυξεν καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι» -  «πέταξαν» από τη χαρά τους. Έβαλαν φτερά στα παιδιά τους, και με αγαλλίαση και χειροκροτώντας, έσπευσαν προς το φως Του για να κάνουν μαζί Του τη «διάβαση» από το σκοτάδι στο φως. Η ανάσταση των ανθρώπων ήταν και είναι πια η κοινή «μοίρα» τους, λόγω της Αναστάσεως του ενσαρκωμένου Θεού. Ανάσταση όμως φωτός και ζωής και όχι απλής αιώνιας επιβίωσης μέσα στο σκοτάδι της αμετανοησίας.

Η εξαγγελία αυτή όμως του αγίου Δαμασκηνού ισχύει και για τον κόσμο τούτο, χωρίς να έχει έλθει ακόμη ο σωματικός θάνατος. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί και ο πνευματικός δυστυχώς θάνατος. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε, κάθε φορά που η μετάνοια μπαίνει στο περιθώριο της ζωής μας, εισερχόμαστε μέσα στον προσωπικό μας Άδη – ζούμε τον θάνατο πριν τον θάνατο! Και το παρήγορο ποιο είναι; Ότι ο Κύριός μας, που η χαρά Του είναι να μας έχει όλους κοντά Του – «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» - μας δίνει διαρκώς ευκαιρίες μετανοίας. Ευκαιρίες δηλαδή φωτός, εισερχόμενος στον δικό μας Άδη, για να μας στρέψει σ’ Εκείνον. Κι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που νιώθει πια την ακτίνα αυτή, που μπορεί να έλθει από το «πουθενά»: ακόμη και την ώρα της αμαρτίας μας, ακόμη και μέσα από ένα ατύχημα, από μία απρόσμενη συνάντηση με έναν άνθρωπο του Θεού, την «αρπάζει» ως την ευκαιρία που του δίνει ο Θεός. Κι αρχίζει να χαίρεται, να τρέχει εκεί που είναι το φως Του, να χειροκροτεί γιατί βλέπει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα μέσα κι απ’ αυτήν ήδη τη ζωή.

Να παρακαλούμε να μας ανοίγει τα μάτια ο Χριστός και να βλέπουμε το φως Του. Και να κινητοποιούμε τον εαυτό μας, ολόκληρη την ύπαρξή μας. Γιατί το φως Του υπάρχει παντού: σε όλη τη δημιουργία, στον κάθε συνάνθρωπό μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ;

Ίσως δεν πρέπει να σπεύδουμε να διαλαλούμε εύκολα τη χαρά και τη δοξολογική διάθεσή μας για την Ανάσταση του Χριστού! Όχι γιατί βεβαίως δεν της πρέπει «πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις», αφού με την Ανάσταση του Κυρίου πατήθηκε ο μεγαλύτερος και έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος - το «Χριστός ανέστη» συνιστά δικαίως τον νικητήριο παιάνα της Εκκλησίας, τόσο που χωρίς την Ανάσταση «ματαία η πίστις ημών» κατά τον απόστολο.

Αλλά για την προϋπόθεση που θέτει η ίδια η Εκκλησία, προκειμένου να ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη». Κι η προϋπόθεση αυτή είναι η εκ καρδίας συγχώρηση των πάντων, έστω και των θεωρουμένων εχθρών μας. Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής στο δοξαστικό των Αίνων της Πασχαλινής ακολουθίας: «Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών». Για να φωνάξουμε δυνατά ότι αναστήθηκε ο Χριστός, πρέπει να συγχωρήσουμε τους πάντες και τα πάντα, ακριβώς λόγω της Αναστάσεως. Κι η αιτία; «Συγγνώμη εκ του τάφου ανέτειλε»! Που σημαίνει: αν δεν έχουμε αναστηθεί πνευματικά με την αγάπη που δίνει στον βαπτισμένο χριστιανό ο ίδιος ο Κύριος, αν δεν βρισκόμαστε δηλαδή στην ίδια φορά αγάπης και συγγνώμης με τον Ίδιο, δεν μπορούμε να νιώσουμε τη χαρά της Αναστάσεως, συνεπώς και να Την δοξολογήσουμε αληθινά.

