18 Ιανουαρίου 2025

ΟΙ ΔΕ ΕΝΝΕΑ ΠΟΥ;

 

«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ.17, 17-18)

Ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά έρχεται αντιμέτωπος με το κοινωνικό περιθώριο, με τους ανθρώπους δηλαδή που η ιουδαϊκή κοινωνία είχε αποκλείσει, λόγω της φοβερής, για τα δεδομένα της τότε – και όχι μόνον – εποχής, αρρώστιας της λέπρας. Κι αντιμετωπίζει την πίστη τους, καθώς Τον παρακαλούν να τους ελεήσει και να τους θεραπεύσει: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Και πράγματι, ο Κύριος ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και τους θεραπεύει, μ’ έναν έμμεσο όμως τρόπο: στέλνοντάς τους εκεί που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επιβεβαιώνεται η αποκατάσταση από την αρρώστια και η υγεία: στους ιερείς. Ο Κύριος όμως θα επαινέσει  τον έναν από τους πρώην λεπρούς – και μάλιστα Σαμαρείτη, δηλαδή εχθρό του Ιουδαϊσμού – διότι υπήρξε ο μόνος που όχι μόνον είδε να θεραπεύεται από τον Κύριο, αλλά και επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό και να ευχαριστήσει τον Ίδιο. Θα εκφράσει μάλιστα ο Κύριος το δίκαιο παράπονο: «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;»

1. Ο Κύριος ζητά τη δοξολογία προς τον Θεό από τον άνθρωπο, ο οποίος γεύτηκε τις δωρεές και τις ευεργεσίες Εκείνου. Το παράπονο που διατυπώνει αποτελεί σαφή υπαινιγμό Του. Κι όχι βεβαίως διότι ο Θεός έχει ανάγκη από τις δοξολογίες του ανθρώπου – ο Θεός ως ο απολύτως τέλειος είναι παντελώς ανενδεής, χωρίς να Του προσθέτει τίποτε η όποια δοξολογία του ανθρώπου∙ άλλωστε μυριάδες αγγέλων Τον δοξολογούν αενάως – αλλά διότι η δοξολογία Του ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι Αυτός δίνει στον άνθρωπο κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, να πορεύεται με ανοικτά τα μάτια της ψυχής του, με πίστη και αγάπη προς τον Δημιουργό του. Μόνον όποιος πιστεύει αληθινά βλέπει ότι τα πάντα πηγάζουν από τον Θεό, διακρατούνται από Εκείνον και κατευθύνονται σ’  Εκείνον. Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». Η δοξολογία του Θεού λοιπόν αποτελεί σημείο πνευματικής υγείας του ανθρώπου, δείγμα ότι αυτός βρίσκεται στη φυσιολογική του πορεία και προκόπτει κατά Θεόν. Πόσο απλά και με χάρη Θεού διατύπωνε την αλήθεια αυτή και ο πνευματικός του Γέροντος Παϊσίου, γέρων ιερομόναχος Τύχων, όταν έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του: «Το, Κύριε ελέησον, εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές». Για χάρη μας λοιπόν ο Κύριος ζητά τη δοξολογία του Θεού. Εμείς την έχουμε ανάγκη και όχι ο Θεός.

2. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όμως ότι η δοξολογία αυτή προς τον Θεό φαίνεται να ταυτίζεται  με την ευχαριστία προς τον Κύριο. Γύρισε, λέει ο Ευαγγελιστής, ο θεραπευμένος πρώην λεπρός, ο ένας, δοξολογώντας τον Θεό και ήλθε και πρόσπεσε στον Χριστό ευχαριστώντας Αυτόν. «Υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ».  Το να δοξολογώ τον Θεό σημαίνει ότι οδηγούμαι προς τον Χριστό εν ευχαριστία. Διότι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο ερχομός Του στον κόσμο ως ανθρώπου. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοξολογία Του επομένως από τη στροφή προς τον Χριστό και την αναγνώριση ότι Αυτός είναι η πηγή της ευεργεσίας και της θεραπείας στον άνθρωπο. Όπως σημειώνει και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων για τον Κύριο: «Αυτός διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Έτσι δοξολογία του Θεού χωρίς αναφορά στον Χριστό και ευχαριστία Εκείνου αποτελεί μάλλον λατρεία δαιμόνων. Διότι άλλος Θεός εκτός του Ιησού Χριστού δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη που ο Ίδιος ο Κύριος έκανε στους μαθητές Του ήταν απόλυτη: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Και «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού».

