27 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ ΣΕ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΚΟ!

«Ρώτησαν τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη κάποια φορά: “Γέροντα, πώς είναι δυνατόν να ευεργετείς κάποιον κι εκείνος να φέρεται όχι απλώς με αχαριστία, αλλά να κοιτάει να σου κάνει κακό από πάνω”; Ο άγιος Γέροντας, γνώστης της ανθρώπινης παθολογίας αλλά και του βάθους της ψυχής, απαντά ότι αυτό είναι φυσικό! Στην έκπληξη του ερωτώντος, λέει:

- Αυτό είναι φυσικό, γιατί όσο ζεις εσύ, εκείνος θυμάται το χρέος του κι επομένως πρέπει να σε αφανίσει για να σταματήσει να υπάρχει το χρέος. Το ίδιο συνέβηκε και σε μένα, όταν κάποιος μου χρωστούσε χρήματα κι εκείνος προσπάθησε να με βλάψει, να φύγω από τη μέση. Αυτή είναι φυσική συμπεριφορά.

Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές, όταν κανείς κάνει ευεργεσία, πρέπει να την κάνει αφανώς, να μην αισθάνεται ο άλλος υποχρέωση, να μην ξέρει κι από πού προέρχεται η ευεργεσία, γιατί μπορεί να μεταβληθεί η ευγνωμοσύνη σε εκδίκηση, σε κακό, ας πούμε”» («Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου».

Φαίνεται πράγματι παράδοξο και παράλογο, μα τελικώς είναι το…φυσικό και το σύνηθες: να ευεργετείς και να δέχεσαι επιθέσεις και κακότητες, όχι τόσο εμφανείς όσο αφανείς, επιθέσεις δηλαδή διαδραματιζόμενες στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου, εκεί που κονταροχτυπιέται η χάρη του Θεού με τα πάθη του ανθρώπου. Η παροιμία είναι γνωστή και αναρτημένη σε πολλά γραφεία: «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος»! Αυτός που ευεργετήθηκε από σένα πολύ συχνά όχι μόνο δεν θα σταθεί με ευγνωμοσύνη απέναντί σου, αλλά θα γίνει ενάντιος και μάλιστα πρωτοπόρος των αντιπάλων σου. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες περιπτώσεις, με πρώτη βεβαίως τη στάση ημών των ανθρώπων, όπως την είδαμε στους άρχοντες των Ιουδαίων της εποχής του Χριστού, απέναντι στον ίδιο τον Κύριο, τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας! «Διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας» σημειώνει ο λόγος της Γραφής κάνοντας τη γενική αξιολόγηση του έργου του Κυρίου επί γης: ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Και ποια η στάση των ανθρώπων τότε, κάτι που διαιωνίζεται βεβαίως με διαφόρους τρόπους μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος; «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν!» Βγάλτε τον από τη μέση.

Δεν υπάρχει λογική εξήγηση. Η μόνη εξήγηση μπορεί να δοθεί μόνο στο επίπεδο όπως είπαμε των παθών των ανθρώπων και του υποκινητή αυτών Πονηρού διαβόλου. Ο πεσμένος στην αμαρτία δηλαδή άνθρωπος, που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τη στάση της αληθινής και ανιδιοτελούς αγάπης, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», κινείται με βάση μόνο το αρρωστημένο εγώ του, εκείνο που βλέπει μόνο τον εαυτό του, γι’ αυτό και οτιδήποτε προκαλεί το εγώ αυτό πρέπει να το… εξαφανίσει, να μην υφίσταται, γιατί είναι ενοχλητικό. Ο εγωισμός, κατά τον λόγο του οσίου που αναφέραμε, δεν ανέχεται την ταπείνωση της προσφοράς του άλλου απέναντί του – η αποδοχή της αγάπης απαιτεί ένα ποσοστό ταπείνωσης. Και ταπείνωση στον εγωιστή και υπερήφανο άνθρωπο δεν υφίσταται. Πρόκειται για τη «φυσιολογία» του μη αναγεννημένου από τη χάρη του Θεού ανθρώπου - «αυτό είναι φυσικό», σημειώνει ο όσιος χωρίς καμία έκπληξη. Γιατί το χρέος από την προσφορά του άλλου απέναντί του λειτουργεί ως φωτιά που τον κατακαίει, κάτι που μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε και τα σημάδια του τι εστι… κόλαση. Η στάση του έτσι είναι… μονόδρομος: πρέπει εσύ που τον ευεργέτησες να σταματήσεις να υπάρχεις. Για να μη του θυμίζεις το χρέος. Και με την πρώτη ευκαιρία θα σου κάνει κακό!

Οπότε, ο όσιος Πορφύριος προτείνει αυτό που ήδη ο Κύριος και οι άγιοι μαθητές Του έχουν υποδείξει ποικιλοτρόπως: την αγάπη σου στον άλλον να την προσφέρεις αφανώς – «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου!». Κι όχι μόνο για να «γλιτώσεις» εσύ από τους λογισμούς της κενοδοξίας, αλλά για να βοηθήσεις και τον άλλον να μην περιπέσει στους λογισμούς της ενόχλησης του εγωισμού του και της κινήσεως της εκδικητικότητάς του. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, γιατί λειτουργεί μέσα του το μυστήριο της ανομίας με τρόπους ανεξέλεγκτους. Κι αυτή η ανομία δεν εντοπίζεται μόνο στους εκτός της πίστεως και της Εκκλησίας ανθρώπους, αλλά στους πάντες, ακόμη και στους θεωρουμένους χριστιανούς, όταν βεβαίως αυτοί δεν έχουν επίγνωση του χαρίσματος στο οποίο μετέχουν ως χριστιανοί: να είναι μέλη Χριστού και μέτοχοι συνεπώς της θυσιαστικής αγάπης Του.

