01 Οκτωβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Ρωμανός ήταν από τη Συρία, από την πόλη των Εμεσηνών, κι έγινε διάκονος της αγίας Εκκλησίας στη Βηρυτό. Όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στους χρόνους Αναστασίου του βασιλιά έμενε στο ναό της υπεραγίας Θεοτόκου που βρισκόταν στην περιοχή της Κύρου, ζώντας με ευλάβεια και διανυκτερεύοντας στις αγρυπνίες των Βλαχερνών. Επιτελούσε λοιπόν εκεί την ολονύκτια προσευχή και πάλι επέστρεφε στην Κύρο, όπου έλαβε και το χάρισμα να συντάσσει τους ύμνους των κοντακίων. Το έλαβε δε ως εξής: του φανερώθηκε η υπεραγία Θεοτόκος στον ύπνο του και του έδωσε ένα κομμάτι από χαρτί, το οποίο τον διέταξε να το φάει. Του φάνηκε λοιπόν ότι άνοιξε το στόμα του και κατάπιε το χαρτί. Ήταν τότε η εορτή των Χριστουγέννων. Αμέσως ξύπνησε, ανέβηκε στον άμβωνα κι άρχισε να ψάλλει: «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει». Στη συνέχεια έγραψε και τα κοντάκια των υπολοίπων εορτών, όπως και των επισήμων αγίων, ώστε το πλήθος των κοντακίων που έφτιαξε να υπερβαίνουν τα χίλια. Στο τέλος τελειώθηκε ειρηνικά».

Το κύριο γνώρισμα του αγίου Ρωμανού είναι του ποιητού των κοντακίων, του εκκλησιαστικού υμνολογικού είδους που σφράγισε κυρίως τους 6ο και 7ο αι. – στη συνέχεια μέχρι σήμερα κυριάρχησε το είδος που ονομάζεται κανόνας. Είναι γνωστό ότι ο όρος κοντάκιο (υπάρχουν διάφορες ερμηνείες του ονόματος) δεν χρησιμοποιείτο από τον άγιο Ρωμανό, επικράτησε όμως μετά τον 10ο αι., και το ποίημά του αυτό αποτελείτο από το προοίμιο και τους οίκους, οι οποίοι έχουν ως πρότυπο το προίμιο. Τελικώς επιβίωσε μόνον το προοίμιο και αυτό στην Εκκλησία πια ονομάζουμε κοντάκιο.

Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως του οσίου Ρωμανού, Ιωάννης ο μοναχός, δεν ενδιαφέρεται για το είδος των ύμνων του, αν είναι κοντάκιο ή αν είναι κανόνας – ο ίδιος τον υμνολογεί μέσω του κανόνος. Εκείνο στο οποίο επικεντρώνει ως ποιητής της Εκκλησίας και ως πνευματικός άνθρωπος και θεολόγος είναι το περιεχόμενο των ύμνων του Ρωμανού. Και το περιεχόμενο αυτό, σημειώνει, είναι «τοῦ Πνεύματος λόγια» (στιχ. εσπ.), είναι «ἀγγελική ὑμνωδία» (δόξα αποστ. εσπ.), είναι «ἡ ἀληθής γνῶσις καί τά ἔνθεα διδάγματα» (ωδή γ΄), δηλαδή «ὁ δογματισμός τοῦ συνανάρχου Λόγου Πατρί καί Πνεύματι ὡς ὁμοουσίου» (δόξα καθίσμ. όρθρου). Ο άγιος Ρωμανός είναι ο δογματικότερος όλων των εκκλησιαστικών ποιητών, αὐτός πού μέ τή ρωμαλέα θεολογία του ήταν και ο πιο αγαπημένος του μεγάλου οσίου της εποχής μας, Γέροντος Πορφυρίου καυσοκαλυβίτου – κι είμαστε ευγνώμονες εν προκειμένω στον μακαριστό άγιο Γέροντα π. Ανανία (Κουστένη) (που ευρισκόμενος στην Εκκλησία των πρωτοτόκων άγει σήμερα την ονομαστική του εορτή), ο οποίος μετά από πολλά χρόνια πνευματικής εργασίας μετέστρεψε στη νεοελληνική ποιητικώ τω τρόπω τα κοντάκια του οσίου μελωδού.

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον όσιο Ρωμανό να φτάσει σ’ αυτό το ύψος της αγγελικής υμνωδίας και «να διατρανώνει με θεόπνευστα άσματα την απόρρητη θεία οικονομία του Χριστού και με ύμνους να στέφει όλους τους αγίους;» (εξαποστ. όρθρου). Αφενός, κατά τον υμνογράφο του, η ίδια η Θεοτόκος Μαρία, την οποία αγάπησε υπερβαλλόντως – καθημερινώς, όπως είδαμε, στον ναό της ζούσε και στις παννυχίδες της Παναγίας των Βλαχερνών σύχναζε και προσευχόταν. «Η αειπάρθενος που γέννησε τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο, κατεφώτισε την ψυχή σου και γέμισε τον νου σου από την ένθεη γνώση, όταν σου παρουσιάστηκε τη νύκτα» (ωδή ε΄). Και: «Θεόφρον Ρωμανέ, είχες δάσκαλο τη Θεοτόκο Μαρία που σου ’δινε τη σύνεση και σε μυούσε και σε προέτρεπε να ψάλλεις» (ωδή ζ΄).

Και αφετέρου, η χάρη του Αγίου Πνεύματος που «καταλάμπρυνε με φεγγοβόλες λάμψεις τόν νου του» (ωδή α΄) και «τον έκανε να έχει την ομορφιά του κάλλους Του» (ωδή α΄). Γιατί; Τι έλκυσε το Πνεύμα του Θεού για να προσφερθεί τόσο πλούσια εκ νεότητος στον Ρωμανό; Τίποτε άλλο από αυτό που ελκύει πάντοτε τον Θεό στον άνθρωπο: η ανταπόκριση στην κλήση Του, δηλαδή η αγάπη του σ’ Εκείνου την αγάπη. Όπως το λέει και πάλι ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός: «Από τη νεότητά σου παρέθεσες όλο τον εαυτό σου στον Χριστό και τον ακολούθησες» (ωδή α΄). Και φαίνεται η ακολουθία αυτή από το κατεξοχήν αποδεικτικό γεγονός: την ύπαρξη των αρετών, τον καρπό του αγίου Πνεύματος! «Σαν φωτολαμπής αστέρας με την ομορφιά των αρετών αναδείχτηκες σ’ όλον τον κόσμο, σοφέ Ρωμανέ» (ωδή α΄).