3. Κι αν βεβαίως η κάθε ευχαριστία προς τον Χριστό συνιστά τη δοξολογία του αληθινού Τριαδικού Θεού, διότι αναγνωρίζει ο πιστός ότι Εκείνος είναι η φανέρωση του Θεού στον κόσμο, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για την κατ’ εξοχήν ευχαριστία του, τη Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη Θεία Λειτουργία, που συνιστά το κέντρο των μυστηρίων  της Εκκλησίας μας, έχουμε την αποκορύφωση της πίστεως του ανθρώπου,  ο οποίος  λατρεύει και δοξολογεί σωστά τον Θεό. Κι αυτό γιατί στο μυστήριο αυτό ο άνθρωπος νιώθει ότι λειτουργεί η πραγματική του ταυτότητα - εκείνη  που του δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, ότι έγινε  δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού – και συνεπώς ότι κινείται σύμφωνα με τον ρυθμό της λειτουργίας αυτού του σώματος. Πότε για παράδειγμα τα φυσικά μέλη του σώματός μας είναι υγιή και φυσιολογικά; Όταν είναι συνδεδεμένα με το σώμα και λειτουργούν με τον ρυθμό αυτού του σώματος, συντονιζόμενα από την κεφαλή. Το ίδιο και στο πνευματικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία: στη Θεία Ευχαριστία έχουμε την ορθή θέση και κίνηση του μέλους, το οποίο δοξολογεί ορθά τον Θεό, ευρισκόμενο σε κοινωνία με Εκείνον που είναι «η κεφαλή του σώματος» και με τα άλλα μέλη, τους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη χαρά για τον Κύριο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο «σβήσιμο», θα λέγαμε, κάθε παραπόνου Του, από το να μας βλέπει να συμμετέχουμε εν μετανοία, δηλαδή με τον ορθό τρόπο, στη Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αφενός εκεί μας ανοίγονται τα μάτια για να δούμε ότι τα πάντα στη ζωή μας, ακόμη και τα θεωρούμενα δυσάρεστα, αποτελούν ευεργεσίες Του – «υπέρ πάντων ων ίσμεν και ουκ ίσμεν, των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων» λέμε στην αγία αναφορά της Θείας Λειτουργίας – αφετέρου εκεί πάλι συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός δεν είναι απλώς ο Παντοδύναμος Κύριος, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας μας – «και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ακατακρίτως, τολμάν επικαλείσθαί Σε, τον επουράνιον Θεόν, Πατέρα και λέγειν: Πάτερ ημών».

4. Στο περιστατικό όμως της επιστροφής του Σαμαρείτη πρώην λεπρού, που αποδίδει τη δοξολογία προς τον Θεό και την ευχαριστία στον Κύριο, συγκλονίζει κυριολεκτικά η αποτίμηση που κάνει ο Κύριος: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Και λέμε ότι συγκλονίζει, διότι πίστη στον Χριστό έδειξαν και οι άλλοι εννέα λεπροί: και στην επίκλησή τους («Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»), και την ώρα που ο Κύριος τους στέλνει στους ιερείς: θεραπεύτηκαν κάνοντας υπακοή στον λόγο Του («και εν τω υπάγειν αυτούς εθεραπεύθησαν»). Κι αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έχω πίστη στον Χριστό και μάλιστα σ’ ένα βαθμό ενεργουμένη, να εισπράττω από τον Κύριο την εκπλήρωση κάποιου αιτήματός μου, και τελικώς να μην ανήκω στους σωσμένους. Το ζητούμενο με άλλα λόγια δεν είναι να πάρω κάτι από τον Θεό, αλλά να στήσω μία μόνιμη σχέση μαζί Του, να μπορώ να παραμένω πάντοτε με Εκείνον, έχοντας διαρκή αναφορά στο πάντιμο πρόσωπό Του. Κι αυτό είναι που κατάφερε, όπως φαίνεται, «ο αλλογενής» Σαμαρείτης. «Είδε» καθαρά ότι υπεράνω όλων, ακόμη και της κοινωνικής αποδοχής και της υγείας του – πράγματα που εξασφάλιζε πια με τη θεραπεία του από τη λέπρα – ήταν να γυρίσει στον Χριστό. Κατάλαβε ότι Εκείνος ήταν η σωτηρία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι με τη στάση του ο άνθρωπος αυτός ομολογούσε ό,τι ο απόστολος Παύλος έγραφε: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να έχω τον Χριστό, φανερώνοντας έτσι ένα μαρτυρικό φρόνημα αγάπης προς Εκείνον.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι κι εμείς είμαστε πιστοί στον Χριστό: το φανερώνουν οι προσευχές μας, οι παρακλήσεις μας προς Αυτόν, η υπακοή μας συχνά στα λόγια Του, προκειμένου μάλιστα να «θεραπευτούμε» από διάφορες δυστυχίες μας. Ιδιαιτέρως σήμερα, με την κρίση της εποχής μας, οι κραυγές προς τον Χριστό έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρέπει να προσέξουμε όμως, μήπως ανήκουμε στη χορεία των εννέα και όχι του ενός. Ο Χριστός επαίνεσε, είπαμε, τον ένα για την αληθινή του πίστη, η οποία έδειξε ότι υπεράνω όλων των αγαπών, ακόμη και την αγάπη προς τον εαυτό του, ήταν η αγάπη προς Εκείνον. Την έχουμε εμείς την αγάπη αυτή; Ή τέλος πάντων ζητούμε από τον Κύριο να την αποκτήσουμε;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 17,12 –19)

