22 Νοεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

 

Ο όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία εκοιμήθη εν Κυρίω την 21η Νοεμβρίου 1991, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, την ώρα μάλιστα που εξομολογούσε κάποιον πιστό.

Ο όσιος Ιάκωβος, καθηγούμενος της ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος στην Εύβοια, ήταν σπάνια προσωπικότητα, που, όσο ζούσε, αποτελούσε το στήριγμα και την ελπίδα για χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Ήταν κυριολεκτικά αυτό που η Εκκλησία μας ονομάζει «Γέροντας», δηλαδή ο πνευματικός καθοδηγητής, ο χαρισματούχος ηγέτης, που ανοίγει δρόμους και μονοπάτια, εκεί που η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν να καταθέσουν πάμπολλες μαρτυρίες σχετικά με την επίλυση διαφόρων προβλημάτων τους, που αναφέρονταν όχι μόνο στη σφαίρα της ψυχικής τους ζωής, μα και της ίδιας της καθημερινότητας και αμεσότητας.

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον μακαριστό όσιο Γέροντα να έχει αυτές τις ικανότητες; Μήπως κάποιος ιδιαίτερος ψυχισμός ή κάποια φυσικά άλλα προσόντα; Ασφαλώς όχι. Η απάντηση βρίσκεται σε συνάρτηση με ό,τι αποτελούσε προσόν κάθε αγίου κάθε εποχής στην Εκκλησία μας: τη χάρη του Θεού. Με άλλα λόγια ο όσιος υπήρξε ο ένθεος άνθρωπος, η χαριτωμένη ψυχή που αρδευόταν πλούσια από τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτή η παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα του τον έκανε να διακρίνει τα δυσδιάκριτα, αλλιώς, προβλήματα των ανθρώπων. Διότι είναι κοινή πεποίθηση της Εκκλησίας μας ότι, όταν το Πνεύμα του Θεού φωτίζει τους ανθρώπους, τότε εκείνοι αποκτούν την αρετή της διακρίσεως, που τους ικανώνει να διαβλέπουν με τρόπο άμεσο το καλό από το κακό, την ενέργεια του Θεού από τη δαιμονική ενέργεια.

Έτσι καθένας που συναντάτο μαζί του έφευγε με τη βεβαιότητα ότι συνάντησε τον άνθρωπο του Θεού, ότι η απάντηση που του έδωσε σε κάποιο πρόβλημά του ήταν η απάντηση Εκείνου, ότι ο λόγος που του απηύθυνε ήταν χαιρετισμός της χάρης του Θεού. Γι’ αυτό και η γαλήνη και η ειρήνη της συνείδησης ήταν τα στοιχεία τα οποία απεκόμιζε ο κάθε προσκυνητής της Μονής.

Βεβαίως δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε αυτό που έλεγε ο Γέροντας, όταν ενθουσιασμένοι οι προσκυνητές τού ανέφεραν τα καλά αποτελέσματα της επίσκεψής τους. «Ο όσιος Δαυίδ το έκανε, παιδί μου». Αλλά για να δράσει ο όσιος με τόσο άμεσο κάθε φορά τρόπο, έπρεπε να «πιεστεί» τρόπον τινά, από κάποιου την προσευχή, που είχε μεγάλη δύναμη. Κι αυτός ήταν ο Γέρων Ιάκωβος. Όλοι άλλωστε γνώριζαν το πόσο μεγάλη παρρησία στον όσιο Δαυίδ και στον Θεό και στους λοιπούς αγίους είχε ο μακαριστός ηγούμενος και νυν άγιος της Εκκλησίας. Του μιλούσε ιδίως του οσίου Δαυίδ, όπως κανείς μιλάει στον πιο καλό του φίλο. Κι η απάντηση ερχόταν τις περισσότερες φορές άμεση.

Θυμάμαι κι εγώ προσωπικά -  όταν πριν αρκετά χρόνια βεβαίως (το 1989)  είχα την ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό να συμφάγω μαζί του και με άλλους - την περίπτωση μίας κυρίας που μας ανέφερε. Αλαφιασμένη είχε πάρει τηλέφωνο, επειδή είχε χάσει τα κοσμήματά της που άξιζαν ολόκληρη περιουσία. Η απόγνωσή της την έκανε να καταφύγει στον πατέρα Ιάκωβο. Κι εκείνος δεν αρνήθηκε να βοηθήσει το πλάσμα του Θεού. Πήγε στην εικόνα του αγίου Δαυίδ μέσα στον ναό και του εξέθεσε το πρόβλημα. Του είπε όμως, για να ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει την προσευχή για το θέμα αυτό, να έχει την απάντηση γρήγορα. Του έθεσε μάλιστα και όριο: «Μέχρι να πάω στο κελί μου ας πάρει τηλέφωνο η κυρία ότι βρήκε τα κοσμήματα. Διαφορετικά, θα ξέρω ότι δεν πρέπει να επιμένω στο αίτημα». Πράγματι, μέχρι να μπει στο κελί του, η κυρία πήρε τηλέφωνο και κλαίγοντας ευχαριστούσε τον Θεό και τον Γέροντα διότι βρήκε τα χρυσαφικά της. Δεν θα μνημονεύσουμε πάμπολλες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις – γραμμένες άλλωστε και στα βιβλία που έχουν ήδη κυκλοφορηθεί γι’  αυτόν – πλην δύο ακόμη, στις οποίες έτυχε κι εγώ να παρευρίσκομαι και που αποκαλύπτουν το διορατικό χάρισμα του οσίου και τη δύναμη της προσευχής του.

Η πρώτη. Στο τραπέζι που τρώγαμε, βρισκόταν κι ένας νεαρός θεολόγος, ο Δ.Κ.,  με την οικογένειά του. Ο θεολόγος αυτός καθηγητής, άνθρωπος πραγματικά πίστεως και χάρης Θεού, είχε τότε λογισμούς για να γίνει κληρικός. Ο Γέροντας πρώτη φορά τον συναντούσε. Ερώτησε λοιπόν ποιος είναι. Του είπαν κι εκείνος επεσήμανε: «Δεν ξέρω πώς εσείς τον βλέπετε, εγώ όμως τον βλέπω διαφορετικά». Δεν έπαυσε μάλιστα μέχρι το τέλος του φαγητού να μιλά για την καλή καρδιά του νέου θεολόγου. Προφανώς ο Γέροντας τον έβλεπε ήδη με το σχήμα του κληρικού (σημ.: έχει γίνει ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, ιερέας), γι’ αυτό και είπε ότι τον βλέπει διαφορετικά. Το γεγονός της διόρασης και προόρασης που είχε, επιβεβαιώνεται και από άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, διότι ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί σε πνευματικούς ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, ότι ο Θεός τού έδινε τη δυνατότητα να βλέπει τους ανθρώπους ανάλογα με την ψυχική τους κατάσταση: μαύρους, αν ήταν αμετανόητοι, λευκούς αν ήταν μετανοημένοι.

