22 Ιανουαρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

(Κύρια σημεία ομιλίας στην κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας των Σχολών Γονέων της Ι. Μ. Πειραιώς (21 Ιανουαρίου), στο Π. Κέντρο του Ι. Ναού αγίου Βασιλείου Πειραιώς)

Πασίγνωστος ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνο στα πέρατα του χριστιανισμού, Ανατολικού και Δυτικού, αλλά και σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Στον μεν χριστιανικό κόσμο, γιατί συνιστά έναν από τους μεγαλυτέρους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας, κυριολεκτικά ορόσημο αυτής, στον δε εξωχριστιανικό γιατί συνδέθηκε στρεβλά το όνομά του με την καρικατούρα της Coca Cola, τον Άη Βασίλη ονομαζόμενο ή άγιο Νικόλαο κατ’ άλλους, τον εξίσου γνωστό Santa Claus. Έτσι κι αλλιώς όμως θεωρείται ο γνωστότερος παγκοσμίως άγιος.

 Γνωστός βεβαίως, αλλά πολύ λιγότερο, ο αδελφός του άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ο Πατήρ Πατέρων» κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αυτός που θεωρείται ο πιο εμφιλόσοφος νους από όλους τους Πατέρες. Όπως γνωστή και η μεγάλη αδελφή του Μ. Βασιλείου, η οσία Μακρίνα, που έγινε σημείο αναφοράς στην εποχή της για την πίστη και την προσφορά της, τον 4ο αι. αλλά και διαχρονικά. Πολύ λιγότερη γνωστή, αλλά πάντως γνωστή, είναι και η μητέρα των παραπάνω, κι αυτό γιατί προβλήθηκε τα τελευταία χρόνια, η σοφή αγία Εμμέλεια, κι ακόμη λιγότερο γνωστοί οι άλλοι άγιοι αδελφοί της ίδιας οικογένειας, ο Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας, ο Ναυκράτιος, εξίσου και η Θεοσεβία, όπως και ο πατέρας του Βασιλείου Βασίλειος κι αυτός, μαζί με τη γιαγιά των τέκνων, τη μεγάλη Μακρίνα, από την οποία πήρε και το όνομά της η οσία Μακρίνα που μνημονεύσαμε. Οκτώ  (ή επτά κατ’ άλλους) επισήμως διακηρυγμένοι άγιοι σε μία οικογένεια από τα δεκατρία συνολικά μέλη της! Και τονίζουμε το «διακηρυγμένοι», γιατί και τα υπόλοιπα αδέλφια, τέσσερις αδελφές, δεν είναι λιγότερο άγιοι. Αλλά αγίασαν στον αφανή στίβο της αγιότητος, που είναι ο έγγαμος βίος, οπότε και το ύψος της αγιότητός τους το ξέρει μόνο ο Θεός.

Κι αν επιμέρους λοιπόν λίγο ή πολύ είναι γνωστοί οι άγιοι αυτοί, διαφεύγει της προσοχής και της γνώσεως των περισσοτέρων ότι ήδη από το 1998 καθιερώθηκε συνοδικά να εορτάζεται ολόκληρη η οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου, τη δεύτερη Κυριακή του Ιανουαρίου, ως πρότυπο της αληθινής και της γνήσιας χριστιανικής οικογένειας. Σαφώς και έχουμε και άλλες οικογένειες με πλήθος αγίων μελών τους, όμως σε τέτοιο ποσοστό μόνο στη συγκεκριμένη οικογένεια βρίσκουμε. Κι έτσι δικαιολογημένα ακούμε στο συναξάρι της συγκεκριμένης ημέρας:

Τη δευτέρα Κυριακή του μηνός Ιανουαρίου, μνήμην επιτελούμεν της αγίας οικογενείας του Μεγάλου Βασιλείου.

Κι ήταν πράγματι εμπνευσμένη η στιγμή που ο υπεύθυνος των Σχολών Γονέων της Μητροπόλεώς μας, καλός και σεμνός κληρικός, πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Σιγάλας, σκέφτηκε το συγκεκριμένο θέμα να αναπτύξουμε τη σημερινή ημέρα. Γιατί είμαστε μέσα στην ατμόσφαιρα της, έστω παραθεωρημένης, εορτής, που έχει όμως τεράστια σημασία και για τη δική μας εποχή. Ευκαιρία λοιπόν να γνωρίσουμε λίγο τη μοναδική αυτή οικογένεια και να μετρήσουμε αν μπορούμε κι εμείς να σταθούμε πλάι της ισάξια, ή αλλιώς πώς και σε τι μπορεί να γίνει αυτή πρότυπό μας.

Α. 1. Κι αμέσως τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: είναι δυνατόν και λογικό μία οικογένεια που έζησε τον 4ο αι., δηλαδή 1700 περίπου χρόνια πριν από εμάς, να θεωρηθεί πρότυπο και παράδειγμα για τη σημερινή εποχή; Οι συνθήκες που ζούμε σήμερα είναι ριζικά διαφορετικές από τότε. Και δεν αναφερόμαστε σε ό,τι χαρακτηρίζουμε μετανεωτερική λεγόμενη εποχή, όπου τα πάντα ανατρέπονται και αμφισβητούνται – εδώ οι αλλαγές προκαλούν ίλιγγο και σεισμούς μεγατόνων! Απλώς λέμε ότι φυσιολογικά λόγω της χρονικής απόστασης και της εξέλιξης που έχει υπάρξει από τότε, οι κοινωνίες και οι αξίες είναι σε μεγάλο βαθμό άλλες. Όπως και η προσέγγιση της ίδιας της πραγματικότητας γίνεται με εντελώς διαφορετικούς όρους. Πώς το τόσο μακρινό παρελθόν λοιπόν να το μεταφέρουμε στο παρόν για να γίνει καθοδηγητικό στοιχείο δικό μας;

Η απάντηση υπάρχει και δεν συνιστά ουτοπία: μπορεί όντως οι συνθήκες και το πλαίσιο ζωής του τότε και του τώρα να είναι διαφορετικά, όμως στην ουσία τους οι άνθρωποι παραμένουμε στο βάθος οι ίδιοι. Γιατί; Διότι από τα ίδια πάθη όλοι μας ταλαιπωρούμαστε: τον μιαρό εγωισμό μας με όλα τα παρακλάδια του, τα ίδια προβλήματα της φθαρτότητάς μας ζούμε με οδύνη, ψυχικά και σωματικά, στον ίδιο φόβο και στην ίδια αγωνία βρισκόμαστε ενώπιον του κοινού και αναπόφευκτου τέλους που μπορεί να έρθει απρόβλεπτα, εννοούμε τον θάνατο. Όσες αλλαγές και να έγιναν ή πρόκειται να γίνουν στην ανθρωπότητα, καλές ή κακές, τα καίρια αυτά στοιχεία δεν άλλαξαν κι ούτε βεβαίως θα αλλάξουν. Κι αυτό θα πει ότι τελικώς ο άνθρωπος διαχρονικά παραμένει ο ίδιος: ένα έρμαιο δυνάμεων που δεν μπορεί να ελέγξει, κι ένα φύλλο στον άνεμο που πνέει όπου θέλει χωρίς να μπορεί αυτός να κάνει και πολλά πράγματα!

