13 Ιουλίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΣΑΒΒΑΪΤΗΣ

«Ανεψιός του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ο Στέφανος, γεννήθηκε στη Δαμασκό το 725. Τον πατέρα του τον έλεγαν Θεόδωρο Μονσούρ και ήταν αδελφός του αγίου Ιωάννη. Σε ηλικία 10 ετών, ο Στέφανος εισήχθη από τον θείο του στη Λαύρα του αγίου Σάββα, όπου για 15 χρόνια εκπαιδεύτηκε πολύ καλά στη μοναχική ζωή. Μετά τον θάνατο του θείου του, αποσύρθηκε στην έρημο για να εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στη μελέτη του λόγου του Θεού. Εκεί ασχολήθηκε και με την ποίηση, στην οποία διακρίθηκε, και αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Εκκλησίας μας. Ο Στέφανος ό,τι δημιουργούσε με το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός, το αφιέρωνε στη δόξα του Θεού και όχι στον θαυμασμό των ανθρώπων. Διότι τον ενέπνεαν τα λόγια της Αγίας Γραφής που λένε: «Παν ό,τι αν ποιήτε, εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι του Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ και Πατρί δι’ αυτού» (Κολ. 3, 17). Ο Στέφανος, αφού κόσμησε την Εκκλησία με τα ποιήματά του, πέθανε ειρηνικά το 794 (κατά άλλους το 807). Η μνήμη του οσίου Στεφάνου επαναλαμβάνεται και στις 28 Οκτωβρίου. Για ποιον λόγο υπάρχει διπλή μνημόνευση του οσίου Στεφάνου, δεν γνωρίζουμε. Ίσως σήμερα να εορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων του οσίου και στις 28 Οκτωβρίου την κυρίως μνήμη του».

Ο ποιητής της ακολουθίας του οσίου Στεφάνου χρησιμοποιεί κατά κόρον το λογοτεχνικό σχήμα της παρήχησης, εν σχέσει με το όνομα του οσίου – σχήμα λίαν προσφιλές στους περισσοτέρους υμνογράφους της Εκκλησίας μας – όχι βεβαίως για να τέρψει απλώς τα ώτα των ακουόντων, αλλά να εγκωμιάσει, και με το κάλλος του λόγου, τον όσιο και να νουθετήσει τους πιστούς με την προβολή του αγιασμένου βίου του. Διότι στην Εκκλησία μας εκείνο που προέχει είναι πάντοτε η παιδαγωγία και η καθοδήγηση των πιστών και όχι η αισθητική απόλαυση. Ποτέ δηλαδή στην Εκκλησία δεν έγινε αποδεκτό το αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη», αλλά η τέχνη στην υπηρεσία της σωτηρίας του ανθρώπου, με άλλα λόγια έχουμε ένα είδος «στρατευμένης» τέχνης, για να χρησιμοποιήσουμε λόγο που ακούγεται συχνά στις ημέρες μας.

Όμως μολονότι το προέχον είναι η παιδαγωγία, δεν υποβαθμίζεται και το κάλλος, η εξωτερική ομορφιά. Κι εκείνος που διατύπωσε μία θεωρία, θα λέγαμε, επ’  αυτού, ήταν ο Μέγας Βασίλειος, με τη «θεωρία του κάλλους», όπως ονομάστηκε, κατά την οποία η ουσία είναι η αλήθεια, αλλά θα πρέπει να προσεχθεί και η προσφορά αυτής, να προσφέρεται δηλαδή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όπως συμβαίνει και μ’  ένα δέντρο: ενδιαφέρουν βεβαίως οι καρποί, αλλά και το φύλλωμα δίνει την ολοκληρία. Έτσι λοιπόν ακούμε: «Σύ, Στέφανε, μοναζόντων εγένου στεφάνωμα», «αμάραντον, ο Δεσπότης Παμμάκαρ σοι στέφανον, ως δίκαιος έπλεξε της αρετής», «ως καλός, ως ωραίος ο στέφανος, ω νυν εστεφάνωσαι, πάνσοφε Στέφανε» κ.ά.π.

Ποιο το ουσιώδες που προβάλλει ο υμνογράφος από τον βίο του αγίου Στεφάνου; Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί ένα στιχηρό του οσίου από τον εσπερινό της εορτής: « Πάτερ θεοφόρε Στέφανε, οχύρωσες τον νου σου λαμπρότατα με τη θεία φρόνηση, τα συναισθήματά σου με την ανδρεία, τις επιθυμίες σου με τη σωφροσύνη και κατεύθυνες όλη τη δύναμη της ψυχής σου με στοχασμό μεγάλο προς τη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και έφτιαξες για τον εαυτό σου τερπνότατο άρμα των αρετών, στο οποίο ανέβηκες και με χαρά ανήλθες προς ύψος, ένδοξε».