Οι ύμνοι λοιπόν του οσίου μελωδού αποτελούν λόγια του Πνεύματος - ό,τι ο Θεός και η Παναγία ενέπνευσαν στην καθαρή καρδιά του. Κι εδώ αναφύεται βεβαίως άλλο «πρόβλημα»: ανταποκρίνεται στα λόγια αυτά μόνον όποιος διαπνέεται εξίσου από το Πνεύμα αυτό! Μόνον ο πιστός άνθρωπος, ο άνθρωπος της Εκκλησίας που θέλει να ζει ως πραγματικός χριστιανός με φρόνημα Χριστού, μπορεί να αναγνωρίσει το μεγαλείο των εμπνευσμένων λόγων του αγίου Ρωμανού. «Ἐν τῶ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Γι’ αυτό και σπεύδει απαρχής ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός να τονίσει: «Ο Ρωμανός, η λύρα του θείου Πνεύματος, το αηδόνι, το τζιτζίκι, ο αυλός των θείων ασμάτων της Εκκλησίας, παραθέτει σε όλους μας τις μελωδικές του ευωχίες και μέσω αυτών κατευφραίνει τους θεόφρονες» (στιχ. εσπ.). Πρέπει να είναι κανείς θεόφρων, να έχει φρόνημα Θεού: πνεύμα υπακοής και ταπείνωσης, όπως εξηγεί ο μέγας απόστολος Παύλος (Φιλ. 2, 5-8), για να ευφρανθεί από τα λόγια του Πνεύματος του Θεού.

Κι αυτό παραπέμπει στο ευρύτερο πρόβλημα γενικώς των εκκλησιαστικών λογίων, είτε της Γραφής είτε των Πατερικών έργων είτε της υμνολογίας και της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας! Τι θέλουμε να πούμε; Αν σήμερα υπάρχει μικρή ανταπόκριση των ανθρώπων για την πίστη του Χριστού και τη ζωή της Εκκλησίας, είναι ακριβώς γι’ αυτό: διαπνεόμαστε από το κοσμικό, αμαρτωλό, πνεύμα, και γι’ αυτό δεν «ευφραινόμαστε», δεν ελκυόμαστε, δεν ευχαριστιόμαστε από ό,τι το Πνεύμα του Θεού εμπνέει. Μπορεί κάποιος να «κατηγορεί» την Εκκλησία για παλαιολιθικές μεθόδους, για απηρχαιωμένες τάχα αντιλήψεις, μα η Εκκλησία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συνεχίζει την οδό του αρχηγού της Κυρίου Ιησού Χριστού. Οπότε, για να μπορεί κανείς να κατανοήσει τα της πίστεως και να ευφραίνεται από αυτά, χρειάζεται το μοναδικό στοιχείο που τα αλλάζει όλα: τη μετάνοια. Μόλις κανείς ανταποκριθεί στις βαθύτερες εφέσεις της ψυχής του και θελήσει να αναζητήσει την αλήθεια, αμέσως θα δει τη φωτιά του Πνεύματος που περικλείουν τα λόγια του Θεού, θα δει τη νεότητα του Χριστού να ανακαινίζει πλήρως την ύπαρξή του. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα»!

30 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

 

«Χριστιανός είναι η απομίμηση του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στη σκέψη. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα» (Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. α΄, 7).

Ο άγιος Ιωάννης σου δίνει τα κριτήρια.  Πρώτον· είσαι χριστιανός αν πιστεύεις «ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα». Που σημαίνει ότι ζεις και αναπνέεις τη ζωή της Εκκλησίας, αφού εκεί διαφυλάσσεται και κηρύσσεται η ορθή πίστη που απεκάλυψε ο Κύριος Ιησούς. Το «πιστεύω εις ένα Θεόν…και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν», δηλαδή, πάει πάντα μαζί με το πιστεύω και «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Είμαι μέλος της Εκκλησίας θα πει είμαι μέλος του Χριστού και βλέπω με την όραση που μου έδωσε και μου δίνει ο ίδιος ο Χριστός. Η ορθή πίστη έτσι υπάρχει εκεί που υπάρχει η κοινή πίστη: των Αποστόλων, των Πατέρων, όλων των αγίων. Χωρισμένος από την Εκκλησία, το μόνο που βλέπω είναι ο εαυτός μου και τα πάθη μου, έστω κι αν επικαλούμαι το όνομα του Χριστού.

Και δεύτερον, μάλλον πρώτον κατά τον άγιο: είσαι χριστιανός, όταν φανερώνεις στην καθημερινότητά σου τον Χριστό. Στο πρόσωπό σου ο κάθε άλλος, γνωστός ή ξένος, να μπορεί να βλέπει την παρουσία Εκείνου. Όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στα έργα, ακόμη και στη σκέψη. Άλλωστε ο λόγος και τα έργα είναι γνήσια στον βαθμό που εκφράζουν τον νου και τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως το έλεγε ο μέγιστος των αποστόλων άγιος Παύλος: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Γιατί; Διότι «και ημείς νουν Χριστού έχομεν». Έτσι μη θεωρήσεις χριστιανό εκείνον που πάει να μιμηθεί τον Χριστό με έναν εξωτερικό τρόπο. Είναι υποκριτής. Παίζει θέατρο. Ο χριστιανός ζει τον Χριστό στην καρδιά του και αυτό κατά φυσικό τρόπο αντανακλάται σε όλο το είναι του. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και το μεγαλείο του αγίου βαπτίσματος, κατά το οποίο γίνεται ο άνθρωπος πραγματικό μέλος του Χριστού.

Γι’ αυτό βεβαίως και η ζωή του στον κόσμο δεν είναι ρόδινη. Ό,τι σταυρό πέρασε ο Χριστός, το ίδιο, με τη χάρη Εκείνου, περνά και ο χριστιανός. «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν». Μη δυσανασχετείς λοιπόν με τα βάσανα και τις οδύνες της ζωής. Όταν υπάρχουν σημαίνει ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο. Αλλά το τέρμα είναι η χαρά και Ανάσταση. «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». Οπότε «ου πάντων η πίστις». «Μικρόν γαρ το ποίμνιον».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού. Ήταν Πάρθος κατά την καταγωγή, υιός του Ανάκ, συγγενής του Κουσαρώ, βασιλιά της Αρμενίας. Συνελήφθη από τον βασιλιά Τηριδάτη ως χριστιανός και υπέμεινε γι’  αυτό πολλές τιμωρίες. Όταν έμαθε μάλιστα ο Τηριδάτης ότι είναι υιός του Ανάκ του Πάρθου που δολοφόνησε τον πατέρα του, του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και τον έστειλε στην πόλη Αρταξά, όπου εκεί τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, γεμάτο από θηρία και ερπετά. Στον λάκκο αυτό έζησε  δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος κρυφά από μία γυναίκα χήρα. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τηριδάτης παρεφρόνησε, έτρωγε τις σάρκες του και ζούσε μαζί με τα γουρούνια στα βουνά. Η αδελφή του Κουσαροδούκτα είδε τότε ένα όνειρο κι άκουσε φωνή που έλεγε: Αν δεν βγει από τον λάκκο ο Γρηγόριος, ο Τηριδάτης δεν πρόκειται να γίνει καλά. Πράγματι, η Κουσαροδούκτα απελευθέρωσε τον Γρηγόριο, ενώ την ίδια ώρα θεραπεύτηκε και ο βασιλιάς. Ο Γρηγόριος έγινε επίσκοπος της Αρμενίας, βάπτισε τους κατοίκους της, έφτιαξε πολλές Εκκλησίες, και τελικώς εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά».  

