31 Οκτωβρίου 2024

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ!

«Ο νους του “πρακτικού” μπορεί να ασκεί πολλών ειδών εργασίες. Να σκέπτεται δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό, να ενθυμείται τον Θεό, να ενθυμείται την ουράνια βασιλεία, να ενθυμείται τον ζήλο των Μαρτύρων, να ενθυμείται ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών, όπως ο Ψαλμωδός που έλεγε, “προωρώμην τον Κύριον” κλπ. (Ψαλμ. ιε΄ 8). Να ενθυμείται ακόμη τους αγίους αγγέλους, τον χωρισμό της ψυχής του από το σώμα, τη συνάντηση με τα τελώνια του αέρα, την απόφαση του Κριτού, την κόλαση» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. στ΄ 17).

Ακούς για τις θεωρίες των μεγάλων αγίων και πιθανόν ζηλεύεις. Για τις αρπαγές του νου στα ουράνια, για τα «άρρητα ρήματα» που άκουσε ο απόστολος Παύλος, για «οράσεις» ιδιαίτερα χαρισματικές. Κλίνε το γόνυ της καρδιάς και δόξασε τον Θεό για το τι επιφυλάσσει  στους γνήσιους δούλους Του, τους πλήρως αφιερωμένους σ’ Αυτόν.  Μόνο τούτο όμως! Για να φτάσει κανείς εκεί, αν φτάσει ποτέ, θα περάσει υποχρεωτικά από την πράξη: την καθημερινή άσκηση των αρετών, τον αδιάκοπο αγώνα παραμονής πάνω στις εντολές του Χριστού. Διότι «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις» (η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία).

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: ο νους από τη φύση του πια μετά την πτώση στην αμαρτία είναι «αλήτης»: ξεφεύγει δηλαδή εύκολα και περιπλανιέται από δω κι από κει. Απαιτείται μεγάλος αγώνας και ξεχωριστή χάρη από τον Κύριο για να τον κρατάει κανείς εκεί που πρέπει, να τον έχει περιορισμένο στην έδρα του, την καρδιά.  Άκου τι λέει ο Μέγας Βασίλειος επ’ αυτού: «Ο νους που δεν διασκορπίζεται και δεν διαχέεται μέσω των αισθήσεων στα πράγματα του κόσμου, επιστρέφει στον εαυτό του, στην καρδιά του δηλαδή, και διά του εαυτού του οδηγείται στην έννοια του Θεού». Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε δεν είπε ότι η Βασιλεία του Θεού «εντός υμών εστιν»;

Πώς θα κρατήσεις λοιπόν τον νου στην καρδιά; Βεβαίως, όλοι οι άγιοί μας προτείνουν την προσευχή του Ιησού. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»: είναι το βαρύ «πυροβολικό» στην πνευματική ζωή.  Μπορείς όμως να ασκείς και άλλες πολλές εργασίες. Να δίνεις δηλαδή «τροφή» στον νου σου με αυτά που θα τον ωθούν διαρκώς στο κέντρο του, την καρδιά. Όπως: να σκέπτεσαι τον Θεό και την αγάπη Του, να σχολάζεις πάνω στην ουράνια βασιλεία Του, στον ζήλο των μαρτύρων, στην πανταχού παρουσία Του, στον φύλακα άγγελό σου, στην ώρα του θανάτου σου, στο τι έπειτα θα ακολουθήσει με την κρίση.  

Μεγάλες εργασίες που ορθά ασκούμενες από τον νου προστατεύουν από την πτώση στην αμαρτία και εξισορροπούν τον ανθρώπινο ψυχισμό μας! Γιατί μας κρατούν στη χάρη του Θεού!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΣΤΑΧΥΣ, ΑΠΕΛΛΗΣ, ΑΜΠΛΙΑΣ, ΟΥΡΒΑΝΟΣ, ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ

«Από αυτούς, ο μεν άγιος Στάχυς προχειρίζεται επίσκοπος του Βυζαντίου από τον απόστολο Ανδρέα. Οικοδόμησε δε και Εκκλησία στην Αργυρούπολη, στην οποία συναθροίζονταν πλήθη Χριστιανών όχι λίγα, και τους δίδασκε. Κι αφού έζησε έτσι επί δεκαέξι χρόνια, εκοιμήθη εν ειρήνη. Ο  Απελλής έγινε επίσκοπος Ηρακλείας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον Χριστό, είχε τέλος μακάριο. Οι  άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός, αφού έγιναν και αυτοί επίσκοποι από τον ίδιο απόστολο Ανδρέα, ο μεν Αμπλίας της Οδυσσούπολης, ο δε Ουρβανός της Μακεδονίας, φονεύτηκαν από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες λόγω της ομολογίας τους για τον Χριστό και της καταστροφής των ειδώλων. Έτσι παρέδωσαν τις μακάριες ψυχές τους στον Θεό. Ο Νάρκισσος καταστάθηκε επίσκοπος των Αθηνών. Βασανίστηκε με διαφόρους τρόπους για την πίστη του και παρέδωσε κι αυτός την ψυχή του στον Θεό, για τον Οποίο έχυσε το αίμα του με προθυμία. Ο Αριστόβουλος, αφού χειροτονήθηκε και αυτός ποιμένας λογικών προβάτων, κήρυσσε τον Χριστό σε όλους, οπότε έλαβε μισθό αντάξιο των κόπων του».

Οι άγιοι αυτοί απόστολοι, ανήκοντας στον κύκλο των εβδομήκοντα μαθητών του Κυρίου, είχαν τη μοναδική και εξαίρετη ευλογία να είναι  και αυτοί κοντά στον Διδάσκαλό τους και να έχουν λάβει τη χάρη της Πεντηκοστής. Δεν βρίσκονται βεβαίως στο ύψος των δώδεκα αποστόλων, μέσα στο στερέωμα της Εκκλησίας μας, αλλά, έστω σε δεύτερο «πλάνο», λειτουργώντας εν  υπακοή των εντολών του ίδιου του Κυρίου, άρα ακολουθώντας τα ίχνη Του, αποτελούν καθηγητές των πιστών για να ζουν με την ορθή πίστη. Όπως το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «Ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού, που σαρκώθηκε για εμάς από αγάπη, μακάριοι, και υπακούοντας στις θεϊκές Του προσταγές, φανήκατε καθηγητές όλων των πλανωμένων για την αληθινή πίστη».

 Έτσι και οι απόστολοι αυτοί έγιναν μάρτυρες Κυρίου, που απεστάλησαν από Αυτόν στον κόσμο, για να «θρέψουν» τους ανθρώπους με την τροφή του λόγου του Θεού, σε εποχή μάλιστα που αυτοί λιμοκτονούσαν από την έλλειψη της ορθής πίστεως. «Φάνηκες να εκτρέφεις, Στάχυ θεομακάριστε, με τον λόγο της γνώσης του Θεού, αυτούς που έλιωσαν από την πείνα της πίστης, και να τους κάνεις, με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού,  κοινωνούς της ανώτερης τροφής». Πράγματι, ο λόγος του Θεού συνιστά τροφή για τον άνθρωπο, ενώ η έλλειψή της οδηγεί σε πνευματική λιμοκτονία, κάτι που ήδη από την Παλαιά Διαθήκη είχε εξαγγελθεί διά στόματος των Προφητών: «λιμός του ακούσαι τω Κυρίω» - πείνα για τον λόγο του Θεού, μαρτυρήθηκε δε έντονα και από τον ίδιο τον Κύριο, κατά τον πρώτο πειρασμό που δέχτηκε μετά τη Βάπτισή Του στη έρημο από τον διάβολο: «ουκ επ’  άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’  επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού» - δεν ζει ο άνθρωπος μόνο με το ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που εκπορεύεται από το στόμα του Θεού.  Πόσο άραγε έχουμε συνειδητοποιήσει την αλήθεια αυτή και εμείς οι θεωρούμενοι πιστοί χριστιανοί; Πόσο με άλλα λόγια μελετούμε το Ευαγγέλιο, μελετούμε τα λόγια δηλαδή του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, μελετούμε το «ενσαρκωμένο» ευαγγέλιο: τους βίους των αγίων της Εκκλησίας μας, μελετούμε εκείνους που  ερμήνευσαν με φωτισμό του Θεού την Αγία Γραφή: τους Πατέρες μας; Δεν  είναι κρίμα μάλιστα σε εποχή που σπείρεται πλούσια ο λόγος του Θεού, να υπάρχουν εν Χριστώ αδελφοί μας, οι οποίοι κυριολεκτικά λιμοκτονούν πνευματικά;