 Συμπυκνωμένα, ο υμνογράφος μάς περιγράφει την πνευματική πορεία του οσίου: έζησε τη ζωή του Θεού (δικαιοσύνη) – το σκοπό της πνευματικής ζωής – ασκώντας έλεγχο στις δυνάμεις της ψυχής του: στο νου και το λογιστικό με τη θεία φρόνηση, στα συναισθήματα (θυμοειδές) με το ανδρικό φρόνημα, στις επιθυμίες (βουλητικό) με τη σωφροσύνη. Ο υμνογράφος είναι καλός γνώστης της Πατερικής και Νηπτικής γραμματείας. Ακολουθεί αυτό που οι Πατέρες προτείνουν για τη θωράκιση του τριμερούς της ψυχής, που ναι μεν έχει πλατωνική προέλευση, αλλά έγινε αποδεκτό από αυτούς, δίνοντάς του χριστιανικό περιεχόμενο. Δηλαδή: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό, να ζει δηλαδή τη δικαιοσύνη Του,  αν δεν στρέψει όλες τις δυνάμεις του σ’  Εκείνον και δεν βάλει στο κάθε επιμέρους τμήμα της ψυχής την αντίστοιχη αρετή: τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη.

12 Ιουλίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Σπανίως να βρεθεί άνθρωπος στην εποχή μας που να μη γνωρίζει τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Έχουν ειπωθεί και γραφεί τόσα πολλά, ως και ταινίες έχουν γυριστεί γι’ αυτόν, ώστε και ο πιο «άσχετος» προς την εκκλησιαστική ζωή να έχει κάποια γνώση περί τούτου. Βεβαίως εκείνο που έχει σημασία για έναν πιστό είναι όχι να έχει γνώση και πληροφορίες κάποιων γεγονότων από τη ζωή του αγίου, αλλά να αποκτήσει προσωπική κοινωνία μαζί του μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, (δεδομένου ότι εν Χριστώ όλοι είμαστε ένα), κάτι που επιτυγχάνεται με την αγάπη που ο πιστός τρέφει πρώτιστα προς τον Κύριο και έπειτα προς τους αγίους - η αγάπη ενεργοποιεί την πνευματική και μυστική αυτή πραγματικότητα της των πάντων ενότητας.

Η πορεία της επί γης ζωής του είναι γνωστή. Γεννημένος στα Φάρασα της Καππαδοκίας, το 1924, βαπτίστηκε από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη τις ημέρες εξόδου των Φαρασιωτών και όχι μόνο προς τη μητέρα Ελλάδα, ο οποίος μάλιστα διορατικά θέλησε να τον αφήσει «στο ποδάρι του» καθώς είπε. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα πέρασε στην Κόνιτσα, αποδυόμενος στους πρώτους ασκητικούς αγώνες του, έως ότου έφυγε για τον Άγιον Όρος, όπου και μόνασε σε διάφορα μοναστήρια, για να επανακάμψει στην Κόνιτσα μετά από πληροφορία της Υπεραγίας Θεοτόκου στην ιερά Μονή Στομίου και από εκεί να φύγει για το Σινά, για λόγους πνευματικούς επί μία διετία (1962-1964). Μετά τη διετία αυτή οριστικά εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος, όπου και μετά από λίγα χρόνια, το 1974, βρήκε αποκούμπι στην περιοχή Παναγούδα, τη μικρή Παναγία δηλαδή, κοντά στην πρωτεύουσα του Όρους τις Καρυές. Εκεί έγινε περισσότερο γνωστός στον πολύ κόσμο, γι’ αυτό και πλήθη συνέρρεαν καθημερινά για να τον δουν, να τον συμβουλευτούν, να τον παρακαλέσουν για ένα σοβαρό ή όχι πρόβλημά τους, μολονότι η φύση του ήταν ησυχαστική και ήθελε να αποφεύγει τους ανθρώπους προκειμένου να αφιερώνεται στην προσευχή. Προφανώς τούτο δεν ήταν το θέλημα του Θεού, γι’ αυτό και ο ίδιος έλεγε: «Θέλησα να αποφύγω τους ανθρώπους για χάρη του Θεού κι Εκείνος με έβαλε ακριβώς στο πρόγραμμα των ανθρώπων». Κι ήταν τούτο που επιβεβαίωνε τη μεγάλη αγιότητά του: δεν έκανε ό,τι ήταν αρεστό στον ίδιο αλλ’ ό,τι έβλεπε ως θέλημα του Κυρίου για εκείνον. Κεφάλαιο μεγάλο στη ζωή του ήταν οι διάφορες αρρώστιες που τον καταπονούσαν, για τις οποίες όμως ένιωθε ευγνώμων στον Θεό, γιατί ήταν εκείνες που του έδωσαν, καθώς έλεγε, τη μεγαλύτερη ώθηση προς αγιασμό του. «Αυτό που κέρδισα με τις αρρώστιες μου δεν μπόρεσα ποτέ να αποκτήσω με όλα τα χρόνια της ασκητικής μου ζωής» ομολογούσε. Στο τέλος, κατά προτροπή και παράκληση των φίλων και γνωστών του αναγκάστηκε να πάει στο νοσοκομείο, γιατί κατατρυχόταν από καρκίνο, μέχρις ότου άφησε εκεί την τελευταία του πνοή (1994) μέσα σε κλίμα παρ’ όλες τις οδύνες του δοξολογίας προς τον Θεό. Άφησε μνήμη οσίου ανδρός, κάτι που η Εκκλησία μας επιβεβαίωσε διακηρύσσοντας την αγιότητά του το 2015. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του. Το σεπτό λείψανό του αναπαύεται στο αγαπημένο του ιερό γυναικείο ησυχαστήριο που καθοδηγούσε, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στη Σουρωτή της Θεσσαλονίκης, τόπο που συγκεντρώνει πάμπολλα πλήθη προσκυνητών από όλον τον κόσμο. Οι εκδόσεις του ιερού ησυχαστηρίου για τον άγιο, τόσο τα δικά του κείμενα όσο και αυτά που το μοναστήρι κατέγραψε από την εμπειρία με αυτόν, θεωρούνται μοναδικά και αποδίδοντα αυθεντικά το άρωμα της αγίας του ζωής.

