09 Μαρτίου 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 25, 31-46)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν  φυλακῇ ἤμην  καὶ ἤλθετε  πρός  με. Τότε ἀποκριθήσονται  αὐτῷ οἱ δίκαιοι  λέγοντες·  κύριε,  πότε  σε  εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην  καὶ οὐ συνηγάγετέ με,  γυμνὸς  καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε Κύριος· «Ὅταν θά ἔρθει Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου μέ ὅλη του τή μεγαλοπρέπεια καί θά τόν συνοδεύουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, θά καθίσει στό βασιλικό θρόνο του. Τότε θά συναχθοῦν μπροστά του ὅλα τα ἔθνη, καί θά τούς ξεχωρίσει ὅπως ξεχωρίζει βοσκός τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Τά πρόβατα θά τά τοποθετήσει στά δεξιά του καί τά κατσίκια στἀριστερά του. Θά πεῖ τότε βασιλιάς σαὐτούς πού βρίσκονται δεξιά του:  “ἐλᾶτε,  οἱ εὐλογημένοι ἀπ’  τόν  Πατέρα  μου,  κληρονομῆστε  τή βασιλεία  πού  σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’  τήν ἀρχή  τοῦ κόσμου.  Γιατί, πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί μἐπισκεφθήκατε,  φυλακισμένος  κι ἤρθατε  νά  μέ  δεῖτε”.  Τότε  θά  τοῦ ἀπαντήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε νά πεινᾶς καί σέ θρέψαμε νά διψᾶς καί σοῦ δώσαμε νά πιεῖς; Πότε σέ εἴδαμε ξένον καί σέ περιμαζέψαμε γυμνόν καί σέ ντύσαμε; Πότε σέ εἴδαμε ἄρρωστον φυλακισμένον κι ἤρθαμε νά σέ ἐπισκεφθοῦμε;” Τότε θά τούς ἀπαντήσει βασιλιάς: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, τά κάνατε γιά μένα”. Ὕστερα θά πεῖ καί σαὐτούς πού βρίσκονται ἀριστερά του: “φύγετε ἀπό μπροστά  μου,  καταραμένοι·  πηγαίνετε  στήν  αἰώνια  φωτιά,  πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τόν διάβολο καί τούς δικούς του. Γιατί, πείνασα καί δέν μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί δέν μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί δέν μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί δέν μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί φυλακισμένος καί δέν ἤρθατε νά μέ δεῖτε”. Τότε θά τοῦ ἀπαντήσουν κι αὐτοί: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε πεινασμένον διψασμένον ξένον γυμνόν ἄρρωστον φυλακισμένον καί δέν σέ ὑπηρετήσαμε;” Καί θά τούς ἀπαντήσει: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ δέν τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό αὐτούς τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, δέν τά κάνατε οὔτε γιά μένα”. Αὐτοί λοιπόν θά πᾶνε στήν αἰώνια τιμωρία, ἐνῶ οἱ δίκαιοι στήν αἰώνια ζωή».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. 8,8-9,2)

Ἀδελφοίβρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ·οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομενοὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθαΒλέπετε δὲ μήπως  ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσινἘὰν γάρ τις ἴδῃ σε,  τὸν ἔχοντα  γνῶσινἐν  εἰδωλείῳ κατακείμενον,  οὐχὶ  συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; καὶ ἀπολεῖται  ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσειδι’ ὃν Χριστὸς ἀπέθανενΟὕτω  δὲ ἁμαρτάνοντες  εἰς  τοὺς ἀδελφοὺς  καὶ τύπτοντες  αὐτῶν  τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν  εἰς  Χριστὸν ἁμαρτάνετεΔιόπερ  εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μουοὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶναἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσωΟὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολοςἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοίδέν εἶναι οἱ τροφές πού θά καθορίσουν τή θέση μας ἀπέναντι στόν Θεό· οὔτε ἄν δέ φᾶμε κάποια ἀπ’ αὐτές χάνουμε κάτι οὔτε ἄν φᾶμε ἀποκτᾶμε  κάτι  παραπάνω.  Προσέξτε ὅμως,  μήπως  τό ἐλεύθερο  αὐτό δικαίωμά σας γίνει αἰτία νά σκοντάψουν καί νά πέσουν ἐκεῖνοι πού  πίστη τους εἶναι ἀδύνατηΠράγματιἄν κάποιοςἀπ’ αὐτούς δεῖ ἐσέναπού ἔχεις  τή  «γνώση»,  νά  κάθεσαι  στό  τραπέζι ἑνός  εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ συνείδησή τουἀφοῦ αὐτός εἶναι ἀδύνατοςδέν θά παρασυρθεῖ ἀπό τό παράδειγμά σου καί δέν θά παρακινηθεῖ νά τρώει τά εἰδωλόθυταἜτσι δική σου «γνώση» θά προκαλέσει τό χαμό αὐτοῦ τοῦ ἀδύνατουτοῦ ἀδερφοῦ μας,  γιά  τόν ὁποῖον  Χριστός ἔδωσε  τή  ζωή  τουἈμαρτάνοντας ὅμως μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀπέναντι στούς ἀδερφούς καί πληγώνοντας  τή  συνείδησή  τους  πού  εἶναι ἀδύνατηἁμαρτάνετε ἀπέναντι  στόν ἴδιο  τόν  Χριστό.  Γι’  αὐτόἄν  κάποια  τροφή  μπορεῖ νά γίνεται αἰτία νά σκοντάφτει καί νά πέφτει  ἀδερφός μουἐγώ δέν θά βάλω ποτέ κρέας στό στόμα μου,γιά νά μή γίνω αἰτία νά πέσει  ἀδερφός μουΠάρτε  παράδειγμα ἐμένα.  Δέν  εἶμαι ἀπόστολος;  δέν  εἶμαι ἐλεύθεροςδέν εἶδα ἀναστημένο τόν Ἰησοῦτόν Κύριό μαςδέν εἶστε ἐσεῖς  καρπός τοῦ κόπου μου στήν ὑπηρεσία τοῦ ΚυρίουΚι ἄν ἀκόμα ἄλλοι ἀρνοῦνται νά μέ ἀναγνωρίσουν ὡς ἀπόστολογιά σᾶς ὁπωσδήποτε εἶμαι· γιατί  ἴδια  ὕπαρξη τῆς ἐκκλησίας σας εἶναι  ἀπόδειξη πώς εἶμαι ἀπόστολος.

