30 Σεπτεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

 

«Εἶπεν ὁ Κύριος∙ Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως... Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Λουκ. 6, 31.36).

Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.

1. Θα πρέπει καταρχάς βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ὅ σύ μισεῖς, μηδενί ποιήσῃς», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον. Εννοιολογικά και μορφολογικά συναντάμε τον αρνητικό  κανόνα αυτό και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες, όπως για παράδειγμα στον Κλεόβουλο τον Ρόδιο ή και τον Κομφούκιο.  Πρόκειται λοιπόν για έναν κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.

2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν οἱ ἄνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε, κατά τρόπο ιουδαϊκό, όπως είπαμε, το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.

3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Έχουμε την εντύπωση ότι οι πιο καίριες επιθυμίες μας από πλευράς των άλλων, είναι η αποδοχή του προσώπου μας, ο σεβασμός της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, η απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, η διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο η αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;

4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Καί εἰ ἀγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.

Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο. «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ  οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αὐτός (ο Θεός) χρηστός ἐστιν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν καί ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει, όπως είπαμε, γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.

Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών. Αυτά πράγματι υπήρξαν και υπάρχουν και θα υπάρχουν στον κόσμο μας. Και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, αλλά και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του με άλλα λόγια, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «οὔκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν, προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 6, 31-36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νά συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Ἀφοῦ καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν. Κι ἄν κάνετε καλό σ’ αὐτούς ποῦ σᾶς κάνουν καλό, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Ἄν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νά σᾶς τά ἐπιστρέψουν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν στούς ὁμοίους τους γιά νά τά πάρουν πίσω. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτα. Ἔτσι, ὁ Θεός, πού εἶναι καλός ἀκόμα καί μέ τούς ἀχάριστους καί τούς κακούς, θά σᾶς ἀνταμείψει μέ τό παραπάνω καί θά σᾶς κάνει παιδιά του. Νά εἶστε λοιπόν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικός εἶναι κι ὁ Θεός Πατέρας σας».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. 6, 16-7,1)

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: Θα κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος: Φύγετε μακριά ἀπ’ αὐτούς καί ξεχωρίστε. Μήν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγώ θα σᾶς δεχτῶ. Θά εἶμαι γιά σᾶς ὁ Πατέρας, κι ἐσεῖς θά εἶστε γιοί και θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος. Ἀφοῦ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε αὐτές τίς ὑποσχέσεις, ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό καθετί πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή. Ἄς ζήσουμε μιά ἅγια ζωή μέ φόβο Θεοῦ.

«ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΛΑΜΠΕΡΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ…»

«Η Γερόντισσα Γαβριηλία ήταν η Γερόντισσα της χαράς. Για μένα ήταν πολύ σημαντικός σταθμός της ζωής μου. Λίγες φορές τη συνάντησα, πρόλαβα δηλαδή, αλλά ήταν η πρώτη μοναχή που είδα στη ζωή μου.  Και ήταν τόσο λαμπερό το πρόσωπό της, δηλαδή η χαρά που είχε ακτινοβολούσε τόσο πολύ στο πρόσωπό της, που ενώ ήταν 91 ετών όταν την είδα, εγώ είδα ένα πρόσωπο πάρα πολύ καθαρό, πάρα πολύ φωτεινό, πραγματικά σαν ένα παιδάκι. Εξέπεμπε μία χαρά και μία καθαρότητα που σε έκανε να ζηλέψεις, που είπα – εκείνη ήταν 91 ετών εγώ 19 – αν είναι έτσι ο μοναχισμός αυτό είναι ευλογία, αυτό είναι ομορφιά…. Πάντοτε σε ό,τι έκανε και έλεγε, κατέληγε: «Ο Χριστός σώζει. Ο Χριστός θα σώσει τους ανθρώπους». Υπάρχουν απίστευτα γράμματα των ανθρώπων που λένε: «Ποιος είναι ο Θεός αυτής της γυναίκας;»  Και γινόντουσαν χριστιανοί. Γιατί; Με το παράδειγμά της. Δεν πήγαινε να τους δείξει το Ευαγγέλιο. Το ζούσε το Ευαγγέλιο. Και τη μία ήτανε στα παλάτια με την Ίντιρα Γκάντι να της κάνει θεραπεία, μασάζ, την άλλη ήτανε σ’ ένα χαμόσπιτο, με τα ποντίκια, τους αρουραίους, τα φίδια… Σαν παραμύθι ήτανε η ζωή της. Αλλά με κέντρο της πάντα τον Χριστό. Κι αυτό ομόρφαινε τη ζωή της» (Γερόντισσα Φιλοθέη, Ηγουμένη Ι. Μ. Παναγίας των Βρυούλων, Ωρωπός).  

Είναι μία από τις πολλές μαρτυρίες για τη Γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη (1897-1992), τη Γερόντισσα της χαράς όπως χαρακτηρίστηκε, που φανερώνει μ’ έναν άμεσο και βιωματικό τρόπο το πόσο επιδρούσε στη ζωή των ανθρώπων και μόνο η παρουσία της, κυρίως όμως το λαμπερό πρόσωπό της, το πόσο εκείνοι που τύχαινε να τη συναντήσουν δεν μπορούσαν να την ξεπεράσουν και να την αγνοήσουν. Πού οφείλετο η λάμψη της, κατά τη Γερόντισσα Φιλοθέη, για την οποία η πρώτη συνάντησή της μαζί της ήταν μία κυριολεκτικά θα λέγαμε «αποκάλυψη»; «Στη χαρά που εξέπεμπε» σημειώνει, την αίσθηση ότι είχε απέναντί της ένα… παιδάκι με ολοφώτεινο πρόσωπο! Τότε φυτεύτηκε ίσως ο πρώτος σπόρος για να στραφεί κι αυτή, 19 τότε ετών, προς τον μοναχισμό – «αν αυτό είναι ο μοναχισμός, τότε μιλάμε για ευλογία και ομορφιά» σκέφτηκε.

