17 Νοεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ

 

«Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.

Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν» (οίκος συναξαρίου)

(Χριστέ, έχεις τον αθλητή Λογγίνο (τον επί του Σταυρού) που είναι μεγάλος, έχεις όμως και τον ασκητή Λογγίνο που είναι μεγάλος).

«Ο όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του (με μεταγραφή στη νεοελληνική).

«Ο όσιος αυτός Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”. Ο ίδιος όσιος ρώτησε τον αββά Λούκιο ως εξής: “Θέλω να ξενιτευτώ”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν δεν κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος όπου κι αν πας. Λοιπόν, κυριάρχησε στη γλώσσα σου κι εδώ που είσαι, οπότε είσαι ξένος”. Ρώτησε και δεύτερη φορά∙ “Θέλω να νηστέψω”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Είπε ο προφήτης Ησαῒας. Αν κάμψεις σαν κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε κι έτσι θα ονομαστεί δεκτή η νηστεία σου. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς”. Ρώτησε και τρίτη φορά∙ “Θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν προηγουμένως δεν κατορθώσεις την αρετή μαζί με τους ανθρώπους, ούτε και μόνος σου μπορείς να την κατορθώσεις”.

Αυτός ο όσιος ρωτήθηκε μια φορά ποια αρετή είναι μεγαλύτερη από όλες, και είπε. Όπως η υπερηφάνεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις κακίες και τα πάθη, τόσο που μπόρεσε να ρίξει και τους αγγέλους από τον ουρανό, έτσι εκ του αντιθέτου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές. Διότι αυτή μπορεί να ανεβάσει από τις αβύσσους τον άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αυτός αμαρτωλός σαν τον δαίμονα. Γι’  αυτό και ο Κύριος πρώτα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς. Γράφεται δε και περί του Λογγίνου και στο χειρόγραφο Παράδεισος των Πατέρων ότι είπε αυτά τα ψυχοσωτήρια λόγια. “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου. Η ησυχία φέρνει το πένθος. Το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον κάνει αναμάρτητο”. Είχε δε ο αββάς Λογγίνος πολλή κατάνυξη στην προσευχή και στην ψαλμωδία του. Λέγει λοιπόν μία ημέρα ο μαθητής του: Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, το να κλαίει ο μοναχός κατά την προσευχή του; Κι αποκρίθηκε ο Γέρων. Ναι τέκνον, αυτός είναι ο κανόνας, τον οποίο ζητάει ο Θεός. Διότι ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά για να χαίρεται και να ευφραίνεται, προκειμένου να δοξάζει Αυτόν με καθαρό και αναμάρτητο τρόπο όπως οι άγγελοι. Αφότου όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, χρειάστηκε να κλαίει. Διότι όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για κλαυθμό”» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Αθήνησι).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού, γεννημένος από Έλληνες γονείς. Επειδή ζητούσε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό του, γνώρισε την αληθινή κατά Χριστό πίστη. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο αύξανε σ’ αυτόν η ευσέβεια. Από το μέγεθος και το πλήθος των θαυμάτων που έκανε, πήρε την επωνυμία του: θαυματουργός. Όταν λοιπόν φοιτούσε ακόμη στη σχολή της Αλεξάνδρειας και σπούδαζε θεολογία, κάποια πόρνη, παρακινημένη από συμφοιτητές του,  με σκοπό να τον συκοφαντήσουν, τον πλησίασε. Καταλήφθηκε όμως από δαιμόνιο, λόγω της συκοφαντίας, και έπεσε στη γη σπαράσσοντας. Ο άγιος τότε προσευχήθηκε και την έκανε καλά. Αυτός κάποτε είδε στον ύπνο του την Υπεραγία Θεοτόκο με τον Ιωάννη τον Θεολόγο να τον μυούν στο μυστήριο της αγίας Τριάδος. Και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο από τον Φαίδιμο, τον Μητροπολίτη Αμασίας, και με το που πήγε στην Εκκλησία που του έλαχε, και μετά την κοίμησή του, λέγεται ότι έκανε θαύματα τέτοια, που και δεν είναι εύκολο  να τα ακούσει κανείς και είναι μεγαλύτερα και από το να τα πιστέψει.