Διαβάζοντας κανείς τον βίο του αγίου Γρηγορίου, φωτιστή των Αρμενίων, δύο πράγματα έρχονται στον νου του για να κάνει: ή να κλείσει τα μάτια από ντροπή, μπροστά στη φοβερά μεγάλη προσωπικότητα και το τεράστιο σε βάθος και πλάτος έργο του Γρηγορίου, προσπαθώντας να το «απωθήσει» στο υποσυνείδητό του, ή να αρχίσει να κλαίει για τη δική του κατάντια. Διότι ο άγιος, ένας αυτός – και όχι χιλιάδες «χριστιανοί» όπως εμείς – αλλά «οίκον Τριάδος εαυτόν αποτελέσας» κατά τον υμνογράφο, δηλαδή κάνοντας τον εαυτό του οίκο της αγίας Τριάδος, κατόρθωσε με τη χάρη του Θεού να μεταστρέψει στη χριστιανική πίστη έναν ολόκληρο ειδωλολατρικό λαό, που καταδυναστευόταν από τον πονηρό διάβολο και τις μεθοδείες του. «Λυμαινόμενον αθέως τον εχθρόν χώραν άπασαν, την των Αρμενίων, θεία δυναστεία κατέβαλες∙ και ως πυρσός αναλάμψας κατεφώτισας τους εν σκότει κειμένους, σοφέ, ματαιότητος» (Με τη δύναμη του Θεού νίκησες τον εχθρό διάβολο, ο οποίος κατέστρεφε με την αθεΐα όλη τη χώρα των Αρμενίων. Και αφού έλαμψες σαν πυρσός, φώτισες πολύ δυνατά, σοφέ, αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι της ματαιότητας). Ο άγιος, γι’  αυτό, αντιπαραβάλλεται με τους αγίους αποστόλους, τους μαθητές του Κυρίου, παραλληλίζεται με τον άγιο Γρηγόριο τον Νεοκαισαρείας τον θαυματουργό, ο οποίος εξίσου με τον σημερινό Γρηγόριο, όταν πήγε στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους χριστιανούς και όταν έφυγε από τη ζωή αυτή άφησε ελάχιστους ειδωλολάτρες, παραπέμπει στους νεώτερους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, φωτιστές των Σλαύων.

Η χάρη του Θεού ενήργησε σε όλες τις καλοπροαίρετες καρδιές των Αρμενίων, μέσω του εκλεκτού οργάνου της Γρηγορίου, μ’  έναν τριπλό τρόπο: με τη δύναμη του λόγου του, με τη δύναμη των θαυμάτων που επιτελούσε, με τα θαυμαστά μαρτύρια που πέρασε για την πίστη του. Ο λόγος του πράγματι, επιβεβαιούμενος  και με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεπε να επιτελεί, ήταν γεμάτος από δύναμη Θεού και δεν ήταν ανθρώπινα επιχειρήματα, που συνήθως κτυπούν ως «κύμβαλον αλαλάζον» τα αυτιά των ανθρώπων. Με τον λόγο αυτό έπεφταν  οι ειδωλολατρικοί ναοί και φυγαδεύονταν οι κρυμμένοι σ’  αυτούς δαίμονες, ενώ στερεώνονταν οι καρδιές των ανθρώπων στον θεϊκό έρωτα, όπως σημειώνει έκθαμβος ο υμνογράφος. «Ρημάτων σου δυναστεία, ναοί κατερράγησαν και δαιμόνων κατεβλήθη ανίδρυτα ξόανα, και πιστών καρδίαι θεϊκώ ενιδρύθησαν έρωτι». Εκεί όμως που κατεξοχήν λειτούργησε ως φάρος που φώτισε τους ανθρώπους ήταν τα μαρτύρια που υπέστη. Τα μαρτύρια αυτά ήταν η δόξα του, κατά αντιστοιχία με το Πάθος και το μαρτύριο Κυρίου του Θεού του. Το σημειώνει ο θεολογικώτατος ποιητής της ακολουθίας του, για να δείξει ποιο είναι το στίγμα του χριστιανικού μαρτυρίου: «Εις περίβλεπτον σε ύψος μαρτυρίου ανήνεγκεν, υψηλός εν δόξη Κύριος Ύψιστος, ένδοξε∙ ου τα παθήματα χαίρων εξεικόνισας, ιερομάρτυς, δόξα βοών τη δυνάμει σου» (Ο υψηλός στη δόξα Ύψιστος Κύριος, ένδοξε Γρηγόριε, σε ανέβασε σε περίβλεπτο ύψος μαρτυρίου. Τα παθήματα Αυτού (που ήταν η δόξα Του) εξεικόνισες με χαρά, ιερομάρτυς, φωνάζοντας δόξα στη δύναμή Σου).

Αυτού του είδους το χριστιανικό μαρτύριο, ως συμμετοχή στο μαρτύριο του Χριστού, φέρνει αποτελέσματα, τα οποία, ενώ είναι τρανταχτά, δεν φαίνονται με πρώτη ματιά. Το μαρτύριο των αγίων δηλαδή, όπως το Πάθος του Χριστού, περικλείει το μυστήριο της δύναμης του Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι όπως σε εκείνο του Σταυρού νικήθηκε - χωρίς να φαίνεται εξωτερικά - η αμαρτία, ο θάνατος και ο διάβολος, έτσι και στων αγίων: συντρίβεται ο διάβολος και τα όργανά του. Θέλουμε να πούμε, ακολουθώντας τους ύμνους της εορτής, ότι κάθε κτύπημα ενός αγίου είναι και κτύπημα κατά της πονηρίας, κάθε πόνος και βάσανός του φέρνει και το βογγητό και την κόλαση του πονηρού. Ας δούμε πόσο ωραία μας το καταθέτει ο εκκλησιαστικός και πάλι ποιητής: «Ραπισμοίς σιαγόνων σου, μύλας συντρίβεις λεόντων, και οχετοίς αιμάτων, δαιμόνων λύθρον εκμειοίς, ειδωλικάς προρρίζους τε, καταστρέφεις στήλας, Αξιάγαστε» (Με τα ραπίσματα των σιαγόνων σου συντρίβεις τα δόντια των λιονταριών, και με τους οχετούς των αιμάτων σου εξαφανίζεις τη βρωμιά των δαιμόνων και καταστρέφεις από τη ρίζα τις στήλες των ειδώλων, αξιοθαύμαστε Γρηγόριε).

Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε και τα δικά μας βάσανα, και τους δικούς μας πόνους σ’  αυτήν τη ζωή, με αυτό το «μάτι» της πίστεως: αν τα βάσανά μας τα υπομένουμε με πίστη, τότε και μέσα από εμάς θα λειτουργεί η δύναμη του Θεού, που συντρίβει το κακό και τον διάβολο. Και τότε θα αρχίσουμε να γινόμαστε κι εμείς, σε κάποιο βαθμό ίσως, φωτιστές και των άλλων συνανθρώπων μας, προκειμένου να βρίσκουν το αληθινό φως, τον Ιησού Χριστό.

28 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 6, 31-36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νά συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Ἀφοῦ καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν. Κι ἄν κάνετε καλό σ’ αὐτούς ποῦ σᾶς κάνουν καλό, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Ἄν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νά σᾶς τά ἐπιστρέψουν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν στούς ὁμοίους τους γιά νά τά πάρουν πίσω. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτα. Ἔτσι, ὁ Θεός, πού εἶναι καλός ἀκόμα καί μέ τούς ἀχάριστους καί τούς κακούς, θά σᾶς ἀνταμείψει μέ τό παραπάνω καί θά σᾶς κάνει παιδιά του. Νά εἶστε λοιπόν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικός εἶναι κι ὁ Θεός Πατέρας σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. α΄ 21 - β΄ 4)

Ἀδελφοί, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.  Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; Καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτὸ, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ' ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, ὁ Θεός, πού στερεώνει καί ἐμᾶς καί ἐσᾶς στόν Χριστό καί μᾶς ἔχρισε λαό του, εἶναι ὁ ἴδιος πού μέ τή σφραγίδα του μᾶς ἐγγυᾶται τό μέλλον καί σάν πρόγευσή του δίνει μέσα στίς καρδιές μας τό Πνεῦμα. Μάρτυς μου ὁ Θεός, πού γνωρίζει τά βάθη τῆς ψυχῆς μου ὅτι δέν λέω ψέματα. Δέν ξανάρθα στήν Κόρινθο, γιά νά μή σᾶς λυπήσω. Αὐτό δέν σημαίνει πώς θέλω νά σᾶς ἐπιβληθῶ σέ ζητήματα τῆς πίστεως, γιατί σ΄ αὐτήν μένετε σταθεροί. Ἐπειδή ὅμως θέλω νά συμβάλω στή χαρά σας, γι΄ αὐτό ἔκρινα σωστό νά μή σᾶς φέρω λύπη, ὅταν θά ΄ρθῶ ξανά κοντά σας. Γιατί, ἄν ἐγώ σᾶς προκαλῶ λύπη, τότε θά πρέπει νά παίρνω χαρά ἀπό κείνους πού στενοχωρῶ. Γι΄ αὐτό σᾶς ἔγραψα ὅπως σᾶς ἔγραψα, ὥστε ὅταν ἔρθω νά μή δοκιμάσω λύπη ἀπό ἐκείνους πού ἔπρεπε νά μοῦ δώσουν χαρά. Εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος πώς ὅλοι σας πιστεύετε ὅτι ἡ δική μου χαρά εἶναι καί χαρά ὅλων σας. Σᾶς ἔγραψα μέ πολλή ὀδύνη, μέ πόνο στήν καρδιά καί μέ πολλά δάκρυα, ὄχι γιά νά σᾶς στενοχωρήσω, ἀλλά γιά νά γνωρίσετε τήν περίσσια ἀγάπη πού ἔχω γιά σᾶς.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΑΡΙΤΩΝ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Χαρίτων έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού και καταγόταν από το Ικόνιο της Λυκαονίας. Λόγω της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα Υπατικό, κι επειδή ομολόγησε με παρρησία τον Χριστό ως Θεό, τον κτύπησαν και τον κατάφλεξαν με λαμπάδες φωτιάς. Μετά την πτώση του Αυρηλιανού, ελευθερώθηκε, και πήγε σε έρημο τόπο, όπου έπεσε σε ληστές που τον αιχμαλώτισαν. Ελευθερώθηκε όμως και πάλι αλλά με τον εξής τρόπο: Στην κανάτα που είχαν οι ληστές το κρασί τους, πήγε μία έχιδνα που έχυσε το δηλητήριό της, οπότε πίνοντας οι ληστές πέθαναν όλοι. Ο όσιος, βλέποντας το σπήλαιο ταιριαστό για τόπο ασκήσεώς του, το έκανε εκκλησία, κι επειδή άρχισαν να προσέρχονται πολλοί για να ασκηθούν κοντά του, το μετέτρεψε τελικώς σε μοναστήρι. Λόγω των περισπασμών, αποσύρθηκε αλλού, αλλά και εκεί τον περίμενε η ίδια «τύχη», μέχρι ότου βρήκε την άκρη ενός βράχου, για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον Θεό. Την έλλειψη ύδατος την ξεπέρασε με τη χάρη του Θεού. Παρακάλεσε τον Κύριο, και από το βράχο βγήκε κρυστάλλινο νερό. Εκεί στον βράχο αυτό έζησε μέχρι βαθύτατο γήρας, επιτελώντας και πλήθη θαυμάτων».