Πολλές είναι οι ακολουθίες που εκδόθηκαν για τον άγιο και μία με πολλή αίσθηση και αγάπη προς αυτόν γραμμένη είναι της κ. Αδαμαντίας Καβάγια-Πιπεράκη. Με λυρισμό μοναδικό που «πατάει» όμως σε έδαφος ακραιφνώς ρεαλιστικό η σπουδαία υμνογράφος αποδίδει όλη την πορεία της ζωής του αγίου, διεισδύοντας όμως εμπνευσμένα και κατ’ αναλογία του βίου άλλων γνωστών οσίων και στα «άδυτα» του εσωτερικού του κόσμου. Το δοξαστικό μάλιστα των αίνων του όρθρου σε ήχο πλ. δ΄ νομίζουμε ότι συνιστά μία σύνοψη όντως του φαινομένου που λέγεται Παΐσιος.

«Δεῦτε πιστοί τόν τρισμακάριστον Παΐσιον ἀνυμνήσωμεν βροτόν ἐν οὐρανοῖς, ἐπί γῆς δε ἄγγελον. Οὗτος ζωήν τήν ἀγήρω ποθήσας ἐκ παιδός, καθυπέταξε Θεῷ τό θέλημα και μέγας ἐν ἀσκηταῖς ἀνεδείχθη∙ τήν γάρ σάρκα ἐδουλαγώγησε και ὑπήκοον τῷ πνεύματι ἐποίησε∙ τό δέ πνεῦμα ἐταπείνωσε και ὑποκάτω πάσης κτίσεως ἔθηκε. Διό ὁ Πλούσιος ἐν ἐλέει ἐπλούτισεν αὐτόν διά χαρισμάτων πνεύματος σοφίας, προφητείας τε και διοράσεως, προοράσεώς τε και διακρίσεως πνευμάτων, και ἀνέδειξεν αὐτόν ἀείῤῥοον ποταμόν ἰαμάτων ψυχῶν τε και σωμάτων. Ὅθεν και ἡμεῖς τον δοξασθέντα ἐν θαύμασι ζῶντα και μετά τέλος, ὅσιον Παΐσιον ἱκετεύσωμεν ἐκτενῶς τοῦ πρεσβεύειν προς Κύριον ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν». (Εμπρός πιστοί ας ανυμνήσουμε τον τρισμακάριστο Παΐσιο, ουράνιο άνθρωπο και επίγειο άγγελο. Αυτός αφού πόθησε την αιώνια ζωή από παιδί, υπέταξε το θέλημά του στον Θεό και αναδείχθηκε μέγας μεταξύ των ασκητών. Διότι δουλαγώγησε τη σάρκα του και την έκανε υπάκουη στο πνεύμα του. Το δε πνεύμα του το ταπείνωσε και το έβαλε κάτω από όλη τη δημιουργία. Γι’ αυτό ο Πλούσιος σε έλεος Κύριος τον πλούτισε με τα χαρίσματα του πνεύματος της σοφίας, της προφητείας και της διοράσεως, της προοράσεως και της διακρίσεως των πνευμάτων, και τον ανέδειξε ανεξάντλητο ποταμό ιαμάτων για τις ψυχές και τα σώματα. Λοιπόν και εμείς αυτόν που δοξάσθηκε και ζωντανός και μετά το τέλος του με θαύματα, τον όσιο Παΐσιο, ας τον ικετεύσουμε εκτενώς ώστε να πρεσβεύει προς τον Κύριο να ελεηθούν οι ψυχές μας).