Για παράδειγμα: Μετακίνησε σε άλλο μέρος μία τεράστια πέτρα, ίση σχεδόν με βουνό, μόνο με την προσευχή του. Και κάποτε περνώντας από ένα ναό ειδώλων, εισήλθε μέσα και έβγαλε από εκεί τα δαιμόνια. Όταν έφυγε δε, δεν μπορούσαν τα δαιμόνια να ξαναμπούν στον ναό. Το έμαθε αυτό ο νεωκόρος και οργίσθηκε κατά του αγίου. Τότε ο άγιος έγραψε σ’ ένα χαρτί: «ο Γρηγόριος προς τον σατανά: Να μπεις μέσα». Ο νεωκόρος έβαλε μέσα στον ναό το χαρτί, οπότε μπόρεσαν να μπουν και τα δαιμόνια. Μόλις είδε ο νεωκόρος το θαύμα αυτό, έμεινε έκπληκτος, και αντί να λατρεύει πια τους δαίμονες, αναδείχθηκε αμέσως μαθητής του Χριστού, προσερχόμενος στον μεγάλο Γρηγόριο. Άλλοτε, έμεινε ξάγρυπνος μία νύκτα στην προσευχή, για να κάνει ήσυχη και χέρσα μία λίμνη, η οποία είχε κύματα σαν της θάλασσας και την οποία διεκδικούσαν δύο αδέλφια. Ο άγιος λοιπόν «αποξήρανε», μαζί με τη λίμνη,  και τη μεταξύ τους έχθρα. Ακόμη: σταμάτησε την προς τα εμπρός φορά ενός ποταμού, επειδή τον παρεκάλεσαν οι κάτοικοι της περιοχής, βάζοντας τη ράβδο του στη λασπωμένη και ανακατωμένη γη. Και πρόσθεσε θαύμα πάνω στο θαύμα. Γιατί τότε το ρείθρο του ποταμού φάνηκε να αναχαιτίζεται, σαν να φοβόταν να αγγίξει τη ράβδο, ενώ η ράβδος που ήταν ξερή και χωρίς φυσική υγρασία, έγινε ευθαλές δέντρο. Κι ούτε ο χρόνος μπόρεσε να σβήσει το θαύμα, γιατί και τώρα, όπως λένε, κηρύσσεται η δύναμη του Χριστού διά του μεγάλου Γρηγορίου, αφού ο ποταμός δεν προχωρεί προς τα εμπρός και το δέντρο εξακολουθεί να είναι στη θέση του. Κι εκτός από τα παραπάνω, ένας Εβραίος που υποκρίθηκε τον νεκρό, σε σχήμα ύπτιο και απλωμένο, πράγματι έπαθε αυτό που υποκρινόταν, με την προσευχή του. Κάποτε, οι διώκτες του τον νόμισαν ότι ήταν δέντρο, όταν αυτός στεκόταν στο όρος και προσευχόταν. Άλλοτε, έφερε πείνα στους απίστους, τους οποίους έσωσε από τον θάνατο, μόλις πίστεψαν στον Χριστό. Όταν δε ήλθε η ώρα να φύγει από τον κόσμο αυτό και να εκδημήσει  προς τον Κύριο, έκανε ευχαριστήριες προσευχές, διότι την πόλη του που ήταν πολυάνθρωπη και γεμάτη από μεγάλη ασέβεια και απιστία, την άφησε ακριβώς αντίθετα. Όσους πιστούς δηλαδή βρήκε εκεί, όταν πήγε ως επίσκοπος, τόσους άπιστους και άφησε, που επέμεναν στην απιστία».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας υπήρξε σπάνιος άνθρωπος. Και μόνο το γεγονός ότι πηγαίνοντας στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους πιστούς (17 χριστιανοί αναφέρονται), ενώ εκδημώντας άφησε ελάχιστους απίστους (επίσης 17 τον αριθμό), φανερώνει τον ζήλο της πίστεώς του, τη δύναμη του λόγου του, τη δύναμη των θαυμάτων που ο Θεός τού χάρισε. Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην εφαρμόσει γι’  αυτόν το προφητικό λόγιο: «ο ζήλος ο του Θεού κατέφαγέ σε, Γρηγόριε». Ψάχνοντας ο εκκλησιαστικός ποιητής, ο άγιος Θεοφάνης, να βρει ανάλογα με τον Γρηγόριο αναστήματα, καταφεύγει στους Πατριάρχες και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άγιος μοιάζει με τον Μωυσή, λέει, που έλαβε σαν κι εκείνον τις πλάκες της πίστεως πάνω στο όρος της μυστικής θεοφανείας, νομοθετώντας στους λαούς την ευσέβεια: «Νέος γέγονας Μωυσής τοις έργοις, πλάκας πίστεως επί του όρους της μυστικής θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοίς την ευσέβειαν». Μοιάζει με τον προφήτη Σαμουήλ, που ανέβηκε στο όρος της θεωρίας: «αναβάς εις ύψος, ως Σαμουήλ, ταις θεωρίαις». Μοιάζει με τον προφήτη Δανιήλ, που όπως σε εκείνον δόθηκε το χάρισμα ερμηνείας ονείρων, σ’  αυτόν με ενύπνιο αποκαλύφθηκε το μυστήριο της πίστεως: «ώσπερ γαρ εκείνω (τω Δανιήλ) το ενύπνιον, ούτω το της πίστεως μυστήριον απεκαλύφθη σοι».

Δεν είναι τυχαίο ότι τον βίο του τον έγραψε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος καταγράφει γι’ αυτόν συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του, όπως και διδασκαλίες του, τα οποία άκουσε, όταν ήταν ακόμη μικρό παιδάκι, από τη γιαγιά του αγία Μακρίνα, μαθήτρια και πνευματικοπαίδι του ίδιου του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Το ίδιο κάνει σε λόγους του και ο άγιος Βασίλειος. Και αυτός μνημονεύει με μεγάλο θαυμασμό τον σήμερα εορταζόμενο, καθώς και ο ίδιος υπήρξε αυτήκοος παρομοίων περιστατικών από τη γιαγιά του. Και ας επιτραπεί, εν παρενθέσει, να τονίσουμε την αξία των γιαγιάδων και των παππούδων, διαχρονικά, οι οποίοι μυούν στα νάματα της αγιασμένης μας χριστιανικής παραδόσεως τα εγγόνια τους. Ας φανταστούμε το σκηνικό: η γιαγιά Μακρίνα, αναπνέοντας την παράδοση του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, δηλαδή την παράδοση του Χριστού και της Εκκλησίας μας, να έχει στην αγκαλιά της τα θαυμαστά, όπως θα αποδειχτεί αργότερα, εγγόνια της, και να  μεταγγίζει σ’  αυτά τη ζωντανή αυτή παράδοση. Πόσο συνήργησε η αγιασμένη αυτή γιαγιά στο να αναδειχτούν τέτοια αναστήματα για την Εκκλησία τα εγγόνια της, μόνον ο Θεός μπορεί να το ξέρει. Σίγουρα πάντως δεν ήταν άμοιρη σ’ αυτό και εκείνη. (Δεν θυμίζει σ’ ένα βαθμό και την περίπτωση που απεκάλυψε για τη ζωή του ο γνωστός και σοφός Ιεράρχης της Κύπρου Πανιερώτατος Λεμεσού Αθανάσιος; Οι γονείς του, είπε, δεν ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας. Κι εκείνη που τον μύησε μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο στα της Εκκλησίας και στα της χριστιανικής πίστεως ήταν η αγιασμένη αγράμματη γιαγιά του!)

Ο υμνογράφος μας βεβαίως επιμένει ιδιαιτέρως – κι είναι λογικό τούτο – στη χάρη θαυματουργίας του αγίου Γρηγορίου. Την θεωρεί δε ως άβυσσο, λόγω του πλήθους των θαυμάτων του, η οποία όμως προήλθε από τη μύησή του στο μυστήριο της αγίας Τριάδος και τη σταθερή πνευματική προσήλωσή του στον Ιησού Χριστό. «Εις βάθος θεωρίας υπελθών πανσόφως, Ιεράρχα Χριστού, την θείαν εμυήθης της Τριάδος φανέρωσιν∙ και πνεύματι προσβλέπων ακλινώς, Χριστόν τον Θεόν ημών, των θαυμάτων άβυσσον πηγάζεις ημίν». Το θεωρητικό όμως αυτό του αγίου Γρηγορίου, η χάρη της μετοχής του στον Θεό, δεν ήλθε ακόπως και απροϋπόθετα. Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει και πάλι ότι η θεωρία του Θεού είναι αποτέλεσμα της πρακτικής επιστήμης, δηλαδή της εξασκήσεως των αρετών, με τις οποίες τα πάθη υποτάσσονται στον νου. Καθαρός λοιπόν ο νους με τον τρόπο αυτό οδηγείται στη θέα του Θεού. «Τι σε νυν καλέσω Γρηγόριε; Πρακτικόν, ότι τα πάθη καθυπέταξας τω νω∙ θεωρόν, ότι εδρέψω της σοφίας τον καρπόν».

