30 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ

 

«Ἡ πρώην ἄσωτος γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τά ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας καί ἡδονάς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τήν αἰσχύνην τήν πολλήν καί κρίσιν τῆς κολάσεως, ἥν ὑποστῶσι πόρνοι καί ἄσωτοι. ῟Ων περ πρῶτος πέλω, καί πτοοῦμαι, ἀλλ᾽ ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων. Ἡ πόρνη δέ γυνή, καί πτοηθεῖσα καί σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρός τόν Λυτρωτήν: Φιλάνθρωπε καί οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με» (οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου).

(Ἡ πρώην ἄσωτη γυναίκα φάνηκε ξαφνικά σώφρων, γιατί μίσησε τά ἔργα τῆς αἰσχρῆς ἁμαρτίας καί τίς ἡδονές τοῦ σώματος: θυμήθηκε τη μεγάλη ντροπή και την κρίση της κόλασης που θα υποστούν οι πόρνοι και οι άσωτοι. Πρώτος από αυτούς είμαι εγώ και φοβάμαι, αλλά μένω προσκολλημένος ο άφρων στην πονηρή μου συνήθεια. Η πόρνη όμως γυναίκα, η οποία και φοβήθηκε και αντέδρασε γρήγορα, ήλθε φωνάζοντας προς τον Λυτρωτή: Φιλάνθρωπε και Οικτίρμων, σώσε με από τον βόρβορο των έργων μου).

        ὀρθρινή ἀκολουθία τῆς ΜΤετάρτης (πού ψάλλεται τό ἑσπέρας τῆς προηγουμένηςσφραγίζεται ἀπό τό τροπάριο τῆς ἁγίας Κασσιανῆςπεριεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶναι  συγκλονιστική μετάνοια τῆς πόρνης γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου ὁποία προσῆλθε στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό μέ πολύτιμο μύροπροκειμένου νά ἀλείψει μέ αὐτό τά ἄχραντα πόδια Τουὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιά τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία τήν δέχτηκε καί τήν περιέβαλε καί γιά τή συγχώρηση βεβαίως πού εἰσέπραξε ἀπό ΑὐτόνΚι εἶναι βεβαίως περιττό καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ἁγία Κασσιανή, μεγάλη ἁγία καί ποιήτρια τῆς ᾽Εκκλησίας μας τοῦ ἔνατου μ.Χ. αἰώνα, δέν ἔχει καμμία σχέση πρός τήν πόρνη αὐτή, πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἁγία χρησιμοποίησε τό περιστατικό τοῦ Εὐαγγελίου γιά νά τό ἀποδώσει μέ ὑψηλότατη ποιητική εὐαισθησία καί νά τό παραδώσει ἔτσι στό πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας στούς αἰῶνες, προκαλώντας πάντοτε, μέχρι καί σήμερα, κατάνυξη καί διάθεση μετανοίας σέ κάθε καλοδιάθετη ψυχή. Κι αὐτός εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἕνας λόγος πού ἡ ᾽Εκκλησία μας μᾶς προβάλλει τό περιστατικό: νά μιμηθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος τή μετάνοια αὐτῆς τῆς γυναίκας, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη τό προβάλλει τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα καί γιά λόγους ἱστορικούς, σύμφωνα μέ τό συναξάρι τῆς ἡμέρας: «ὅτι μικρόν πρό τοῦ Πάθους τοῦτο γέγονε». Μιά προσέγγιση στή διαδικασία τῆς μετάνοιας τῆς γυναίκας αὐτῆς, πέραν τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς, μᾶς δίνει ὁ παραπάνω οἶκος τοῦ κοντακίου τῆς ἀκολουθίας.

