12 Μαΐου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

«Αὐτός ὁ μέγας καί θαυμαστός Ἐπιφάνιος καταγόταν από τή χώρα τῆς Φοινίκης, από τίς πλησιόχωρες περιοχές τῆς Ἐλευθερουπόλεως, καί οἱ γονεῖς του ἦσαν γεωργοί. Ἀνατράφηκε σέ μικρή οἰκία, τέτοια πού εἶχαν φτωχοί καί γεωργοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος δέ ἔλαμψε στήν κατά Θεόν ἀρετή καί ἔφτασε στό ἀκρότατο ὕψος τῆς εὐσεβοῦς καί θεάρεστης πολιτείας. Διότι ἐνῶ οἱ γονεῖς του παρέμειναν στή λατρεία καί στή σκιά τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί δέν μπόρεσαν νά δοῦν τό φῶς τῆς χάρης, ὁ ἴδιος ἔσπευσε πρός τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, παίρνοντας ὡς ἀφορμή κάτι θεωρούμενο μικρό.

Κάποιος λοιπόν Κλεόβιος τοῦ θεράπευσε τήν πληγή πού ὑπέστη στόν μηρό, ὅταν ἔπεσε ἄτακτα ἀπό τόν ὄνο πού καβαλίκευε – γιατί ὁ ὄνος ταράχτηκε ἀπό κάτι καί μάλιστα σκοτώθηκε - κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ἔχει λογισμούς ἀμφιβολίας καί νά μή προσέχει ἰδιαίτερα στή δουλεία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου. Ὕστερα δέ, καθώς συνάντησε κάποιο μοναχό Λουκιανό, τόν εἶδε τί ἔκανε ὅταν συνάντησε αὐτός ἕνα πτωχό πού τοῦ ζητοῦσε φαγητό: τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο φαγητό ἀλλά καί τό ἔνδυμα πού φοροῦσε. Καί τήν ἴδια ὥρα ντύθηκε ὁ Λουκιανός ἀπό τόν οὐρανό ἄλλο (λευκό) ἔνδυμα. Τά εἶδε αὐτά ὁ Ἐπιφάνιος καί προσῆλθε στή χριστιανική πίστη, δεχόμενος τό ἅγιο βάπτισμα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς.

Τά ὑπόλοιπα θαυμαστά πού ἔκανε στή ζωή του εἶναι πολύ δύσκολο νά τά διηγηθεῖ κανείς μέ συντομία. Αὐτό μόνο εἶναι ἀναγκαῖο νά ποῦμε, ὅτι δηλαδή ἀπό πολύ νέος στήν ἡλικία, ὅταν εἶχε πιστέψει πιά στόν Χριστό, ἀμέσως μόνασε μέ ὅσιο τρόπο καί ξεπέρασε στήν ἐγκράτεια καί στούς ἀσκητικούς κόπους ὅλους τούς ὑπολοίπους μοναχούς. Κι ὅταν ἔφτασε στό ἀνώτερο στάδιο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἡ ζωή του ἦταν ἀντίστοιχη μέ ὅσα πρίν ὡς μοναχός ζοῦσε. Διότι στά προηγούμενα χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ζοῦσε ἀσκητικά ὅπως εἴπαμε, ἀλλά καί ἔκανε πολλά θαύματα καί θεράπευσε πολλούς ἀσθενεῖς. Στά μετέπειτα δέ χρόνια μετά τήν ἱερωσύνη, ἔκανε τά ἴδια, ἀλλά καί δίδασκε ὀρθά τή χριστιανική πίστη καί μόρφωνε ὅλους τούς χριστιανούς μέ τό πλῆθος τῶν συγγραμμάτων του, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἀντιμετώπισε πολλούς πειρασμούς ἀπό τούς κακόδοξους. Ἔζησε ἑκατόν δεκαπέντε ἔτη, ὅπως ὁ ἴδιος τό εἶπε στόν βασιλέα Ἀρκάδιο πού τόν ρώτησε, καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο, ὄχι ὅμως στόν οἰκεῖο του θρόνο, ὅπως τοῦ ἔγραψε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπειδή συναίνεσε κι αὐτός στήν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ δέ Ἐπιφάνιος ἔγραψε καί ὁ ἴδιος ὡς ἀπάντηση: οὔτε κι ἐσύ θά φθάσεις νά δεῖς τόν τόπο στόν ὁποῖο στέλνεσαι ἐξορία. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στόν ἁγιότατο ναό του πού βρίσκεται μέσα στόν ἅγιο Φιλήμονα».