Ο υμνογράφος επιμένει και εδώ στην πρακτική επιστήμη της εξασκήσεως των αρετών από τον άγιο Γρηγόριο. Έχοντας μάλιστα υπόψη του πέραν της όλης ασκητικής βιοτής του και το περιστατικό της προκλήσεώς του από την κοινή γυναίκα,   τον προβάλλει ως πρότυπο μεταξύ άλλων σωφροσύνης, διά της οποίας, ως κυριολεκτικά αδελφής του, ντρόπιασε τους δαιμονοκίνητους συμφοιτητές του. «Ο φοβερός όφις, ο διάβολος, Γρηγόριε, βλέποντάς σε να έχεις αποκτήσει τη σωφροσύνη ως αδελφή σου και συνεργό των καλών της ζωής σου, εξήγειρε εναντίον σου τους δαιμονοκίνητους. Αυτούς τους ντρόπιασες, πάτερ, γιατρεύοντας με τη μακροθυμία σου, το γύναιο, που καταλήφθηκε από το πάθος».  Είθε οι ευχές του αγίου Γρηγορίου να συνοδεύουν και εμάς πάντοτε, ώστε να σωζόμαστε από τις διάφορες αμαρτίες μας. Θα είναι τούτο μία επιβεβαίωση της θαυματουργίας του και σε εμάς τους ίδιους. «Των σων θαυμάτων εν εμοί, Γρηγόριε, θείαν ενέργειαν, περιφανώς, Πάτερ, και τανύν ανάδειξον, εκ του βυθού ρυόμενος των πταισμάτων με».

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΖΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ!

«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20)

Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από την εικόνα που μας έχει δημιουργήσει και μας δημιουργεί ο κόσμος για το τι είμαστε οι άνθρωποι. Γιατί είναι μία εικόνα αλλοιωμένη από την αμαρτία του πεσμένου σ’ αυτήν κόσμου – «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται». Κόσμος και χριστιανός βρίσκονται κατά τον λόγο του Θεού σε αντιθετική κατάσταση, δεν μπορούν να συνυπάρξουν: «όποιος θέλει να είναι φίλος του κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού». Κι εννοείται ότι μιλάμε όχι για τον κόσμο ως δημιουργία του Θεού, αὐτόν στον οποίο ψαύουμε αδιάκοπα τις ενέργειες Εκείνου που μας οδηγούν σε δοξολογική διάθεση απέναντί Του˙ μιλάμε για τον κόσμο που απομακρύνθηκε από τον Θεό, από τον κόσμο που θέλησε να διαγράψει τον Δημιουργό του και γι’ αυτό υποδουλώθηκε στα πάθη και τις διαστροφές του, αποπνέοντας έτσι διαρκώς τη θανατίλα ενός πτώματος! Διότι ο Θεός είναι η Ζωή!

Και ποια εικόνα περί ανθρώπου δημιουργεί ο κόσμος της αμαρτίας; Του αυτοθεοποιημένου όντος που φτάνει στο σημείο να πιστεύει ότι πέραν αυτού δεν υφίσταται τίποτε άλλο – μία «επανάληψη» της στάσης του πρώτου εκείνου αγγέλου, του εωσφόρου, ο οποίος χωρίς καμία λογική πίστεψε ότι αυτός είναι ο θεός, γι' αυτό και η πτώση του, πτώση θανάτου, υπήρξε φοβερή και παταγώδης και χωρίς επιστροφή! «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα» (ο Κύριος). Οπότε τα γνωρίσματα του «πτώματος» αυτού ανθρώπου  είναι ένας δαιμονικός εγωισμός, μία εχθρική τοποθέτηση μέχρι εξουδενώσεως και εξαφανίσεως απέναντι στον συνάνθρωπό του – εκτός κι αν τον εξυπηρετεί στα συμφέροντά του! -, μία κατακτητική στάση απέναντι στην ίδια τη φύση, την οποία θεωρεί ως την «πηγή» για να ικανοποιεί τις άμετρες και παράλογες ορμές και επιθυμίες του. «Κι επειδή δεν θέλησαν οι άνθρωποι να έχουν τον Θεό με επίγνωση, τους παρέδωσε Αυτός σε αδόκιμο (πλανεμένο) νου, ώστε να πράττουν στη ζωή τους όσα δεν πρέπει» (απ. Παύλος).

Και δεν βλέπουμε τα γνωρίσματα αυτά διαχρονικά μέχρι σήμερα; Όπου υπάρχουν άνθρωποι που τον Θεό, τον αποκαλυμμένο εν προσώπω Ιησού Χριστό, τον έχουνε κάνει πέρα, εκεί αποκαλύπτεται μία κόλαση! Κόλαση πρώτα από όλα για τους ίδιους, γιατί «θλίψη και στενοχώρια ακολουθεί καθένα που εργάζεται το πονηρό», και κόλαση έπειτα και για όλον τον περίγυρό τους, γιατί ό,τι έχει κανείς αυτό και μεταδίδει. Ποιος έχει ζήσει καλά κι έχει αγαθές και ευχάριστες αναμνήσεις από τη συνύπαρξη με άνθρωπο εγωιστή που ζει και κινείται μόνο μέσα στον αστερισμό του εγώ του; Και μόνο η σκέψη γι’ αυτόν και η εικόνα του προκαλεί κύματα αγανάκτησης και οργής, βαθιάς μελαγχολίας που θέλεις ει δυνατόν διαμιάς να τα διαγράψεις από το μυαλό και την καρδιά σου!