       1. «Ἡ πρώην ἄσωτος γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη». Ἡ πρώην ἄσωτη γυναίκα, ξαφνικά φάνηκε σώφρων. Τί προκάλεσε τή συνταρακτική μεταστροφή της πού συνιστᾶ παραδοξότητα, ὅταν μάλιστα γνωρίζει κανείς τήν καταστροφική δύναμη τῆς συνήθειας; Διότι πολλοί ἐπιθυμοῦν τήν ἀλλαγή τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τους, μή ἀντέχοντας τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας –«τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» καί «θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν» -  ἀλλά στήν πράξη διαπιστώνουν τήν ἀδυναμία τῆς θέλησής τους γιά νά τό κατορθώσουν - ὅ,τι δραματικά ἐπισημαίνει καί ὁ ὑμνογράφος: «ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων»! Ὁ ὑμνογράφος μᾶς καθοδηγεῖ: ἡ γυναίκα μεταστράφηκε «μισήσασα τά ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας καί τάς ἡδονάς τοῦ σώματος», γενόμενη ἔτσι παράδειγμα καί γιά ὅλους τούς πιστούς. Κι αὐτό σημαίνει: κανείς δέν μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά γίνει σώφρων, νά μπορεῖ δηλαδή νά ζεῖ μέ ἐγκράτεια, ἔχοντας τόν ἔλεγχο τῶν ψεκτῶν παθῶν του καί καθοδηγούμενος ἀπό τόν ἡγεμόνα νοῦ, ἄν δέν σταθεῖ ἀρνητικά πρός τήν αἰσχρή ἁμαρτία καί δέν ἀναπτύξει τό λεγόμενο ἅγιο μίσος πρός τίς ἡδονές τοῦ σώματος. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἐμμονή στίς ἡδονές σημαίνει τόν παθολογικό ἔρωτα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐμπλοκή του πρός τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἄρα τήν ἀδυναμία θέας τοῦ Θεοῦ. «Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»! Σχέση μέ τόν Θεό καί δουλεία στήν ἁμαρτία εἶναι καταστάσεις ἀσυμβίβαστες. Ὅπως τό διατυπώνει ὁ μεγάλος σύγχρονος ὅσιος Σωφρόνιος Ἀθωνίτης: «Ἡ ὁλοκληρωτική μετάνοια μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τό θανάσιμο ἐναγκαλισμό τοῦ ἐγωκεντρικοῦ ἀτομισμοῦ καί εἰσάγει στή θεωρία τῆς θείας παγκοσμιότητος τοῦ Χριστοῦ, ῾τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς εἰς τέλος᾽ (πρβλ. ᾽Ιωάν. ιγ´1). Ὅταν μισήσουμε τούς ἑαυτούς μας λόγω τῆς ζωντανῆς μέσα μας κακίας, τότε διανοίγονται σέ μᾶς οἱ ἀτέρμονες ὁρίζοντες τῆς ἐντεταλμένης ἀγάπης». Καί παρακάτω: «Τί θέλω κατ᾽ οὐσίαν νά πῶ μέ ὅλα αὐτά; Αὐτό ἀκριβῶς: Διά τῆς δοθείσης σέ μένα μετανοίας, μέχρι καί τοῦ αὐτομίσους, ἔλαβα χωρίς νά τό περιμένω πεῖρα θαυμαστῆς εἰρήνης, καί τό ἄκτιστο Φῶς μέ περιέβαλε, εἰσέδυσε μέσα μου, ἔκανε καί μένα φῶς ὅμοιο πρός Αὐτό καί μοῦ ἔδωσε νά ζήσω τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τῆς ᾽Αγάπης, Βασιλεία, τῆς ὁποίας ῾οὐκ ἔσται τέλος᾽»(«᾽Οψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστιν»).