Ποιο θεωρείται το κρισιμότερο στοιχείο στον ύμνο που χαρακτηρίζει τον άγιο; Ασφαλώς όχι τα χαρίσματα με τα οποία πλούσια τον χαρίτωσε ο Θεός: η προφητεία, η προόραση, η διόραση, η διάκριση των πνευμάτων, η θαυματουργία – αυτά θεωρούνται επακολουθήματα και δωρεές Εκείνου στον άγιο για να τα θέτει στην υπηρεσία του συνανθρώπου, κάτι που βεβαίως και έκανε. Αλλ’ ούτε και η μεγάλη παρρησία που είχε και έχει, ώστε με τη δύναμη της πρεσβείας του να «επηρεάζει» για εμάς την κρίση του Θεού – κι αυτό αποτέλεσμα της όλης αγιασμένης βιοτής του θεωρείται. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν η υπακοή και η υποταγή που επέδειξε σε όλη τη ζωή του, και μάλιστα με αυξητικό τρόπο όσο περνούσαν τα χρόνια, στο θέλημα του Θεού. Ό,τι χαρακτηρίζει έναν άγιο, ένα συνεπή πιστό χριστιανό δηλαδή, είναι ακριβώς η ετοιμότητα υπακοής του όχι, όπως είπαμε και προηγουμένως για τον όσιο Παϊσιο, στο δικό του θέλημα, αλλά στο θέλημα του Θεού. Κατά τους νηπτικούς αγίους «το θέλημα, το ανθρώπινο δηλαδή, το εγωιστικό, συνιστά χάλκινο τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό». Γιατί ακριβώς στο θέλημα αυτό αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της καρδιάς. Η επιβολή του δικού μου θελήματος φανερώνει ότι η καρδιά, δηλαδή όλος ο εσωτερικός μου κόσμος, είναι πλήρης από το (διεστραμμένο) Εγώ μου, συνεπώς δεν υπάρχει κανένας χώρος για την παρουσία της χάριτος του Θεού – το Εγώ χαρακτηρίζεται από την κυριαρχικότητα και την υπερηφάνεια, είναι από την άποψη αυτή το δαιμονικό στοιχείο στον άνθρωπο. Η υπακοή όμως ως η συνειδητή προσπάθεια παραμερισμού του εγωισμού ώστε να λειτουργήσει η χάρη του Θεού φανερώνει το ήθος του αγίου ανθρώπου που είναι το ήθος του ίδιου του Θεού μας. «Η υπακοή ζωή, η παρακοή θάνατος» συνήθιζαν και συνηθίζουν να μας υπενθυμίζουν πάντοτε οι άγιοι του Θεού, εξαγγέλλοντας αυτό που ουσιαστικά διαλαλεί η Αγία Γραφή. «Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού».

Και τι κινεί την ετοιμότητα αυτή υπακοής στον άγιο, όπως σημειώνει και η σεμνή υμνογράφος; Απολύτως σε όλους τους αγίους ο πόθος και η αγάπη για τον Θεό. «Πόθησε από παιδί ο Παΐσιος (Αρσένιος τότε) την αιώνια ζωή, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό». Και ποιο το άμεσο αποτέλεσμα πριν έρθουν τα μεγάλα χαρίσματα; Η ισορροπία στη ζωή του με την έννοια της ορθής ιεράρχησής της. Στον Παΐσιο βλέπουμε πράγματι τι σημαίνει να ιεραρχείται η ανθρώπινη ζωή κατά τον τρόπο που θέλει ο Θεός: η σάρκα να υποτάσσεται με την άσκηση στο πνεύμα και το πνεύμα να αποκαλύπτει την αλήθεια του με την ταπείνωση, «το έχειν εαυτόν υποκάτω πάσης της κτίσεως». Η ταπείνωση δεν συνιστά το απόλυτο ρυθμιστικό στοιχείο της ζωής, επειδή αποτελεί τον μαγνήτη που μαγνητίζει τη χάρη του Θεού; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Στον όσιο Αγιορείτη λοιπόν βλέπουμε να προβάλλονται όλα τα γνωρίσματα της αγιότητας: αγάπη Θεού, υπακοή στο άγιο θέλημά Του, ταπείνωση, εγκράτεια και έλεγχος των άτακτων ορμών του σώματος, πνευματική ισορροπία, εμφάνιση χαρισμάτων, παρρησία μεγάλη ενώπιον του Θεού. Οπότε τι άλλο μπορεί να κάνει ένας πιστός που χειμάζεται στον κόσμο τούτο παρά να προσφεύγει και στον άγιο αυτόν που έχει την ιδιαιτερότητα να είναι των ημερών μας; Και η ιστορία της Εκκλησίας έχει δείξει ότι ο Θεός θέλει να ελεεί τον κόσμο του μέσω όλων ασφαλώς των  αγίων Του, περισσότερο όμως ίσως μέσω των αγίων της εκάστοτε εποχής.