Και να, που έρχεται ο απόστολος Παύλος, ο οικουμενικός απόστολος και δάσκαλος, έχοντας «νουν Χριστού», να φανερώσει την εικόνα του αληθινού ανθρώπου που έφερε ο ενανθρωπήσας Θεός. Στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού αποκαλύπτεται όχι μόνον ο αληθινός Θεός αλλά και ο αληθινός άνθρωπος, «τέλειος Αυτός Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίας», που θα πει ότι μαζί Του και ο κάθε πια άνθρωπος, όπου γης και όποιου χρόνου, που θα πιστέψει σ’ Αυτόν, θα ενσωματωθεί στο σώμα Του την Εκκλησία και θα θελήσει να Τον ακολουθήσει τηρώντας τις εντολές Του, ο κάθε λοιπόν άνθρωπος ταυτοχρόνως αποκαλύπτεται και εκείνος αληθινός άνθρωπος. Το όριο του τελείου ανθρώπου, όπως τον θέλησε απαρχής ο Δημιουργός και τον «έδειξε» με τον ερχομό Του, είναι ακριβώς ο Χριστός, αλλά και κάθε στη συνέχεια πιστός Του. Γιατί τι άλλο είναι ένας πιστός, γνήσιος και αληθινός, παρά μία συνέχεια Χριστού, ένα κλαδί στο αμπέλι που είναι Εκείνος, ένα μίμημα Αυτού; «Εγώ το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα» απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Θεανθρώπου, «χριστιανός είναι ένα μίμημα Χριστού όσο είναι μπορετό στον άνθρωπο» λέει ο άγιος που απηχεί την ευαγγελική και αποστολική παράδοση (Ιωάννης Κλίμακος), «δεν ζω εγώ αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός» λέει ο απόστολος που ακολούθησε μέχρι θανάτου τον Κύριο.

Βρισκόμαστε σε ατμόσφαιρα πέραν της ανθρώπινης λογικής της πτώσεως, ο απόστολος Παύλος ειδικά, ανοίγοντας την καρδιά του – καρδιά ενός Αγίου της Εκκλησίας μας – μας δίνει το δικαίωμα να «δούμε» τι θα πει άνθρωπος, όπως τον θέλει ο Θεός κι όπως είναι η κλήση του κάθε τελικώς ανθρώπου. Αν συνεχίζουμε να μένουμε, ακόμη και οι «χριστιανοί», στην εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, την περιορισμένη από τις αισθήσεις μας και τα πλαίσια του κόσμου τούτου, θα ζούμε στο ψέμα και το «σπάραγμα» της πραγματικότητας που μας διαφεύγει παντελώς. Διότι στη θέση των τέκνων του Θεού που είναι η προοπτική μας θα ζούμε με τα «ξυλοκέρατα» της ασωτίας, του «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» - η απώλεια του εαυτού και η νέκρωση θα συνιστούν πάντοτε το βίωμά μας.

Ο απόστολος Παύλος λοιπόν, βαπτισμένος και χρισμένος, μετανοών και αδιάκοπα κοινωνημένος, ντυμένος τον Χριστό, μας λέει ότι στον κόσμο τούτο, μετά τον ερχομό Εκείνου, ο άνθρωπος κείται υπεράνω όλων των Ουρανών και προεκτείνεται έως εσχάτου της γης διαχρονικά και αιωνίως. Γιατί αυτό μας έδωσε ως δωρεά ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Το «έγινε άνθρωπος» αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο, μέσα στην ανθρώπινη φύση Του ζει και υφίσταται εν χάριτι ο καθένας, με άλλα λόγια ο πιστός που έχει ανοιχτούς τους οφθαλμούς στη βαθειά αυτήν πραγματικότητα είναι ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. «Εν σαρκί περιπολών Θεός» θα σημειώσει ένας αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Στο πρόσωπο κάθε αγίου της Εκκλησίας «βλέπουμε» τον Ίδιο τον Κύριο, το Εγώ Εκείνου που βιώνεται ως περιεχόμενο και της δικής του ύπαρξης. «Δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Κι αλλού, γιατί αυτή είναι η ζωή του Παύλου: «Για μένα ζωή είναι ο Χριστός». Και τι εξαγγέλλει; «Αυτό που τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Πώς αλλιώς να περιγράψει την υπέρβαση των αισθήσεων και της λογικής με την πίστη; Οι χριστιανοί, οι άνθρωποι δηλαδή που αποδεχτήκαμε την αλήθεια του Χριστού, σπάμε τα στεγανά του κόσμου: Ζούμε μέσα στον Χριστό που είναι η κεφαλή μας, προεκτεινόμαστε λόγω Αυτού οπουδήποτε που ζει Εκείνος. Κι αφού «τα πάντα και εν πάσι Χριστός», κι αφού «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας», κι αφού Εκείνος «αγάπη εστί» που «στεγάζει πάντα», άρα δι’ Αυτού και εν Αυτώ περικλείουμε κι εμείς ό,τι κι Αυτός, έχουμε γίνει και γινόμαστε ό,τι κι Αυτός, όλοι ζούμε μέσα στην πανενότητά Του, την οποία εξέφρασε στην αγωνία Του στη Γεθσημανή: «Θέλω όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ’ εμού». «Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν». «Ίνα πάντες εν ώσιν».

Μας άνοιξε τα μάτια ο απόστολος με βάση το ένθεο βίωμά του, αλλά μέχρις εκεί. Γιατί έθεσε και την προϋπόθεση, χωρίς την οποία όχι μόνον το «όραμα» και η προοπτική του Χριστού καθίσταται ανενέργητη, αλλά και λειτουργεί, για όσους είμαστε αμελείς και αδιάφοροι, ενάντια και προς τη δωρεά και το χάρισμα που λάβαμε. Και ποια η προϋπόθεση; Τίποτε άλλο από ό,τι εξάγεται ως συμπέρασμα από την ταύτιση του Χριστιανού με τον Χριστό: η συσταύρωση μαζί Του! Γιατί τι λέει ο απόστολος; Πριν αποκαλύψει το βίωμα τού «ζει εν εμοί Χριστός» ομολογεί: «Χριστώ συνεσταύρωμαι»! Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Εν χάριτι δηλαδή ζει την αγάπη Εκείνου, σηκώνει κι αυτός όσο του επιτρέπεται μέσα στον Χριστό τα βάρη και τις αμαρτίες της ανθρωπότητας όλης, ταυτίζεται με τον καθένα, η προσευχή του είναι πάντοτε «εκ συνοχής καρδίας», έμπονη και καρδιακή, «είμαι οφειλέτης όλων» σημειώνει. Μας θυμίζει όλους τους μεγάλους μετέπειτα αγίους που προσεύχονταν λέγοντας ότι μετέχουν σ’ ένα μαρτύριο, μαρτύριο αίματος. «Το να προσεύχεσαι αληθινά για τον άλλον είναι σαν να προσφέρεις το αίμα σου γι’ αυτόν!» (άγιος Σιλουανός του Άθω) – ό,τι σημειώνει και για την Παναγία Μητέρα του Κυρίου ο ίδιος και άλλοι διορατικοί άγιοι.  