Ὁ μέγας πατήρ καί ὑμνογράφος τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ὅσιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἐπικεντρώνει πολλαπλῶς τήν προσοχή μας στό πρῶτο κατ' αὐτόν στοιχεῖο πού πρέπει νά προσέξουμε: τή μεταστροφή τοῦ ἁγίου ἀπό τήν Ἰουδαϊκή πίστη στή χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, ὁ Μωσαϊκός Νόμος λειτούργησε κατά τόν τρόπο πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὡς “παιδαγωγός εἰς Χριστόν”. Δεν εἶχε δηλαδή κάλυμμα στόν νοῦ του ὁ Ἐπιφάνιος, ὅταν μελετοῦσε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἔχοντας τήν ψυχή του ἀνοικτή εἶδε τό νόημα τοῦ Νόμου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Διότι μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Χριστό “στοχεύει”. Χωρίς τόν Χριστό παραμένει κλειστή καί ἀνερμήνευτη. «Ὅ,τι ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆται γιά μένα τό ἔγραψαν» ἀπεκάλυψε τό ἀψευδές στόμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας. «Ὁ Νόμος τοῦ γράμματος ἔγινε γιά σένα παιδαγωγός εἰς Χριστόν, Ἐπιφάνιε», ἀναφέρει ἤδη ἀπό τά πρῶτα ἑσπέρια τροπάριο ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, «γιατί σοῦ ἔδειξε τή χάρη τῆς θεογνωσίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ πού ἄστραψε (στήν καρδιά σου), χάρη πού προγραφόταν μυστικά καί λειτουργοῦσε ὡς τύπος μέ ἐντελῶς διάφανο τρόπο».

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο νά δεχθεῖ τή μεγάλη αὐτή χάρη τῆς μεταστροφῆς (ὅπως καί τῆς ἀδελφῆς του ἄλλωστε: ὠδή γ΄), κάτι πού δέν μπόρεσαν να δεχθοῦν οἱ γονεῖς του γιά παράδειγμα ἤ καί πολλοί ἄλλοι Ἰουδαῖοι; Τό ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: ἦταν (πέραν τῆς εὐεργεσίας πού δέχτηκε ἀπό τόν Κλεόβιο, τόν “θεοειδῆ ἄνθρωπον”:ὠδή α΄ πού τόν θεράπευσε) ἡ ἁγνότητα τῆς ἀναζήτησής του, ὁ πόθος του καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πρῶτα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι τοῦτο μία μεγάλη ἀλήθεια που διαλαλεῖ πάντοτε ἡ χριστιανική πίστη: δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βρεθεῖ ἄνθρωπος ὅπου γῆς, πού νά ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, νά ποθεῖ τόν Θεό, ἔστω καί ἄγνωστό Του στήν ἀρχή, πού νά μήν καθοδηγηθεῖ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό – μέσα ἀπό ἀνθρώπους Του τίς περισσότερες φορές – γιά νά Τόν συναντήσει καρδιακά καί πραγματικά. Ὅπως ὁ ἴδιος πάλι τό τόνισε: «Ὅποιος ἀγαπάει τήν ἀλήθεια, θά ἀκούσει τή φωνή Μου». «Καταλήφθηκες ἀπό τόν πόθο τοῦ θείου Νόμου, Πάτερ Ἐπιφάνιε, καί πρόκρινες τό δίκαιο ἀπό τό ἄδικο, γι' αὐτό καί μέσα ἀπό σύμβολα δέχτηκες τή σωτήρια πίστη τῆς ἁγίας Τριάδος» (ὠδή α΄). Τήν πρόκριση αὐτή μάλιστα ὁ ὑμνογράφος τή θεωρεῖ ὡς τήν κατεξοχήν ἔξυπνη κίνηση τοῦ Ἐπιφανίου. Μπορεῖ δηλαδή νά ἦταν ὑποδουλωμένος στούς Μωσαϊκούς νόμους, ἀλλά τελικά ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε μέσα του καί τόν ἔκανε μαθητή τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Λειτούργησε δηλαδή ὡς «ἀγχίνους», ὡς ἔξυπνος ἄνθρωπος, γιατί «βλέποντας ποῦ ὁδηγεῖ ἡ κάθε μία ἀπό τίς δύο Διαθῆκες ἦλθες ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία» (Δοξαστικό στιχηρών ἑσπερινοῦ). Κι αὐτό θά πεῖ κατ' ἐπέκταση: ἔξυπνος, μέ χριστιανικά κριτήρια, εἶναι ὄχι αὐτός πού ἁπλῶς ξέρει νά χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά τά ἐπίγεια πράγματα, ἀλλά αὐτός πού μπορεῖ νά διακρίνει τό αἰώνιο ἀπό τό πρόσκαιρο, αὐτό πού ὑποδουλώνει ἀπό αὐτό πού ἐλευθερώνει, κι αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (βλ. καί ὠδή α΄).