Τῷ καιρῷ εκείνω, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν  λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.  καὶ ἰδὼν  εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς  δὲ ὁ Ἰησοῦς  εἶπεν·  Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;  οἱ δὲ ἐννέα  ποῦ; οὐχ  εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τόν  καιρό,  καθώς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς  σ’ ἕνα  χωριό,  τόν συνάντησαν  δέκα  λεπροί·  στάθηκαν  λοιπόν ἀπό  μακριά  καί  τοῦ φώναζαν  δυνατά:  «Ἰησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ  μας!»  Βλέποντάς  τους ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Πηγαίνετε νά σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καί καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπό τή λέπρα. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μέ δυνατή φωνή τόν Θεό, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δέ θεραπεύτηκαν καί οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιά ποῦ εἶναι; Κανένας τους δέ βρέθηκε νά γυρίσει νά δοξάσει τόν Θεό παρά μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καί σ’ αὐτόν εἶπε: «Σήκω καί πήγαινε στό καλό· ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κολ. 3, 4-11)

Ἀδελφοί, ὅταν Χριστὸς φανερωθῇ, ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι ἔρχεται ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ ̓ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ίουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοίὅταν  Χριστόςπού εἶναι  ἀληθινή ζωή μαςφανερωθεῖτότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία τουἈπονεκρῶστε,  λοιπόν,τι  σᾶς  συνδέει  μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόνΤήν πορνείατήν ἠθική ἀκαθαρσίατό πάθοςτήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξίαπού εἶναι εἰδωλολατρίαΓιά ὅλα αὐτά θά πέσει  ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω  σ’ ἐκείνους  πού δέ θέλουν  νά πιστέψουνΣ’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖςὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωήσαςΤώρα ὅμως πετάξτε τα ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας:  Τήν ὀργή,  τό θυμό,  τήν  πονηρία,  τήν  κακολογία  καί  τήν αἰσχρολογίαΜή λέτε ψέματα  ἕνας στόν ἄλλοἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές τουΤώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούριο ἄνθρωποπού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ τουὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ ΘεοῦΣ’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοιπεριτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα.

Η ΟΡΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΤΩΝΙΟ

«Ἐνοικοῦντά σοι ἔχων, τόν τά πάντα βλέποντα Θεόν μακάριον, ἐκδιδάσκοντά σε, καί φωτίζοντα καί συνετίζοντα, τῶν ψυχῶν τρισμάκαρ, τῶν καθαρῶν καί μακαρίων, τάς ἀνόδους ὁρᾶν κατηξίωσαι» (ωδή ε΄ όρθρου αγίου Αντωνίου).

(Τρισμακάριε Αντώνιε, έχοντας ένοικο της ψυχής σου τον μακάριο Θεό που βλέπει τα πάντα να σε διδάσκει, να σε φωτίζει και να σε συνετίζει, αξιώθηκες να βλέπεις τις ανόδους προς τον Θεό των καθαρών και μακαρίων ψυχών).