Οι άγιοι απόστολοι αυτοί λοιπόν σήμερα μας υπενθυμίζουν αυτήν τη μεγάλη αλήθεια. Κι ο άγιος υμνογράφος την επιτείνει ακόμη περισσότερο: οι άγιοι είναι σαν το σωτηριώδες ρεύμα  ενός ποταμού, που γλιτώνει από τα «βρομόνερα» της πλάνης και ποτίζει τους πιστούς με τη χάρη του Θεού. «Καθάπερ ρεύμα, Ουρβανέ, σωτηριώδες, τα πικρά και άποτα νάματα αποσοβών, και καταρδεύων εν χάριτι των ευσεβούντων το πλήρωμα». Μία εικόνα που παραπέμπει στον άθλο του Ηρακλή, όταν καθάρισε τους κόπρους του Αυγεία. Που σημαίνει: κάθε φορά που εμβαπτιζόμαστε στη διδασκαλία των αγίων αποστόλων, πρέπει να έχουμε αυτήν την πεποίθηση, η οποία στον καλοπροαίρετο άνθρωπο γίνεται βεβαιότητα πνευματικής αίσθησης: ότι μπαίνουμε σε ένα λουτρό, για να καθαριστούμε και να ανανεωθούμε. Ή: ότι αλατιζόμαστε με εκείνο το πνευματικό αλάτι, ώστε να μη φτάνουμε στο σημείο της σαπίλας της πλάνης. «Τω νοστίμω άλατι των σων, Αμπλία, διδαγμάτων, της πλάνης σηπεδόνα απεκάθηρας».

30 Οκτωβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ Η ΑΔΕΛΦΗ ΑΥΤΟΥ

«Οι άγιοι ζούσαν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν, παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».

Οι άγιοι μάρτυρες Ζηνόβιος και Ζηνοβία έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου, πνίγοντας μέσα στο αίμα τους τον πονηρό διάβολο. «Έγιναν αυτοί υπέρμαχοι της αγίας Τριάδος. Και στο στάδιο με ανδρεία απέπνιξαν τον αόρατο εχθρό διάβολο μέσα στο σεπτό αίμα τους και έλαβαν έτσι ένδοξα το στεφάνι της νίκης». Η επισήμανση είναι σπουδαιότατη. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει, κατά την πίστη μας, ισχυρότερο όπλο που κατακαίει τον διάβολο, από το αίμα των μαρτύρων. Όπου δορυφορούνται μάλιστα τα λείψανά τους, εκεί φυγαδεύεται η όποια δαιμονική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εγκαινιασμένος ναός, στον οποίο τελείται η αναίμακτη λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, θεωρείται ό,τι ισχυρότερο κατά του Πονηρού. Διότι ακριβώς εκεί υπάρχει το αίμα του Κυρίου μας – το απόλυτο όπλο – και μαζί με Αυτό τα λείψανα των μαρτύρων που είναι κατατεθειμένα μέσα στην αγία Τράπεζα. Μακάρι οι πιστοί να είχαμε επίγνωση των δυνάμεων που έχουμε μαζί μας, ιδιαιτέρως όταν βρισκόμαστε μέσα στον Ναό – ενισχυόμαστε για να ζούμε τον Σταυρό του Κυρίου ως προσωπικό γεγονός.

Ο άγιος υμνογράφος  Ιωσήφ συνδέει στενότατα την ιερωσύνη του αγίου Ζηνοβίου με το μαρτύριό του. Παριστάμενος ο Ζηνόβιος ενώπιον του θρόνου του Κυρίου φορεί την ιερατική του στολή έντονα κόκκινη λόγω και του αίματός του – «Αφού χρωμάτισες έντονα τη στολή σου, Ζηνόβιε, με το αίμα του μαρτυρίου σου, την έκανες ιερότερη με τη χάρη του Θεού». Κι ο υμνογράφος  εν προκειμένω επισημαίνει μία βασική αλήθεια: τη μαρτυρική  διάσταση της ιερωσύνης – ιερωσύνη και μαρτύριο βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό˙ η διακονία του είναι οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του Κυρίου.