Στα 91 της χρόνια τότε που τη συνάντησε, είδε όχι μόνο την καθαρότητα και τη λάμψη του προσώπου της, αλλά και την καθαρότητα και τη λάμψη της σκέψης και του πνεύματός της. Κι ήταν βεβαίως η καθαρότητα ενός μυαλού πολύ ανοιχτού και ιδιοφυούς ίσως – μεγάλωσε και σπούδασε με τρόπο που ελάχιστες γυναίκες είχανε στην εποχή της την ίδια δυνατότητα – αλλά που είχε επιδράσει πάνω του η χάρη του Θεού, η απαλάδα του αγίου Πνεύματος, ώστε τελικώς να αφήνει από όπου κι αν πέρασε την ευωδία της ενέργειάς Του. Γιατί αυτό ήταν το κέντρο της ζωής της αγίας Γερόντισσας, απαρχής θα λέγαμε που κατάλαβε τον εαυτό της, κυρίως όμως αφότου έλαβε την ευλογία του οσίου Γέροντός της Αμφιλοχίου της Πάτμου για να γίνει μοναχή και να κινητοποιείται ιεραποστολικά όπου γης: ο ίδιος ο Κύριος, ο Σωτήρας των ανθρώπων, η ομορφιά της ίδιας και του κόσμου όλου.

Κι εδώ βρίσκεται το «μυστικό» αυτής της μοναδικής για τα νεώτερα χρόνια γυναίκας που γύρναγε όλον τον κόσμο: η προσωπική και απόλυτη και χωρίς κρατούμενα σχέση της με τον Κύριο! Η Γαβριηλία εν χάριτι κατάλαβε ότι τίποτε δεν υφίσταται πέραν και εκτός του Χριστού, η αγάπη προς Εκείνον είναι η προοπτική και το αδιάκοπο αγώνισμα καθενός που θέλει να είναι χριστιανός, που σημαίνει ότι το μόνο που διακρατεί τον πιστό στην αγάπη αυτή είναι η τήρηση των αγίων εντολών Του, κατά τον αψευδή λόγο Του: «εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου». «Είμαι υποτακτική του Χριστού» συνήθιζε να λέγει, επιβεβαιώνοντας έμπρακτα τη χάρη μέσα στην οποία ζούσε. Και τι σημαίνει υποτακτικός; Άνθρωπος που έχει αφήσει κατά μέρος το δικό του θέλημα, για να βρίσκεται διαρκώς πάνω στο θέλημα Εκείνου. Οπότε κατανοούμε όσο είναι δυνατόν την ένταση του πνευματικού της αγώνα, αγώνα που την έκανε να «ματώνει» εσωτερικά, διαγράφοντας κάθε εμπαθή κίνηση από την παρουσία του παλαιού λεγόμενου ανθρώπου.

Γι’ αυτό και την ευωδία της χάριτός της την οσφράνθηκαν πολλοί αγιασμένοι άνθρωποι, όπως ο όσιος Αμφιλόχιος της Πάτμου που είπαμε, αλλά και άλλοι, όπως ο γνωστός Γέροντας Λάζαρος Μουν, ο γνωστός μοναχός Λεβ Ζιλέ, κυρίως όμως ο όσιος μέγας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος εν Πνεύματι προφανώς με πληροφορία Κυρίου την αναζήτησε και την πήρε τηλέφωνο, λίγο καιρό πριν απέλθει από τον κόσμο τούτο, για να έχει επικοινωνία μαζί της και αισθητά, πέραν της επικοινωνίας της πνευματικής που αναπτύσσεται ανάμεσα σε πνευματικούς ανθρώπους. Καταγράφει τη μαρτυρία αυτή η Γερόντισσα Φιλοθέη στο βιβλίο της για τη Γερόντισσα Γαβριηλία, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι διαμείφθηκε στην επικοινωνία αυτή. Απλώς η Γαβριηλία το μόνο που έκανε ήταν να συνομιλεί όρθια, γιατί δεν μπορούσε όπως είπε να της μιλάει ο στρατηγός και εκείνη ως απλός στρατιώτης να βρίσκεται καθιστή.   

Κι είναι πολύ σημαντική τέλος η παρατήρηση της Γερόντισσας Φιλοθέης, κάτι που το συναντούμε ως παρατήρηση και όλων όσοι σχετίστηκαν μαζί της: όπου κι αν πήγαινε και όπου κι αν βρισκόταν, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ινδία είτε στο Θιβέτ είτε σε χώρες της Ευρώπης είτε στην Αμερική, οπουδήποτε, δεν πήγαινε με σκοπό να κηρύξει το Ευαγγέλιο κατά τον τρόπο των ιεραποστόλων που ξέρουμε. Καταρχάς όπου πήγαινε ήταν γιατί ανταποκρινόταν σε κλήση του Θεού και των ανθρώπων, έκανε δηλαδή υπακοή˙ κι έπειτα το Ευαγγέλιο το κήρυσσε αδιάκοπα, αλλά με την αγιασμένη ζωή της. «Το παράδειγμά της ήταν το Ευαγγέλιο» σημειώνει η Γερόντισσα της Παναγίας των Βρυούλων, και χωρίς να μιλάει δηλαδή τον Χριστό προέβαλε, τόσο που αυτοί που τη ζούσαν να αναρωτιούνται: «Ποιος είναι ο Θεός αυτής της γυναίκας;» Για να καταλάβουν βεβαίως έπειτα ότι μπροστά τους είχαν τον ίδιο τον Χριστό «εν ετέρα μορφή» - ό,τι πρέπει στην πραγματικότητα να συμβαίνει με κάθε χριστιανό και ιδίως κληρικό: και χωρίς να μιλάει να «λειτουργεί» ως μαγνήτης λόγω της χαριτωμένης ζωής του.