08 Ιουλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ

«Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Προκόπιος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα, πού δίωξε τούς Χριστιανούς, σκληρότερα ἀπό ὅλους τούς προκατόχους του, τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ὑπῆρξε γόνος χριστιανοῦ πατέρα, ἀλλά εἰδωλολάτρισσας μητέρας, καί ἀνέβηκε μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του σέ μεγάλο ἀξίωμα, γενόμενος δούκας τῆς πόλεως τῶν ᾽Αλεξανδρέων. Παίρνοντας κάποτε ἐντολή ἀπό τόν αὐτοκράτορα νά διώξει τούς χριστιανούς, στόν δρόμο ἄκουσε βροντερή φωνή, καλώντας τον μέ τ᾽ ὄνομά του – Νεανίας λεγόταν – πού τόν προέτρεπε νά σταματήσει τό διωγμό, ἄν δέν θέλει νά καταστραφεῖ. Ζητώντας ὁ Νεανίας τότε νά δεῖ σαφέστερα ᾽Εκεῖνον πού τοῦ μιλοῦσε, εἶδε ἕναν κρυστάλλινο Σταυρό καί ἄκουσε φωνή μέσα ἀπό Αὐτόν, πού τοῦ ἔλεγε ῾ἐγώ εἶμαι ὁ ἐσταυρωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ᾽. Θυμίζει βεβαίως ἡ ἐπέμβαση  αὐτή τοῦ Χριστοῦ στόν ἅγιο τήν ἐπέμβαση τοῦ ῎Ιδιου στόν ἀπόστολο Παῦλο (Σαῦλο τότε), ὁ ὁποῖος καί αὐτός κλήθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, τήν ὥρα πού δίωκε τούς χριστιανούς, γι᾽ αὐτό καί οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας διαρκῶς συγκρίνουν τόν Προκόπιο μέ τόν μεγάλο ἀπόστολο τῶν ᾽Εθνῶν. Μεταστράφηκε ἀμέσως στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί διέταξε ὅταν γύρισε στή Σκυθόπολη, νά φτιάξουν ἕναν Σταυρό, κατά τόν τρόπο πού Τόν εἶδε, συγκείμενο ἀπό χρυσάφι καί ἀσήμι. Μετά μία νίκη του κατά τῶν Σαρακηνῶν, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά θυσιάσει εὐχαριστήρια στά εἴδωλα, ἡ ἴδια ἡ μητέρα του τόν κατήγγειλε στόν Διοκλητιανό, γεγονός πού ἀπετέλεσε τήν ἔναρξη τῶν μαρτυρίων καί τῶν βασάνων του. Σέ ὅλα τά μαρτύρια, σκληρά καί ὑπέρ ἄνθρωπον, ἔμεινε στέρεος στήν πίστη, γι᾽ αὐτό καί ὁ Κύριος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Προκόπιος, τόν θεράπευσε ἀπό ὅ,τι ὑφίστατο καί μάλιστα σέ κάποια ἀπό αὐτά, θαυμαστά πράγματι, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνήργησε, ὥστε νά μεταστραφεῖ στόν Χριστό καί ἡ μητέρα του, ὅπως καί δώδεκα συγκλητικές γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ὅλες, ὁμολογώντας Χριστόν, μαρτύρησαν στό ὄνομά Του. Τελικῶς ὁ ἅγιος, παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του, ὅταν διατάχθηκε ἕνας στρατιώτης μέ ξίφος νά τοῦ κόψει τόν αὐχένα».

Τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Προκόπιος, δοσμένο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, δηλώνει καί τήν μετέπειτα πιά πορεία του ὡς χριστιανοῦ: διαρκῶς  πρόκοπτε κατά Χριστόν. Κι εἶναι αὐτό πού ἀπαρχῆς τονίζουν γι᾽ αὐτόν καί πολλλά τροπάρια τῆς ἑορτῆς: «προκόπτων ἐν Θεῷ, πάντας πρέσβευε, ἀθλοφόρε, προκόπτειν ἐν αὐτῷ, μαρτύρων κλέος, μέγιστε Προκόπιε». Δηλαδή, προκόπτοντας κατά Θεόν, πρέσβευε, ἀθλοφόρε, πού εἶσαι ἡ δόξα τῶν μαρτύρων, μέγιστε Προκόπιε, νά προκόπτουμε ὅλοι ἐμεῖς, στή σχέση μας μέ Αὐτόν (αἶνοι).

Ἡ ἔννοια τῆς προκοπῆς εἶναι πολυποίκιλη, ἀλλά στίς ἡμέρες μας κατανοεῖται μονομερῶς. Προκοπή, γιά τούς πολλούς σήμερα, σημαίνει ἀπόκτηση πτυχίων, κατοχή θέσεων, ἀπόκτηση χρημάτων, μεγάλο καί θαυμαστό ὄνομα. Ἡ προκοπή, δηλαδή, συναρτᾶται πάντοτε μέ γήϊνους στόχους καί ὁριζόντιες μόνον ἐπιδιώξεις. Κι αὐτό βεβαίως εἶναι σύμπτωμα πνευματικῆς παρακμῆς, ἀφοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Θεός ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τή ζωή τῶν πολλῶν, ἤ, στήν καλύτερη περίπτωση, μπορεῖ νά ὑπάρχει, ἀλλά στό περιθώριο τῆς ζωῆς.