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, καλός γνώστης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των Πατερικών και νηπτικών κειμένων,  «ζωγραφίζει» το πνευματικό πορτραίτο του οσίου Χαρίτωνα, χρησιμοποιώντας εικόνες από τα παραπάνω έργα. Το πρώτο στο οποίο εμμένει ο εκκλησιαστικός ποιητής είναι το χάρισμα του οσίου να καθοδηγεί άλλους προς εύρεση της Βασιλείας του Θεού, το χάρισμα δηλαδή του Γέροντα. Βασιζόμενος στο γεγονός ότι ο όσιος είχε ιδρύσει τρία μοναστήρια, παρ’  όλη την τάση του να ζήσει ως ερημίτης, τον βλέπει ως νέο Μωϋσή, ο οποίος, σαν τον παλαιό που καθοδήγησε τους Ισραηλίτες στη γη της επαγγελίας, και μάλιστα περνώντας τους θαυματουργικά, δηλαδή με τη χάρη του Θεού, από την Ερυθρά θάλασσα,   καθοδήγησε και αυτός τους μοναχούς του, ανοίγοντας με το όπλο του Σταυρού το πέλαγος της αθλητικής θάλασσας, καταβυθίζοντας έτσι τον νοητό Φαραώ, τον διάβολο. «Θαλάσσης αθλητικής το πέλαγος διανηξάμενος, τω ζωηφόρω όπλω του Σταυρού, Φαραώ τον αλάστορα τον νοητόν, Μακάριε, θεία δυνάμει κατεπόντισας». Κι είναι μεγάλη ευλογία στη ζωή μας να έχουμε βρει και εμείς τον σωστό πνευματικό καθοδηγητή, προκειμένου, αντιστοίχως με τους μοναχούς του οσίου Χαρίτωνα, να καθοδηγούμαστε στην εύρεση του Χριστού. Διότι βεβαίως αυτός είναι όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής και της πνευματικής καθοδήγησης: να συνδεθούμε με τον Χριστό, δηλαδή να ζούμε έτσι, ώστε να ενεργοποιείται το χάρισμα του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος.

Δεν είναι δυνατόν όμως ο Θεός να έχει χαριτώσει κάποιον με το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης, χωρίς αυτός να έχει διαφύγει τη θάλασσα των παθών, χωρίς να έχει υπερβεί τον εγωισμό και τα παρακλάδια του, κι αυτό με τη χάρη του Θεού. Ο όσιος Χαρίτων ήταν αληθινός καθοδηγητής, γιατί ακριβώς ενισχυόμενος από το Πνεύμα του Θεού νίκησε τον νοητό Γολιάθ, τις πονηρές δυνάμεις. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια θέλοντας να τονίσει τους σπουδαίους ασκητικούς αγώνες του οσίου τον παραλληλίζει με τον Δαυίδ. Κι όπως εκείνος, σε νεαρή ηλικία, αλλά με τεράστιο θάρρος και με δύναμη Θεού νίκησε τον γιγάντιο Γολιάθ, έτσι και ο όσιος Χαρίτων: παρ’  όλη τη θεωρούμενη τεράστια δύναμη του διαβόλου, τον νίκησε, γιατί αφενός είχε την προαίρεση για κάτι τέτοιο, αφετέρου ενισχυόταν από τον παντοδύναμο και παντοκράτορα Κύριο. «Καθείλες δαυιτικώς του αλλοφύλου Γολιάθ, όσιε, την νοητήν δύναμιν, εν τη παντευχία του Πνεύματος».

Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν, σαν τον όσιο Χαρίτωνα, γνήσιος δούλος του Θεού, με ασκητικό φρόνημα και αληθινή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όντως χαριτώνεται από τον Θεό – «εστεφάνωσαν αι χάριτες σε Χαρίτων, αθλητικώ στεφάνω, της Χριστού βασιλείας» (σε στεφάνωσαν, Χαρίτων, οι χάρες της βασιλείας του Χριστού με αθλητικό στεφάνι) - και λειτουργεί για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους  κυριολεκτικά ως «μαγνήτης», που τους τραβάει κοντά του. Δεν είναι τα ανθρώπινα προσόντα του, οι γνώσεις του, η πιθανή ευγένειά του, οι καλοί τρόποι του. Είναι η χάρη του Θεού που ελκύει  τους ανθρώπους. Κι αυτό θα πει ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν έναν τέτοιο άνθρωπο, με τη βεβαιότητα ότι προσεγγίζουν τον Θεό. Αν δεν υπάρχει αυτή η βεβαιότητα, αν οι άνθρωποι προσεγγίζουν τον Γέροντα για να μείνουν μόνον σ’  εκείνον, χωρίς να περνάνε δι’  αυτού στον Σωτήρα Χριστό, τότε αφενός οι άνθρωποι αυτοί πάσχουν από πλευράς ψυχικής – διότι Θεός τους γίνεται ο «Γέροντάς» τους -  αφετέρου ο Γέροντας αυτός, σε περίπτωση που δεν αρνηθεί το «φωτοστέφανο» που του βάζουν οι άνθρωποι, δεν είναι γνήσιος Γέροντας, ανήκει στους «ψευδογέροντες», που συνιστούν μία από τις μάστιγες της Εκκλησίας. Ο όσιος Χαρίτων γίνεται ο οδηγός μας. Ζούσε εν αυτώ ο Χριστός, γι’ αυτό και διάφανος γενόμενος Εκείνον αποκλειστικά φανέρωνε. «Συ, όσιε, φωτός ακηλίδωτον έσοπτρον της άνωθεν φρυκτωρίας τηλαυγώς ανεδείχθης, Χαρίτων παμμακάριστε» (Χαρίτων όσιε, παμμακάριστε, αναδείχτηκες πολύ καθαρά ακηλίδωτος καθρέπτης που αντανακλά το θεϊκό φως). Τέτοιους Γεροντάδες, διάφανους προς τον Θεό και τον άνθρωπο, που και η εποχή μας γνώρισε, αληθινούς αγίους (π.χ. τους οσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ιάκωβο, Εφραίμ, Σωφρόνιο κ.ά.), ας παρακαλούμε τον Θεό να αναδεικνύει πάντοτε. Το πιο σημαντικό όμως είναι να προσπαθούμε όλοι μας να γινόμαστε με τον τρόπο του οσίου Χαρίτωνα μικροί Γεροντάδες. Δηλαδή να ζούμε έτσι τον Θεό, ώστε ο Θεός να φανερώνεται μέσω ημών. Διαφορετικά, θα εμπαιζόμαστε όλοι από τις μηχανές του Πονηρού.

25 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ

«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  

Σαν την αγία Θέκλα που άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και η οσία Ευφροσύνη προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά, δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου. 

Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.

Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς, ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΕΝ ΑΘΩ (24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο Σιλουανός αυτός, ο πολίτης της επουράνιας Ιερουσαλήμ, είχε γονείς ευσεβείς που κατάγονταν από την κώμη Σοβσκ της Ρωσίας και που ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ταμπώβ. Γεννήθηκε το 1866 και κλήθηκε σε μετάνοια ήδη από τη νεότητά του από την ίδια την Πανύμνητο Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία.

Όταν έγινε εικοσιεπτά ετών, εγκατέλειψε όλα τα βιοτικά και λαμβάνοντας ως εφόδιο τις ευχές του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης ανεχώρησε για το Άγιον Όρος, γινόμενος μοχανός στο (Ρωσικό) Μοναστήρι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος.

