04 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«῾Ως φαεινόν σε φωστῆρα, Πάτερ Σεραφείμ, γινώσκομεν καί ἱεράρχην θεῖον τῆς σεπτῆς ᾽Εκκλησίας».

 Τρεῖς πολύ μεγάλες προσωπικότητες ἑορτάζει σήμερα ἡ ᾽Εκκλησία μας. Τρεῖς ἁγίους πού ὁ καθένας σφράγισε θά λέγαμε τήν ἐποχή του εἴτε μέ τή θεολογική του προσφορά εἴτε μέ τήν ἁγιασμένη βιοτή καί τό μαρτύριό του: τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη Δαμασκηνό, τόν θεολόγο τῶν εἰκόνων, αὐτόν πάνω στόν ὁποῖο βασίστηκε καί ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά δώσει ἀπάντηση στήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας· τήν ἁγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα πού ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς της στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό προκάλεσε καί τόν ἴδιο τόν πατέρα της, ἀπό τό μιαρό χέρι τοῦ ὁποίου ἔφυγε μαρτυρικά ἀπό τή ζωή αὐτή· τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα καί θαυματουργό Σεραφείμ, ἀρχιεπίσκοπο Φαναρίου καί Νεοχωρίου, τό ῾καύχημα τῶν μαρτύρων καί τῶν ἱεραρχῶν᾽ κατά τόν ὑμνογράφο τῆς ᾽Εκκλησίας μας.  Στόν τελευταῖο ἰδιαιτέρως θά ἐπικεντρώσουμε σήμερα τήν προσοχή μας, αὐτός θά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ταπεινῆς ὁμιλίας μας.

 1. Δέν θά ποῦμε δικά μας στοχαστικά λόγια πάνω στόν ἅγιο ἱερομάρτυρα. Θεωροῦμε πιό ἐνδιαφέρον, πιό ἐπωφελές καί πιό  ἐκκλησιαστικό ἴσως νά ἀκολουθήσουμε τά βήματα τοῦ καλοῦ ὑμνογράφου του, ἱερομονάχου ᾽Αναστασίου τοῦ Γορδίου, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἔμπνευση καί τή χαριτόβρυτη γραφίδα του μᾶς δίνει τήν ὅραση τοῦ βάθους τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου καί ὅσο ζοῦσε στή στρατευόμενη τοῦ κόσμου τούτου ᾽Εκκλησία, ἀλλά καί στή δόξα τοῦ Οὐρανοῦ.

Ποιά εἶναι ἡ εἰκόνα πού μᾶς παρουσιάζει γιά τόν ἅγιο Σεραφείμ ὁ ὑμνογράφος; Θά εἴμαστε κατ᾽ ἀνάγκην πολύ ἐπιλεκτικοί: ῾Ο ἅγιος εἶναι τριπλά στεφανωμένος ἀπό τόν Κύριο, στό ἅρμα τοῦ ὁποίου ἐντάχτηκε κι αὐτός μαζί μέ τό πλῆθος τῶν ἄλλων ἁγίων καί μέ τό ὁποῖο ὁ Κύριος περιπολεῖ τόν κόσμο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου (Δοξαστικό τῶν αἴνων). Ποιό τό τριπλό στεφάνι του; (α) τό στεφάνι τῆς ἀσκητικῆς κατά Χριστόν διαγωγῆς του, (β) τό στεφάνι τῆς ἱερωσύνης του, (γ) τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματός του. Μέσα σ᾽ αὐτό τό στεφάνωμα βρίσκεται ὅλη ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου. Κατά πῶς τό λέει μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ ὑμνογράφος: ῾᾽Απέκτησες τήν ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀσκητικούς σου κόπους καί χρίστηκες μέ τό ἱερατικό χρίσμα, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχτηκες δοχεῖο τῆς ὑπέρφωτης ἁγίας Τριάδος, χάριν τῆς ὁποίας ἔχυσες καί τό αἷμα σου πρόθυμα, πανσέβαστε Σεραφείμ. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο καί ἔλαβες ἀπό αὐτήν τρίπλοκο τό ἀμαράντινο στεφάνι καί ἔχεις παρρησία  νά πρεσβεύεις ὑπέρ ἡμῶν πού τιμοῦμε τήν ἀεισέβαστη μνήμη σου᾽ (Δοξαστικό μικροῦ ἑσπερινοῦ).

Πράγματι, τά στοιχεῖα τῆς ζωῆς του ἐπιβεβαιώνουν ἀπολύτως τά τρία στεφάνια του:

(α) ὁ ἅγιος ῾ἀφιερωμένος στόν Θεό ἀπό βρέφους σάν ἄλλος προφήτης  Σαμουήλ᾽ (ὠδή δ´) γεννήθηκε στό χωριό Μπαιζήλα τῆς Θεσσαλικῆς γῆς, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐναρέτους, τόν Σωφρόνιο καί τή Μαρία, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον φρόντισαν νά τόν μορφώσουν μέ τή θύραθεν λεγόμενη παιδεία, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἐκκλησιαστική. Τά γράμματα τοῦ Θεοῦ μάλιστα τόσο πολύ κατάνυξαν τήν ἁγνή καρδιά τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ὥστε θέλησε νά ἀφιερωθεῖ πλήρως στό Θεό, γενόμενος μοναχός στό μοναστήρι τῆς Θεοτόκου ῾Κρύα Πηγή᾽. ᾽Εκεῖ κατεξοχήν φάνηκε ἡ ἀσκητική του ἔφεση καί διαγωγή: ἀποδύθηκε σέ μεγάλους ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι συγκεφαλαιώνονταν σέ ὅ,τι ὑποσχέθηκε κατά τή μοναχική του κουρά: νά ζήσει δηλαδή ἐν παρθενίᾳ, ἐν ἀκτημοσύνῃ καί κυρίως ἐν ὑπακοῇ. ῞Ο,τι μέ ἄλλα λόγια ζοῦσε καί πρό τῆς ἐντάξεώς του στό μοναστήρι, τό ἴδιο, ἀλλά σέ πολλαπλάσιο βαθμό, τό ἔκανε πράξη ζωῆς μέσα σέ αὐτό. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἀναμενόμενο καί προφανές: καθάρισε ὅσο ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του, καθιστάμενος ἔτσι ῾σκεῦος τοῦ ἁγίου Πνεύματος (στιχηρό προσόμοιο ἑσπερινοῦ) - ὁπότε ῾ἀνῆλθε στό ῎Ορος τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί ἄστραψε στήν καρδιά του τό προαιώνιο φῶς ᾽Εκείνου᾽ (ὠδή α´).

(β) ῾Η λάμψη τῆς ζωῆς του δέν ἔμεινε κρυφή. ῾Η ᾽Εκκλησία μας διά τῶν ὀργάνων της ἐπεσήμανε τόν θησαυρό τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου καί τόν κάλεσε στό ὑπερμέγιστο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀρχιερωσύνης, καθιστώντας τον ποιμένα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου καί Νεοχωρίου. Γιατί στεφανώθηκε ὅμως ἀπό τόν Κύριο καί ὡς ἱεράρχης; Διότι ἀφενός συνέχισε τήν ἴδια ἀσκητική ζωή καί ὡς ἀρχιερέας, ἀφετέρου ἀναλώθηκε ἐν ἀγάπῃ στή διακονία τοῦ ποιμνίου του. ῾Ο ὑμνογράφος του δέν παύει νά τονίζει τόν ἐν χάριτι πλούσιο λόγο τοῦ ἁγίου, μέ τόν ὁποῖο ἄρδευε στίς δύσκολες ἡμέρες πού ζοῦσαν ὅλοι τότε τίς ψυχές τῶν πιστῶν του, ὅπως καί τήν ἀδιάκοπη ὑπηρεσία ἀγάπης πού τούς πρόσφερε. ῏Ηταν ῾ὁ ποιμήν ὁ καλός᾽ πού ῾τήν ψυχήν του ἔθετο ὑπέρ τῶν προβάτων᾽, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου. ῾Μέ τά νάματα τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ, ἱερομάρτυς Σεραφείμ, ἄρδευσες ὅλη τήν ποίμνη σου, καί ἔσπειρες σ᾽ αὐτήν τόν ἔνθεο σπόρο, ἐνῶ μέ τά χρώματα τῶν ἀρετῶν τήν ἐλάμπρυνες᾽ (ὠδή η´).

᾽Εκεῖ ὅμως πού ἔνιωθε ὁ ἅγιος ὅτι πραγματοποιεῖ τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης του καί καταξιώνεται ὡς χριστιανός καί ἄνθρωπος ἦταν ὅταν τελοῦσε τή θεία λειτουργία. Ποτέ δέν σταμάτησε νά λειτουργεῖ καί νά προσφέρει τήν ἀναίμακτη λατρεία, μέχρις ὅτου καί ὁ ἴδιος ἔγινε θῦμα, προσφερόμενο στόν Θεό διά τοῦ μαρτυρίου του, συνεχίζοντας συνεπῶς μέ ἄλλον τρόπο τή λατρευτική του ἀναφορά στόν Κύριο καί προεκτείνοντάς την καί μετά τόν θάνατό του ἐνώπιον τοῦ Θείου θυσιαστηρίου. ῾Η ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἐπ᾽ αὐτοῦ εἶναι σαφής: ῾῾Υπῆρξες ὑπηρέτης τῶν Μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί οἰκονόμος τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Σεραφείμ. Διότι πολλές φορές ἱερουργώντας τελοῦσες τήν ἀναίμακτη θυσία κι ἀκόμη πρόσφερες τόν ἑαυτό σου στόν Θεό σάν καθαρή προσφορά μέ τό νά  γίνεις  θῦμα καί θύτης᾽ (λιτή). 

(γ) Κι ἀκριβῶς τό τελευταῖο τοῦτο ἐξηγεῖ καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου του. ῾Ο ἄγιος ἑτοιμασμένος σχεδόν ῾ἐκ κοιλίας μητρός᾽ ἐπιθυμοῦσε νά δώσει καί τή ζωή του γιά τόν Κύριο. ῞Ο,τι ἦταν καί εἶναι φοβερό καί ἀπευκταῖο γιά τούς πολλούς: ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, ἦταν ἐπιθυμητό καί ἀφορμή χαρᾶς γιά ἐκεῖνον. ῎Οχι γιά λόγους ἀσφαλῶς ἀπελπισίας, ὄχι γιά λόγους κατάθλιψης, ἀλλά γιά λόγους ἀγάπης πρός τόν Χριστό. Αὐτό δέν λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, φανερώνοντας τή χάρη πού εἶχε, ὅτι ῾ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι᾽; Αὐτό δέν θέτει καί ὡς ὅριο ἁγιότητος ὁ μέγας ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος, ὅταν σημειώνει ὅτι ῾ὁ ἀληθινός ἅγιος ἐπιθυμεῖ καθ᾽ ἡμέραν τόν θάνατον᾽; ῾Ο ἅγιος Σεραφείμ λοιπόν δέν τρόμαζε μπροστά στόν θάνατο. Τόν θεωροῦσε γέφυρα πού θά τόν φέρει μία ὥρα γρηγορότερα στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀποδεικνύοντας ἔμπρακτα συνεπῶς ὅτι τό κέντρο βάρους τῆς ζωῆς του ἦταν ᾽Εκεῖνος.  Γι᾽ αὐτό καί ὅταν ἦλθε αὐτή ἡ ὥρα, μέ τρόπο πράγματι ἀπάνθρωπα σκληρό ἀπό τούς δαιμονοκίνητους ᾽Αγαρηνούς, ἀναγάλλιασε ἡ ψυχή του. Μέ δραματική ἔνταση καί λυρισμό ὑψηλό, πού θυμίζει τίς ἐπιστολές τοῦ μεγάλου ἀποστολικοῦ Πατέρα ἁγίου ᾽Ιγνατίου τοῦ θεοφόρου καθώς ὁδηγεῖτο στό μαρτύριο,  ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής ἀναφέρει γιά τόν ἅγιο Σεραφείμ: ῾ὅταν πάρθηκε ἡ ἀπόφαση γιά θάνατο ἐναντίον σου ἀπό τόν πρόεδρο τῆς πλάνης, Πάτερ Σεραφείμ, ἐσύ μέ χαρά ἔλεγες στούς ἀπίστους: τί ἀργοπορεῖτε, ἄφρονες, προκειμένου νά μέ ὁδηγήσετε πράγματι στόν Κύριο σάν θύμα καί καθαρή θυσία; Βιάζομαι νά φθάσω στόν Οὐρανό, γιά νά δοξάσω μαζί μέ τούς ἀγγέλους τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό ῞Αγιον Πνεῦμα᾽ (στιχηρό προσόμοιο ἑσπερινοῦ).

Μέ ψεύτικες κατηγορίες, ὅτι δηλαδή συμμετεῖχε στίς ἐπαναστατικές ἐνέργειες τοῦ Λαρίσης Διονυσίου κατά τῶν Τούρκων, τόν κτύπησαν βάναυσα, τοῦ ἔκοψαν τή μύτη σέ λεπτά κομμάτια, κοκκινίζοντας ἀπό τό αἷμα του τόν γύρω του χῶρο, τόν ἔκλεισαν στή φυλακή ἀφήνοντάς τον ἄσιτο καί χωρίς νερό. Κι ὅταν τόν ἔβγαλαν μετά ἀπό ἡμέρες, πιστεύοντας ὅτι τό φρόνημά του θά εἶχε καμφθεῖ, βρέθηκαν στήν πιό μεγάλη ἔκπληξη: ὁ ἅγιος ἦταν περισσότερο θαρραλέος, περισσότερο ἀποφασισμένος ἀπό πρίν, μέ διάθεση νά τούς μεταστρέψει στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ τήν ἀληθινή. ῾Η στάση του βεβαίως αὐτή ἐξῆψε πιό πολύ τήν ὀργή τῶν κριτῶν καί τυράννων του: διέταξαν νά ἁπλωθεῖ τό σῶμα του ἀπό τίς ἄκρες τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν του, νά τοῦ βάλουν στήν κοιλιά τεράστιο βάρος, νά τοῦ ξεσκίσουν τίς σάρκες καί νά τοῦ δώσουν νά πιεῖ μίγμα ἀπό νερό, ξύδι καί ἄμμο. Κι ὅταν ἐκεῖνος ἀντί νά λυγίσει γιγάντωσε καί θέριεψε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τούς προκαλοῦσε λέγοντας νά συνεχίσουν τήν προσφορά τῆς θυσίας του, δέχτηκε τό τελικό καί ἀποφασιστικό κτύπημα: τόν ἀνασκολοπισμό του, τό σούβλισμά του, μέ τό ὁποῖο καί ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ἐπί τῆς γῆς.

Τόν ἄφησαν ἔτσι ἐκτεθειμένο, ὁπότε καί τοῦ ἔκοψαν τήν τιμία κεφαλή, τήν ὁποία μαζί μέ ἄλλες ἄλλων μαρτύρων ἐπιδείκνυαν στούς ὑπόδουλους πρός ἐκφοβισμό. Καί ὤ τοῦ θαύματος! ῾Αλιεῖς τή νύκτα ἔβλεπαν πύρινο στύλο ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου (ὠδή ζ´), ἡ ὁποία μάλιστα  ἀπό τή θέση τοῦ πρός δυσμάς προσανατολισμοῦ της ἄλλαζε θέση, στρεφομένη πρός ᾽Ανατολάς (ὠδή ε´). Τό θαῦμα ἦταν προφανές. ᾽Εν τέλει κάποιοι ἔκλεψαν τήν κάρα του καί τήν πούλησαν στό μοναστήρι του τῆς ῾Κρύας Πηγῆς᾽ Θεοτόκου, πού ἔκτοτε, κατά τόν συναξαριστή, τήν κατέχει ὡς τόν ἀνεκτίμητο θησαυρό του.

2. Τριπλός στέφανος λοιπόν γιά τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα. Κι εἶναι ἀκριβῶς τοῦτο πού ἐξηγεῖ καί τή μεγάλη θέση του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Συμβασιλεύει τῷ Χριστῷ᾽ ὁ ἅγιος, καί πάλι κατά τόν ὑμνογράφο του (λιτή), γενόμενος ἴδιος Σεραφείμ. ῾Παίζει᾽ κατά κάποιο τρόπο ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου, γιά νά δηλώσει ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἅγιος ἔγινε αὐτό πού σημαίνει τό ὄνομά του: θρόνος Κυρίου μέ διαρκή τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του. Οἱ στίχοι στό συναξάρι του εἶναι ἀποκαλυπτικοί: ῎Εφυγε ἀπό τή γῆ πρός τόν Οὐρανό ὁ Σεραφείμ, γιά νά γίνει σάν τά Σεραφείμ: θρόνος Κυρίου'.

᾽Αλλά τό τριπλό στεφάνωμά του ἐξηγεῖ ἐπίσης καί τή δύναμη τῆς θαυματουργίας του. ῾Ο ἅγιος γενόμενος φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ὕπαρξη διάφανη πού ἐξακτινώνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, μεταφέρει ἀενάως τή δύναμη τῆς ἐνεργείας ᾽Εκείνου. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά τόν ἐπικαλεῖται καί νά μή βλέπει τή θαυμαστή παρουσία του. ῾Η παρρησία τοῦ ἁγίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ παρρησία τῶν μεγάλων ἁγίων μαρτύρων πού ξέρουμε, σάν τῶν ἁγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Βαρβάρας, Παρασκευῆς. Καί δέν ἐνεργεῖ ἀσφαλῶς ἡ χάρη τοῦ ἁγίου μέ θαυμαστό τρόπο μόνο στούς κατοίκους τῆς πατρίδος του καί τῆς ἐπισκοπῆς του, ἀλλά σέ ὅλη τήν ῾Ελλάδα καί σέ ὅλον τόν κόσμο. ᾽Αρκεῖ κανείς νά τόν ἐπικαλεστεῖ ἐν πίστει. ῾῾Ο λαός τῶν ᾽Αγράφων καί ὅλη ἡ ῾Ελλάδα καυχῶνται, διότι ἄπειρες φορές λυτρώθηκαν ἀπό τό κακό' (λιτή). ῾Κανείς δέν ὑπάρχει πού δέν λαμβάνει γρήγορα ἀπό τόν ἅγιο Σεραφείμ τήν ἴαση καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος᾽ (ὠδή α´).

᾽Εκεῖ ὅμως πού ἀποκορυφώνεται κατά τόν ὑμνογράφο μας ἡ θαυματουργία τοῦ ἁγίου εἶναι μέ ὅ,τι προσφέρει ἡ τιμία κάρα του. Κατεξοχήν αὐτή ἔγινε ἡ πηγή τῶν ἰάσεων, τρόπον τινά μία νέα κολυμβήθρα Σιλωάμ, ὄντως ἰατρεῖο καί θεραπευτήριο μέγιστο, ἡ ὁποία σώζει μέν ἀπό τίς διάφορες παθήσεις, κυρίως ὅμως ἀπό τίς λοιμικές νόσους, ἐνῶ λειτουργεῖ παράλληλα ὡς ἀνάχωμα γιά τήν πλανεμένη πίστη τῶν ᾽Αγαρηνῶν. ῾Σεραφείμ παμμακάριστε, ἀνυμνοῦμε μέ εὐσέβεια τήν πανένδοξη καί θεόστεπτη κάρα σου, τήν ὁποία ἔδωσες σέ ἐμᾶς τά παιδιά σου γιά τήν ἴαση τῶν δεινῶν μας παθῶν, ἐξαιρέτως ὅμως, ῞Αγιε, γιά τήν ἐκδίωξη τῆς φοβερῆς καί πολύφθορης λοιμικῆς νόσου᾽ (στιχηρό ἑσπερινοῦ). 

3. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ὑπῆρξε ἡ αἰτία ὅλης αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς πορείας τοῦ ἁγίου καί ὅλων τῶν θαυμασίων πού ἐνεργεῖ; Ποιά ἡ θεμελιακή δύναμη, χωρίς τήν ὁποία δέν θά γινόταν τίποτε στή ζωή του καί θά περνοῦσε κι αὐτός ἀπαρατήρητος σάν ἕνας ἀπό τούς πολλούς τοῦ κόσμου τούτου; Τίποτε περισσότερο ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουμε στή ζωή ὅλων τῶν ἁγίων καί συνεπῶν πιστῶν ἀνά τούς αἰῶνας: ἡ θερμή πίστη του καί ἀγάπη του πρός τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῎Αν ὁ ἅγιος Σεραφείμ ἅγιασε, ἄν στεφανώθηκε ἀπό τόν Θεό τόσο πολύ, ἄν μύρια θαύματα ἔγιναν καί γίνονται μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του, ἄν ἄντεξε βεβαίως στά τόσα μαρτύρια χωρίς καθόλου νά δυσανασχετήσει ἀπέναντι στούς δημίους του, πολλῷ δέ μᾶλλον νά τούς μισήσει καί στό παραμικρό - εἶναι συγκινητική ἡ ἀναφορά τοῦ ὑμνογράφου στό σημεῖο αὐτό ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγεῖτο στό μαρτύριο σάν τόν Χριστό, σάν ἀρνί ἄκακο καί σιωπηλό δηλαδή (κάθισμα ὄρθρου) - ἦταν γιατί ἀκριβῶς ἡ καρδιά του ἦταν πυρωμένη ἀπό τήν πίστη καί τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος πρῶτος τόν ἀγάπησε καί τοῦ ἔδωσε τή χάρη τῆς ἀντίστοιχης μέ Αὐτόν ἀγάπης. ῾Σεραφείμ, τό σόν αἷμα ἔχυσας θερμῶς δι᾽ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, διό καί νῦν δοξάζει σε᾽ (στιχηρά ἑσπερινοῦ). 

4. Δέν θέλουμε νά μακρηγορήσουμε. ᾽Αλλά δέν εἶναι δυνατόν νά ἔλθει κανείς σ᾽ ἐπαφή μέ τή φωτεινή καί ὑψηλή καί μαρτυρική ζωή τοῦ ἁγίου καί νά μή κατανυχθεῖ στήν καρδιά καί νά μή προκληθεῖ νά κάνει ἕνα ἀπό τά δύο πού λέει γιά παρόμοιες περιπτώσεις ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος:

Πρῶτον· ἤ νά φύγει πληγωμένος μ᾽ ἕνα βέλος στήν καρδιά, ὥστε στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ νά κάνει στή δική του ζωή τά ἀντίστοιχα μέ τόν ἅγιο, δηλαδή:

- νά γιγαντώσει τήν πίστη του καί τήν ὁμολογιακή τῆς πίστεως αὐτῆς διάθεσή του, εἰδικά σήμερα πού ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖται γιά μία ἀκόμη φορά καί ἀμφισβητεῖται ἀπό σύγχρονους νέους ῾᾽Αγαρηνούς᾽, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι αὐτοί συνιστοῦν τούς κυριάρχους τῆς ζωῆς (τό παράδειγμα μάλιστα τοῦ ἁγίου δείχνει ὅτι ὅσο αὐτοί βάλλουν κατά τῆς πίστεως τόσο αὐτή θεριεύει καί μεγαλουργεῖ, σάν τήν κάρα τοῦ ἁγίου πού ἀποκοπεῖσα κατέφερε ἀποφασιστικό πλῆγμα κατά τῆς κεφαλῆς τοῦ ἰοβόλου δράκοντος διαβόλου (λιτή))·

- έπειτα· εἴτε κληρικός εἶναι κανείς εἴτε λαϊκός πιστός νά νιώσει ὅτι τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας βρίσκεται κατεξοχήν στό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, κατά τό παράδειγμα καί πάλι τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος πρόσφερε ἀδιάκοπα ὅσο ζοῦσε τήν ἀναίμακτη θυσία στόν Τριαδικό Θεό καί συνέχισε νά τήν προσφέρει μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του, εὑρισκόμενος πιά ὡς λειτουργός ἐνώπιον τοῦ ὑπερουρανίου θυσιαστηρίου, πού σημαίνει ὅτι στή λειτουργική ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας μας βρίσκουμε τόν ἀληθινό ἑαυτό μας·

- κι ἀκόμη· νά συναισθανθοῦμε ὅτι πηγή τῶν πάντων στήν πνευματική ζωή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό, πού ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο καί προϋποθέτει ζωή ἄσκησης καί ἐγκρατείας, ὥστε ὁ νοῦς καί οἱ αἰσθήσεις μας νά καθαρθοῦν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά φωτιστοῦν ἀπό αὐτήν καί, ἄν ἐπιτρέψει ᾽Εκεῖνος, νά φτάσουν νά ψηλαφήσουν ἔστω καί ἐπ᾽ ἐλάχιστον τή χαρισματική θέωσή μας.

Δεύτερον, ἄν δέν μπορεῖ κανείς λόγω ἀδυναμίας ἤ φόβου νά φύγει μέ τό βέλος αὐτό τοῦ ἐνθουσιασμοῦ ὥστε νά ἀποδυθεῖ σ᾽ ἕναν τέτοιο σωτήριο ἀγώνα γιά τόν ἴδιο καί τούς συνανθρώπους του σάν τόν ἅγιο Σεραφείμ, τουλάχιστον νά σκύψει τό κεφάλι ἐν μετανοία, νά ὁμολογήσει τήν πνευματική του ἔνδεια, νά ταπεινωθεῖ ἐκζητώντας τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Κι ἴσως τότε γίνει ἵλεως καί γι᾽ αὐτόν ὁ Κύριος, λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Σιναΐτης, γιά νά μή ποῦμε ὅτι θά φτάσει καί τόν πρῶτο.

Εἴτε πάντως στή μία εἴτε στήν ἄλλη περίπτωση ὁ ἅγιος ἐνεργεῖ χαρισματικά: συνιστᾶ ὅριο πάνω στό ὁποῖο κρίνεται ἡ ζωή καί ἡ συνείδησή μας. Κι αὐτό τελικῶς ἴσως εἶναι καί τό νόημα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Σεραφείμ καί ὅλων τῶν ἁγίων. ῾Τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος᾽ δέν λέει καί τό πατερικό λόγιο;

 Τιμώντας τόν ἅγιο δέν προσθέτουμε ἀπολύτως τίποτε στή δική του χάρη καί δόξα. ᾽Εμεῖς ἀντιθέτως στόν βαθμό πού τόν τιμοῦμε αὐξανόμαστε πνευματικά καί ὡραϊζόμαστε ψυχικά. ῞Οπως σημειώνει κι ὁ ποιητής ὑμνογράφος: ῾Οἱ πολύφωνες γλῶσσες τῶν ρητόρων ἄς κινηθοῦν πρός δοξολογία τοῦ μάρτυρα, ὄχι γιά νά προσθέσουν κάτι στή δόξα του, ἀλλά γιά νά καλλωπιστοῦν ἐκεῖνοι μέ τή δοξολογία του᾽ (ὠδή στ´). Κι αὐτό συμβαίνει διότι ἡ δοξολογική ἀναφορά μας στόν ἅγιο ἀποτελεῖ τελικῶς ἀναφορά καί δοξολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, τοῦ χορηγοῦ κάθε καλοῦ καί ἀγαθοῦ.

῎Ας εὐχηθοῦμε ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Σεραφείμ, ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καί Νεοχωρίου ὁ θαυματουργός, νά εἶναι πάντοτε θερμός πρεσβευτής μας στόν Κύριο, προκειμένου νά μᾶς δίδει τή χάρη νά ἀκολουθοῦμε τά μαρτυρικά βήματά του, βήματα βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ ἐν σαρκί φανερωθέντος Θεοῦ μας.

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ

«Η αγία Βαρβάρα ζούσε επί Μαξιμιανού, του βασιλιά του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, κόρη κάποιου ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος την φύλασσε  σε υψηλό πύργο, λόγω της ανθηρής σωματικής ωραιότητάς της. Το γεγονός ότι ήταν κόρη που σεβόταν τον Χριστό δεν άργησε να έλθει σε γνώση του πατέρα της. Έμαθε δηλαδή τα σχετικά με την πίστη της, όταν ανοικοδομούσε λουτρό. Κι ενώ αυτός είπε να φτιάξουν δύο παράθυρα σ’ αυτό, η Βαρβάρα έδωσε εντολή να φτιάξουν τρία. Κι όταν την ρώτησε το γιατί, είπε «για να είναι επ’ ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλις άκουσε την απάντησή της εκείνος, αμέσως όρμησε εναντίον της για να τη σκοτώσει με το ίδιο του το ξίφος. Ξέφυγε όμως η Βαρβάρα και εισήλθε μέσα σε πέτρα που άνοιξε στα δύο. Την καταδίωξε όμως ο πατέρας της και την βρήκε, οπότε την άρπαξε από τα μαλλιά και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Μπροστά σ’  αυτόν η αγία ομολόγησε τον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί σκληρά, να ξυσθούν οι σάρκες της, να κατακαούν οι πλευρές της και να κτυπηθεί το κεφάλι της με σιδερένιες σφαίρες. Έπειτα την περιέφεραν στην πόλη γυμνή, την ξανακτύπησαν, μέχρις ότου δέχτηκε το διά ξίφους τέλος από τον πατέρα της που την σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός λέγεται ότι μετά τη σφαγή της, κατεβαίνοντας από το βουνό, κτυπήθηκε από κεραυνό και ξεψύχησε».

Με την αγία Βαρβάρα -  μάλλον και με αυτήν -  πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα… υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Ο Κύριος δηλαδή ζητά την αγάπη του ανθρώπου υπεράνω όλων των επιγείων αγαπών, έστω κι αν πρόκειται για τους γονείς, για τα τέκνα, για τον ή την σύζυγο, για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι διότι απορρίπτει την αγάπη προς αυτούς – τούτο θα ήταν οξύμωρο, αφού  ο Ίδιος έχει νομοθετήσει την αγάπη προς όλους, και μάλιστα προς τους γονείς – αλλά διότι η αγάπη προς Εκείνον, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό, αν δεν είναι υπεράνω όλων, σημαίνει ότι η όποια άλλη αγάπη θα λειτουργεί μέσα σε πλαίσια που έχουν το στοιχείο του εγωισμού, το στοιχείο τελικώς της νοσηρότητας. Έτσι η απόλυτη αγάπη προς τον Θεό στην πραγματικότητα καθαρίζει όλες τις άλλες αγάπες και τις κάνει να φανερωθούν στην πιο καθαρή μορφή τους. Από την άποψη αυτή η άρνηση της Βαρβάρας να υπακούσει στον πατέρα της, ναι μεν φανέρωνε την «πυρωμένη προς Θεόν» αγάπη της,  από την άλλη όμως αποτελούσε έκφραση αγάπης και προς εκείνον, γιατί του έδινε πρόκληση μετανοίας και αλλαγής: να φύγει από την αθεΐα του, άσχετα προς το γεγονός ότι εκείνος τελικώς απέρριψε την πρόκληση αυτή. «Πληγωμένη από το γλυκύτατο βέλος του πόθου σου ως νυμφίου, Δέσποτα, η αθληφόρος Βαρβάρα, βδελύχθηκε όλην την αθεΐα του πατέρα της».

Η αντιθετική σχέση της αγίας Βαρβάρας με τον πατέρα της δίνει την ευκαιρία στον εκκλησιαστικό ποιητή αφενός να θυμηθεί ότι εκπληρώνεται έτσι η προφητεία του Κυρίου ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού» και ότι «λόγω Εκείνου θα στραφεί ο πατέρας εναντίον του παιδιού και το παιδί εναντίον του πατέρα» - «Φάνηκε με σαφήνεια, Χριστέ, εκπληρωμένη η προφητεία σου: ο πατέρας δηλαδή προδίδει σε φόνο το τέκνο του» -  αφετέρου ότι ισχύει πάντοτε η παροιμία που λέει: «από ρόδο βγαίνει αγκάθι και από αγκάθι βγαίνει ρόδο», δηλαδή ότι υπάρχουν συχνά περιπτώσεις που το οικογενειακό περιβάλλον δεν καθορίζει τη διαμόρφωση  των παιδιών και την πορεία της ζωής του. «Η Βαρβάρα ευωδίασε την Εκκλησία του Χριστού, σαν ιερότατο ρόδο που βγήκε από αγκάθινη ρίζα».

Ο υμνογράφος της αγίας μένει έκθαμβος μπροστά στην ψυχική δύναμη που της έδινε η αγάπη της προς τον Χριστό. Για να τονίσει ότι όπου υπάρχει ο πόθος για Εκείνον, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ακόμη και η θεωρούμενη αδυναμία της γυναικείας φύσεως, η νεότητα με τα θέλγητρα που της παρουσιάζονται, η ομορφιά του σώματος, ο πλούτος, οι ηδονές. «Ούτε η ευχαρίστηση της τρυφής ούτε το άνθος του κάλλους και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητας σε γοήτευσαν, ένδοξη Βαρβάρα, γιατί νυμφεύθηκες τον Χριστό, καλλιπάρθενε». «Για τους αγώνες της τελειότητας, κανένα εμπόδιο δεν φάνηκε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως και η νεότητα της ηλικίας». Η αγία Βαρβάρα αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε παρεκτροπή της νεότητας, επικαλούμενοι ακριβώς αυτήν ως επιχείρημά τους. Τα πάντα ήταν μπροστά στα πόδια της αγίας: και οι ηδονές και τα πλούτη και η δόξα. Μπροστά όμως στον Χριστό, όλα θεωρήθηκαν από αυτήν ως «σκύβαλα», όπως λέει αντιστοίχως και ο απόστολος Παύλος. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.

Ο άγιος Στέφανος ο Σαββαΐτης, ο υμνογράφος της αγίας, δεν μπορεί να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός της γυμνής περιφοράς της στην πόλη, που συνιστούσε ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια της σεμνής Βαρβάρας. Ως άνθρωπος όμως πίστεως το βλέπει με πνευματικούς οφθαλμούς, βλέπει δηλαδή εκείνα που βρίσκονται και πίσω από το γεγονός. «Λαμπρός άγγελος, σεμνή Βαρβάρα, σε έντυσε με φωτεινή στολή και σε περιέφερε σαν νύμφη,  εσένα που έγινες γυμνή για χάρη του Χριστού. Διότι μαζί με το φόρεμά σου απεκδύθηκες και τα πάθη σου, σεμνή Βαρβάρα, φτάνοντας σε έκσταση θείας αλλοίωσης».  Έτσι κατά τον ύμνο της Εκκλησίας μας, η αγία Βαρβάρα ποτέ δεν υπήρξε γυμνή. Την ώρα που οι διώκτες της σωματικά την γύμνωναν, άγγελος την έντυνε σαν νύμφη και την οδηγούσε στον ουρανό, ενώ η γύμνωσή της αυτή συνιστούσε και την μεγαλύτερη αγιότητά της, αφού έτσι ξέφευγε από οποιοδήποτε αμαρτωλό πάθος της.

Δεν μπορούμε να μην κάνουμε τη σύγκριση: η ακούσια γύμνωση της αγίας οδηγούσε στην θεϊκή ένδυσή της,  την πλήρωσή της από τη χάρη του Θεού. Η εκούσια γύμνωση πολλών γυναικών στην εποχή μας οδηγεί μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα: στη δαιμονική ένδυσή τους, την αιχμαλωσία τους στα δίχτυα του πονηρού, που σημαίνει βεβαίως την απέκδυσή τους από οποιαδήποτε χάρη του Θεού.  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

«Ο όσιος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου και Κωνσταντίνου του υιού του (8ος αι.) και καταγόταν από λαμπρό γένος που διακρινόταν για την ορθόδοξη πίστη του. Ο πατέρας του ήταν φιλάρετος άνθρωπος, ο οποίος έδωσε στον υιό του Ιωάννη τη δυνατότητα να εκπαιδευθεί στα ελληνικά γράμματα, αλλά και να εξερευνήσει καλά τον βυθό της θεόπνευστης Γραφής. Αργότερα ο Ιωάννης ακολούθησε τον μοναχικό βίο μαζί με τον μακαριότατο Κοσμά που ζούσαν μαζί (ως αδέλφια, γιατί τον είχε υιοθετήσει ο πατέρας του οσίου) και που ύστερα έγινε επίσκοπος της περιοχής Μαϊουμά. Και οι δύο λοιπόν εκπαιδεύθηκαν από έναν δάσκαλο, που και εκείνος λεγόταν Κοσμάς (ο επιλεγόμενος  Ασηκρίτης: σύμβουλος και ιδιαίτερος γραμματέας) και είχε εξαγοραστεί από τον πατέρα τού Ιωάννη μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Ο Ιωάννης και ο (θετός) αδελφός του Κοσμάς λοιπόν αφού έφτασαν στο άκρο σημείο της σοφίας, με τέτοιο δάσκαλο που είχαν, έπειτα έγιναν μοναχοί, αφιερωμένοι στον Θεό.

Ο Ιωάννης παραδόθηκε εντελώς στον προεστώτα της Μονής του αγίου Σάββα, ο οποίος του δίδασκε προσωπικά τη μακάρια αρετή της υπακοής. Σ’ αυτόν τον προεστώτα λοιπόν λέγεται ότι του εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος σε όνειρο και του είπε (όσο ακόμη ο Ιωάννης ζούσε μαζί με τον διδάσκαλο), ή μάλλον του έδωσε εντολή να επιτρέψει στον μαθητή του Ιωάννη να συνθέσει ύμνους προς δόξαν του Χριστού που γεννήθηκε ασπόρως από αυτήν, και για καύχημα αυτών που οφείλουν να δοξολογούν την Ίδια μέσα από την καρδιά τους. Αυτό λοιπόν και συνέβη, οπότε ο Ιωάννης άρχισε να γράφει ύμνους και λόγους.

Χωρίς λοιπόν να εγκαταλείψουν καθόλου την ασκητική τους διαγωγή ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, ο μεν μακάριος Κοσμάς αφού άφησε πολλά συγγράμματα στην Εκκλησία, αναπαύτηκε εν ειρήνη. Ο δε αοίδιμος Ιωάννης, αφού έπραξε και αυτός τα όμοια με τον Κοσμά και πλείστα άλλα∙   αφού μάλιστα με τη δύναμη των λόγων του και με τις σοφές αποδείξεις από τις Γραφές στηλίτευσε πάρα πολύ τη δυσεβή αίρεση των Εικονομάχων και άφησε πολλά συγγράμματα στην Εκκλησία του Θεού με τα οποία βρίσκεται η καθαρή γνώσις σχεδόν κάθε θέματος που αναζητεί κανείς, σε βαθύ γήρας έφυγε από τη ζωή αυτή, σε ηλικία εκατόν τεσσάρων χρονών (κατ’ άλλους ογδόντα τεσσάρων χρονών)».  

Τρία είναι κυρίως τα σημεία στα οποία κινείται η χαριτόβρυτη γραφίδα του αγίου υμνογράφου Στεφάνου του Σαββαῒτου, προκειμένου να υμνήσει τον μεγάλο Πατέρα και υμνογράφο της Εκκλησίας Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Πρώτον, ο αντιαιρετικός του αγώνας εναντίον όλων εκείνων των κακοδόξων, οι οποίοι διαστρέβλωναν την ορθόδοξη πίστη και για την αγία Τριάδα και για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεύτερον, ο υμνολογικός όγκος των ποιημάτων του, με τα οποία δοξάζεται πέραν από την αγία Τριάδα και τον Κύριο, η Υπεραγία Θεοτόκος (που κατ’  εντολήν Εκείνης ενεργοποιήθηκε το υμνολογικό του χάρισμα) και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Τρίτον, η βασική προϋπόθεση για να υπάρχει όλο το έργο του αγίου και όλη η προσφορά του στην Εκκλησία, ιδίως δε να υφίσταται στους αιώνες το δώρο του Θεού που είναι η ίδια η ύπαρξή του: ο εσωτερικός άγρυπνος νηπτικός του αγώνας που εκφραζόταν με την όλη ασκητική του προσπάθεια και αγωγή.

Κι αξίζει να τονίσει κανείς από το πρώτο σημείο, ότι όντως ο άγιος αγωνίστηκε στην εποχή του κατά όλων των αιρέσεων, κυρίως όμως κατά της αίρεσης της εικονομαχίας: της αμφισβήτησης της ύπαρξης των εικόνων στην Εκκλησία, αίρεσης που απεδείκνυε στην πραγματικότητα τη συνέχεια των χριστολογικών αιρέσεων του μονοφυσιτισμού (:ο Χριστός είναι μόνον Θεός) αλλά και του νεστοριανισμού (: ο Χριστός είναι μόνον άνθρωπος), επομένως πιο πίσω οδηγούσε και στις τριαδολογικές αιρέσεις, όπως του αρειανισμού και των Πνευματομάχων. «Έλεγξες με σαφήνεια εγγράφως, Ιωάννη, τη διαίρεση του Νεστορίου, τη σύγχυση του Σεβήρου, την παρανοϊκή πίστη αυτών που έλεγαν ότι ο Κύριος έχει μία μόνο θέληση και μία ενέργεια, καθώς άστραψες σε όλον τον κόσμο το φως της ορθοδοξίας» (ωδή η΄). Κι ακόμη: «Έσπειρε ο εχθρός (διάβολος), κατά τη συνήθειά του, τα ζιζάνια των αιρετικών στην Εκκλησία του Χριστού: δηλαδή να αθετείται η προσκύνηση Εκείνου με τις σεπτές εικόνες. Όμως βρήκε εσένα, Ιωάννη, να είσαι ξύπνιος και να ξεριζώνεις κάθε νόθο σπόρο» (ωδή η΄).

 Εννοείται βεβαίως ότι ο αντιαιρετικός αγώνας του αγίου γινόταν πάντα με θετική φορά∙ δηλαδή με την παρουσίαση και έκθεση ταυτοχρόνως των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία διαφυλάσσουν την αλήθεια της αποκάλυψης του Χριστού. Το σημειώνει με σαφήνεια ο υμνογράφος: «Ανέτρεψες με τη σοφία σου τις αιρέσεις, παμμακάριστε πάνσοφε Ιωάννη, και έδωσες το ορθόδοξο δόγμα στην Εκκλησία, προκειμένου να έχει την ορθή πίστη αλλά και να δοξολογεί ορθά την αγία Τριάδα ως Μονάδα τρισυπόστατη σε μία ουσία» (εξαποστειλάριο). Δεν θέλουμε να επεκταθούμε σε περισσότερες αναλύσεις και με περισσότερες παραπομπές του κανόνα του αγίου. Εκείνο όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε, κάθε φορά μάλιστα που εισερχόμαστε σε οποιοδήποτε ναό ή και στο σπίτι μας με το προσκυνητάρι μας, είναι ότι για την ύπαρξη των εικόνων που και μόνο βλέποντάς τες αναγόμαστε στον Κύριο και σε όλους τους αγίους εν κατανύξει, ο πρώτος Πατέρας που θεολόγησε γι’  αυτές φανερώνοντας την αίρεση των εικονομάχων είναι ακριβώς ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Στη θεολογία κυρίως εκείνου στηρίχτηκε η Εκκλησία μας κατά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο (787) για να δογματίσει θεοπρεπώς.

Από το δεύτερο σημείο του υμνολογικού πλούτου του χαρίσματός του να πούμε, ακολουθώντας τον άγιο υμνογράφο, ότι πράγματι όχι μόνο τον Θεό μας: την αγία Τριάδα και τον Κύριό μας, αλλά και την Παναγία μας (κατεξοχήν Αυτήν) και όλους τους αγίους υμνολόγησε ο άγιος Ιωάννης. Είδαμε ότι η ίδια η Θεοτόκος ήταν Εκείνη που με εντολή Της ενεργοποίησε το χάρισμα του αγίου, σε βαθμό που πολλοί ύμνοι της Εκκλησίας μας που τους έχουμε στο στόμα και την καρδιά μας (όπως π.χ. η αναστάσιμη υμνολογία ή οι ιαμβικοί κανόνες των Χριστουγέννων) είναι του αγίου Δαμασκηνού, πολύ περισσότερο δε οι τριαδολογικοί λεγόμενοι κανόνες του, του Σαββατοκύριακου, όπου εκεί ανοίγεται κυριολεκτικά ο νους του πιστού ανθρώπου για να δει την πίστη του σε όλες της τις διαστάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όσιος μέγας Πορφύριος αγαπούσε υπερβαλλόντως τους κανόνες αυτούς, τους έψελνε, τους μάθαινε απ’ έξω, εντρυφούσε στη θεολογία τους. Κυρίως αυτούς είχε υπόψη όταν έλεγε σε νεαρό που ήθελε να σπουδάσει θεολογία ότι και μόνον η προσεκτική και στοχαστική με προσευχητική διάθεση εντρύφηση στους τριαδολογικούς κανόνες ισοδυναμεί με τη λήψη ενός θεολογικού πτυχίου.

«Δίδαξες όλους τους υιούς της Εκκλησίας να υμνολογούν ορθοδόξως τη σεπτή Τριαδική Μονάδα, όπως και να θεολογούν τη θεία σάρκωση του Λόγου του Θεού, διατρανώνοντας με σαφήνεια, Ιωάννη, τα δυσκολονόητα για τους πολλούς των ιερών συγγραφών» (ωδή θ΄). Αλλά και: «Υμνολόγησες, όσιε, τα τάγματα των αγίων, την αγνή Θεοτόκο, τον Πρόδρομο του Χριστού, κι ακόμη τους Αποστόλους, τους Προφήτες, τους σοφούς Διδασκάλους μαζί με τους ασκητές, τους Δίκαιους και τους Μάρτυρες, γι’ αυτό και τώρα βρίσκεσαι στις δικές τους σκηνές» (ωδή θ΄). Θα ήταν καλό, έστω και ως γνώση, να πούμε ότι στο όνομά του αναφέρονται 531 ειρμοί, 115 τουλάχιστον κανόνες, 453 ιδιόμελα και 139 στιχηρά προσόμοια, όπως και ότι στο δικό του όνομα επίσης προσγράφονται και τα νεκρώσιμα ιδιόμελα.

Το τρίτο σημείο είναι αυτό στο οποίο κυριολεκτικά αναλώνεται ο όσιος Στέφανος, ο υμνογράφος του. Θα λέγαμε ότι έχει τη διαρκή έγνοια μη τυχόν και θεωρήσει κανείς το έργο του αγίου Δαμασκηνού ως καρπό μίας διανοητικής και μόνο αναζήτησης ή ενός σπουδαίου έστω στοχασμού. Απαρχής μέχρι τέλους προσανατολίζει τη σκέψη μας, αλλά και την προσευχή μας, στα ένδον του αγίου: στην καρδιά του και τον πνευματικό αγώνα τον οποίο έκανε, ώστε να μας κάνει να καταλάβουμε πως ό,τι έγραψε και έκανε ο άγιος ήταν απαύγασμα της προσευχομένης βαθειάς καρδιάς του – μία έμπνευση Θεού (για να θυμηθούμε τον άγιο Σωφρόνιο της εποχής μας). Δεν παύει να μας λέει ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα ήταν οι πηγές έμπνευσης του οσίου Ιωάννη, γιατί ο ίδιος με τη θερμότητα της αγάπης του προς τον Θεό κατέστησε τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, δεκτικό έδαφος για να αρδευτεί από τον Ουρανό.

Εντελώς δειγματοληπτικά: «Φωτίστηκες κατά το οπτικό της ψυχής από το λαμπρός φως της Τριάδος. Εισήλθες μέσα στον γνόφο του Πνεύματος» (στιχ. εσπερ.). «Ένδοξε Πάτερ Ιωάννη, απομακρύνθηκες από την κοσμική ταραχώδη σύγχυση και έτρεξες στη γαλήνη του Χριστού. Και πράγματι έτσι πλούτισες από τη θεϊκή θεωρία και την πράξη» (απόστ. εσπ.). «Δάμασες με πολλούς ιδρώτες της ασκήσεως το σώμα σου, γι’ αυτό και εύκολα ανέβηκες σε ουράνιο ύψος, εκεί που σου δίνονται τα θεϊκά μέλη, τα οποία μελώδησες δυνατά, πάτερ όσιε, στους φίλους του Κυρίου» (κοντάκιο).  «Αφού έκανες πέρα την απάτη του βίου και σήκωσες τον Σταυρό του Κυρίου, πάλαιψες δυνατά με την άσκησή σου τον Πονηρό» (κάθισμα δοξαστικό όρθρου) κ.ά.π.

Στο πρόσωπο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού βλέπουμε τι σημαίνει μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας: να συμβασιλεύει με τον Κύριο, αλλά και να είναι ο φίλος και ο προστάτης μας σε όλα τα δύσκολα του βίου.

03 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΓΕΛΗΣ Ο ΑΡΓΕΙΟΣ ΚΑΙ ΕΝ ΧΙΩ ΑΣΚΗΣΑΣ

«Ευλαβής, φιλήσυχος, φιλακόλουθος και ευσεβής ο Αγγελής, εξασκούσε το λειτούργημα του ιατρού στο Άργος. Σε κάποια θρησκευτική συζήτηση με έναν Γάλλο, υπεραμύνθηκε της χριστιανικής πίστεως και δέχτηκε να μονομαχήσει χωρίς όπλο με τον Γάλλο, που ήταν οπλισμένος. Ο Γάλλος μπροστά στην πίστη του Αγγελή δείλιασε και ο Αγγελής αναδείχτηκε και επίσημα νικητής. Μετά τη νίκη αυτή ο Αγγελής αποφάσισε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Εγκατέλειψε λοιπόν την ιατρική και κλείστηκε στο υπερώο του σπιτιού του. Ξαφνικά όμως, άγνωστο για ποιο λόγο, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813 μ.Χ., αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε Μουσουλμάνος. Επειδή δημιούργησε επεισόδιο σε καφενείο του Ναυπλίου, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, οι αρχές τον εξόρισαν στη Χίο. Εκεί μετανοημένος, έβρεχε κάθε μέρα με δάκρυα μετανοίας τους ναούς και προσευχόταν. Επίσης έδινε αφορμές στους Τούρκους, επιζητώντας το μαρτύριο. Κάποτε μπήκε σε κάποιο τελωνείο και ομολόγησε ότι ήταν Χριστιανός. Οι Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα και τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στη φυλακή του Κάστρου της Χίου. Αλλά επειδή παρέμεινε σταθερός στη χριστιανική ομολογία του, αποκεφαλίστηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1813».

Ο άγιος Αγγελής ανήκει στη χορεία των λεγομένων νεομαρτύρων, εκείνων δηλαδή των μαρτύρων που έφυγαν από τη ζωή αυτή με μαρτυρικό τρόπο κατά την περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας. Και πρόκειται για μάρτυρες ισοστάσιους με τους παλαιούς τόσο που λέμε ότι οι νέοι φέρνουν και πάλι στην επιφάνεια τον ενθουσιασμό και τη δόξα των πρώτων μαρτύρων, σαν να έχουμε δηλαδή μία δυναμική επάνοδο της πίστης τους, κάτω από άλλο απλώς πρόσωπο αλλά με ίδιο σχεδόν όνομα. Την ίδια εκτίμηση έχει και ο υμνογράφος του αγίου Αγγελή, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «η χορεία των μαρτύρων, Αγγελή, σε δέχτηκε στον ουρανό με χαρά, σαν ιερά προσθήκη του».

Εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να τονιστεί από το μαρτύριο του αγίου Αγγελή είναι το εθελούσιο αυτού - ο άγιος επεζήτησε μόνος του το μαρτύριο. Κατά την έκφραση του υμνογράφου: «Φέρνοντας τον εαυτό σου με τη θέλησή σου τον παρέδωσες στην ωμότητα και την επιθετικότητα των τυράννων». Δεν πρέπει να μας παραξενέψει το γεγονός. Πέραν του ότι το συναντάμε επανειλημμένως και στα πρωτοχριστιανικά χρόνια των διωγμών, στην Τουρκοκρατία ήταν σχεδόν παγιωμένη κατάσταση για εκείνους που είχαν αρνηθεί τον Χριστό σε κάποια φάση της ζωής τους και είχαν γίνει Μουσουλμάνοι, τους αρνησιχρίστους. Σ’ αυτούς θεωρείτο δεδομένο το εθελούσιο μαρτύριο, προκειμένου να ξεπλύνουν την άρνησή τους, κάτι που βεβαίωνε και ο Κύριος με τη χάρη που τους έδινε. Όπως συνέβη και με τον άγιο Αγγελή. «Έλαβες από τον Χριστό το στεφάνι της αφθαρσίας, μάρτυς Αγγελή, αφού αποκόπηκε με ξίφος το κεφάλι σου για χάρη Του».

Ανεξάρτητα πάντως από το δοξασμένο μαρτυρικό τέλος του αγίου Αγγελή και των ομοίων του αρνησιχρίστων μαρτύρων, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η στιγμή της αδυναμίας του: ευρισκόμενος ο άγιος σε πνευματική έξαρση -απομονωμένος, κατά το συναξάρι του,  στο υπερώο του σπιτιού του και αφιερωμένος σε προσευχή, με ετοιμότητα για μαρτύριο – κάτι γίνεται, προφανώς κάποια αποδοχή υπερήφανου λογισμού, και ξεπέφτει πνευματικά. Που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για τον εαυτό του, όσο βρίσκεται στον κόσμο τούτο. «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση» (όποιος νομίζει ότι στέκεται στην πίστη του ας προσέχει μη πέσει), σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι Πατέρες μας χαρακτήρισαν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη ως το «αεί σχοινοβατείν». Σχοινοβατούμε καθημερινά, που σημαίνει ότι αν δεν προσέξουμε, αν έστω και επ’ ελάχιστον υπερηφανευτούμε και χαλαρώσουμε, μπορούμε να εκπέσουμε από την πίστη μας. Γι’  αυτό και το μόνο στέρεο και άπτωτο έδαφος στην πνευματική ζωή είναι η ταπείνωση. Όταν κανείς ομολογεί ενσυνείδητα «εγώ ειμι γη και σποδός», τότε, και μόνον τότε,  δεν υπάρχει περιθώριο πτώσης στην απιστία και στην αμαρτία.

02 Δεκεμβρίου 2024

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΟΝ

(Κείμενο του μακαριστού πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Κρητικού για τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη σε αφιέρωμα για τον όσιο του περιοδικού «Πειραϊκή Ἐκκλησία»)

«Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ἡμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ἡμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ΄ 7).

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς παραγγέλλει νά ἐνθυμούμεθα συνεχῶς τούς πνευματικούς μας πατέρες καί διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι μᾶς μίλησαν γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τά λόγια καί μέ τή ζωή τους, ὥστε βλέποντας τή ζωή τους νά μιμηθοῦμε τήν πίστη τους. Ὁποιαδήποτε ἄλλη προσφορά εὐγνωμοσύνης πρός αὐτούς τούς ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, δέν θά εἶναι τόσον εὐπρόσδεκτη ἀπό αὐτούς, ὅσον ἡ προσπάθεια νά τούς μιμηθοῦμε στή ζωή μας. Μή ξεχνᾶμε τόν οὐρανοβάμονα ἅγιον ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος καί σέ ἄλλο σημεῖο μᾶς λέγει: «...αὐτοί γάρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν»(Β΄ Θεσσ.γ΄ 7,9) καί «...παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς μιμηταί μου γίνεσθε» (Α΄Κορ. δ΄ 16). Ἀλήθεια, πόσο ἔχει ἀτονήσει μέσα μας αὐτή ἡ σωτήρια ἐντολή τοῦ θείου Παύλου!

Εἶναι καθῆκον λοιπόν καί ἀνάγκη νά ἐνθυμούμεθα καί νά τιμᾶμε τούς οὐρανόσταλτους πατέρες καί διδασκάλους μας στή χριστιανική μας ζωή. Καί ἡ ἀπόφαση τό ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ «Πειραϊκή Ἐκκλησία» τοῦ μηνός Φεβρουαρίου νά εἶναι γιά τόν ἀξιομνημόνευτο καί θεοδόξαστο πατέρα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη τόν ἁγιορείτη, εἶναι θεοπρόσδεκτη καί ψυχωφελέστατη καί περιποιεῖ τιμή στή συντακτική ἐπιτροπή, τήν ὁποία καί εὐχαριστῶ γιά τήν εὐκαιρία νά βάλω καί ἐγώ δύο κόκκους μοσχολίβανο στό θυμιατήριο τοῦτο τῆς εὐγνωμοσύνης καί τιμῆς πρός τόν νεοφανή Γέροντα πατέρα Πορφύριο.

Δόξα τῷ Θεῷ ἔχουν γραφεῖ πολλά καί θεοφώτιστα καί ὠφέλιμα ἀπό φιλόχριστους, φιλοπάτορες καί φιλάδελφους συγγραφεῖς πού ἀναφέρονται στό βίο γενικά, στήν πίστη, στήν ἀγάπη τοῦ πατρός Πορφυρίου γιά τόν Χριστό μας, στίς ἀρετές και τά χαρίσματα τοῦ Γέροντός μας. Ἐγώ θά ἀναφερθῶ σέ μερικές θέσεις, πού ἀφοροῦν στή γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα καί σέ μερικές συναντήσεις μέ αὐτόν.

Εἶχα τήν εὐκαιρία νά γνωρίσω τόν πατέρα Πορφύριο στίς 20 Ὀκτωβρίου τοῦ 1946, ἑορτή τοῦ ἁγίου Γερασίμου, ἐκεῖ στό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν στήν Ὁμόνοια.

Νεαρός ἐγώ τότε φοιτητής, σεβάσμιος ἱερομόναχος καί ἀρχιμανδρίτης ἐκεῖνος. Μοῦ ἔκανε ἀρίστη ἐντύπωση ἡ ἱεροπρέπειά του, τό χαρίεν πρόσωπό του, ἡ εὐλάβειά του, ἡ ταπείνωσή του, ἡ ἁπλότητά του, τό πλησίασμα στόν ἄνθρωπο, τό ἐμπνευστικό τοῦ λόγου του. Γνωριστήκαμε ἀπό κοντά μέσα στό ἅγιον Βῆμα. Πῆρα τήν ἀπόφαση καί ἔβαλα τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τό πετραχήλι του. Δόξα τῷ Θεῷ!!! Μετά ἐνάμιση μήνα ἔφυγα γιά τό ἐξωτερικό μέ τήν εὐχή του. Ἐκεῖ ἔμεινα τέσσερα χρόνια ὡς φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς. Κατά τήν ἀπουσία μου εἶχα δυστυχῶς λίγη ἐπικοινωνία μαζί του. Ὅταν γύρισα στήν πατρίδα, ξαναπῆγα κοντά του, μέ δέχτηκε μέ πολλή ἀγάπη ἐκεῖ στόν ἅγιο Γεράσιμο στήν Ὁμόνοια. Συζητήσαμε τά τῆς χειροτονίας μου εἰς διάκονο, ἡ ὁποία καί ἔγινε τήν 27η Ἰανουαρίου 1951, στό Καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς Πετράκη.

Ἡ πνευματική πατρότητα καί ἡ κατά Χριστόν παιδεία συνεχίζεται μέ τόν Γέροντα. Καί ὡς κληρικός πλέον, διάκονος καί πρεσβύτερος ἀργότερα, λάμβανα κατευθύνσεις, προτροπές καί συγχωρήσεις ἀπό τόν Γέροντα. Ὅταν ἦλθε ὁ Σεβ. Καλλίνικος στόν Πειραιᾶ, μοῦ εἶπε: «Εἶναι καλός! Νά τόν προσέξεις καί θά σέ προσέξει καί ἐκεῖνος!» Ὅπως καί ἔγινε.

 Κάποτε ἐξομολογήθηκα ἕνα λάθος μου.

-Παπα-Γιώργη μου... δέν ἀγαπᾶς τόν Χριστό!!!

- Ὄχι, Γέροντα, τόν ἀγαπῶ! εἶπα ντροπιασμένος καί λυπημένος.

-Μά ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό δέν τόν στενοχωρεῖ μέ τίποτε, μοῦ ἀπάντησε.

Μέ συγχώρησε, μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή καί συνεχίσαμε.

Στήν ἐξομολόγηση δέν ζητοῦσε λεπτομέρειες. Ζητοῦσε μόνον πραγματική μετάνοια, ἀπόφαση νά μή ξαναπέσει ὁ πιστός. Τό βίωμα τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό. «Ὅταν ἔχουμε τόν Χριστό, ἔχουμε τά πάντα» ἔλεγε.

Σέ μιά ἄλλη ἐπίσκεψη γιά ἐξομολόγηση, ἀφοῦ τελείωσα καί μοῦ εἶπε ὅ,τι ἔπρεπε καί μοῦ διάβασε τήν εὐχή, μοῦ λέγει:

-Τώρα, ἄκουσε κάτι νά μοῦ πεῖς ἄν ἔδωσα σωστή λύση.

Διαμαρτυρήθηκα γι’ αὐτήν τήν πρόταση.

-Ὄχι, ἄκουσε καί πές μου.

Ἔκανα ὑπακοή, ἀλλά καί θαύμασα τήν ταπείνωση τοῦ Γέροντά μου καί πῆρα φωτεινό μάθημα.

Τά χρόνια περνοῦσαν καί ἡ συνεργασία συνεχιζόταν. Κάποτε ἀρρώστησα. Ἡ ἰατρική διάγνωση ἐπέβαλε καί ἐνέσεις θεραπευτικές. Πῆρα τόν Γέροντα στό τηλέφωνο καί ἀνέφερα τό γεγονός.

-Τά φάρμακα θά τά πάρεις καί θά μείνεις σήμερα στό σπίτι, τίς ἐνέσεις δέν θά τίς κάνεις.

Εὐχαρίστησα καί ἔκανα ὑπακοή. Τήν ἑβδόμη ἡμέρα πῆγα στήν Ἐκκλησία...

Ὅταν ἀρραβώνιασα τήν πρώτη μου κόρη Μαρία καί πῆγα νά ζητήσω τήν εὐλογία του, μοῦ περιέγραψε τό γαμπρό σωματικά καί ψυχικά, σά νά τόν εἶχε ἐμπρός του.

-Γέροντα, ἔχει ἔλθει ἐδῶ; Τόν γνωρίζετε; εἶπα.

-Ὄχι, μωρέ, μοῦ λέγει, ἀλλά εἶναι ἔτσι πού λέγω;

Ἔμεινα κατάπληκτος καί τότε, δυστυχῶς τόσο ἀργά, ἄρχισα νά καταλαβαίνω ὅτι ὁ πατήρ Πορφύριος μιλεῖ μέ τόν Θεό. Ἐν τῶ μεταξύ, ὡς γνωστό, ἔφυγε ἀπό τήν Ὁμόνοια καί πῆγε στά Καλλίσια. Καί ἐκεῖ ἐπῆγα μερικές φορές. Σέ μία ἀπό αὐτές, ὅταν φύγαμε, εἶχε νυκτώσει πλέον. Μᾶς συνόδευσε ἀρκετά ἔξω ἀπό τό Κονάκι μέχρι νά βροῦμε τό δρόμο. Καί ὅταν πλέον πῆγε στό Μήλεσι, πήγαινα μέ τό γαμπρό μου, τόν εὐλογημένο πιά Διονύση, πού τώρα εἶναι στόν Οὐρανό, πιστεύω κοντά στόν  Γέροντα, γιατί πολύ τόν εἶχε ἀγαπήσει.

Μιά φορά στή γιορτή του, 26 Φεβρουαρίου, πήγαμε μέ χιόνια. Ἦταν ἀκόμη στό τροχόσπιτο μέ τήν τούβλινη σόμπα. Μᾶς μάλωσε λίγο γιά τόν καιρό, ἀλλά καί χάρηκε!!! Εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομή τῆς Μονῆς του. Σέ μία ἄλλη ἐπίσκεψη γιά νά τοῦ ἀναφέρω ἕνα περιστατικό πού εἶχε συμβεῖ στό χωριό μου Πέλεκας στήν Κέρκυρα, ἀφοῦ τοῦ εἶπα ὅ,τι εἶχα νά εἰπῶ, μοῦ περιέγραψε τό πρόσωπο μέ τό ὁποῖο εἶχα μιά διαφορά καί μοῦ συνέστησε ὑπομονή καί ἐπιείκεια καί πρόσθεσε: «Εἶναι ἄδικο, ἀλλά νά ὑποχωρήσετε». Καί στή συνέχεια μᾶς περιέγραψε λεπτομερῶς ὅλο τό χωριό καί ὅλο τό τοπίο σά νά ἦταν παρών. Καί πάλι θαύμασα γιά τό διορατικό τοῦ Γέροντα! Μάλιστα τοῦ λέγω:

-Γέροντα, πῶς γίνεται  νά γνωρίζεις ὅλα αὐτά;

Καί πάλι μέ μάλωσε καί μοῦ εἶπε:

-Βρέ παπα-Γιώργη μου, καί σύ ρωτᾶς; Δέν εἶναι εὔκολο νά σοῦ ἐξηγήσω. Νά, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ!

Ἀργότερα τόν ἐπισκεπτόμουν μέ τόν υἱό Ἱερομόναχο Μεθόδιο στόν ὁποῖον ἔδινε συμβουλές  γιά τή μοναχική πολιτεία καί τό μοναστήρι γενικότερα. Χάρηκε ἰδιαιτέρως  ὅταν τοῦ εἶπε ὁ π. Μεθόδιος ὅτι ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς Καλλίνικος θέλει νά ἱδρύσει τό Ἡσυχαστήριό του ὁ π. Μεθόδιος στόν Πειραιᾶ.

Σέ ἄλλες εὐκαιρίες μοῦ μιλοῦσε γιά τήν προσοχή στήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί μάλιστα τῆς θείας Λειτουργίας. Ἔλεγε: «Καλή προετοιμασία. Προσοχή στήν κατανόηση. Προσοχή στήν ἀπαγγελία». Π.χ. ἔλεγε ὁ ἴδιος τό Πιστεύω, τό Πάτερ ἡμῶν.

Σέ κάποιους προβληματισμούς μου γιά τήν προσφορά στήν Ἐκκλησία καί τήν οἰκογένεια μοῦ ἔλεγε: «Ὅλα μέ διάκριση. Προηγεῖται βέβαια ἡ προσφορά καί ἐργασία σου στήν ἐκκλησία, στήν ἐνορία σου, στούς ἐνορίτες σου, στούς πτωχούς της, ἀλλά μή ξεχνᾶς ὅτι ἔχεις καί οἰκογένεια, δέν εἶσαι ἱερομόναχος. Ἔχει καί ἡ οἰκογένεια τίς ἀνάγκες της...».

Μέχρι πού ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος  καί ἀπό ἐκεῖ γιά τόν Οὐρανό, εἶχα τήν εὐλογία νά ἐπικοινωνῶ μαζί του. Ἀλλά καί μετά τήν ὁσιακή ἐκδημία του στόν Οὐρανό δέν σταμάτησα καί ἐγώ καί τά παιδιά μου νά ἐπικοινωνοῦμε νοερῶς μαζί του καί νά ἐπισκεπτόμαστε τό ἱερό Μοναστήρι του. Ἀλλά καί ἐκεῖνος ὅπως γιά ὅλα τά πνευματικά του παιδιά καί γιά ὅλους ὅσοι τόν ἐπικαλοῦνται δέν σταμάτησε νά μᾶς παρακολουθεῖ καί νά βεβαιώνει τοῦτο.

Κάποτε, μετά τήν κοίμησή του, ἐπισκέφθηκα μέ ἄλλα πρόσωπα τό Μοναστήρι, περνώντας ἀπό ἐκεῖ. Ἦταν ἀπομεσήμερο καί δέν μᾶς ἄνοιξαν τήν πόρτα. Μετά ὀκτώ ἡμέρες ἀκριβῶς,  ἦλθε ὁ ἴδιος στόν ὕπνο τῆς κόρης μου Μαρίας, ἡ ὁποία δέν ἐγνώριζε τήν ἐπίσκεψή μου στό Μοναστήρι, καί τῆς εἶπε: «Νά πεῖς στόν πατέρα σου ὅτι χάρηκα πού πέρασε ἀπό τό Μοναστήρι». Ὁμολογῶ ὅτι καί ἐγώ χάρηκα γι’ αὐτήν τήν παρακολούθηση. Καί ἐμεῖς δέν λείπει ἡμέρα, πού νά μήν ἀναφερθοῦμε στό ἅγιο πρόσωπό του σέ κάποιες περιπτώσεις πού παρουσιάζονται, καί νά μήν ἀγωνιζόμαστε νά ἀκολουθήσουμε τίς ὑποδείξεις του καί τό ἅγιο παράδειγμά του.

Δοξάζουμε καί πάλι τόν Θεό γιά τήν παρουσία τοῦ Γέροντα πατρός Πορφυρίου στίς ἡμέρες μας. Παρακαλοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Παναγία Μητέρα Του πού τόσο ἀγάπησε ὁ Γέροντας, μέ εὐχές αὐτοῦ νά στηρίζει τό ἱερό Μοναστήρι του, τήν ἁγία ἡγουμένη καί τή συνοδεία της καί τούς εὐλαβικούς συνεργάτες τους, γιά τήν πραγμάτωση τῶν σκοπῶν τῆς Μονῆς καί νά βοηθεῖ ὅλους ἐμᾶς νά γίνουμε τέλειοι μιμητές τοῦ ἔργου καί τῆς ἁγιότητος τοῦ πατρός Πορφυρίου.

«Χαίροις τῆς Εὐβοίας γόνος λαμπρός καί τῆς Ὁμονοίας θεοφώτιστος ἱερός, χαίροις τῶν ἀνθρώπων ἱώμενος τά πάθη ψυχῶν τε καί σωμάτων, πάτερ Πορφύριε»!

ΦΑΡΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ

Η διακήρυξη της αγιότητας του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου (ή του Αθηναίου κατ’ άλλους) από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (27-11-2013) πραγματοποιήθηκε, ως γνωστόν, μέσα σε ένα πρωτόγνωρο κλίμα κατανύξεως και ευφροσύνης. Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος εξέφρασε τη χαρισματική αυτήν πραγματικότητα την επομένη της διακηρύξεως λέγοντας ότι αυτό που συνέβη δεν το είχανε ξαναδεί. «Και άλλων νεωτέρων αγίων διακηρύξαμε την αγιότητα» είπε, «αλλά τέτοια ψυχική ευφορία και τέτοια κατανυκτική ατμόσφαιρα όσο με του αγίου Πορφυρίου δεν είχαμε ξανανιώσει!»

Κι είναι αλήθεια. Η εποχή μας, η τόσο σκοτεινιασμένη και ταραγμένη λόγω των απροκάλυπτων παθών της και των ανομιών της, δέησε ο Κύριος να δεχτεί μεγάλα κύματα χάριτος με την εμφάνιση ανθρώπων που παρουσίασαν μία ζωή «επακολουθούσαν τοις ίχνεσιν του Κυρίου», πρώτος των οποίων, ή ένας από τους πρώτους, ήταν ο όσιος Πορφύριος. Στα χνάρια Εκείνου περπάτησαν τη ζωή τους οι χαρισματικοί αυτοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, το φρόνημα του Ιησού Χριστού φανέρωσαν σε όλες τις διαστάσεις του βίου τους, γι’ αυτό και πλατύνθηκε η καρδιά και όλη η ύπαρξή τους, ώστε να «χωρέσει» τον Παντοκράτορα Κύριο, όλη την ενέργεια της Τριαδικής θεότητας, και να αναδειχτούν έτσι «καταγώγια του Αγίου Πνεύματος».

Ποιος δεν έχει διαβάσει ή δεν έχει ακούσει, αν δεν είχε έρθει σ’ επαφή «πρόσωπον προς πρόσωπον» με τον άγιο Πορφύριο, για τα πολλά και εξαίσια που χαρακτήριζαν τη ζωή του, τόσο που να έχει ειπωθεί ότι σαν τον Πορφύριο άγιοι βγαίνουν μία στα εκατό ή τα διακόσια χρόνια! Κι είναι αλήθεια! Διόραση, προόραση, θαυματουργία (μέσα από οδύνες ποικίλων πειρασμών και δοκιμασιών!) ήταν από εκείνα που καταγράφονται και μαρτυρούνται γι’ αυτόν από πλειάδα ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον επικαλέστηκαν, όχι μόνο απλών και απαιδεύτων ίσως, αλλά μορφωμένων και διαπρεπόντων στη ζωή αυτή, καθηγητών Πανεπιστημίου, δικαστικών, ιατρών, μεγάλων επιστημόνων. Κι όλοι υποκλίνονται στα χαρίσματά του, (όπως και στην υπομονή των πόνων του), στα οποία ο πιστός διαβλέπει βεβαίως την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος είναι ο χορηγός κάθε αγαθού που υφίσταται στον κόσμο τούτο. Διότι είναι ευνόητο ότι κάθε χάρισμα που διαπιστώνουμε σε όλους τους ανθρώπους, κατεξοχήν όμως στους αγίους μας, προέρχεται από τον δωρεοδότη Κύριο,  όπως αδιάκοπα τονίζει ο λόγος του Θεού: «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν έστι καταβαίνον από του Πατρός των Φώτων».

Ποια η αιτία που ο Κύριος επιβλέπει σε κάθε εποχή, όπως πλούσια φαίνεται και στη δική μας, και αναδεικνύει μεγάλους αγίους; Η βαθιά επιθυμία και η αδιάκοπη δράση Του όπως και σύνολης της Τριαδικής Θεότητος προκειμένου τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο να τον επαναφέρει όπου ήν το πρότερον, πίσω στον Πατέρα Του δηλαδή, στο σπίτι Του, στη φυσιολογική και ομαλή κατάστασή του! Και πώς να μη δρα έτσι Αυτός που από τη φύση Του είναι Αγάπη, δηλαδή δεν μπορεί να μην αγαπά και να μη θυσιάζεται για τα πλάσματά Του, κατεξοχήν δε τον άνθρωπο τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένο; Μπορεί οι άνθρωποι να διαγράφουμε τον Θεό από τη ζωή μας, να μην Τον θέλουμε καί να μην Τον λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας, Εκείνος όμως συνεχίζει χωρίς καμία παύση να μας «κυνηγά», να βρίσκεται αέναα δίπλα μας και να μας προ(σ)καλεί να προβληματιστούμε για να έχει μία θέση κεντρική στη ζωή μας. Η μετάνοιά μας είναι το ζητούμενο από τον Κύριο για εμάς, διότι όπου υπάρχει μετάνοια εκεί υπάρχει η παρουσία Του, εκεί υπάρχει συνεπώς η γαλήνη της ψυχής, η ακριβή ειρήνη, η χαρά και η ευφροσύνη.

Οπότε η παρουσία ενός αγίου συνιστά τη μεγαλύτερη ευλογία που μπορεί να μας δώσει για να μας «κρούσει» τον κώδωνα της επιστροφής μας! Κι η  μετάνοιά μας ως «άκουσμα» της φωνής Του μέσα από τον άγιό Του είναι ό,τι δικαιώνει την ενέργεια της αγάπης Του. Χωρίς τη μετάνοιά μας η αγιότητα και να υφίσταται μένει μετέωρη για εμάς, που σημαίνει ότι δεν έχει κανένα νόημα να υμνούμε και να δοξάζουμε έναν άγιο αν δεν γίνεται η ζωή του αφορμή της αλλαγής μας επί τα βελτίω, δηλαδή ακολουθίας του και άρα ακολουθίας και Εκείνου! «Τιμή μάρτυρος μίμησις μάρτυρος» εξαγγέλλει από αιώνων η Πατερική Παράδοση ιδίως διά στόματος ιερού Χρυσοστόμου. Κι έρχεται και η εμπνευσμένη γραφίδα του υμνογράφου της Εκκλησίας μας να βροντοφωνάξει την ίδια αλήθεια χωρίς περιστροφές: «Ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος, σε ως άγγελον στέλνει οδηγήσαι τον κόσμον προς την μετάνοιαν» (στιχ. εσπ.) – ο γεμάτος αγάπη Κύριος σε στέλνει ως άγγελο στον κόσμο για να τον οδηγήσεις στη μετάνοια.

Και ποια τα σημάδια της μετάνοιας αυτής ως επιστροφής προς τον Κύριο; Μα τι άλλο από την ίδια την αγάπη. Αγάπη ο Θεός μας, αγάπη και ο άνθρωπος που θέλει να ζει μαζί Του - αγάπη που αναφέρεται τόσο προς Εκείνον όσο και προς τον συνάνθρωπο, μάλιστα δε προς τον συνάνθρωπο, όποιος κι αν είναι αυτός, διότι η προς αυτόν στάση αποδεικνύει και την ποιότητα της αγάπης προς τον Θεό. Κι αυτό θα πει εν προκειμένω με τον άγιο Πορφύριο, ότι η εορτή του όντως είναι εορτή στον βαθμό που λειτουργεί για τον κάθε πιστό και για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο ως πυξίδα και ως φάρος μέσα στα κύματα της εδώ ζωής. Βλέπουμε δηλαδή τον μεγάλο σύγχρονο άγιό μας και παίρνουμε τον δρόμο της αλλαγής μας, τον δρόμο της φιλανθρωπίας και της συγγνώμης και της συγχωρητικότητας. Και δεν μπορεί να είναι αλλιώς: ο άγιος είχε γίνει ένας άλλος Χριστός, του Οποίου το όνομα και η χάρη είχε ποτίσει την ύπαρξή του.

Ο,ΤΙ ΩΦΕΛΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΖΕΙ!

 

«Ἰωάννην τόν Καλυβίτην, Πορφύριε, ζηλώσας, Ἄθωνι ἔδραμες ἀσκήσει βιώσας» (στίχος συναξαρίου)

(Καθώς ζήλεψες, Πορφύριε, τον Ιωάννη τον Καλυβίτη, έτρεξες στον Άθωνα να ζήσεις με άσκηση - Στις 2 Δεκεμβρίου ο Πορφύριος μετάλλαξε τη γη με τον Παράδεισο).

«Αυτός ο όσιος πατέρας μας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Ιωάννης της νήσου Ευβοίας από γονείς ευσεβείς, ονομαζόταν δε κατά κόσμον Ευάγγελος. Από παιδί βόσκοντας τα λίγα πρόβατα του πτωχού πατέρα του μελετούσε τακτικά τον βίο του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη. Γεννήθηκε έτσι στην καρδιά του φλεγερός πόθος για να ανέβει στον Άθωνα και να μονάσει εκεί. Με την ευδοκία και την πρόνοια του Θεού τα κατάφερε, καταφεύγοντας στην καλύβη του αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια. Εκεί ασκούμενος με άκρα εγκράτεια επέδειξε χαρούμενη αδιάκριτη υπακοή στους Γέροντές του, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο, κι αφού έζησε με άκρα ταπείνωση και καθάρισε τον εαυτό του, τόσο που να γίνει θεοειδής, αξιώθηκε να λάβει νεότατος το χάρισμα της διοράσεως. Κατ’ οικονομία του αγίου Θεού ασθένησε βαριά, ώστε να μην μπορεί να παραμείνει πια στον Άγιον Όρος, οπότε και στάλθηκε από τους γέροντές του σε μοναστήρι έξω από το Όρος. Στη συνέχεια αφού μόνασε σε διάφορες μονές της νήσου Ευβοίας και υπηρέτησε τον λαό του Θεού ως άριστος λειτουργός και διακριτικός πνευματικός, ήλθε στην Αθήνα υπηρετώντας πια στον μικρό ναό της Πολυκλινικής Αθηνών πολύ κοντά στην Ομόνοια. Εκδαπανώντας ταπεινά τον εαυτό του για χάρη όσων έπασχαν σωματικά και ψυχικά, αξιώθηκε μεγαλύτερης χάρης από τον Παράκλητο, γιατί δέχθηκε επιπλέον τα χαρίσματα της ιάσεως των ασθενειών και της εκβολής των δαιμονίων με την ταπεινή μυστική προσευχή και τη σημείωση του τιμίου Σταυρού. Για κάποιο χρόνο ασκήτευσε και στην Ιερά Μονή του αγίου Νικολάου στα Καλλίσια Πεντέλης Αττικής. Στη δύση του επιγείου βίου του αξιώθηκε από τον Κύριο να ανεγείρει ιερό γυναικείο ησυχαστήριο, επ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και περικαλή ναό αυτού στο Μήλεσι Αττικής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιερατικής του διακονίας ευεργέτησε πολλαπλώς αμέτρητα πλήθη ανθρώπων, θεραπεύοντας τις ψυχικές και σωματικές ασθένειές τους από κοντά και από απόσταση, οδηγώντας τους σε μετάνοια και σωτηρία, προλέγοντας τα μέλλοντα να γίνουν όσες φορές τους συνέφερε, και εκβάλλοντας δαιμόνια.

Αγρυπνούσε δε προσευχόμενος υπέρ της σωτηρίας των πολλών χιλιάδων πνευματικών του τέκνων οπουδήποτε στη γη. Κατά γενική ομολογία υπήρξε θαυματουργός άγιος. Δεχόταν καθημερινά επισκέψεις αγίων της Εκκλησίας και συνομιλούσε μαζί τους. Αξιώθηκε μάλιστα στην Πάτμο να δει, σαν άλλος Ιωάννης, σκηνές της θείας Αποκαλύψεως.

Τέλος, αναμένοντας την επικείμενη κοίμησή του, επανήλθε στο άγιον Όρος, στην καλύβη του αγίου Γεωργίου, όπου είχε καρεί μοναχός, και εν μέσω της μοναχικής του συνοδείας παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, τη 2α Δεκεμβρίου (19 Νοεμβρίου π.η.), δεόμενος στον Κύριο «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ιω. ιζ΄ 21)».

Είναι σε όλους γνωστό πλέον ότι με τον όσιο μεγάλο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη – γιατί μολονότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αττική και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας την Ομόνοια,  η καρδιά του δεν έπαυε να χτυπάει στον ρυθμό της μοναχικής του καλύβας στα Καυσοκαλύβια, απ’ όπου και ξεκίνησε αλλά και τελειώθηκε – βρισκόμαστε ενώπιον τεραστίου πνευματικού αναστήματος, τόσο που ακόμη και οι πιστοί που τον ακολουθούσαν λίγα πράγματα ίσως είχαν καταλάβει για την αγιότητά του. Όταν ο άγιος Παῒσιος ο αγιορείτης χαρακτήριζε τον μέγα Πορφύριο «καθηγητή» κι έλεγε ότι αυτό που προτείνει ο ίδιος σε διαφόρους πιστούς ισχύει μέχρις ότου πει κάτι διαφορετικό «ο Γέρων Πορφύριος»∙ όταν ο άλλος μέγας όσιος Γέρων Σωφρόνιος διεκήρυττε ότι δεν έχουν καταλάβει οι περισσότεροι πιστοί το τι σημαίνει «Πορφύριος» και πόσο μεγάλος είναι∙ ε, τότε, καταλαβαίνουμε ότι η εποχή μας πράγματι δέχτηκε εκ Θεού μέγα θησαυρό και τρισμέγιστη ευλογία της χάρης Του! Γι’ αυτό και όλες οι ακολουθίες που γράφτηκαν γι’ αυτόν επικεντρώνουν στην καθαρή και αγιασμένη του καρδιά που έγινε το κάτοπτρο για να αντιφεγγίσει το τρισήλιο φως της Θεότητος – με τον Πορφύριο γινόμαστε κι εμείς «θεατές» του Χριστού και Θεού μας, του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Ο πόθος του μάλιστα για τον Χριστό και η αβυσσαλέα ταπείνωσή του είναι τα στοιχεία που αποτελούν το ερμηνευτικό κλειδί της ευθείας καρδίας του και η προϋπόθεση των άμετρων πνευματικών χαρισμάτων του προς χάρη του λαού του Θεού. Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό ότι χαρακτηρίζεται «Γέρων Γερόντων» και «ἐγκαλλώπισμα τῶν ὁσίων», επί τον οποίον επέβλεπαν θαυμαστώς και οι ίδιοι οι άγγελοι.

Αφήνοντας κατά μέρος τα πάμπολλα στοιχεία της ζωής του που πυροδοτούν τη σκέψη και την καρδιά όλων των πιστών, εμμένουμε σ’ ένα σημείο της ακολουθίας του, γραμμένης με μεγάλη έμπνευση και θερμή αγάπη προς τον άγιο από τον θεολόγο-φιλόλογο Ευάγγελο Καραδήμο, από την στ΄ ωδή του ορθρινού κανόνα που έχει ξεχωριστή σημασία για τη σημερινή ιδίως εποχή που ταλαιπωρείται από πολλαπλές κρίσεις.

«Ὁρῶν ἀπόρρητα, ὅσιε, χαρίσματί σου τῷ διορατικῷ καί προορατικῷ, τά ὠφελοῦντα προέλεγες, καί προσιόντας πάντας Χριστῷ ἐστήριζες» (Βλέποντας τα απόρρητα, όσιε, με το διορατικό και προορατικό σου χάρισμα, προέλεγες σε όλους που προσέρχονταν κοντά σου αυτά που τους ωφελούσαν και τους στήριζες στην πίστη του Χριστού).

Διορατικός και προορατικός ο όσιος, όπως ξέρουμε. Αλλά και για τον λόγο αυτόν εξαιρετικά διακριτικός. Διότι η διόραση και η προόραση ως χαρίσματα του Πνεύματος του Θεού στον έχοντα τις ανάλογες προϋποθέσεις λειτουργούν πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της διάκρισης για να ωφελούν τον κόσμο και να μην τον καταρρακώνουν! Τι θέλουμε να πούμε; Ο άγιος έβλεπε και καταλάβαινε τα περισσότερα της ανθρώπινης καρδιάς, γιατί χάριτι Θεού διείσδυε στο βάθος της ψυχής τους – δεν είναι τυχαίο ότι επεσήμαινε ψυχολογικά προβλήματα που ανάγονταν στους πρώτους μήνες της κύησής τους μέσα στην κοιλιά της μάνας τους! Κι ακόμη: έβλεπε με καθαρότητα χάριτι Θεού και πολλά από τα μέλλοντα συμβαίνειν. Τι έκανε όμως; Δεν τα απεκάλυπτε όλα στους ανθρώπους που τον προσέγγιζαν. Έκρινε τι πρέπει να τους αποκαλύψει, τι πρέπει να τους κρύψει, ώστε αυτό που θα τους πει ή δεν θα τους πει να είναι προς όφελός τους! Να φεύγουν οι άνθρωποι στηριγμένοι στην πίστη του Χριστού (που έχει τη δύναμη να μετακινεί όρη και να αλλάζει συνειδήσεις επί τα βελτίω), και όχι «φωτισμένοι» με μία γνώση, είτε για τον εαυτό τους είτε για δικούς τους ανθρώπους, είτε για το παρόν είτε για το μέλλον τους, που τους οδηγεί στην κατάθλιψη και στην απελπισία λόγω του σκοτεινού χαρακτήρα της! Πώς να έλεγε για παράδειγμα – και δεν είπε – σε μία μάνα που τον εκλιπαρούσε για τον ναρκομανή γιο της, την εξέλιξη των πραγμάτων, όταν ο άγιος, καθώς ομολόγησε αργότερα ένδακρυς σε γνωστό του πρόσωπο, έβλεπε «την επαύριον» τον γιο να χτυπάει θολωμένος από τα ναρκωτικά τη μάνα και να την αφήνει σχεδόν ημιθανή;

Ο άγιος δηλαδή επειδή είχε τα χαρίσματα του Πνεύματος, τα έθετε προς ωφέλεια των ανθρώπων και προς πνευματική τους προκοπή, που θα πει: δεν «λειτουργούσε» ως ένα είδος μέντιουμ για να εισπράττει το «μπράβο» και τον θαυμασμό αυτών – έτσι λειτουργεί το δαιμονικό στοιχείο! Τα χαρίσματά του τα είχε εμβαπτισμένα στο κατεξοχήν χάρισμα, από την ύπαρξη του οποίου εξαρτάται και η αγιωσύνη του ανθρώπου: την αγάπη. Ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας στον λόγο του ίδιου του Χριστού, δεν λέει ότι η αγάπη είναι η «καθ’ ὑπερβολήν ὁδός»; Οτιδήποτε δεν προϋποθέτει και δεν εκφράζει την αγάπη του Χριστού δεν έχει νόημα – το αντίθετο: μπορεί να είναι αρετή και να είναι προς κατάκριση! Λοιπόν, ο άγιος Πορφύριος, έχοντας ανεπτυγμένες στο έπακρο την αγάπη και την ταπείνωση, ό,τι έλεγε και έκανε ήταν προς το συμφέρον και την ωφέλεια του συνανθρώπου – «τά ὠφελοῦντα προέλεγε» και ό,τι στήριζε στην πίστη του Χριστού.