Ὁ ἅγιος Προκόπιος λοιπόν ἔρχεται μέ δύναμη, λόγω κυρίως τῆς ζωῆς του ἀλλά καί τοῦ ὀνόματός του, νά μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι γιά τούς Χριστιανούς τουλάχιστον, ἡ προκοπή, χωρίς νά ἀρνεῖται κανείς σ᾽ ἕναν βαθμό καί τήν ὁριζόντια διάστασή της, ἔχει πρώτα ἀπό ὅλα σημασία πνευματική, δηλαδή ἀναγωγῆς στόν Θεό. Ὅπως τό σημειώνει καί ὁ ὑμνογράφος: «προκόπτειν πάντας (ἡμᾶς), ἐν θεαρέστοις ὁδοῖς καί θείαις πράξεσιν εὐαρεστοῦντας αὐτῷ (τῷ Θεῷ)», δηλαδή: νά προκόπτουμε  ὅλοι ἐμεῖς, μέ τό νά εὐαρεστοῦμε τόν Θεό, τηρώντας τό θέλημά Του καί κάνοντας θεϊκές πράξεις. Προκομμένος, μέ ἄλλα λόγια, θεωρεῖται γιά τήν πίστη μας ἐκεῖνος πού αὐξάνει πάντοτε ἐν Θεῷ, ἔστω κι ἄν κατά κόσμον δέν ἔχει πετύχει καί πολλά πράγματα. Καί μᾶλλον τά πράγματα πορεύονται ἀντιστρόφως ἀνάλογα: στόν βαθμό πού φαίνεται κανείς κατά κόσμον ἴσως ἀποτυχημένος, χωρίς νά ἔχει σπουδαῖες θέσεις, μεγάλες ἀπολαβές, τρανταχτό ὄνομα, τόσο περισσότερο εἶναι ἴσως προχωρημένος κατά Θεόν, ἀρκεῖ βεβαίως ἡ κατά κόσμον αὐτή ῾ἀποτυχία᾽ νά εἶναι ἐνσυνείδητη, καρπός δηλαδή ἐπιλογῆς, κατά τό «λάθε βιώσας» (ζήσε κρυφά), καί ὄχι ἀποτέλεσμα ἀδιαφορίας καί τεμπελιᾶς.

 Ὅτι ἡ ἐπιλογή αὐτή -  ἡ προτεραιότητα νά εἶναι ἡ ἐν Θεῷ προκοπή καί ὄχι ἡ κατά κόσμον – θεωρεῖται  καί ἡ κατεξοχήν ἔξυπνη καί ἐπιτυχημένη, εἶναι περιττό καί νά ποῦμε, ἀφοῦ ἡ ζωή μας στόν κόσμο αὐτό εἶναι φθαρτή καί περιορισμένη καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀτελεύτητη αἰωνιότητα, μέσα στούς κόλπους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.

06 Ιουλίου 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 4, 18-23)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν Ἰησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε  δύο ἀδελφούς,  Σίμωνα  τὸν  λεγόμενον  Πέτρον  καὶ Ἀνδρέαν  τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς·  καὶ λέγει  αὐτοῖς·  δεῦτε ὀπίσω  μου  καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν  καταρτίζοντας  τὰ δίκτυα  αὐτῶν,  καὶ ἐκάλεσεν  αὐτούς.  Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, καθώς Ἰησοῦς περπατοῦσε στήν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδέρφια, τόν Σίμωνα, πού τόν ἔλεγαν καί Πέτρο, καί τόν ἀδερφό του τόν Ἀνδρέα, νά ρίχνουν τά δίχτυα στή λίμνη, γιατί ἦταν ψαράδες.  «Ἀκολουθῆστε  με»,  τούς  λέει,  «καί  θά  σᾶς  κάνω  ψαράδες ἀνθρώπων». Κι αὐτοί ἀμέσως ἄφησαν τά δίχτυα καί τόν ἀκολούθησαν. Προχωρώντας πιό πέρα ἀπό 'κεῖ, εἶδε δύο ἄλλους ἀδερφούς, τόν Ἰάκωβο, γιό  τοῦ Ζεβεδαίου,  καί  τόν ἀδερφό  του  τόν Ἰωάννη.  Βρίσκονταν  στό ψαροκάικο μαζί μέ τόν πατέρα τους τό Ζεβεδαῖο καί τακτοποιοῦσαν τά δίχτυα τους. Τούς κάλεσε, κι αὐτοί ἄφησαν ἀμέσως τό καΐκι καί τόν πατέρα τους καί τόν ἀκολούθησαν. Ὁ Ἰησοῦς  περιόδευε ὅλη  τή  Γαλιλαία.  Δίδασκε  στίς  συναγωγές  τους, κήρυττε τό χαρμόσυνο μήνυμα γιά τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καί γιάτρευε τούς ἀνθρώπους ἀπό κάθε ἀσθένεια καί κάθε ἀδυναμία.

 ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 3, 23-4,5)

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.

Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι.

Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δέ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, πριν να έλθη η δια της πίστεως λύτρωσις και σωτηρία, όλοι εφρουρούμεθα από τον Νομον, κλεισμένοι και περιμανδρωμένοι, προοριζόμενοι δια την πίστιν, που έμελλε εν καιρώ να αποκαλυφθή. Ώστε ο Νομος έγινε παιδαγωγός μας, ο οποίος μας εξεπαίδευε και μας προπαρασκευάζε να ποθήσωμεν και γνωρίσωμεν τον Χριστόν, ώστε να πάρωμεν την δικαίωσιν από την πίστιν. Από τότε δε που ήλθεν αυτή η πίστις, που ήλθε δηλαδή ο Χριστός, ο οποίος δια της πίστεως εις αυτόν μας δίδει την δικαίωσιν, δεν είμεθα πλέον κάτω από τον παιδαγωγόν, δηλαδή κάτω από τον Νομον. Διότι όλοι είσθε υιοί του Θεού δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, επειδή όσοι έχετε βαπτισθή στο όνομα του Χριστού και ομολογείτε έτσι αυτόν Σωτήρα, εφορέσατε τον Χριστόν και ενωθήκατε με αυτόν.

Δι' αυτό και εις την νέαν κατάστασιν, εις την βασιλείαν του Χριστού, δεν υπάρχουν διαφοραί εθνικότητος, τάξεως και φύλου. Δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Ελλην, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άρσεν και θύλυ, διότι όλοι σεις είσθε ένας νέος άνθρωπος και νέος οργανισμός, δια μέσου του Ιησού Χριστού.

Εάν δε σεις οι εθνικοί, που επιστεύσατε, ανήκετε στον Χριστόν, άρα είσθε πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ και σύμφωνα με την υπόσχεσιν, που ο Θεός έδωσεν εις αυτόν, κληρονόμοι των ευλογιών.

Σας λέγω δε και τούτο·ότι όσον χρόνον ο κληρονόμος είναι νήπιος και ανήλικος, δεν διαφέρει τίποτε από τον δούλον, καίτοι είναι κύριος όλης της κληρονομίας. Αλλ' ευρίσκεται πάντοτε κάτω από την κηδεμονίαν και την εξουσίαν των επιτρόπων, που τον εκπροσωπούν, και κάτω από τους οικονόμους, που διαχειρίζονται την κληρονομίαν, μέχρι της προσθεμίας, που έχει ορίσει με την διαθήκην του ο πατήρ.

Ετσι και ημείς οι Χριστιανοί, εφ' όσον διαρκούσε η νηπιακή μας ηλικία, από πνευματικής απόψεως, ήμεθα υποδουλωμένοι κάτω από τας στοιχειώδεις διατάξστου μωσαϊκού Νομου και των άλλων θρησκειών, που έχουν οι άνθρωποι της αγνοίας. Όταν δε συνεπληρώθη ο χρόνος και ήλθεν ο κατάλληλος καιρός, που είχεν ορισθή μέσα στο θείον σχέδιον, έστειλεν ο Θεός, από τον ουρανόν εις την γην, τον Υιόν του, ο οποίος έλαβε σάρκα ανθρωπίνην δια μέσου παρθένου γυναικός και υπετάχθη θεληματικά στον μωσαϊκόν Νομον. Και τούτο, δια να εξαγοράση εκείνους που ευρίσκοντο κάτω από την κατάραν του Νομου, δια να πάρωμεν όλοι την υιοθεσίαν, που μας είχεν υποσχεθή ο Θεός.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Αὐτός ὁ μακάριος ἀγάπησε ἀπό βρέφος τόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί σηκώνοντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ στούς ὤμους του, Τόν ἀκολούθησε. Κατατρόπωσε τίς παρατάξεις τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καί μέ χαρά προχώρησε πρός τά ἐπίπονα σκάμματα τῆς ἄσκησης. ῎Εφτασε σέ μεγάλα ὕψη ταπεινοφροσύνης καί γι᾽ αὐτό ὁ τῶν ὅλων Κύριος τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα νά ἀνασταίνει καί νεκρούς. ᾽Επειδή λοιπόν ἔζησε ἀγγελική ζωή ὁ ἐν σώματι ἄσαρκος, μεταστάθηκε πρός τήν ἄϋλη ζωή, ὅπου εἶναι οἱ σκηνές τῶν ῾Αγίων καί ἡ αἰώνια λαμπρότητα, ἐκζητώντας τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ ἡμῶν».