Κι εδώ αναδεικνύεται με ανάγλυφο τρόπο η υπέρ φύσιν κατάσταση που αγωνίζεται να ζει ο αληθινός πιστός και που σημειώνει σε άλλα σημεία των λόγων του ο μέγας σύγχρονος όσιος. Διότι αυτός που κατανοεί ότι διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων της Εκκλησίας κλήθηκε να προεκτείνει τον Κύριο Ιησού Χριστό, να βρίσκεται στον κόσμο ως άλλος… Εκείνος, κινείται σε κατάσταση που υπέρκειται του «φυσικού», του πτωτικού δηλαδή ανθρώπου. Μπορεί να επηρεάζεται σ’ έναν βαθμό από την αμαρτία, αλλά αντιδρά, μετανοεί, παλεύει να μεταστρέφει τον όποιο εγωισμό του σε γνήσια αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Συνεπώς στηριγμένος και στη βάση της αγάπης, την ταπείνωση, αποδέχεται τις ευεργεσίες, πρώτιστα του Θεού απέναντί του, γιατί έχει τα μάτια για να τις βλέπει – «ὧν ἴσμεν καί ὧν οὐκ ἴσμεν» λέμε διαρκώς στη Θεία Λειτουργία για τις πολυποίκιλες ευεργεσίες του Θεού που τις περισσότερες όντως τις αγνοούμε! – αλλά και των συνανθρώπων του ως έκφραση της αγάπης τους απέναντί του. Και τι κάνει; Όχι μόνο δεν… στριμώχνεται, αλλά μεταποιεί την  ευεργεσία σε δοξολογικές κραυγές προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο βαθαίνοντας την ταπείνωσή του. «Δόξα τῷ Θεῷ» λέει εν ευχαριστία αδιάκοπα ο πιστός, θεωρώντας και τον όποιο ευεργέτη του άνθρωπο ως όργανο του Θεού για να εκφραστεί η αγαθή Πρόνοιά Του έναντί του. «Δόξα τῷ Θεῷ!», «Κύριε ἐλέησον!», το δίπολο πάνω στο οποίο πορεύεται κάθε αληθής χριστιανός.   

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ζοῦσαν στή Ρώμη ἐπί Διοκλητιανοῦ τοῦ βασιλιᾶ. ῾Ο ἅγιος Καλλίστρατος συνελήφθη ὡς χριστιανός ἀπό τόν στρατηλάτη Περσεντίνο κι ἐπειδή ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός κτυπήθηκε ἰσχυρά. ῎Επειτα τόν ἔβαλαν πάνω σέ ὄστρακο καί τόν ἔσυραν ἐπάνω του. Κατόπιν τόν ἔβαλαν σ᾽ ἕνα σακκί καί τόν ἔριξαν στήν θάλασσα. Σχίστηκε ὅμως τό σακκί καί βγῆκε ἔξω ὑγιής. Εἶδαν τό θαῦμα αὐτό σαράντα ἐννέα στρατιῶτες καί πίστεψαν καί ἐκεῖνοι στόν Χριστό. ῾Ο Περσεντίνος τότε τούς βασάνισε καί τούς ἔβαλε στήν φυλακή μαζί μέ τόν Καλλίστρατο, ὁ ὁποῖος βρῆκε τήν εὐκαιρία νά τούς διδάξει γιά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ᾽Ανάσταση καί γιά τήν ψυχή. Στήν συνέχεια ἀφοῦ τούς ἔβγαλαν ὅλους ἀπό τήν φυλακή, ὁ Καλλίστρατος προσευχήθηκε καί ἔριξε κάτω τά εἴδωλα. Μόλις τό εἶδαν αὐτό καί ἄλλοι στρατιῶτες, ἑκατόν ὀγδόντα τέσσερις (ἤ κατά ἄλλους ἑκατόν τριάντα πέντε) τόν ἀριθμό, πίστεψαν καί αὐτοί, ὁπότε οἱ δυνάστες ἔκοψαν τά κεφάλια ὅλων».

Τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Καλλίστρατος ὑπῆρξε ἁπλός στρατιώτης τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας γίνεται ἀφορμή ἀπό τόν ὑμνογράφο του ἅγιο ᾽Ιωσήφ νά τόν δεῖ σέ μία διπλή στρατιωτική διάσταση: ἀφενός ὅτι ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς ὁ στρατιώτης ἀναδείχτηκε στρατηγός, ἀφετέρου ὅτι καί μετά τόν θάνατό του συνέχισε τή στρατιωτική του ἰδιότητα.

Τί ἐννοεῖ ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; «Ο Καλλίστρατος μέ τήν σταθερότητά του στή χριστιανική πίστη ἀντιπαρατάχτηκε στόν διώκτη διάβολο καί τά ὄργανά του ὡς στρατηγός, μέ ἀποτέλεσμα μάλιστα νά σαγηνεύσει καί τούς αἰχμάλωτους τοῦ διαβόλου καί νά τούς ὁδηγήσει στή θεία ζωή» (ὠδή δ´). Κι ἀπό τήν ἄλλη μέ τό μαρτύριό του ὁ ἅγιος καί μάλιστα τῆς ἀποκοπῆς τῆς κεφαλῆς του ἐντάχτηκε στό στράτευμα τῶν καλλινίκων μαρτύρων τῶν πρό αὐτῶν (στίχοι τοῦ συναξαρίου).   Γιά νά συνεχίσει τήν σκέψη του ὁ ποιητής: ὡς στρατιώτης Χριστοῦ πιά ὁ Καλλίστρατος εἶναι στολισμένος μέ τήν κόκκινη χλαίνη τῶν μαρτύρων, τή βαμμένη ἀπό τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του. «Στολισμένος, μακάριε μάρτυς, μέ τή χλαίνη πού ᾽ναι βαμμένη πράγματι ἀπό τά ἱερά σου αἵματα, παρίστασαι στεφανωμένος μπροστά στόν βασιλιά τόν αἰώνων Χριστό» (ωδή γ΄). ῎Ετσι ὁ ἅγιος Καλλίστρατος καί οἱ σύν αὐτῷ μάρτυρες ἀποτελοῦν μία ἀκόμη  ἐπιβεβαίωση τοῦ γνωστοῦ τροπαρίου γιά τούς μάρτυρες, τό ὁποῖο βλέπει τήν ᾽Εκκλησία νά ἔχει κόκκινα τά ἐνδύματά της, λόγω ἀκριβῶς τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων μαρτύρων της.