«Σαν παραμύθι» πράγματι η ζωή της Γερόντισσας Γαβριηλίας, δηλαδή παραμυθία και παρηγοριά για τη ζωή μας. Ας έχουμε την ευχή της.    

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού. Ήταν Πάρθος κατά την καταγωγή, υιός του Ανάκ, συγγενής του Κουσαρώ, βασιλιά της Αρμενίας. Συνελήφθη από τον βασιλιά Τηριδάτη ως χριστιανός και υπέμεινε γι’  αυτό πολλές τιμωρίες. Όταν έμαθε μάλιστα ο Τηριδάτης ότι είναι υιός του Ανάκ του Πάρθου που δολοφόνησε τον πατέρα του, του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και τον έστειλε στην πόλη Αρταξά, όπου εκεί τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, γεμάτο από θηρία και ερπετά. Στον λάκκο αυτό έζησε  δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος κρυφά από μία γυναίκα χήρα. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τηριδάτης παρεφρόνησε, έτρωγε τις σάρκες του και ζούσε μαζί με τα γουρούνια στα βουνά. Η αδελφή του Κουσαροδούκτα είδε τότε ένα όνειρο κι άκουσε φωνή που έλεγε: Αν δεν βγει από τον λάκκο ο Γρηγόριος, ο Τηριδάτης δεν πρόκειται να γίνει καλά. Πράγματι, η Κουσαροδούκτα απελευθέρωσε τον Γρηγόριο, ενώ την ίδια ώρα θεραπεύτηκε και ο βασιλιάς. Ο Γρηγόριος έγινε επίσκοπος της Αρμενίας, βάπτισε τους κατοίκους της, έφτιαξε πολλές Εκκλησίες, και τελικώς εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά».  

Διαβάζοντας κανείς τον βίο του αγίου Γρηγορίου, φωτιστή των Αρμενίων, δύο πράγματα έρχονται στον νου του για να κάνει: ή να κλείσει τα μάτια από ντροπή, μπροστά στη φοβερά μεγάλη προσωπικότητα και το τεράστιο σε βάθος και πλάτος έργο του Γρηγορίου, προσπαθώντας να το «απωθήσει» στο υποσυνείδητό του, ή να αρχίσει να κλαίει για τη δική του κατάντια. Διότι ο άγιος, ένας αυτός – και όχι χιλιάδες «χριστιανοί» όπως εμείς – αλλά «οίκον Τριάδος εαυτόν αποτελέσας» κατά τον υμνογράφο, δηλαδή κάνοντας τον εαυτό του οίκο της αγίας Τριάδος, κατόρθωσε με τη χάρη του Θεού να μεταστρέψει στη χριστιανική πίστη έναν ολόκληρο ειδωλολατρικό λαό, που καταδυναστευόταν από τον πονηρό διάβολο και τις μεθοδείες του. «Λυμαινόμενον αθέως τον εχθρόν χώραν άπασαν, την των Αρμενίων, θεία δυναστεία κατέβαλες∙ και ως πυρσός αναλάμψας κατεφώτισας τους εν σκότει κειμένους, σοφέ, ματαιότητος» (Με τη δύναμη του Θεού νίκησες τον εχθρό διάβολο, ο οποίος κατέστρεφε με την αθεΐα όλη τη χώρα των Αρμενίων. Και αφού έλαμψες σαν πυρσός, φώτισες πολύ δυνατά, σοφέ, αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι της ματαιότητας). Ο άγιος, γι’  αυτό, αντιπαραβάλλεται με τους αγίους αποστόλους, τους μαθητές του Κυρίου, παραλληλίζεται με τον άγιο Γρηγόριο τον Νεοκαισαρείας τον θαυματουργό, ο οποίος εξίσου με τον σημερινό Γρηγόριο, όταν πήγε στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους χριστιανούς και όταν έφυγε από τη ζωή αυτή άφησε ελάχιστους ειδωλολάτρες, παραπέμπει στους νεώτερους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, φωτιστές των Σλαύων.