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἀναλίσκεται στή φανέρωση τῶν θαυμασίων πού ἐπιτελοῦσε δι' αὐτοῦ ὁ Θεός: θαύματα καί ἰάσεις, ἀλλά καί μεταστροφές χαρισματικές λόγω τῆς διδασκαλίας του, βάση τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία ἀσκητική ζωή του. «Ὁ ἔνθεος βίος πού συνέδραμε μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα σέ ἑτοίμασε νά ἐπιτελεῖς τά θαυμάσια καί νά ἐκδιώκεις τό θράσος τῶν δαιμόνων καί νά καταπαύεις τούς πόνους τῶν δύσκολων νοσημάτων μέ τίς προσευχές σου» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι αὐτός ὁ συνδυασμός τοῦ ἐνθέου βίου μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα εἶναι γιά τόν ἅγιο ποιητή ό,τι καθορίζει τόν διδάσκαλο τοῦ χριστιανισμοῦ. Δηλαδή δάσκαλος ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὅποιος γνωρίζει μ' ἕναν νοησιαρχικό ἴσως τρόπο τά δόγματα τῆς πίστεως – αὐτά μπορεῖ ἴσως νά τά “μάθει” κι ἕνας... ἄθεος! Ἀλλά αὐτός πού ὑποστηρίζει τή διδασκαλία μέ τήν ἔνθεη ζωή του. Αὐτό δέν ἀπεκάλυψε καί ὁ Κύριος; «Ὁ ποιήσας καί διδάξας μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν». «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, ἀλλά ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Καί σημειώνει τό ἑξῆς σημαντικό ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: αὐτός ὁ διδάσκαλος διδάσκει ὄχι ἐξ ἑαυτοῦ, ἀλλά καθοδηγούμενος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο – ὁ λόγος του φέρει τήν αὐθεντία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ! Στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ σημειώνει: «Λόγω τῆς πνευματικῆς σου σοφίας, Ἐπιφάνιε μακάριε, φάνηκες διδάσκαλος τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Κι ἀφοῦ βρῆκες τόν Χριστό ὡς ὁδηγό σου, διέλυσες τίς σκέψεις καί τίς διδασκαλίες τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν».

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος χαρακτηρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας (Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος) μέγας Πατέρας αὐτῆς. Τό ἀντιαιρετικό του ἰδίως ἔργο ὅπως εἴδαμε διέλυσε τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καί στήριξε τήν Ἐκκλησία. Μένει ἀσχολίαστο ὅμως ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο τό “παράδοξο” γιά ἐμᾶς τούς κατοπινούς χριστιανούς γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος κατεδίκασε κι αὐτός τόν ἅγιο Χρυσόστομο: καί μέ τή δική του ὑπογραφή ἐξορίστηκε ὁ μέγας Πατέρας καί Οἰκουμενικός διδάσκαλος!

Καί οἱ δύο ἅγιοι. Καί οἱ δύο “ἀετοί” τῆς θεολογίας. Καί οἱ δύο Πατέρες. Γιατί καί πῶς αὐτό; Ίσως γιατί ἡ ἁγιότητα δέν προσμετρᾶται μέ συγκαιρινές ἀποφάσεις. Ἴσως γιατί σ' ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία λειτουργοῦν πολλές παράμετροι πού δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε καί νά ἀποφύγουμε. Ἴσως γιατί καί ἕνας ἅγιος δέν εἶναι... τέλειος! Ὁ μεγάλος Πατρολόγος μακαριστός καθηγητής Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος) Παπαδόπουλος ἐπιλέγει στή διεισδυτική ἀναφορά του γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο: «Ἡ ἄκριτη συμπεριφορά τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου στόν ἀγώνα του κατά τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὁδήγησε στήν καταδίκη τοῦ τελευταίου, πού ἦταν τότε ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος λοιπόν Ἐπιφάνιος, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά παρακολουθήσει τήν αὐξητική πορεία τῆς θεολογίας κι ἐπειδή κυριαρχήθηκε ἀπό ζηλωτισμό, ἀπέβη παραδοσιοκράτης καί γι' αὐτό πολέμιος τῶν μεταθανασιανῶν διαμορφωτῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς σκέψεως, δηλαδή τῶν Καππαδοκῶν καί τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ Ἐκκλησία ἐντούτοις παρέβλεψε τά σφάλματά του, τιμᾶ τό λοιπό ἀξιόλογο ἔργο του καί ἑορτάζει τή μνήμη του στις 12 Μαΐου» (Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σελ. 723).

Τό θέμα τελικά εἶναι πώς καί οἱ δύο ἅγιοι ἀπολαμβάνουν ἀγκαλιασμένοι μέσα στόν Χριστό τήν εὐλογημένη παρουσία Ἐκείνου, εὐχόμενοι ἀπό κοινοῦ γιά τή σωτηρία τή δική μας καί ὅλου τοῦ κόσμου. Κι αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο! Γιατί ἀπό τό τέλος κρίνονται ὅλα! «Βασιλιά τῶν βασιλιάδων Ἅγιε, μοναρχική ἁγία Τριάδα, Σύ πού δεσπόζεις σέ ὅλα, δῶσε σ' αὐτούς πού Σέ ἀνυμνοῦν τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καί χωρίς πειρασμούς τήν κατάσταση ὅλης τῆς ζωῆς τους, μέ τίς προσευχές τοῦ Ἐπιφανίου» (ὠδή θ΄).