῾Ο ἅγιος ᾽Ιωσήφ κάνει μία σημαντική θεολογική παρατήρηση, καθώς βλέπει τόν «παμμέγιστον» μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ νά ἔχει βρεῖ τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στή μακαριότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Βρῆκε καί ἀκολούθησε, λέει, αὐτόν τόν δρόμο ὄχι ἀπό μία δική του ἔμπνευση ἤ ἀπό μία ἰδιοτροπία, ἀλλά ἀπό τόν φωτισμό πού δέχτηκε ἐκ Θεοῦ. Κι εἶναι σημαντική ἡ παρατήρησή του, διότι κανείς ἀπό μόνος του δέν γίνεται χριστιανός, πολύ περισσότερο ἀδυνατεῖ νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό, ἄν δέν κληθεῖ ἀπό τόν ῎Ιδιο καί δέν ἐνισχυθεῖ ἰδιαιτέρως ἀπό τήν χάρη Του. ῞Οπως τό σημειώνει ὁ Κύριος: «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ἐλκύσῃ αὐτόν». Καί κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «῾Ημῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν». ῾Η χριστιανική πίστη λοιπόν καί τό μαρτύριο γιά  τόν Χριστό συνιστοῦν δωρεά τοῦ Θεοῦ (μᾶς δόθηκε), ὅταν βεβαίως ὑπάρξει ἡ προϋπόθεση: ἡ καλή διάθεση καί ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου. «Μάρτυς ἀθλητά Καλλίστρατε, τῆς εὐσεβείας φωτί φωτισθείς τήν διάνοιαν, τήν ὁδόν ἐβάδισας ἀκλινῶς τήν εἰσάγουσαν πρός τήν ἐκεῖθεν μακαριότητα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ) (Μάρτυς ἀθλητά Καλλίστρατε, ἀφοῦ φωτίστηκες στή διάνοια ἀπό τό φῶς τῆς πίστεως καί τῆς εὐσέβειας, βάδισες χωρίς παρεκκλίσεις τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στή μακαριότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ).

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος δέν μπορεῖ νά ἀφήσει ἀσχολίαστο καί τό γεγονός ὅτι ὁ Καλλίστρατος ἔγινε καί ἀλείπτης, πνευματικός καθοδηγητής καί ἐνισχυτής δηλαδή,  τῶν ὑπολοίπων μαρτύρων καί μέ τή ζωή του καί μέ τή διδασκαλία του. Σημειώνει ὅτι πρῶτα ὁ ἴδιος πλούτισε ἀπό τόν λόγο ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, πού θά πεῖ τόν ἐνστερνίστηκε και τόν ἔκανε βίωμά του, κι ἔπειτα καθοδήγησε πρός τή  ζωή αὐτή κι ἐκείνους πού βρίσκονταν λόγω ἄγνοιας σέ κατάσταση πνευματικῆς νέκρωσης.  Κι εἶναι εὐνόητο: κανείς δέν μπορεῖ νά φωτίσει ἄλλους, ἄν ὁ ἴδιος προηγουμένως δέν ἔχει φωτιστεῖ. Κανείς δέν μπορεῖ νά μεταδώσει φωτιά πού δέν ἔχει.  ῞Οπως τό ἔχει πεῖ ξεκάθαρα καί ὁ μέγας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: ῾Φωτισθῆναι δεῖ πρῶτον εἶτα φωτίσαι᾽. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ: «Μάρτυς θεόφρον Καλλίστρατε, λόγον πλουτήσας ζωῆς, πρός ζωήν καθωδήγησας τούς ἀγνοίᾳ πρότερον ἐν νεκρώσει ὑπάρχοντας» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἀλλοῦ: «Τῇ πλημμύρᾳ τῶν λόγων σου ἤρδευσας καρδίας καί καθωδήγησας πρός τό ὕδωρ τό ἀείζωον» (ὠδή δ´) (Μέ τήν πλημμύρα τῶν λόγων σου πότισες τίς καρδιές καί τίς καθοδήγησες πρός τό αἰώνιο ὕδωρ᾽). Κι αἰτία γιά τήν παραπάνω ἀλήθεια εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Καλλίστρατος ἀγάπησε μέ ὅλη του τήν καρδιά τόν Χριστό. ῞Οπου ὑπάρχει ἡ ὁλοκάρδια ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἐκεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γεμίζει ἀπό τήν παρουσία ᾽Εκείνου, ἀλλά καί τούς ἄλλους καθοδηγεῖ στόν σωστό δρόμο. «῾Ολοκαρδίως, μάρτυς, ἐπιποθήσας Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν» (ὠδή ε´). 