 2. Τί προκαλεῖ μέ τή σειρά του τό μίσος αὐτό κατά τῆς ἁμαρτίαςσύμφωνα μέ τόν ὑμνογράφοΔύο τινά: (1)  κρίση τῆς κολάσεως καί  ντροπή πού τή συνοδεύει – «διενθυμουμένη τήν αἰσχύνην τήν πολλήν καί κρίσιν τῆς κολάσεωςἥν ὑποστῶσι πόρνοι καί ἄσωτοι»καί (2)  ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ - «Φιλάνθρωπε καί οἰκτίρμον,..ρῦσαί με»Ὅσο  ἄνθρωπος μέ ἄλλα λόγια ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦκάτι πού ἀποτελεῖ χάρη δική Τουπροσφερόμενη ὅμως σ᾽ ἐκείνους πού ἔστω καί στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας διατηροῦν κάποια ψήγματα ἀγαθά - ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ αὐτό πού ἔλεγε  ὅσιος Πορφύριοςὅτι βεβαίως  Θεός δίνει τήν ἀγάπη Του σέ ὅλουςἀλλά θέλει γιά νά γίνει αὐτή  ἀγάπη Του αἰσθητή κάτι ἐλάχιστο ἀπό τόν ἄνθρωπομιά ἐπιθυμία του νά θελήσει κι αὐτός τήν ἀγάπη αὐτή - τόσο καί θέλγεται ἀπό ᾽Εκεῖνον καί στρέφεται ἐν μετανοίᾳ σέ ΑὐτόνΚι ἄν δέν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη αὐτή, ἐκεῖνο πού μπορεῖ λίγο νά τόν συνετίσει καί νά τόν ξυπνήσει εἶναι ὁ φόβος γιά τήν κόλαση καί ἡ ντροπή πού ὁ ἄνθρωπος θά νιώσει τότε μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού συνιστᾶ κι αὐτό χαρισματική κατάσταση, κατώτερο θά λέγαμε σκαλοπάτι τῆς ἀγάπης.

Ἡ πόρνη γυναίκα ἔνιωσε τίς χαρισματικές αὐτές καταστάσεις, τοῦ φόβου καί τῆς ἀγάπης, γεγονός πού τίς φανέρωσε μέ τή σπουδή τῆς στροφῆς της πρός τόν Λυτρωτή – «ἡ πόρνη δέ γυνή, καί πτοηθεῖσα καί σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρός τόν Λυτρωτήν». Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι τά στάδια αὐτά τῆς μετανοίας, ὅπως μᾶς τά προσφέρει ὁ ὑμνογράφος μέσα ἀπό τό παράδειγμα τῆς γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ἀσφαλῶς τά ἴδια στάδια πού μᾶς προβάλλει ἡ κλασικότερη παραβολή τοῦ Κυρίου στό θέμα αὐτό: ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου. Ὅ,τι ἔκανε ὁ ἄσωτος – συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του καί στροφή στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα - τό ἴδιο βλέπουμε νά κάνει καί ἡ ἄσωτη γυναίκα. Τό ἕνα εἶναι παραβολή, τό ἄλλο πραγματικότητα. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι τό ἴδιο: ἡ ἀνοιχτή ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ πού μᾶς συγχωρεῖ καί μᾶς ἐξυψώνει σέ παιδιά Του.

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ (ΕΣΠΕΡΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ)

«Άπλωσε η πόρνη τις τρίχες της κεφαλής της σε Σένα τον Δεσπότη. Άπλωσε ο Ιούδας τα χέρια στους παράνομους. Η πρώτη, για να λάβει την άφεση των αμαρτιών της, ο δεύτερος, για να πάρει χρήματα» (απόστιχα)

Δύο παραδείγματα μας προβάλλει απόψε η Εκκλησία μας. Ένα θετικό και ένα αρνητικό. Το ένα για να το μιμηθούμε. Το άλλο για να το αποστραφούμε. Μία πόρνη γυναίκα και ένα μαθητή του Κυρίου. Και προφανώς θα έλεγε κανείς ότι το θετικό και καλό παράδειγμα είναι ο μαθητής του Χριστού, ενώ το αρνητικό η πόρνη γυναίκα. Αλλά τα πράγματα, όπως όλοι ασφαλώς γνωρίζουμε, κινούνται ανατρεπτικά: η πόρνη προβάλλεται ως εκείνη που πρέπει να μιμούμαστε, και μάλιστα σε όλη τη ζωή μας· ο μαθητής προβάλλεται ως εκείνος που πρέπει να αποστρεφόμαστε, για να μην οδηγηθούμε σαν κι εκείνον στην καταστροφή!