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Την ημέρα αυτή, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής».

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε».

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ο εξ Ου και δι’ Ου και εις Ον τα πάντα έκτισται», μάς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Εγώ ειμι ο Ων». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα απαραίτητα προς το ζην) προστεθήσεται υμίν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

 «Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες, ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και οδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως των πετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και  έπλητταν μάλλον αυτούς που τις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της λίμνης που βρισκόταν μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας από αυτούς, ο οποίος έτρεξε στο κοντινό λουτρό κι ευθύς  με την επαφή της θερμότητας διαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσως τον εαυτό του στη θέση αυτού που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω από τους μάρτυρες και στεφάνια να κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.

Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχαν ξεψυχήσει και ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος  ήταν αποδεκτός και ευχάριστος από αυτούς και με το εξής: ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες που ακόμη λόγω της ηλικίας του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισε ότι ίσως αυτός αλλάξει γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες, βλέποντας το παιδί της. Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβόταν μήπως η νεότητά του αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθεί ανάξιος της τάξης και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάς τον επίμονα και με το σχήμα  της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν, προσπαθώντας να του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’ αυτόν έλεγε: Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονή λίγο ακόμη, για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να, παρευρίσκεται βοηθός σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιά ταλαιπωρία  δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η άνεση, η ευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος πρεσβευτής προς Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.

Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέλη παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες και έβαλαν σ’ αυτές τα ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικού ποταμού. Τον νέο όμως εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότι είναι ακόμη ζωντανός, τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του να έχει μείνει μόνος αυτός, θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν και το παιδί της, άφησε κατά μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπης της μάνας, πήρε στους ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τα αμάξια, πιστεύοντας ότι τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχει φύγει από τη ζωή. Επειδή λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύμα του, τότε η μάνα άφησε τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για το τέλος του γιου της, και πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τον τόπο που ήταν τα σώματα των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζί με τους άλλους, ώστε ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, του γιου της που έσπευδε και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφού άναψαν δε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Κι έπειτα, κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στο ποτάμι. Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιο βράχο όλα μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτο παντοτινό. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου».

Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μη γνωρίζει τη φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αν αγνοεί ότι σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένη γνωστή φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών, δεδομένου ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτού τους, δηλαδή ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν και ενίσχυαν ο ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν. Κι είναι αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν, δεδομένου ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους με μετάθεση του λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στον ίδιο τον Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι  οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί και γνήσιοι θεραπευτές του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν  τους λογισμούς εκείνους που κινούνταν στη χαρισματική διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. Ο Κύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και οι θλίψεις αποτελούν την οδό που εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού  - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως διωγμό συνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν».   Το σημειώνει και ο απόστολος: «Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», όσοι θέλουν να ζήσουν με πίστη στον Ιησού Χριστό θα διωχθούν. Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η στερέωση του λογισμού τους όχι στο φαινόμενο: το μαρτύριο και τα βάσανα, αλλά στο αποτέλεσμα ως βάθος και νόημα του μαρτυρίου: τη βασιλεία του Θεού, ήταν αφενός η επιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους˙ έβλεπαν τα πράγματα εν Χριστώ, αφετέρου και η λύτρωσή τους˙ ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην ύπαρξή τους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτε λέγεται οικονομική και κάθε κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των «κεκτημένων»: να μη μένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος, την υπέρβασή του. Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας, αποκτώντας μία δυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει ο ήλιος της χαράς και της ευφροσύνης.

Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός, επιμένει πολύ στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινού επισημαίνει: «Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά που έλπιζαν, έλεγαν ο ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστε κανένα ρούχο; Τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά η απόλαυση. Μη λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο, ώστε να φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρα των ψυχών μας». Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα, μπαίνοντας ατρόμητα στη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν του Παραδείσου που χάσαμε, ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτε εξαιτίας του φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασης όλων». Ώστε για τους αγίους μας τα βάσανά τους ισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματός τους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τους έκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο. «Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τον αμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο, ντυθήκατε δε τη στολή της αφθαρσίας» (ωδή α΄).

Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης των λογισμών των αγίων από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση του Παραδείσου, παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως και το: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ή στενοχωρία; Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλα λόγια κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, η προσκόλλησή τους σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «προσκολληθήκατε στον ουράνιο Δεσπότη, αθλοφόροι σαράντα» (κοντάκιο)∙ «τον Χριστόν αντί πάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλά προχωρεί και πιο πολύ στη θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας το σπάσιμο των σκελών τους, διά του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους, λέει ότι ανάγεται τούτο στο πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι το υστέρημα του πάθους Του, κάτι που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Τα παθήματα που περνάμε αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ. Κολασ. 1, 24). «Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, Σωτήρα Κύριε, καθώς μας συνέτριψαν τα σκέλη» (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύει λοιπόν η θέση των αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχός Ιωάννης, ότι δηλαδή οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώς τη φρενοβλάβειά τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοί τελικώς το επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, την πρόξενον ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).

Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τους αγίους σαράντα. Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων των αγίων, και στη γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε και δεν πέθανε αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλά και στον τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.

 Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναι μεγαλειώδεις ως προς τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στην τραγική φιγούρα του έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο του αρχέκακου διαβόλου, τον παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνει στο απώγειό της, όταν πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε και τις δύο ζωές, και την αιώνια και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή, αποκομμένη από την πηγή της Ζωής, τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαρά ο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλό Ιούδα και τον άνθρωπο από την Εδέμ» (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνους όποιος αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε και εκδήμησε προς την άσβεστη φωτιά» (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που αγαπούσε αυτήν τη ζωή, και πέθανε» (ωδή η΄).

Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως και στον φύλακα που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τον ληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει τα ελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι  αναιδής ο τύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε και ξεφυσούσε από την οργή του για τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα σπαράσσεται από την κλήση του Θεού στον φρουρό» (ωδή ς΄). Για τον Ιωάννη ο μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας, που η χάρη του Θεού τον έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσική αγάπη  για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των σαράντα, βλέποντας τα στεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή του, αναπτερώθηκε από τον έρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» (ωδή ζ΄). «Ο φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας των στεφανιών που είδε» (ωδή ζ΄).