Η χάρη του Θεού ενήργησε σε όλες τις καλοπροαίρετες καρδιές των Αρμενίων, μέσω του εκλεκτού οργάνου της Γρηγορίου, μ’  έναν τριπλό τρόπο: με τη δύναμη του λόγου του, με τη δύναμη των θαυμάτων που επιτελούσε, με τα θαυμαστά μαρτύρια που πέρασε για την πίστη του. Ο λόγος του πράγματι, επιβεβαιούμενος  και με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεπε να επιτελεί, ήταν γεμάτος από δύναμη Θεού και δεν ήταν ανθρώπινα επιχειρήματα, που συνήθως κτυπούν ως «κύμβαλον αλαλάζον» τα αυτιά των ανθρώπων. Με τον λόγο αυτό έπεφταν  οι ειδωλολατρικοί ναοί και φυγαδεύονταν οι κρυμμένοι σ’  αυτούς δαίμονες, ενώ στερεώνονταν οι καρδιές των ανθρώπων στον θεϊκό έρωτα, όπως σημειώνει έκθαμβος ο υμνογράφος. «Ρημάτων σου δυναστεία, ναοί κατερράγησαν και δαιμόνων κατεβλήθη ανίδρυτα ξόανα, και πιστών καρδίαι θεϊκώ ενιδρύθησαν έρωτι». Εκεί όμως που κατεξοχήν λειτούργησε ως φάρος που φώτισε τους ανθρώπους ήταν τα μαρτύρια που υπέστη. Τα μαρτύρια αυτά ήταν η δόξα του, κατά αντιστοιχία με το Πάθος και το μαρτύριο Κυρίου του Θεού του. Το σημειώνει ο θεολογικώτατος ποιητής της ακολουθίας του, για να δείξει ποιο είναι το στίγμα του χριστιανικού μαρτυρίου: «Εις περίβλεπτον σε ύψος μαρτυρίου ανήνεγκεν, υψηλός εν δόξη Κύριος Ύψιστος, ένδοξε∙ ου τα παθήματα χαίρων εξεικόνισας, ιερομάρτυς, δόξα βοών τη δυνάμει σου» (Ο υψηλός στη δόξα Ύψιστος Κύριος, ένδοξε Γρηγόριε, σε ανέβασε σε περίβλεπτο ύψος μαρτυρίου. Τα παθήματα Αυτού (που ήταν η δόξα Του) εξεικόνισες με χαρά, ιερομάρτυς, φωνάζοντας δόξα στη δύναμή Σου).

Αυτού του είδους το χριστιανικό μαρτύριο, ως συμμετοχή στο μαρτύριο του Χριστού, φέρνει αποτελέσματα, τα οποία, ενώ είναι τρανταχτά, δεν φαίνονται με πρώτη ματιά. Το μαρτύριο των αγίων δηλαδή, όπως το Πάθος του Χριστού, περικλείει το μυστήριο της δύναμης του Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι όπως σε εκείνο του Σταυρού νικήθηκε - χωρίς να φαίνεται εξωτερικά - η αμαρτία, ο θάνατος και ο διάβολος, έτσι και στων αγίων: συντρίβεται ο διάβολος και τα όργανά του. Θέλουμε να πούμε, ακολουθώντας τους ύμνους της εορτής, ότι κάθε κτύπημα ενός αγίου είναι και κτύπημα κατά της πονηρίας, κάθε πόνος και βάσανός του φέρνει και το βογγητό και την κόλαση του πονηρού. Ας δούμε πόσο ωραία μας το καταθέτει ο εκκλησιαστικός και πάλι ποιητής: «Ραπισμοίς σιαγόνων σου, μύλας συντρίβεις λεόντων, και οχετοίς αιμάτων, δαιμόνων λύθρον εκμειοίς, ειδωλικάς προρρίζους τε, καταστρέφεις στήλας, Αξιάγαστε». Δηλαδή: Με τα ραπίσματα των σιαγόνων σου συντρίβεις τα δόντια των λιονταριών, και με τους οχετούς των αιμάτων σου εξαφανίζεις τη βρωμιά των δαιμόνων και καταστρέφεις από τη ρίζα τις στήλες των ειδώλων, αξιοθαύμαστε Γρηγόριε.

Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε και τα δικά μας βάσανα, και τους δικούς μας πόνους σ’  αυτήν τη ζωή, με αυτό το «μάτι» της πίστεως: αν τα βάσανά μας τα υπομένουμε με πίστη, τότε και μέσα από εμάς θα λειτουργεί η δύναμη του Θεού, που συντρίβει το κακό και τον διάβολο. Και τότε θα αρχίσουμε να γινόμαστε κι εμείς, σε κάποιο βαθμό ίσως, φωτιστές και των άλλων συνανθρώπων μας, προκειμένου να βρίσκουν το αληθινό φως, τον Ιησού Χριστό.

29 Σεπτεμβρίου 2023

«ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ;»

 «Πρέπει πάντοτε νά προσέχουμε καί νά ἔχουμε μία συνεχή ἀμφιβολία γιά τό ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι πού τά σκεπτόμαστε. Γιατί, ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του καί τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός… Πρέπει νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Ἄν δέν ἔχουμε, τότε καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος νά εἶναι γέροντάς μας καί νά κάνει συνέχεια θαύματα, δέν θά μπορέσει σέ τίποτα νά μᾶς βοηθήσει!» (Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Ο όσιος αγιορείτης μεγάλος Γέροντας της εποχής μας Παΐσιος για πολλοστή φορά επισημαίνει μία μεγάλη αλήθεια: ό,τι σκεφτόμαστε και λογιζόμαστε δεν σημαίνει ότι και πράγματι ισχύει, ότι είναι όντως η αλήθεια. Γιατί; Διότι αφότου ο άνθρωπος ξέπεσε στην αμαρτία διασπάστηκε ο εσωτερικός του κόσμος, δεν ζει κάτω από την ενιαία πνοή του Παρακλήτου Αγίου Πνεύματος, μπορεί άλλα να σκέπτεται και άλλα να είναι τα συναισθήματά του, όπως και οι βουλητικές ενορμήσεις του. Η αμαρτία δυστυχώς προκάλεσε έναν τεράστιο πνευματικό σεισμό στον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο νους του, το πνευματικό όμμα του δηλαδή και το κέντρο της ύπαρξής του, θολωμένος πια κινείται με βάση τον εγωισμό του και τα λοιπά ψεκτά πάθη του, με αποτέλεσμα «η πλάνη να συνιστά τον νόμο του νου του» - μία αξιωματική διαπίστωση των νηπτικών ιδίως αγίων της Εκκλησίας μας για τον άνθρωπο της αμαρτίας.