Το δεύτερο περιστατικό.  Στο μοναστήρι που βρισκόμουν εκείνη την ημέρα, και μάλιστα στην αυλή έξω από τον ναό, είδα κάποιον άνθρωπο με πυτζάμες και με πατερίτσα, γιατί το πόδι του ήταν κομμένο. Ο άνθρωπος αυτός βλέποντάς με ιερέα, με κάλεσε, κι όταν τον πλησίασα, άρχισε να μου αποκαλύπτει το μεγάλο θαύμα που του είχε συμβεί. Ενώ δηλαδή είχε μεγάλη πληγή στο κομμένο πόδι που δεν έκλεινε, παρ’  όλες τις διάφορες ιατρικές απόπειρες, στην τελευταία του επίσκεψη στο νοσοκομείο, τότε που είχε αποφασιστεί να εγχειριστεί, κι αφού είχε επισκεφτεί τον όσιο Δαυίδ και είχε πάρει την ευλογία του Γέροντα Ιακώβου, ο ιατρός διαπίστωσε με έκπληξη ότι η πληγή είχε ήδη κλείσει κατά ένα ανεξήγητο τρόπο, σαν να είχε γίνει σπουδαιότατη ακριβής εγχείριση. «Ούτε ο Κούλεϊ στην Αμερική δεν θα την έκλεινε έτσι», ήταν τα λόγια του ιατρού, που μου τα επανέλαβε ο άνθρωπος. Ο ιατρός βεβαίως, όπως και ο ασθενής, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν το γεγονός, το θεώρησαν δε ως θαύμα. Ο ασθενής αισθάνθηκε τόση ευγνωμοσύνη προς τον όσιο Δαυίδ και τον άγιο καθηγούμενο, ώστε πήρε ταξί από την Αθήνα που βρισκόταν (το νοσοκομείο των Αγίων Αναργύρων), και ήλθε κατευθείαν με τις πυτζάμες στο Μοναστήρι.

Είναι αυτονόητο βέβαια ότι τα τόσα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου δεν δόθηκαν σ’ αυτόν από τον Θεό τυχαία. Για να φθάσει στο σημείο τόσης αγάπης προς τους συνανθρώπους του προηγήθηκε από μέρους του σκληρή άσκηση, εγκράτεια κατά πάντα, τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου, φύλαξη του νου και της καρδιάς από κάθε εμπαθή λογισμό, και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Διότι, κατά την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας, αν δεν καθαριστεί ο άνθρωπος με την άσκηση από κάθε κακία και ψεκτό πάθος, δεν μπορεί να φθάσει στο σημείο του φωτισμού και μετέπειτα της θέωσής του. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του οσίου προς τους συνανθρώπους του ήταν η έκφραση της αγάπης του Θεού, τον Οποίο ζούσε έντονα στην καρδιά του. Καθάρισε δηλαδή τον αγρό της καρδιάς του, όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, από κάθε είδους ζιζάνια, οπότε η χάρη του Θεού βρήκε πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσει τις αρετές, και μάλιστα την αγάπη.

Ευρισκόμενος τώρα εν αγαλλιάσει στις αιώνιες μονές, κοντά στον αγαπημένο του Κύριο, δεν παύει να πρεσβεύει και για εμάς, πολύ δραστικότερα και αποτελεσματικότερα από όσο ζούσε. Διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄Κορ. 13, 8).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΦΙΛΗΜΩΝ, ΑΡΧΙΠΠΟΣ, ΑΠΦΙΑ ΚΑΙ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

«Ο άγιος Φιλήμων, όπως και οι σήμερα μαζί του εορταζόμενοι άγιοι απόστολοι Απφία (σύζυγος μάλλον του Φιλήμονος), Άρχιππος (ίσως υιός του Φιλήμονος και της Απφίας)  και Ονήσιμος (δούλος του Φιλήμονος, που δραπέτευσε και τον έστειλε πίσω ως χριστιανό όμως ο απόστολος Παύλος),  έζησαν επί της βασιλείας του Νέρωνος και υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου. Μαρτύρησαν στην πόλη των Κολοσσών της Φρυγίας, κοντά στη Λαοδίκεια. Όταν δηλαδή οι ειδωλολάτρες εόρταζαν την Άρτεμη στο ναό της στις Κολοσσές, οι απόστολοι αυτοί δοξολογούσαν τον Θεό στην αγιοτάτη Εκκλησία, μαζί με άλλους χριστιανούς. Από έφοδο που έκαναν οι ειδωλολάτρες εκεί, οι χριστιανοί υποχώρησαν και κρύφτηκαν, έμειναν όμως οι απόστολοι μόνοι τους, μαζί με την Απφία που ήταν και αυτή πιστή χριστιανή, γιατί ποθούσαν το κατά Χριστόν μαρτύριο. Συνελήφθησαν λοιπόν και οδηγήθηκαν στον Ανδροκλέα, τον ηγεμόνα Εφέσου. Κτυπώνται λοιπόν  από αυτόν, και επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στο είδωλο που ονομαζόταν Μηνάς, ρίχνονται μέσα σε βόθρο μέχρι τη μέση τους. Στην κατάσταση αυτή λιθοβολούνται, αφού προηγουμένως κατατρυπήθηκαν από παιδιά με βελόνες».