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεση του υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωική  και γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του νεαρού μάρτυρα. Ποιος άνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα παραδειγματιστεί από το ρωμαλέο κυριολεκτικά  αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία: η μάνα αυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν δίστασε να «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε τίνος το μαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που υψώνεται σε αιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο νου, παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με τους μάρτυρες, σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ» (ωδή η΄). «Γιε μου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη μητέρα στο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον αγωνοθέτη Θεό» (ωδή η΄).  

Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνα του στους αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο που σε λίγες ημέρες εισερχόμαστε, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες της νηστείας. Για να πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνη από πλευράς πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν το σωτήριο πάθος του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό της περιόδου αυτής με την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτη νηστεία πιο λαμπρή και χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότι σαράντα εσείς, αγιάζετε την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με την άθλησή σας υπέρ του Χριστού το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία, πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού και Σωτήρα των ψυχών μας» (δοξαστικό αίνων όρθρου).

08 Μαρτίου 2024

8 ΜΑΡΤΙΟΥ: Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Όταν και μέχρι τα νεώτερα χρόνια υπήρχε προβληματισμός σε κάποιες κοινωνίες αν η γυναίκα εντάσσεται στο ανθρώπινο είδος∙ όταν και μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα να ψηφίζει, γιατί ο «χώρος»  της ήταν μόνο το σπιτικό και η οικογένειά της∙ όταν ακόμη και σήμερα η επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση της γυναίκας για ορισμένους θεωρείται «σκάνδαλο»∙ όταν μ’ ένα λόγο η σύγκριση της γυναίκας προς τον άνδρα σε οικουμενική σχεδόν κλίμακα και διαχρονικά, από πλευράς κοινωνιολογικής, πολιτικής, οικονομικής, αποβαίνει μονίμως εις βάρος της γυναίκας, τότε, ναι! Μιλάμε για μία προβληματική κοινωνία, της οποίας το διαστροφικό στοιχείο την έχει διαποτίσει τόσο, ώστε να μην μπορούμε να βρούμε κανένα ελαφρυντικό και δικαιολογητικό στοιχείο υπέρ αυτής[1].

Και γιατί έπειτα να παραξενευόμαστε που μόλις τα τελευταία χρόνια διεθνώς, ελάχιστο καιρό στα καθ’ ημάς, ήρθαν και έρχονται στο φως περιπτώσεις που δείχνουν αυτήν τη μειονεκτική θέση της γυναίκας, η οποία δέχεται προσβολές όλων των ειδών με αδυναμία αντίδρασής της και ευρέσεως του δίκιου της; Πρέπει να επιστρατεύσει όντως όλα τα αποθέματα της ψυχικής της δύναμης, να βρει στηρίγματα που ενώ υπάρχουν δύσκολα επισημαίνονται, προκειμένου να βγάλει την καταπιεσμένη φωνή της κι απελπισμένα να κραυγάσει: «Φτάνει! Μέχρις εδώ και μη παρέκει!»

Το πρόβλημα βεβαίως είχε επισημανθεί ήδη απαρχής του χριστιανισμού – ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε καταπέλτης στην υποβάθμιση της γυναίκας, τονίζοντας ότι ο Θεός δεν δημιούργησε έτσι τα πράγματα[2]! Αλλά και μετέπειτα, παρόλη την επίδραση του χριστιανισμού, δεν υπήρξε μία γενικευμένη και νομοθετημένη λύση του – οι  εξαιρέσεις πάντοτε υπάρχουν. Ο μέγας Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για παράδειγμα, και όχι μόνον  αυτός, διαπιστώνοντας στην εποχή του (4ος αι.) την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας που και νομικά εθεωρείτο κατώτερη από τον άνδρα, αυτήν την απάντηση έδινε στο γιατί συμβαίνει η συγκεκριμένη αμαρτία. «Άνδρες οι νομοθετούντες» έλεγε, δηλαδή αφού εκείνοι που νομοθετούν είναι άνδρες, προς το συμφέρον τους όλα τα ρυθμίζουν[3]. 

Και βεβαίως ο άγιοι Πατέρες μας, κινούμενοι ευαγγελικά και αποστολικά, προχωρούν βαθύτερα, εκεί που λειτουργεί η ανθρώπινη φύση με όλη τη σκοτεινιά της. Η υποβάθμιση της γυναίκας υπάρχει, σημειώνουν, γιατί η αμαρτία έχει διαβρώσει τον άνθρωπο και έχει αλλοιώσει όλες τις σχέσεις του, (και ως προς τον ίδιο του τον εαυτό), αλλά και τις σχέσεις του προς την υπόλοιπη δημιουργία. Για να προχωρήσουν στην ψαύση της κεντρικής αιτίας: όλες οι σχέσεις χάλασαν, τα δύο φύλα εναντιώθηκαν μεταξύ τους, γιατί χάλασε η πιο κεντρική και θεμελιακή σχέση, από την οποία πηγάζει η ίδια η ύπαρξη: η σχέση με τον Θεό.

Όλα τα παραπάνω, όλες οι ασχήμιες για τις οποίες κανείς εχέφρων  άνθρωπος δεν μπορεί όχι να καυχηθεί αλλά ούτε και κατά διάνοια να αποδεχτεί, οφείλονται στην επανάσταση του ανθρώπου κατά του Δημιουργού και Πατέρα του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος»[4] σημειώνει η Γραφή, θεωρώντας ότι θάνατος δεν είναι μόνο η βιολογική φθορά του ανθρώπου, αλλά πρωτίστως η απώλεια της σχέσης με τον Θεό Ζωή, που φέρνει την απώλεια της ορθής σχέσης και με τον συνάνθρωπο, και μάλιστα τον πρώτο συνάνθρωπο: τη γυναίκα για τον άνδρα και τον άνδρα για τη γυναίκα. Ο ένας άνθρωπος («εποίησεν άνθρωπον ο Θεός, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»[5]) που κομματιάστηκε.