Ὁ ἅγιος Σισώης προβάλλεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς τύπος τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἐκείνου πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔζησε στόν κόσμο τοῦτο, μέ ὀρθή ἱεράρχηση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν του δυνάμεων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ ὅσιος Σισώης, ἀκολουθώντας τήν πνευματική ὁδό τοῦ Χριστοῦ, ὑπέταξε τό μέν σῶμα στή λογική ψυχή, τήν δέ ψυχή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατά τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ "καθυπέταξες το αμαρτωλό φρόνημα της σάρκας με δύναμη στον λογισμό, όσιε, έδειξες δε την ψυχή σου αταπείνωτη στη δουλεία των παθών", επειδή ακολουθούσες τα ίχνη του Χριστού (῾ἰχνηλατῶν Χριστόν᾽). ῎Αν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἱεράρχηση, τότε ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐπανάσταση τῶν σωματικῶν παθῶν, τά ὁποῖα ἄγουν καί φέρουν τήν ψυχή, μέ μόνιμο χαρακτηριστικό τήν ταραχή καί τήν ἀκαταστασία. Εἶναι εὐνόητο ὅτι στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος δέν λειτουργεῖ ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά γενόμενος ἕρμαιο τοῦ πονηροῦ καταντᾶ ὑπάνθρωπος καί ἀπάνθρωπος. Ὅ,τι θηριωδία ἄλλωστε ἔχει νά ἐπιδείξει ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, παλαιά καί σύγχρονη, ὀφείλεται ἀκριβῶς στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διέγραψε τή μόνη δύναμη ἐξανθρωπίσεώς του, τόν Τριαδικό Θεό μας.

Ἡ ὑποταγή τοῦ σώματος στή λογική ψυχή, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, φανερώνει τόν ἀγώνα τῆς ἐγκρατείας. Ἡ ἐγκράτεια, ψυχῆς καί σώματος βεβαίως, εἶναι ἐκείνη ἡ γενική ἀρετή, ἡ ὁποία ἐξισορροπεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά βλαστήσει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. Κι αὐτό βλέπουμε στόν μεγάλο ὅσιο Σισώη. "Νέκρωσες τις ηδονές της σάρκας με τη δύναμη της εγκράτειας, σοφέ, και με την επιμέλεια των αρετών". Εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ πού τόν ἔταξε ὁ Δημιουργός του: νά εἶναι Θεός κατά χάριν καί νά ἔχει τή δύναμη πρεσβείας ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ σάν τούς ἀγγέλους. "Γι'  αυτό αυξανόμενος άριστα με τις αναβάσεις, πάτερ",  θά πεῖ καί πάλι ὁ ὑμνωδός, "έφθασες προς την ουράνια οδό και παρίστασαι πάντοτε  ενώπιον του Χριστού μαζί με τους αγγέλους, Σισώη, πατέρα μας". Ἡ ἔλλειψη ἐγκρατείας πού παρατηρεῖται δυστυχῶς σ᾽ ἕνα μεγάλο βαθμό σήμερα, κι ὄχι μόνο στούς νέους, ἀποκαλύπτει τήν τραγικότητά μας, ὅτι ἀφήσαμε τόν δρόμο πού μᾶς φέρνει στόν οὐρανό, τόν δρόμο τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί ἀκολουθήσαμε καί ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τῆς φτώχειας καί τῆς ἀπώλειας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος καυχᾶται γιά τήν κατάντια του: κυλιέται σάν τούς χοίρους στά λασπόνερα, νομίζοντας ὅτι κολυμπάει στά μύρα καί στά ἄνθη!

Ὁ ὅσιος Σισώης μᾶς βοηθάει δραστικά στόν δρόμο τῆς ἐγκράτειας: ἡ μνήμη τοῦ θανάτου πού ἀδιάκοπα καλλιεργοῦσε, εἶναι μία ἰσχυρή δύναμη στόν ἄνθρωπο γιά νά ἀνακόπτει τά πάθη του, νά ἐγκρατεύεται. Ὁ ἅγιος "έχοντας αδιάκοπα ως μελέτη του τη μνήμη του θανάτου" - ἄς θυμηθοῦμε ὅτι προσευχόταν πάντοτε μπροστά σ᾽ ἕνα φέρετρο, ἐνθυμούμενος ὅτι καί ὁ πιό ἔνδοξος στρατηλάτης σάν τόν μεγάλο ᾽Αλέξανδρο ἐκεῖ κλείστηκε – μάρανε τά πάθη τοῦ σώματος, στρεφόμενος πάντοτε στο πιο υψηλό σημείο των επιθυμητών, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Κι αὐτό μᾶς διδάσκει μέ τή ζωή του: νά μνημονεύουμε τό τέλος μας, γιά νά βλέπουμε τά οὐσιώδη τῆς ζωῆς, δηλαδή ὅτι προτεραιότητα ἔχει γιά τόν Χριστιανό πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός δόξασε τόν δοῦλο Του καί τό τέλος του ὑπῆρξε συγκλονιστικό. Τήν ὥρα τοῦ θανάτου του "όλοι οι άγιοι Πατέρες ήρθαν μαζεμένοι", ἐνῶ "σαν τον ήλιο άστραψε το πρόσωπό του, φανερώνοντας τη λαμπερή σαν αστραπή καθαρότητα της ψυχής του".