Οπότε, ναι!, απέχουμε πολύ χρονολογικά από τη συγκεκριμένη αγία οικογένεια, αλλά οι απαντήσεις που μπορούμε να πάρουμε από τη ζωή των μελών της, μεταξύ τους αλλά και εκτός αυτής, είναι τέτοιες που ίσως - το ίσως ως σχήμα λόγου -  αποβούν σωτήριες. Γιατί; Διότι η οικογένεια αυτή θέλησε να ακολουθήσει έναν τρόπο ζωής που έχει τον χαρακτήρα του αιώνιου. Κι έχει τον χαρακτήρα του αιώνιου, γιατί θέλησε και αγωνίστηκε να θέσει ως βάση, είτε ήταν οι γονείς είτε τα τέκνα, το μόνο αιώνιο στοιχείο, το μόνο αενάως καινό-καινούργιο, τον λόγο του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού. Πρόκειται για αλήθεια που επιβεβαιώνεται εμπειρικά σε κάθε εποχή από κάθε άνθρωπο που θα λάβει σοβαρώς υπ’ όψιν του τη χριστιανική πίστη: Θέλεις να ζεις κατά Χριστόν; Θέλεις ο Χριστός να είναι όχι το περιθώριο αλλά το κέντρο της ζωής σου; Τότε θα ανοιχτούν τα μάτια και όλα τα κύτταρα της ψυχοσωματικής σου υπάρξεως για να δεις ότι έχει εισρεύσει μέσα σου η ίδια η πηγή της ζωής, η ίδια η αιωνιότητα, όπως το υποσχέθηκε ο αποκαλυφθείς Θεός Ιησούς Χριστός: «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου και θα δείτε ότι θα σας φανερωθώ και θα γίνετε κατοικητήριο όλης της αγίας Τριάδος». Και «όποιος θα πιει από το ύδωρ που εγώ θα του δώσω, θα δει να γίνεται το ύδωρ αυτό πηγή ύδατος που αναβλύζει την αιώνια ζωή». Αιώνιος με άλλα λόγια ο Θεός, αιώνιος κατά χάριν και ο άνθρωπος που θα σχετιστεί με επίγνωση μαζί Του. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας».

2. Από την άποψη αυτή, επανερχόμενοι στην αγία οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου, δεν μας ενδιαφέρει πρώτιστα απλώς ο τύπος και η μορφή της (παραδοσιακής οπωσδήποτε) οικογένειας μέσα στην οποία άγιασαν τα μέλη της – και δεν μιλάμε καθόλου για τα μοντέρνα ή μεταμοντέρνα μορφώματα «οικογένειας» που παρουσιάστηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα, γιατί εκεί η χριστιανική ζωή εξαρχής δεν υφίσταται - αλλά (μας ενδιαφέρει) το εσώτερο βάθος της που δεν είναι άλλο από αυτό που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Θα ήταν λάθος δηλαδή να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο αν η οικογένεια αυτή ήταν πατριαρχική ή πυρηνική, όπως λέγεται, υπερπολύτεκνη ή απλώς και πολύτεκνη ή με λιγότερα τέκνα. Κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε αποπροσανατολιστικά, για τον απλούστατο λόγο ότι και στο παρελθόν και τώρα, κι ασφαλώς και στο μέλλον, έχουμε και θα έχουμε  παραδοσιακές πολύτεκνες και υπερπολύτεκνες οικογένειες που τα μέλη τους όχι μόνο δεν αγίασαν και δεν αγιάζουν, αλλά κάποτε γίνονται και όργανα του Πονηρού, που σημαίνει ότι δεν καταξιώνεται καθεαυτήν μία οικογένεια γιατί έκανε παιδιά ή πολλά παιδιά, αλλά γιατί τα μέλη της όπως είπαμε βρίσκονται «επί τα ίχνη του Ιησού», καλλιεργείται το φρόνημα και το ήθος του Κυρίου, το φρόνημα δηλαδή της ταπείνωσης και της αγάπης, όπως το σημειώνει με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους Επιστολή (2, 5-8): «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου˙ έγινε άνθρωπος˙ και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού». Την «κατ’ οίκον Εκκλησία» λοιπόν αναζητούμε στην οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου κι αυτήν θέλουμε να «ζωγραφίσουμε» ενώπιον των οφθαλμών μας. Γιατί ενώ φαίνεται ότι είναι «θαμμένη» στο παρελθόν, αυτή αδιάκοπα ξεπετιέται  λαμπερή στο αιώνιο Παρόν του Θεού, καλώντας μας ως καθοδηγητικό αστέρι στην προς τα πρόσω πορεία. «Ποίησον Ἐκκλησίαν τόν οἶκον σου» προτρέπει και ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

3. Ποια τα χαρακτηριστικά λοιπόν συγκεκριμένα αυτού του είδους της οικογένειας;

(1α) Πρώτα από όλα αυτό που μόλις επισημάναμε: Η πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό και σύνολη την αγία Τριάδα, που παραλαμβάνεται από το άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, και βιώνεται μέσα σ’ αυτήν. Είτε είναι οι γονείς είτε τα τέκνα είτε οι παππούδες τον Χριστό έχουν ως βάση και απόλυτο κριτήριο της ζωής τους και των όποιων σχέσεών τους, γεγονός που τους καθιστά «ομοτρόπους». Ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας τους, όσιος Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, απαρχής το επισημαίνει: «Το ομότροπο ζεύγος, ο Βασίλειος και η σοφή Εμμέλεια που ενώθηκαν όπως ο ήλιος με τη σελήνη, γέννησαν δεκάριθμο χορό αστεριών που έλαμψαν στο στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού» (μ. εσπ.). Κι όταν λέμε ότι έθεσαν τον Χριστό ως βάση της ζωής τους εννοούμε τις άγιες εντολές Του και τον λόγο του Ευαγγελίου Του. «Οι γονείς και τα τέκνα ακολούθησαν το ευαγγελικό παράγγελμα του Σωτήρος Χριστού» (λιτή). Διότι είναι γνωστό ότι μία πίστη στον Χριστό χωρίς ενεργοποίησή της με βάση τις εντολές Του είναι νεκρή και φτάνει στο σημείο να γίνεται και δαιμονική.

(1β) Οι γονείς λοιπόν πρώτα: ο πατέρας Βασίλειος και η σοφή Εμμέλεια. Φανέρωναν την αληθινή πίστης τους ζώντας μεταξύ τους κατά τον τρόπο που καθορίζει για το χριστιανικό ζευγάρι ο απόστολος Παύλος: «υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Χριστού». Η αίσθηση δηλαδή ότι βρίσκονταν μπροστά στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο τους οδηγούσε χωρίς δυσκολία στη μόνη στάση που δικαιώνεται από τον Θεό για τους συζύγους: την αλληλοϋποταγή - πώς ο ένας να σπεύδει να υποτάσσεται και να υπακούει στον άλλον! Γιατί; Διότι ο καθένας έβλεπε στο πρόσωπο του άλλου τον ίδιο τον Κύριο. Όταν Εκείνος, ο αρχηγός της πίστεως, αποκάλυψε ότι η δική Του παρουσία είναι κρυμμένη πίσω από τον κάθε άνθρωπο, ιδίως τον χριστιανό: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε», πώς ένας πιστός του εν επιγνώσει δεν θα το λάβει απολύτως υπ’ όψιν του; Και μάλιστα στον πρώτο και πιο άμεσο αδελφό, το άλλο του μισό, τον ή τη σύζυγο; Πρόκειται για την πραγματικότητα που επεσήμαινε και ο σύγχρονός μας μεγάλος όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, όταν μιλούσε για τους συζύγους. «Ποιος να πλένει τα πιάτα, Γέροντα;» ρωτήθηκε κάποια φορά από έναν σύζυγο. Και η απρόσμενη, αλλά απολύτως καίρια χριστιανικά, απάντηση του οσίου: «Όποιος προλάβει πρώτος!» Για τον σύγχρονο όσιο η σχέση των συζύγων δεν καθορίζεται από άλλα κριτήρια πέραν αυτού που προτείνει ο λόγος του Θεού. Και ο λόγος αυτός σου λέει ότι ο άλλος, ο συνάνθρωπος, δεν είναι ένας άλλος αλλά ο ίδιος ο Χριστός – τα μάτια που διαστέλλονται από την πίστη αυτήν την όραση σου δίνουν. Πολύ περισσότερο βεβαίως όταν ο σύζυγος και η σύζυγος συνιστούν τον ένα άνθρωπο κατά τον Κύριο! «Ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σαρξ» όπως απεκάλυψε. Το ζευγάρι που ευλογείται από τον Θεό δεν είναι δύο πια άνθρωποι, αλλά ένας άνθρωπος – η πιο μεγάλη αλήθεια που ανάγεται στην ίδια τη δημιουργία του ανθρώπου. «Απαρχής ο Θεός εποίησεν άνθρωπον, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»!