Η σύγκριση της ανθρωπολογίας-(θεο)ανθρωπολογίας της χριστιανικής πίστεως με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο που κυκλοφορεί ως ανθρωπολογία δεν υφίσταται.

16 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2, 20)

 ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς ἐπιστολές του προβάλλει τά προσωπικά του βιώματα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό, προκειμένου νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει τούς πιστούς καί τούς μαθητές του στούς ὁποίους ἀπευθύνεται, ὄχι ἁπλῶς ὡς παιδαγωγός ἀλλά ὡς πατέρας πού ἀγωνιᾶ γιά τά πνευματικά του τέκνα. Καί τί τούς λέει; Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ὁποῖος τούς ἀπελευθέρωσε ἀπό ὅλα τά δεσμά, ἀκόμη καί ἀπό τήν παιδαγωγική λειτουργία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Καί τό προσωπικό του αὐτό βίωμα τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας προβάλλει καί στήν ἐπιστολή του πρός Γαλάτας. Συνεχόμενος ἀπό τήν ἀγωνία γιά τή σωτηρία τους, μπροστά στόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελίου πού τούς κήρυξε ἀπό τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς, μαρτυρεῖ: ῾ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽. Ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

 1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ῾τά ἀρχαῖα παρῆλθε. ᾽Ιδού γέγονε καινά τά πάντα᾽.  Ἡ ζωή πού ζεῖ τώρα, ἀφότου γνώρισε τόν Χριστό, εἶναι μία ζωή διαγραφῆς καί ὑπέρβασης τοῦ παρελθόντος. ῞Ο,τι συνιστοῦσε ζωή του στό παρελθόν, ὅ,τι εἶχε θεωρήσει ὡς κάτι σημαντικό, ἀκόμη κι ὁ ἴδιος ὁ Μωσαϊκός Νόμος, ὁ δοσμένος στούς ᾽Ιουδαίους ἀπό τόν Θεό, αὐτό ἔχει πιά νεκρωθεῖ. Μπροστά στόν Χριστό καί τή ζωή μέ ᾽Εκεῖνον, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ σκοπός ὅλων, τά πάντα θεωροῦνται ἕνα τίποτε. Θά τό πεῖ μέ ἔνταση σέ ἄλλο σημεῖο: ῞Ολα τά θεωρῶ σκουπίδια, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. ῾῾Ηγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω᾽. ῾Η ζωή του πιά βασίζεται στήν πίστη του στόν Χριστό. ῾Ο Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού τόν ἀγάπησε, πρόσφερε τή ζωή Του γιά τόν ἴδιο, ὁ ἴδιος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς συσταύρωση μέ Αὐτόν, συνεπῶς ἔχοντας σχέση ταυτίσεως μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.

2. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἀτομικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου. Αὐτό πού μαρτυρεῖ ἐκφράζει τό βίωμα κάθε πιστοῦ τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται ἐν Χριστῷ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου. ῾Ο κάθε πιστός δηλαδή εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τόν Κύριο, ὡς τό μέλος ἔναντι τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς. Τό βάπτισμα συνιστᾶ τή χαρισματική στιγμή τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό, διά τοῦ βαπτίσματος  πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί γεννιέται ὁ νέος ὁ ἐν Χριστῷ, ὁπότε κάθε πιστός πιά ἀποτελεῖ καί μία προέκταση τοῦ Χριστοῦ, κλαδί στό δένδρο ᾽Εκείνου, κατά τήν εἰκόνα πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἀπεκάλυψε. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽. Αὐτό πού λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τό ἐκκλησιαστικό του βίωμα: ὅ,τι ζεῖ μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νιώθει ταυτισμένος μέ τόν Κύριο, ἕνα μέ Αὐτόν, γιατί αὐτήν τή χάρη ἔδωσε καί δίνει ὁ Κύριος καί  γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο: ῾ἵνα πάντες ἕν ὦσιν᾽, μέ ᾽Εκεῖνον καί μεταξύ τους. ῾᾽Εγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί᾽.

Κι ἴσως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ τή ῾βλασφημία᾽ κάποιων ψυχολόγων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας προφανῶς συνείδηση τοῦ τί λένε, θεωροῦν τήν ταύτιση αὐτή τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό ὡς ψυχολογικό ἐνδιάμεσο, προκειμένου νά προχωρήσουν στήν ἀπόκτηση τῆς δικῆς τους ταυτότητας. Πρόκειται γιά τό λεγόμενο φαινόμενο τοῦ ψυχολογισμοῦ, κατά τό ὁποῖο τά πάντα κρίνονται μέ κριτήρια ψυχολογικῶν ἀρχῶν, συνεπῶς μέ κριτήρια ἀνθρώπινα. ᾽Αλλά τοῦτο δέν συνιστᾶ ἀκριβῶς βλασφημία; ᾽Ακόμη δηλαδή καί τά πνευματικά γεγονότα νά προσεγγίζονται κάτω ἀπό τόν ὁλοκληρωτισμό ἀνθρωπίνων ἀρχῶν; ῾Ὁ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει᾽, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ῾αὐτός δέ ὑπ᾽ οὐδενός ἀνακρίνεται᾽. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βάλει στό ῾μικροσκόπιο᾽ τοῦ περιορισμένου ἀνθρωπίνου νοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ; ῾Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;᾽ Συνεπῶς ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό ἔχει χαρακτήρα μυστηριακό, προσφέρεται ὡς χάρη Θεοῦ στόν  ἄνθρωπο πού βαπτίζεται καί χρίεται, κι ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή διακρατήσεως καί αὐξήσεως τῆς χάρης αὐτῆς.