26 Σεπτεμβρίου 2023

ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΥΠΟ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ;

 Η υπομονή δεν είναι υπό προθεσμία. Δεν κάνω υπομονή κοιτώντας το… ρολόι, για να ξεσπάσω μετά. Γιατί αυτό δείχνει όχι μόνον ότι δεν έχω υπομονή, αλλά δεν έχω και την ποιότητα που απαιτείται. «Ο υπομενίας εις τέλος ούτος σωθήσεται» βεβαίωσε ο Κύριος. Μία υπομονή δηλαδή που τελικώς είναι μία χαρισματική κατάσταση, η οποία δωρίζεται - καλύτερα: κερδίζεται από τον πιστό σε συνεργασία με τον Κύριο - στον βαπτισμένο άνθρωπο. Δεν μπορεί ένας άπιστος, ένας μη βαπτισμένος να χαρακτηρίζεται από τη χάρη αυτή, γιατί δεν έχει την ενίσχυση του Κυρίου. Μπορεί να είναι εκ φύσεως υπομονετικός, όπως λέμε, αλλά θα έλθει κάποια στιγμή που μπορεί να υποστείλει τη σημαία της φυσικής του αυτής προδιάθεσης· και ασφαλώς δεν θα έχει την υπομονή ως εφαλτήριο για την πορεία της τελείωσης. Ο πιστός, ο εν επιγνώσει πιστός εννοείται, που έστω και λίγο κατανοεί το μεγαλείο της δωρεάς της ενσωμάτωσής του στον Χριστό μέσα στην Εκκλησία, παλεύει στην υπομονή, γιατί την εντάσσει στην προοπτική της πνευματικής του εξέλιξης. Ξέρει γιατί υπομένει. Κι επειδή ξέρει, γι’ αυτό και επιμένει στην… υπομονή. Μέχρι πότε; «Μέχρι τέλους».

 Ο πιστός λοιπόν έτσι σκέπτεται: «Θα υπομείνω κι ας πεθάνω. Γιατί τότε θα μ’ αναστήσει πνευματικά ο Κύριος». Σαν τον καλόγερο που αναφέρει το Γεροντικό που αντιμετώπιζε λογισμούς φυγής από το μοναστήρι. Και κάθε φορά που έρχονταν οι λογισμοί αυτοί, έβγαζε από την τσέπη του ένα χαρτί που είχε καταγράψει την απόφασή του αυτή: «Θα μείνω μέχρι τέλους κι ας πεθάνω». Κι όχι μόνον βεβαίως δεν πέθανε, αλλά χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Θεό, γενόμενος ένας όσιος σπουδαίος ασκητής. Το ίδιο όμως δεν κάνει ή δεν πρέπει να κάνει κι ένας έγγαμος; Δεν είναι το μοναστήρι το μόνο πεδίο πνευματικής δράσης και προκοπής· είναι και η οικογένεια. Γιατί αυτά τα δύο, για την Εκκλησία μας, το μοναστήρι και η οικογένεια, θεωρούνται οι δύο κεντρικοί δρόμοι για την πορεία του ανθρώπου. Ό,τι λοιπόν ισχύει στο μοναστήρι, το ίδιο ισχύει και πρέπει να ισχύει και για τον έγγαμο. Γι’ αυτό και η υπόσχεση που δίνει ένας καλόγερος όταν κείρεται μοναχός, ότι θα παραμείνει στο μοναστήρι και στην καλογερική «ἕως τέλους», αυτή ισχύει και για τον έγγαμο, όταν εν επιγνώσει μπαίνει στα «δεσμά» του γάμου και της συζυγίας. «Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι, (και σχέση θα προσθέταμε, χωρίς να αλλοιώσουμε νομίζουμε τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος που το καταγράφει), είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής».

Τι συγκεκριμένα μπορεί να αποτελεί πειρασμό για έναν έγγαμο, προκειμένου να θέλει να διαλύσει ίσως τη σχέση του και να σηκωθεί να φύγει; Το «γκρέμισμα» της ψευδαίσθησης του τέλειου ή της τέλειας συζύγου. Δεν είναι λίγες οι φορές που ξεκινάει κανείς μία σχέση, κι εννοείται σχέση σοβαρή, θεωρώντας ότι ο άλλος είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο τούτο – δεν έχει αδυναμίες, δεν έχει παραξενιές, δεν είναι δηλαδή άνθρωπος. Κι έρχεται η ωμή πραγματικότητα, που αποκαλύπτει ότι και ο άλλος τελικά είναι απλός… άνθρωπος. Γιατί μέσα στη σχέση, μέσα στον γάμο μάλιστα, φανερώνεται ο άνθρωπος στην αλήθεια του. Στη σχέση, την καθημερινή και δεσμευμένη, «ξεγυμνώνεται» ψυχικά – δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε να παίξει θέατρο. Λοιπόν, εκεί απαιτείται η υπομονή. «Θα υπομείνω έως τέλους», γιατί εγώ διάλεξα τον άνθρωπό μου, γιατί ξέρω ότι έχει αδυναμίες, αλλά παρ’ όλα αυτά τον αγαπώ και μαζί του θα βαδίσω για να ξεπεράσουμε και τις δικές του και τις δικές μου αδυναμίες, προκειμένου να ζήσουμε Αυτόν που είναι «ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας τελειωτής Ἰησοῦς».