(1γ) Κι αυτή είναι η μόνη φυσιολογική και ευλογημένη σχέση, ας επιτραπεί να σχολιάσουμε το αυτονόητο. Δεν δημιούργησε ο Θεός άρσεν και άρσεν ούτε θήλυ και θήλυ για να συσταθεί ο ένας άνθρωπος. «Εποίησεν άρσεν και θήλυ» και αυτό καθόρισε ως τη μοναδική οδό πορείας της ανθρωπότητας. Και πώς τότε έχουμε κατά καιρούς, παλαιότερα αλλά και σήμερα, την προβολή άλλης θεώρησης του ανθρωπίνου; Το Πνεύμα του Θεού διά στόματος του αποστόλου Παύλου δίνει την απάντηση: Πρόκειται για «ατιμία και ασχημοσύνη» που οφείλεται στην παραθεώρηση του Θεού από τη ζωή του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος κάνει πέρα τον Θεό και Τον διαγράφει από τη ζωή του, τότε ο Θεός σεβόμενος την ελευθερία που ως ακριβό δώρο τού έδωσε εγκαταλείπει τον άνθρωπο, αφήνοντάς τον στις σκοτεινές και αφύσικες επιλογές του, οι οποίες ασφαλώς δημιουργούν το πλαίσιο για να ζει αυτός ήδη την κόλαση από αυτήν τη ζωή. «Κι επειδή θεώρησαν περιττό οι άνθρωποι να γνωρίσουν τον Θεό ενσυνείδητα, τους παρέδωσε ο Θεός στη μωρία τους, κι έτσι κάνουν ανάρμοστα πράγματα. Είναι γεμάτοι από κάθε λογής αδικία, πορνεία, πονηρία, πλεονεξία, κακία. Είναι γεμάτοι φθόνο, φόνο, φιλονικία, απάτη και κακοήθεια… Χωρίς σύνεση, δεν κρατούν τον λόγο τους, δεν έχουν στοργή, διαλλακτικότητα και έλεος… Είναι καταδικασμένοι σε αιώνιο θάνατο!» (Ρωμ. 1, 28-32).

(2α) Η αίσθηση της παρουσίας του Χριστού στον πατέρα Βασίλειο και τη σοφή Εμμέλεια που έπαιρνε τη μορφή της μεταξύ τους αλληλοϋπακοής, τους έκανε εν αγάπη  κ α ι  να θέλουν παιδιά στη ζωή τους, ως «επαναλήψεις» όχι του εαυτού τους αλλά του ίδιου του Χριστού – «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» οι άνθρωποι –, αλλά  κ α ι  γι’ αυτόν τον λόγο να τα επιβλέπουν ώστε να διαπαιδαγωγούνται με τη μόνη ορθή χριστιανική προοπτική, της εντάξεώς τους στη Βασιλεία του Θεού. Άνθρωπος δηλαδή που αγαπά τον Χριστό αγαπά με ιδιαίτερη θέρμη τις πιο γνήσιες εικόνες Του, τα παιδιά, ποθώντας κατ’ επέκταση να τα δει να ακολουθούν και εκείνα οικεία βουλήσει τα δικά Του ίχνη. Από την άποψη αυτή στο ιερό αυτό ζεύγος διαπιστώνουμε και τον πρώτο άμεσο σκοπό του γάμου, την αλληλοσυμπλήρωση των συζύγων, αλλά και την τεκνογονία και την ανατροφή των τέκνων. Και θα πρέπει να πούμε εδώ ότι και τα τρία αυτά συνυπάρχουν αναπτυσσόμενα παραλλήλως χωρίς να υφίσταται καμία έκπτωση σε κανένα τους. Δεν μπορεί δηλαδή σε ένα χριστιανικό ζευγάρι να μην υπάρχει η επιθυμία της καρποφορίας της σχέσης τους, να υπάρξουν παιδιά, όπως πολύ περισσότερο δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενδιαφέρονται για τα παιδιά, εφόσον ο Θεός δίνει τη δυνατότητα της τεκνογονίας -  ο Θεός γαρ «διανοίγει την μήτραν της γυναικός». Και η συνύπαρξη και το παράλληλο των τριών αυτών σκοπών, (που βεβαίως βρίσκονται στη γενικότερη σκοποθεσία όπως είπαμε της ζωντανής σχέσεως με τον Κύριο Ιησού Χριστό), πρέπει να τονίζεται πάντοτε, διότι εύκολα είναι αλήθεια, μπορεί να υπάρξει ανισορροπία. Να έχουμε δηλαδή προσκόλληση για παράδειγμα, ιδίως από πλευράς της μητέρας, προς τα παιδιά με παραμέληση του συζύγου, ή, τεκνοποιΐα, ιδίως εκεί που υπάρχει πολυτεκνία  συνεπώς και μεγάλη κούραση με έλλειψη χρόνου, χωρίς την ανάλογη φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών. Εκείνος που έδωσε την ευλογία του καρπού της συζυγίας, των παιδιών, ο Ίδιος έδωσε και την εντολή: «Εκτρέφετε τα τέκνα υμών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

(2β) Κι είναι η αλυσίδα αυτή: αλληλοσυμπλήρωση συζύγων, τεκνοποιΐα, ανατροφή, το στοιχείο που αποτελεί κι ένα κριτήριο για το πλήθος των παιδιών στο οποίο πρέπει να προχωρήσει ένα ζευγάρι. Αναφέραμε και παραπάνω ότι δεν σώζει μία οικογένεια ο αριθμός των παιδιών, αλλά η συναίσθηση  ότι τα μέλη της, πρώτιστα οι σύζυγοι, πορεύονται κατενώπιον Θεού με βάση τις εντολές Εκείνου. Ο συντονισμός με τον ζωντανό προσωπικό Θεό είναι το αενάως ζητούμενο κι αυτό θα ζητηθεί από τον ανά πάσα στιγμή ερχόμενο να εμφανιστεί Κύριο. Οπότε χρειάζεται να αναμετρώνται πάντοτε οι γονείς αν η τεκνογονία συμβαδίζει με την ορθή ανατροφή, που θα πει με τη γεμάτη αγάπη και σεβασμό στάση τους έναντι των παιδιών τους, με την αφιέρωση του απαιτουμένου χρόνου για την καλή ανάπτυξή τους, με την προσφορά στα παιδιά τους του κατεξοχήν στοιχείου αγάπης τους: τον δικό τους αγιασμό. Τι νόημα άραγε έχει υπό το πρίσμα αυτό ο ερχομός παιδιών, που ο γονιός στη φάση που βρίσκεται ίσως βλέπει ότι αδυνατεί να τους δώσει αυτό που τους οφείλει; Μία μάνα για παράδειγμα και μάλιστα εργαζομένη ή ένας πατέρας πολυάσχολος και πολυδιασπασμένος ευρισκόμενοι σε διαρκή αναταραχή και πανικό γιατί δεν προλαβαίνουν, πώς μπορεί να θεωρηθούν ότι στέκονται πάνω στο θέλημα του Θεού; Αυτό που έχουν αυτό και θα προσφέρουν σε όλους: την ταραχή και τον πανικό τους. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποια γυναίκα με τρία παιδιά, όταν επισκέφτηκε τον όσιο Πορφύριο για να του πει ότι δεν αντέχει και ένα τέταρτο που επιθυμεί ο άντρας της, άκουσε από το άγιο στόμα του την αρνητική προτροπή. «Μην την πιέζεις» είπε ο όσιος στον σύζυγο, «γιατί ψυχολογικά δεν αντέχει. Όταν θα αντέξει, μόνη της θα το ζητήσει». Και διάβασα κάπου εσχάτως ότι μία γυναίκα εξίσου με τρία παιδιά μετέσχε πριν κάποια χρόνια σε εκδρομή ενορίας εδώ στην Αττική για το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα. Και είδε και εξομολογήθηκε στον άγιο Γέροντα Εφραίμ ότι δεν θέλει άλλο παιδί που εξίσου με το προηγούμενο επιθυμούσε ο σύζυγος. Και η απάντηση του αγίου αυτού ανθρώπου ήταν όντως αποκαλυπτική: «Κάνε προσευχή από την καρδιά σου, παρακάλεσε την Παναγία, και ό,τι δεις μέσα στην καρδιά σου να φουντώνει αυτό θα είναι και η απάντηση!»