Κι ακριβώς. «Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας», εξαγγέλλει με κάθε τρόπο η Γραφή, αφότου ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Γιατί; Διότι «όλοι είστε ένα μπροστά στον Χριστό ενωμένοι μαζί Του»[6]. Ο Χριστός ήλθε και στην σε δύο φύσεις μία θεϊκή Του υπόσταση[7] αποκατέστησε τον άνθρωπο στην ενότητά του: άνδρες και γυναίκες και κάθε θεωρούμενη διαφορά δεν κατανοούνται πια κατά ατομικό τρόπο. Οπότε το μεγαλείο του ανθρώπου δεν έγκειται  στην ανδρική ή τη γυναικεία φύση του, αλλά στο κατά πόσον η θέλησή του λειτουργεί για την ενότητα, κλίνει δηλαδή εν αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Η αγάπη κι η ενότητα είναι το προέχον[8], αυτή συνιστά την αγιότητα εν Χριστώ, γι’ αυτό και στη χριστιανική πίστη ο σπουδαιότερος άνθρωπος, ο μεγαλειωδέστερος και στο απώγειό του ευρισκόμενος είναι η Παναγία Θεοτόκος – η εικόνα της απόλυτης  αγάπης ως Μάνας αγκαλιάς[9].

 Μία γυναίκα δηλαδή είναι ό,τι σημαντικότερο και ανώτερο υπάρχει στο ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και στο πρόσωπο Εκείνης, της Μοναδικής, βλέπουμε την πληρέστερη καταξίωση και της συγκεκριμένης ημέρας. Όσο στην Εκκλησία μας ακούγεται ο παιάνας γι’ Αυτήν «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον...», τόσο θα ξέρουμε τι τελικά γιορτάζουμε και προς τα πού ως πολικό αστέρα πρέπει να προσβλέπουμε όλοι, κατεξοχήν δε η γυναίκα. Ένα τέτοιο όραμα είναι ευνόητο ότι πλαταίνει τον άνδρα, πλαταίνει ιδίως τη γυναίκα, οδηγώντας και τους δύο αφενός στην πραγματική έννοια της ισότητας ως εν Χριστώ ενότητάς  τους, αφετέρου στη φανέρωση στον κόσμο τούτο των ιδιαιτέρων χαρισμάτων τους που καθορίζει αλληλοσυμπληρωματικά το φύλο τους.                              


[1] «Παρ’ όλες τις ραγδαίες και πολλές φορές δραµατικές εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους τοµείς της ιδιωτικής και δηµόσιας ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, µία τουλάχιστον κοινωνική σχέση παραµένει αναλλοίωτη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: η σχέση ανισότητας ανάµεσα στα δύο φύλα... Ουσιαστικά, το γυναικείο κίνηµα οργανώθηκε µετά το 2ο παγκόσµιο πόλεµο και την Παγκόσµια ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, οπότε και µια σειρά από διεθνείς συµβάσεις και πολιτικές του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ανάγκασαν µεγάλους οργανισµούς και κυβερνήσεις κρατών να προωθήσουν την ισότιµη συµµετοχή και αντιµετώπιση της γυναίκας στους περισσότερους τοµείς. Συγκεκριµένα, το 1952 ψηφίστηκε η διεθνής σύµβαση του Ο.Η.Ε. για τα ίσα πολιτικά δικαιώµατα των γυναικών και την ίση πρόσβαση σε όλα τα δηµόσια λειτουργήµατα, µε την οποία αναγκάστηκε να συµµορφωθεί και η χώρα µας (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1998). Ωστόσο, οι νοµοθετικές µεταρρυθµίσεις προς όφελος των γυναικών δεν άλλαξαν σηµαντικά την κοινωνική θέση της γυναίκας» (Χριστίνα Αθανασιάδου, Νέες γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής, Διδ. Διατρ., Τµήµα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 2002).

[2] Ματθ. 19, 8: «ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτω».

[3] «Για ποιο λόγο δηλαδή τιμωρούν τη γυναίκα, ενώ συγχωρούν τον άντρα; Ενώ όταν η γυναίκα προσβάλλει το κρεβάτι του άντρα της διαπράττει μοιχεία και από το νόμο τιμωρείται γι’ αυτό βαριά, γιατί δεν τιμωρείται και ο άντρας όταν πηγαίνει με άλλες γυναίκες; Αυτήν την νομοθεσία δεν την αποδέχομαι και καταδικάζω αυτή την κατάσταση. “Άνδρες οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών η νομοθεσία”» (Λόγος λζ΄).

[4] Ρωμ. 5, 12.

[5] Γεν. 1, 27.

[6] Πρβλ. Γαλ. 3, 23: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

[7] «Εἷς ἐστιν Υἱός, διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν» (δογμ. Θεοτοκίο εσπ. Κυρ. πλ. δ΄).  

[8] Βλ. Α΄Κορ. 13.

[9] «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τῶν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον» (Δ΄στάση Χαιρετισμών Θεοτόκου).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Αυτός ο μακάριος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής και ζώντας από παιδί με ενάρετο τρόπο έφυγε από εκεί κατά θεία Πρόνοια και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Συνάντησε τον πρώτο ιδιαίτερο γραμματέα του βασιλιά και μπήκε στην υπηρεσία του. Αυτός ήταν ο Ταράσιος, η μεγάλη δόξα της Ορθοδοξίας. Όταν λοιπόν αυτός με θεία ψήφο προκρίθηκε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Παύλος ο Κύπριος παραιτήθηκε από τον θρόνο, ο λύχνος μπήκε στη λυχνία. Κι αμέσως ο θείος Αρχιερέας οικοδόμησε μοναστήρι στην είσοδο του Ευξείνου Πόντου και έβαλε εκεί να μένουν αντί πια των κοσμικών τον πανόσιο Θεοφύλακτο και τον Μιχαήλ, που ζούσαν αφιερωμένοι στον Θεό με έργα και λόγια στην πόλη των Συνάδων. Έπειτα ο αρχιερέας, αφού έμαθε την απαστράπτουσα αρετή των ανδρών και την χριστιανική προκοπή τους, έστειλε και τους κάλεσε αμέσως και τους κατέστησε στον δικό του ευκτήριο οίκο. Δεν πέρασε πολύ διάστημα και τους προχείρισε σε επισκόπους, τον μεν Μιχαήλ στα Σύναδα, τον δε τίμιο Θεοφύλακτο στη Νικομήδεια.