Κι είναι ευνόητο: η πόρνη είναι εκείνη που έγινε το διαχρονικό πρότυπο όχι βεβαίως για την πορνεία της, αλλά για τη μετάνοια την οποία επέδειξε, καθώς ένιωσε τη χάρη και την αγάπη του Κυρίου. Ο μαθητής Ιούδας είναι εκείνος που οι αιώνες αποστρέφονται, όχι ασφαλώς για την επίζηλη θέση του: να είναι δίπλα στον Κύριο ως μαθητής Του, αλλά για την προδοτική στάση του την οποία κράτησε τελικώς απέναντι στον Διδάσκαλό του!

Που θα πει: εκείνο που μετράει πάντοτε ενώπιον του Θεού μας, ανεξάρτητα από το τι κάναμε ή κάνουμε, σπουδαίο και σημαντικό ίσως, είναι τελικώς ό,τι υπερτερεί στην καρδιά μας. Όχι τι φαινόμαστε, αλλά τι είμαστε είναι εκείνο που στέκει αδιάκοπα ενώπιον του Θεού μας, δηλαδή το περιεχόμενο της καρδιάς μας που είναι και ο αληθινός θησαυρός μας. Πρόκειται για τη συγκλονιστική αλήθεια που είπε ο Κύριος και δεν της δίνουμε συνήθως και μεγάλη σημασία: «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται». Με άλλα λόγια, για να δω τον θησαυρό μου, τον ίδιο τον Θεό μου, πρέπει να κοιτάξω μέσα μου και να δω τι κυριαρχεί εκεί. Στον Ιούδα, τον μαθητή του Χριστού, κυριάρχησε αντί του Χριστού το χρήμα: τον κέρδισε το πάθος της φιλαργυρίας, οπότε ακολουθούσε τον Κύριο όντας ειδωλολάτρης· στην πόρνη γυναίκα κυριάρχησε αντί της φιληδονίας και της πορνείας της η αγάπη του Χριστού που την οδήγησε στη συγκλονιστική μετάνοιά της.

Εντελώς ανατρεπτικό πράγματι το σκηνικό: μας εμβάλλει κυριολεκτικά σε φόβο, γιατί μας κάνει να σκεφτούμε ότι τίποτε το εξωτερικό, το μετρήσιμο με τις αισθήσεις μας και τη λογική μας, δεν μπορεί να είναι το σταθερό έδαφος που μπορούμε να πατήσουμε. Το μόνο σωτήριο για μας είναι η αγάπη του Θεού μας. Αυτή που έκανε και την άσωτη γυναίκα να μεταστραφεί και να γίνει υπόδειγμα αγιότητας! 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

 

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον «άρχοντα όλης της γης», όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. «Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε»  (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: «Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!» (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: «Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό» (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού – «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς» - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών» (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον (ωδή α´). Και: «Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου» (ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης «τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο» (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν «δεν ξέρουν τι ζητούν», αλλά «το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας». Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: «Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες» (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή «διορθώνει»: «Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου» (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι «ένας νέος Ηλίας» (ωδή ε´), «όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε» (κάθισμα όρθρου).

29 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ (Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ)

ΜΗ ΜΕΙΝΩΜΕΝ ΕΞΩ ΤΟΥ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ!

 «Τήν ὥραν, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα, τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί κράζουσα. Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ» (κοντάκιο).

(Ταλαίπωρη ψυχή μου, κατάλαβε καλά την ώρα του τέλους σου και δείλιασε από το κόψιμο που προτείνει ο Κύριος για την ξεραμένη συκιά. Οπότε το τάλαντο που σου ‘δωσε ο Θεός εργάσου το με φιλοπονία, φωνάζοντας δυνατά και με εγρήγορση: Μη μείνουμε έξω από τον νυμφώνα του Χριστού). 

Πρέπει να μπούμε στην αγωνία του αγίου υμνογράφου. Έχει την επίγνωση ότι δεν βρίσκεται στην κανονική θέση που θα έπρεπε: του παιδιού που ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη προς τον Θεό Πατέρα του. Αλλ’ ούτε πάλι κινητοποιείται στο άγιο θέλημα Αυτού προσδοκώντας ίσως τις δωρεές της Βασιλείας Του. Νιώθει πολύ μικρός και πολύ κάτω: η αίσθηση του φόβου μπορεί να τον κρατήσει σε ό,τι ο Κύριος έφερε με τη Βασιλεία Του. Αισθάνεται δηλαδή σαν τον δούλο που λόγω του φόβου μίας τιμωρίας κρατάει τις εντολές του κυρίου του.