3. Κι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος ἔρχεται νά μᾶς διευκρινίσει τά στοιχεῖα τοῦ μυστηριακοῦ καί πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματός του: (1) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ ῾ἐγώ᾽, κάτι πού ἐξηγεῖ τό τί σημαίνει συσταύρωση μέ τόν Χριστό.  ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ᾽, λέει, ῾ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. Δέν μπορεῖ δηλαδή κανείς, ἔστω κι ἄν εἶναι βαπτισμένος, νά παραμένει ἐν Χριστῷ, ἐφόσον τό ῾ἐγώ᾽ του εἶναι ζωντανό καί ἐνεργό. Καί τί σημαίνει ῾ἐγώ᾽; ῎Οχι βεβαίως τή συναίσθηση τῆς ἀτομικότητάς μας, ἀλλά αὐτό πού ἐξηγεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό, συνεπῶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτία. Τό ῾ἐγώ᾽ ἐν προκειμένω ταυτίζεται μέ τό ἁμαρτωλό φρόνημα καί ὅ,τι ἔχει ὡς παρακλάδια: τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία. ῎Ετσι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει ὁ Χριστός μέ τήν ἁμαρτία. Πρέπει νά πεθάνει τό ἁμαρτωλό φρόνημα, ὁ παλαιός, ὅπως εἴπαμε, ἄνθρωπος, γιά νά φανερωθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ, πού κύρια γνωρίσματα ἔχει τήν ἐγκράτεια, τήν προσφορά ἐν ἀγάπῃ στόν  συνάνθρωπο, τήν ταπείνωση.

(2) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό βιώνεται πάντοτε ῾νῦν᾽, τώρα. Αὐτό πού ζῶ τώρα, λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης καί τῆς διαγραφῆς τοῦ παρελθόντος - τό ἐξηγήσαμε παραπάνω - ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης τοῦ πειρασμοῦ τοῦ μέλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός τή χριστιανικότητά του τήν ζεῖ στό ἐδῶ καί στό τώρα. Τό τώρα τοῦ δίνει ὡς εὐλογία ὁ Θεός γιά νά ἐργάζεται τή μετάνοιά του - ῾ἔδωκα χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη - κι ὄχι τό χθές ἤ τό αὔριο. ῎Αλλωστε τό χθές παρῆλθε, ἐνῶ τό αὔριο εἶναι ἄδηλο ἄν θά ἔλθει. ῾Μή μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον᾽, λέγει ὁ Κύριος. ῾᾽Αρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς᾽. Τό τώρα λοιπόν εἶναι τό πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, αὐτό πού ὁ Κύριος προσφέρει γιά νά φανερώσει κανείς τούς καρπούς τῆς ὀργανικῆς σχέσεώς του μέ ᾽Εκεῖνον.

Καί (3) ἡ ἑνότητα μέ τόν Κύριο βιώνεται ῾ἐν σαρκί᾽. Κανείς δέν μπορεῖ δηλαδή νά εἶναι χριστιανός ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἤ παραθεωρώντας τό σῶμα του. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατανοεῖται μέ τρόπο ψυχοσωματικό, συνεπῶς μία χριστιανική ζωή ἐκτός σώματος δέν συνιστᾶ χριστιανική ζωή. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας σῶμα καί ψυχή, αὐτό σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή βάση αὐτή. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ σωματικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ γιά τήν ᾽Εκκλησία μας τό καίριο κριτήριο ὀρθῆς πίστεως. ῾Πᾶς μή ὁμολογῶν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν᾽, βροντοφωνάζει ὁ ἀπόστολος ᾽Ιωάννης. ῎Ετσι ἀφενός κατανοεῖ κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τή συμμετοχή τοῦ σώματος στήν πνευματική ζωή, μέ τίς διάφορες νηστεῖες, τίς γονυκλισίες, τήν ἐν γένει ἐγκράτεια, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ τό ἁμαρτωλό φρόνημά της ὡς στροφή πρός τά πάθη, ἀφετέρου δέν γίνεται ἀποδεκτή μία πνευματικότητα ῾ἐξωσωματικῶν᾽  ἐμπειριῶν. Οἱ διάφορες ῾ἐξωσωματικές᾽  ἐμπειρίες, ἐκεῖνες πού ὅπως εἴπαμε παραθεωροῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά παραπέμψουν σέ κάποια εἴδη ῾πνευματικῆς᾽ ζωῆς, δέν ἐντάσσονται μέσα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἐκκλησιαστική παράδοση, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγάλη ἐπιφύλαξη καί προσοχή.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γιά μία ἀκόμη φορά καταθέτει τόν ἑαυτό του καί μᾶς καλεῖ νά τόν μιμηθοῦμε. Νά τόν μιμηθοῦμε ὄχι μέ τήν ἔννοια νά ἀναζητήσουμε κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά νά ζήσουμε αὐτό πού ἤδη μᾶς ἔχει δοθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Κάποτε πρέπει νά πιστέψουμε στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς καί στήν ἤδη ἐγγύτητά Του πρός τόν καθένα μας. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ζωή πού μᾶς ἀνήκει, ἀρκεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό ἐγώ μας, μέ τόν τρόπο πού ἐξηγήσαμε,  εἶναι καί τό κεντρικό πρόβλημα πού δέν μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε αὐτό πού εἴμαστε: μέλη Χριστοῦ.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 12, 16-21)

Εἶπεν ὁ Κύριος  τὴν  παραβολὴν  ταύτην· ἀνθρώπου  τινὸς  πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας  καὶ μείζονας  οἰκοδομήσω,  καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα  τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος  αὐτή  τήν  παραβολή· Κάποιου  πλούσιου ἀνθρώπου  τά χωράφια ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Τότε ἐκεῖνος σκεφτόταν καί ἔλεγε: "τί νά κάνω; Δέν ἔχω μέρος νά συγκεντρώσω τά γεννήματά μου! Ἀλλά νά τί θά κάνω", εἶπε. "Θα γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες  μου  καί  θά  χτίσω μεγαλύτερες γιά νά συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τή σοδειά μου καί τ' ἀγαθά μου. Μετά θά πῶ στόν ἑαυτό μου: τώρα ἔχεις πολλά ἀγαθά, πού ἀρκοῦν γιά χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε". Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός: "ἀνόητε. Αὐτή τή νύχτα θά παραδώσεις τή ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, πού ἑτοίμασες σέ ποιόν θά ἀνήκουν;" Αὐτά, λοιπόν, παθαίνει ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς καί δέν πλουτίζει τόν ἑαυτό του μέ ὅ,τι θέλει ὁ Θεός.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 2, 16-20)

Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ,  καὶ ἡμεῖς  εἰς  Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί,  ξέρουμε  πώς ὁ ἄνθρωπος  δέν  μπορεῖ νά  σωθεῖ μέ  τήν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά δικαιωθοῦμε μέ τήν πίστη στόν Χριστό κι ὄχι μέ τήν τήρηση τοῦ νόμου· γιατί μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέ θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως,  ζητώντας  νά  σωθοῦμε ἀπό  τόν  Χριστό,  βρεθήκαμε  νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί ὅπως οἱ ἐθνικοί, σημαίνει τάχα πῶς ὁ Χριστός ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία; Ὄχι βέβαια! Γιατί, ἄν ὅ,τι γκρέμισα τό ξαναχτίζω,  εἶναι  σάν  νά ὁμολογῶ πώς ἔκανα  λάθος ὅταν  τό γκρέμιζα.  Κι ἀληθινά,  μέ  κριτήριο  τόν  νόμο, ἔχω  πεθάνει  γιά  τή θρησκεία τοῦ νόμου, γιά νά βρῶ τή ζωή κοντά στόν Θεό. Ἔχω πεθάνει στόν σταυρό μαζί μέ τόν Χριστό. Τώρα πιά δέ ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ στό πρόσωπό μου ὁ Χριστός. Κι ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ

«Ο άγιος Ματθαίος, καθισμένος στο τελώνιο, ως φοροεισπράκτορας που ήταν, άκουσε τον Κύριο να του λέει: Ακολούθει μοι. Την ίδια ώρα σηκώθηκε και Τον ακολούθησε. Του έκανε μεγάλη φιλοξενία στο σπίτι του, όπως λέει το ευαγγέλιο, και συναριθμήθηκε στους αποστόλους. Αυτός, αφού δέχτηκε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος και έμαθε τα θεία, συνέγραψε το κατ’  αυτόν ευαγγέλιο και το έστειλε στους Ιουδαίους. Δίδαξε τους Πάρθους και τους Μήδους, ίδρυσε Εκκλησία, κι αφού έκανε πολλά θαύματα, ύστερα τελειώθηκε διά πυρός από τους απίστους».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Ματθαίου, σε δύο κυρίως σημεία επικεντρώνει την προσοχή μας μέσα από τους ύμνους του γι’  αυτόν: πρώτον, στο γεγονός της κλήσεώς του από τον Κύριο, ώστε από τελώνης να γίνει απόστολος, δεύτερον, στη συγγραφή του ευαγγελίου του. Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τη σημασία της μεταστροφής αυτής, θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο όρος «τελώνης» την εποχή εκείνη ήταν ταυτόσημος με τον όρο «αμαρτωλός». Κι αυτό  διότι οι τελώνες ήταν εκείνοι, που νοικιάζοντας τους φόρους που είχαν επιβάλει στους Ιουδαίους οι κυρίαρχοι Ρωμαίοι, τους απαιτούσαν έπειτα πολλαπλασίως. Θεωρούνταν λοιπόν ως εκείνοι που «ρουφούσαν» κυριολεκτικά το αίμα του λαού, λόγω της μεγάλης αδικίας τους. Επ’ αυτού μάλιστα έχει καταγραφεί και το εξής περιστατικό, που φανερώνει πολύ άμεσα την αμαρτωλότητα των τελωνών: κάποιος τελώνης που πήγε να εισπράξει τους φόρους από έναν πτωχό Ιουδαίο, διεπίστωσε ότι αυτός είχε πεθάνει προ ολίγων ημερών. Τι έκανε λοιπόν; Προκειμένου να εκβιάσει την πληρωμή από τους συγγενείς του αποθανόντος, ξέθαψε το πτώμα και άρχισε να το μαστιγώνει. Ώστε τελώνης και αμαρτωλός ήταν όροι ταυτόσημοι.

Ο υμνογράφος λοιπόν επικεντρώνει στη μεταστροφή του Ματθαίου  Μόλις Σε ακολούθησε, παντουργέ Κύριε, ο πανάριστος θεηγόρος Ματθαίος, άλλαξε κι έγινε ευαγγελιστής από τελώνης με την παντοκρατορική δύναμή Σου»), εξηγώντας μας όμως ότι αυτό έγινε αφενός διότι ο ίδιος ο Χριστός έδωσε αυτήν τη δύναμη, αφετέρου διότι ο Κύριος ως καρδιογνώστης είδε την ένθεη γνώμη του, παρόλη την αμαρτωλή δραστηριότητά του, και έτσι τον λύτρωσε από τον κόσμο της αδικίας - ό,τι συνέβη και με τον απόστολο Παύλο, για παράδειγμα. Κι αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος προγνωρίζοντας την καλή προαίρεση του ανθρώπου, καλεί τον άνθρωπο να Τον ακολουθήσει, οπότε στη συνέχεια τον ενισχύει ποικιλοτρόπως. «Αυτός που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, όταν είδε με τη θεία πρόγνωσή Του την ένθεη γνώση σου, απόστολε, σε λύτρωσε από τον κόσμο της αδικίας». Απόδειξη της πράγματι καλής διάθεσης του τελώνη Ματθαίου ήταν η άμεση αντίδρασή του: τα άφησε όλα, κάθε γήινη φροντίδα, και ακολούθησε με προθυμία τον Χριστό, για τον Οποίο έδωσε στο τέλος και την ίδια τη ζωή του. «Ακολούθησες με προθυμία τον Χριστό που σε καλούσε στην ουράνια μαθητεία, αφήνοντας κατά μέρος αμέσως κάθε ενασχόληση γήινης φροντίδας». Επιφανειακά, φαινόταν ένας αμαρτωλός που αδικούσε τον κόσμο. Εσωτερικά, ήταν έτοιμος να δεχτεί την κλήση του Θεού. Πόσο λανθασμένα κρίνουμε εμείς οι άνθρωποι και πόσο δίκαιη είναι η κρίση του Θεού! Γι’  αυτό και ο Κύριος μάς καλεί «μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε».

Ο άγιος Ματθαίος όμως έγινε και ευαγγελιστής: «ευαγγελιστής από τελώνου γενόμενος». Είναι το δεύτερο σημείο που προβάλλει ο υμνογράφος, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ωραιότατες εικόνες. Μας υπενθυμίζει ότι ήταν ο πρώτος που έγραψε ευαγγέλιο: στα εβραϊκά πρώτα και έπειτα με δική του μεταγραφή στα ελληνικά. «Ο πρώτος του Χριστού ευαγγέλιον γράψας». Με αποτέλεσμα, να φωτίσει όλη την υφήλιο: «πάσαν δαδουχών την υφήλιον κτίσιν», και να καταφωτίσει τους λαούς με τις λάμψεις του ευαγγελίου του: «και κατεφώτισας λαούς ευαγγελίου ταις επιλάμψεσι». Ο φωτισμός αυτός του κόσμου μέσω του ευαγγελίου του Ματθαίου είναι, κατά τον υμνογράφο και κατά την πίστη γενικώς της Εκκλησίας, ο φωτισμός της χάρης του αγίου Πνεύματος. Ο Ματθαίος έσκυψε μέσα στα βάθη του Πνεύματος και κατενόησε τον ακένωτο πλούτο Του. Άντλησε λοιπόν τη χάρη αυτή και τη μοίρασε σε όλους του ανθρώπους. «Εις τα βάθη του Πνεύματος διακύψας, απόστολε, πλούτον τον ακένωτον κατενόησας∙ και εξ αυτού αρυσάμενος την χάριν την άφθονον, ημίν ευαγγελικώς πάσι ταύτην διένειμας».