Μήπως λοιπόν, αν κρατάμε οποιαδήποτε κακία στον συνάνθρωπό μας ή αν έχουμε βαριά καρδιά απέναντί του, είμαστε υποκριτές λέγοντας «Χριστός Ανέστη»; Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι ιδεολογική πρόταση, αλλά βίωμα της Εκκλησίας.

ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ (α΄ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ)

«Μνήσθητι, εὔσπλαγχνε, καί ἡμῶν, καθώς ἐμνημόνευσας τοῦ λῃστοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Θυμήσου και εμάς, εύσπλαγχνε Κύριε, όπως θυμήθηκες τον ληστή στη βασιλεία των Ουρανών). 

Το παραπάνω μικρό τροπάριο ακούγεται «εἰς ἦχον β΄ εἱρμολογικῶς», καθώς σημειώνει το τυπικό της Εκκλησίας μας, «ἀντί τοῦ: Εἴδομεν τό φῶς» κατά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου το πρωί του Μ. Σαββάτου, όπου τελείται, όπως λέει και ο λαός μας, η «Πρώτη Ανάσταση». Κι ως γνωστόν πρόκειται για την προαναγγελία της Αναστάσεως, αφού τελείται ο εσπερινός της λαμπροφόρου αυτής εορτής που συμπλέκεται με τη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Όπως δηλαδή συμβαίνει με κάθε εσπερινό που ξεκινά την εορτή της επομένης ημέρας, κατά τον ίδιο τρόπο και η σημερινή: ξεκινά την Ανάσταση του Κυρίου, έχουμε εισέλθει στον προθάλαμο, για να προχωρήσουμε τρέχοντας στην καθαυτή εορτή με την έναρξη της επομένης ημέρας, «τῇ μιᾷ των Σαββάτων». 

Και την ώρα αυτή που έχει πάρει να χαράζει το σημαντικότερο γεγονός που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία: η Ανάσταση του Κυρίου που σηματοδοτεί και την ανάσταση των ανθρώπων καθώς νικιέται «ὁ ἔσχατος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος», (συνεπώς και  η φιλαυτία και η πονηρία από τη δύναμη της Αγάπης), η Εκκλησία μας και πάλι έρχεται να μας φέρει στη θέση του ευγνώμονος ληστού, αυτού που αισθάνθηκε τη θέση του έναντι του συσταυρωμένου Βασιλέως της Δόξης, του ανθρώπου που έστω και την τελευταία στιγμή μετάνιωσε για ό,τι άσχημο και αμαρτωλό έκανε και στράφηκε με ταπείνωση αλλά και ελπίδα στον μόνο Σωτήρα του κόσμου.  Κι αυτό γιατί; Για να τονίσει ότι ναι μεν ο Κύριος καταπατά τον θάνατο καθιστώντας τον μία απλή μετάβαση προς τη ζωή η οποία πια αυτή «κυριεύει», αλλά απαιτείται και η ανθρώπινη συμμετοχή: ο άνθρωπος να μετανιώσει, να αισθανθεί όπως και ο ευγνώμων ληστής την κατάντια του και να ελπίσει στον Κύριο. Με άλλα λόγια η Ανάσταση του Κυρίου θα φέρει μεν την ανάσταση των σωμάτων όλων των ανθρώπων, είτε πιστών είτε απίστων, κατά την ημέρα της Δευτέρας παρουσίας Του (με την ένωση των σωμάτων με τις ψυχές), όμως δεν θα είναι ανάσταση προς ζωή για όλους: οι εν πίστει και μετανοίᾳ κεκοιμημένοι ή οι εν μετανοίᾳ ζώντες την ημέρα Εκείνη θα γευτούν με τρόπο ευλογίας την ανάστασή τους, εν αντιθέσει προς τους απίστους και αμετανοήτους που θα αναστηθούν μεν, αλλά η ανάσταση θα είναι γι’ αυτούς ανάσταση κρίσεως. 