Και εννοείται ότι αυτό ισχύει τόσο για τον μη πιστό στον Χριστό άνθρωπο, όσο και για τον πιστό που τύποις χαρακτηρίζεται χριστιανός όταν δεν ζει με συνέπεια την πίστη του. Η αμαρτία που επιφέρει τη νέκρωση της πνευματικής οντότητάς του κυριαρχεί στην ύπαρξή του, οπότε οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, οι επιθυμίες του είναι αλλοιωμένα, γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί στις εκτιμήσεις του και την καθαρότητα των όποιων ενεργειών του. Κατεξοχήν, μας λέει ο όσιος, πρέπει να προσέχουμε για τους παραπάνω λόγους τους λογισμούς μας. Γιατί αν τους εμπιστευόμαστε χωρίς καμία αντίρρηση, δηλαδή είμαστε πάντοτε βέβαιοι για τις εκτιμήσεις μας, σημαίνει ότι δεν λαβαίνουμε υπ’ όψιν τη δύναμη της αμαρτίας στη ζωή μας και τις ενέργειες του Πονηρού ο οποίος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ». Πόσες φορές κάτι που σκεφτήκαμε για έναν συνάνθρωπό μας αποδείχτηκε στο τέλος πλανεμένο! Διότι η κρίση μας επηρεάστηκε από μία κακή διάθεση που είχαμε και η διάθεσή μας αυτή προκάλεσε τον πονηρό εναντίον του λογισμό. Κι αυτό θα πει ότι τα πράγματα τελικώς, όπως πολύ περισσότερο τους συνανθρώπους μας, τους βλέπουμε και τους αξιολογούμε με βάση τον εσωτερικό μας κόσμο – μία καλή διάθεσή μας μεταποιεί επ’ αγαθώ τις κρίσεις μας, μία κακή διάθεσή μας τις μεταποιεί προς το πονηρό. Η νεώτερη ψυχολογία έχει διαπιστώσει την πραγματικότητα αυτή με τον όρο «προβολή». Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που ισχύει και κυριαρχεί μέσα μας, οπότε τον… εαυτό μας βλέπουμε στους άλλους, νομίζοντας όμως ότι κινούμαστε με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο.

Μία ιστορία μάλιστα που καταγράφει ο όσιος αββάς Δωρόθεος έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μας λέει την ίδια αλήθεια: «τρεις διερχόμενοι από έναν δρόμο άνθρωποι το σούρουπο και βλέποντας κάποιον να περιμένει στη γωνία, έκαναν τρεις διαφορετικές σκέψεις γι’ αυτόν: ο ένας σκέφτηκε ότι πρόκειται για κλέφτη, που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κλέψει τα σπίτια· ο άλλος σκέφτηκε ότι περιμένει τή φίλη του, για να πάνε να πορνέψουν· και ο τρίτος έκανε τη σκέψη ότι περιμένει τον φίλο του, για να πάνε στην αγρυπνία της παρακείμενης Εκκλησίας». Το ίδιο περιστατικό ερμηνευμένο σύμφωνα με το περιεχόμενο της καρδιάς του καθενός.  

Ο όσιος Παΐσιος προχωρεί πιο βαθιά ακόμη τη σκέψη του: και ορθές να είναι οι εκτιμήσεις μας, λέει, αν διαρκώς δείχνουμε εμπιστοσύνη σε ό,τι λογιζόμαστε, τότε η συνήθεια αυτή που είναι άκριτη θα μας κάνει πονηρούς έστω κι αν είμαστε φύσει αγαθοί! Γιατί όπως αναφέραμε, υπάρχει και η παρουσία του Πονηρού που τοξεύει χωρίς σταματημό τον νου του ανθρώπου με σκοπό να τον κάνει ακριβώς να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του: το θεμέλιο για την ίδια την απιστία και την πονηρία του ανθρώπου. Και επ’ αυτού είναι σπουδαία η συμβολή και του μεγάλου οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, ο οποίος με οξεία διεισδυτική ματιά τονίζει αυτό που και πάλι η σύγχρονη ψυχολογία διαπιστώνει. Τι; Όταν επισημαίνεις για τον συνάνθρωπό σου κάτι που τον χαρακτηρίζει, θετικό, κυρίως όμως αρνητικό, τότε να ξέρεις ότι το ίδιο που βλέπεις στον άλλον το έχεις και… εσύ! Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του και τον τρόπο της γραφής του: ««Ἤξευρε γάρ πῶς, ὅταν ἀριστερῶς λογιάσῃς κανένα κακόν τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι κάποια ρίζα τοῦ αὐτοῦ κακοῦ καί εἰς τήν καρδίαν τήν ἐδικήν σου· ἥτις, κατά τήν διάθεσιν, καί τό πάθος, ὁποῦ ἔχει, ἔτσι ἐμπαθῶς κρίνει καί τά τῶν ἄλλων, ὡς γέγραπται. “Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας ἐκβάλλει τά πονηρά” (Ματθ. ιβ΄ 35). Διατί, κατά ἄλλον τρόπον, ἕνας καθαρός καί ἀπαθής ὀφθαλμός, ἀπαθῶς βλέπει καί τά πράγματα, καί ὄχι πονηρῶς. “Καθαρός ὁ ὀφθαλμός τοῦ μή ὁρᾶν πονηρά” (Ἀββακ. α΄13). Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ εἰς τόν λογισμόν σου νά κρίνῃς ἄλλους διά κανένα ἐλάττωμα, ἀγανάκτησε κατά τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὡς πταίστου, καί ἐργάτου τοῦ ἰδίου σφάλματος, καί εἰπέ εἰς τήν καρδίαν σου· “Πῶς ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, εὑρισκόμενος εἰς τό ἴδιον σφάλμα, καί εἰς ἄλλα βαρύτερα ἐλαττώματα, θέλω ἀποτολμήσει νά ὑψώσω τήν κεφαλήν, διά νά ἰδῶ, καί νά κρίνω τῶν ἄλλων τά σφάλματα;” Καί οὕτω, τά ἅρματα, ὁποῦ θέλεις νά μεταχειρισθῇς κατά τῶν ἄλλων μεταχειρίσου τα κατά σοῦ διά νά δώσῃς ἰατρείαν εἰς τάς πληγάς σου».