Tο κύριο  μέλημα του αγίου υμνογράφου φαίνεται να είναι η κηρυκτική δράση των αποστόλων, και μάλιστα του αγίου Φιλήμονος. Επιμένει στη δύναμη των λόγων του, οι οποίοι  άρδευσαν τις καρδιές των ανθρώπων, ώστε να καρποφορήσουν ουράνια νοήματα («ρείθροις των σων λόγων, καρδίας κατήρδευσας και γεωργείν ουράνια, μάκαρ, νοήματα παρεσκεύασας πίστει, απόστολε Φιλήμον). Και τα ουράνια αυτά νοήματα δεν ήταν ασφαλώς άλλα από αυτά που οδηγούσαν τον πλανεμένο άνθρωπο στον δρόμο του ουρανού: την αγάπη για τον Χριστό. («Τας ουρανίους οδούς τοις πλανηθείσι χαλεπώς έδειξας, ως απλανής οδηγός, Φιλήμον, και μόνην την οδόν, Χριστόν αγαπήσαι, οσίως ωδήγησας»).    Τι συγκεκριμένα κήρυσσε  ο απόστολος Φιλήμων, κατά τον ποιητή, ώστε να έχει τέτοια δύναμη ο λόγος του; Μα, ασφαλώς ό,τι αποτελεί διαχρονικό κήρυγμα της Εκκλησίας: την προβολή των Παθών του Χριστού και της Αναστάσεώς Του. «Τα πάθη του Χριστού και την ανάστασιν κηρύττων, ανέστησας ως εκ τάφου απιστίας και νεκρώσεως τους ανθρώπους, Φιλήμον αξιάγαστε». (Κήρυττες τα πάθη του Χριστού και την Ανάστασή Του, Φιλήμον αξιοθαύμαστε, γι’ αυτό και ανέστησες σαν από τάφο της απιστίας και της νέκρωσης τους ανθρώπους). Δεν θα ήμασταν εκτός πραγματικότητας αν ισχυριζόμασταν ότι στο σημείο αυτό έχουμε μία «αδιόρατη» προβολή του αποστόλου Παύλου ως διδασκάλου του Φιλήμονος: ο απόστολος Παύλος είναι ο κατεξοχήν «ζωγράφος» του κηρύγματος της Εκκλησίας, ως εξαγγελίας των Παθών και της Αναστάσεώς Του.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως δεν μένει μόνον στο έργο του αγίου Φιλήμονος ως ευαγγελιστή των ανθρώπων. Αν ο λόγος του ήταν σαν λυχνάρι φωτεινό που άναβε το φως στις σβησμένες από την πλάνη καρδιές των ανθρώπων («Λόγον ως λύχνον φαεινόν επανάπτοντα τη ση καρδία φέρων, τους το πριν εσβεσμένους και εν σκοτία πολλή κειμένους αγνωσίας»), ήταν διότι ο ίδιος αγάπησε πολύ τον Κύριο, που πρώτος Αυτός μας αγάπησε («φιλήσας Χριστόν, τον φιλήσαντα βροτούς δι’ ευσπλαγχνίαν»), και διότι βεβαίως, όπως και οι άλλοι απόστολοι, αγωνίστηκε στο να καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του και να γίνει έτσι θεόπτης. Κι είναι αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να μιλά για αγάπη προς τον Χριστό, έχοντας ρυπαρή καρδιά. Η αγάπη σ’  Εκείνον φυτρώνει σε έδαφος που έχει αποκαθαρθεί από τα ζιζάνια των παθών. «Νοός το οπτικόν ανακαθάραντες, της θείας ετύχετε θεοπτίας, και καρδίας επεστρέψατε πλανωμένας, προς γνώσιν, ιερώτατοι».

20 Νοεμβρίου 2024

ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ!

 

Από τους ωραιότερους στίχους της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), της προσφοράς και αφιέρωσης της τριετούς Μαριάμ δηλαδή από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στον Κύριο μέσα στον Ναό, είναι εκείνοι  που αναφέρονται στην αγία Άννα, όταν κατευοδώνει τη μικρή κόρη της με τα λόγια που δείχνουν το νόημα της εκεί πια ζωής και παρουσίας της. «Άπιθι, τέκνον – λέει η μάνα στην κόρη – τω Δοτήρι γενήθητι και ανάθημα και ευώδες θυμίαμα. Είσελθε εις τα άδυτα και γνώθι μυστήρια, και ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον τερπνόν και ωραίον, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος» (απόστιχο εσπερινού). Δηλαδή: Πήγαινε, παιδί μου, γίνε για τον Δοτήρα Θεό και προσφορά και αφιέρωμα, αλλά και ευωδιαστό θυμίαμα. Μπες μέσα στ’ άδυτα των Αγίων του Ναού και γνώρισε τα μυστήρια του Θεού, κι ετοιμάσου να γίνεις κατοικητήριο του Ιησού, τερπνό και ωραίο, του Ιησού που παρέχει ως Θεός στον κόσμο το μέγα έλεος.

Γιατί στεκόμαστε ιδιαιτέρως στους συγκεκριμένους στίχους; Διότι:

1. Τονίζουν τον σκοπό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. Εισέρχεται όχι απλώς γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί κάποιο τάμα των γονιών της ή για να προφυλαχτεί από την κακότητα του κόσμου λόγω της αδυναμίας των γονιών αυτών από τα γηρατειά τους, αλλά για να περάσει το προβλεπόμενο διάστημα της ζωής της μέσα στον οίκο Κυρίου, προκειμένου να ετοιμαστεί για το συγκλονιστικότερο και πέραν κάθε ανθρωπίνης αντίληψης και σύλληψης μυστήριο: να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου – ο Ευαγγελισμός της έχει ακριβώς την αρχή της (πέραν βεβαίως της Γεννήσεώς της) στο συγκεκριμένο γεγονός. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ που θα ευαγγελιστεί αργότερα τη σάρκωση του Θεού, ο ίδιος την τρέφει μέσα στα άγια των αγίων.