Εκθέτοντας ο άγιος Ιωσήφ τα της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, μέσα στα πλαίσια της μαρτυρικής διαστάσεώς της στον κόσμο τούτο, αναφέρεται στον τρόπο ασκήσεώς της: «ιεράτευσεν ως άγγελος», με δύναμη προσευχής τέτοια υπέρ του ποιμνίου του, ώστε να γίνεται αυτή δεκτή από τον Κύριο «ως θυμίαμα». Κι αυτή «η δέησις της ενθέου ψυχής του» συνδυαζόταν με τη διδασκαλία του, η οποία λειτουργούσε ως ποτιστική βροχή στις καρδιές των πιστών που του εμπιστεύθηκε Εκείνος. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο άγιος ποιητής είναι πολύ ωραία: «Η γλώσσα σου, Ζηνόβιε, έγινε σαν σύννεφο που φέρνει βροχή και που βρέχει την ευσέβεια, ποτίζοντας τις καρδιές των πιστών και οδηγώντας τις διάνοιες για να καρποφορούν τις ενάρετες πράξεις».  Έτσι η ιερατική διακονία του ευσεβούς Ζηνοβίου οδηγούσε σε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον: σώζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αυξανόμενοι στον δρόμο της αρετής∙ Δεύτερον: διαρκώς και μειωνόταν η ασέβεια από την αύξηση της ευσεβείας, δηλαδή της αληθινής πίστεως. «Λιγόστεψες την ασέβεια, Μάρτυς, με την αύξηση της αληθινής ευσέβειας… και έσωσες αυτούς που θαλασσοδέρνονταν από τα κύματα της πλάνης».

Είναι ευνόητο πόσο σημαντική είναι αυτή η αλήθεια και για εμάς σήμερα: η μείωση της ασεβείας, ως αίρεσης και ως εγωιστικού τρόπου ζωής, έρχεται στον βαθμό που εμείς αυξάνουμε την ευσέβειά μας. Αν σήμερα υπάρχουν τόσες αιρέσεις και τόσες αποκλίσεις από τον ορθό τρόπο ζωής, σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται και στο δικό μας έλλειμμα ευσεβείας.

29 Οκτωβρίου 2024

ΝΑ ΚΛΑΙΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΜΑΣ!

 

«Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώση ή την επίπληξη του άλλου» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ε΄, 19).

Ο μεγάλος ασκητής του Γεροντικού το λέει χωρίς περιστροφές: «Οι άνθρωποι αφήσαμε τον δικό μας νεκρό και κοιτάμε τους άλλους». Μη νομίσεις ως νεκρό κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό σου. Νεκροί δεν γινόμαστε κάθε φορά που αμαρτάνουμε και ασωτεύουμε; Ως πτώματα δεν μας βλέπει ο Θεός, όταν η προτεραιότητά μας είναι τα πάθη μας, είτε αυτά λέγονται φιληδονία είτε λέγονται κενοδοξία και υπερηφάνεια είτε και φιλαργυρία και φιλοκτημοσύνη; «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς».

Λοιπόν το πιο φυσικό για έναν που έχει λίγη επίγνωση του εαυτού του είναι το πένθος και τα δάκρυα. «Μπορώ να κλαίω όποτε θέλω και όσο θέλω», έλεγε ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. «Γιατί θυμάμαι πρώτα τον όσιο Γέροντά μου Ιωσήφ τον ησυχαστή νεκρό στο μνήμα, κι έπειτα σκέφτομαι τον εαυτό μου ότι κι εγώ έτσι θα φτάσω. Και σκέπτομαι τι απολογία θα δώσω στον Κύριο»; Το πένθος και τα δάκρυα λοιπόν είναι το γνώρισμα του εν επιγνώσει χριστιανού: βλέπει την αλήθεια του εαυτού του και την τραγικότητα του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου.