Τα κοτορθώματά του Θεοφυλάκτου είναι πάρα πολλά και τα φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή και οι θείοι ναοί που οικοδομήθηκαν από αυτόν και τα νοσοκομεία και η προστασία των χηρών και των ορφανών και η άμετρη ελεημοσύνη. Ήταν τόσο έμπρακτη η αγάπη του μεγάλου μιμητή του Θεού, ώστε γεμίζοντας δοχείο με χλιαρό νερό, έπλενε και καθάριζε τους ανάπηρους και τους χωλούς και τους πληγωμένους στα μέλη τους, με τα ίδια του τα χέρια. Όταν έφυγε από τη ζωή λοιπόν ο μέγας Ταράσιος, αφού διέπρεψε στην αρχιερωσύνη δεκαεννέα χρόνια και τον διαδέχτηκε ο πάνσοφος Νικηφόρος, συνέπεσε κάποιο ελεεινό γεγονός. Ο Λέων δηλαδή ο μισόχριστος έγινε βασιλιάς κι αμέσως ο δειλός προχώρησε στην καθαίρεση των αγίων εικόνων. Μόλις έγινε πολύ φανερό τούτο, ο μέγας Νικηφόρος αφού κάλεσε τους λογίους από τους αρχιερείς, τον Αιμιλιανό Κυζίκου και τον Ευθύμιο των Σάρδεων, τον Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, τον Ευδόξιο Αμορίου, τον Μιχαήλ Συνάδων, και μαζί με πολλούς άλλους και τον μακάριο Θεοφύλακτο,  πάνε προς τον ασεβή και αποστάτη βασιλιά και του φέρνουν πολλές αποδείξεις  από τις θείες Γραφές, σαν φάρμακα. Αυτός  όμως, σαν ασπίδα, βούλωσε τα αυτιά του και δεν αισθανόταν αυτά που του έλεγαν. Συνέχιζε λοιπόν να έχει τις ίδιες απόψεις, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τίποτε. Και οι μεν άλλοι σιώπησαν στη συνέχεια, ενώ μόνος ο μακάριος Θεοφύλακτος είπε προς αυτόν: Γνωρίζω ότι δείχνεις περιφρόνηση στην ανοχή και τη μακροθυμία του Θεού, αλλά θα έλθει πάνω σου ξαφνικά φοβερή καταστροφή, και η καταστροφή θα είναι όμοια με καταιγίδα και δεν θα υπάρξει κανείς που θα σε σώσει.

Γι’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς οργίστηκε και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Και τον μεν θείο Νικηφόρο στη νήσο Θάσο, τον δε αοίδιμο Μιχαήλ Συνάδων στην Ευδοκιάδα, και τον καθένα σε άλλο μέρος. Τον τρισόλβιο δε Θεοφύλακτο στη Στρόβιλο (αυτό είναι φρούριο υπό το θέμα των Κυβερραιωτών, που ήταν παραλιακό). Εκεί ο μακάριος αυτός ομολογητής Θεοφύλακτος έμεινε τριάντα χρόνια, υπομένοντας την κακουχία της ξένης χώρας, και μετά εκδήμησε προς τον Κύριο. Μετά από μερικά χρόνια, όταν έπαυσε η αίρεση και ανέλαμψε η ορθοδοξία, επί  Θεοδώρας της ευσεβεστάτης αυγούστας, και Μεθοδίου του αγιωτάτου Πατριάρχου, το τίμιο σώμα του οσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου ανακομίστηκε από την εξορία και κατατέθηκε στη Νικομήδεια, στον ναό που κτίστηκε από αυτόν».

 Με τον όσιο Θεοφύλακτο έχουμε την επιβεβαίωση αυτού που σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος για τους ιερείς: «ο Θεός διά πάντων ενεργεί, ου πάντας χειροτονεί». Μπορεί δηλαδή κάποιος να έχει γίνει κληρικός, να τελεί τα μυστήρια, να είναι βεβαίως έγκυρα αυτά, προσφέροντα δραστικά τη χάρη του Θεού, όμως ο ίδιος, όταν δεν έχουν συντρέξει οι αναγκαίοι όροι για τη χειροτονία του, να μη θεωρείται χειροτονημένος από τον Θεό. Με άλλα λόγια, δρα διά μέσου αυτού ο Θεός, ο ίδιος όμως, αν δεν μετανοήσει, δεν σώζεται. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου σήμερα, από τα πρώτα που θίγει, και όχι μία φορά, είναι ακριβώς η αλήθεια αυτή. Τονίζει ότι ο όσιος Θεοφύλακτος χρίστηκε αρχιερέας από τη χάρη του Θεού «αξίως», διότι ακριβώς ζούσε την αλήθεια της πίστεως. Κι αυτή η χάρη ευλόγησε και τον τρόπο της ζωής του, διότι είχε μέσα του πολλή αγάπη. «Έχρισέ σε αξίως χάρις η του Πνεύματος, Πανόλβιε, ένεκεν αληθείας, και τον τρόπον σου χάριν χρηστότητος» (ωδή α΄). Κι αλλού: «Έζησες με όσιο τρόπο την ασκητική ζωή, πάτερ σοφέ, γι’ αυτό και χρίστηκες από τον Θεό Ιεράρχης, να ιερουργείς τα θεία μυστήρια, προς σωτηρία των ψυχών» (κάθισμα όρθρου). Κι αυτό σημαίνει: αν ενεργεί ο Θεός διά μέσου και αναξίων θεωρουμένων ιερέων και αρχιερέων, πόσο περισσότερο δρα και ενεργεί διά μέσου των αξίων Του. Η ίδια τότε η ζωή τους, όχι μόνον η τέλεση των μυστηρίων, εξακτινώνει την παρουσία του Θεού.

Ο Θεοφάνης με μεγάλη ευχαρίστηση επιμένει να περιγράφει την αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου. Κι αυτή κατεξοχήν αποκαλύπτεται στο πιο σπουδαίο αποδεικτικό στοιχείο ύπαρξης αγάπης προς τον Θεό, την προσευχή. Η δύναμη της προσευχής του είναι, κατά τον υμνογράφο, «βαρύ πυροβολικό». Όταν ύψωνε ιδίως τα χέρια του σε προσευχή ο όσιος, τότε κινητοποιούσε τον ίδιο τον Ουρανό και κατατρόπωνε τους εχθρούς της πίστεως. Για τον υμνογράφο, δηλαδή,  ο όσιος Θεοφύλακτος ήταν η έμπρακτη απόδειξη αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος: «να υψώνουμε οσίας χείρας εν προσευχή προς τον Θεό». «Τα χέρια σου, θεόπνευστε Πάτερ, που τα σήκωνες με όσιο τρόπο προς τον Θεό, κατατρόπωσαν τους δυσσεβείς εχθρούς της πίστης» (ωδή ε΄). Η εικόνα των υψωμένων χεριών του οσίου για προσευχή καθηλώνει τον άγιο Θεοφάνη. Βλέπει ότι τα χέρια αυτά τελικώς κρατούνται από τον ίδιο τον Χριστό, όπως ο πατέρας κρατάει το μικρό χέρι του παιδιού του για να το καθοδηγήσει με ασφάλεια  εκεί που πρέπει. Κι ο Χριστός κρατώντας το χέρι του οσίου τον καθοδηγεί με ασφάλεια στο «πλάτος του Παραδείσου», στη βασιλεία των Ουρανών. «Κράτησε το χέρι σου ο Κύριος, θεοφόρε Πατέρα, και σε καθοδήγησε προς την ουράνια απόλαυση» (ωδή ε΄).