Δεν υπάρχει περίπτωση να μελετήσει κανείς το ευαγγέλιο του αγίου Ματθαίου και να μην αιχμαλωτιστεί από τα θεόπλοκα δίχτυα του. Αρκεί να το μελετήσει με καλή διάθεση και με πίστη. Θα διαπιστώσει ότι το Πνεύμα του Θεού που τον φώτισε, θα φωτίσει και εκείνον. Συνεπώς θα οδηγηθεί στην επίγνωση του ίδιου του Θεού, του μεγαλύτερου θησαυρού στον κόσμο τούτο. Όπως το λέει και ο υμνογράφος: «Οι πιστοί αιχμαλωτίζονται από τα θεόπλοκα δίχτυα του μαθητή Ματθαίου, και καθοδηγούνται πάντοτε προς τη δική Σου επίγνωση, ευεργέτα Κύριε». Κι ακόμη: είναι το ευαγγέλιο του Ματθαίου που τονίζει κατεξοχήν και την ημέρα της Κρίσεως, της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου - μία καταγραφή που όταν λαμβάνεται υπόψη σοβαρά, κάνει τον άνθρωπο να ξυπνάει από τη ραθυμία και να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού. Διότι με όριο την Κρίση του Θεού επιλέγει να σκέπτεται και να πράττει εκείνα που θα αντέξουν την ώρα αυτή, ό,τι δηλαδή αποτελεί πλουτισμό της ψυχής. «Ξύπνησες τις ψυχές των ραθύμων... καθώς έγινες πρώτος ευαγγελιστής στον κόσμο, γιατί τόνισες την ημέρα της Κρίσεως».

15 Νοεμβρίου 2024

ΠΡΑΟΤΗΤΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ…

«Πραότης σημαίνει, να παραμένει ακίνητη και ατάραχη η ψυχή, τόσο στις ατιμίες όσο και στους επαίνους» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. η΄ 3).

Μην πάει το μυαλό σου στην πραότητα ως φυσικό χάρισμα – υπάρχουν άνθρωποι που είναι πράοι λόγω χαρακτήρα. Ούτε βεβαίως και σ’ εκείνους που έχουν μάθει να «υποκρίνονται» τον πράο, γιατί δεν αντέχουν γενικώς τις συγκρούσεις και τις εντάσεις. Και η μία και η άλλη περίπτωση δεν θεωρούνται αρετές που ελκύουν τη χάρη του Θεού.

Η πραότητα για την οποία κάνει λόγο ο όσιος είναι υπέρ φύσιν κατάσταση, κατεξοχήν χαρισματική, που προϋποθέτει τεράστιο πνευματικό αγώνα: εκείνος που την «κατέκτησε», «έδωσε αίμα και πήρε πνεύμα». Και γι’ αυτό συνυπάρχει με την ταπείνωση, με την αγάπη, με την ειρήνη της ψυχής, με ό,τι χαρακτηρίζει ο απόστολος «καρπόν του Πνεύματος». Το ίδιο το Πνεύμα του Θεού αποκαλύπτει: «Προς τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον πράον και ταπεινόν και ησύχιον, και ακούοντά μου τους λόγους και ποιούντα αυτούς;»

Η πραότητα έτσι είναι το χαρακτηριστικό του αγίου: την έχει εκείνος που ζει ως μέλος Χριστού κι η διαρκής αναφορά του είναι ακριβώς ο Χριστός. Όταν είσαι σε διαρκή σχέση με τον Κύριο και Θεό σου, όταν έφτασες στο σημείο η ψυχή σου να αναπαύεται μόνον σ’ Εκείνον, τι μπορεί να σε κινήσει και να σε ταράξει από τη «θεωρία» αυτή; Σε προσβάλλουν και σε υβρίζουν, και παραμένεις στη… θέση σου - ο Κύριος σε κρατάει. Σε επαινούν, αλλά δεν φουσκώνεις από υπερηφάνεια - πώς να χάσεις τη γλυκύτητα του τροφέα σου, του ταπεινού Κυρίου σου; Που σημαίνει: η οργή και ο θυμός είναι καταστάσεις που σε κάνουν να χάνεις την επαφή σου με Αυτόν· που αποκαλύπτουν την απιστία και τη μικρότητά σου.

Να παρακαλείς λοιπόν τον Κύριο να σου δίνει δύναμη για τον αγώνα της πραότητας. Ο όσιος σε βοηθάει με τον γνωστό ρεαλισμό του: «πρώτα θα μάθεις να σφίγγεις τα χείλη σου να μη βγαίνει άσχημος λόγος στις προσβολές που δέχεσαι, έστω κι αν είσαι μέσα σου ανταριασμένος. Έπειτα θα μάθεις να σιωπούν οι ενάντιοι στον συνάνθρωπο λογισμοί σου, έστω κι αν νιώθεις ελαφρά ταραχή. Και τέλος θα δεις την «τέλεια» καρποφορία: την παγιωμένη ειρήνη και πραότητα στην καρδιά σου, σε ό,τι κι αν συμβαίνει» (4).

«Γέροντα, τι κέρδισες τόσα χρόνια στην άσκηση;» ρώτησαν όσιο αββά. «Το νερό που είναι ταραγμένο – απάντησε - δεν μπορεί να καθρεπτίσει το πρόσωπο του ανθρώπου. Όταν ησυχάσει, τότε το καθρεπτίζει σωστά». Στην ταραχή των παθών χάνεις τον εαυτό σου. Όταν τα πάθη ειρηνεύουν με τον πνευματικό αγώνα, βρίσκεις τον εαυτό σου. Η πραότητα είναι το κατεξοχήν δείγμα της αληθινής αυτογνωσίας.