Πρέπει λοιπόν να συγκεντρώνεσαι λίγο στον εαυτό σου και να στοχάζεσαι την πνευματική πραγματικότητά σου. Καλά τα γέλια και οι χαρές του κόσμου τούτου, μα τις περισσότερες φορές, αν δεν εκφράζουν την εσωτερική εν χάριτι κατάσταση του ανθρώπου, λειτουργούν αποπροσανατολιστικά: σε ταράζουν και σου θολώνουν το πνευματικό σου μάτι, τον ίδιο τον νου σου. Μάθε λοιπόν να ζητάς από τον Κύριο τη χάρη αυτή: να βλέπεις μέσα σου και να δακρυρροείς!

Κι έτσι θα δεις δύο πράγματα να καρποφορούν στη ζωή σου. Πρώτον: δεν θα σου μένει χρόνος να βλέπεις τον θρήνο των άλλων ή τις πτώσεις τους, συνεπώς δεν θα κατακρίνεις – ό,τι σου φυγαδεύει τη χάρη του Θεού· δεύτερον: θα μένεις «αναίσθητος» στις επιπλήξεις και στους ελέγχους τους – ό,τι συνιστά την ταπείνωση, που αποδέχεται κάθε έλεγχο και προσβολή των άλλων.  

Στη χαρισματική και υψηλή αυτή κατάσταση γεννιέται, λέει ο ίδιος ο Κύριος, η ευτυχία και η μακαριότητα και η παρηγοριά. «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αυτή είναι η παραδοξότητα της χριστιανικής αληθινής ζωής: κλαις και παρηγοριέσαι· σε επιπλήττουν και νιώθεις ότι σε επαινούν. Είναι το δώρο του ουρανού σ’ έναν κόσμο υποταγμένο στον αρχέκακο Διάβολο. «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η αγία Αναστασία έζησε όταν βασιλείς ήταν οι διώκτες της χριστιανικής πίστης  Δέκιος και  Ουαλλεριανός και ηγεμόνας ο Πρόβος. Ήταν Ρωμαία στην καταγωγή, νέα στην ηλικία και ζούσε σε κάποιο Μοναστήρι. Την συνέλαβαν για την πίστη της κι επειδή ομολόγησε την πίστη αυτή με παρρησία, την κτύπησαν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, την άπλωσαν πάνω σε πυρακτωμένους άνθρακες και τη μαστίγωσαν με ράβδους. Την κρέμασαν έπειτα πάνω σε ξύλο, την πίεσαν σε μέγκενη και την τρύπησαν με σιδερένιες ακίδες. Κρεμασμένη την έξυσαν σε όλο το σώμα, της έκοψαν τους μαστούς και της εκρίζωσαν τα νύχια. Της ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια, της αφαίρεσαν τη γλώσσα και της εκρίζωσαν τα δόντια. Στο τέλος, της έκοψαν και το κεφάλι».

Προξενεί κατάπληξη το μαρτύριο της αγίας Αναστασίας. Δεν υπέστη απλώς κάποια βασανιστήρια χάριν της πίστεώς της στον Χριστό, αλλά το κάθε μέλος του σώματός της δέχτηκε πολλαπλά τραύματα, μέχρι σημείου σχεδόν εξαφανισμού της. Η περιγραφή του μαρτυρίου της φέρνει στη μνήμη το τροπάριο από τη Μ. Παρασκευή για τον ίδιο τον Κύριο: «έκαστον μέλος της αγίας σου σαρκός ατιμίαν δι’ ημάς υπέμεινε». Γι’  αυτό και ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ, ο οποίος ζητεί φωτισμό από την αγία, προκειμένου να δοξολογήσει σωστά την αγιότητά της, καλύπτει ένα μεγάλο  μέρος του κανόνα της με την συγκεκριμένη αναφορά στο κάθε είδος από τα μαρτύριά της. Θυμίζει η περίπτωση της αγίας οσιομάρτυρος τα βασανιστήρια άλλων μεγαλομαρτύρων, όπως της αγίας Ευφημίας, για τα οποία εξέφρασε τον θαυμασμό του και ο όσιος Παΐσιος, στην εμφάνισή της στο κελί του στο Άγιον Όρος το 1987.

Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως προσπαθεί να δώσει εξήγηση τού πώς μπόρεσε η αγία να αντέξει τόσα βάσανα. Έφτασε, λέει, στο δοξασμένο ύψος του μαρτυρίου, με τη νόμιμη άθλησή της, αφού προηγουμένως είχε υπερβεί τα πάθη της σαρκός με την εγκράτειά της. Κι αυτή η υπέρβαση δεν ήταν θέμα μίας στιγμής ή ολίγου χρόνου, αλλά ολόκληρης της ζωής της, αφού από βρέφος αφιερώθηκε στον Θεό. «Εκ βρέφους τω Θεώ ανετέθης, οσία, νεκρώσασα σαρκός εγκρατεία τα πάθη». Με άλλα λόγια, η αγία Αναστασία με την αγιασμένη βιοτή της προ του μαρτυρίου, ήταν έτοιμη και για τους αγώνες του ίδιου του μαρτυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να γίνει μάρτυρας. Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση εκτάκτου εισπηδήσεως στο μαρτύριο – κάποιος εκείνη την ώρα να δεχθεί φωτισμό και χάρη για να δώσει και τη ζωή του για τον Χριστό – η «φυσιολογική» πορεία είναι να έχει κανείς ετοιμασθεί γι’  αυτό. Εδώ έχουν θέση και οι ονομαζόμενοι «αλείπτες», οι πνευματικοί προπονητές δηλαδή των υποψηφίων μαρτύρων, για τους οποίους πολύ συχνά κάνουν λόγο τα συναξάρια και οι ύμνοι της Εκκλησίας: ετοιμάζουν με λόγο και με πνευματικές ασκήσεις τους πιστούς, εν όψει του μαρτυρίου, ώστε να μη βρεθεί στη θέση ο υποψήφιος μάρτυρας να αρνηθεί τον Κύριο. Εν προκειμένω τονίζεται μία γενική και σπουδαία αλήθεια: κανείς δεν κατορθώνει κάτι μεγάλο και σημαντικό, αν προηγουμένως δεν έχει ετοιμαστεί πολύ καιρό γι’  αυτό. Αν ο ίδιος ο Κύριος ετοιμαζόταν επί τριάντα χρόνια, πριν βγει στη δημόσια δράση Του, αν ο απόστολος Παύλος χρειάστηκε αρκετά χρόνια απομόνωσης και προβληματισμού για να ξεκινήσει τις περιοδείες του, πόσο περισσότερο τούτο είναι αναγκαίο για όλους;

Με τα βασανιστήρια της αγίας το σώμα της στρεβλώθηκε, σε σημείο  τελικώς αφανισμού της. Πάνω σ’ αυτό όμως ο εκκλησιαστικός ποιητής προβαίνει σε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η στρέβλωση του σώματος της αγίας, χάριν του Χριστού, φανέρωνε την ψυχική της σταθερότητα, το όρθιο της προαίρεσής της. Όσο την κτυπούσαν και την «πετσόκοβαν», τόσο το φρόνημά της δυνάμωνε και παρέμενε όρθιο. «Στρεβλούμενον το σώμα αικισμοίς, εδήλου το όρθιον σης προαιρέσεως προς Θεόν, Αναστασία πανεύφημε». Η αγία δηλαδή επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που είχε πει ο Κύριος: «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι». Η ψυχή είναι αυτό που μετράει στις δύσκολες στιγμές του βίου, κι αυτό έδειξε η αγία. Δεύτερον, μέσα σε όλα αυτά τα βάσανα, που θα έπρεπε η νεαρή κόρη να έχει αλλοιωμένα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της από τον πόνο και την οδύνη, εκείνη φαινόταν ακόμη περισσότερο ωραία στη μορφή: «Κάλλος το εγκάρδιον τη ορατή μορφή, ένδοξε, διαδοθέν, σε ωραιοτάτην τοις ορώσιν υπέφαινεν». Δηλαδή: Το κάλλος της καρδιάς σου, η εσωτερική ομορφιά σου, ένδοξε, μεταδόθηκε και στην ορατή, εξωτερική, μορφή σου, και σε έκανε να φαίνεσαι ωραιότατη σ’ αυτούς που σε έβλεπαν. Η αγία φανέρωνε, έστω και στα βάσανα, την υπάρχουσα σ’ αυτήν χάρη του Θεού, η οποία πράγματι κάνει τον άνθρωπο και εξωτερικά να λάμπει και να ομορφαίνει. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» υπενθυμίζει ο λόγος του Θεού. Ο άγιος υμνογράφος με τον ύμνο του αυτό τονίζει ακριβώς τον χαρισματικό χαρακτήρα του μαρτυρίου της αγίας Αναστασίας. Ό,τι υπέστη, το υπέστη με τη δύναμη του Θεού. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη, έπρεπε να συναντήσει την καλή προαίρεση της αγίας, για την ύπαρξη της οποίας εργάστηκε η ίδια ασκητικώς εκ νεότητός της.