Η αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου ήταν αποτέλεσμα και της ασκητικής διαγωγής του, με την οποία υπέταξε τα πάθη του, και της τεράστιας αγάπης του προς τους συνανθρώπους του, αλλά και των αγώνων του υπέρ της ευσεβείας. Την εποχή του οι αγώνες αυτοί ήταν υπέρ των αγίων εικόνων: του Χριστού, της Παναγίας, των υπολοίπων αγίων, δεδομένου ότι από την αποδοχή ή μη αυτών φανερωνόταν η ορθόδοξη πίστη του καθενός ή η αίρεσή του. Διότι η εικονομαχία, η απόρριψη των εικόνων, ήταν και είναι χριστολογική αίρεση, άρνηση της πραγματικότητας της ενανθρώπησης του Θεού μας. Ο όσιος Θεοφύλακτος λοιπόν αγωνίστηκε πολύ επ’ αυτού. Υπήρξε ομολογητής, διότι όχι μόνον κήρυξε την αληθινή πίστη, αλλά και έπαθε υπέρ αυτής. Τριάντα χρόνια στην εξορία πέρασε, που σημαίνει ότι «καθ’ ημέραν απέθνησκε». Κι εκεί ακριβώς άφησε και την τελευταία του πνοή. Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει και σ’ αυτήν τη διάσταση της ζωής του οσίου Θεοφυλάκτου. «Σεβόσουν τη θεία και άχραντη εξεικόνιση του Χριστού κι αρνιόσουνα την ασέβεια των ασεβών» (ωδή γ΄). «Τίμησες την εικόνα του Χριστού, γι’ αυτό υπέφερες εξορίες και θλίψεις και χρόνια κάθειρξη» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος επιλέγει, σχολιάζοντας το όνομα του οσίου: ο θείος Θεοφύλακτος τελικώς είχε φύλακα στη ζωή του τον ίδιο τον Θεό. «Θείος Θεοφύλακτος, ου Θεός φύλαξ» (στίχοι συναξαρίου).

07 Μαρτίου 2024

2η ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ ΚΑΤΗΧΗΤΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 5 Μαρτίου στους φιλόξενους χώρους του Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου Πειραιώς, η δεύτερη επιμορφωτική σύναξη κατηχητών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Ομιλητής ήταν ο Δικαίος της Παντοκρατορινής Σκήτης του Προφήτου Ηλιού Αγίου Όρους Γέροντας Φιλήμονας ο οποίος ανέπτυξε το θέμα "μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος".

Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Νήφων Καπογιάννης, Πρωτοσύγκελος της Ιεράς μας Μητροπόλεως αλλά και Διευθυντής του Γραφείου Νεότητος, μετέφερε τις ευχές του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Σεραφείμ και ευχαρίστησε τον Άγιο Καθηγούμενο για την αγάπη του στους νέους ανθρώπους που τον οδήγησε στο να βρεθεί από τον ευλογημένο Άθωνα στον Πειραιά ως ομιλητής της συνάξεως.

Εν συνεχεία ακολούθησε γεύμα για τους ιερείς και τα στελέχη νεότητος εν όψει της επικείμενης αποκριάς.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ

«Αυτός ο εν αγίοις Πατήρ ημών Παύλος, που προσαγορεύτηκε και απλός, ήταν γεωργός και άξεστος υπερβολικά, άκακος όμως και απονήρευτος, όσο κανείς άλλος. Είχε και γυναίκα δύστροπη και μοιχαλίδα, χωρίς να το ξέρει ο δίκαιος για μεγάλο διάστημα. Μία ημέρα λοιπόν που ήλθε από τον αγρό ξαφνικά, παρά τη συνηθισμένη ώρα, όπως ήταν φυσικό να συμβαίνει βρήκε την ομόζυγό του να μοιχεύεται στο σπίτι του. Γέλασε σεμνά και τους λέγει: Καλά, καλά, δεν με νοιάζει, μα τον Ιησού. Εγώ από τώρα και εξής δεν πρόκειται να την δω στα μάτια μου. Κράτα την λοιπόν, αυτήν και τα παιδιά της, κι εγώ φεύγω και θα γίνω μοναχός.

Κι αμέσως άφησε τα πάντα, αφού τα οικονόμησε καλά, κι απήλθε προς τον Μακάριο Αντώνιο. Κτύπησε τη θύρα και βγήκε ο μακάριος Αντώνιος και του λέγει: Ποιος είσαι, αδελφέ; Και τι ζητάς εδώ; Αυτός τότε: Ξένος είμαι, είπε, και ήλθα σε σένα να γίνω μοναχός. Ο άγιος τότε του λέει: είσαι εξήντα ετών γέρος, γι’ αυτό δεν μπορείς να γίνεις μοναχός ούτε και να υπομείνεις τις θλίψεις και τη δυσκολία του όρους. Πήγαινε καλύτερα σε Κοινόβιο, για να βρεις άφθονα τα σωματικά και να ζήσεις εκεί άκοπα μαζί με τους αδελφούς. Διότι οι αδελφοί θα σε βοηθήσουν στην αδυναμία σου. Κι αυτό γιατί εγώ κάθομαι μόνος εδώ και τρώω ανά πέντε ημέρες κι αυτό πολύ λίγο. Αυτός δε δεν ανεχόταν να ακούει τον Γέροντα, αλλά τον πίεζε να μείνει μαζί του. Επειδή δεν μπόρεσε ο άγιος να τον απομακρύνει, έκλεισε τη θύρα του κελλιού και τον άφησε έξω. Ο Παύλος τότε έμεινε νηστικός και δεν έφυγε. Την τέταρτη ημέρα, λόγω επείγουσας ανάγκης, άνοιξε ο άγιος το κελλί, βρήκε τον Παύλο και του λέει: Φύγε, γέρο, από εδώ, μη με αναγκάζεις, δεν μπορείς να είσαι μαζί μου. Ο Παύλος του λέει: Είναι αδύνατο να πάω αλλού.