Έδωσε λοιπόν τον εαυτό του ολόψυχα στον Θεό και γι’ αυτό σε λίγο χρόνο όχι μόνο έλαβε τη χάρη της αδιάλειπτης προσευχής από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και αξιώθηκε άρρητης θεοφάνειας στον σεβάσμιο ναό του αγίου προφήτου Ηλιού που βρισκόταν κοντά στον μύλο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Κατά παραχώρηση Θεού παραδόθηκε σε πολλούς πειρασμούς του πονηρού διαβόλου για δεκαπέντε χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν να επακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, προσφέροντας στον Μόνο που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο δεήσεις και ικεσίες με κραυγή μεγάλη και δάκρυα. Έγινε διδακτός Θεού και άκουσε από τον νομοδότη Κύριο τη φωνή Του να λέει: «Κράτει τον νου σου εις τον άδην και μη απελπίζου». Την εντολή αυτή την κράτησε καθαρή ως κανόνα σε όλη τη ζωή του κι έτσι έτρεξε την οδό του Αντωνίου, του Μακαρίου, του Σισώη, του Ποιμένα και των άλλων ενδόξων καθηγητών της ερήμου, των οποίων και τα πνευματικά μέτρα και τα χαρίσματα απέκτησε, αποκαλυπτόμενος εν ζωή αλλά και μετά θάνατο ως αποστολικός και προφητικός δάσκαλος.

Μας άφησε γραπτά γεμάτα από χάρη και Πνεύμα Άγιο, τα οποία εξέδωσε ο μαθητής και υποτακτικός του Γέρων (όσιος) Σωφρόνιος, ο κτίτορας και αρχιμανδρίτης της ιεράς Μονής των ευσεβών ορθοδόξων στη Βρεττανία (Έσσεξ).

Ήταν δε ο θαυμάσιος Σιλουανός πράος και ταπεινός στην καρδιά, φλογερός στις παρακλήσεις του προς τον Θεό υπέρ της σωτηρίας όλων των ανθρώπων και κήρυκας της αγάπης και προς τους εχθρούς, αγάπης που αποτελεί και το ασφαλέστερο κριτήριο της αληθινής παρουσίας του θείου Πνεύματος.

Μετέβη από τον θάνατο στη ζωή ο μακάριος όσιος Σιλουανός, πλήρης ημερών, κατά την εικοστή Τετάρτη του Σεπτεμβρίου, του έτους 1938».

(Η Εκκλησία εκτιμώντας τις σπάνιες αρετές του, το βάθος της γνώσεως του Θεού που απέκτησε, τις εν Πνεύματι Αγίω γραφές του, τα ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα και τις θαυματουργίες του, διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, κατατάσσοντάς τον στις δέλτους των αγίων μας, την 26η Νοεμβρίου 1987).

Δεν υπάρχει άνθρωπος πιστός στον Θεό, χριστιανός ορθόδοξος αλλά και ετερόδοξος, που να έχει έλθει σε επαφή με τα εμπνευσμένα από το Πνεύμα του Θεού κείμενα του αγίου Σιλουανού, (μάλιστα διερμηνευμένα από το πνευματικό του τέκνο εξίσου όσιο Σωφρόνιο στο έργο του που χαρακτηρίστηκε ως το σημαντικότερο του 20ού αι. «Ο Γέρων (άγιος) Σιλουανός του ΄Αθω»), και να μην αναφωνήσει κατανενυγμένος «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε» και «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»! Πολύ περισσότερο ο σοφός και χαρισματούχος υμνογράφος του οσίου, ιερομόναχος Αθανάσιος, ο οποίος με πραγματική καρδιακή αίσθηση και βαθιά αγάπη και γνώση του αγίου εκπόνησε την ακολουθία του, τόσο σημαντική και περιεκτική που και μόνον αυτή αρκεί για να έλθει κανείς σε μέθεξη του πνεύματος του μεγάλου Σιλουανού.

Είναι των αδυνάτων αδύνατο σε ένα μικρό κείμενο να αποτυπώσει κανείς όλες τις διαστάσεις που θίγει ο βαθύνους υμνογράφος – τούτο θα απαιτούσε πολλές σελίδες, ως να έγραφε κανείς μία εκτεταμένη μελέτη για τον άγιο. Θα αρκεστούμε λοιπόν στον σχολιασμό κάποιων επιμέρους στοιχείων, ικανών όμως όπως πιστεύουμε να φωτίσουν έστω δι’ ολίγων τη φωτισμένη από τον Θεό προσωπικότητά του. Και σχεδόν τυχαίως θα επιλέξουμε ως οδηγό το δοξαστικό του εσπερινού του αγίου, το οποίο θίγει εν σμικρώ πολλά.

«Δέχου καὶ μὴ ἀπόρριπτε συμπαθέστατε Πάτερ, τὴν αἴνεσιν ταύτην τὴν μικρὰν πλὴν ὅμως φιλοπάτορα. Τίσι γὰρ λόγοις Ὅσιε, τὸν θαυμαστὸν σου βίον ἐπαινέσωμαι; ὅτι γέγονας τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν ἰσοβάθμιος, καὶ ὁδηγεῖς πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ πεπλανημένας ψυχὰς ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, ἐν νυκτὶ βαθείᾳ τῆς σκοτώδους ἁμαρτίας. Καὶ τὴν κτῆσιν διδάσκεις τοῦ Πνεύματος, οὐ λογιστικῶς, ἀλλὰ βιωματικῶς. Ὅθεν σε Σιλουανέ, ὁρῶντες ἐκπληττόμεθα καὶ μακαρίζομεν τὴν ἐνεγκαμένην σε Χώραν, τὴν δὲ πνευματικήν σου πατρίδα μεγαλύνομεν, ἐν ᾗ καὶ τῆς ἁγιότητος πλήρης γέγονας. Πρέσβευε δεόμεθα, τῶν Ἀθωνιτῶν ἡ ἐσχάτη καὶ μεγάλη δόξα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον».

 (Δέξου και μην απορρίψεις, συμπαθέστατε Πάτερ, τη μικρή αυτή αίνεση, αλλ’ όμως φτιαγμένη με αγάπη. Με ποια λόγια λοιπόν, όσιε, θα επαινέσω τον θαυμαστό σου βίο; Διότι έγινες ισοβάθμιος με τους παλαιούς ασκητές και οδηγείς στη γνώση του Θεού σαν πρωινό αστέρι ψυχές που έχουν πλανηθεί μέσα στη βαθιά νύκτα της σκοτεινής αμαρτίας. Και την απόκτηση διδάσκεις του Αγίου Πνεύματος, όχι με λογισμούς και σκέψεις  αλλά βιωματικά. Γι’ αυτό, Σιλουανέ, βλέποντάς σε εκπληττόμαστε και μακαρίζουμε τη χώρα που σε γέννησε, αλλά και δοξολογούμε και την πνευματική σου πατρίδα, μέσα στην οποία έγινες πλήρης και από αγιότητα. Πρέσβευε, παρακαλούμε, συ που είσαι η τελευταία και μεγάλη δόξα των Αθωνιτών, υπέρ ημών προς τον Κύριο).