(2γ) Στην αγία οικογένεια του Μ. Βασιλείου είχαμε εν προκειμένω την ανθρωπίνως ορθή ισορροπία. Και η αγάπη των γονιών υφίστατο και η τεκνοποιία ήταν πλούσια γιατί μπορούσαν, και η ανατροφή συνιστούσε προτεραιότητα. Πάνω στο τελευταίο μάλιστα είναι πολύ σημαντική η αναφορά στην εκκλησιαστική ακολουθία της μεγάλης αδελφής, της οσίας Μακρίνας, του πώς η μάνα Εμμέλεια διαπαιδαγωγούσε την κόρη της. Πραγματικά ο άγιος υμνογράφος, στηριγμένος σε ιστορικά στοιχεία, με έξοχο τρόπο μας ανοίγει τα μάτια να δούμε τη σοφία της χριστιανής μητέρας. Τι μας λέει; Ότι αφενός ήδη από την κοιλιά της την ύψωνε προς τον Θεό προσευχομένη διαρκώς για το αγέννητο ακόμη παιδί της - «επ’ αυτώ (τω Χριστώ) από γαστρός, επερρίφης άμωμε» - αλλά αφ’ ετέρου την παρακολουθούσε διακριτικά και με αγάπη σε όλο το μεγάλωμά της. «Οφθαλμοίς μητρικοίς τετηρημένη» σημειώνει. Την πρόσεχε με τα μάτια που έχει μία μάνα που αγαπά το βλαστάρι της όσο τίποτε άλλο. Δεν μας θυμίζουν αυτές οι επισημάνσεις ό,τι πιο σύγχρονο υφίσταται από πλευράς της επιστήμης της παιδαγωγικής, αλλά ακόμη περισσότερο αυτά που έλεγε ο όσιος Πορφύριος και πάλι, ο οποίος τόνιζε ότι οι γονείς και ιδίως η μάνα, (τεράστια η ευθύνη βεβαίως σ’ αυτό και του πατέρα), ήδη απαρχής της εγκυμοσύνης της θα πρέπει να φροντίζει για το παιδάκι της: να βρίσκεται σε καλή ψυχολογική κατάσταση, να προσέχει τον εαυτό της, να δημιουργεί ευχάριστες και ήρεμες συνθήκες διαβίωσής της, γιατί ό,τι συμβαίνει στην ίδια αντανακλά και στο παιδί; Αλλά και μετέπειτα να παρακολουθεί με στοργή την ανάπτυξή του χωρίς όμως εξάρσεις ιδιαίτερες και περιττές. «Μη γίνεστε υπερβολικοί στις εκδηλώσεις σας προς τα παιδιά» συνήθιζε να λέει, «γιατί οι υπερβολές αποπροσανατολίζουν το παιδί. Με ήρεμο τρόπο να τα σκεπάζετε με την αγάπη σας κι αυτό θα συντελεί στην καλύτερη δυνατή ανάπτυξή του». «Μητρικοίς οφθαλμοίς τετηρημένη» - να σκεπάζονται τα παιδιά από τα μάτια της μάνας που ξέρει να αγαπά και να προσεύχεται. Κάτι διαφορετικό, δηλαδή και η υπερβολή που είπαμε αλλά και η αδιαφορία, είναι ευνόητο ότι θα εκπίπτει σ’ αυτό που επίσης ο απόστολος Παύλος επισημαίνει: «Οι γονείς μη παροργίζετε τα τέκνα υμών». Παροργισμό των τέκνων έχουμε και με τις υπερβολές και με την αδιαφορία και με τις επιθετικές ασφαλώς ενέργειες απέναντί τους!

(3) Ποιος μετά τα παραπάνω θα αμφέβαλλε ότι και οι σχέσεις μεταξύ των αδελφών δεν θα κυμαίνονταν σε ανάλογο επίπεδο σεβασμού και αγάπης; Και δεν εννοούμε ότι δεν υπήρξε ποτέ ένταση και διαφωνία και μαλώματα ανάμεσα στα αδέλφια της ιερής αυτής οικογένειας – τούτο είναι αδύνατο, αφού η ανθρώπινη φύση «επί τα πονηρά έγκειται επιμελώς εκ νεότητος» - , αλλ’ εννοούμε ότι η όποια ένταση ή διαφωνία γρήγορα έβρισκε τον δρόμο της καταλλαγής και της συγχώρησης. Και γνωρίζουμε την πραγματικότητα αυτή, γιατί φρόντισαν οι άγιοι Πατέρες, ιδίως ο αδελφός άγιος Γρηγόριος, να μας μιλήσουν για τη Μακρίνα και τις σχέσεις ανάμεσα στην οικογένεια. Και τι είπε, και όχι μόνο μία φορά; Ότι η Μακρίνα, η μεγάλη αδελφή, ήταν «ο διδάσκαλος, ο παιδαγωγός, ο σύμβουλος» των αδελφών, εκτός από τους γονείς. Όταν δηλαδή ανέκυπτε διαφωνία, όταν υπήρχε ένταση, επενέβαινε η σοφή μεγάλη αδελφή, μεγάλη όχι μόνο ως προς την ηλικία, και έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Κι όχι μόνο όταν ακόμη τα αδέλφια ήταν μικρά, που είναι φυσικό να μαλώνουν και να δημιουργούν προβλήματα, αλλά και αργότερα, σε πιο μεγάλη ηλικία. Σαν την περίπτωση που ο μεγάλος κι αυτός αδελφός, το αστέρι της οικογένειας, ο Μέγας Βασίλειος, γύρισε από τις σπουδές του στην Καισάρεια κι έπειτα στην Αθήνα. Μεγαλοφυής ο Βασίλειος, με σπουδές που τον έκαναν πανεπιστήμονα της εποχής, με επαίνους και διακρίσεις, επέστρεψε στην οικογένεια, προφανώς με τον αέρα του ανώτερου. Κι εκεί επενέβη η Μακρίνα: βλέπει αμέσως «την επηρμένην οφρύν» του αδελφού της και σπεύδει να τον προσγειώσει! Όχι μειώνοντας βεβαίως το επίπεδο στο οποίο βρέθηκε κοσμικά ο Βασίλειος – η Μακρίνα ανεγνώριζε το μεγαλείο του το μορφωτικό – αλλά υπενθυμίζοντάς του τη βάση και τα κριτήριο της οικογένειας: τον Χριστό και την οδό την αληθινή. Η μεγάλη αδελφή ως πράγματι «διδάσκαλος», αλλά με ταπείνωση και με σεβασμό. Η Μακρίνα ως «αλείπτης» πνευματικός, ως γυμναστής που διορθώνει τα κακώς κείμενα. Και η επέμβασή της, η γεμάτη ταπεινή αγάπη, βρίσκει τον στόχο της: ο Βασίλειος συνέρχεται. Αναγνωρίζει την παρέκκλιση, καταλαβαίνει ότι όλη τη μόρφωσή του πρέπει να τη θέσει στη διακονία του Κυρίου και της Εκκλησίας – ό,τι του πρότεινε η Μακρίνα. Και δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοθαυμάσει; Την μεγάλη Μακρίνα ή τον μεγάλο Βασίλειο; Ταπεινή αγάπη η μία, ταπεινό φρόνημα ο άλλος, με το οποίο κτίζεται η καθ’ υπερβολήν οδός της αγάπης.