Και 2. Καθορίζεται από τα λόγια της αγίας Άννας η μέθοδος και ο τρόπος της ετοιμασίας της Μαριάμ: θα γίνεις η Παναγία η μητέρα του Θεού, όταν θα γίνεις όχι μόνο το αφιέρωμα και η προσφορά για Εκείνον, αλλά και το ευωδιαστό λιβάνι. Κι έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια αυτά της μητέρας Άννας, γιατί και στην Παλαιά Διαθήκη βεβαίως, αλλά και μετέπειτα σε όλη τη χριστιανική ιστορία, μπορεί κάποιος να προσφέρει πράγματα ή και τον ίδιο τον εαυτό του στον Θεό, αλλ’  όχι με τον σωστό τρόπο. Πόσες φορές δεν ακούμε τον αυστηρό λόγο των Προφητών, οι οποίοι στηλίτευαν τις προσφορές και τα αφιερώματα των Ιουδαίων, γιατί προσφέρονταν όχι με καθαρή καρδιά; «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις προσφορές σας – λέει αίφνης Κύριος ο Θεός στους Ιουδαίους διά του προφήτου Ησαῒου – γιατί τα χέρια σας στάζουν από το αίμα των αδικιών σας κατά των συνανθρώπων σας». Και πιο πίσω βεβαίως θυμάται κανείς το τραγικό λόγω της συνέχειάς του περιστατικό των προσφορών και αναθημάτων στον Θεό των αδελφών Κάιν και Άβελ: πρόσφεραν και οι δύο στον Κύριο, μα ευλογήθηκε από Εκείνον μόνον ο Άβελ. Γιατί του Κάιν οι προσφορές ήταν τα περισσεύματα των καρπών του και όχι οι απαρχές. Κι από τη μετέπειτα χριστιανική ιστορία είναι αρκετή η μνημόνευση των λόγων του ίδιου του Κυρίου, όταν επισημαίνει ότι το δίλεπτο της χήρας συνιστά τη μεγαλύτερη προσφορά, γιατί προέρχεται από το υστέρημα της αγάπης και όχι από ένα τυχόν περίσσευμα. Ή ακόμη τραγικότερα το «παράδοξο» όπως ακούγεται λόγιο του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στον ύμνο της αγάπης του αποκαλύπτει: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Μαρτύριο(!) χωρίς αντίκρυσμα κι ωφέλεια!

Λοιπόν η κάθε προσφορά στον Θεό είναι όντως προσφορά αποδεκτή από Αυτόν, όταν γίνεται με τον σωστό τρόπο, δηλαδή προσφέρεται από καρδιά που αγαπά τον Θεό, κάτι που συνιστά όντως λιβάνι ευωδιαστό για τον Κύριο. Κι είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και το νόημα της συγκεκριμένης εορτής των Εισοδίων για εμάς τους πιστούς. Με το δεδομένο ότι σκοπό έχουμε ως χριστιανοί να σαρκώνουμε τον Κύριο στην ύπαρξή μας, να γινόμαστε δηλαδή Παναγίες, απαιτείται όχι μόνο η προσφορά του εαυτού μας διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών «αγωνισμάτων» και ασκήσεών μας, αλλά και η σωστή και ορθή προσφορά αυτή. Είμαστε δηλαδή χριστιανοί όχι γιατί απλώς βρεθήκαμε βαπτισμένοι στην Εκκλησία κι ούτε γιατί επιτελούμε ορισμένα τυπικά καθήκοντα, όπως του εκκλησιασμού μας, της νηστείας μας, κάποιων ελεημοσυνών μας – το στοιχείο του «αναθήματός» μας – αλλά γιατί η όλη βιοτή μας είναι τέτοια που ο Κύριος την αισθάνεται ως ευωδιαστό λιβάνι ενώπιόν Του. Κι αυτό σημαίνει, όπως αναφέραμε, καθαρή καρδιά και αδιάκοπη επαγρύπνηση να βρισκόμαστε πάνω στις άγιες εντολές Του. Τότε το χαρμόσυνο στοιχείο που περικλείει η εορτή, γίνεται χαρμοσύνη κι ευφροσύνη και για εμάς.

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Η εν τω Ναώ είσοδος της Θεομήτορος έφερε εορτή για τους ευσεβείς  θαυμαστή και παγκόσμια, έχοντας αφορμή το παρακάτω γεγονός. Η πανσέβαστη Άννα, καθώς περνούσε τη ζωή της χωρίς παιδιά, παρακαλούσε, μαζί με τον σώφρονα Ιωακείμ, με νηστείες και δεήσεις, τον Κύριο της φύσεως, να τους λυπηθεί και τους  χαρίσει ένα παιδί, υποσχόμενη, αν ικανοποιηθεί το αίτημά της, το παιδί που θα γεννούσε να το αναθέσει αμέσως σ’  Εκείνον. Πράγματι, αφού γέννησε αυτήν που έφερε τη σωτηρία του κόσμου, τη συμφιλίωση του Θεού  προς τους ανθρώπους και την αιτία της ανάπλασης και της ανάστασης και της θέωσης του πεσμένου στην αμαρτία Αδάμ, δηλαδή την Παναγία Θεοτόκο Μαρία, αυτήν λοιπόν, κατά τον τρίτο χρόνο μετά την παράδοξη γέννησή της, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Θεό, την οδηγούν στο Ιερό και την παραδίδουν στους ιερείς. Οι ιερείς την παρέλαβαν και σαν να υπηρετούσαν τη βούληση του Θεού -  Εκείνου που επρόκειτο μετά από λίγο να γεννηθεί από αυτήν, με σκοπό τη διόρθωση και τη σωτηρία του παντός – την βάζουν στο ενδότατο του ναού, για να ζει εκεί η ίδια μόνη για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, εκεί δηλαδή που έχει νομοθετηθεί  να εισέρχεται μία φορά τον χρόνο ο αρχιερέας. Η Μαρία ζώντας σ’  αυτό το άδυτο διά παντός και τρεφόμενη  παράδοξα με τροφή ουράνια από άγγελο, έμεινε στο ιερό αυτό μέχρι τον θείο Ευαγγελισμό της και μέχρι να ακουστούν τα θεϊκά μηνύματα που δίδασκαν ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί από φιλανθρωπία και να σώσει τον κόσμο που χανόταν από την αμαρτία. Εδώ λοιπόν κατοικούσε και ζούσε, οπότε αξιώθηκε να της εμφανιστεί ο Θεός και να δέχεται αδιάλειπτα τροφή ουράνια, μέσω αγγέλου που υπηρετούσε αυτήν την αποστολή, όπως είπαμε, εις δόξαν Θεού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».