«Ισοβάθμιος λοιπόν με τους παλαιούς ασκητές» ο όσιος Σιλουανός κατά τον υμνογράφο μας. Δηλαδή της περιωπής των μεγίστων οσίων Αντωνίου του μεγάλου, Ποιμένος, Μακαρίου, Σισώη και των λοιπών ενδόξων αββάδων των Γεροντικών της Εκκλησίας. Που σημαίνει ακριβώς, όπως λέει, ότι μιλάμε για αστέρι πρώτου μεγέθους, για πνευματικό ήλιο που δέχτηκε πλούσια τις λαμπηδόνες του πρώτου Φωτός, της ίδιας της Τρισηλίου θεότητος («Έφθασας εις μέτρα οσίου Αντωνίου», ωδή η΄˙ «Σέ τὸν ἀνέσπερον Ἥλιον βλέποντες φωτιζόμεθα», δοξ. Εσπ.) και γι’ αυτό στο πρόσωπό του ψαύουμε τα σημάδια της παρουσίας του Χριστού μ’ έναν έντονο και μοναδικό τρόπο – ο άγιος γίνεται ο καθοδηγητής μας για να βλέπουμε το πρόσωπο του εν σαρκί φανερωθέντος Θεού μας, έστω κι αν πορευόμαστε εν χώρα και σκιά θανάτου. Από την άποψη αυτή ο άγιος Σιλουανός, μάλλον και ο άγιος αυτός, με τη βιοτή του και τα κείμενά του γίνεται ένας από τους πιο διαπρύσιους ιεραποστόλους της εποχής μας, αλλά και κάθε μελλούσης εποχής.  «Ο Κύριος σε έκανε διδάσκαλο της οικουμένης με όσα έμαθες από την πείρα σου, Σιλουανέ, να διδάσκεις δηλαδή πώς το θείο Πνεύμα έρχεται και κατοικεί στις ψυχές» (ωδή γ΄).

Και τι μας διδάσκει συγκεκριμένα από την πείρα του; Αφενός ότι «σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος» (Σεραφείμ του Σάρωφ), αφετέρου ότι για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό απαιτείται να «δώσει αίμα για να λάβει Πνεύμα». Δεν ήταν «αναίμακτη» η κατά Χριστόν πορεία του μεγάλου αγίου. Δεν πορευόταν απαρχής όπως καθόριζε το θέλημα του Θεού. Αλλά ήταν καλοπροαίρετος – αυτό που συνιστά την προϋπόθεση για την ύπαρξη της σχέσεως με τον Θεό. Και γι’ αυτό η ίδια η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας επενέβη στη ζωή του, καλώντας τον σε μετάνοια. Με τον λόγο του σπουδαίου υμνογράφου: «Ως σωτήρια προίκα έλαβες τη μετάνοια από τη Θεοτόκο. Διότι όταν κατάπιες το φίδι (όταν δηλαδή περιέπεσες σε σαρκικά βαριά αμαρτήματα), τότε ελέγχθηκες από Αυτήν, γιατί δεν της άρεσε η ζωή σου, κι έτσι ο πόθος της ασκήσεως ανέφλεξε την ψυχή σου, Σιλουανέ παμμακάριστε» (στιχ. εσπ.). Πράγματι, έκτοτε στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Θεό με κατάληξη το Άγιον Όρος, αφού ενισχύθηκε ενδιάμεσα και από την προσευχή του μεγάλου Ρώσου αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης, που οι προσευχές του τον διαφύλασσαν και δεν τον άφηναν ούτε στιγμή σε ησυχία.  «Έφυγες από τον κόσμο, πάτερ, και εισήλθες στην κάμινο του Άδου, με τις ευχές του Ποιμένα του Θεού (αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης)» (λιτή). «Ὁ σοφὸς ποιμὴν Κροστάνδης, τῇ εὐχῇ σε ἐνεύρωσεν, κόσμου ἀποστῆναι»(ωδή δ΄) (Ο σοφός ποιμένας της Κροστάνδης με την προσευχή του σε δυνάμωσε ώστε να απομακρυνθείς από τον αμαρτωλό κόσμο).

Αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες στη Μονή της μετανοίας του, πέρασε από το καμίνι πολλών και ποικίλων πειρασμών, επέμεινε και υπέμεινε άχρι τέλους, δέχθηκε πλήθος αποκαλύψεων από τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο. Συχνά-πυκνά ο υμνογράφος του σημειώνει το πιο γνωστό περιστατικό που περιγράφει ο βιογράφος του όσιος Σωφρόνιος: τότε που εξαντλημένος και σχεδόν απελπισμένος από τις δαιμονικές επιθέσεις λόγω των πειρασμών κενοδοξίας και υπερηφάνειας που αντιμετώπιζε, είδε τον ζώντα Χριστό μέσα από την εικόνα του τέμπλου του ναού. «Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Ζῶντα Χριστὸν ἑωρακώς, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς εἴληφας, Σιλουανὲ ὁσιώτατε» (δοξ. Εσπ.).  «Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το πλήρες αγάπης και υπερνοητής γαλήνης βλέμμα του Ιησού» έγραψε ο άγιος υποτακτικός του Σωφρόνιος. Και βεβαίως ο υμνογράφος αναφέρεται και στην απάντηση που έδωσε ο Κύριος στον σπουδαίο αγωνιστή Του για το πώς να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των λογισμών κενοδοξίας. «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι». «Η ταπείνωση είναι δοσμένη, σοφέ, ως όρος της καρποφόρας προσευχής, όπως και η κατάβαση του νου στα βασίλεια του άδη αλλά με σωτήριο απελπισμό είναι η οδός των Πατέρων. Αυτήν την οδό πορεύτηκες, θεοφόρε, με πίστη και έφτασες σε μέτρα οσίου Αντωνίου» (ωδή η΄).