11 Μαΐου 2023

THALOS QUINTET (JASMYNE)

 



ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ

 



ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΑ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό αίνων Μεσοπεντηκοστής).

 (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμαστε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΦΩΤΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΣΛΑΥΩΝ

Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ἔζησαν τόν ἔνατο αἰ., σέ ἐποχή καθοριστική γιά τό Βυζάντιο, λόγω τοῦ πρώτου λεγομένου σχίσματος τῆς Δυτικῆς ᾽Εκκλησίας ἐπί πατριάρχου Φωτίου. ῏Ησαν ῞Ελληνες ἀπό τή Θεσσαλονίκη, καταγόμενοι ἀπό πλούσια καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια, πού τούς ἔδωσε τή δυνατότητα νά σπουδάσουν σέ πλάτος καί βάθος. Ὁ Κύριλλος μάλιστα – Κωνσταντίνος πρίν γίνει μοναχός καί ἀλλάξει τό ὄνομά του – πού ἦταν καί μικρότερος ἀπό τόν Μεθόδιο, σπούδασε μαθηματικά, φιλοσοφία, ἀστρονομία καί μουσική, κι ἔγινε καί καθηγητής φιλοσοφίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, πιθανόν διάδοχος τοῦ ἁγίου Φωτίου. Ὁ Μεθόδιος, μέ πλατιά καί αὐτός μόρφωση, διακρίθηκε κυρίως γιά τίς διοικητικές του ἱκανότητες καί τό ὀργανωτικό καί πρακτικό του πνεῦμα, κάτι πού φανερώθηκε ἰδιαιτέρως, ὅταν ἀνέλαβε διοικητής σέ περιοχές κοντά στούς Σλαύους.

Ἡ πίστη τους στόν Χριστό ἦταν πολύ θερμή καί βαθιά, γι᾽ αὐτό καί οἱ δύο ἀπεφάσισαν νά ἀποσυρθοῦν ἀπό τά ἐγκόσμια καί νά γίνουν μοναχοί. ῎Ηδη ὅμως εἶχαν δείξει καί τήν ἱεραποστολική τους διάθεση, ἀφοῦ εἶχαν ἀναλάβει διάφορες ἀποστολές μέσα στό πλαίσιο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Σ᾽αὐτούς λοιπόν τούς χαρισματούχους ἀπό κάθε πλευρά ἄνδρες ἀνατέθηκε ὁ ἐκχριστιανισμός ἑνός τμήματος τῶν Σλαύων, σέ ἐποχή πού αὐτοί ἤδη εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στά ὅρια τοῦ Βυζαντίου, ἀναζητώντας ταυτότητα καί πατρίδα. ῏Ηταν γνωστή ἄλλωστε ἡ τακτική τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ἐπρόκειτο γιά βαρβαρικούς λαούς. Προκειμένου ν᾽ ἀποτελοῦν ἀπειλή τῆς αὐτοκρατορίας, τούς ἔκανε συμμάχους ἐκχριστιανίζοντάς τους. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τούς Σλαύους. ᾽Ανέλαβαν λοιπόν τήν ἀποστολή οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί, γνωστοί καί ἀπό ἄλλες, καθώς εἴπαμε, ἐπιτυχημένες ἀποστολές.