Ο μέγας της εποχής μας όσιος Πορφύριος έλεγε κάποτε ενθουσιασμένος από το ύψος και το βάθος της εκκλησιαστικής ποίησης των μεγάλων και αγίων υμνογράφων, Ρωμανού του Μελωδού, Ιωσήφ και Θεοφάνους των υμνογράφων, Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κοσμά του Μαϊουμά κ.ά., ότι οι άγιοι αυτοί βρίσκονταν στο ίδιο πνευματικό ύψος, ίσως και μεγαλύτερο καμιά φορά, με τους επαινουμένους από αυτούς αγίους, γι’ αυτό και είχαν τη δυνατότητα με άνεση να ερμηνεύουν τη ζωή τους, να διεισδύουν πίσω από τα φαινόμενα και να επισημαίνουν τις προϋποθέσεις της κατά Χριστόν πνευματικότητάς τους, να δίνουν απαντήσεις σε θέματα θεωρούμενα παράδοξα της πορείας τους που ο κοινός νους των απλών ημών χριστιανών αδυνατεί να εξηγήσει. Κι αιτία γι’ αυτό ήταν ακριβώς ο φωτισμός Κυρίου που είχαν, το ίδιο Πνεύμα που διακατείχε κι αυτούς όπως και τους γνωστούς αγίους, κατά το «ο πνευματικός ανακρίνει πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται». (Και θυμόμαστε αίφνης επ’ αυτού, μιας και ο λόγος για τον άγιο Αντώνιο, ότι ο άγιος Πορφύριος ήταν – και μάλλον μόνον αυτός θα μπορούσε να το πει! – που «έκρινε» το πνευματικό επίπεδο του μεγάλου οσίου, τότε που αγωνιζόταν κατά των δαιμόνων με ένταση τέτοια που σχεδόν είχε φτάσει μέχρι τον θάνατο! Τι «κρίση» εξέφερε για τον άγιο Αντώνιο; Όταν κάποιος ρώτησε τον σύγχρονό μας Πορφύριο πώς αναφέρεται στην πνευματική ζωή ως κάτι το εύκολο – διότι τόνιζε πως όλα τελικώς ανάγονται στον έλεγχο των λογισμών, καθώς με απλότητα και χωρίς πιέσεις στρεφόμαστε προς τον Χριστό και αυτό αποτελεί τη θεραπεία και την υπέρβαση των προβλημάτων! – πώς λοιπόν είναι κάτι εύκολο, ενώ ο άγιος Αντώνιος πάλευε με τους δαίμονες «έως θανάτου» καταθέτοντας το «αίμα» της ψυχής του, εκείνος ο διακριτικός, προορατικός και διορατικός όσιος Πορφύριος απάντησε: «Τότε που πάλευε με τους δαίμονες ήταν στην αρχή της πνευματικής του ζωής!»)

Γιατί κάνουμε αυτήν την εισαγωγή; Διότι βλέπουμε στον παραπάνω ύμνο τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη να εξηγεί με τις πνευματικές του προϋποθέσεις αυτό που συνέβαινε στον όσιο μέγα Αντώνιο: να βλέπει τις ψυχές των ανθρώπων, όχι μόνο ενόσω ζούσαν, ως διορατικός που ήταν, αλλά και την ώρα που έβγαιναν οι ψυχές από το σώμα τους - γινόταν χάριτι Κυρίου μέτοχος της μυστηριακής ώρας που η ψυχή χωρίζεται από το σώμα! Και ποια η συμβολή του αγίου ποιητή εν προκειμένω; Δεν πρόκειται, σημειώνει, για κάποια φυσική ιδιότητα «περίεργη» που είχε ο ψυχισμός του κι ούτε για κάτι που απέκτησε ως ανάπτυξη των δεξιοτήτων του μετά από τα πολλά χρόνια της ασκητικής του διαγωγής, αλλά για τη χαρισματική όντως εκ Θεού πραγματικότητα που ζούσε ευρισκόμενος σε διαρκή επικοινωνία και σχέση με τον Ιησού Χριστό ως μέλος Εκείνου.

 Όλοι οι χριστιανοί βεβαίως ως μέλη Χριστού έχουμε, καλύτερα: μπορούμε  να έχουμε, μία άμεση προσωπική σχέση μ’ Εκείνον, αλλά τις περισσότερες φορές επειδή δεν ζούμε με την πνευματική ένταση που πρέπει, το «εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος» που ζητά ο Κύριος, δεν γνωρίζουμε τον Θεό μας, η σχέση μας κινείται σε πολύ αναιμικά και «επιδερμικά» επίπεδα. Ο άγιος Αντώνιος όμως είχε καταθέσει πλήρως τον εαυτό του στον Κύριο. Οι εντολές Του, μέσα στις οποίες κρύβεται ο Ίδιος όπως έχει αποκαλύψει, ήταν η αέναη επιδίωξή του, ο σφοδρός πόθος της καρδιάς του, γι’ αυτό και ο Κύριος σαρκωνόταν μέσα του κάνοντάς τον μία δική Του επέκταση – ένας άλλος Χριστός επί της γης. Στο πρόσωπο του μεγάλου οσίου φανερωνόταν η ίδια η Βασιλεία του Θεού, μία «ουράνωση» της γης συνιστούσε η βιοτή του, γι’ αυτό και «ουράνιος άνθρωπος και επίγειος άγγελος» χαρακτηρίζεται.

Λοιπόν τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού βίωνε εν αισθήσει ό,τι ο Κύριος έχει επαγγελθεί: να ζει ο πιστός μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα στον πιστό Του. «Αυτός που με αγαπάει τηρεί τις εντολές μου και θα δει ότι ο Πατέρας θα τον αγαπήσει κι εγώ θα τον αγαπήσει και θα του φανερωθώ μέσα του – «μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν». Ο άγιος Ιωάννης Θεολόγος το σημειώνει με τον δικό του τρόπο: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν Αυτώ» - μία διαρκής θεία κοινωνία για τον τηρούντα τον λόγο Του. Ο Χριστός λοιπόν γίνεται ένοικος της ψυχής του εν χάριτι ευρισκομένου αυτού ανθρώπου, κατά το αγιογραφικό εξίσου «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και έσομαι αυτών Θεός και αυτοί έσονταί μοι λαός». Ο ένοικος όμως Αυτός είναι ο παντοδύναμος και παντοκράτωρ Θεός, Αυτός που είναι ο Δημιουργός, ο Συντηρητής, ο Προνοητής, ο Κυβερνήτης των πάντων, για τον Οποίο «ουκ έστιν κτίσις αφανής», διότι «πάντα γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Οπότε, κατά την κρίση του Κυρίου που γνωρίζει τα μέτρα του καθενός, σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο, άγιο που ζει τη μεγάλη αυτή χάρη, μπορεί Εκείνος να του διανοίγει τους οφθαλμούς και να τον φέρει σ’ επαφή με ό,τι ο Ίδιος φέρει: με τα σύμπαντα, το παρελθόν, το κάθε παρόν, το μέλλον, τις ψυχές των ανθρώπων, όλη τη φύση. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»!

Ο άγιος Αντώνιος από την άποψη αυτή ήταν κι ένα είδος Παναγίας: «βαστούσε Αυτόν που βαστάζει τα πάντα», η «διαπλάτυνση» της ύπαρξής του ήταν τέτοια που η ανθρώπινη νόηση αδυνατεί έστω και να υποψιαστεί, μας δίνει δε το δικαίωμα να κατανοήσουμε εν πίστει και τα παράδοξα και «περίεργα» που βίωναν και άλλοι, πολλοί, άγιοι παλαιότεροι και νεώτεροι, όπως ο σύγχρονος  άγιος Πορφύριος που απεκάλυπτε σε κάποιες στιγμές της ζωής του ότι ο Κύριος του ανοίγει «δρόμους» και «γνώσεις» στο σύμπαν όλο, στο παρελθόν, στο μέλλον – καταστάσεις που εκφεύγουν των ορίων και των πιο «χαρισματικών» θεωρουμένων ανθρώπων. Κι αυτό γιατί; Διότι όλοι αυτοί οι άγιοι, με πρώτο ή από τους πρώτους τον άγιο μέγα Αντώνιο, χαρακτηρίζονταν καθώς είπαμε από τη διάθεση να είναι με τον Κύριο με τον τρόπο του Κυρίου: την αγάπη και κυρίως την ταπείνωση.