Δεν ήταν όμως η εμφάνιση του Κυρίου μέσα από την εικόνα Του η μοναδική φορά παρουσίας στον αγαπημένο Του δούλο. Σημειώνει ότι του δόθηκε η μεγάλη αυτή χάρη και σε περίσταση που δεν το περίμενε: όταν διακονούσε τους συνανθρώπους του στο διακόνημα της τράπεζας. Επειδή τους  διακονούσε με όραση Χριστού, έβλεπε δηλαδή στο πρόσωπό τους Εκείνον, γι’ αυτό και ο Κύριος τον αντάμειψε με το να Τον δει και πάλι. «Τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν ἔχων ἀεὶ πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὡς πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος Αὐτοῦ, ἐν τῷ μύλωνι τοὺς ἀδελφούς σου διηκόνεις, ἔνθα καὶ ἠξίωσαι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀρρήτου ἐμφανείας, τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς» (λιτή). (Έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια σου την παρουσία του Κυρίου, ως πιστός οικονόμος της χάριτός Του, διακονούσες τους αδελφούς στον μύλο, όπου και αξιώθηκες της άρρητης εμφάνισης του Χριστού που είναι ο Άρτος της ζωής).

Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο άγιος Σιλουανός ζούσε με βαθύτητα τη μετάνοια ως αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, την ταπείνωση που τον έκανε να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του μέσα στη χάρη Εκείνου, την εν Χριστώ αγάπη ως θυσιαστική στάση του έναντι όλων των αδελφών του, στοιχεία που οδηγούσαν σε όλα τα θαυμάσια που ο Θεός έχει υποσχεθεί στους γνήσιους δούλους Του.  Η ποιητική απόδοση των παραπάνω από τον μεγάλο υμνογράφο είναι καταπληκτική. Επιλέγουμε: «Θέλων ὁ Πανάγαθος Δεσπότης, ῥᾳδίαν ἐργάσασθαι βροτῶν, τὴν σωτηρίαν ἔθηκεν, ὥσπερ θεὸν ἐπίγειον, δι' οὗπερ ἀναγόμεθα πρὸς Τούτου ἕνωσιν, πλησίον, ὡς γραφαῖς ἐκδιδάσκει, ὁ φιλαδελφίᾳ, Σιλουανὸς βιώσας» (ωδή η΄). (Θέλοντας ο πανάγαθος Δεσπότης να γίνει εύκολη η εργασία της σωτηρίας για τους ανθρώπους, έθεσε σαν επίγειο θεό, μέσω του οποίου ανεβαίνουμε για την ένωση μ’ Αυτόν, τον συνάνθρωπο, όπως διδάσκει στις γραφές του ο Σιλουανός που βίωσε με αγάπη) – ό,τι αδιάκοπα τονίζουν τα Γεροντικά ως μοναδική οδό θεώσεως του ανθρώπου: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου!». («Τί εἴπω Πάτερ ὁ ἀναιδέστατος; σοῦ καθορῶν, τοῦ βίου τὸ πανάπαν συμπέρασμα, δι' οὗ εἴληφας τῆς Χάριτος πλήρωμα, τὴν ταπεινοφροσύνην˙  ὅμοιος γέγονας, τῷ ταπεινωθέντι Ἰησοῦ, Οὗ ἠλλοτρίωμαι» (ωδή θ΄) (Τι να πω, πατέρα, ο αναιδέστατος εγώ, καθώς βλέπω το τελικό συμπέρασμα του βίου σου, με το οποίο έλαβες το πλήρωμα της χάριτος, δηλαδή την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν έγινες όμοιος με τον Ιησού που έζησε ταπεινά, από τον Οποίο εγώ έχω αποξενωθεί).

Και η ταπείνωση αυτή του Σιλουανού και η αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν τα καίρια στοιχεία της αληθινής και γνήσιας μετανοίας που επέδειξε, όπως είπαμε, απαρχής της στροφής του προς τον Θεό, ανταποκρινόμενος στη θαυμαστή επέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά ο καλός υμνογράφος επισημαίνει το πιο σημαντικό ίσως σημείο της γνησιότητας της μετανοίας. Διότι πολλοί δείχνουν ότι μετανοούν, αλλά μετά από κάποιο διάστημα, μικρό ή μεγάλο, επανέρχονται στις δικές τους αμαρτωλές συνήθειες. Ποιο ήταν αυτό; Η μέχρι θανάτου απόφαση του αγίου να παραμείνει πιστός στη Μονή της μετανοίας του και στις άγιες εντολές του Κυρίου του. Ο όσιος Σιλουανός κατάλαβε απαρχής ότι αν η στροφή προς τον Θεό δεν περάσει μέσα από τον θάνατο του εαυτού του, δηλαδή του εγωιστικού του φρονήματος, προκοπή και πνευματική ζωή δεν υφίσταται. Όταν ο απόστολος Παύλος έλεγε ότι για να έχει ζωντανή σχέση με τον Χριστό είναι δεδομένη η συσταύρωση μαζί Του, («Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»), όταν διαρκώς απεκάλυπτε ότι όλοι οι μαθητές του Χριστού «περιφέρουν τη νέκρωση του σώματός τους» για να επιτελούν θεάρεστα την αποστολή τους, δεν ήταν δυνατόν και ο πιστός Σιλουανός να απέχει από αυτήν την πραγματικότητα, όπως πρέπει να συμβαίνει με κάθε εν επιγνώσει χριστιανό.

«Ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας σου, Σιλουανὲ τῆς μετανοίας, λογιζόμενος ἀνυπερθέτως, ὅτι ἐνταῦθα ἀποθανοῦμαι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου» (λιτή) (Έστησες τα πόδια σου, Σιλουανέ, πάνω στην πέτρα της μετάνοιας, με τον λογισμό ότι οπωσδήποτε εδώ, στη Μονή της μετανοίας μου, θα πεθάνω για τις αμαρτίες μου). «Μετανοίας σου, ἡ δύναμις ἀνέκφραστος, Σιλουανὲ θαυμαστέ, οὐκέτι λυπῆσαι γάρ, Θεὸν τὸν φιλάνθρωπον, Πάτερ ἐσπούδασας, ἐργαζόμενος, εἰρήνην συνειδήσεως δι' ἀγάπης φιλοθέου», ωδή ζ΄) (Είναι ανέκφραστη, Σιλουανέ θαυμαστέ, η δύναμη της μετανοίας σου. Διότι αφιέρωσες τη ζωή σου ώστε να μη λυπήσεις καθόλου πια τον φιλάνθρωπο Θεό, πάτερ, έχοντας ως έργο σου την ειρήνη της συνειδήσεως με τη φιλόθεη αγάπη).  

Μέγας ο Σιλουανός ως μάρτυρας της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ως ένας από εκείνους που και στον σύγχρονο κόσμο μας φανερώνει ότι «ζη Κύριος ο Θεός»! Και τι πιο άμεσο για τον καθένα μας, εφόσον αποδεχόμαστε την πραγματικότητα αυτή, να έρθουμε σε επαφή με τα κείμενά του, τα γεμάτα χάρη και σοφία Θεού, όπως μαρτυρούν από την εμπειρία τους όλοι όσοι το έκαναν!