Τι άλλο προσβάλλει την αρετή της υπομονής; Ο ερχομός των παιδιών. Μα τα παιδιά δεν είναι δεδομένο ότι θα έχουν τα ανάλογα προβλήματα για να ζήσουν, να μεγαλώσουν, να καθοδηγηθούν, να διαπαιδαγωγηθούν; Ποιος είπε ότι τα παιδιά είναι άγγελοι; «Ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ», σημειώνει ἡ Γραφή. Η υπομονή ιδίως σε σχέση με τα παιδιά είναι δεδομένη. Αλλά είναι η ευκαιρία του αγιασμού του ανθρώπου. Είναι η ευκαιρία που δίνει ο ίδιος ο Κύριος. Πόσα δεν έχουν πει επ’ αυτού οι άγιοι Πατέρες μας, και εσχάτως οι όσιοι της εποχής μας, Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος, Εφραίμ Κατουνακιώτης! «Ὑπομονῆς χρείαν ἔχετε», ἀκοῦμε οι έγγαμοι καθημερινά από τον απόστολο. Αλλά την υπομονή εκείνη, που δεν λειτουργεί σαν τη χύτρα που είναι έτοιμη να σηκώσει και να σκάσει το καπάκι της, την υπομονή που δεν κατανοείται ως η κατάσταση που την ασκώ γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μια τέτοια υπομονή φέρνει προβλήματα, ψυχολογικά αλλά και σωματικά, δημιουργεί πολλές φορές καρκίνους, δημιουργεί εντάσεις που δυστυχώς αυτοί που τα πληρώνουν τις περισσότερες φορές είναι τα παιδιά.

Οπότε, η καλλιέργεια της πνευματικής ζωής, με την υπομονή στη βάση της, αλλά και στο ύψωμά της και στην κορυφή της, είναι μάλλον μονόδρομος. Να υπομένω χαρούμενα, γιατί αγαπώ τον σύντροφό μου, γιατί μπορώ να τον βοηθώ στην υπέρβαση της αδυναμίας του, γιατί μαζί μπορούμε να κερδίσουμε τον Παράδεισο, γιατί βρισκόμαστε μαζί, και μαζί με τον Χριστό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Και τι μου αποκαλύπτεται τελικά στην πορεία αυτή; Ότι η υπομονή αυτή με κάνει έξυπνο. Έξυπνο όχι μόνον από πλευράς φυσικής – κι αυτό γίνεται, γιατί πιέζομαι να βρίσκω λύσεις μπροστά σε θεωρούμενα αδιέξοδα! – αλλά κυρίως από πλευράς πνευματικής. Τι εννοούμε; Η επιμονή στη σχέση, η εν επιγνώσει υπομονή, με σπρώχνει αναντίρρητα σε έναν δρόμο διαρκούς αλλαγής. Πρόκειται για την αλλαγή του εαυτού μου, καθώς με κάνει να υπερβαίνω τα εξογκώματα του χαρακτήρα μου, τις «γωνίες» μου να τις κάνει στρογγυλές. Υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός, είτε καλόγερος είτε έγγαμος, και να θεωρεί ότι η μονολιθικότητα του χαρακτήρα του είναι το θεμέλιο της ζωής του; Μονολιθικός είναι μόνον ο εγωιστής άνθρωπος, που νομίζει πως ό,τι έχει ως δική του συνήθεια, ως δική του ανάγκη και αδυναμία, αυτό και θα συνεχίζει εσαεί, έχοντας τον υπηρέτη του, δηλαδή τον σύντροφό του. Καταλαβαίνουμε όμως ότι αυτό είναι δαιμονικό. Χριστιανός σημαίνει διαρκής κίνηση αλλαγής, πορεία εν Χριστώ, προκειμένου να βρίσκεται πάντοτε και αδιάκοπα στον δρόμο του Χριστού, δηλαδή στον δρόμο της αγάπης και της ταπείνωσης, που θα πει στον δρόμο της υπομονής. Υπομονή και ετοιμότητα αλλαγής του εαυτού μου είναι έννοιες παράλληλες και αιτιωδώς συσχετισμένες. Η μία παραπέμπει στην άλλη. Πώς το λέει ένα παλιό όμορφο τραγούδι; «Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ». Είναι τυχαίο που οι αληθινοί και σοφοί Γεροντάδες στο Άγιον Όρος, όταν ερωτώνται συνήθως από εγγάμους τι να κάνουν για την πνευματική τους προκοπή, εισπράττουν ως απάντηση: «εσείς οι έγγαμοι έχετε τους δικούς σας Γέροντες. Κι αυτοί κυρίως είναι οι γυναίκες σας και τα παιδιά σας!». Ό,τι υπακοή καλείται να κάνει ένας υποτακτικός στον Γέροντά του στο μοναστήρι, την ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – καλείται να κάνει και ένας έγγαμος έναντι του ή της συντρόφου και συζύγου. «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ», σημειώνει και πάλι ο απόστολος. Υπακοή σημαίνει όμως ξεκούνημα, αλλαγή, πέρασμα σε κάτι άλλο που ζητά ο/η σύζυγος, το οποίο με φέρνει στην κατεξοχήν αλλαγή, που είναι το κράτημα στον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της αγάπης.

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο. Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων. Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό. Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο. Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση. Ο Θεός τού παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους. Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή. Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’  όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς. Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».

Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος που χαρακτηρίστηκε θεολόγος από την Εκκλησία μας – μετά από αυτόν χαρακτηρίστηκαν έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος (4ος αι.) και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος (10ος αι). Για την Εκκλησία μας δηλαδή ελάχιστοι φέρουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός  πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής. Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Η υμνολογία της Εκκλησίας δίνει αρκούντως την απάντησή της. «Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον» - ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο. Που θα πει: θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.

Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;» «Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού), κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.

Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι παρουσιάζεται στο άγιο Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο – μία αγάπη που συνιστά αφενός ανταπόκριση στην αγάπη Εκείνου αλλά και προκαλεί την επιπλέον ενέργεια της αγάπης Του. Θέλουμε να πούμε ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον Χριστό παρά μόνον ανταποκρινόμενος σ’  Εκείνου την αγάπη: «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», αλλά και η ανταπόκριση αυτή αυξάνει έτι πλέον τη χωρητικότητα της καρδιάς για να χωρέσει περισσότερο τον  Δημιουργό της Χριστό - ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του.