28 Οκτωβρίου 2024

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: ΕΘΝΙΚΟ ΟΡΟΣΗΜΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

Δεν έχουμε σκοπό να πούμε όσα αποτελούν το περιεχόμενο ενός πανηγυρικού της ημέρας – αυτό είναι δουλειά άλλων! Μα δεν μπορούμε να μην πούμε κι εμείς ένα ταπεινό ευχαριστώ στους πατέρες και τους παππούδες μας, που στη δεδομένη στιγμή «ηλεκτρίστηκαν» από την αγάπη τους προς την πατρίδα και προσήλθαν, σε μεγάλο βαθμό εθελοντικά, να καταθέσουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία και τη διαφύλαξή της. Οι άμεσες μαρτυρίες που έχουμε και τα ντοκουμέντα της εποχής εκείνης δείχνουν ότι αυτό που συνέβη τό ’40 δεν εξηγείται με την απλή λογική. Υπήρξε ένας πανεθνικός συναγερμός κατά της φασιστικής επίθεσης των Ιταλών πρώτα και των Γεμανών έπειτα, που προϋπέθετε σε μεγάλο βαθμό την υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Κι αυτό γιατί τα αριθμητικά στοιχεία σε έμψυχο και άψυχο υλικό έκλιναν καθ’ υπερβολήν υπέρ των επιτεθεμένων φασιστών. Όλοι με άλλα λόγια οι Έλληνες ήξεραν ότι οι Ιταλοί σαφώς υπερτερούν σε όπλα και σε στρατιώτες. Η λογική έλεγε ότι η ήττα ήταν δεδομένη. Μα ο ψυχικός δυναμισμός των Ελλήνων ήταν τέτοιος, που τα αριθμητικά και λογικά δεδομένα τα παραθεώρησαν. Ο αγώνας ήταν για την Πατρίδα, που σημαίνει ότι ήταν αγώνας για τα ιερά και τα όσια του Έθνους. Επέλεξαν λοιπόν να μαρτυρήσουν για να παραμείνουν αυτό που ήταν: Έλληνες ελεύθεροι, παρά να υποταγούν και να χάσουν την αυτοσυνειδησία τους και την αξιοπρέπειά τους. Και τα κατάφεραν. Γι’  αυτό και δεν είναι υπερβολικός ο χαρακτηρισμός που από τότε τους συνοδεύει και τον οποίο έδωσαν φίλοι και εχθροί: είναι ήρωες!

Κοινοί άνθρωποι σαν όλους ήταν οι μαχητές του ’40 μέχρι την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος, κι ίσως, για όσους επέζησαν, και μετά από αυτόν. Με τους ίδιους φόβους, τις ίδιες αγωνίες και τις ανασφάλειες που έχει κάθε απλός άνθρωπος. Φαίνεται όμως πως το αδύναμο σωματικά και ψυχικά αυτό πλάσμα, σε κρίσιμες ώρες που διακυβεύονται τα ιδεώδη και τα οράματά του, μεταμορφώνεται και γίνεται γίγαντας. Σπάει τα στεγανά των ατομικών του ορίων κι αφήνει να διαφανούν οι άπειρες δυνατότητες  με τις οποίες τον έχει προικίσει ο Δημιουργός. Θεολογικά, θα επισημαίναμε ότι έχουμε εδώ μερική εφαρμογή του θεόπνευστου λόγου του Ευαγγελιστή της αγάπης, που λέει ότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. 4, 18). Ο φόβος που έχει κάθε άνθρωπος, όταν βλέπει ότι κινδυνεύει η ατομική του ύπαρξη, ξεπερνιέται με μία τέλεια αγάπη. Εν προκειμένω οι αγωνιστές του ’40 παθιάστηκαν από την αγάπη προς την Πατρίδα, αγάπη που τους έκανε να υπερβούν τα όριά τους και να αναδειχτούν σε ήρωες, σε οικουμενικά δηλαδή πρότυπα.