(4) Και με βάση αυτά κατανοεί κανείς και κάτι εξίσου σημαντικό και υπέροχο και υποδειγματικό που μας προσφέρει η αγία οικογένεια. Οι γονείς είναι έτοιμοι να βοηθήσουν τα παιδιά τους σε ό,τι εκείνα θέλουν να ακολουθήσουν στη ζωή τους. Αλλά να ξέρουν όμως: ό,τι και να κάνουν να τίθεται αυτό στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Σεβασμός και ελευθερία δηλαδή από τη μία˙ προτεραιότητα στο θέλημα του Θεού από την άλλη, που εκφράζεται κυρίως ως αγάπη και διακονία του συνανθρώπου. Και να, που σε όλα σχεδόν τα αδέλφια επισημαίνουμε το δίπολο αυτό! Παράδειγμα: η Μακρίνα πρώτη! Από μικρή θέλει να αφιερωθεί στον Κύριο, μα ακολουθεί τη στοργική προτροπή των γονέων να παντρευτεί. Στην περίοδο των αρραβώνων όμως φεύγει από τη ζωή ο  μνηστήρας της. Αφιερώνεται έπειτα στον Θεό και τον συνάνθρωπο. Τα δύο μοναστήρια που ιδρύει παρά τον Ίρι μοναχό, όπου εκεί βρίσκουμε και τη μητέρα Εμμέλεια υποτακτική(!) της, είναι για προσευχή και δοξολογία του Κυρίου, μα και για περίθαλψη όλων των αναγκεμένων και πονεμένων. Ο Μ. Βασίλειος έπειτα: σπουδές καταπληκτικές όπως είπαμε, στη νομική (ρητορική), την ιατρική, τη φιλοσοφία, τη γεωμετρία, την αστρονομία. Όλα στο τέλος όμως στον βωμό της ιερωσύνης ως αναφοράς στον Θεό και της αγάπης στον συνάνθρωπο. Το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο του Βασιλείου: υπακοή στο θέλημα του Θεού τη συγκεκριμένη εποχή, υπεροχικό και ανυπέρβλητο σε όλους τους αιώνες. Ο Γρηγόριος στη συνέχεια: κι αυτός με σπουδές μοναδικές, στην οικογένεια και στις μεγάλες Σχολές. Έγγαμος στην αρχή με τέκνο, μα μόνος στη συνέχεια, γιατί φεύγουν από τη ζωή και η σύζυγος και η κόρη. «Πατήρ Πατέρων» στην εξέλιξή του ως επίσκοπος στη Νύσσα με τεράστιο συγγραφικό και αντιαιρετικό έργο. Ο Ναυκράτιος, ο άλλος αδελφός; Ο πιο γλυκός από όλους, λένε τα αδέλφια του. Σπουδές στη νομική, αλλά μοναχός και κοινωνικός έργάτης χάριν των αναγκεμένων στη συνέχεια. «Χάθηκε» σε ατύχημα την ώρα της διακονίας των πτωχών του, γι’ αυτό και «οσιομάρτυς» χαρακτηρίζεται.

Β. Σταματούμε εδώ την αναφορά στην ιερή οικογένεια. Μοναδική και ίσως ανεπανάληπτη στους αιώνες. Μα ταυτοχρόνως και υπόδειγμα. Γιατί βίωνε το αιώνιο, δηλαδή το αδιάκοπα επίκαιρο και συγχρονισμένο. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ό,τι προβάλαμε συνιστά οδό και φωτεινό μονοπάτι. Σ’ έναν κόσμο μάλιστα, το αναφέραμε, εντελώς χαμένο και νεκρωμένο πνευματικά, που ανακυκλώνει εσαεί την καταχνιά και το έρεβος των παθών του, η οικογένεια του Μ. Βασιλείου, «η επτάριθμος, (ή αλλού οκτάριθμος), πατρομητραδελφότης», εν συνόλω και μεμονωμένα, αποτελεί ελπίδα και παρηγοριά. Και για τους συζύγους και για τα παιδιά, αλλά και για άλλα μέλη που μπορεί να ζουν μέσα σ’ αυτήν – δεν μιλήσαμε καθόλου μάλιστα και για τη γιαγιά Μακρίνα, την αγία ομολογήτρια και μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου του Νεοκαισαρείας του θαυματουργού. Ο άγιος υμνογράφος θέλοντας να εξάρει την προσφορά τους στο σήμερα, το εκάστοτε σήμερα, θα πει τα εξής συγκινητικά: «Όλα τα μέλη της οικογένειας αυτής είναι λαμπτήρες της οικουμένης, είναι κοινοί ευεργέτες του ανθρωπίνου γένους, είναι αυτοί που έκαναν γιορτινή την υφήλιο όλη με τα κατορθώματά τους» (Δόξα εσπ.).

Μας υπενθυμίζουν ότι

- μία είναι η οικογένεια που μπορεί να σταθεί και να μεγαλουργήσει και να βοηθήσει πραγματικά τον κόσμο: η οικογένεια που λειτουργεί ως «κατ’ οίκον Εκκλησία», δηλαδή αυτή που βάση της έχει τον Ιησού Χριστό και που Τον προεκτείνει γινόμενη μία αγκαλιά για όλον τον κόσμο, ο οποίος εν αγνοία του ίσως την αναζητεί και την περιμένει˙

- η συζυγία τότε καταξιώνεται και εφελκύει πλούσια τη χάρη του Θεού, όταν οι σύζυγοι δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ποιος θα έχει το πάνω χέρι υποβιβάζοντας ο ένας τον άλλον, αλλά συναγωνίζονται ποιος θα έχει την προτεραιότητα στην προσφορά και τη διακονία. Κι εκεί φανερώνεται η πρωτιά: όποιος καταθέτει τον εαυτό του περισσότερο στη θυσιαστική υπηρεσία. «Ει τις θέλει πρώτος είναι, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος»˙

- η χαρισματική συζυγία που βιώνεται στην Εκκλησία πάει μαζί με την τεκνοποιΐα, όταν δίνει ο Θεός τη δυνατότητα, αλλά και με την ανατροφή των παιδιών «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Χωρίς την οδύνη της ανατροφής, γιατί δεν είναι εύκολο να ανατρέφει κανείς παιδιά και μάλιστα στη σημερινή εποχή, η τεκνογονία από μόνη της δεν προσφέρει πολλά πράγματα. Μπορεί και το αντίθετο: να γίνει μέρος μίας προβληματικής κοινωνίας. Εν προκειμένω τα λόγια του Κυρίου για τον προδότη μαθητή Του Ιούδα, από τα σκληρότερα που έχει πει, ηχούν με τρόπο άκρως πένθιμο και ίσως «απειλητικό» για πολλούς: «Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός!»˙