Λοιπόν, τα πράγματα στην πνευματική ζωή είναι όπως λέμε μονόδρομος! Να καλλιεργούμε διαρκώς και αδιάκοπα τους καλούς λεγόμενους λογισμούς. Να επιμένουμε δηλαδή στο βάθος της πραγματικότητας που δεν είναι άλλο από την παρουσία της χάρης του Θεού. Διότι τι υπόκειται πίσω από όλα; Η ενέργεια του Θεού που δημιουργεί, διακρατεί τα σύμπαντα, κατευθύνει τα πάντα στον τελικό τους προορισμό. «Οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» εξαγγέλλει ο ψαλμωδός, και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός». Η «κόλλησις» αυτή προς τον Κύριο μεταθέτει τον άνθρωπο ψυχοσωματικά στο επίπεδο της αγάπης προς τον Θεό που μεταποιείται σε αδιάκοπο άνοιγμα αγάπης και προς τον συνάνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διαφορετικά, και ο άγιος Αντώνιος να είναι ο Γέροντάς μας, κατά τον όσιο αγιορείτη, και να κάνει θαύματα για χάρη μας, εμείς τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθούμε από αυτά!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

«Ο όσιος Κυριακός έζησε επί της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και καταγόταν από την πόλη της Κορίνθου, στην Εκκλησία της οποίας ο πατέρας του Ιωάννης ήταν πρεσβύτερος. Η μητέρα του λεγόταν Ευδοκία και υπήρξε ανεψιός του επισκόπου Πέτρου, ενώ ο ίδιος ήταν αναγνώστης κατά την τάξη. Όταν ήταν δεκαοκτώ ετών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός από τον όσιο Ευθύμιο τον μεγάλο. Ως μοναχός επέδειξε  πολλή και μεγάλη άσκηση, έλεγξε αυτούς που φρονούσαν τα πλανεμένα δόγματα του Ωριγένη, τέλεσε με τη δύναμη του Χριστού πολλά θαύματα κι έφτασε σε βαθύτατο γήρας. Ήταν πράος και κοινωνικός ως άνθρωπος, ενώ προείπε με θεία αποκάλυψη πολλά από τα μέλλοντα να συμβούν. Ήταν σωματώδης, όχι όμως άγριος και αποκρουστικός, αλλά ευγενής στους τρόπους, χωρίς να έχει κάποια σωματική αναπηρία ή κάποιο νόσημα από το πέρασμα των χρόνων. Για κάποιους χρόνους καθοδήγησε και τη Λαύρα του αγίου Χαρίτωνος».

Εκζητώντας σήμερα τις πρεσβείες του οσίου Κυριακού, εισπράττουμε τη χάρη των πρεσβειών και του μόλις χθες εορταζομένου οσίου Χαρίτωνος. Όχι μόνον βεβαίως λόγω της εγγύτητος της εορτής του, αλλά λόγω κυρίως του γεγονότος ότι ο όσιος Κυριακός υπήρξε ο συνεχιστής του οσίου Χαρίτωνος, εκείνος που, όπως αναφέρει το συναξάρι, καθοδήγησε μετά την κοίμηση του Γέροντος Χαρίτωνος το ποίμνιο της μονής που εκείνος είχε ιδρύσει. Η ένταση λοιπόν της χάρης της σημερινής εορτής έρχεται διπλή για εκείνους που την τιμούν κατά τον τρόπο της Εκκλησίας μας. Το τονίζει και ο υμνογράφος: «Δοξασμένος παρίστασαι στον Παντοκράτορα Θεό, θεοκήρυξ Κυριακέ, μαζί με τον θείο Χαρίτωνα, γι’  αυτό και να θυμάσαι αδιάκοπα εμάς, που τελούμε τη φωτοφόρα μνήμη σου». Και το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης που κοσμούσε τον όσιο Χαρίτωνα, το ίδιο κοσμούσε και τον όσιο Κυριακό. Κι αυτός υπήρξε Γέροντας, όπως η Εκκλησία μας κατανοεί τον όρο, κάτω βεβαίως από τις ίδιες προϋποθέσεις του οσίου Χαρίτωνα: να έχει  γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού, γιατί αγωνίστηκε στην πράξη της τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού και γιατί καθάρισε έτσι την καρδιά του από τη λάσπη των παθών. «Όλην του Πνεύματος την χάριν εισωκίσατο» ο όσιος, διότι «πράξει προσέθεσε την θεωρίαν».