Κι από την άποψη αυτή, εκτός από το να τους ευχαριστούμε, καλούμαστε να τους μιμηθούμε. Γιατί κι εμείς σήμερα ζούμε σε κρίσιμες εποχές. Οι κίνδυνοι για την ασφάλεια της πατρίδας μας, αλλά και για την ψυχική και πνευματική αρτιότητά μας είναι δεδομένοι και υπαρκτοί. Και δεν μιλάμε μόνο για τους άσπονδους φίλους μας: τους απειλητικούς γείτονες της χώρας μας, αλλά και για άλλους κινδύνους, πιο απειλητικούς ίσως γιατί είναι περισσότερο ύπουλοι. Η παρείσφρυση για παράδειγμα στη χώρα μας πάμπολλων αιρέσεων χριστιανικών και μη που σκοπεύουν στην αλλοίωση της πνευματικής φυσιογνωμίας της δεν συνιστά έναν τέτοιο κίνδυνο; Το πνεύμα της εκκοσμίκευσης ως έκπτωσης από τη γνησιότητα της ορθόδοξης πίστης και προσκόλλησης στα του κοσμικού φρονήματος δεν αποκοιμίζει σταδιακά και τους χριστιανούς Έλληνες, προκαλώντας την αναισθητοποίηση κάθε ψυχικής και πνευματικής αντίστασής τους; Κι ακόμη: η κυριαρχία σχεδόν πια των χαρακτηριστικών της μετανεωτερικής λεγόμενης εποχής, όπου ο άνθρωπος δεν κατανοείται ως εικόνα Θεού αλλ’  ούτε καν και ως «ζωντανός» άνθρωπος με την υποταγή του στην «άϋλη»  εκδοχή του μέσω του διαδικτύου, δεν αποτελεί κι αυτή ίσως τον σοβαρότερο από όλους τους κινδύνους;

Λοιπόν, οι κίνδυνοι αφανισμού μας ως Έθνους με την ελληνορθόδοξη ιδιαιτερότητά μας είναι παραπάνω από υπαρκτοί, για να μην πούμε ότι είμαστε σε φάση μη αναστρέψιμη. Κι είναι σημαντική η ευκαιρία που μας προσφέρει και πάλι η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, γιατί όπως τότε οι αγωνιστές του ’40 συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο και υψώθηκαν στα όρια της ελληνικής ηρωικής ψυχής για να διαφυλάξουν τον εαυτό τους και την πατρίδα τους, έτσι κι εμείς. Υπό τη Σκέπη της Παναγίας Μητέρας μας να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να «διαβάσουμε» σωστά τα μηνύματα των καιρών. Και να στραφούμε στον «μόνον δυνάμενον σώζειν», τον Κύριο Ιησού Χριστό, προκειμένου και να μας φωτίσει αλλά και να ενισχύσει την αδύναμη βούλησή μας ώστε να βαδίζουμε τον δρόμο τον δικό Του και των αγίων Του. Οι έστω και λίγοι σήμερα που θα βρεθούν στο χαρισματικό αυτό σημείο ίσως δημιουργήσουν κατά ένα μυστικό τρόπο αυτήν τη φορά ένα νέο «έπος»! Το «έπος της μετάνοιας» που θα υψώσει αναχώματα εναντίον κάθε δύναμης φθοράς. Μη ξεχνάμε τον λόγο του Κυρίου: η μετάνοια φέρνει στον κόσμο την ίδια τη Βασιλεία του Θεού!

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.

Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.

Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.