Ποιος είναι ο φόβος του πιστού υμνογράφου; Μπροστά στο επερχόμενο γεγονός του τέλους, του θανάτου, και μπροστά σ’ αυτό που είπε ο Κύριος, ότι δηλαδή «κάθε δένδρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται και πετιέται στη φωτιά», μη τυχόν και μείνει αμετανόητος, σαν το άκαρπο δένδρο της συκιάς. Καλεί λοιπόν την ψυχή του, τον εαυτό του, όσο καιρό έχει, δηλαδή το σήμερα, να εργαστεί πάνω στην ψυχή του και  να καλλιεργήσει ό,τι δώρο του έδωσε ο Θεός, είτε φυσικό είτε πνευματικό. Και κυρίως το πνευματικό: τη χάρη του αγίου βαπτίσματος. Πώς; Προσπαθώντας με τη δύναμη Εκείνου να τηρεί τις άγιες εντολές Του.  Έτσι θα βρίσκεται ενωμένος με τον Χριστό ως άγιο μέλος Του. Έτσι θα βρίσκεται μέσα στον νυμφώνα Αυτού! Αυτός δεν είναι και όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής;

Ο φόβος του αγίου ποιητή πρέπει να γίνει και φόβος δικός μας. Διότι κι εμείς γνωρίζουμε ότι θα φύγουμε από τη ζωή αυτή, και μάλιστα σε ώρα που δεν προσδοκούμε. Η κάθε ώρα δυνητικά μπορεί να είναι και το  τέλος μας! Συνεπώς, δεν μπορούμε να παίζουμε με την πίστη μας. Κι ακόμη· ο λόγος του Κυρίου είναι αψευδής: ό,τι έχει πει είναι στην πραγματικότητα ήδη γεγονός. Είναι λοιπόν πνευματικός νόμος: δεν παρουσιάζουμε στη ζωή μας καλούς καρπούς; Δηλαδή επιλέγουμε τη διαγραφή του Θεού από τη ζωή μας; Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε τις συνέπειες της ελεύθερης επιλογής μας: την αποκοπή μας από Εκείνον!

Μα εμείς θέλουμε τον Κύριο. Ζητάμε να Τον αγαπάμε. Εκείνος είναι ο νυμφίος και ο Ίδιος είναι και ο νυμφώνας. «Μη μείνωμεν λοιπόν έξω του νυμφώνος Αυτού»! Οπότε ο  φόβος μας αλλάζει: δεν είναι φόβος ενόψει μίας τιμωρίας. Είναι φόβος ενόψει της απώλειας του Ίδιου από τη ζωή μας! Με φιλοπονία λοιπόν ας εργαζόμαστε τις εντολές του αγαπημένου μας!

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΕΠΙ ΘΥΡΑΙΣ!

«Ἑτοίμαζε σεαυτήν, ὦ ψυχή μου, πρός τήν σήν ἔξοδον˙ ἡ παρουσία ἐγγίζει τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ» (Μ. Απόδειπνο: ωδή β΄ Τριωδίου Μ. Δευτέρας, αγίου Ανδρέου Κρήτης).

(Ψυχή μου, ετοιμάζου για την έξοδό σου από τον κόσμο αυτόν. Διότι η  παρουσία του δίκαιου Κριτή εγγίζει).

Ο ποιητής του κατανυκτικότατου Μεγάλου Κανόνος Άγιος Ανδρέας Κρήτης κινείται απολύτως αγιογραφικά: Ο Ιησούς Χριστός που Θεός ων έγινε άνθρωπος για να σηκώσει τις αμαρτίες μας και να μας δώσει και πάλι τον κλεισμένο Παράδεισο, την όραση δηλαδή του Θεού ως μετοχή στη ζωή Του, θα ξανάλθει και πάλι για δεύτερη και οριστική φορά. Κι η Δεύτερη αυτή Παρουσία Του θα σημάνει και το τέλος του σχήματος του παρόντος κόσμου, που σημαίνει όχι την καταστροφή αλλά την αλλαγή του. «Καινούς ουρανούς και καινήν γην προσδοκώμεν». Τη φοβερή αυτή ώρα που θα τη συνοδέψουν συγκλονιστικά γεγονότα, οι μεν τότε ζώντες θα αλλάξουν μ’ έναν τρόπο που δεν γνωρίζουμε, οι δε κεκοιμημένοι θα αναστηθούν από τους τάφους, ώστε όλοι, ψυχή τε και σώματι, να σταθούν προς κρίση ενώπιον του απολύτως Δικαίου Κριτού.