Οπότε η Εκκλησία μας διά της υμνογραφίας της τονίζει και πάλι, στο ξημέρωμα της Χαράς για τη νέα δημιουργία, ότι το μόνο και απόλυτο ζητούμενο από τον άνθρωπο για να μπορέσει αυτός να ζήσει τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η στάση της μετανοίας  – ό,τι συνιστά το ήθος του τελώνη, του μετανοημένου ασώτου, του ευγνώμονος ληστή. Το «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» της αρχής της δημόσιας δράσης του Κυρίου βρίσκει θα λέγαμε την ευλογημένη απόληξή της στο «μνήσθητί μου, Κύριε» πάνω σ’ έναν σταυρό. Κι αυτό το σταυρωμένο «μνήσθητι» γίνεται πια η κραυγή που σφραγίζει χωρίς καμία διακοπή τη χριστιανική πορεία κάθε ανθρώπου και του δίνει τη βεβαιότητα από τα χείλη του Ίδιου του Κυρίου ότι κι αυτός θα είναι μέλος της ευλογημένης Βασιλείας Του. Φτάνει στο σημείο μάλιστα ο μέγας Γέρων της εποχής μας, όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, ο Γέρων του Έσσεξ, να σημειώνει τα εξής καταπληκτικά γι’  αυτήν την ευλογημένη μετάνοια ως πλήρη αφοσίωση και στροφή στον δρόμο του Κυρίου: «Όταν όλο το «είναι» μας είναι συγκεντρωμένο στον Θεό, η προσευχή μας μπορεί να λάβει χαρακτήρα αιώνιο και να μην αντιληφθούμε τη στιγμή του θανάτου. Όταν είμαστε βυθισμένοι σε μια τέτοια προσευχή, δεν είμαστε πλέον σίγουροι αν θα επιστρέψουμε στη γη ή όχι. Αν περάσουμε στην άλλη όχθη σε κατάσταση προσευχής, δεν θα ζήσουμε τον θάνατό μας, αλλά θα αισθανόμαστε ότι ζούμε. Όταν βρισκόμαστε συνεχώς στην τελευταία Κρίση, περνάμε από τον θάνατο στην αιώνια ζωή, χωρίς να καταλάβουμε ότι έχουμε πεθάνει» (Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού, τόμ. Β΄, σελ. 344).

Αδιανόητο βάθος μυστηρίου της πνευματικής ζωής των αγίων. Η άβυσσος της μετανοίας που συναντά την άβυσσο του ελέους του Θεού!

«ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΧΡΙΣΤΕ»

 1. «Τά ἅγια καί σωτήρια καί φρικτά Πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ» πού ἐπιτελοῦμε τήν ῾Αγία καί Μεγάλη Παρασκευή, ἀποτελοῦν τό ἀποκορύφωμα τῶν ὅλων Παθῶν τοῦ Κυρίου. Διότι ὁλόκληρη ἡ ζωή Του ἦταν ἕνα Πάθος. Κι ἀκόμη περισσότερο∙ ὁ ἀπ. Παῦλος εἶναι ἐκεῖνος πού τονίζει καί μιά ἄλλη μυστική διάσταση τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καί μετά τήν ᾽Ανάσταση: τή συνέχεια Αὐτοῦ τοῦ Πάθους μέσα ἀπό τά παθήματα τῶν μελῶν τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του, τῶν ἐπιμέρους Χριστιανῶν, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος τελικῶς εἶναι πάντοτε στόν Σταυρό μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. «Χαίρομαι τώρα πού ὑποφέρω γιά χάρη σας καί συντελῶ ἔτσι μέ τά σωματικά μου παθήματα, ὥστε νά ὁλοκληρωθοῦν οἱ θλίψεις πού πρέπει νά ὑπομείνει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ ᾽Εκκλησία» (Κολ.1,24).
       2. Τά πάθη τοῦ Κυρίου καί μάλιστα ἡ σταυρική Του θυσία ἐκφεύγουν τῶν ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὁ Σταυρός Του συνιστᾶ μυστήριο, γιατί ἀκριβῶς Αὐτός πού πάσχει δέν εἶναι ἕνα κοινό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀλλ᾽ ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός. Πάσχει ὁ ἴδιος ὁ Θεός κατά τό ἀνθρώπινο. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε μέ μέτρο τίς δυνάμεις μας – τή λογική μας, τά συναισθήματά μας, τή διαίσθησή μας ἀκόμη – νά κατανοήσουμε αὐτό πού διαδραματίζεται. Βλέπουμε μέν ἕναν ἄνθρωπο νά πάσχει ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά μᾶς διαφεύγει τό βάθος Του, ἡ κρυμμένη πραγματικότητα. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μπορεῖ, ἔστω καί ἐκ μέρους, νά βοηθήσει στήν προσέγγιση αὐτή τοῦ μυστηρίου; Μόνον ἡ πίστη πού φωτίζεται βεβαίως ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Αν ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν μᾶς φωτίσει καί δέν μεταποιήσει τίς ἀνθρώπινες δυνατότητές μας, ὥστε μέ ἐνδυναμωμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μάτια νά βλέπουμε τά γινόμενα, θά παραμένουμε πάντα μέσα στό σκοτάδι τῆς ὁριζόντιας διάστασης τῶν πραγμάτων, σέ νύκτα πνευματική. Κι ἐκεῖνο πού προϋποτίθεται γι᾽ αὐτόν τό φωτισμό εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ προσέγγιση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πάθους Του, πού καθαρίζει τά μάτια καί ἐνεργοποιεῖ ἐν γένει τίς πνευματικές αἰσθήσεις. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται».