Πρίν φύγουν, κατέστρωσαν τά σχέδιά τους. Θέλοντας νά κάνουν ἔργο εἰς βάθος, ἔφτιαξαν ἀλφάβητο γιά τόν λαό στόν ὁποῖο θά ἀπευθύνονταν, δεδομένου ὅτι ἐκεῖνοι δέν εἶχαν γραφή. Καί τό ἀλφάβητο αὐτό τό δημιούργησαν μέ βάση τό ἑλληνικό, ἀλλά καί τά ἰδιαίτερα φθογγολογικά σημεῖα ἀπό τή γλώσσα τῶν Σλαύων. Τή σλαυική γλώσσα πρέπει νά τήν γνώριζαν καί ἀπό τό ὅτι ὁ Μεθόδιος εἶχε χρηματίσει διοικητής σέ σλαυικές ἐπαρχίες, ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι κατά πᾶσα πιθανότητα στήν οἰκογένειά τους πρέπει νά εἶχαν σλαύους ὡς ὑπηρέτες. Δημιούργησαν λοιπόν ἀλφάβητο, τό γλαγολιτικό καί μετέπειτα Κυρίλλειο λεγόμενο, μετέφρασαν κείμενα τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῆς ᾽Εκκλησίας καί μέ συνεργάτες ξεκίνησαν γιά τό μεγάλο τους ἔργο. ᾽Από τίς πρῶτες φροντίδες τους ἦταν νά πλαισιωθοῦν ἀπό ντόπιους, Σλαύους συνεργάτες. Καί στόχος τους ἦταν νά κηρύξουν τή χριστιανική πίστη, δίνοντας μόνο τήν πρώτη ὤθηση γιά τόν ἐκχριστιανισμό τους. Μέ ἄλλα λόγια σταθερή βούλησή τους ἦταν νά ἐνεργοποιήσουν τόν λαό αὐτό, ὥστε στή συνέχεια οἱ ἴδιοι νά ὀργανώσουν μέ τόν τρόπο πού ἐκεῖνοι ἤθελαν τήν ζωή τους. Τά προβλήματα βεβαίως πού συνάντησαν δέν ἦταν λίγα. Καί τά περισσότερα προέρχονταν ὄχι ἀπό τούς ἐκχριστιανιζομένους, ὅσο ἀπό ἐκπροσώπους τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Ρώμης. Τελικά ὅμως ἡ ὅλη τους προσπάθεια πέτυχε: ὁ Χριστιανισμός ρίζωσε στά μέρη ἐκεῖνα, οἱ ἴδιοι ὅμως ἄφησαν στό ἔργο αὐτό τήν τελευταία τους πνοή. Ὁ μέν Κύριλλος πέθανε στή Ρώμη τό 869, ὅταν εἶχε πάει ἐκεῖ, γιά νά διευθετήσει μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης θέματα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλαύων, ὁ δέ Μεθόδιος τό 885, στά χώματα τῆς ἱεραποστολῆς του, ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σλαύων. ᾽Από τά ἐλάχιστα προαναφερθέντα στοιχεῖα γιά τούς μεγάλους αὐτούς ἀγίους ἰσαποστόλους θά μπορούσαμε, ἐπιγραμματικά, νά σημειώσουμε τά ἑξῆς:

1) Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ὑπῆρξαν γνησιότατοι ῞Ελληνες ἐκ Θεσσαλονίκης, μέ τήν πραγματική καί ὁλοκληρωμένη ὅμως σημασία τοῦ ὅρου ῾῞Ελληνας᾽. Δηλαδή ὑπῆρξαν ἄνθρωποι οἰκουμενικοί, πού ἔκλειναν μέσα στήν καρδιά τους τόν κόσμο ὅλο. Διότι αὐτό εἶναι ὁ ῞Ελληνας: ὄχι ὁ στενόκαρδος τοπικιστής, ἀλλ᾽ ὁ μεγαλόψυχος καί παγκόσμιος ἄνθρωπος. Καί τέτοιος εἶναι ὁ ῞Ελληνας κυρίως μετά τήν ἀπόκτηση τῆς πίστεώς του στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Ἡ οἰκουμενικότητα ἀφενός τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἡ οἰκουμενικότητα ἀφετέρου τοῦ χριστιανισμοῦ ἔχουν πλατύνει τήν καρδιά του καί τόν ἔχουν κάνει, ἐνῶ ἀγαπᾶ τήν πατρίδα του καί εἶναι ἕτοιμος νά θυσιαστεῖ γι᾽ αὐτήν – μή ξεχνᾶμε τή φιλοπατρία τῶν ῾Ελλήνων ὡς βασική τους ἀρετή – νά βλέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο ὡς ἀδέλφια καί δυνάμει μετόχους τῆς πολιτιστικῆς του κληρονομιᾶς. Τέτοιοι λοιπόν παγκόσμιοι ἄνθρωποι ἦταν καί οἱ ἅγιοί μας.

2) Ποτέ δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν οἱ ἅγιοι ὡς ὄργανα τοῦ Βυζαντίου γιά κατακτητικούς σκοπούς. ᾽Εκτός ἀπό τό ὅτι δέν εἶχε τέτοια πολιτική τό Βυζάντιο, οἱ ἁγιασμένοι αὐτοί ἀδελφοί κινοῦνταν στίς ἐνέργειές τους ἀπό τήν ἀγάπη τους στόν  Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Οἱ ἴδιοι οἱ παλαιοσλαβονικοί βίοι τους ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια, τονίζοντας ὅτι ἔβλεπαν τούς Σλαύους ὡς πλανεμένα λόγω εἰδωλολατρίας ἀδέλφια τους.