Πολλοί είναι οι υμνογράφοι  της Θεομητορικής αυτής εορτής, της οποίας το γεγονός  δεν καταγράφεται καθόλου  στην Καινή Διαθήκη. Το περιστατικό της εν τω Ναώ εισόδου της υπάρχει στα Απόκρυφα λεγόμενα ευαγγέλια, όπως συμβαίνει και με άλλες εορτές της Παναγίας, σε κείμενα δηλαδή που η Εκκλησία μας δεν τα θεώρησε έγκυρα, λόγω ενυπαρχουσών σ’ αυτά αιρέσεων ή και μυθοπλασιών. Μέσα σ’ αυτά όμως υπάρχουν και αληθινά γεγονότα, που η Εκκλησία μας δεν διστάζει να τα ανασύρει και να τα εορτάσει, διαβλέποντας όχι μόνον την αλήθεια τους, αλλά και την ωφελιμότητά τους. Κι είναι τούτο ένα στοιχείο που φανερώνει την απόλυτη αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, ως «στύλου και εδραιώματος της αληθείας», αυτοσυνειδησίας τέτοιας που της δίνει το δικαίωμα και την άνεση να επιλέγει ό,τι θεωρεί αληθινό και καλό, έστω κι αν τούτο προέρχεται από μη θεωρούμενα  κανονικά κείμενα.

Ένα πρώτο στοιχείο που τονίζουν οι υμνογράφοι της εορτής είναι ότι τα ίδια τα Εισόδια της Θεοτόκου, όπως και τα γεγονότα πριν από αυτά, σαν την Γέννησή της, αλλά και τελικώς κάθε τι που σχετίζεται με την Παναγία, έχουν τον χαρακτήρα του παράδοξου και του ανερμήνευτου για τα ανθρώπινα δεδομένα. «Πέρα από κάθε ανθρώπινη σκέψη είναι τα θαύματά σου, Πανάχραντε! Παράδοξη είναι η γέννησή σου. Παράδοξος ο τρόπος που μεγάλωσες. Παράξενα και παράδοξα όλα τά δικά σου, Θεονύμφευτε, και ανερμήνευτα για τους ανθρώπους». Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η Παναγία υπήρξε η κατεξοχήν Κεχαριτωμένη από τον Θεό, το δοχείο του αγίου Πνεύματος, λοιπόν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της βρισκόταν υπό την άμεση επίβλεψη του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι Αυτήν ήδη προκατήγγειλε ο λόγος του Θεού, σύμφωνα με το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο, (την πρώτη υπόσχεση του Θεού περί του ερχομού Του στον κόσμο μέσω μιας γυναίκας, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων στην αμαρτία), Αυτήν διαρκώς προφήτευαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, επαναβεβαιώνοντας το Πρωτευαγγέλιο, Αυτήν δόξαζαν οι άγιοι Απόστολοι, Αυτήν είχαν ως καύχημά τους όλοι οι μάρτυρες του Χριστού, Αυτήν επικαλούμαστε και εμείς ως πρέσβειρα της σωτηρίας μας.   «…την προεκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών εις κατοικητήριον του παντάνακτος Χριστού και Θεού των όλων». «Συ των Προφητών το κήρυγμα, Αποστόλων δόξα και Μαρτύρων καύχημα, και πάντων των γηγενών η ανακαίνισις, Παρθένε Μήτηρ Θεού».

Η όλη ακολουθία της εορτής είναι φυσικό να προβάλλει την αγιότητα της Παναγίας – αγιότητα παραπάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, αφού ήταν «εκλελεγμένη…υπέρ άπασαν την κτίσιν, την ορατήν και την νοουμένην» - αλλά επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο ίδιο το γεγονός της εις τον Ναόν Εισόδου της. Η γενική εκτίμηση είναι ότι η Παναγία εισέρχεται τριετής στα Άγια των Αγίων, ενώ ήδη είναι η ίδια Αγία των Αγίων. «Αγία των Αγίων υπάρχουσα, σεμνή, εν Ναώ ηγάπησας αγίω κατοικείν». Είναι μάλιστα σπουδαίας έμπνευσης οι στίχοι του υμνογράφου, που διακηρύσσουν την ωριμότητα της μικρής Παναγίας: «Η τριετής κατά το σώμα και πολυετής κατά το πνεύμα»∙ «νήπιο κατά το σώμα και τέλεια κατά την ψυχή». Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει τούτο: «όπου γαρ βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις» (όπου θέλει ο Θεός νικιέται η φυσική τάξη). Φαντάζει παράλογο εκείνη που είχε επιλεγεί για το σημαντικότερο έργο στην ανθρωπότητα: να γίνει μητέρα του Θεού ως ανθρώπου, να μην έχει τη χάρη της ωριμότητας ήδη από νηπιακή ηλικία. Μόνον ένας που προσεγγίζει τα της πίστεως με κριτήριο την ξερή  λογική του, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Αλλά μία τέτοια προσέγγιση απέχει ένα βήμα από την αίρεση, μάλλον συνιστά ήδη αίρεση: η στάση μας απέναντι στην Παναγία φανερώνει τη στάση μας και έναντι του Χριστού. Το δόγμα, για παράδειγμα, ότι η Παναγία μας είναι «Θεοτόκος», αποτελεί συνέπεια της πίστεως περί του Ιησού Χριστού, ως Θεού και ανθρώπου. Και το αντίστροφο.

Με την εν τω Ναώ είσοδο της Παναγίας, σκοπός της οποίας είναι η προετοιμασία της για να γίνει Μητέρα του Θεού, («ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον»),  κατανοεί κανείς κι αυτό που επισημαίνουν οι υμνογράφοι ως συνέπεια: την κατάργηση της σκιάς του Μωσαϊκού Νόμου, διότι έρχεται διά της Παναγίας η αλήθεια, ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ο του γράμματος παρέδραμε, εξέλιπε νόμος καθάπερ σκιά».   Είναι πολύ ωραίο το τροπάριο που λέει ότι η θυγατέρα του Θεού, όπως την χαρακτηρίζει ο Δαυίδ,  γίνεται, με το θέλημα Εκείνου, μητέρα Του. «Ο προπάτορας Δαυίδ σε ύμνησε από παλιά, Παρθένε θεόνυμφε, καλώντας σε θυγατέρα του βασιλιά Χριστού. Αυτόν και Τον γέννησες και Τον θήλασες μητρικά ως βρέφος».  Κι είναι εξίσου πανέμορφος ο στίχος του συναξαρίου, που διαπιστώνει τη διακονία σ’  αυτό του αρχαγγέλου Γαβριήλ: αυτός που την έτρεφε στον Ναό, ο ίδιος σε λίγο θα την χαιρετίσει, μεταφέροντάς της το ευαγγέλιο: θα γίνει μητέρα Θεού. «Ένδον τρέφει σε Γαβριήλ ναού, Κόρη, ήξει δε μικρόν και το Χαίρε σοι λέξων».