- η αγία βιοτή των γονιών αντανακλά εν πολλοίς και στα παιδιά. Άγιοι γονείς κατά κανόνα - υπάρχουν και οι εξαιρέσεις - βγάζουν και παιδιά που στέκουν καλά στην πίστη, που θα πει με αγάπη προς τον Χριστό και τον συνάνθρωπο. Ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε καθόλου τα λόγια του αγίου Πορφυρίου, ο οποίος τόνιζε ότι αν θέλουν οι γονείς να μην προβληματίζονται ιδιαίτερα για την εξέλιξη των παιδιών τους, αν θέλουν να τους δουν και να τους καμαρώνουν ως υγιή στοιχεία της κοινωνίας και της Εκκλησίας, δεν έχουν παρά να αποδύονται στον χαρούμενο αγώνα του αγιασμού τους. Έτσι κι αλλιώς ο αγώνας αυτός θεωρείται δεδομένος για έναν χριστιανό, αφού συνιστά εντολή του ίδιου του Θεού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι»˙

- τέλος, η μεγαλύτερη προσφορά για σύνολη την ανθρωπότητα είναι ακριβώς να ενεργοποιεί ο πιστός την πίστη του στον Χριστό. Οι άγιοι της Εκκλησίας μας ως άλλοι Χριστοί μέσα στον κόσμο είναι η ελπίδα και η παρηγοριά των ανθρώπων. Πιθανόν να μην το καταλαβαίνουμε, αλλά ο αγιασμός μας ως πορεία αγάπης ιδίως προς τον συνάνθρωπο αποτελεί οφειλή μας σ’ αυτόν – ο κόσμος της αμαρτίας ενώ πολεμάει την πίστη παράλληλα στο βάθος της καρδιάς του διψάει τον Θεό. Κι αναζητεί τον Θεό στο πρόσωπο των πιστών Του. Η αγία οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου αποτελεί την πρωτοπορία από την άποψη αυτή – άπειροι ήταν εκείνοι που προσκολλημένοι στα μέλη της βρήκαν τον Θεό και τον εαυτό τους. Κι αν πολλά μέλη της ιερής οικογένειας δεν έκαναν δική τους οικογένεια ήταν γιατί το ζητούμενο, όπως κατά κόρον τονίσαμε, είναι να βρίσκεται κανείς στο θέλημα του Θεού που επικαιροποιείται στο εκάστοτε εδώ και τώρα. Ξέρουμε ότι και οικογένεια δική τους να έκαναν, ο Μ. Βασίλειος, η αγία Μακρίνα, ο άγιος Πέτρος, ο άγιος Ναυκράτιος, προκοπή θα έκαναν μεγάλη σ’ αυτές, μα σε περιορισμένη ακτίνα δράσεως. Ο Θεός τους κάλεσε στον δρόμο της μοναχικής αφιέρωσης, δίνοντάς τους το χάρισμα να γίνουν οικογενειάρχες σύμπασας της οικουμένης, να γίνουν δηλαδή όργανα του Κυρίου για να εντάξουν πολλούς στην απόλυτη και οικουμενική, τοπικά και χρονικά, οικογένεια, την οικογένεια του Θεού, την Εκκλησία.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

«Ο άγιος Τιμόθεος ήταν από την πόλη Λύστρα, από πατέρα ειδωλολάτρη και  μητέρα Ιουδαία, που λεγόταν Ευνίκη. Μαθήτευσε στον απόστολο Παύλο και έγινε συνεργός του και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου, οπότε πήγε με τον άγιο Ιωάννη τον ιδιαιτέρως αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και κατέστη από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο επίσκοπος Εφέσου. Όταν λοιπόν εκβράστηκε ο άγιος Ιωάννης από τη θάλασσα (όπως ιστορεί και στα συγγράμματά του ο Ειρηναίος ο επίσκοπος Λουγδούνων) και πήγε πίσω στην Έφεσο, κι ύστερα οδηγήθηκε στη νήσο Πάτμο από τον βασιλιά Δομετιανό ως εξόριστος, αυτός ο μακάριος Τιμόθεος πήρε τη θέση του στην επισκοπή των Εφεσίων. Κάποτε λοιπόν που οι ειδωλολάτρες, σε κάποια πατροπαράδοτη εορτή τους που ονομαζόταν «Καταγώγιο», στην πόλη των Εφεσίων, κρατούσαν είδωλα στα χέρια τους και έβαζαν κάποια από αυτά σαν προσωπεία πάνω τους και τραγουδούσαν με αυτά και επετίθεντο σε άνδρες και γυναίκες με ληστρικό τρόπο και έκαναν φονικά, ο μακάριος Τιμόθεος δεν άντεξε να βλέπει το άτοπο των ενεργειών τους, αλλά αντιθέτως έλεγχε τη μάταια αυτή πλάνη τους, προτρέποντάς τους να αφήσουν τις αισχρές  πράξεις, οπότε φονεύτηκε από αυτούς, καθώς του επετέθησαν με ρόπαλα. Ύστερα δε το άγιο λείψανό του μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου τελείται και η Σύναξή του».

Ο άγιος απόστολος Τιμόθεος θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής του αποστόλου Παύλου, τον οποίον ακολουθούσε συχνά στις ιεραποστολικές περιοδείες του και από τον οποίο δέχτηκε και τις δύο γνωστές ομώνυμές του επιστολές της Καινής Διαθήκης, την Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον. Και ως μαθητής του Παύλου, η αναφορά του ήταν προς τον Χριστό - αυτό είναι το γνώρισμα της ορθής μαθητείας στους αποστόλους: να ακολουθούν τα ίχνη του Κυρίου. Διότι οι απόστολοι, ως γνωστόν, δεν είχαν γύρω τους μαθητές-οπαδούς, δεν δημιουργούσαν ένα είδος πνευματικού «γκέτο», αλλά αυτούς που τους ακολουθούσαν τους προσανατόλιζαν αμέσως στον μόνον Σωτήρα των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Εκείνον φανέρωναν οι ίδιοι, Εκείνον λοιπόν και «έβλεπαν» οι μαθητές τους. Η υμνολογία της εορτής του αγίου Τιμοθέου  απαρχής, ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού, το ξεκαθαρίζει: «Θεόφρον Τιμόθεε, ήπιες τον χείμαρρο της ομορφιάς του Θεού και φρονώντας σαν Εκείνον πότισες αυτούς που ποθούν θερμά τη γνώση Του, μιμούμενος τον Χριστό». Ενώ ήταν μαθητής του Παύλου, τον Θεό «έπινε», Εκείνον δίδασκε, τον Χριστό εμιμείτο. Ο απόστολος Παύλος υπήρξε «καταπέλτης» σ’ εκείνους που θέλησαν να αλλοιώσουν την αλήθεια αυτή στην Κόρινθο. Όταν κάποιοι αποπειράθηκαν να ομαδοποιηθούν με κέντρο κάποιους αποστόλους και όχι τον Χριστό, εκείνος αμέσως αντέδρασε με οξύτητα: «Τι είναι ο Πέτρος ή ο Παύλος ή ο Απολλώς; Μήπως αυτοί σταυρώθηκαν για χάρη σας; Του Χριστού είμαστε όλοι και σε Εκείνον ανήκουμε».