3) ᾽Ακριβῶς γιά τόν παραπάνω λόγο, στάθηκαν ἔναντι τῶν Σλαύων μέ ἀπόλυτο σεβασμό. Δέν θέλησαν νά τούς ὑποτάξουν, δέν τούς φέρθηκαν σάν νά ἦσαν κατώτερα ὄντα. Τούς εἶδαν ὡς ἰσότιμους, πού ἁπλῶς ἔπρεπε στήν ἀρχή νά βοηθηθοῦν. ᾽Απόδειξη: τούς μίλησαν στή γλώσσα τους καί πῆραν ὡς συνεργάτες τους Σλαύους. Μέ τή δημιουργία μάλιστα τοῦ ἀλφαβήτου ὄχι μόνο τούς ἔδωσαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν πληρέστερα τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά ἔθεσαν ταυτοχρόνως καί τίς βάσεις γιά τήν πολιτιστική τους ἀνάπτυξη. Ὅλος ὁ πολιτισμός τῶν Σλαύων ῾πατάει᾽ στό ἔργο τῶν Θεσσαλονικέων ἀδελφῶν. Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι αὐτοί πού κυρίως ἑορτάζουν καί πανηγυρίζουν στή μνήμη τους εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Σλαῦοι, μέ ὅλη τήν ποικιλία τους.

4) Πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι χαρισματικοί, ἐργάστηκαν πολύ σκληρά καί συστηματικά. Δέν στηρίχτηκαν δηλαδή μόνο στό ταλέντο καί τήν ἔμπνευσή τους γιά τήν τεράστια ἀποστολή πού ἀνέλαβαν, ἀλλά προγραμμάτισαν τήν ὅλη προσπάθειά τους. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀλφαβήτου - ἔργο κατεξοχήν ἐπίπονο - ἡ εὕρεση συνεργατῶν κλπ. ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Κι εἶναι μεγάλο παράδειγμα ὁ τρόπος αὐτός δράσεώς τους γιά μᾶς τούς νεοέλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε συνηθίσει, στηριγμένοι μόνο στό ταλέντο καί τή φαντασία μας, χωρίς ὅμως πολύ κόπο καί δουλειά, νά θέλουμε νά ἐπιτυγχάνουμε σ᾽ αὐτό πού κάνουμε. Μέ ἄλλα λόγια γιά τήν ἐπιτυχία ἑνός ἔργου, καί μάλιστα μεγάλου, ἡ ἔμπνευση μόνη δέν ἀρκεῖ.

5) Τό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τους ἦταν τό ὅτι ἀνέλαβαν τήν ἀποστολή τους ἀποφασισμένοι νά πεθάνουν γι᾽ αὐτήν. Κάτι πού ἔγινε. Καί μᾶς διδάσκουν ὅτι τότε πετυχαίνει ἕνας ἱερός σκοπός, ὅταν δέν τόν ἀντιμετωπίζει κανείς ὡς ἀγγαρεία, ἀλλ᾽ ὡς κάτι πού περιέχει τό στοιχεῖο τῆς αὐτοθυσίας. ῎Αν, κοντολογίς, σέ κάτι πού πιστεύω ὅτι εἶναι ἐκ Θεοῦ δέν ἀποφασίσω καί τόν θάνατό μου γι᾽ αὐτό, τότε δέν πρόκειται νά ἐπιτύχω τίποτε. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τό ἔργο τῶν ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου ἦταν συνέχεια τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.

10 Μαΐου 2023

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 



Μ Ε Σ Ο Π Ε Ν Τ Η Κ Ο Σ Τ Η

 

«Τῇ Τετάρτῃ τοῦ Παραλύτου τήν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἑορτάζομεν ἑορτήν».

Στίχοι ἰαμβικοί: «Ἑστώς διδάσκει τῆς ἑορτῆς ἐν μέσῳ, Χριστός Μεσσίας τῶν διδασκάλων μέσον» (Στέκεται και διδάσκει στο μέσον της εορτής ο Μεσσίας Χριστός, ανάμεσα στους διδασκάλους).