Ήταν ο άγιος ευαγγελιστής και ο πιο κοντινός μαθητής του Κυρίου, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του κατά σάρκα, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία. Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’  αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου».  Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του εξάλλου ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» - κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός. Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του,  να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.

25 Σεπτεμβρίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: "Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΗΤΡΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑΕΙ ΑΓΙΟΥΣ"

 


Αγρυπνία επί τη μνήμη του Οσίου Σιλουανού

 του Αθωνίτου.

Ιερά Αγρυπνία τελέστηκε στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς, επί τη μνήμη του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου, κατά την διάρκεια της οποίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ κήρυξε τον Θείο Λόγο.

Κάνοντας λόγο για το τυπικό της Αγίας μας Εκκλησίας, αναφέρθηκε στον συμβολισμό της παννυχίδας η οποία «εξαγγέλλει διαχρονικά ότι όλη μας η ύπαρξη είναι μία πορεία από τον παρόντα κόσμο των εμποδίων και των αντινομιών, στην αιώνια και άφθιτη Βασιλεία και κοινωνία αγάπης και ζωής του Παναγίου και Παναχράντου Κυρίου μας». «Κλείει η ζωή μας στον παρόντα κόσμο τα πράγματα και τα δρώμενα και ανοίγεται στην αιώνια διάσταση της Θείας Ζωής και παρουσίας», πρόσθεσε, συμπληρώνοντας πως «η Αγρυπνία συμβολίζει ακριβώς αυτή τη μεταβατική πορεία θριάμβου την οποία εγγυάται η αγάπη, η φιλανθρωπία, η μακροθυμία και η άφατη συγκατάβαση του Κυρίου μας».

«Έχουμε το έννομο δικαίωμα να εορτάζουμε τους Αγίους μας και να τιμούμε τα πρόσωπα εκείνα που επέτυχαν των επαγγελιών της Διαθήκης και ξεπέρασαν τον παρόντα βίο των πολυειδών αντινομιών και συγχύσεων», επεσήμανε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος, υπογραμμίζοντας πως «ο Όσιος και Θεοφόρος Σιλουανός ο Αθωνίτης εξαγγέλλει το καινούργιο που περιμένει ο κόσμος μέσα στην καθημερινή αποτυχία της ιστορίας και έρχεται ενώπιόν μας για να μας διδάξει πνευματικά με τις υπέροχες ένθεες συγγραφές του που διέσωσε και διέδωσε ο νέος κατά πνεύμα υιός του και Όσιος της Εκκλησίας μας, Σωφρόνιος του Έσσεξ». «Οι συγγραφές αυτές απεικονίζουν την πορεία μιας ψυχής, τον έρωτα μιας ψυχής, τη μετοχή μιας ψυχής στο ατελεύτητο έργο σωτηρίας», είπε χαρακτηριστικά.

Σε άλλο σημείο του κηρύγματός του, ο Σεβασμιώτατος τονίζοντας πως «η Εκκλησία μας είναι η μήτρα που γεννάει Αγίους», επεσήμανε πως ως «Σώμα Χριστού ποιεί Αγίους. Αρπάζει ανθρώπους χοϊκούς και τους μεταβάλλει σε ένθεους, σε κοινωνούς της Χάριτος, σε μυροβλύζοντες, σε πρόσωπα που υπερβαίνουν τη φθορά και το θάνατο, που υπερβαίνουν την καθημερινότητα, που εισδύουν στην άκτιστη Θεία Χάρη, που την εφελκύουν όπως ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης» και συνέχισε: «Η μακροθυμία του Θεού είναι άπειρη, ώστε δεν υπάρχει αμαρτία, δεν υπάρχει έγκλημα που να μην το θεραπεύει η αγάπη Του». «Αυτό ακριβώς το μεγαλείο μας εξαγγέλλει ο Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και με τα κείμενα του, αυτά τα ανυπέρβλητα κείμενα, τα βαθυστόχαστα που δεν ήταν ανθρώπινες σκέψεις, αλλά ό,τι το Πνεύμα το Άγιο χαρίτωνε τον άνθρωπο αυτό. Μας ξεκουράζουν, μας αναπαύουν, μας χαρίζουν δροσιά στην καθημερινή αποτυχία της ανθρώπινης περιπέτειας».

Αναφερόμενος στις σημερινές δυσκολίες όπου «τα στοιχεία της φύσεως αντί να διακονούν τη ζωή, την πνίγουν, την σκοτώνουν», επεσήμανε πως από την στιγμή που ο άνθρωπος χωρίστηκε από τον Δημιουργό του «ποδοπατείται ο νόμος του Θεού, η βρωμιά έρχεται και γίνεται έννομος, καθεστώς, αξία δήθεν, η παράνοια και παράχρηση οδηγεί στον καρκίνο και στο θάνατο. Και για όλα αυτά κανείς δεν διαμαρτύρεται». «Σε αυτή την τραγωδία ανατέλλει και πάλι ο Όσιος Σιλουανός και μας χαρίζει την επίγνωση της ανθρωπογνωσίας μας: ποιοι είμαστε, που πηγαίνουμε, ποιος είναι ο σκοπός της υπάρξεως μας», συμπλήρωσε.