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας επιμένει ιδιαιτέρως στο τελευταίο σημείο. Δηλαδή, αν κανείς δεν αγωνιστεί εμπράκτως στην πνευματική ζωή, αν με τη χάρη του Θεού δεν θελήσει να μεταστρέψει το εμπαθές της καρδίας του, ώστε καθαρή αυτή να λάμψει τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί αυτός να θεωρηθεί χριστιανός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή η προσευχή του και η προς τον Θεό δοξολογία του. Με άλλα λόγια τότε η στροφή προς τον Θεό είναι γνήσια, τότε υπάρχει αληθινή λατρεία του Θεού, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως από τα πάθη του. «Ο ήλιος, σημειώνει ο υμνογράφος, έφριξε μπροστά στην εγκράτεια και τη στέρεα θέλησή σου, όσιε, γιατί δεν μπόρεσε να σε δει, για πολλά χρόνια, να οργίζεσαι έστω και ελάχιστα, κι ούτε  κατά τη διάρκεια της ημέρας να  τρως κάτι, ενώ με δύναμη σε  διαρκείς αγρυπνίες υμνολογούσες: δόξα στη δύναμή Σου, φιλάνθρωπε».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας όμως επισημαίνουν και κάτι ακόμη εξόχως σημαντικό: ο όσιος Κυριακός, έχοντας καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του με την εγκράτεια και έχοντας φωτιστεί επομένως από το Πνεύμα του Θεού – ο Κύριος άλλωστε το έχει υποσχεθεί: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» - μπορούσε να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, τη γνήσια διδασκαλία του Χριστού από την αίρεση.  Χωρίς ο όσιος Κυριακός να θεωρείται διδάσκαλος της Εκκλησίας, όμως λόγω της αγιασμένης ψυχής του – και τις προσωπικές μελέτες του ασφαλώς για την ωφέλεια της ψυχής του - καθοδηγούσε τους πιστούς στην υπέρβαση της πλάνης   του ωριγενισμού. «Συ των κακοδόξων την απάτην ήλεγξας του Ωριγένους, γενναίοις αγώσι, μαθητών του λήρου τε και μυθολόγου». Θυμίζει η περίπτωσή του τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, και άλλους αγίους, οι οποίοι χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της θεωρητικής αντιμετώπισης των αιρετικών, έβλεπαν καθαρά την πλάνη και την έλεγχαν αυστηρότατα. Κι είναι σημαντική, όπως είπαμε, η επισήμανση αυτή, γιατί δείχνει και σε εμάς σήμερα, ότι όταν βρισκόμαστε σωστά στην Εκκλησία, με κάποια έστω πνευματική ζωή πάνω στις εντολές του Χριστού, τότε το Πνεύμα του Θεού λειτουργεί μέσα μας, με τρόπο που να μας προφυλάσσει από την πλάνη. Δυστυχώς όμως, αν σήμερα έχουν αυξηθεί οι διάφοροι αιρετικοί, αν οι Γιεχωβάδες, οι Προτεστάντες, οι οπαδοί της νέας λεγόμενης εποχής με τα φαινόμενα του νεοπαγανισμού κλπ., απλώνονται, αλώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων, είναι γιατί έχει χαλαρώσει η σύνδεση των πιστών με την Εκκλησία. Αφύλαχτες λοιπόν οι ψυχές από τη χάρη του Θεού, γίνονται εύκολα έρμαιο του Πονηρού και των διαφόρων οργάνων του.

28 Σεπτεμβρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΑΡΙΤΩΝ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Χαρίτων έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού και καταγόταν από το Ικόνιο της Λυκαονίας. Λόγω της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα Υπατικό, κι επειδή ομολόγησε με παρρησία τον Χριστό ως Θεό, τον κτύπησαν και τον κατάφλεξαν με λαμπάδες φωτιάς. Μετά την πτώση του Αυρηλιανού, ελευθερώθηκε, και πήγε σε έρημο τόπο, όπου έπεσε σε ληστές που τον αιχμαλώτισαν. Ελευθερώθηκε όμως και πάλι αλλά με τον εξής τρόπο: Στην κανάτα που είχαν οι ληστές το κρασί τους, πήγε μία έχιδνα που έχυσε το δηλητήριό της, οπότε πίνοντας οι ληστές πέθαναν όλοι. Ο όσιος, βλέποντας το σπήλαιο ταιριαστό για τόπο ασκήσεώς του, το έκανε εκκλησία, κι επειδή άρχισαν να προσέρχονται πολλοί για να ασκηθούν κοντά του, το μετέτρεψε τελικώς σε μοναστήρι. Λόγω των περισπασμών, αποσύρθηκε αλλού, αλλά και εκεί τον περίμενε η ίδια «τύχη», μέχρι ότου βρήκε την άκρη ενός βράχου, για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον Θεό. Την έλλειψη ύδατος την ξεπέρασε με τη χάρη του Θεού. Παρακάλεσε τον Κύριο, και από το βράχο βγήκε κρυστάλλινο νερό. Εκεί στον βράχο αυτό έζησε μέχρι βαθύτατο γήρας, επιτελώντας και πλήθη θαυμάτων».