«Ἑορτάζουμε τήν ἑορτή αὐτή λόγω τῆς τιμῆς τῶν μεγάλων δύο ἑορτῶν, δηλαδή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδή ἡ Μεσοπεντηκοστή ἑνώνει καί συνδέει καί τίς δύο. Ὡς ἑξῆς ἔχουν τά πράγματα: Μετά τό ὑπερφυές θαῦμα πού ἐνήργησε ὁ Χριστός στόν παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλιζόμενοι δῆθεν χάριν τοῦ Σαββάτου (διότι Σάββατο έγινε τό θαῦμα), ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν. Καταφεύγει λοιπόν στή Γαλιλαία καί ζώντας στά ἐκεῖ ὄρη πραγματοποιεῖ τό μεγάλο θαῦμα, κατά τό ὁποῖο μέ πέντε ἄρτους καί δύο ἰχθύες τρέφει πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς νά ληφθοῦν ὑπόψη οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μετέπειτα, ὅταν ἔφτασε ἡ Σκηνοπηγία (μεγάλη κι αὐτή ἑορτή γιά τούς Ἰουδαίους), ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κινεῖτο κρυφά. Περί τό μέσο τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε στό ἱερό καί δίδασκε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ πάντες νά ἐκπλήττονται ἀπό τή διδασκαλία Του. Μέ φθόνο δέ ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα ἐνῶ δέν τά ἔχει μάθει; Ὁ Χριστός βεβαίως ὡς ὁ νέος (δεύτερος) Ἀδάμ γνωρίζει (τά πάντα), ὅπως ἄλλωστε καί ὁ πρῶτος ἐκεῖνος (Ἀδάμ) πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφία, ἀλλά κι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Γόγγυζαν λοιπόν ὅλοι καί ἡ διάθεσή τους ἦταν φονική γι’ Αὐτόν. Ὁ Χριστός ἀπό τήν ἄλλη ἐλέγχοντάς τους ὅτι δῆθεν μάχονται ὑπέρ τοῦ Σαββάτου τούς ἔλεγε: «Γιατί ζητᾶτε νά μέ σκοτώσετε;» Καί συνέχιζε σχετικά: «Ἄν ἀγωνίζεσθε γιά τόν Νόμο, γιατί τότε ὀργίζεσθε μέ ἐμένα; Ἐπειδή ἔκανα ὑγιῆ ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατά τό Σάββατο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς νομοθετοῦσε νά καταλύετε αὐτό, στήν περίπτωση πού πρόκειται γιά περιτομή;» Ἀφοῦ τούς μίλησε λοιπόν ἀρκετά γιά τό θέμα αὐτό καί τούς φανέρωσε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Δοτήρας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, δέχεται λιθοβολισμό ἀπό αὐτούς, ἰδιαιτέρως τήν τελευταία ἡμέρα, τήν πιό σημαντική, τῆς ἑορτῆς.Ἐννοεῖται ὅτι κανένας ἀπολύτως λίθος δέν Τόν ἄγγιξε, ὁπότε καί φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ βρίσκει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν ὁποῖο θεραπεύει δημιουργώντας του ὀφθαλμούς. 

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ἦσαν στούς Ἰουδαίους οἱ μεγαλύτερες ἑορτές. Πρώτη ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, (ἡ ὁποία τελοῦνταν κατά τήν πρώτη τοῦ μήνα εἰς ἀνάμνηση τῆς διάβασης στήν Ἐρυθρά θάλασσα)∙ δεύτερη ἡ Πεντηκοστή, πού θύμιζε τή ζωή τους στήν ἔρημο μετά τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς (γιατί ἔζησαν στήν ἔρημο πενήντα ἡμέρες μέχρι νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ). Κι ἀκόμη γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό ἑπτά πού εἶχε μία ξεχωριστή σημασία γι’ αὐτούς∙ καί τρίτη ἑορτή, ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, γιά νά τούς θυμίζει τή σκηνή πού εἶδε ὁ Μωυσῆς μέσα στή νεφέλη τοῦ Ὄρους Σινᾶ καί τήν ἔφτιαξε διά τοῦ ἀρχιτέκτονος Βεσελεήλ. Ἡ Σκηνοπηγία κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί τούς ὑπενθύμιζε ἐπίσης τή συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν κατάπαυσή τους στήν ἔρημο. Τότε λοιπόν, ὅταν ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ συγκεκριμένη ἑορτή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί μέ μεγάλη φωνή φώναξε: «Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά μου καί νά πίνει». 

Ἐπειδή λοιπόν μέ τή διδασκαλία αὐτή ὁ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Του Μεσσία κι ὅτι Αὐτός ἔγινε μεσίτης καί συμφωνητής ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τόν αἰώνιο Πατέρα Του, γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τή σημερινή καί τήν ὀνομάζουμε Μεσοπεντηκοστή. Δηλαδή δοξολογοῦμε κατ’ αὐτήν τόν Μεσσία Χριστό καί προβάλλουμε τήν ἀξία καί σημασία ξεχωριστά τῶν δύο μεγάλων δικῶν μας ἑορτῶν, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς (ὡς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). 

Χάριν τούτου μάλιστα νομίζουμε ὅτι ἑορτάζεται μετά τήν Πεντηκοστή καί ἡ ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος: κι ἐκείνη ἐξηγεῖ πολλά γιά τόν Μεσσία Χριστό καί ἀναφέρεται στό νερό καί στή δίψα, ὅπως καί ἐδῶ. Διότι στήν πραγματικότητα κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη προτάσσεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Τυφλοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα».