«Ο Όσιος Σιλουανός ταπεινά, ησύχια, αλλά τόσο δυναμικά, κέρδισε τον ουρανό», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, ευχόμενος στον εορτάζοντα ιερολογιώτατο Αρχιδιάκονο της τοπικής μας Εκκλησίας π.Σιλουανό Τζουμανέκα «να πληροφορεί πάντοτε την εν Χριστώ διακονία του μετά πολλής επιγνώσεως, ταπεινώσεως, διακρίσεως και ο Όσιος Σιλουανός, ο προστάτης του και έφορός του, να τον καταρτίζει, να τον εμπνέει, να τον οδηγεί, να τον χαριτώνει, να τον σώζει». «Προσευχηθείτε να καταπέμψει ο Κύριος και πάλι το έλεός Του το άπειρο στην πονεμένη μας ζωή, στην διαστρεβλωμένη μας αντίληψη, να αποσκορακίσει τα δαιμόνια που επιχαίρουν στην πτώση μας και τον όλεθρό μας και να μας δείξει τον δρόμο όπως τον έδειξε στον Όσιο Σιλουανό και τον χαρίτωσε και τον Θέωσε και τον κατέστησε μέτοχο της Βασιλείας και κοινωνό της Θείας Ζωής», κατέληξε.

Η ΟΣΙΑ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΤΗΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ

«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  

Σαν την αγία Θέκλα που άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και η οσία Ευφροσύνη προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά, δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου. 

Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.

Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς, ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό.

22 Σεπτεμβρίου 2023

«ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΚΑΛΟ ΣΠΙΤΙ…»

«Αδελφή Ε., χαίρε εν Κυρίω. Έμαθα ότι ψάχνεις σπίτι ακόμη. Εύχομαι να βρείτε καλό σπίτι και να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να σας βοηθάει να βρείτε τη μόνιμη κατοικία, την ουράνια. Στις αρχές θα έχεις λογισμούς, αλλά μετά θα συνηθίσεις, και θα ξέρεις να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες αυτού…» (Οσίου Παϊσίου αγιορείτου, Διδαχές και αλληλογραφία, Ι.Μ. Μεταμορφώσεως Σωτήρος).

Απόσπασμα μίας μικρής επιστολής του οσίου Παϊσίου το παραπάνω κείμενο (18-1-1974) που αναφέρεται σε κάτι πολύ συνηθισμένο: την αναζήτηση ενός σπιτιού από εν Χριστώ αδελφούς με τους οποίους διατηρούσε αλληλογραφία. Και τι λέει ο όσιος; Δεν απαξιώνει τον προβληματισμό και την αγωνία της γυναίκας και της οικογένειάς της – ποιος θα απαξίωνε άλλωστε ένα τέτοιο θέμα που απασχολεί ιδίως στις ημέρες μας χιλιάδες και μάλιστα νέους ανθρώπους; Το θέμα της κατοικίας είναι από τα βασικότερα θέματα στη ζωή ενός ανθρώπου, τόσο που για πολλούς συνιστά και όραμα όλης της ζωής τους! Μετέχει ο άγιος στην αγωνία των ανθρώπων και εύχεται όχι μόνο να βρουν κάποιο σπίτι, αλλά «καλό σπίτι», προκειμένου να οικονομηθούν όπως λέμε, να τακτοποιηθούν για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Δημιουργός μας άλλωστε ήδη απαρχής της δημιουργίας του ανθρώπου εξασφαλίζει τον τόπο της κατοικίας του, φυτεύοντας τον κήπο της Εδέμ και δίνοντας στο πλάσμα Του τη δυνατότητα για εργασία και διαφύλαξη του τόπου. Και ο ίδιος ο Κύριος έμμεσα τονίζει την αναγκαιότητα αυτή, όταν αποκαλύπτει ότι «ακόμη και οι αλεπούδες έχουν έναν τόπο να μείνουν, εκτός από Εκείνον που ήλθε ως ξένος στη δική Του δημιουργία και ουκ είχε πού την κεφαλήν κλίνη».

Λοιπόν, ο άγιος μετέχει στην αγωνία της γνωστής του οικογένειας και εύχεται, συνεπώς και προσεύχεται, σύντομα οι άνθρωποι να βρουν αυτό που θα τους αναπαύσει – με ευχάριστη μάλιστα διάθεση θα τους πει ότι όταν θα το βρουν θα έρχεται και ο ίδιος προς φιλοξενία του. «Δεν ξέρω αν θα με δέχεσθε με χαρτί απορίας για να φιλοξενούμαι καμιά φορά»! Όμως ο όσιος Γέροντας προσθέτει στη συνέχεια κι αυτό που καθόριζε και τη δική του ζωή σε όλες τις διαστάσεις της, παρότρυνε δε και τους άλλους παρομοίως να βλέπουν τα πράγματα. Τι; Οτιδήποτε ανθρώπινο, σαν την κατοικία, θα πρέπει να έχει αναφορά προς τον Θεό και την αιωνιότητα της ζωής Του. Το σπίτι «να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να σας βοηθάει να βρείτε τη μόνιμη κατοικία, την ουράνια». Αυτό χαρακτήριζε ως «καλό σπίτι» ο άγιος. Όχι εκείνο που έχει όλες τις ανέσεις, τους μεγάλους απλώς χώρους και τη σπουδαία επίπλωση ή τα λαμπερά και ακριβά αντικείμενα, πράγματα που μπορούν να «θαμπώσουν» τους επισκέπτες, με άλλα λόγια εκείνο το σπίτι που θα γίνει εφαλτήριο για να φανερωθεί η οικονομική επιφάνεια του ανθρώπου και θα κάνει τους άλλους να ζηλέψουν, διότι κάτι τέτοιο εκφράζει τον εγωισμό και την υπερηφάνεια του ανθρώπου και γίνεται μέσον καταποντισμού του πνευματικού. Αλλά εκείνο που ναι μεν όπως είπαμε οικονομεί τις αναγκαίες χρείες του ανθρώπου και της οικογένειάς του, αλλά με προσανατολισμό ό,τι αποτελεί την τελική αναφορά και την προοπτική του ως πιστού ανθρώπου:  τη ζωντανή σχέση του με τον Θεό και την αιώνια ανάπαυση μαζί Του!