Η διατροφή της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, μέσα στα Άγια των Αγίων, δεν είναι, κατά τον υμνογράφο, χωρίς συμβολισμό. Παραπέμπει σε Εκείνον που θα φέρει σε λίγα χρόνια στον κόσμο και που είναι ο αληθινός άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς». «Επουρανίω τραφείσα, Παρθένε, άρτω πιστώς, εν τω Ναώ Κυρίου, απεκύησας κόσμω ζωής άρτον τον Λόγον». Και βεβαίως δεν είναι χωρίς συμβολισμό και το γεγονός αυτό, αλλά και όλη η εν τω Ναώ ζωή της: η αδιάλειπτη προσευχή της, η συνομιλία της με αγγέλους, η μελέτη του Νόμου και των Προφητών, η εν τω Ναώ εκεί διακονία της. Πράγματα δηλαδή που συνιστούν μία «ησυχαστική» ζωή και που φανερώνουν ότι η Παναγία δικαίως θεωρείται το πρότυπο όλων των μεγάλων Ησυχαστών και πραγματικών θεολόγων  της Εκκλησίας μας.

Ο πλούτος της υμνολογίας της Θεομητορικής αυτής εορτής θα μας πήγαινε σε μεγάλο μάκρος. Διότι υπάρχουν εξαίσιοι ύμνοι όχι μόνον για την ένδον του Ναού ζωή της Παναγίας, αλλά και για την μετά λαμπάδων πορεία της μέχρι το Ναό, πορεία «μετά Παρθένων και Μητέρων», αφού εκείνη υπήρξε και τα δύο, όπως και για ό,τι διαμείφθηκε ως διάλογος στην πύλη του Ναού μεταξύ των γονέων της και του ιερέα Ζαχαρία. Παραλείποντας όλα αυτά, απλώς θα φέρουμε στην επιφάνεια έναν στίχο, που νομίζουμε ότι αυτός και μόνο δείχνει τη σημασία όλου αυτού του τεραστίου πνευματικού μεγέθους που ακούει στο όνομα «Παναγία». Πρόκειται για την εκτίμηση του ιερέα Ζαχαρία, καθώς βλέπει να προσάγεται στον Ναό η μικρή Μαριάμ. Ο Ζαχαρίας λοιπόν «βοά γηθοσύνως: ήγγικεν η προσδοκία των θλιβομένων». Η Παναγία συνιστά εκείνη που μας λυτρώνει από τη θλίψη. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος επί της γης που να μη βιώνει τη θλίψη, ήδη από την εποχή της πτώσεώς του στην αμαρτία, η Παναγία είναι το πολυτιμότερο αγαθό που έχουμε, εκείνη που θα έλεγε κανείς είναι «ο θησαυρός της Πανδώρας». Η ελπίδα. Κι αυτό γιατί δι’ αυτής ήλθε στον κόσμο «η Χαρά του κόσμου», ο Χριστός. Και μόνον αυτό μας φτάνει. Στην όποια θλίψη και δυσκολία μας η ενατένιση προς Εκείνην ήδη έχει ξεκινήσει και τη λύση και τον ερχομό της χαράς. Λοιπόν «χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».

19 Νοεμβρίου 2024

ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ…ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΙ!

«Μία πέτρα με πολλές αιχμές και ανωμαλίες, όταν συγκρούεται και κτυπάται με άλλες πέτρες, συντρίβει όλα τα απότομα και σκληρά σημεία της και γίνεται στρογγυλή» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. η΄ 12).

Μιλάει για μένα και για σένα. Ο καθένας μας σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία έχει τα καλά, αλλά και τα κακά του σημεία. «Ουδείς αναμάρτητος». Μπορεί με το άγιο βάπτισμα να πήραμε τη δύναμη για σχετική αναμαρτησία, αλλά τούτο δυστυχώς δεν υφίσταται για κανέναν. Οπότε μην κοιτάς τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων – πράγματι υπάρχουν και θα τις δεις, αλλά δεν σε συμφέρει. Βρες όμως τις δικές σου. Κοίτα μέσα σου: θα επισημάνεις πολλές. Και πρόσεξε: αν μπορείς και βλέπεις τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων, είναι γιατί τις έχεις και συ ο ίδιος – βλέπουμε στους άλλους ό, τι υπάρχει μέσα μας.

Ποιες οι αιχμές και ποιες οι κακίες σου; Μα τις ξέρεις, όπως πρέπει να τις ξέρει και κάθε άνθρωπος, πολύ περισσότερο ο χριστιανός: οι φιλήδονες τάσεις σου, οι κενοδοξίες και υπερήφανες σκέψεις σου, οι φιλαργυρίες και οι πλεονεξίες σου. Κάποια αιχμή μπορεί να είναι πιο… αιχμηρή σε έναν, κάποια άλλη μπορεί να εξογκώνεται περισσότερο σε άλλον.  Όλοι όμως «βράζουμε στο ίδιο καζάνι».

Δες λοιπόν το μεγαλείο της… συνύπαρξης! Αν μείνεις μόνος με τις αιχμές και τις ανωμαλίες σου, αυτές δεν πρόκειται να εξαλειφτούν ποτέ. Κι αν κάποια στιγμή συναντηθείς με τον συνάνθρωπό σου, αλλά και με κάθε κτίσμα του Θεού, θα τους… πληγώσεις. Αυτή θα είναι η «φυσιολογία» σου: και το καλημέρα σου θα αποτελεί τραύμα για τον άλλον. Αν όμως κατανοήσεις την ανάγκη της κοινωνίας και της επικοινωνίας, με το δεδομένο των «ανωμαλιών» όλων, τότε υπάρχει ελπίδα: θα γίνεις κι εσύ και οι άλλοι «στρογγυλοί». Θα δεις δηλαδή ότι μαζί με τους άλλους μπορείς να ζήσεις με αγάπη, κάνοντας υποχωρήσεις, κάνοντας υπομονή, αποκτώντας το ήθος της ταπείνωσης.

Θα έχεις ακούσει την αρχαία χριστιανική ρήση: «ένας χριστιανός, κανένας χριστιανός». Για να υπάρχει χριστιανοσύνη σε κάποιον δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να συνυπάρξει με τους άλλους. Και πώς αλλιώς; Είναι μέλος Χριστού, μα και  «αλλήλων μέλος». Όσο ανοίγεσαι λοιπόν στον συνάνθρωπο, τόσο βρίσκεις και Χριστό. Η σωτηρία σου είναι «συν πάσι τοις αγίοις». Γι’ αυτό και οι πνευματικοί δρόμοι της Εκκλησίας είναι ή ο έγγαμος βίος ή ο μοναχισμός. Ο κοινοβιακός υποχρεωτικά στην αρχή, κι έπειτα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ο αναχωρητικός για κάποιους. Κοινός παρανομαστής και των δύο δρόμων όμως: η κοινωνία, η ενότητα, η συνύπαρξη.

Πανηγύρισε λοιπόν που είσαι έγγαμος! Το πρόσωπο με το οποίο δέθηκες, θα σε πάει στον παράδεισο: οι αιχμές του χαρακτήρα του - κι αν είναι πολλές, ακόμη... καλύτερα! -  με την υπομονή θα σε λειάνουν.  Πανηγύρισε που έγινες καλόγερος! Στο μοναστήρι ο άλλος αδελφός σου εξίσου θα σε βοηθήσει για τη λείανσή σου. Το βότσαλο γιατί μας αρέσει; Γιατί έχει… χτυπηθεί πολλές φορές κι έχασε τα κοφτερά του σημεία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΛΑΑΜ

«Ο μάρτυς Βαρλαάμ ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Γέροντας στην ηλικία, λόγω της ομολογίας της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα. Και επειδή δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον κτύπησαν με βούρδουλα και του ξερίζωσαν τα νύχια. Έπειτα τον οδήγησαν στον βωμό και του άπλωσαν με βία το χέρι, βάζοντας πάνω του φωτιά και λιβάνι. Διότι νόμισε ο άρχοντας ότι αν ρίψει τους άνθρακες μαζί με το λιβάνι στον βωμό, θα φανεί ότι προσφέρει θυσία στους θεούς. Αυτός όμως στεκόταν ανυποχώρητος και ακίνητος -  δείχνοντας έτσι ότι το δεξί του χέρι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον χαλκό και το σίδερο – έως ότου η φωτιά έφαγε τη σάρκα του και έπεσε στη γη, τρυπώντας το χέρι του. Έτσι προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά, έστω και ελάχιστα σαλευμένο, να φανεί ότι έριξε λιβάνι στον βωμό. Μετά από αυτά η ψυχή του παρατίθεται στα χέρια του Θεού με γενναίο και στέρεο φρόνημα. Τον μάρτυρα αυτόν και ο θείος Χρυσόστομος και ο μέγας Βασίλειος τον τίμησαν με εγκώμια».

Αν οι νεώτεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουμε ιδιαιτέρως τον άγιο μάρτυρα Βαρλαάμ, τον γνωρίζει όμως πολύ καλά η αγία χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δεν είναι  τυχαίο ότι αφιέρωσαν γι’ αυτόν λόγους και εγκώμια όχι απλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και συναξαριστές, αλλά οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι του διαμετρήματος του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος που είχαν και τη βαθύτητα της σκέψης τους, διέκριναν ότι τέτοιες προσωπικότητες σαν του αγίου Βαρλαάμ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Πρέπει να προβάλλονται, ώστε να συνιστούν παραδείγματα και καθοδηγητικά φωτεινά σημάδια στο στερέωμα της Εκκλησίας. Και δικαίως: ο άγιος Βαρλαάμ αποδείχτηκε, κατά τον άγιο υμνογράφο, «πιο στέρεος και από ανδριάντα και πιο δυνατός από χαλκό και πιο ισχυρός από σίδερο». Κι αυτό γιατί το φρόνημα της ψυχής και της διανοίας του υπήρξε «στέρεο και δυνατό και ανυποχώρητο» - ό,τι τονίζαμε και για τον άγιο Πλάτωνα: μπορεί το σώμα να διαλύεται, αν η ψυχή όμως διατηρείται δυνατή, νικητής τότε παραμένει ο άνθρωπος. «Ό,τι συνέδεε τη σάρκα και η αρμονία των μελών διαλυόταν. Αλλά η δύναμη της ψυχής σου διατηρείτο σταθερή».

Θα πίστευε κανείς ότι η δύναμη της ψυχής του αγίου βρισκόταν σε σώμα νεανικό. Τέτοιο ακατάβλητο φρόνημα συνήθως έχουν οι νέοι. Τι έκπληξη όμως, να βλέπει κανείς αυτό το φρόνημα σε ένα γέροντα άνθρωπο! Ο άγιος Βαρλαάμ, κατά το συναξάρι, «γέρων ων την ηλικίαν δια την εις Χριστόν ομολογίαν προσήχθη τω άρχοντι». Ό,τι υπέστη το υπέστη σε ηλικία που άλλοι τρέμουν και να βαδίσουν. Κι αυτός στεκόταν αγέρωχος, «ανένδοτος, άτρεπτος», με φωτιά στο χέρι του που του έκαιγε τη σάρκα. Ο ηρωισμός του έτσι φαίνεται να πολλαπλασιάζεται. Πώς μας θυμίζει τον αγαπημένο άγιο, αποστολικό Πατέρα και επίσκοπο Σμύρνης, Πολύκαρπο, που σε ηλικία ογδόντα έξι χρόνων συλλαμβάνεται και αυτός και ρίχνεται στη φωτιά. Και εκείνον μεν η φωτιά τον σεβάστηκε και έκανε καμάρα γύρω του, ενώ τον Βαρλαάμ  η φωτιά τον έκανε ίδιο λιβανωτό στον Κύριο. «Κρατώντας τη φωτιά μαζί με το λιβάνι, Βαρλαάμ, φάνηκες ευωδιαστό λιβάνι για τον Κύριο». Πιστεύουμε ότι και οι δύο τότε γέροντες, την ώρα δηλαδή του μαρτυρίου τους, τώρα δε νέοι στη Βασιλεία του Θεού, παρίστανται μαζί δίπλα στον Κύριο, «παραστάται δεξιοί», «φορούντες πορφύραν, βεβαμμένην αίματι μαρτυρικώ».

Δύο σημεία από τους ύμνους της ακολουθίας του αγίου Βαρλαάμ αξίζουν επίσης ιδιαιτέρως να επισημανθούν: πρώτον, το απλωμένο και τρυπημένο από τη φωτιά χέρι του αγίου. Ο υμνογράφος το θεωρεί ως μέσον δυνάμεως του Θεού, με το οποίο αφενός ραπίζονται τα πρόσωπα των δαιμόνων, αφετέρου προκαλούνται οι καρδιές των πιστών και οι χορείες των αγγέλων να σκιρτήσουν από χαρά και ευφροσύνη.  «Ραπιζέσθω, λέει, δεξιά πυρουμένη τα πρόσωπα των δαιμόνων, των πιστών δε καρδίαι σκιρτάτωσαν, και των Ασωμάτων αι χορείαι φαιδρώς ευφραινέσθωσαν». Δεύτερον, η προτροπή του υμνογράφου στους ζωγράφους της Εκκλησίας. Καλούνται οι καλοί ζωγράφοι, οι αγιογράφοι, να λαμπρύνουν τον άγιο με την τέχνη της εικόνας, πιστεύοντας βαθιά ότι ο εγχαρασσόμενος τελικώς είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο αγωνοθέτης! «Σηκωθείτε τώρα  οι καλοί ζωγράφοι του μάρτυρα, κάντε λαμπρή την εικόνα του με την τέχνη σας, γιατί προφανώς εγχαράζετε σ’ αυτόν τον αγωνοθέτη Κύριο». Στο πρόσωπο του κάθε μάρτυρα όπως και του κάθε αγίου η Εκκλησία μας τελικώς δεν βλέπει τον ίδιο τον Κύριο; Ο άγιος δεν είναι Εκείνος «εν ετέρα μορφή»; Μακάρι η πίστη και η αγάπη προς τον Χριστό του αγίου Βαρλαάμ να χαραχτεί και στις δικές μας τις καρδιές. Θα είναι ο  πιο «ευπρεπής ωραϊσμός» που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.

18 Νοεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ

«Ο άγιος Πλάτων ήταν από τη χώρα των Γαλατών, από την πόλη της Αγκύρας, αδελφός του αγίου μάρτυρα Αντιόχου. Επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, νεαρός ακόμη, οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Αγριππίνο. Και κτυπιέται από δώδεκα στρατιώτες και απλώνεται πάνω σε χάλκινο πυρωμένο κρεβάτι, ενώ από πάνω τον ράβδιζαν. Και καίγεται στις μασχάλες και στα πλευρά από πυρωμένες σφαίρες, ενώ από την πλάτη του έβγαλαν μία λουρίδα δέρματος, ενώ στη συνέχεια του έξυσαν τις σάρκες και τις πλευρές τόσο πολύ, ώστε αλλοιώθηκε η όψη του. Και τότε δέχεται το τέλος με το ξίφος».  

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην επισημάνει για τον άγιο Πλάτωνα ό,τι αποτελεί θησαυρό του κάθε μάρτυρα: τη ζωντανή πίστη του στον Χριστό, την ανάκρασή του με την αγάπη Εκείνου, τη διαρκή ενατένιση και όραση της ομορφιάς και τους κάλλους Του με τα μάτια της ψυχής. Ο ποιητής μάλιστα παρουσιάζει τον άγιο ως ιερέα που προσέφερε θυσία στον Χριστό τον ίδιο του τον εαυτό, και τρόπον τινά ως θεατή που παρατηρεί  το μαρτύριό του σαν να έπασχε κάποιος άλλος. «Αγωνίστηκες, πανεύφημε, σαν να έπασχες σε άλλο σώμα˙ αθλήθηκες σαν να ’γινες θεατής άλλων αγωνιστών».

Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του αγίου έχει ιδιαίτερη σημασία για τα σημερινά δεδομένα.  Σημειώνει ο υμνογράφος: «Το καρτερικότατο σώμα σου, που απλώθηκε πάνω στο ξύλο, υφίστατο φοβερές και βαθιές  χαρακιές και ξεσμούς από τα κτυπήματα. Αλλά άντεχε η δύναμη της ψυχής σου, η οποία δυναμωνόταν από την αγάπη του Κυρίου και τον έρωτα της βασιλείας του Θεού». Τι επισημαίνει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπορεί ο άγιος Πλάτων να υφίστατο φοβερά βασανιστήρια στο σώμα του, αλλά έμενε όρθια η ψυχή του, που ενισχυόταν από τη χάρη και την αγάπη του Θεού. Στον άγιο δηλαδή βλέπουμε να εφαρμόζεται η προτροπή του Κυρίου, που λέει «να μη φοβόμαστε εκείνον που μπορεί να σκοτώνει το σώμα μας, αλλά δεν έχει ισχύ πάνω στην ψυχή μας». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν ηττάται, όσο η ψυχή του παραμένει δυνατή. Ηττάται, όταν η ψυχή καμφθεί και σταματήσει επομένως να προσβλέπει στον Θεό που την ενισχύει.

Έχουμε την εντύπωση ότι ο λόγος αυτός του υμνογράφου για τον άγιο Πλάτωνα πρέπει ιδιαιτέρως να προσεχτεί, όπως είπαμε, στην εποχή μας. Διότι και εμείς, σ’  ένα μεγάλο βαθμό, υφιστάμεθα πολλά δεινά με τις παντοειδείς κρίσεις που περνάμε προσωπικά και ως κοινωνία – κρίσεις που αποτελούν χαρακιές και ξεσμούς πάνω στην ίδια τη σάρκα της ψυχής μας. Αλλά δεν πρέπει να καμφθεί το φρόνημά μας. Δεν πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι μας. Η ψυχή μας πρέπει να κρατηθεί όρθια. Ό,τι συνέβη και στον άγιο Πλάτωνα˙ παρ’  όλα όσα υπέστη, τελικώς νίκησε. Διότι είχε μαζί του την παντοδυναμία του Θεού. Και γι’  αυτόν ισχύει ο λόγος: «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; Ο υμνογράφος όμως αποκαλύπτει: η ψυχή του Πλάτωνα κρατήθηκε όρθια, γιατί πίστευε στον Χριστό. Γιατί η πίστη του και η αγάπη του στον Θεό ήταν ζωντανή. Και γι’  αυτό είδε να ενεργοποιείται και σ’  αυτόν η παντοδυναμία του Θεού. Όσο το βλέμμα μας είναι στραμμένο στον Χριστό μας, τόσο και θα έχουμε τελικώς το «πάνω χέρι». Η ψυχή, το ξαναλέμε, είναι αυτή που ή νικά ή νικιέται.