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, καλός γνώστης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των Πατερικών και νηπτικών κειμένων,  «ζωγραφίζει» το πνευματικό πορτραίτο του οσίου Χαρίτωνα, χρησιμοποιώντας εικόνες από τα παραπάνω έργα. Το πρώτο στο οποίο εμμένει ο εκκλησιαστικός ποιητής είναι το χάρισμα του οσίου να καθοδηγεί άλλους προς εύρεση της Βασιλείας του Θεού, το χάρισμα δηλαδή του Γέροντα. Βασιζόμενος στο γεγονός ότι ο όσιος είχε ιδρύσει τρία μοναστήρια, παρ’  όλη την τάση του να ζήσει ως ερημίτης, τον βλέπει ως νέο Μωϋσή, ο οποίος, σαν τον παλαιό που καθοδήγησε τους Ισραηλίτες στη γη της επαγγελίας, και μάλιστα περνώντας τους θαυματουργικά, δηλαδή με τη χάρη του Θεού, από την Ερυθρά θάλασσα,   καθοδήγησε και αυτός τους μοναχούς του, ανοίγοντας με το όπλο του Σταυρού το πέλαγος της αθλητικής θάλασσας, καταβυθίζοντας έτσι τον νοητό Φαραώ, τον διάβολο. «Θαλάσσης αθλητικής το πέλαγος διανηξάμενος, τω ζωηφόρω όπλω του Σταυρού, Φαραώ τον αλάστορα τον νοητόν, Μακάριε, θεία δυνάμει κατεπόντισας». Κι είναι μεγάλη ευλογία στη ζωή μας να έχουμε βρει και εμείς τον σωστό πνευματικό καθοδηγητή, προκειμένου, αντιστοίχως με τους μοναχούς του οσίου Χαρίτωνα, να καθοδηγούμαστε στην εύρεση του Χριστού. Διότι βεβαίως αυτός είναι όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής και της πνευματικής καθοδήγησης: να συνδεθούμε με τον Χριστό, δηλαδή να ζούμε έτσι, ώστε να ενεργοποιείται το χάρισμα του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος.

Δεν είναι δυνατόν όμως ο Θεός να έχει χαριτώσει κάποιον με το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης, χωρίς αυτός να έχει διαφύγει τη θάλασσα των παθών, χωρίς να έχει υπερβεί τον εγωισμό και τα παρακλάδια του, κι αυτό με τη χάρη του Θεού. Ο όσιος Χαρίτων ήταν αληθινός καθοδηγητής, γιατί ακριβώς ενισχυόμενος από το Πνεύμα του Θεού νίκησε τον νοητό Γολιάθ, τις πονηρές δυνάμεις. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια θέλοντας να τονίσει τους σπουδαίους ασκητικούς αγώνες του οσίου τον παραλληλίζει με τον Δαυίδ. Κι όπως εκείνος, σε νεαρή ηλικία, αλλά με τεράστιο θάρρος και με δύναμη Θεού νίκησε τον γιγάντιο Γολιάθ, έτσι και ο όσιος Χαρίτων: παρ’  όλη τη θεωρούμενη τεράστια δύναμη του διαβόλου, τον νίκησε, γιατί αφενός είχε την προαίρεση για κάτι τέτοιο, αφετέρου ενισχυόταν από τον παντοδύναμο και παντοκράτορα Κύριο. «Καθείλες δαυιτικώς του αλλοφύλου Γολιάθ, όσιε, την νοητήν δύναμιν, εν τη παντευχία του Πνεύματος».

Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν, σαν τον όσιο Χαρίτωνα, γνήσιος δούλος του Θεού, με ασκητικό φρόνημα και αληθινή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όντως χαριτώνεται από τον Θεό – «εστεφάνωσαν αι χάριτες σε Χαρίτων, αθλητικώ στεφάνω, της Χριστού βασιλείας», δηλαδή: σε στεφάνωσαν, Χαρίτων, οι χάρες της βασιλείας του Χριστού με αθλητικό στεφάνι - και λειτουργεί για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους  κυριολεκτικά ως «μαγνήτης», που τους τραβάει κοντά του. Δεν είναι τα ανθρώπινα προσόντα του, οι γνώσεις του, η πιθανή ευγένειά του, οι καλοί τρόποι του. Είναι η χάρη του Θεού που ελκύει  τους ανθρώπους. Κι αυτό θα πει ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν έναν τέτοιο άνθρωπο, με τη βεβαιότητα ότι προσεγγίζουν τον Θεό. Αν δεν υπάρχει αυτή η βεβαιότητα, αν οι άνθρωποι προσεγγίζουν τον Γέροντα, για να μείνουν μόνον σ’  εκείνον, χωρίς να περνάνε δι’  αυτού στον Σωτήρα Χριστό, τότε αφενός οι άνθρωποι αυτοί πάσχουν από πλευράς ψυχικής – διότι Θεός τους γίνεται ο «Γέροντάς» τους -  αφετέρου ο Γέροντας αυτός, σε περίπτωση που δεν αρνηθεί το «φωτοστέφανο» που του βάζουν οι άνθρωποι, δεν είναι γνήσιος Γέροντας, ανήκει στους «ψευδογέροντες», που συνιστούν μία από τις μάστιγες της Εκκλησίας. Ο όσιος Χαρίτων γίνεται ο οδηγός μας. Ζούσε εν αυτώ ο Χριστός, γι’ αυτό και διάφανος γενόμενος Εκείνον αποκλειστικά φανέρωνε. «Συ, όσιε, φωτός ακηλίδωτον έσοπτρον της άνωθεν φρυκτωρίας τηλαυγώς ανεδείχθης, Χαρίτων παμμακάριστε». Χαρίτων όσιε, παμμακάριστε, αναδείχτηκες πολύ καθαρά ακηλίδωτος καθρέπτης που αντανακλά το θεϊκό φως. Τέτοιους Γεροντάδες, διάφανους προς τον Θεό και τον άνθρωπο, που και η εποχή μας γνώρισε, αληθινούς αγίους (π.χ. τους οσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ιάκωβο, Εφραίμ, Σωφρόνιο κ.ά.), ας παρακαλούμε τον Θεό να αναδεικνύει πάντοτε. Το πιο σημαντικό όμως είναι να προσπαθούμε όλοι μας να γινόμαστε με τον τρόπο του οσίου Χαρίτωνα μικροί Γεροντάδες. Δηλαδή να ζούμε έτσι τον Θεό, ώστε ο Θεός να φανερώνεται μέσω ημών. Διαφορετικά, θα εμπαιζόμαστε όλοι από τις μηχανές του Πονηρού.