Τότε είδε ο άγιος ότι αυτός δεν είχε ούτε σακούλι ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κάτι άλλο και του λέει: εάν έχεις υπακοή και ό,τι ακούσεις από εμένα το κάνεις πρόθυμα και αγόγγυστα, μπορείς να σωθείς και εδώ. Αν όμως δεν μπορείς αυτά, γιατί κουράζεσαι άδικα και δεν γυρίζεις εκεί από όπου ήρθες; Αποκρίθηκε ο Παύλος και του λέει: Όσα μου πεις θα τα κάνω όλα πρόθυμα. Και ο άγιος: Στάσου λοιπόν και προσευχήσου, μέχρις ότου βγω πάλι και θα σου δώσω εργασία. Μπήκε λοιπόν στη σπηλιά ο μακάριος και τον πρόσεχε από ένα μικρό άνοιγμα, να στέκεται ακίνητος στην προσευχή επί μία εβδομάδα, και να ψήνεται κάτω από τον καυτό ήλιο.

Μετά από αυτά βγήκε ο άγιος, έλαβε από τους φοίνικες και του λέει: Πάρε και πλέξε σειρά, όπως βλέπεις εμένα να πλέκω. Έπλεξε ο γέρων μέχρι την ενάτη ώρα (τρεις το απόγευμα), δεκαπέντε οργιές με μεγάλο κόπο. Και λέει ο άγιος: Άσχημα την έπλεξες. Λύσε την και πλέξε την από την αρχή. Ήταν δε νηστικός επτά ημέρες. Τα έκανε αυτά ο άγιος, για να δυσφορήσει ο Παύλος και να φύγει από αυτόν. Ο Παύλος όμως με μακροθυμία και ζήλο απέπλεξε τη σειρά, και πάλι αγόγγυστα και ήρεμα την έπλεξε με πολλή τάξη, τόσο που εξέπληξε τον άγιο. Γι’ αυτό και κατανύχτηκε, κι όταν έδυσε ο ήλιος του λέει: Παππούλη, θέλεις να φάμε λίγο ψωμί; Κι ο Παύλος: όπως νομίζεις, πάτερ. Αυτό πάλι έκαμψε τον Γέροντα, κι αφού παρέθεσε τράπεζα, έβαλε τέσσερα κομμάτια ψωμί, βρέχοντας το ένα για τον εαυτό του και τρία για τον γέροντα Παύλο. Άρχισε τότε ο Αντώνιος να ψέλνει ψαλμό, για να δοκιμάσει και μ’ αυτό τον Παύλο, και μάλιστα είπε δύο φορές τον ίδιο ψαλμό. Ο δε Παύλος προσευχόταν με μεγάλη προθυμία μαζί με τον άγιο. Και λέει ο Γέρων στον Παύλο: Κάθισε στο τραπέζι και μην αγγίξεις από τα παρατιθέμενα. Όταν έκανε αυτό που του πρόσταξε, λέει ο άγιος: Σήκω, προσευχήσου και κοιμήσου. Αυτός δε, χωρίς να έχει γευτεί καθόλου τροφή, έκανε έτσι. Περί δε το μεσονύχτιο, σηκώθηκε ο Αντώνιος για προσευχή και σήκωσε και τον Παύλο, οπότε και παρέτεινε τις προσευχές μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας.

Όταν σουρούπωσε αρκετά, έφαγε ο Αντώνιος τον ένα άρτο, χωρίς να αγγίξει άλλον. Ο δε Παύλος που έτρωγε πιο αργά, είχε ακόμη τον άρτο από τον οποίο έτρωγε. Κι όταν πια τον τελείωσε, λέει ο Αντώνιος: Παππούλη, φάε και άλλον άρτο. Λέει ο Παύλος: Εάν φας κι εσύ θα φάω κι εγώ. Λέει ο Αντώνιος: Για μένα είναι αρκετός, γιατί είμαι μοναχός. Και ο Παύλος: Λοιπόν, επειδή κι εγώ μοναχός θα γίνω, αρκεί και σ’ εμένα. Σηκώθηκαν λοιπόν και έψαλλαν. Κι αφού κοιμήθηκαν για λίγο, πάλι σηκώθηκαν κι άρχισαν να ψάλλουν. Όταν ξημέρωσε, τον έστειλε να γυρίζει στην έρημο και μετά από τρεις ημέρες να επιστρέψει. Έγινε κι αυτό, οπότε ήλθαν αδελφοί προς τον Γέροντα. Και πρόσεχε ο Παύλος τι όφειλε να κάνει. Και ο άγιος του λέει: Να διακονείς τους αδελφούς σιωπηρά, χωρίς να γευτείς τίποτε μέχρι να φύγουν. Και έως την τρίτη ημέρα, ο Παύλος δεν γεύτηκε τίποτε. Οι δε αδελφοί τον ρωτούσαν: Για ποιο λόγο είσαι σιωπηλός; Επειδή αυτός δεν αποκρινόταν, λέει ο άγιος προς αυτόν: Μίλησε στους αδελφούς, οπότε άρχισε να ομιλεί.

Κάποια μέρα έφερε κάποιος στον μακάριο Αντώνιο ένα δοχείο από μέλι και αυτός το έχυνε στη γη. Όταν έγινε αυτό, λέει ο Γέρων στον Παύλο: παιδάκι, μάζεψε το μέλι και πρόσεξε μη τυχόν κάτι από αυτό αχρηστευθεί. Έγινε κι αυτό χωρίς καθόλου να ταραχτεί ή να αλλοιωθεί. Σε άλλο δε καιρό, προστάχτηκε να αντλεί νερό και όλη την ημέρα να το χύνει χωρίς λόγο. Κι άλλοτε έσχισε το ιμάτιό του και τον πρόσταξε να το ράψει με επιμέλεια. Όταν λοιπόν τον είδε ο άγιος να κάνει ό,τι του πρόσταζε αγόγγυστα και ανεμπόδιστα, του λέει: Λοιπόν, αδελφέ. Εάν μπορείς να κάνεις έτσι κάθε ημέρα, να μείνεις μαζί μου. Αν δεν μπορείς όμως, πήγαινε από εκεί που ήλθες. Ο δε Παύλος του λέει: Εάν έχεις να μου δείξεις κάτι περισσότερο, δείξε μου, επειδή όσα είδα μέχρι τώρα, τα κάνω όλα εύκολα.