Πρόκειται για την προσδοκία που συνείχε κυριολεκτικά την πρώτη Εκκλησία και που διαχρονικά καλλιεργεί αδιάκοπα η συνέχειά της, το ζωντανό σώμα του Κυρίου, αφού δεν μπορεί να κατανοηθεί ο ερχομός του Χριστού την πρώτη φορά χωρίς την επάνοδό Του το δεύτερον. Ο Κύριος δηλαδή ήλθε για να ξανάλθει, ένδοξα τη δεύτερη φορά και απολύτως οριστικά – η πρώτη Παρουσία Του συν-οράται πάντοτε με τη Δεύτερή Του. «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Χωρίς την ομολογία της προσδοκίας αυτής δεν μπορεί να υπάρξει αυτοσυνειδησία χριστιανική, με άλλα λόγια ο χριστιανός τρέφεται κυριολεκτικά από το μέλλον, το φως της ερχόμενης Βασιλείας του Χριστού φωτίζει το εκάστοτε παρόν του – η Θεία Λειτουργία συνιστά την κατεξοχήν επιβεβαίωση της αλήθειας αυτής, κάθε φορά που εκκινεί με το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Κι είναι αλήθεια ότι ενώ ο Κύριος βεβαίωνε τον και πάλι ερχομό Του σε ώρα απροσδιόριστη, κάποιοι χριστιανοί βιάζονταν και σαν να μη λάμβαναν υπ’ όψιν τους τα λόγια Του ότι θα έρθει «ως κλέπτης εν νυκτί», κατά κάποιον τρόπο «εκβίαζαν» την ώρα Του αυτή θέτοντας συγκεκριμένο όριο: σήμερα ή αύριο έρχεται! Το λάθος των πιστών αυτών δεν ήταν η άμεση αίσθηση της ερχόμενης Παρουσίας του Κυρίου, αλλά η επικαιροποίησή Της από αυτούς σε δεδομένη στιγμή. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας διά των Αποστόλων αντέδρασε και έθεσε το ορθό πλαίσιο που πρέπει να κινούμαστε οι χριστιανοί: ζούμε πάντοτε με την προσμονή της άμεσης παρουσίας Του, σαν να είναι να έλθει την κάθε ώρα και στιγμή, αλλά δεν «οριοθετούμε» την ελευθερία της δικής Του κρίσεως – ποιος άλλωστε μπορεί να γίνει «σύμβουλος» του Κυρίου; Εκείνος που ιδιαιτέρως δίνει την απάντηση στον προβληματισμό αυτόν είναι ο απόστολος Πέτρος. Στη Β΄ καθολική του επιστολή σημειώνει τα εξής πολύ σημαντικά: «Ένα πράγμα να μην ξεφεύγει από την προσοχή σας, αγαπητοί μου: Ότι για τον Κύριο μία μέρα είναι σαν χίλια χρόνια, και χίλια χρόνια σαν μία μέρα. Δεν καθυστερεί ο Κύριος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, όπως νομίζουν μερικοί. Κάνει υπομονή, γιατί δεν θέλει να καταστραφούν μερικοί από σας, αλλά να μετανοήσουν όλοι. Ωστόσο, η ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης τη νύχτα».