Ἡ λίγο ξεχασμένη καί ὑποτιμημένη ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ὅπου προβαλλόταν μέ ἐξαίσιο τρόπο, τόσο πού θεωρεῖτο ἡ ἑορτή τῆς αὐτοκρατορίας: μέ πομπή μεγάλη πήγαινε ὁ αὐτοκράτορας ἐνδεδυμένος τά «βασιλικά» του στόν Ναό τοῦ ἀγίου Μωκίου, ὅπου τόν περίμενε ὁ Πατριάρχης, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πανηγυρική θεία Λειτουργία) ἔρχεται νά μᾶς προβάλει καίρια στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά χαρακτηριστοῦμε ὄντως χριστιανοί. Πέραν τοῦ τονισμοῦ τῆς σημασίας τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν πού συνδέει, τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, ἐξαγγέλλει μέ ἔντονο τρόπο τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως κατανοεῖται στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει ἀποδεχθεῖ ὄχι θεωρητικά καί μακρόθεν, ἀλλά ὑπαρξιακά καί προσωπικά: δηλαδή ὅτι ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος λειτουργεῖ πιά ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι μετά Χριστόν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἐννοεῖται, δέν μπορεῖ νά ζήσει, νά κινηθεῖ, νά μιλήσει, νά σκεφτεῖ χωρίς νά λάβει Ἐκεῖνον ὑπόψη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕνας Χριστός μέσα στόν κόσμο καί τόν Χριστό (πρέπει νά) βλέπει στήν ὕπαρξή του κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Πρόκειται γιά τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυρεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὄχι μόνο ὁμολογεῖ ὅτι «ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του» ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὅτι κάθε χριστιανός συνιστᾶ «μία ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού διαβάζεται ἔτσι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους». 

Οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἐορτῆς, καί ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, διαρκῶς ἀναφέρονται σ’ αὐτήν τή διάσταση τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι τονίζουν ὅ,τι τονίζει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο κατά τό συναξάρι: ὁ Κύριος φανερώνει τή μεσσιανικότητά Του, ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους, καλεῖ ὅλον τόν κόσμο πού διψάει γιά ἀλήθεια νά ἔλθει κοντά Του, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ πού ξεδιψάει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιλέγουμε σχεδόν τυχαῖα: «Καθώς βρισκόσουν στό μέσο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν πλησίαζε κατά ἔνθεο τρόπο τό μέσο τῆς ἑορτῆς, φώναζες δυνατά: Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά Μου καί ἄς πίνει. Διότι αὐτός πού πίνει ἀπό τά θεῖα μου νάματα, θά δεῖ ὅτι θά ἀναβλύσουν ἀπό τήν καρδιά του ποταμοί τῶν δογμάτων μου. Κι ὅποιος πιστεύει σέ μένα πού στάλθηκα ἀπό τόν Θεό Πατέρα μου, θά δοξαστεῖ μαζί μέ μένα. Γι’ αὐτό σοῦ φωνάζουμε: Δόξα Σοι, Χριστέ ὁ Θεός, γιατί πρόσφερες τά νάματα τῆς φιλανθρωπίας Σου στούς δούλους Σου πλούσια» (κάθισμα ὄρθρου). Εἶναι τά ἴδια λόγια – τό σημειώνει τό συναξάρι – πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καί στή Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετη καί πίστεψε στόν Χριστό, μεταστράφηκε καί ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μία καλή χριστιανή, ἀλλά ἡ ἰσαπόστολος μεγαλομάρτυς ἁγία Φωτεινή – τά λόγια τοῦ Κυρίου λειτούργησαν μέσα της καταλυτικά, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν προγενέστερη ζωή της. 

Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται βεβαίως εἶναι ἡ καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου: νά πιστέψει δηλαδή στόν Χριστό, ἀφήνοντας κατά μέρος «τό δικό του θέλημα», τόν δικό του ἐγωισμό. Γιατί ἀσφαλῶς αὐτό σημαίνει πίστη στόν Χριστό: Τόν παίρνω σοβαρά στή ζωή μου καί Τόν καθιστῶ μέ τή χάρη Του κέντρο τῆς ζωῆς μου. Ὁπότε τί Τοῦ προσφέρω; Τή βρωμιά τῶν ἁμαρτιῶν μου, τό χέρσο τῆς καρδιᾶς μου, προκειμένου νά τήν πλημμυρίσει μέ τήν πηγή τῶν ὑδάτων τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τά νάματα τῶν αἱμάτων Του, ὥστε νά καταστεῖ «καταγώγιον» δικό Του καί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Ὁ οἶκος τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. «Τήν ψυχή μου πού ἔγινε χέρσα ἀπό τίς ἀνομίες τῶν πταισμάτων μου, κατάρδευσέ την μέ τίς ροές τῶν αἱμάτων Σου καί κάνε την καρποφόρο ἀπό ἀρετές. Γιατί ἐσύ εἶπες σέ ὅλους, πανάγιε Λόγε τοῦ Θεοῦ, νά προσέρχονται κοντά Σου καί νά ἀρύονται ὕδωρ ἀφθαρσίας, πού εἶναι τό ζωντανό νερό πού καθαρίζει τίς ἁμαρτίες ὅλων ὅσοι ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη καί θεία Σου ἀνάσταση. Σ’ αὐτούς πού Σέ ἀναγνωρίζουν Θεό, ἀγαθέ Κύριε, παρέχεις τήν οὐράνια δύναμη τοῦ Πνεύματος πού ἦλθε ἀληθινά πάνω στούς μαθητές Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς μας».