Τέτοια και τόσο μεγάλη υπακοή και ταπείνωση απέκτησε ο μακάριος, ώστε να λάβει χάρισμα κατά των δαιμόνων και να τους διώχνει. Πληροφορήθηκε λοιπόν από τον Θεό ο Αντώνιος και τον είχε μαζί του για κάποιο διάστημα. Έπειτα, του κατασκεύασε κελλί και τον έβαλε να κάθεται εκεί, ώστε να μάθει και τις πανουργίες εκείνων και να τους πολεμά. Κάθισε ένα χρόνο μόνος του ο Παύλος και αναδείχτηκε σε θαυματουργό. Κι αφού υπηρέτησε τον Θεό άξια, απήλθε προς τις ουράνιες μονές».

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ημέρες, που εορτάσαμε τον εν αγίοις πατέρα ημών Νικόλαο Πλανά (2 Μαρτίου). Και να σήμερα που η Εκκλησία μας εορτάζει έναν επίσης άγιο, με το ίδιο χάρισμα αγιότητας, την κατά Θεόν απλότητα. Η απλότητα ανέδειξε τον Παύλο σε μεγάλο όσιο, η απλότητα ανέδειξε επίσης σε μεγάλο άγιο τον παπα Νικόλα Πλανά. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν προτείνει ορισμένοι με την ίδια προσαγόρευση με τον όσιο Παύλο να προσαγορεύεται και ο παπα Νικόλας: ο απλός. Ο νέος όσιος της Εκκλησίας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος του οσίου Παύλου, αυτό επισημαίνει ως πρώτο από όλα για τον όσιο Παύλο: «Έκανες ωραίο, όσιε, τον εαυτόν σου με τους τρόπους της απλότητας κι αναδείχτηκες απλός και πράος και ήσυχος, Παύλε μακάριε, κι έγινες γνήσιος υπηρέτης του Παντοκράτορα Θεού με τον λαμπρό βίο σου» (στιχηρό εσπερινού). Αιτία για την ανάδειξη σε άγιο εκείνου που έχει την κατά Θεόν απλότητα είναι ότι η αρετή αυτή φανερώνει τη μεγίστη όλων των αρετών, την ταπείνωση.  Όπου δηλαδή απλότητα, εκεί και ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση, εκεί κι η χάρη κι η αγάπη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Μόνος εσύ ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού κλήθηκες απλός, Παύλε, ως τύπος της ταπεινοφροσύνης και μυρίπνοη μυροθήκη της απλότητας» (στιχηρό εσπερινού). «Αληθινά, Παύλε, φάνηκες μέγας ανάμεσα στους ασκητές, γιατί είχες ως κόσμημά σου την ταπείνωση, και δέχτηκες γι’ αυτό τη λαμπρότητα των μεγάλων χαρίτων του Θεού» (ωδή ε΄). «Γέμισες από το άυλο θεϊκό φως, επειδή ήσουν πράος, ταπεινός και γεμάτος από απλότητα (ωδή ς΄).

Ο άγιος υμνογράφος Γεράσιμος δεν μπορεί παρά να επικεντρώσει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή του στη στάση του αγίου και μεγάλου Αντωνίου, του καθηγητή της ερήμου. Μπροστά στο «φαινόμενο» Παύλο, ακόμη κι αυτός ο αυστηρότατος ασκητής υποκλίνεται. Τον θαυμάζει και τον κάνει μέτοχο και της δικής του ζωής, ώστε τελικώς βλέποντας τον όσιο Παύλο τον όσιο Αντώνιο ταυτοχρόνως να βλέπουμε και να ευφημούμε, σαν ένα είδος «εκμαγείου» του. «Αναδείχτηκες θεοειδής μύστης του θείου Αντωνίου, Παύλε θεοφόρε, και μιμητής του και όργανο της απάθειας» (στιχηρό εσπερινού). «Πραγματικά θαύμασε ο μέγας Αντώνιος τον θερμό πόθο της ψυχής σου και τη σταθερότητα του νου σου και το ανυποχώρητο φρόνημά σου για τα ανώτερα. Διότι έγινες, Παύλε, μιμητής του και ίδιος με τους τρόπους της ζωής του κι αξιώθηκες με τους αγώνες της άσκησής σου πλούσια χαρίσματα» (στιχηρό εσπερινού).

Ο μεγάλος υμνογράφος αποπειράται να εξηγήσει το παράδοξο πράγματι γεγονός, του πώς ένας προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος και άγευστος ασκητικών αγώνων μπόρεσε να ακολουθήσει την αυστηρή ασκητική διαγωγή του οσίου Αντωνίου σαν να ήταν η διασκέδασή του, η τρυφή και η χαρά του. Κι η εξήγηση που δίνει είναι μία: η βαθειά αγάπη προς τον Θεό, η καύση της καρδιάς του για Εκείνον. «Τους κόπους της ασκητικής ζωής τους θεώρησες σαν διασκέδαση, όσιε, γιατί ήσουν πυρπολημένος από τη θεία αγάπη» (λιτή). Κι ακριβώς αυτό τον κάνει να θαυμάσει το άλλο παράδοξο: πώς ένας μεγάλος άνθρωπος παρουσίασε ένα φρόνημα κυριολεκτικά νεανικό. Ακριβώς όμως για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια ότι όπου υπάρχει η αγάπη προς τον Θεό, εκεί η καρδιά του ανθρώπου παραμένει πάντοτε νέα και γεμάτη δύναμη. «Εκπαιδεύτηκες καλά στα χέρια του μεγάλου Αντωνίου και επέδειξες προς τους αγώνες της άσκησης νεανικό φρόνημα κατά το γήρας» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αλλού, σ’ ένα τροπάρι της λιτής: «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό και περιφρόνησες  την ηλικία του γήρατος, γι’ αυτό και έγινες δούλος του Σωτήρα, κατά τον θείο Παύλο, ζώντας τον καινούργιο τρόπο της ζωής που έφερε ο Χριστός».