3. Τί μποροῦμε λοιπόν νά ψηλαφήσουμε μέ τόν πνευματικό αὐτόν τρόπο; Τί μποροῦμε ἑπομένως νά ποῦμε γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, καθοδηγούμενοι ἀπό τούς κατεξοχήν πνευματοφόρους ἀνθρώπους, τούς ἁγίους τῆς ᾽Εκκλησίας μας; ῎Οχι βεβαίως αὐτό πού ἐπιχείρησε ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσης, ὅτι δηλαδή τό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἐξιλέωση τῆς Θείας Δικαιοσύνης, πού ζητοῦσε ἱκανοποίηση λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου, διότι κάτι τέτοιο συνιστᾶ ὑπόκυψη ἀκριβῶς στήν παγίδα πού ἀναφέραμε: τή διά λογικῆς προσέγγιση τοῦ Σταυροῦ, ἄρα στήν οὐσία στή διαστρέβλωση καί τήν ἀλλοίωση τοῦ νοήματος καί τοῦ περιεχομένου του. Τόν Θεό στήν περίπτωση αὐτή τόν κάνει κατ᾽ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου,καί μάλιστα τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων μας, σέ στάση ἄπειρου σεβασμοῦ πρός τό μυστήριο, εἶδε κυρίως δύο πράγματα καί αὐτά πρωτίστως ἐτόνισε:

(α) τήν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, τέτοιας πού ἔπρεπε νά σταυρωθεῖ ἕνας Θεός γιά νά τήν καταργήσει, κάτι πού σημαίνει τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης λύτρωσης μέ ὁποιονδήποτε ἀνθρώπινο τρόπο, ἄρα καί τήν καταδίκη ὁποιουδήποτε μεσσιανισμοῦ, στηριγμένου σέ ἀνθρώπινα κηρύγματα καί σέ ἀνθρώπινες μόνο δυνατότητες, καί
      (β) τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού «κενώνει» τόν ἑαυτό Του, «κλίνει οὐρανούς καί κατέρχεται», προκειμένου νά ἄρει ἐπάνω Του Αὐτός τή δική μας ἁμαρτία καί νά μᾶς προσφέρει τή γλυκύτητα τῆς θεραπείας μας καί τή δικαιοσύνη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ λειτούργησε καί λειτουργεῖ μ᾽ ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο ἀπ᾽ ὅ,τι ὁ ἀνθρώπινος, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ τήν τιμωρία τοῦ ἐνόχου καί τήν ἀθώωση τοῦ ἀθώου. Βάσει τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀθῶος, ὁ Χριστός, τιμωρεῖται, ἐνῶ ὁ ἔνοχος, ὁ ἄνθρωπος, δικαιώνεται καί ἀθωώνεται, κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ κανείς ὅτι ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιά τήν πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα ἦταν ἡ θεραπεία της. ῎Ετσι μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός: θεραπεύοντάς μας!

4. Τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» κυριολεκτεῖται: πάνω στόν Σταυρό σβήστηκαν οἱ ἁμαρτίες ὄχι μόνον τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν πρό αὐτῆς καί τῶν μετά ἀπό αὐτήν. Δέν ὑπῆρξε, δέν ὑπάρχει καί δέν θά ὑπάρξει ἄνθρωπος μετά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού νά μή βρίσκεται αἰρόμενος ἐπί τοῦ Σταυροῦ, γεγονός πού εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπό τούς προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης καί μάλιστα τόν Ἡσαΐα, καί πού αὐτήν τήν πίστη στίς προφητεῖς ζητοῦσε ὁ Κύριος ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους καί μάλιστα τούς μαθητές Του. «῏Ω, ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ, τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐκήρυξαν οἱ προφῆται»! Ὁ Κύριος «ἔδει παθεῖν» ἀκριβῶς γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε: τήν ἄρση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καί τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ ὅ,τι πιό παρήγορο ἔχει ἀκουστεῖ ποτέ στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κι αὐτό γιατί μετά τόν Σταυρό δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἀσυγχώρητη. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅλων τῶν εἰδῶν τίς ἁμαρτίες κι ἄν ἐπιτελέσει, μπροστά στήν Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη σβήνει καί χάνεται. Κι ἔκτοτε θεωρεῖται βλασφημία ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἀπειρίας τῆς ἀγάπης αὐτῆς. ᾽Εκεῖνος δηλαδή πού θά ἐπικαλεστεῖ τίς πολλές ἤ μεγάλες ἁμαρτίες του γιά νά θέσει ἐρωτηματικό στή δυνατότητα τῆς συγγνώμης του ἀπό τόν Χριστό, στήν οὐσία εὐθέως βλασφημεῖ τόν Σταυρό Του καί ἀποκαλύπτει ἁπλῶς τήν ἀπιστία καί τήν ἀθεΐα του. Τίθεται στήν περίπτωση αὐτή σέ προτεραιότητα ἡ ἀνθρώπινη λογική ἔναντι τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά τό διατυπώσουμε μέ τούς ὅρους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: Ὅλη ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων ἄν μαζευτεῖ ἀπό τή μιά μεριά καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι σάν μιά σπίθα μπροστά σ᾽ ἕνα πέλαγος. Τί μπορεῖ νά κάνει ἡ σπίθα στό πέλαγος; Κι αὐτό τό παράδειγμα δέν εἶναι ἀπολύτως σωστό. Διότι τό πέλαγος ἔχει καί κάποια ὅρια, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη.

5. Ἡ μόνη στάση τοῦ πιστοῦ μπροστά στόν Σταυρό, ἔτσι, εἶναι ἡ προσκύνηση.»Προσκυνοῦμέν Σου τά πάθη, Χριστέ»! Δηλαδή:

       - ἐν πίστει τά ἀποδεχόμαστε καί τά πιστεύουμε∙

       - γονατίζουμε ἐν κατανύξει μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί κτυπᾶμε τό στῆθος μας, σάν τόν τελώνη, γιά τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας μας∙

       - Τόν παρακαλοῦμε μέ ταπείνωση νά μᾶς ἐνισχύει γιά νά ἀκολουθοῦμε τά χνάρια τῆς ζωῆς Του, ὥστε νά Τόν νιώθουμε ἐν αἰσθήσει στήν καρδιά μας∙

       - προσερχόμαστε προπάντων πάντοτε ἐν μετανοίᾳ γιά νά κοινωνήσουμε τό σῶμα καί τό αἷμα Του, ὅπως τό λέει καί πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: ὅταν προσέρχεσαι νά κοινωνήσεις, νά προσέρχεσαι μέ τήν πεποίθηση ὅτι κοινωνᾶς ἀπό τή λογχευμένη πλευρά τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, πού ἔρρευσε αἷμα καί ὕδωρ. Τελικῶς, ἡ προσκύνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ταυτίζεται ὡς διάθεση τουλάχιστον μέ τό βίωμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός». Στό μέτρο πού ζοῦμε τόν Σταυρό, βλέπουμε καί τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ζωντανή στή ζωή μας.
᾽Αλλ᾽ αὐτό σημαίνει καί τήν ὅραση τῆς ᾽Αναστάσεώς του.
 «Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου ᾽Ανάστασιν».