«Ο άγιος Παντελεήμων έζησε επί της βασιλείας του
Μαξιμιανού και καταγόταν από την πόλη Νικομήδεια. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήταν
ειδωλολάτρης κι ύστερα έγινε Χριστιανός με τις νουθεσίες του υιού του, ενώ η
μητέρα του Ευβούλη προερχόταν από χριστιανική οικογένεια. Σπούδασε την ιατρική
επιστήμη κοντά σ’ ένα σπουδαίο και δοξασμένο ιατρό, τον Ευφρόσυνο,
αλλά την κατά Χριστόν ιατρική τέχνη και πίστη την έμαθε από τον πρεσβύτερο
Ερμόλαο, με την οποία (πίστη), αφού επικαλέστηκε τον Χριστό, ανάστησε ένα
παιδί, που πέθανε στο δρόμο από δάγκωμα μίας έχιδνας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον
πρεσβύτερο Ερμόλαο και χειραγωγείται από αυτόν προς τη χριστιανική πίστη. Το
μαρτύριό του έγινε ως εξής: Κάποιος τυφλός, που προσήλθε σ’ αυτόν, ιατρεύτηκε
από τον άγιο. Όταν ρωτήθηκε λοιπόν ο πρώην τυφλός από τον βασιλιά «Ποιος σε γιάτρεψε;»,
«ο Παντολέων», είπε (γιατί αυτό ήταν το προηγούμενο όνομά του), «καθώς
επικαλέστηκε τον Χριστό, στον Οποίο και εγώ πιστεύω». Αμέσως ο βασιλιάς τού
έκοψε το κεφάλι, ενώ ο Παντολέων προσήχθη σ’ αυτόν. Ο Μαξιμιανός, επειδή ο
άγιος δεν κάμφθηκε καθόλου ούτε με τις υποσχέσεις ούτε με τις απειλές, για ν’ αρνηθεί την πίστη του Χριστού, διέταξε να κτυπηθεί
φοβερά και να φλεχθεί με λαμπάδες. Του εμφανίστηκε όμως ο Χριστός, με το σχήμα
του πρεσβυτέρου Ερμολάου, που του έδωσε θάρρος, και φάνηκε ότι ήταν μαζί του
και στον βρασμένο μόλυβδο και στη θάλασσα που τον έριξαν. Αφού έμεινε αβλαβής
από όλα, ρίχνεται στα θηρία, αλλά κι από αυτά, σαν άλλος Δανιήλ, παραμένει
αλώβητος, οπότε τον δένουν σε τροχό γεμάτο μαχαίρια, που τον άφησαν να πέσει
στο έδαφος από ψηλά. Τέλος, στην τελευταία απόφαση να τον θανατώσουν διά
ξίφους, προσευχήθηκε κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να τον καλεί
Παντελεήμονα. Μόλις τελείωσε την προσευχή κι ενώ επρόκειτο να του κόψουν το
κεφάλι, την ώρα που ο δήμιος άπλωσε το χέρι, γύρισε πίσω το σίδερο κι έλιωσε
σαν κερί, θαύμα που έκανε τους στρατιώτες να πιστέψουν στον Χριστό. Τότε ο
άγιος μάρτυρας πρότεινε μόνος του τον αυχένα και έτσι κόπηκε το κεφάλι του.
Λέγεται δε ότι χύθηκε γάλα αντί αίμα, και η ελιά στην οποία είχε προσδεθεί,
αμέσως διαμιάς καρποφόρησε».
Αν, κατά τον άγιο Ιάκωβο, «η κρίσις ανίλεώς εστιν τοις
μη ποιήσασιν έλεος», δηλαδή η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς έλεος γι’ αυτούς που δεν έδειξαν στη ζωή τους έλεος για τους
άλλους, τι πρέπει αντιστρόφως να πούμε για τον άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος όχι
απλώς είχε και έδειξε έλεος και αγάπη στους συνανθρώπους του, αλλά είχε και
έδειξε το μεγαλύτερο έλεος που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο, και ενόσω ζούσε και
μετά το μαρτυρικό του τέλος; Μία πραγματικότητα, που δεν την διαπιστώσαμε μόνοι
μας οι άνθρωποι, αλλά την απεκάλυψε και ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος ακριβώς του
έδωσε κι αυτήν την προσωνυμία. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος έφτασε πράγματι σε
επίπεδα θεϊκά, αφού μόνον ο Θεός μπορεί κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως καθ’ υπερβολήν και υπερθετικά Παντελεήμων, γεγονός που
μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι ο άγιος έγινε δίοδος των χαρίτων του Θεού
στον κόσμο, φανέρωση της βασιλείας της αγάπης Του σε αυτόν. Και βεβαίως
εννοούμε ότι το έλεος του αγίου – προέκταση κατ’ αλήθεια του ελέους του Θεού –
εκτεινόταν και συνεχίζεται βεβαίως να εκτείνεται μέχρι σήμερα και στα σώματα,
αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.