Η κλήση του να γίνει χριστιανός και η συγκατάλεξή του μάλιστα στη χορεία των αποστόλων δεν ήταν του Παύλου ή κάποιου άλλου αποστόλου. Μπορεί ο απόστολος Παύλος να ήταν το μέσο της κλήσεώς του, όμως Εκείνος που γοήτευσε την καρδιά του και την έλκυσε προς Αυτόν ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος «βλέποντας ως προγνώστης και παντογνώστης  την ομορφιά της διανοίας του τον αξίωσε να συλλειτουργεί με τους θείους αποστόλους, Αυτός που με τη σοφή Του πρόνοια φροντίζει για εμάς». Η θέση αυτή του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους για τον άγιο Τιμόθεο  συνιστά αποκάλυψη στην ουσία του ίδιου του Χριστού για όλους τους ανθρώπους. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με – είπε ο Κύριος – εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν», κανείς δεν έρχεται προς τον Χριστό, χωρίς να ελκυστεί από τον Θεό Πατέρα. Κανείς με άλλα λόγια δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του, άρα κανείς άνθρωπος, όσο σπουδαίο ευαγγελικό έργο και αν επιτελεί, δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό: ούτε για τη δύναμη του κηρύγματός του ούτε για τη μεθοδικότητα και την οργανωτικότητά του. Αυτά είναι απλά μέσα, συνιστούν ίσως το πλαίσιο, δεν είναι όμως ο πυρήνας. Η χάρη του Θεού είναι η ουσία, γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος σε άλλο σημείο των λόγων του φτάνει στο σημείο να λέει, εξαφορμής κάποιων που κήρυσσαν το όνομα του Χριστού από αντιπαλότητα προς τον ίδιο: είτε από καλή διάθεση το κάνουν είτε αντιδραστικά, αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι «Χριστός καταγγέλλεται».

Η αλήθεια ότι ο Θεός κινεί τα νήματα της κλήσεως τελικώς του ανθρώπου με τη συνέργεια απλώς των ανθρώπων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία υποβάθμιση όμως του ανθρώπινου παράγοντα. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν ο ίδιος ο Κύριος επανέλαβε τον Γραφικό λόγο ότι «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι», δηλαδή ότι το όνομα του Θεού βλασφημείται από τους απίστους εξαιτίας των θεωρουμένων κακών εκπροσώπων Του, αυτό σημαίνει ότι και ο ανθρώπινος παράγων δεν είναι αμελητέος ως προς το να κερδηθεί ή να χαθεί ο συνάνθρωπος. Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία να εκφράζεται η ορθή πίστη στον άνθρωπο ως ορθή πράξη. Ο άγιος υμνογράφος στην τρίτη ωδή του κανόνα του για τον άγιο Τιμόθεο επισημαίνει και τη διάσταση αυτή. «Με τη νέκρωση των μελών της σαρκός σου, δηλαδή του αμαρτωλού σου φρονήματος, μακάριε Τιμόθεε,  υπέταξες το χειρότερο στον φωτισμένο από τον Θεό λόγο, δίνοντας την ηγεμονία στο ανώτερο. Και έτσι κυριάρχησες στα πάθη σου και έκανες φαιδρά και λαμπρή  την ψυχή σου, καθώς ρυθμιζόσουν από τα διδάγματα του Παύλου».

Ο απόστολος Παύλος ήταν ο Γέροντας, για να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερο εκκλησιαστικό όρο, του Τιμοθέου. Εκείνος τον ρύθμιζε, τον καθοδηγούσε για να υπερβεί ο Τιμόθεος τα πάθη του, να καθαρίσει την καρδιά του, να φωτιστεί από τον Θεό, να βρει τον Θεό. Κι αυτό το έκανε μ’ έναν διπλό τρόπο: πρώτα με την αγιασμένη του ζωή: «Ο σταθερός μαθητής του θείου Παύλου, ακολουθεί τα ίχνη του διδασκάλου»∙ έπειτα με τη διδασκαλία του, είτε την προφορική είτε τη γραπτή μέσω των επιστολών του. Οι επιστολές μάλιστα που του έστελνε δεν είχαν χαρακτήρα  τυπικό ή απλώς συναισθηματικό, αλλά ήταν κατά κυριολεξία «ιερουργία του ευαγγελίου». Ο απόστολος παντού και πάντοτε βρισκόταν «κατ’ ενώπιον του Θεού», «πάντα ενεργών εις δόξαν Θεού». «Ιερουργούσε το ευαγγέλιο του Χριστού από το ύψος των αρετών ο θειότατος Παύλος και με χαρά σού έστειλε ως μαθητή του, Τιμόθεε, θεόγραφες επιστολές».  Θα ήταν μεγάλη ευλογία να μελετούσαμε ή να ξαναμελετούσαμε τις επιστολές αυτές του αποστόλου Παύλου. Θα ήταν και πάλι ένας ευαγγελισμός των ψυχών μας.

20 Ιανουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ)

 


«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ.17, 17-18)

Ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά έρχεται αντιμέτωπος με το κοινωνικό περιθώριο, με τους ανθρώπους δηλαδή που η ιουδαϊκή κοινωνία είχε αποκλείσει, λόγω της φοβερής, για τα δεδομένα της τότε – και όχι μόνον – εποχής, αρρώστιας της λέπρας. Κι αντιμετωπίζει την πίστη τους, καθώς Τον παρακαλούν να τους ελεήσει και να τους θεραπεύσει: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Και πράγματι, ο Κύριος ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και τους θεραπεύει, μ’ έναν έμμεσο όμως τρόπο: στέλνοντάς τους εκεί που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επιβεβαιώνεται η αποκατάσταση από την αρρώστια και η υγεία: στους ιερείς. Ο Κύριος όμως θα επαινέσει  τον έναν από τους πρώην λεπρούς – και μάλιστα Σαμαρείτη, δηλαδή εχθρό του Ιουδαϊσμού – διότι υπήρξε ο μόνος που όχι μόνον είδε να θεραπεύεται από τον Κύριο, αλλά και επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό και να ευχαριστήσει τον Ίδιο. Θα εκφράσει μάλιστα ο Κύριος το δίκαιο παράπονο: «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;»

1. Ο Κύριος ζητά τη δοξολογία προς τον Θεό από τον άνθρωπο, ο οποίος γεύτηκε τις δωρεές και τις ευεργεσίες Εκείνου. Το παράπονο που διατυπώνει αποτελεί σαφή υπαινιγμό Του. Κι όχι βεβαίως διότι ο Θεός έχει ανάγκη από τις δοξολογίες του ανθρώπου – ο Θεός ως ο απολύτως τέλειος είναι παντελώς ανενδεής, χωρίς να Του προσθέτει τίποτε η όποια δοξολογία του ανθρώπου∙ άλλωστε μυριάδες αγγέλων Τον δοξολογούν αενάως – αλλά διότι η δοξολογία Του ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι Αυτός δίνει στον άνθρωπο κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, να πορεύεται με ανοικτά τα μάτια της ψυχής του, με πίστη και αγάπη προς τον Δημιουργό του. Μόνον όποιος πιστεύει αληθινά βλέπει ότι τα πάντα πηγάζουν από τον Θεό, διακρατούνται από Εκείνον και κατευθύνονται σ’  Εκείνον. Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». Η δοξολογία του Θεού λοιπόν αποτελεί σημείο πνευματικής υγείας του ανθρώπου, δείγμα ότι αυτός βρίσκεται στη φυσιολογική του πορεία και προκόπτει κατά Θεόν. Πόσο απλά και με χάρη Θεού διατύπωνε την αλήθεια αυτή και ο πνευματικός του Γέροντος Παϊσίου, γέρων ιερομόναχος Τύχων, όταν έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του: «Το, Κύριε ελέησον, εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές». Για χάρη μας λοιπόν ο Κύριος ζητά τη δοξολογία του Θεού. Εμείς την έχουμε ανάγκη και όχι ο Θεός.

2. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όμως ότι η δοξολογία αυτή προς τον Θεό φαίνεται να ταυτίζεται  με την ευχαριστία προς τον Κύριο. Γύρισε, λέει ο Ευαγγελιστής, ο θεραπευμένος πρώην λεπρός, ο ένας, δοξολογώντας τον Θεό και ήλθε και πρόσπεσε στον Χριστό ευχαριστώντας Αυτόν. «Υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ».  Το να δοξολογώ τον Θεό σημαίνει ότι οδηγούμαι προς τον Χριστό εν ευχαριστία. Διότι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο ερχομός Του στον κόσμο ως ανθρώπου. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοξολογία Του επομένως από τη στροφή προς τον Χριστό και την αναγνώριση ότι Αυτός είναι η πηγή της ευεργεσίας και της θεραπείας στον άνθρωπο. Όπως σημειώνει και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων για τον Κύριο: «Αυτός διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Έτσι δοξολογία του Θεού χωρίς αναφορά στον Χριστό και ευχαριστία Εκείνου αποτελεί μάλλον λατρεία δαιμόνων. Διότι άλλος Θεός εκτός του Ιησού Χριστού δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη που ο Ίδιος ο Κύριος έκανε στους μαθητές Του ήταν απόλυτη: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Και «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού».

3. Κι αν βεβαίως η κάθε ευχαριστία προς τον Χριστό συνιστά τη δοξολογία του αληθινού Τριαδικού Θεού, διότι αναγνωρίζει ο πιστός ότι Εκείνος είναι η φανέρωση του Θεού στον κόσμο, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για την κατ’ εξοχήν ευχαριστία του, τη Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη Θεία Λειτουργία, που συνιστά το κέντρο των μυστηρίων  της Εκκλησίας μας, έχουμε την αποκορύφωση της πίστεως του ανθρώπου,  ο οποίος  λατρεύει και δοξολογεί σωστά τον Θεό. Κι αυτό γιατί στο μυστήριο αυτό ο άνθρωπος νιώθει ότι λειτουργεί η πραγματική του ταυτότητα - εκείνη  που του δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, ότι έγινε  δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού – και συνεπώς ότι κινείται σύμφωνα με τον ρυθμό της λειτουργίας αυτού του σώματος. Πότε για παράδειγμα τα φυσικά μέλη του σώματός μας είναι υγιή και φυσιολογικά; Όταν είναι συνδεδεμένα με το σώμα και λειτουργούν με τον ρυθμό αυτού του σώματος, συντονιζόμενα από την κεφαλή. Το ίδιο και στο πνευματικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία: στη Θεία Ευχαριστία έχουμε την ορθή θέση και κίνηση του μέλους, το οποίο δοξολογεί ορθά τον Θεό, ευρισκόμενο σε κοινωνία με Εκείνον που είναι «η κεφαλή του σώματος» και με τα άλλα μέλη, τους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη χαρά για τον Κύριο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο «σβήσιμο», θα λέγαμε, κάθε παραπόνου Του, από το να μας βλέπει να συμμετέχουμε εν μετανοία, δηλαδή με τον ορθό τρόπο, στη Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αφενός εκεί μας ανοίγονται τα μάτια για να δούμε ότι τα πάντα στη ζωή μας, ακόμη και τα θεωρούμενα δυσάρεστα, αποτελούν ευεργεσίες Του – «υπέρ πάντων ων ίσμεν και ουκ ίσμεν, των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων» λέμε στην αγία αναφορά της Θείας Λειτουργίας – αφετέρου εκεί πάλι συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός δεν είναι απλώς ο Παντοδύναμος Κύριος, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας μας – «και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ακατακρίτως, τολμάν επικαλείσθαί Σε, τον επουράνιον Θεόν, Πατέρα και λέγειν: Πάτερ ημών».

4. Στο περιστατικό όμως της επιστροφής του Σαμαρείτη πρώην λεπρού, που αποδίδει τη δοξολογία προς τον Θεό και την ευχαριστία στον Κύριο, συγκλονίζει κυριολεκτικά η αποτίμηση που κάνει ο Κύριος: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Και λέμε ότι συγκλονίζει, διότι πίστη στον Χριστό έδειξαν και οι άλλοι εννέα λεπροί: και στην επίκλησή τους («Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»), και την ώρα που ο Κύριος τους στέλνει στους ιερείς: θεραπεύτηκαν κάνοντας υπακοή στον λόγο Του («και εν τω υπάγειν αυτούς εθεραπεύθησαν»). Κι αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έχω πίστη στον Χριστό και μάλιστα σ’ ένα βαθμό ενεργουμένη, να εισπράττω από τον Κύριο την εκπλήρωση κάποιου αιτήματός μου, και τελικώς να μην ανήκω στους σωσμένους. Το ζητούμενο με άλλα λόγια δεν είναι να πάρω κάτι από τον Θεό, αλλά να στήσω μία μόνιμη σχέση μαζί Του, να μπορώ να παραμένω πάντοτε με Εκείνον, έχοντας διαρκή αναφορά στο πάντιμο πρόσωπό Του. Κι αυτό είναι που κατάφερε, όπως φαίνεται, «ο αλλογενής» Σαμαρείτης. «Είδε» καθαρά ότι υπεράνω όλων, ακόμη και της κοινωνικής αποδοχής και της υγείας του – πράγματα που εξασφάλιζε πια με τη θεραπεία του από τη λέπρα – ήταν να γυρίσει στον Χριστό. Κατάλαβε ότι Εκείνος ήταν η σωτηρία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι με τη στάση του ο άνθρωπος αυτός ομολογούσε ό,τι ο απόστολος Παύλος έγραφε: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να έχω τον Χριστό, φανερώνοντας έτσι ένα μαρτυρικό φρόνημα αγάπης προς Εκείνον.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι κι εμείς είμαστε πιστοί στον Χριστό: το φανερώνουν οι προσευχές μας, οι παρακλήσεις μας προς Αυτόν, η υπακοή μας συχνά στα λόγια Του, προκειμένου μάλιστα να «θεραπευτούμε» από διάφορες δυστυχίες μας. Ιδιαιτέρως σήμερα, με την κρίση της εποχής μας, οι κραυγές προς τον Χριστό έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρέπει να προσέξουμε όμως, μήπως ανήκουμε στη χορεία των εννέα και όχι του ενός. Ο Χριστός επαίνεσε, είπαμε, τον ένα για την αληθινή του πίστη, η οποία έδειξε ότι υπεράνω όλων των αγαπών, ακόμη και την αγάπη προς τον εαυτό του, ήταν η αγάπη προς Εκείνον. Την έχουμε εμείς την αγάπη αυτή; Ή τέλος πάντων ζητούμε από τον Κύριο να την αποκτήσουμε;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 17,12 –19)

Τῷ καιρῷ εκείνω, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν  λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.  καὶ ἰδὼν  εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς  δὲ ὁ Ἰησοῦς  εἶπεν·  Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;  οἱ δὲ ἐννέα  ποῦ; οὐχ  εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τόν  καιρό,  καθώς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς  σ’ ἕνα  χωριό,  τόν συνάντησαν  δέκα  λεπροί·  στάθηκαν  λοιπόν ἀπό  μακριά  καί  τοῦ φώναζαν  δυνατά:  «Ἰησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ  μας!»  Βλέποντάς  τους ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Πηγαίνετε νά σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καί καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπό τή λέπρα. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μέ δυνατή φωνή τόν Θεό, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δέ θεραπεύτηκαν καί οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιά ποῦ εἶναι; Κανένας τους δέ βρέθηκε νά γυρίσει νά δοξάσει τόν Θεό παρά μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καί σ’ αὐτόν εἶπε: «Σήκω καί πήγαινε στό καλό· ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κολ. 3, 4-11)

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ ̓ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ίουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν Χριστός, πού εἶναι ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε,  λοιπόν, ,τι  σᾶς  συνδέει  μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω  σἐκείνους  πού δέ θέλουν  νά πιστέψουν. Σαὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωήσας. Τώρα ὅμως πετάξτε τα ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας:  Τήν ὀργή,  τό θυμό,  τήν  πονηρία,  τήν  κακολογία  καί  τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούριο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σαὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα.