08 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΠΙΟ ΚΑΛΟΣ ΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ!

 

«Πολλές συμβουλές δίνονται για το συμφέρον μας, τίποτε όμως δεν είναι πιο αρμόδιο στον καθένα από τη δική του γνώμη, δηλαδή τη συνείδησή του» (όσιος Μάρκος ο ασκητής, Περί πνευματικού νόμου, κεφ. 68).

Ο όσιος Μάρκος (4ος αι.) αποτελεί έναν από τους μεγάλους ασκητικούς διδασκάλους, που επηρέασε θετικά τη ζωή πολλών συνανθρώπων του διαχρονικά, όπως τον όσιο Συμεών τον νέο θεολόγο για παράδειγμα – δεν είναι τυχαίο ότι στη Βυζαντινή εποχή επικρατούσε η γνώμη «πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον»! Στο συγκεκριμένο μικρό κεφάλαιο του έργου του «Περί πνευματικού νόμου» προβαίνει σε μία εξαιρετική παρατήρηση που αποκαλύπτει τη βαθειά γνώση του για τον άνθρωπο, γνώση που απέκτησε και από τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των προγενεστέρων από αυτόν Πατέρων, κυρίως όμως από την ασκητική του πείρα δεκαετιών πνευματικής εκκλησιαστικής ζωής.

Τι παρατηρεί ο άγιος; Πολλοί άνθρωποι γύρω μας – κι εμείς οι ίδιοι για τους άλλους – είναι έτοιμοι να μας βοηθήσουν με τη συμβουλή τους, όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα, συχνά μάλιστα και όταν δεν έχουμε πρόβλημα, και να μας υποδείξουν πράγματι το συμφέρον για εμάς. Αλλά και πολλά βιβλία υπάρχουν, παλαιότερα και νεώτερα, που εξίσου μας βοηθούν με τα γραφόμενά τους στην επιλογή της ορθής κατεύθυνσης της ζωής μας -  η Αγία Γραφή, τα Πατερικά κείμενα, όλα τα εκκλησιαστικά γενικώς βιβλία δεν εντάσσονται μέσα σ’ αυτήν τη χορεία των ωφέλιμων βιβλίων; Υπάρχει μάλιστα μία τέτοια ετοιμότητα παροχής συμβουλών από κάποιους συνανθρώπους μας, που λειτουργεί μάλλον αρνητικά ακόμη κι όταν χρειαζόμαστε τη γνώμη και τη συμβουλή τους – νιώθουμε ότι συμπεριφέρονται ως οι δάσκαλοι που από θέση ισχύος και αφ’ υψηλού μάς προσφέρουν τα φώτα τους! Για τέτοιους «έτοιμους» προς διδασκαλία ανά πάσα στιγμή πρέπει να προέτρεψε ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος στην καθολική επιστολή του «μη πολλοί διδάσκαλοι γίνεσθε, αδελφοί μου, ειδότες ότι μείζον κρίμα ληψόμεθα» - γνωρίζοντας ότι θα λάβουμε μεγαλύτερη καταδίκη!

Ανεξάρτητα όμως από τις συμβουλές που καλή ή κακή τη πίστει δίνουμε στους άλλους, συμβουλές πάντα για το συμφέρον τους που ο άγιος Μάρκος δεν αμφισβητεί, προβαίνει είπαμε στη βαθειά ανθρωπολογική παρατήρηση: ό,τι καλή συμβουλή κι αν μας δώσει ο άλλος, ο συνάνθρωπος, εάν εμείς οι ίδιοι δεν την αποδεχτούμε μέσα μας, αν δηλαδή δεν γίνουμε οι ίδιοι συμβουλάτορες και «ποιμένες» του εαυτού μας μέσω της συνειδήσεώς μας, μικρή επίδραση μπορεί να έχει για τη ζωή μας. Γιατί αυτό; Διότι - πέραν του γεγονότος ότι ο καθένας γνωρίζει καλύτερα από τους άλλους το τι συμβαίνει μέσα του, όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος:  «ουδείς γινώσκει ανθρώπων τα του ανθρώπου ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ» - ο ίδιος τελικώς είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του και η δοσμένη από τον Θεό ελευθερία του είναι το πιο καθοριστικό και «κανονιστικό» στοιχείο για την πορεία της ζωής του. Όταν ο ίδιος ο Κύριος καλούσε να Τον ακολουθούν «όσοι θέλουν»  - «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» - τι άλλο ήθελε να μας πει πέραν της αλήθειας αυτής; Γι’ αυτό και δεν έχει καμία σημασία η διά της βίας επιβολή μίας «πνευματικής» ζωής επάνω μας, (και δεν εννοούμε τη χρήση βίας της οργανωμένης Πολιτείας εναντίον αυτών που χρησιμοποιούν βία κατά των άλλων!), μάλιστα καταφέρνει το εντελώς αντίθετο: να αντιδρούμε έστω κι αν αναγνωρίζουμε τον θετικό για εμάς χαρακτήρα της! «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» ακούγεται ο παρήγορος λόγος του Κυρίου για τον καθένα μας. «Όποιος ακούσει και μου ανοίξει, θα εισέλθω και θα παρακαθήσω μαζί του».

Οπότε το ζητούμενο για τον άγιο που εκφράζει συνολικά την ανθρώπινη φύση εν προκειμένω, είναι να στρέψει ο καθένας την προσοχή του στην επιμέλεια της συνειδήσεώς του – αυτή δίνει τις πιο ορθές συμβουλές ως η πιο αρμόδια! Κι επιμέλεια σημαίνει να φροντίζει ο άνθρωπος να τη διατηρεί καθαρή με την τήρηση των εντολών του Θεού. Όσο ο πιστός «κυνηγάει» με επίγνωση, δηλαδή με δική του ευθύνη και απόφαση, τους λόγους του Κυρίου για να τους εφαρμόσει, τόσο και μεταθέτει εαυτόν στον χώρο συντονισμού του με το φως του Θεού, συνεπώς πορεύεται μέσα στο άπλετο φως της παρουσίας Εκείνου – γίνεται όντως «θεοδίδακτος». Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το αμέσως επόμενο κεφάλαιο του κειμένου του αγίου Μάρκου λέει: «Εάν αποζητείς τη θεραπεία της ψυχής, να επιμελείσαι τη συνείδησή σου. Να εφαρμόζεις όσα σου υπαγορεύει και θα ωφεληθείς» (69).

Ποιο το πρακτέο; Μη σπεύδουμε πρώτα από όλα να κάνουμε το δάσκαλο, δίνοντας συμβουλές. Ακόμη κι αν φορτικά ο άλλος μάς το ζητάει, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Και στην περίπτωση αυτή, μετά από προσευχή μυστική για να μας φωτίσει ο Θεός, λέμε τη γνώμη μας, αφήνοντας όμως τον άλλο να αποφασίσει τι θα κάνει. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι έχουν καταλάβει πολύ καλά το σημείο αυτό: αποφεύγουν να δίνουν συμβουλές σ’ αυτούς που καταφεύγουν στη βοήθειά τους, καθοδηγώντας τους να βρουν μόνοι τους την απάντηση στα προβλήματά τους. Γιατί μάλλον όλοι γνωρίζουμε τη «λύση» σε ό,τι μας απασχολεί, αλλά αγνοούμε τον τρόπο να την ακολουθήσουμε, ή συχνότερα δεν βρίσκουμε τη δύναμη για κάτι τέτοιο. Και το ίδιο σ’ ένα βαθμό συμβαίνει και με τους γονείς: όσο τα παιδιά τους είναι μικρά, ναι, το παράδειγμά τους πρώτιστα και ο λόγος τους έπειτα θα γίνονται οι καθοδηγοί τους. Όταν μεγαλώσουν όμως και μάλιστα στην εφηβεία τους, εκεί χρειάζεται πολύ περίσκεψη και φειδώ: η σπουδή για συμβουλές, και μάλιστα με προτεταμένο δάχτυλο, είναι η βόμβα για να κλονίσει τη σχέση των γονιών με τα παιδιά και να τους δώσει το «πάτημα» να αντιδράσουν και να κάνουν το εντελώς αντίθετο από τη συμβουλή τους. Η διαρκής ορθή πρόταση στην περίπτωση αυτή, αλλά και πάντα, είναι «να έρθουν στο φιλότιμο»! Γιατί «φιλότιμο» και προσωπική ευθύνη είναι ακριβώς το ίδιο!

Νεαρός υποτακτικός βρέθηκε στο ασκηταριό του μεγάλου οσίου Ποιμένα. Κι ο όσιος δεν του υπεδείκνυε τίποτε, δεν τον συμβούλευε. Κι όταν εκείνος παραπονέθηκε σε άλλον αδελφό της συνοδείας για τη «σιωπή» του Γέροντα, ο όγιος Γέρων που πληροφορήθηκε το παράπονο είπε: «Ό,τι βλέπει να κάνω εγώ ας κάνει και εκείνος»! Η συμβουλή με άλλα λόγια που κραυγάζει η ίδια η ζωή μας, και δευτερευόντως ο λόγος μας, είναι η πιο αξιόπιστη και δυνατή συμβουλή: κάνει τον άλλον να την αποδεχτεί ως πρόταση και της δικής του ζωής. Κι αυτή η συμβουλή πια είναι η πιο «αρμόδια»!   

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ, ΜΗΤΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, θέλοντας να ετοιμάσει για τον Εαυτό Του έμψυχο και άγιο οίκο για κατοικία Του, απέστειλε τον άγγελο Αυτού προς τους Δικαίους Ιωακείμ και Άννα (από τους οποίους θέλησε να προέλθει η κατά σάρκα μητέρα Του) και προμήνυσε τη σύλληψη της άγονης και στείρας Άννας, για να καταστήσει βέβαιη τη γέννηση της Παρθένου. Γι’  αυτό και συνελήφθη η αγία Παρθένος Μαρία και γεννήθηκε, όχι όπως μερικοί λένε, επτά μηνών ή χωρίς άνδρα, αλλά γεννήθηκε σε εννέα τέλειους μήνες, όπως και από υπόσχεση μεν Θεού, από συνάφεια όμως και σπορά άνδρα. Διότι μόνος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από την αγία Παρθένο Μαρία απορρήτως και ανερμηνεύτως, καθώς γνωρίζει μόνος Εκείνος, χωρίς των θελημάτων της σαρκός, και ενώ είναι τέλειος Θεός προσέλαβε όλη την τελειότητα της κατά σάρκα οικονομίας Του, όπως δημιούργησε και έπλασε τη φύση των ανθρώπων από την αρχή. 

Αυτήν λοιπόν την ημέρα πανηγυρίζουμε, διότι υπενθυμίζει τους χρησμούς που δόθηκαν από άγγελο, ο οποίος ευαγγελίστηκε την αγία  σύλληψη της αγνής Θεομήτορος. Αυτούς τους χρησμούς εκπληρώνοντας ο Θεός που δημιούργησε  τα σύμπαντα εκ του μηδενός, διέγειρε τη στείρα κοιλιά για να καρποφορήσει. Και έκανε παιδοτόκο μητέρα κατά παράδοξο τρόπο αυτήν που έφτασε σε βαθειά γεράματα  χωρίς παιδιά, δίνοντάς της τη χάρη αυτή σαν άξιο τέλος της δίκαιης αίτησης των Δικαίων. Από αυτό το δώρο του Θεού σε αυτούς, δηλαδή την Παναγία, έμελλε ο Ίδιος  να γεννηθεί ως ενσαρκωθείς Θεός -  καθώς ευδόκησε οι σώφρονες αυτοί να την γεννήσουν, αυτήν δηλαδή που προορίστηκε και εκλέχτηκε από όλες τις γενιές.  Τελείται δε αυτή η Σύναξη στον σεβάσμιο οίκο της Θεοτόκου, που βρίσκεται στα Ευόρανα, πλησίον της αγιωτάτης Εκκλησίας».

Το πρώτο που τονίζει η ακολουθία της εορτής είναι το γεγονός ότι η σύλληψη και η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι θέμα μόνον των γονιών του. Πολλά ζευγάρια, και μάλιστα χωρίς να έχουν ιδιαίτερο ιατρικό πρόβλημα, αδυνατούν να τεκνοποιήσουν, με αποτέλεσμα να θλίβονται, να αγχώνονται, να προσπαθούν να εξεύρουν διάφορες λύσεις προς υπέρβασή του. Για την πίστη της Εκκλησίας μας, η σύλληψη και η γέννηση είναι θέμα συνεργασίας του ζεύγους και της ίδιας της ενέργειας του Θεού. «Ο Θεός διανοίγει την μήτραν της γυναικός» μας διδάσκει ο λόγος του Θεού, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως ζεύγος προσφέρει τον εαυτό του και ο Θεός ενεργοποιεί και μεταποιεί την προσφορά αυτή, ώστε να υπάρξει η καρποφορία. Δεν έχει σημασία αν έχει επίγνωση αυτής της πραγματικότητας τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος. Η ενέργεια του Θεού λειτουργεί, έστω και κατά τρόπο ανεπίγνωστο από πολλούς, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και του κάθε όντος επί γης, που η ενέργεια του Θεού τα φέρνει σε φως και τα διακρατεί, είτε υπάρχει η πίστη σ’ Αυτόν είτε όχι. «Ο Θεός δίνει σε όλους και όλα ζωή και πνοή και τα πάντα», κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο.

Η ατεκνία λοιπόν ενός ζεύγους εξαρτάται και από το θέλημα του Θεού, που σημαίνει λειτουργεί εν προκειμένω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο του Ίδιου, το οποίο συνήθως το ζεύγος αδυνατεί να το κατανοήσει παρά μόνον μετά από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Η επίγνωση όμως της συνέργειας αυτής, Θεού και ανθρώπου, για ένα τόσο μεγάλο έργο: τον ερχομό στον κόσμο ενός παιδιού, μπορεί να ενεργοποιήσει την προσευχή του ανθρώπου, την εκζήτηση από Αυτόν της χάρης Του, ώστε να «μεταβάλει» ακόμη και αυτό το σχέδιό Του. Και πράγματι, όχι λίγες φορές, ο Θεός μεταστρέφεται, υπακούοντας στο αίτημα των ανθρώπων, και δίνει τη χάρη της καρποφορίας στη γυναίκα και την υπέρβαση επομένως της ατεκνίας της.

Τον προβληματισμό αυτό τον βλέπουμε έντονα και στη συγκεκριμένη εορτή της συλλήψεως της αγίας Άννης. Άτεκνο το άγιο ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννης, δεν χάνει όμως την ελπίδα του στον Θεό. Και μάλιστα σε εποχή για τους Ιουδαίους,  που η ατεκνία θεωρείτο μέγα όνειδος, ντροπή, αφού απεδείκνυε ότι το συγκεκριμένο ζεύγος δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέσον ερχομού του Μεσσία στον κόσμο. Και γι’ αυτό αποδύεται σε προσευχή. Η δραματική ένταση των ύμνων εν προκειμένω φτάνει στο απώγειό της: «Κύριε των Δυνάμεων, γνωρίζεις την ντροπή της απαιδίας. Συ λοιπόν διάλυσε την οδύνη της καρδιάς μου και διάνοιξε τους καταρράκτες της μήτρας και ανάδειξέ με, εμένα που είμαι άκαρπη, καρποφόρο».  Και η προσευχή της Άννας εισακούεται. Ο Θεός επιβλέπει επί το άγιο ζεύγος. «Παλαιά καθώς προσευχόταν με πίστη η Αννα η σώφρων και ικέτευε τον Θεό, ακούει φωνή Αγγέλου, που την βεβαίωνε ότι ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις προσευχές της». «Υπάκουσε ο Θεός στους στεναγμούς της Άννας και πρόσεξε ο Κύριος τη δέησή της».

Το γεγονός της επέμβασης του Θεού, που τη στείρωση την κάνει καρπογονία, το προσλαμβάνει ο υμνογράφος για να το διευρύνει και επί πνευματικού επιπέδου: πέρα από το ότι κάνει αναδρομή στο παρελθόν για να δείξει αντίστοιχες καταστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης – «Συ, παντοδύναμε, που έδωσες κάποτε σε βαθύτατο γήρας στη Σάρρα υιό, τον μέγα Ισαάκ, συ που διάνοιξες τη στείρα κοιλιά  της Άννας, της μητέρας του προφήτου σου Σαμουήλ» – θεωρεί ότι ο Θεός, όπως παλιά, όπως τώρα με την Άννα, κατεξοχήν όμως μετά τον ερχομό Του στον κόσμο, μπορεί την άνυδρη και χωρίς χάρη ανθρώπινη φύση να την μεταβάλει και να της δώσει τη δροσιά που πρέπει, ώστε να καρποφορήσει. «Η χαρά του κόσμου σήμερα προκηρύσσεται με λόγο και αλλάζει τις μητρικές οδύνες σε χαρά ευφροσύνης, και φανερώνει ότι η στείρωση της φύσης θα γίνει καρποφόρα, που πληθαίνει με τα έργα της χάρης». Κι αυτό σημαίνει ότι εμείς που ζούμε πια μετά Χριστόν, σε οποιαδήποτε κατάσταση ξηρασίας και αν βρισκόμαστε, πνευματική ή ηθική, αν στραφούμε με πίστη στον Θεό, θα δούμε τη θαυματουργική επέμβασή Του. Ο Θεός θα διανοίξει τις πόρτες της καρδιάς μας, ώστε να πλημμυρίσουμε από την παρουσία της χάρης Του. Αρκεί να υπομένουμε και να επιμένουμε.

Κι είναι περιττό βεβαίως και να σημειώσουμε ότι η σύλληψη της αγίας Άννης αποτελεί εορτή της Εκκλησίας μας όχι πρώτιστα για να δείξει το αποτέλεσμα της υπομονής και της επιμονής στη δέηση του Θεού, αλλά διότι με τη σύλληψή της αυτή μπαίνουν οι βάσεις για τη γέννηση Εκείνης, η οποία σαν νέος ουρανός θα έφερνε στον κόσμο τον ήλιο Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Με την προοπτική του ερχομού του Κυρίου φωτίζεται και αυτή η εορτή, συνεπώς είναι μία ακόμη αφορμή δοξολογίας του αγίου ονόματός Του. «Ο νέος ουρανός, δηλαδή η Παναγία,  με τη θέληση του παντουργού Θεού φτιάχνεται στην κοιλιά της Άννας. Από αυτόν τον ουρανό έλαμψε δυνατά και ο ανέσπερος ήλιος, δηλαδή ο Χριστός, που δίνει φως σε όλον τον κόσμο με τις ακτίνες της θεότητας».

06 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Νικόλαος έζησε στα χρόνια των τυράννων Διοκλητιανού και  Μαξιμιανού και διέπρεψε πρώτα ως μοναχός. Έπειτα λόγω της μεγάλης αρετής του δέχτηκε την αρχιερωσύνη. Επειδή όμως πίστευε στον Χριστό και κήρυσσε ελεύθερα την χριστιανική πίστη και ζωή, συνελήφθη από τους άρχοντες της πόλεως κι αφού υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και στρεβλώσεις του σώματός του, ρίχτηκε στη φυλακή μαζί και με άλλους χριστιανούς. Όταν όμως ο μεγάλος και ευσεβής Κωνσταντίνος απέκτησε τη βασιλεία των Ρωμαίων με το θέλημα του Θεού, ελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι, και μαζί με αυτούς και ο Νικόλαος, ο οποίος πήγε στα Μύρα. Μετά από λίγο διάστημα, συγκροτήθηκε με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου και η πρώτη εν Νικαία Σύνοδος, της οποίας μέλος ήταν και ο θαυμαστός Νικόλαος.

Αυτός έκανε πολλά και διάφορα θαύματα, όπως δηλώνει και η ιστορία του.  Διέσωσε μάλιστα και τρεις άντρες που συκοφαντήθηκαν και επρόκειτο να πεθάνουν άδικα. Διότι ευρισκόμενοι στη φυλακή, έμαθαν τον χρόνο που έμελλε να αποκεφαλισθούν και επικαλέστηκαν τον άγιο σε βοήθειά τους, θυμίζοντάς του τις διάφορες ευεργεσίες που έκανε και πώς έσωσε στη Λυκία τρεις άνδρες που επρόκειτο κι αυτοί να χάσουν τη ζωή τους. Λοιπόν ο ταχύς και θερμός σε βοήθεια, ο άγιος Νικόλαος δηλαδή, φανερώνεται στον βασιλιά και στον έπαρχο κατά τον ύπνο τους. Και τον μεν έπαρχο επιτιμά για την συκοφαντία των ανδρών προς τον βασιλιά, τον δε βασιλιά διδάσκει και του υπενθυμίζει  ότι οι φυλακισμένοι άνδρες είναι αθώοι και από φθόνο κατηγορήθηκαν. Οπότε τους λύτρωσε από την επικείμενη τιμωρία. Επί πλέον και άλλα πολλά τεράστια θαύματα επιτέλεσε, κι αφού ποίμανε τον ορθόδοξο λαό με ιερό τρόπο κι έφτασε σε βαθύ γήρας, εξεδήμησε προς τον Κύριο, χωρίς όμως να ξεχάσει μετά το τέλος του το ποίμνιό του. Διότι καθημερινά, θα λέγαμε, πρόσφερε τις ευεργεσίες του σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη και τους έσωζε από παντός είδους κινδύνους και περιστάσεις».

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης ευρισκόμενος σε αδυναμία και απορία προκειμένου να εγκωμιάσει έναν τόσο μεγάλο άγιο σαν τον άγιο Νικόλαο επιχειρεί να τον προβάλει χρησιμοποιώντας τον τόπο της επισκοπής του: τα Μύρα της Λυκίας, το ίδιο το όνομά του: Νικόλαος, την προσωνυμία του: θαυματουργός.

Ο τόπος της επισκοπής του, τα Μύρα, γίνεται εν πρώτοις αφορμή για τον υμνογράφο να φανερώσει το πνευματικό βάθος του αγίου: ο ίδιος αναδείχθηκε πνευματικό μύρο ως χρισμένος από το νοητό μύρο, το άγιο Πνεύμα, το οποίο και προσφέρει στους πιστούς που με πίστη και πόθο τελούν την πανσέβαστη μνήμη του. Η εικόνα αυτή του μυρωμένου από τον Θεό αγίου που «μυρίζει» σαν άνοιξη τους πιστούς, είναι από τις αγαπημένες εικόνες του υμνογράφου του, γιατί φανερώνει  ότι στην πραγματικότητα ο άγιος Νικόλαος υπήρξε μιμητής των αγίων Αποστόλων, που πρώτοι αυτοί υπήρξαν τα μυροδοχεία του αγίου Πνεύματος - σαν εκείνους και ο ίδιος «περιπολεύει την οικουμένην» για να προσφέρει την βοήθειά του.

Ο άγιος Θεοφάνης δεν παραλείπει βεβαίως, έστω και σε μικρότερη έκταση, να τονίσει και τον τρόπο που ο άγιος έγινε κατοικητήριο του Θεού και συνεπώς μυροθήκη του Πνεύματός Του. Χρησιμοποιεί μάλιστα για να δείξει την πνευματική του άσκηση και μία εξαίσια εικόνα, παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη: ο άγιος Νικόλαος έγινε νέος Αβραάμ και ευλογήθηκε από τον Θεό ως έχων και αυτός την αρετή της φιλοξενίας. Τι έκανε λοιπόν από πλευράς πνευματικής ασκήσεως ο άγιος; Όπως πρόσφερε  ο Αβραάμ θυσία στον Θεό τον μονογενή του υιό, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Νικόλαος: πρόσφερε στον Θεό θυσία τον νου του, σαν να ήταν ο μονογενής υιός του. Ο άγιος με άλλα λόγια χαριτώθηκε από το Πνεύμα του Θεού, διότι αγάπησε ολοκάρδια τον Θεό, τόσο ώστε ο νους του αδιάκοπα ευρισκόταν προσκολλημένος σ’  Εκείνον. «Αποδείχθηκες νέος Αβραάμ, Νικόλαε, γιατί οδήγησες τον νου στον Δεσπότη σου, σαν μονογενή υιό, προσφέροντάς του πάντοτε αναίμακτες θυσίες, και έτσι ευλογήθηκες σαν φιλόξενος, Πάτερ, και έγινες κατοικητήριο θείο και άμωμο».

Ο υμνογράφος όμως, είπαμε, χρησιμοποιεί και το όνομα του Νικολάου ως αφορμή σχολιασμού της αγιότητάς του. «Αναδείχθηκες αληθινά κι όπως το λέει και το όνομά σου, νίκη για τον λαό, πραγματικέ δούλε του Χριστού. Διότι μόλις καλείσαι οπουδήποτε, προφταίνεις πολύ γρήγορα εκείνους που προστρέχουν με πόθο κάτω από την σκέπη σου. Εσύ δηλαδή και την νύκτα και την ημέρα φανερούμενος με την πίστη σώζεις από τους πειρασμούς και τις δεινές περιστάσεις». Ο άγιος εν Πνεύματι ευρισκόμενος, ιδίως μετά την κοίμησή του, αποτελεί το όπλο του κάθε πιστού. Ο οποιοσδήποτε που θα τον επικαλεστεί εν πίστει, αν μάλιστα βρίσκεται σε κίνδυνο, είτε είναι στη γη είτε στη θάλασσα, θα τον βρει πρόθυμο συμπαραστάτη του - ο άγιος γίνεται η νίκη του πιστού. «Είσαι, άγιε Νικόλαε, ιεροκήρυκα Χριστού,  μέγας και θερμός βοηθός σ’ αυτούς που βρίσκονται στους κινδύνους, είτε είναι στη γη είτε πλέουν στη θάλασσα, είτε είναι μακριά είτε είναι κοντά». Και βεβαίως ο άγιος έγινε και η νίκη του λαού απέναντι στις αιρέσεις της εποχής, ιδίως απέναντι στον αιρεσιάρχη Άρειο. Υπήρξε κατά τον υμνογράφο μάλιστα «ο ολετήρ Αρείου και θερμός αντίμαχός» του, δηλαδή αυτός που τον εξολόθρευσε – κυρίως με την αγιασμένη ζωή του – και ο θερμός πολέμιός του. Είναι γνωστό ότι μη αντέχοντας ο άγιος τις βλασφημίες του Αρείου κατά του Κυρίου μέσα στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, σηκώθηκε και ράπισε το βλάσφημο στόμα.

Και τέλος, ο άγιος υμνογράφος επιμένει πάρα πολύ στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου – θαυματουργός είναι η προσωνυμία του. Η εμφάνισή του μάλιστα, όπως αναφέρει και το συναξάρι, στον βασιλιά Κωνσταντίνο και στον έπαρχο κατά τον ύπνο τους, για να σώσει αθώους άνδρες, είναι τόσο γνωστή, ώστε και στο εξαποστειλάριο της Πέμπτης της κάθε εβδομάδος, της ημέρας της αφιερωμένης στον άγιο Νικόλαο, όπως και στους αγίους αποστόλους βέβαια – ενδεικτικό της μεγάλης αγιότητάς του: να υπάρχει ημέρα αφιερωμένη σ’ εκείνον, όπως γίνεται με την ημέρα Τρίτη  και με τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο – να μνημονεύεται το συγκεκριμένο θαύμα του. «Όλοι δοξολογούμε τον μεγάλο αρχιποιμένα και ιεράρχη, τον πρόεδρο των Μυρέων, τον Νικόλαο. Διότι έσωσε πολλούς άνδρες που επρόκειτο να πεθάνουν άδικα. Και φανερώνεται στον βασιλιά, όπως και στον Αβλάβιο, στον ύπνο τους, καταργώντας την άδικη απόφαση». Θα έπρεπε βεβαίως να γεμίσουμε πολλές σελίδες, αν θέλαμε, έστω και ακροθιγώς,  να μνημονεύσουμε όχι τα θαύματα που έκανε και κάνει ο άγιος Νικόλαος, αλλά και μόνον αυτά που είναι καταγεγραμμένα στην ακολουθία του αγίου. Είναι σαν τις ακτίνες του ήλιου, με τα οποία φανερώνεται η λαμπρότητά του. Όπως το λέει και ο υμνογράφος: «Αστράπτεις εν τη γη των θαυμάτων ακτίσι, Νικόλαε σοφέ». Και: «Γνωρίζει πάσα υφήλιος, Νικόλαε τρισμάκαρ, τα θαύματά σου».

Εκεί όμως που υπάρχει η πληθύς των θαυμάτων του είναι στον χώρο των ναυτικών. Δεν υπάρχει άνθρωπος της θάλασσας που να μην έχει να διηγηθεί κάποια επέμβαση του αγίου, κάποιο θαύμα προς σωτηρία του. Γι’ αυτό και όλοι τους έχουν αναρτημένη στο δωμάτιό τους  την εικόνα του αγίου Νικολάου, του προστάτη τους. Κι αυτό όχι τυχαία. Το ίδιο το συναξάρι του, πέρα από άλλες περιπτώσεις, μνημονεύει τον ευλαβή εκείνο άνθρωπο του Βυζαντίου, που αγαπούσε υπερβαλλόντως τον άγιο Νικόλαο και που αναγκάστηκε να φύγει με καράβι για δουλειές σε άλλη χώρα. Και κάτι συνέβη το βράδυ της αναχώρησής του που είχε δυναμώσει ο αέρας, οι ναύτες δεν τον πρόσεξαν και τον έσπρωξαν και βρέθηκε στα μανιασμένα κύματα. Κανείς δεν μπόρεσε να τον σώσει και τον έκλαιγαν ως ήδη πεθαμένο. Εκείνος όμως στον βυθό ευρισκόμενος άρχισε να επικαλείται τον προστάτη άγιό του, και, ω του θαύματος! Βρέθηκε μέσα στο σπίτι του στάζοντας από το θαλασσινό νερό. Το μεγάλο αυτό θαύμα βεβαίως έγινε γνωστό όχι μόνον στους συγγενείς και τους γείτονες, αλλά και σε όλο το Βυζάντιο, τόσο που κλήθηκε και από τον βασιλιά και τους αρχιερείς να το διηγηθεί, με κατάληξη την δοξολογία του Θεού και την άγρυπνη δέησή Του μέσα στον Ναό από όλους.

05 Δεκεμβρίου 2024

ΝΑ ΣΥΝΕΛΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΥΣΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΜΕ!

«Μη λησμονείς και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθεις και θα παύσεις να κρίνεις αυτόν που έσφαλε. Ο Ιούδας ανήκε στη χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στη χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας πήρε τη θέση του άλλου!» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ι΄ 4).

Είναι φοβερή η επισήμανση του οσίου:  αυτός που καταλαλεί και κατακρίνει τον συνάνθρωπό του είναι σαν τον άσωτο της γνωστής παραβολής: χαμένος και πνευματικά νεκρός! Γιατί τι λέει; Αν σταματήσεις την κατάκριση, τότε θα σημαίνει ότι έχεις συνέλθει. Όπως συνήλθε και ο άσωτος κάποια στιγμή – «εις εαυτόν ελθών» - και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η ακατακρισία λοιπόν είναι δείγμα μετανοίας, η κατάκριση φανερώνει την έλλειψη της μετανοίας. «Όπως δεν συμβιβάζεται η φωτιά με το νερό, έτσι και η κατάκριση με εκείνον που αγαπά τη μετάνοια» (8). Οπότε, γνώριζε πως κατακρίνοντας τον συνάνθρωπό σου δίνεις το «στίγμα» σου: βρίσκεσαι διαμετρικά αντίθετος  προς τον Θεό, αλλά και προς τον ίδιο τον αληθινό εαυτό σου. Που θα πει πως η κατάκριση είναι πάντοτε καρπός της απόλυτης μοναξιάς! Είναι το γνώρισμα της πνευματικής ορφάνιας και της χωρίς ταυτότητα ζωής! Τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει; «Γεννιέται από το μίσος», συμπληρώνει ο άγιος, «κι είναι αρρώστια λεπτή αλλά και παχιά. Και σε κάνει να νιώθεις ψυχικά βρόμικος και με βαριά καρδιά» (1).

Με  τετράγωνη λογική μάλιστα αποδεικνύει την απάτη της κατάκρισης: όχι μόνο αυτός που κατακρίνει δεν έχει σχέση με τον Θεό, αλλά και δεν λέει ποτέ την αλήθεια. Κι αν την πει, θα εκφράζει ένα μικρό μόνο μέρος της, γιατί θα του διαφεύγει το όλον. Και ξέρουμε ότι χειρότερο πράγμα και από το ψέμα είναι η … μισή αλήθεια! Τι διαφεύγει λοιπόν από τον εργάτη αυτόν της ανομίας; Το βάθος της πραγματικότητας, εκεί που υπάρχει όμως και κινείται η όντως αλήθεια. Γιατί ο άνθρωπος είναι αληθινός στην καρδιά του, στα μέσα του, κάτι που είχαν ήδη επισημάνει και οι αρχαίοι ακόμη Έλληνες φιλόσοφοι, σαν τον Ηράκλειτο: «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», η αλήθεια αγαπάει να κρύβεται. Αν μένεις λοιπόν στην επιφάνεια – κι εκεί πάντοτε μένεις αφού στηρίζεσαι στην «αλήθεια» των αισθήσεών σου: ό, τι βλέπεις και ακούς – τότε η κρίση σου είναι πλανεμένη, έστω κι αν νομίζεις ότι είναι αληθινή.

Κοίτα λοιπόν το παράδειγμα του οσίου: ο Ιούδας και ο ληστής. Αντικειμενικά, ο ένας ήταν από τους πιο κοντινούς του Κυρίου, κι ο άλλος από τους πιο μακρινούς Του. Και σε μία στιγμή τα πράγματα άλλαξαν: ο μαθητής γίνεται προδότης και απομακρύνεται οριστικά από Εκείνον, ο ληστής γίνεται ο πρώτος που μπαίνει στον Παράδεισο. Το λέει κι αλλιώς ο όσιος: «Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετάνιωσε. Και αυτόν που εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον θεωρούσε αγνό, διότι με τη μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει» (6).

Δεν είναι τυχαία η συμφωνία των αγίων Πατέρων πως «ο νόμος του ανθρωπίνου νου είναι η πλάνη».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ

«Ο όσιος Σάββας ζούσε επί Θεοδοσίου του μικρού σε μία κώμη της Καππαδοκίας, που λεγόταν Μουταλάσκη, και οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Σοφία. Ήδη λοιπόν από την αρχή του βίου του πρόστρεξε στη μοναχική ζωή, σε μοναστήρι που λεγόταν Φλαβιανές, και τόσο πολύ από τη νεαρή του ηλικία έγινε εγκρατής, ώστε όταν είδε στον κήπο κάποια φορά ένα μήλο και το επιθύμησε, είπε: «Ήταν ωραίος στην όραση και καλός στη βρώση ο καρπός που με θανάτωσε». Πήρε το μήλο στα χέρια του, αλλά δεν το έφαγε. Αντίθετα το καταπάτησε με τα πόδια του και έθεσε όρο στον εαυτό του να μη φάει ποτέ μήλο. Αλλά  και σε φούρνο  όταν μπήκε κάποια φορά, βγήκε αβλαβής, χωρίς η φωτιά να αγγίξει ούτε τα ιμάτιά του. Στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, τον γνώρισε ο μέγας όσιος Ευθύμιος και τον έστειλε σε κοινόβιο, προς τον όσιο Θεόκτιστο. Από όλους όσους συναντούσε, προσλάμβανε και μάθαινε τους τρόπους και την αρετή τους.  Βλέποντάς τον ο άγιος Ευθύμιος τον προσφωνούσε «παιδαριογέροντα», λόγω της πέρα από τα κοινά μέτρα πνευματικής του καταστάσεως. Όσο περνούσε η ηλικία του, τόσο και αύξανε την αρετή του. Γι’ αυτό και έκανε πολλά θαύματα, όπως και έβγαλε νερό με την προσευχή του σε άνυδρους τόπους. Έγινε μάλιστα και καθηγητής πολλών μοναχών, κι όταν ήλθε   στην Κωνσταντινούπολη,  δύο φορές έστειλε πρέσβεις  και προς τον βασιλιά Αναστάσιο και προς τον Ιουστινιανό, καθώς παρακλήθηκε γι’ αυτό από τους κατά καιρούς πατριάρχες των Ιεροσολύμων. Έφθασε στο ακρότατο της κατά Χριστόν ηλικίας και σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών εξεδήμησε προς τον Κύριο».          

Είναι βασική αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι τον άγιο τον καταλαβαίνει ένας επίσης άγιος. Μόνον όποιος έχει ανεπτυγμένες πνευματικές αισθήσεις μπορεί να «οσφρανθεί» την ευωδία που εκπέμπει η ζωή ενός αγίου – ένας άγευστος της πνευματικής ζωής πορεύεται ως τυφλός μέσα στον κόσμο! Γιατί το αναφέρουμε αυτό εν σχέσει με τον όσιο Σάββα; Για τον απλούστατο λόγο ότι εκείνος που αμέσως τον κατάλαβε και τον «οσφράνθηκε», που είδε την προχωρημένη πνευματική του κατάσταση ήταν ο μέγας όσιος Ευθύμιος.  Ο όσιος αυτός προσφωνούσε «παιδαριογέροντα» τον νεαρό Σάββα, που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα αναγνώριζε την εκ νεότητος αγιότητά του. Από κει και πέρα τα μάτια του μεγάλου Ευθυμίου έγιναν και τα μάτια των υπολοίπων συμμοναστών του, άρχισαν δηλαδή και οι άλλοι να διακρίνουν  τα εκ Θεού χαρίσματά του, τα οποία επιβεβαιώθηκαν περίτρανα με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεψε να γίνονται μέσω αυτού, όπως και από τη μυροβολία του αγίου λειψάνου του.

Η εκ παιδός σοφία του οσίου Σάββα αποδεικνύεται ανάγλυφα από το γεγονός ότι όπου πήγαινε είχε ανοικτά τα μάτια του για να βλέπει την κατά Χριστόν πολιτεία των αφιερωμένων στον Θεό και να αντιγράφει τους άθλους και τις αρετές τους. Δεν επικέντρωνε στις αδυναμίες των άλλων, που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Η έγνοια του, λόγω του μεγάλου πόθου του για τον Θεό, ήταν πώς να προχωρεί πνευματικά. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί κάθε τι που παρουσιαζόταν στον δρόμο του. Θυμίζει η περίπτωσή του τον μέγα Γέροντα των αιώνων, τον όσιο Αντώνιο, ο οποίος και εκείνος προσπαθούσε να μαζέψει σαν τη μέλισσα ό,τι καλό του προσέφεραν οι άγιοι αφιερωμένοι στον Θεό άνθρωποι της εποχής του. Κι όπως εκείνος, γι’  αυτόν τον λόγο, έγινε «θεοφιλής», τον αγαπούσε δηλαδή ο Θεός, το ίδιο και ο όσιος Σάββας. Μέγα δίδαγμα για όλους τους χριστιανούς, ιδίως της εποχής μας, που δυστυχώς σε ένα μεγάλο ποσοστό η προσοχή μας είναι στραμμένη στα αρνητικά των άλλων, στις αδυναμίες τους, χωρίς να μπορούμε να βλέπουμε τα θετικά τους και τις αρετές τους προς παραδειγματισμό. Για να χρησιμοποιήσουμε την εν προκειμένω έκφραση του οσίου της εποχής μας Παϊσίου του αγιορείτου, (την οποία και αυτός τη δανείστηκε από παλαιότερους πατέρες), ο όσιος Σάββας ζούσε και λειτουργούσε στον κόσμο ως μέλισσα που συλλέγει τον καλό καρπό, και όχι ως μύγα, που επιζητεί πάντοτε την ακαθαρσία.

Αποτέλεσμα αυτής της σοφίας και της σύνεσης του οσίου ήταν ακριβώς να γεμίσει ο όσιος Σάββας με όλες τις αρετές. Όπως σημειώνει και ο σχετικός ύμνος: «Πάτερ, φάνηκες οίκος Θεού, διότι υπήρξες μέτριος, άκακος, πράος, απλός, ήσυχος, πράγματι πάνω από τα ανθρώπινα, και σαν άυλος μέσα σε ύλη». Ο υμνογράφος του όμως έχει επίγνωση ότι όλες οι αρετές από μόνες τους δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αν δεν καταλήγουν στο πλήρωμα των αρετών, την αγάπη. Αν η αγάπη δεν αποτελεί την κατάληξη της όποιας αρετής, παύει αυτή να χαρακτηρίζεται χριστιανική. Διότι βεβαίως λείπει ο ίδιος ο Θεός που είναι αγάπη. Γι’ αυτό και επισημαίνει: «Απόκτησες την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, γι’ αυτό και συγκεφαλαιώνεις τον Νόμο και τους Προφήτες. Διότι κατόρθωσες, Πάτερ, την μεγαλύτερη, κατά ασύγκριτο τρόπο από όλες, αρετή».  Και ξέρει βεβαίως επίσης ο υμνογράφος ότι κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ’ αυτήν την αγάπη, αν δεν την κτίσει με τον φόβο του Θεού, που κάνει τον άνθρωπο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. «Πόθησες την αρχή της σοφίας, δηλαδή τον φόβο του Θεού. Με αυτόν τον φόβο έκτισες τη ζωή σου κι έφτασες, Πάτερ, στην τελειότητα, αυτήν που μπορούν βεβαίως οι άνθρωποι».

Μία τέτοια αγιασμένη ζωή σαν του αγίου Σάββα, επάνω δηλαδή στα ίχνη του Χριστού και των Αποστόλων, ήταν ευνόητο να εξακτινωθεί και να γίνει ιεραποστολική φλόγα. Οι συμμοναστές του, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος που τον γνώρισε, κυρίως με το παράδειγμά του αλλά και με τον λόγο του, άλλαζαν και μεταστρέφονταν. Πολλοί μάλιστα εγκατέλειπαν την ενασχόλησή τους με τα πράγματα του κόσμου και γίνονταν μοναχοί. «Έγινες συνόμιλος του αγίου Πνεύματος. Γι’  αυτό και διέγειρες τον ζήλο των λαών, με αποτέλεσμα να αδειάσουν οι πόλεις και να γίνουν πόλεις οι έρημοι, θεοφόρες πατήρ ημών».  «Ταις πρεσβείαις του οσίου πατρός ημών Σάββα, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς».

04 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«῾Ως φαεινόν σε φωστῆρα, Πάτερ Σεραφείμ, γινώσκομεν καί ἱεράρχην θεῖον τῆς σεπτῆς ᾽Εκκλησίας».

 Τρεῖς πολύ μεγάλες προσωπικότητες ἑορτάζει σήμερα ἡ ᾽Εκκλησία μας. Τρεῖς ἁγίους πού ὁ καθένας σφράγισε θά λέγαμε τήν ἐποχή του εἴτε μέ τή θεολογική του προσφορά εἴτε μέ τήν ἁγιασμένη βιοτή καί τό μαρτύριό του: τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη Δαμασκηνό, τόν θεολόγο τῶν εἰκόνων, αὐτόν πάνω στόν ὁποῖο βασίστηκε καί ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά δώσει ἀπάντηση στήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας· τήν ἁγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα πού ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς της στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό προκάλεσε καί τόν ἴδιο τόν πατέρα της, ἀπό τό μιαρό χέρι τοῦ ὁποίου ἔφυγε μαρτυρικά ἀπό τή ζωή αὐτή· τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα καί θαυματουργό Σεραφείμ, ἀρχιεπίσκοπο Φαναρίου καί Νεοχωρίου, τό ῾καύχημα τῶν μαρτύρων καί τῶν ἱεραρχῶν᾽ κατά τόν ὑμνογράφο τῆς ᾽Εκκλησίας μας.  Στόν τελευταῖο ἰδιαιτέρως θά ἐπικεντρώσουμε σήμερα τήν προσοχή μας, αὐτός θά εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς ταπεινῆς ὁμιλίας μας.

 1. Δέν θά ποῦμε δικά μας στοχαστικά λόγια πάνω στόν ἅγιο ἱερομάρτυρα. Θεωροῦμε πιό ἐνδιαφέρον, πιό ἐπωφελές καί πιό  ἐκκλησιαστικό ἴσως νά ἀκολουθήσουμε τά βήματα τοῦ καλοῦ ὑμνογράφου του, ἱερομονάχου ᾽Αναστασίου τοῦ Γορδίου, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἔμπνευση καί τή χαριτόβρυτη γραφίδα του μᾶς δίνει τήν ὅραση τοῦ βάθους τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου καί ὅσο ζοῦσε στή στρατευόμενη τοῦ κόσμου τούτου ᾽Εκκλησία, ἀλλά καί στή δόξα τοῦ Οὐρανοῦ.

Ποιά εἶναι ἡ εἰκόνα πού μᾶς παρουσιάζει γιά τόν ἅγιο Σεραφείμ ὁ ὑμνογράφος; Θά εἴμαστε κατ᾽ ἀνάγκην πολύ ἐπιλεκτικοί: ῾Ο ἅγιος εἶναι τριπλά στεφανωμένος ἀπό τόν Κύριο, στό ἅρμα τοῦ ὁποίου ἐντάχτηκε κι αὐτός μαζί μέ τό πλῆθος τῶν ἄλλων ἁγίων καί μέ τό ὁποῖο ὁ Κύριος περιπολεῖ τόν κόσμο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου (Δοξαστικό τῶν αἴνων). Ποιό τό τριπλό στεφάνι του; (α) τό στεφάνι τῆς ἀσκητικῆς κατά Χριστόν διαγωγῆς του, (β) τό στεφάνι τῆς ἱερωσύνης του, (γ) τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματός του. Μέσα σ᾽ αὐτό τό στεφάνωμα βρίσκεται ὅλη ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου. Κατά πῶς τό λέει μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ ὑμνογράφος: ῾᾽Απέκτησες τήν ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀσκητικούς σου κόπους καί χρίστηκες μέ τό ἱερατικό χρίσμα, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχτηκες δοχεῖο τῆς ὑπέρφωτης ἁγίας Τριάδος, χάριν τῆς ὁποίας ἔχυσες καί τό αἷμα σου πρόθυμα, πανσέβαστε Σεραφείμ. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο καί ἔλαβες ἀπό αὐτήν τρίπλοκο τό ἀμαράντινο στεφάνι καί ἔχεις παρρησία  νά πρεσβεύεις ὑπέρ ἡμῶν πού τιμοῦμε τήν ἀεισέβαστη μνήμη σου᾽ (Δοξαστικό μικροῦ ἑσπερινοῦ).

Πράγματι, τά στοιχεῖα τῆς ζωῆς του ἐπιβεβαιώνουν ἀπολύτως τά τρία στεφάνια του:

(α) ὁ ἅγιος ῾ἀφιερωμένος στόν Θεό ἀπό βρέφους σάν ἄλλος προφήτης  Σαμουήλ᾽ (ὠδή δ´) γεννήθηκε στό χωριό Μπαιζήλα τῆς Θεσσαλικῆς γῆς, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐναρέτους, τόν Σωφρόνιο καί τή Μαρία, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον φρόντισαν νά τόν μορφώσουν μέ τή θύραθεν λεγόμενη παιδεία, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἐκκλησιαστική. Τά γράμματα τοῦ Θεοῦ μάλιστα τόσο πολύ κατάνυξαν τήν ἁγνή καρδιά τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ὥστε θέλησε νά ἀφιερωθεῖ πλήρως στό Θεό, γενόμενος μοναχός στό μοναστήρι τῆς Θεοτόκου ῾Κρύα Πηγή᾽. ᾽Εκεῖ κατεξοχήν φάνηκε ἡ ἀσκητική του ἔφεση καί διαγωγή: ἀποδύθηκε σέ μεγάλους ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι συγκεφαλαιώνονταν σέ ὅ,τι ὑποσχέθηκε κατά τή μοναχική του κουρά: νά ζήσει δηλαδή ἐν παρθενίᾳ, ἐν ἀκτημοσύνῃ καί κυρίως ἐν ὑπακοῇ. ῞Ο,τι μέ ἄλλα λόγια ζοῦσε καί πρό τῆς ἐντάξεώς του στό μοναστήρι, τό ἴδιο, ἀλλά σέ πολλαπλάσιο βαθμό, τό ἔκανε πράξη ζωῆς μέσα σέ αὐτό. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἀναμενόμενο καί προφανές: καθάρισε ὅσο ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του, καθιστάμενος ἔτσι ῾σκεῦος τοῦ ἁγίου Πνεύματος (στιχηρό προσόμοιο ἑσπερινοῦ) - ὁπότε ῾ἀνῆλθε στό ῎Ορος τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί ἄστραψε στήν καρδιά του τό προαιώνιο φῶς ᾽Εκείνου᾽ (ὠδή α´).

(β) ῾Η λάμψη τῆς ζωῆς του δέν ἔμεινε κρυφή. ῾Η ᾽Εκκλησία μας διά τῶν ὀργάνων της ἐπεσήμανε τόν θησαυρό τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου καί τόν κάλεσε στό ὑπερμέγιστο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης καί τῆς ἀρχιερωσύνης, καθιστώντας τον ποιμένα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου καί Νεοχωρίου. Γιατί στεφανώθηκε ὅμως ἀπό τόν Κύριο καί ὡς ἱεράρχης; Διότι ἀφενός συνέχισε τήν ἴδια ἀσκητική ζωή καί ὡς ἀρχιερέας, ἀφετέρου ἀναλώθηκε ἐν ἀγάπῃ στή διακονία τοῦ ποιμνίου του. ῾Ο ὑμνογράφος του δέν παύει νά τονίζει τόν ἐν χάριτι πλούσιο λόγο τοῦ ἁγίου, μέ τόν ὁποῖο ἄρδευε στίς δύσκολες ἡμέρες πού ζοῦσαν ὅλοι τότε τίς ψυχές τῶν πιστῶν του, ὅπως καί τήν ἀδιάκοπη ὑπηρεσία ἀγάπης πού τούς πρόσφερε. ῏Ηταν ῾ὁ ποιμήν ὁ καλός᾽ πού ῾τήν ψυχήν του ἔθετο ὑπέρ τῶν προβάτων᾽, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου. ῾Μέ τά νάματα τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ, ἱερομάρτυς Σεραφείμ, ἄρδευσες ὅλη τήν ποίμνη σου, καί ἔσπειρες σ᾽ αὐτήν τόν ἔνθεο σπόρο, ἐνῶ μέ τά χρώματα τῶν ἀρετῶν τήν ἐλάμπρυνες᾽ (ὠδή η´).

᾽Εκεῖ ὅμως πού ἔνιωθε ὁ ἅγιος ὅτι πραγματοποιεῖ τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης του καί καταξιώνεται ὡς χριστιανός καί ἄνθρωπος ἦταν ὅταν τελοῦσε τή θεία λειτουργία. Ποτέ δέν σταμάτησε νά λειτουργεῖ καί νά προσφέρει τήν ἀναίμακτη λατρεία, μέχρις ὅτου καί ὁ ἴδιος ἔγινε θῦμα, προσφερόμενο στόν Θεό διά τοῦ μαρτυρίου του, συνεχίζοντας συνεπῶς μέ ἄλλον τρόπο τή λατρευτική του ἀναφορά στόν Κύριο καί προεκτείνοντάς την καί μετά τόν θάνατό του ἐνώπιον τοῦ Θείου θυσιαστηρίου. ῾Η ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἐπ᾽ αὐτοῦ εἶναι σαφής: ῾῾Υπῆρξες ὑπηρέτης τῶν Μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί οἰκονόμος τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Σεραφείμ. Διότι πολλές φορές ἱερουργώντας τελοῦσες τήν ἀναίμακτη θυσία κι ἀκόμη πρόσφερες τόν ἑαυτό σου στόν Θεό σάν καθαρή προσφορά μέ τό νά  γίνεις  θῦμα καί θύτης᾽ (λιτή). 

(γ) Κι ἀκριβῶς τό τελευταῖο τοῦτο ἐξηγεῖ καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου του. ῾Ο ἄγιος ἑτοιμασμένος σχεδόν ῾ἐκ κοιλίας μητρός᾽ ἐπιθυμοῦσε νά δώσει καί τή ζωή του γιά τόν Κύριο. ῞Ο,τι ἦταν καί εἶναι φοβερό καί ἀπευκταῖο γιά τούς πολλούς: ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, ἦταν ἐπιθυμητό καί ἀφορμή χαρᾶς γιά ἐκεῖνον. ῎Οχι γιά λόγους ἀσφαλῶς ἀπελπισίας, ὄχι γιά λόγους κατάθλιψης, ἀλλά γιά λόγους ἀγάπης πρός τόν Χριστό. Αὐτό δέν λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, φανερώνοντας τή χάρη πού εἶχε, ὅτι ῾ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι᾽; Αὐτό δέν θέτει καί ὡς ὅριο ἁγιότητος ὁ μέγας ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος, ὅταν σημειώνει ὅτι ῾ὁ ἀληθινός ἅγιος ἐπιθυμεῖ καθ᾽ ἡμέραν τόν θάνατον᾽; ῾Ο ἅγιος Σεραφείμ λοιπόν δέν τρόμαζε μπροστά στόν θάνατο. Τόν θεωροῦσε γέφυρα πού θά τόν φέρει μία ὥρα γρηγορότερα στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀποδεικνύοντας ἔμπρακτα συνεπῶς ὅτι τό κέντρο βάρους τῆς ζωῆς του ἦταν ᾽Εκεῖνος.  Γι᾽ αὐτό καί ὅταν ἦλθε αὐτή ἡ ὥρα, μέ τρόπο πράγματι ἀπάνθρωπα σκληρό ἀπό τούς δαιμονοκίνητους ᾽Αγαρηνούς, ἀναγάλλιασε ἡ ψυχή του. Μέ δραματική ἔνταση καί λυρισμό ὑψηλό, πού θυμίζει τίς ἐπιστολές τοῦ μεγάλου ἀποστολικοῦ Πατέρα ἁγίου ᾽Ιγνατίου τοῦ θεοφόρου καθώς ὁδηγεῖτο στό μαρτύριο,  ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής ἀναφέρει γιά τόν ἅγιο Σεραφείμ: ῾ὅταν πάρθηκε ἡ ἀπόφαση γιά θάνατο ἐναντίον σου ἀπό τόν πρόεδρο τῆς πλάνης, Πάτερ Σεραφείμ, ἐσύ μέ χαρά ἔλεγες στούς ἀπίστους: τί ἀργοπορεῖτε, ἄφρονες, προκειμένου νά μέ ὁδηγήσετε πράγματι στόν Κύριο σάν θύμα καί καθαρή θυσία; Βιάζομαι νά φθάσω στόν Οὐρανό, γιά νά δοξάσω μαζί μέ τούς ἀγγέλους τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό ῞Αγιον Πνεῦμα᾽ (στιχηρό προσόμοιο ἑσπερινοῦ).

Μέ ψεύτικες κατηγορίες, ὅτι δηλαδή συμμετεῖχε στίς ἐπαναστατικές ἐνέργειες τοῦ Λαρίσης Διονυσίου κατά τῶν Τούρκων, τόν κτύπησαν βάναυσα, τοῦ ἔκοψαν τή μύτη σέ λεπτά κομμάτια, κοκκινίζοντας ἀπό τό αἷμα του τόν γύρω του χῶρο, τόν ἔκλεισαν στή φυλακή ἀφήνοντάς τον ἄσιτο καί χωρίς νερό. Κι ὅταν τόν ἔβγαλαν μετά ἀπό ἡμέρες, πιστεύοντας ὅτι τό φρόνημά του θά εἶχε καμφθεῖ, βρέθηκαν στήν πιό μεγάλη ἔκπληξη: ὁ ἅγιος ἦταν περισσότερο θαρραλέος, περισσότερο ἀποφασισμένος ἀπό πρίν, μέ διάθεση νά τούς μεταστρέψει στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ τήν ἀληθινή. ῾Η στάση του βεβαίως αὐτή ἐξῆψε πιό πολύ τήν ὀργή τῶν κριτῶν καί τυράννων του: διέταξαν νά ἁπλωθεῖ τό σῶμα του ἀπό τίς ἄκρες τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν του, νά τοῦ βάλουν στήν κοιλιά τεράστιο βάρος, νά τοῦ ξεσκίσουν τίς σάρκες καί νά τοῦ δώσουν νά πιεῖ μίγμα ἀπό νερό, ξύδι καί ἄμμο. Κι ὅταν ἐκεῖνος ἀντί νά λυγίσει γιγάντωσε καί θέριεψε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τούς προκαλοῦσε λέγοντας νά συνεχίσουν τήν προσφορά τῆς θυσίας του, δέχτηκε τό τελικό καί ἀποφασιστικό κτύπημα: τόν ἀνασκολοπισμό του, τό σούβλισμά του, μέ τό ὁποῖο καί ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ἐπί τῆς γῆς.

Τόν ἄφησαν ἔτσι ἐκτεθειμένο, ὁπότε καί τοῦ ἔκοψαν τήν τιμία κεφαλή, τήν ὁποία μαζί μέ ἄλλες ἄλλων μαρτύρων ἐπιδείκνυαν στούς ὑπόδουλους πρός ἐκφοβισμό. Καί ὤ τοῦ θαύματος! ῾Αλιεῖς τή νύκτα ἔβλεπαν πύρινο στύλο ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου (ὠδή ζ´), ἡ ὁποία μάλιστα  ἀπό τή θέση τοῦ πρός δυσμάς προσανατολισμοῦ της ἄλλαζε θέση, στρεφομένη πρός ᾽Ανατολάς (ὠδή ε´). Τό θαῦμα ἦταν προφανές. ᾽Εν τέλει κάποιοι ἔκλεψαν τήν κάρα του καί τήν πούλησαν στό μοναστήρι του τῆς ῾Κρύας Πηγῆς᾽ Θεοτόκου, πού ἔκτοτε, κατά τόν συναξαριστή, τήν κατέχει ὡς τόν ἀνεκτίμητο θησαυρό του.

2. Τριπλός στέφανος λοιπόν γιά τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα. Κι εἶναι ἀκριβῶς τοῦτο πού ἐξηγεῖ καί τή μεγάλη θέση του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Συμβασιλεύει τῷ Χριστῷ᾽ ὁ ἅγιος, καί πάλι κατά τόν ὑμνογράφο του (λιτή), γενόμενος ἴδιος Σεραφείμ. ῾Παίζει᾽ κατά κάποιο τρόπο ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου, γιά νά δηλώσει ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἅγιος ἔγινε αὐτό πού σημαίνει τό ὄνομά του: θρόνος Κυρίου μέ διαρκή τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του. Οἱ στίχοι στό συναξάρι του εἶναι ἀποκαλυπτικοί: ῎Εφυγε ἀπό τή γῆ πρός τόν Οὐρανό ὁ Σεραφείμ, γιά νά γίνει σάν τά Σεραφείμ: θρόνος Κυρίου'.

᾽Αλλά τό τριπλό στεφάνωμά του ἐξηγεῖ ἐπίσης καί τή δύναμη τῆς θαυματουργίας του. ῾Ο ἅγιος γενόμενος φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ὕπαρξη διάφανη πού ἐξακτινώνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, μεταφέρει ἀενάως τή δύναμη τῆς ἐνεργείας ᾽Εκείνου. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά τόν ἐπικαλεῖται καί νά μή βλέπει τή θαυμαστή παρουσία του. ῾Η παρρησία τοῦ ἁγίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ παρρησία τῶν μεγάλων ἁγίων μαρτύρων πού ξέρουμε, σάν τῶν ἁγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Βαρβάρας, Παρασκευῆς. Καί δέν ἐνεργεῖ ἀσφαλῶς ἡ χάρη τοῦ ἁγίου μέ θαυμαστό τρόπο μόνο στούς κατοίκους τῆς πατρίδος του καί τῆς ἐπισκοπῆς του, ἀλλά σέ ὅλη τήν ῾Ελλάδα καί σέ ὅλον τόν κόσμο. ᾽Αρκεῖ κανείς νά τόν ἐπικαλεστεῖ ἐν πίστει. ῾῾Ο λαός τῶν ᾽Αγράφων καί ὅλη ἡ ῾Ελλάδα καυχῶνται, διότι ἄπειρες φορές λυτρώθηκαν ἀπό τό κακό' (λιτή). ῾Κανείς δέν ὑπάρχει πού δέν λαμβάνει γρήγορα ἀπό τόν ἅγιο Σεραφείμ τήν ἴαση καί τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος᾽ (ὠδή α´).

᾽Εκεῖ ὅμως πού ἀποκορυφώνεται κατά τόν ὑμνογράφο μας ἡ θαυματουργία τοῦ ἁγίου εἶναι μέ ὅ,τι προσφέρει ἡ τιμία κάρα του. Κατεξοχήν αὐτή ἔγινε ἡ πηγή τῶν ἰάσεων, τρόπον τινά μία νέα κολυμβήθρα Σιλωάμ, ὄντως ἰατρεῖο καί θεραπευτήριο μέγιστο, ἡ ὁποία σώζει μέν ἀπό τίς διάφορες παθήσεις, κυρίως ὅμως ἀπό τίς λοιμικές νόσους, ἐνῶ λειτουργεῖ παράλληλα ὡς ἀνάχωμα γιά τήν πλανεμένη πίστη τῶν ᾽Αγαρηνῶν. ῾Σεραφείμ παμμακάριστε, ἀνυμνοῦμε μέ εὐσέβεια τήν πανένδοξη καί θεόστεπτη κάρα σου, τήν ὁποία ἔδωσες σέ ἐμᾶς τά παιδιά σου γιά τήν ἴαση τῶν δεινῶν μας παθῶν, ἐξαιρέτως ὅμως, ῞Αγιε, γιά τήν ἐκδίωξη τῆς φοβερῆς καί πολύφθορης λοιμικῆς νόσου᾽ (στιχηρό ἑσπερινοῦ). 

3. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ὑπῆρξε ἡ αἰτία ὅλης αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς πορείας τοῦ ἁγίου καί ὅλων τῶν θαυμασίων πού ἐνεργεῖ; Ποιά ἡ θεμελιακή δύναμη, χωρίς τήν ὁποία δέν θά γινόταν τίποτε στή ζωή του καί θά περνοῦσε κι αὐτός ἀπαρατήρητος σάν ἕνας ἀπό τούς πολλούς τοῦ κόσμου τούτου; Τίποτε περισσότερο ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουμε στή ζωή ὅλων τῶν ἁγίων καί συνεπῶν πιστῶν ἀνά τούς αἰῶνας: ἡ θερμή πίστη του καί ἀγάπη του πρός τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῎Αν ὁ ἅγιος Σεραφείμ ἅγιασε, ἄν στεφανώθηκε ἀπό τόν Θεό τόσο πολύ, ἄν μύρια θαύματα ἔγιναν καί γίνονται μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του, ἄν ἄντεξε βεβαίως στά τόσα μαρτύρια χωρίς καθόλου νά δυσανασχετήσει ἀπέναντι στούς δημίους του, πολλῷ δέ μᾶλλον νά τούς μισήσει καί στό παραμικρό - εἶναι συγκινητική ἡ ἀναφορά τοῦ ὑμνογράφου στό σημεῖο αὐτό ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγεῖτο στό μαρτύριο σάν τόν Χριστό, σάν ἀρνί ἄκακο καί σιωπηλό δηλαδή (κάθισμα ὄρθρου) - ἦταν γιατί ἀκριβῶς ἡ καρδιά του ἦταν πυρωμένη ἀπό τήν πίστη καί τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος πρῶτος τόν ἀγάπησε καί τοῦ ἔδωσε τή χάρη τῆς ἀντίστοιχης μέ Αὐτόν ἀγάπης. ῾Σεραφείμ, τό σόν αἷμα ἔχυσας θερμῶς δι᾽ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, διό καί νῦν δοξάζει σε᾽ (στιχηρά ἑσπερινοῦ). 

4. Δέν θέλουμε νά μακρηγορήσουμε. ᾽Αλλά δέν εἶναι δυνατόν νά ἔλθει κανείς σ᾽ ἐπαφή μέ τή φωτεινή καί ὑψηλή καί μαρτυρική ζωή τοῦ ἁγίου καί νά μή κατανυχθεῖ στήν καρδιά καί νά μή προκληθεῖ νά κάνει ἕνα ἀπό τά δύο πού λέει γιά παρόμοιες περιπτώσεις ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος:

Πρῶτον· ἤ νά φύγει πληγωμένος μ᾽ ἕνα βέλος στήν καρδιά, ὥστε στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ νά κάνει στή δική του ζωή τά ἀντίστοιχα μέ τόν ἅγιο, δηλαδή:

- νά γιγαντώσει τήν πίστη του καί τήν ὁμολογιακή τῆς πίστεως αὐτῆς διάθεσή του, εἰδικά σήμερα πού ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖται γιά μία ἀκόμη φορά καί ἀμφισβητεῖται ἀπό σύγχρονους νέους ῾᾽Αγαρηνούς᾽, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι αὐτοί συνιστοῦν τούς κυριάρχους τῆς ζωῆς (τό παράδειγμα μάλιστα τοῦ ἁγίου δείχνει ὅτι ὅσο αὐτοί βάλλουν κατά τῆς πίστεως τόσο αὐτή θεριεύει καί μεγαλουργεῖ, σάν τήν κάρα τοῦ ἁγίου πού ἀποκοπεῖσα κατέφερε ἀποφασιστικό πλῆγμα κατά τῆς κεφαλῆς τοῦ ἰοβόλου δράκοντος διαβόλου (λιτή))·

- έπειτα· εἴτε κληρικός εἶναι κανείς εἴτε λαϊκός πιστός νά νιώσει ὅτι τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας βρίσκεται κατεξοχήν στό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, κατά τό παράδειγμα καί πάλι τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος πρόσφερε ἀδιάκοπα ὅσο ζοῦσε τήν ἀναίμακτη θυσία στόν Τριαδικό Θεό καί συνέχισε νά τήν προσφέρει μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του, εὑρισκόμενος πιά ὡς λειτουργός ἐνώπιον τοῦ ὑπερουρανίου θυσιαστηρίου, πού σημαίνει ὅτι στή λειτουργική ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας μας βρίσκουμε τόν ἀληθινό ἑαυτό μας·

- κι ἀκόμη· νά συναισθανθοῦμε ὅτι πηγή τῶν πάντων στήν πνευματική ζωή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό, πού ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο καί προϋποθέτει ζωή ἄσκησης καί ἐγκρατείας, ὥστε ὁ νοῦς καί οἱ αἰσθήσεις μας νά καθαρθοῦν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά φωτιστοῦν ἀπό αὐτήν καί, ἄν ἐπιτρέψει ᾽Εκεῖνος, νά φτάσουν νά ψηλαφήσουν ἔστω καί ἐπ᾽ ἐλάχιστον τή χαρισματική θέωσή μας.

Δεύτερον, ἄν δέν μπορεῖ κανείς λόγω ἀδυναμίας ἤ φόβου νά φύγει μέ τό βέλος αὐτό τοῦ ἐνθουσιασμοῦ ὥστε νά ἀποδυθεῖ σ᾽ ἕναν τέτοιο σωτήριο ἀγώνα γιά τόν ἴδιο καί τούς συνανθρώπους του σάν τόν ἅγιο Σεραφείμ, τουλάχιστον νά σκύψει τό κεφάλι ἐν μετανοία, νά ὁμολογήσει τήν πνευματική του ἔνδεια, νά ταπεινωθεῖ ἐκζητώντας τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Κι ἴσως τότε γίνει ἵλεως καί γι᾽ αὐτόν ὁ Κύριος, λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Σιναΐτης, γιά νά μή ποῦμε ὅτι θά φτάσει καί τόν πρῶτο.

Εἴτε πάντως στή μία εἴτε στήν ἄλλη περίπτωση ὁ ἅγιος ἐνεργεῖ χαρισματικά: συνιστᾶ ὅριο πάνω στό ὁποῖο κρίνεται ἡ ζωή καί ἡ συνείδησή μας. Κι αὐτό τελικῶς ἴσως εἶναι καί τό νόημα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Σεραφείμ καί ὅλων τῶν ἁγίων. ῾Τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος᾽ δέν λέει καί τό πατερικό λόγιο;

 Τιμώντας τόν ἅγιο δέν προσθέτουμε ἀπολύτως τίποτε στή δική του χάρη καί δόξα. ᾽Εμεῖς ἀντιθέτως στόν βαθμό πού τόν τιμοῦμε αὐξανόμαστε πνευματικά καί ὡραϊζόμαστε ψυχικά. ῞Οπως σημειώνει κι ὁ ποιητής ὑμνογράφος: ῾Οἱ πολύφωνες γλῶσσες τῶν ρητόρων ἄς κινηθοῦν πρός δοξολογία τοῦ μάρτυρα, ὄχι γιά νά προσθέσουν κάτι στή δόξα του, ἀλλά γιά νά καλλωπιστοῦν ἐκεῖνοι μέ τή δοξολογία του᾽ (ὠδή στ´). Κι αὐτό συμβαίνει διότι ἡ δοξολογική ἀναφορά μας στόν ἅγιο ἀποτελεῖ τελικῶς ἀναφορά καί δοξολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, τοῦ χορηγοῦ κάθε καλοῦ καί ἀγαθοῦ.

῎Ας εὐχηθοῦμε ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Σεραφείμ, ἀρχιεπίσκοπος Φαναρίου καί Νεοχωρίου ὁ θαυματουργός, νά εἶναι πάντοτε θερμός πρεσβευτής μας στόν Κύριο, προκειμένου νά μᾶς δίδει τή χάρη νά ἀκολουθοῦμε τά μαρτυρικά βήματά του, βήματα βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ ἐν σαρκί φανερωθέντος Θεοῦ μας.

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ

«Η αγία Βαρβάρα ζούσε επί Μαξιμιανού, του βασιλιά του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, κόρη κάποιου ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος την φύλασσε  σε υψηλό πύργο, λόγω της ανθηρής σωματικής ωραιότητάς της. Το γεγονός ότι ήταν κόρη που σεβόταν τον Χριστό δεν άργησε να έλθει σε γνώση του πατέρα της. Έμαθε δηλαδή τα σχετικά με την πίστη της, όταν ανοικοδομούσε λουτρό. Κι ενώ αυτός είπε να φτιάξουν δύο παράθυρα σ’ αυτό, η Βαρβάρα έδωσε εντολή να φτιάξουν τρία. Κι όταν την ρώτησε το γιατί, είπε «για να είναι επ’ ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλις άκουσε την απάντησή της εκείνος, αμέσως όρμησε εναντίον της για να τη σκοτώσει με το ίδιο του το ξίφος. Ξέφυγε όμως η Βαρβάρα και εισήλθε μέσα σε πέτρα που άνοιξε στα δύο. Την καταδίωξε όμως ο πατέρας της και την βρήκε, οπότε την άρπαξε από τα μαλλιά και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Μπροστά σ’  αυτόν η αγία ομολόγησε τον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί σκληρά, να ξυσθούν οι σάρκες της, να κατακαούν οι πλευρές της και να κτυπηθεί το κεφάλι της με σιδερένιες σφαίρες. Έπειτα την περιέφεραν στην πόλη γυμνή, την ξανακτύπησαν, μέχρις ότου δέχτηκε το διά ξίφους τέλος από τον πατέρα της που την σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός λέγεται ότι μετά τη σφαγή της, κατεβαίνοντας από το βουνό, κτυπήθηκε από κεραυνό και ξεψύχησε».

Με την αγία Βαρβάρα -  μάλλον και με αυτήν -  πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα… υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Ο Κύριος δηλαδή ζητά την αγάπη του ανθρώπου υπεράνω όλων των επιγείων αγαπών, έστω κι αν πρόκειται για τους γονείς, για τα τέκνα, για τον ή την σύζυγο, για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι διότι απορρίπτει την αγάπη προς αυτούς – τούτο θα ήταν οξύμωρο, αφού  ο Ίδιος έχει νομοθετήσει την αγάπη προς όλους, και μάλιστα προς τους γονείς – αλλά διότι η αγάπη προς Εκείνον, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό, αν δεν είναι υπεράνω όλων, σημαίνει ότι η όποια άλλη αγάπη θα λειτουργεί μέσα σε πλαίσια που έχουν το στοιχείο του εγωισμού, το στοιχείο τελικώς της νοσηρότητας. Έτσι η απόλυτη αγάπη προς τον Θεό στην πραγματικότητα καθαρίζει όλες τις άλλες αγάπες και τις κάνει να φανερωθούν στην πιο καθαρή μορφή τους. Από την άποψη αυτή η άρνηση της Βαρβάρας να υπακούσει στον πατέρα της, ναι μεν φανέρωνε την «πυρωμένη προς Θεόν» αγάπη της,  από την άλλη όμως αποτελούσε έκφραση αγάπης και προς εκείνον, γιατί του έδινε πρόκληση μετανοίας και αλλαγής: να φύγει από την αθεΐα του, άσχετα προς το γεγονός ότι εκείνος τελικώς απέρριψε την πρόκληση αυτή. «Πληγωμένη από το γλυκύτατο βέλος του πόθου σου ως νυμφίου, Δέσποτα, η αθληφόρος Βαρβάρα, βδελύχθηκε όλην την αθεΐα του πατέρα της».

Η αντιθετική σχέση της αγίας Βαρβάρας με τον πατέρα της δίνει την ευκαιρία στον εκκλησιαστικό ποιητή αφενός να θυμηθεί ότι εκπληρώνεται έτσι η προφητεία του Κυρίου ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού» και ότι «λόγω Εκείνου θα στραφεί ο πατέρας εναντίον του παιδιού και το παιδί εναντίον του πατέρα» - «Φάνηκε με σαφήνεια, Χριστέ, εκπληρωμένη η προφητεία σου: ο πατέρας δηλαδή προδίδει σε φόνο το τέκνο του» -  αφετέρου ότι ισχύει πάντοτε η παροιμία που λέει: «από ρόδο βγαίνει αγκάθι και από αγκάθι βγαίνει ρόδο», δηλαδή ότι υπάρχουν συχνά περιπτώσεις που το οικογενειακό περιβάλλον δεν καθορίζει τη διαμόρφωση  των παιδιών και την πορεία της ζωής του. «Η Βαρβάρα ευωδίασε την Εκκλησία του Χριστού, σαν ιερότατο ρόδο που βγήκε από αγκάθινη ρίζα».

Ο υμνογράφος της αγίας μένει έκθαμβος μπροστά στην ψυχική δύναμη που της έδινε η αγάπη της προς τον Χριστό. Για να τονίσει ότι όπου υπάρχει ο πόθος για Εκείνον, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ακόμη και η θεωρούμενη αδυναμία της γυναικείας φύσεως, η νεότητα με τα θέλγητρα που της παρουσιάζονται, η ομορφιά του σώματος, ο πλούτος, οι ηδονές. «Ούτε η ευχαρίστηση της τρυφής ούτε το άνθος του κάλλους και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητας σε γοήτευσαν, ένδοξη Βαρβάρα, γιατί νυμφεύθηκες τον Χριστό, καλλιπάρθενε». «Για τους αγώνες της τελειότητας, κανένα εμπόδιο δεν φάνηκε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως και η νεότητα της ηλικίας». Η αγία Βαρβάρα αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε παρεκτροπή της νεότητας, επικαλούμενοι ακριβώς αυτήν ως επιχείρημά τους. Τα πάντα ήταν μπροστά στα πόδια της αγίας: και οι ηδονές και τα πλούτη και η δόξα. Μπροστά όμως στον Χριστό, όλα θεωρήθηκαν από αυτήν ως «σκύβαλα», όπως λέει αντιστοίχως και ο απόστολος Παύλος. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.

Ο άγιος Στέφανος ο Σαββαΐτης, ο υμνογράφος της αγίας, δεν μπορεί να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός της γυμνής περιφοράς της στην πόλη, που συνιστούσε ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια της σεμνής Βαρβάρας. Ως άνθρωπος όμως πίστεως το βλέπει με πνευματικούς οφθαλμούς, βλέπει δηλαδή εκείνα που βρίσκονται και πίσω από το γεγονός. «Λαμπρός άγγελος, σεμνή Βαρβάρα, σε έντυσε με φωτεινή στολή και σε περιέφερε σαν νύμφη,  εσένα που έγινες γυμνή για χάρη του Χριστού. Διότι μαζί με το φόρεμά σου απεκδύθηκες και τα πάθη σου, σεμνή Βαρβάρα, φτάνοντας σε έκσταση θείας αλλοίωσης».  Έτσι κατά τον ύμνο της Εκκλησίας μας, η αγία Βαρβάρα ποτέ δεν υπήρξε γυμνή. Την ώρα που οι διώκτες της σωματικά την γύμνωναν, άγγελος την έντυνε σαν νύμφη και την οδηγούσε στον ουρανό, ενώ η γύμνωσή της αυτή συνιστούσε και την μεγαλύτερη αγιότητά της, αφού έτσι ξέφευγε από οποιοδήποτε αμαρτωλό πάθος της.

Δεν μπορούμε να μην κάνουμε τη σύγκριση: η ακούσια γύμνωση της αγίας οδηγούσε στην θεϊκή ένδυσή της,  την πλήρωσή της από τη χάρη του Θεού. Η εκούσια γύμνωση πολλών γυναικών στην εποχή μας οδηγεί μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα: στη δαιμονική ένδυσή τους, την αιχμαλωσία τους στα δίχτυα του πονηρού, που σημαίνει βεβαίως την απέκδυσή τους από οποιαδήποτε χάρη του Θεού.