Δεν είναι τυχαίο που ο Κύριος τον χαρίτωσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο Θεός, γνωρίζουμε, δίνει πλούσια
το έλεός Του σ’ εκείνους που η καρδιά τους έχει και κάποια «φυσική» κλίση
συμπαθείας προς τους συνανθρώπους τους. Ο άγιος από μικρός έδειξε την με αγάπη
στροφή του προς τους άλλους, όταν θέλησε να σπουδάσει μία επιστήμη, που είναι
ακριβώς κοντά στον άνθρωπο, μάλλον η πιο κοντινή σ’ αυτόν, διότι στέκεται δίπλα στον πόνο του: την
ιατρική. Κανείς δεν σπουδάζει ιατρική – και μιλάμε με αληθινή έφεση ψυχής κι
όχι επαγγελματικά – αν η καρδιά του δεν «κτυπάει», έστω και λίγο, συντονισμένα
με τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων. Πολλαπλασίως ο Θεός προσφέρει το
έλεός Του σ’ εκείνους που επέλεξαν και αγωνίστηκαν στη ζωή τους να σταθούν στην
κύρια εντολή Του, την αγάπη. Ο άγιος Παντελεήμων, λοιπόν, και από φυσικού του
και με τη θέλησή του είδε να πολλαπλασιάζεται το έλεος του Θεού σ’ αυτόν, έλεος
που τελικός αποδέκτης του είμαστε εμείς οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές.
Αυτήν τη φυσική, αλλά και χαρισματική ταυτόχρονα ανέλιξη
του πνεύματός του μάς την προβάλλει με ωραιότατες εικόνες και χαρακτηρισμούς ο
ποιητής της Εκκλησίας μας. Ο άγιος, εν πρώτοις, πέραν από πρώτο των αναργύρων
αγίων της Εκκλησίας, συνιστά, κατ’ αυτόν, έναν «παιδαριογέροντα», ένα γέροντα
δηλαδή στη σύνεση, αλλά από την παιδική του ήδη ηλικία. «Ἀνατείλας οἷα περ ἀστήρ,
φέρων ἐν νεότητι, πρεσβυτικὴν καὶ θεόφρονα σύνεσιν». Διότι από παιδάκι
φανέρωσε τη στροφή του προς τον Θεό, όταν του δόθηκαν πολλές αφορμές ν’ ακολουθήσει άλλη πορεία από τη χριστιανική, με τις
προτροπές του ειδωλολάτρη πατέρα του. Εκείνος όμως, σαν νέος Ηρακλής, στο
κρίσιμο σταυροδρόμι της νεότητας, επιλέγει τον δρόμο που ακολουθεί η
ευσεβέστατη μητέρα του και γίνεται χριστιανός. «Μεγαλέμπορον» τον
χαρακτηρίζει εν προκειμένω ο υμνογράφος, διότι αντάλλαξε προσφυώς τα εύκολα
πάθη της νεότητας και τον ολισθηρό δρόμο, στον οποίο αυτά οδηγούν, με τον Κύριο
Ιησού Χριστό. Από την άλλη, ο υμνογράφος επισημαίνει κι ένα βασικότατο στοιχείο
της πνευματικής ζωής: τη χειραγωγία του από πνευματικό πατέρα. Ο άγιος
Παντελεήμων ναι μεν «πειράστηκε» με ό,τι πρόβαλλε σ’ αυτόν ως πρότυπο ζωής ο πατέρας του, αλλά
ευλογήθηκε από τον Θεό με τη χαρισματική μορφή πρώτα της μητέρας του, κυρίως
όμως με την διακριτική καθοδήγηση του ιερέα Ερμολάου. Ο Ερμόλαος ήταν ο
πνευματικός του, ο γέροντάς του, που διαρκώς τον ενίσχυε και τον προσανατόλιζε
στον ουρανό. Και η επιβεβαίωση της χάρης αυτής του Θεού στον άγιο έρχεται με
τον παραδοξότερο τρόπο, άνωθεν: ο ίδιος ο Χριστός τον ενισχύει στα μαρτύριά
του, αλλά με τη μορφή του αγίου Ερμολάου. Αγαθή διάθεση ψυχής, γνωμικό θέλημα
στραμμένο προς τον Θεό, πνευματική χειραγωγία από πνευματικό: τα στοιχεία που
κινητοποιούν τη χάρη του Θεού, για να γίνει κανείς άγιος, έστω και σ’ ένα
βαθμό, σαν τον άγιο Παντελεήμονα.