Οπότε, η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου είναι μία πραγματικότητα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει, όμως ο Κύριος μάς δίνει παράταση. Και η παράταση είναι η κάθε ημέρα, με σκοπό να Τον θελήσουμε, που θα πει να μετανοήσουμε. Αυτό είναι και το νόημα του χρόνου: ει δυνατόν η μετάνοια όλων των ανθρώπων. Κι έρχεται ο Κύριος ο Οποίος με απόλυτο τρόπο το αποκαλύπτει και αλλιώς: «γίνεσθε έτοιμοι ότι η ώρα ου δοκείτε ο Κύριος έρχεται» - να είστε πάντοτε έτοιμοι γιατί την ώρα που δεν περιμένετε έρχεται ο Κύριος. Κι είναι το συμπέρασμα και του αποστόλου Πέτρου: «Η συμπεριφορά σας να είναι άγια και αφιερωμένη στον Θεό, όσον καιρό θα προσμένετε με ζήλο και λαχτάρα τον ερχομό της ημέρας του Θεού».

Λοιπόν, ο άγιος Ανδρέας στο παραπάνω μικρό τροπάριο εκφράζει την αίσθηση του αληθινού πιστού και καταγράφει τον κτύπο της καρδιάς της ζωντανής Εκκλησίας του Κυρίου: περιμένει τον Αρχηγό της που όπου να ’ναι έρχεται. Κι είναι ο Δίκαιος και αδέκαστος Κριτής – «όλα είναι γυμνά και φανερά μπροστά στα μάτια Του». «Θεός πιστός και ουκ έστιν αδικία εν Αυτώ». Με την επιπλέον επισήμανση: ο ερχομός Του μπορεί να συμβεί και με την ώρα του θανάτου του ανθρώπου. Ο θάνατος που είναι άδηλος είναι η ώρα που ο Κριτής κρούει τη θύρα μας για να μας πάρει κοντά Του. Κι η ώρα αυτή λειτουργεί και στο επίπεδο της Δευτέρας Παρουσίας: μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια. Όπως μας βρει η ώρα του φυσικού τέλους μας, έτσι θα σταθούμε και ενώπιον του Κυρίου κατά την ώρα της οριστικής κρίσεως. Απλώς τότε με μεγαλύτερη ένταση, γιατί θα έχουμε και το σώμα μας.

28 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

«Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διά τήν ἀκαρπίαν τό ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

(Αφού φοβηθούμε, αδελφοί, το επιτίμιο της συκιάς που ξεράθηκε λόγω της ακαρπίας της, ας προσφέρουμε στον Χριστό που μας παρέχει το μέγα έλεος καρπούς άξιους της μετανοίας).

Ο παραπάνω ύμνος των αποστίχων του όρθρου της Μ. Δευτέρας που ακούγεται το εσπέρας της Κυριακής των Βαῒων σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, αφορμάται από το γεγονός της υπό του Κυρίου ξηρανθείσης συκής – το ένα από τα δύο γεγονότα που εορτάζουμε τη Μεγάλη Δευτέρα (το άλλο είναι η προβολή του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης παγκάλου Ιωσήφ ως τύπου και προεικόνισης του ίδιου του Κυρίου). Κατά την ευαγγελική διήγηση, ο Κύριος πλησιάζοντας μία συκιά και βλέποντας ότι έχει μόνο φύλλα και καθόλου καρπούς της μιλάει επιτιμητικά σαν να την «καταριέται»: «να μη βγάλεις ποτέ καρπούς», κάτι το οποίο όντως με θαυμαστό τρόπο συμβαίνει∙ η συκιά ξεραίνεται! (Και βεβαίως, ας σημειώσουμε παρενθετικά, ο Κύριος προέβη στην ενέργεια αυτή όχι γιατί είχε «κάτι» με το συγκεκριμένο δένδρο, το οποίο αποτελούσε έτσι κι αλλιώς δική Του δημιουργία – «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, όπως και το ότι ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι είναι αντικείμενο της παντοδύναμης και γεμάτης αγάπη Πρόνοιάς Του – αλλά γιατί ήθελε να διδάξει τους μαθητές Του να μην ακολουθούν τον τρόπο ζωής των Φαρισαίων της εποχής τους, οι οποίοι παρουσιάζονταν στον κόσμο πράγματι σαν δένδρο μόνο με φύλλωμα χωρίς καρπούς, διότι τους ενδιέφερε μόνο το φαίνεσθαι και η γνώμη των ανθρώπων αδιαφορώντας για την ποιότητα του εσωτερικού τους κόσμου. Και το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο και γι’ αυτούς, όπως και της συκιάς: αποξηραμένοι θα πεταχτούν στη φωτιά!)

Τι λέει λοιπόν ο υμνογράφος; Βλέποντας το τι συνέβη με τη συκιά, να μη βρεθούμε κι εμείς στη θέση της. Πώς; Ζώντας ζωή μετάνοιας, με επίγνωση των αμαρτιών μας και εν ελπίδι ταπεινή επιστροφή μας προς τον Θεό – ό,τι μας δίδαξε ο Κύριος με τη συγκλονιστική παραβολή του ασώτου. Και τι είναι εκείνο που καθιστά φανερή τη γνησιότητα της μετανοίας αυτής; Οι καρποί που παρουσιάζουμε στη ζωή μας: η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, η χαρά που αναβλύζει από την ύπαρξή μας, η ειρήνη που διακατέχει τον εσωτερικό μας κόσμο, η μακροθυμία και η υπομονή μας στις διάφορες δυσκολίες της ζωής, η αγαθή διάθεσή μας προς όλους και όλα, η προσπάθεια να γινόμαστε ωφέλιμοι στο περιβάλλον μας, η εμπιστοσύνη μας πάντοτε στον Θεό αλλά και στον άνθρωπο, η πραότητα του εσωτερικού μας κόσμου, η εγκράτειά μας ως περιορισμός των άτακτων ορμών και ορέξεών μας – αυτό που με καταιγιστικό τρόπο σημειώνει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή ως «καρπόν του Πνεύματος» (5, 22-23).  Κι αυτό συμβαίνει, διότι ασφαλώς η μετάνοια, όπως και κάθε τι στη χριστιανική πίστη, δεν είναι λόγια ή κάποια ιδέα, αλλά βίωμα, κίνηση και πορεία να είναι κανείς εκεί που βρίσκεται πάντοτε ο Ίδιος ο Χριστός, με αποτέλεσμα την αλλοίωση επί τα βελτίω της ζωής του ανθρώπου.

Με τον φόβο όμως θα κινηθούμε προς τον Θεό; Το «ἐπιτίμιον» της καταστροφής θα είναι αυτό που θα μας οδηγήσει στη σωστική μετάνοια; Δεν είναι το ακριβώς ζητούμενο: η Εκκλησία μας βασισμένη στον Κύριο και τους Αποστόλους μάς υποδεικνύει την αγάπη ως το ιδανικό ποιητικό αίτιο κάθε αγαθής ενέργειας και κίνησής μας που οδηγεί στον Θεό. Μα η αγάπη είναι ακριβώς το «ιδανικό» και μακάρι αυτό να ήταν εκείνο που θα κινούσε όλους μας. Με ρεαλισμό η Εκκλησία διά των Πατέρων της αποδέχεται και κατώτερα σκαλοπάτια: τον φόβο κι ακόμη την αμοιβή. Πρόκειται για τη γνωστή από τα πρώτα χρόνια ήδη του χριστιανισμού διαβάθμιση των πιστών σε τρείς «κατηγορίες»: την κατηγορία των δούλων (την κατώτερη όλων που κίνητρο ενεργείας είναι ο φόβος)∙ την κατηγορία των μισθωτών (τη μεσαία που κίνητρο είναι η προσδοκία αμοιβής)∙ την κατηγορία των υιών (την ανώτερη που κίνητρο είναι η αγάπη).

Λοιπόν, η Εκκλησία μας έρχεται σήμερα με τον συγκεκριμένο ύμνο και μας υπενθυμίζει τις μεγάλες αυτές αλήθειες: ο Θεός πράγματι είναι γεμάτος έλεος για τους ανθρώπους, περιμένοντας και τη δική μας ανταπόκριση αγάπης στη δική Του αγάπη∙ οι άνθρωποι «ξεκουνιόμαστε» από την προσκόλληση στα πάθη μας συνήθως με τον φόβο. Τουλάχιστον λοιπόν φοβούμενοι το «ἐπιτίμιον» της συκιάς ας ξυπνήσουμε για να βρεθούμε μέσα στη λιακάδα της αγάπης του Θεού μας.