Είναι αυτό που αδιάκοπα τόνιζε και τονίζει ο λόγος του Θεού, διά στόματος πρώτιστα του ενανθρωπήσαντος Θεού μας: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα (τα ανθρώπινα) προστεθήσεται υμίν», αλλά και των αγίων αποστόλων Του, όπως για παράδειγμα του αποστόλου Παύλου ο οποίος δεν έπαυε να διαλαλεί: «είτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι ποιείτε πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε», ακόμη δε σαφέστερα επί του θέματος «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Ο χριστιανός δηλαδή δεν ζει σαν να είναι η ζωή του «κολλημένη» στο εδώ και το τώρα - «να κτίζει ή να βρίσκει σπίτια, όπως ακούγεται συχνά, σαν να πρόκειται να ζήσει στον κόσμο τούτο αιώνια!» - αλλά ζει στη γη αυτή προσβλέποντας όμως στον ουρανό! «Δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, θα πει και πάλι ο μέγας απόστολος, αφορώντες εις τον πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» - περαστικοί είμαστε στη ζωή αυτή, φιλοξενούμενοι άχρι καιρού για να βρισκόμαστε στο έργο της μορφώσεως εν ημίν του Χριστού.  

Και η ίδια η εμπειρία βεβαίως έρχεται να επιβεβαιώσει ότι μόνον κάτω από την προοπτική αυτή, της αιωνιότητας, ο άνθρωπος μπορεί να χαρεί όντως τη ζωή του και τα σπίτια του και όλα τα αγαθά του – η απόβλεψη στο αιώνιο στοιχείο φωτίζει την εδώ ζωή και τη νοηματίζει. Διαφορετικά, η αίσθηση ότι τα υλικά αγαθά του, μέσα στα οποία πρωτεύουσα θέση έχει και το «καλό σπίτι», θα του εξασφαλίσουν τη χαρά και την ευτυχία του αποβαίνει μία κενή περιεχομένου αίσθηση, η οποία προσωρινά μπορεί να του δώσει αναλαμπές επιφανειακής χαράς, στο βάθος όμως τον οδηγεί σ’ έναν άδη χαμού και απώλειας. Όχι μόνο ο ευαγγελικός λόγος με την παραβολή του άφρονος πλουσίου το εξαγγέλλει: «α δε ητοίμασας τίνι έσται;», τα υλικά αγαθά δηλαδή πάντοτε υπόκεινται στην άμεση απειλή της απώλειάς τους, αλλά και η καθημερινή εμπειρία ανθρώπων που τα «είχαν όλα» και διαμιάς τα έχασαν όλα. Και βεβαίως η κατανόηση ότι τελικώς όλοι μας θα προσκρούσουμε σ’ έναν «μαύρο τοίχο», τον θάνατο, αποκορυφώνει τη βεβαιότητα για τη ματαιότητα του κυνηγητού του επιπλέον και της ματαιοδοξίας στη ζωή αυτή.

Κι έρχεται ο άγιος και συμπληρώνει με μία πάλι βαθιά ανθρωπολογική αλήθεια: κι όταν βρεις το σπίτι που μπορεί να εξασφαλίσεις τα αναγκαία για τη ζωή σου αλλά βλέπεις ότι υπάρχουν και κάποια «κενά» ή ελλείμματα, τότε μην απογοητευτείς! «Στις αρχές θα έχεις λογισμούς» λέει, δηλαδή μπορούσα να έβρισκα καλύτερο σπίτι, να έβρισκα κάτι μεγαλύτερο και πιο άνετο, όμως στη συνέχεια «θα συνηθίσεις» με το υπάρχον που βρήκες. Η συνήθεια στη ζωή του ανθρώπου συνιστά καίριο στοιχείο που χαρακτηρίζει όλους μας. Πόσες φορές εκείνο για το οποίο αντιδράσαμε στην αρχή έγινε στη συνέχεια αποδεκτό και μάλιστα και ποθητό! Γιατί είναι έτσι φτιαγμένος ο άνθρωπος που να προσαρμόζεται και στα πιο αφιλόξενα περιβάλλοντα. Πολύ περισσότερο ένας χριστιανός που καθώς είπαμε επιδιώκει να «κολλάει» τον λογισμό και τη ζωή του όχι στα αισθητά και τα επίγεια που έχουν προσωρινό χαρακτήρα, αλλά στα μη αισθητά που έχουν βάθος αιώνιο. Το φωνάζει ο απόστολος και πάλι: «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Για έναν επιγνώσει πιστό μάλιστα η αληθινή κατοικία του βρίσκεται σ’ Εκείνον που συνιστά το πραγματικό σπίτι του: τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αφότου Τον ντυθήκαμε διά του αγίου βαπτίσματος πράγματι Εκείνος είναι το σπίτι μας κι Εκείνος θέλει να γινόμαστε κι εμείς, ψυχή τε και σώματι, το δικό Του το σπίτι. Κι αυτό το σπίτι το ζούμε ήδη από τη ζωή αυτή, μόλις αποφασίσουμε να βρισκόμαστε πάνω στην πορεία των αγίων Του εντολών. Άνθρωπος που έχει ως προτεραιότητα τις εντολές του Χριστού στη ζωή του, εν αισθήσει διαπιστώνει πως «ζει μέσα στον Χριστό και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν». Πώς λοιπόν το επίγειο σπίτι να αποκτά διαστάσεις που δεν μπορεί εκ φύσεως λόγω της φθαρτότητάς του να έχει;