28 Απριλίου 2025

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

 

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὤ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 

Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον».  

ΜΗ ΓΙΝΟΥ ΑΠΙΣΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΙΣΤΟΣ!

Ο Κύριος συγκαταβαίνει στον «άπιστο» μαθητή Του και δι’ αυτού σε όλους τους «άπιστους» πιστούς Του όλων των αιώνων: του εμφανίζεται όταν βρέθηκε στον κύκλο των μαθητών την όγδοη ημέρα από την Ανάστασή Του και τον καλεί να τον ψαύσει με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι είναι Αυτός, ο Διδάσκαλος, ο Οποίος πέθανε πάνω στον Σταυρό αλλά αναστήθηκε τριήμερος. Η υμνογραφία της ημέρας είναι συγκλονιστική, καθώς ο άγιος υμνογράφος στέκεται έκθαμβος μπροστά στο μυστήριο της ψαύσης του αναστημένου σώματος που είναι «πύρινον» και πέραν της φύσεως που γνωρίζουμε στον κόσμο τούτο. Και γίνεται έτσι ο άπιστος πιστός Θωμάς το όργανο του Κυρίου προκειμένου να διαλαληθεί η Ανάσταση στα πέρατα του κόσμου – ο μαθητής που έγινε ο ομολογητής της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», μέσα από την αμφισβήτηση και την αμφιβολία. «Η απιστία που γέννησε τη βεβαία πίστη» και που γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καλή απιστία».

Δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτό που συνέβη με τον Θωμά. Η συγκατάβαση του Κυρίου έφερε ταυτοχρόνως και το παράπονό Του και τον έλεγχο στον μαθητή Του: «Μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». «Με πίστεψες γιατί με είδες με τα μάτια σου. Μακάριοι όσοι δεν είδαν αλλά πίστεψαν». Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στη βαθειά όραση που υπέρκειται της απλής σωματικής όρασης, την όραση της πίστεως. Η πίστη θεωρείται η κανονικότητα με την οποία βλέπει πια ο χριστιανός – τα μάτια του μετασκευασμένα από τη χάρη του Θεού μπορούν και βλέπουν πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων. «Με την πίστη περπατάμε κι όχι με ό,τι βλέπουν οι αισθήσεις μας» θα πει ο απόστολος Παύλος, ο οποίος επίσης θα τονίσει ότι «δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτά που βλέπουμε με τα μάτια μας, αλλά στα μη βλεπόμενα». Έτσι δεν ορίζεται άλλωστε αγιογραφικά η πίστη; Ως όραση και έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται με τις αισθήσεις. «Πίστις είναι να ζεις αυτά που ελπίζεις και να βλέπεις πράγματα που δεν βλέπονται».

Κι είναι η πίστη στον άνθρωπο, όπως είπε ο Κύριος στον Θωμά, όχι μία κατάσταση παθητική, αλλά κατεξοχήν ενεργητική και δυναμική. «Γίνεσαι πιστός, γίνεσαι άπιστος». Ανάλογα με τον προσανατολισμό σου και την πορεία της ζωής σου, αν είσαι δηλαδή με τον Χριστό ή όχι, αυξάνεσαι εν Αυτώ ή απομακρύνεσαι από Αυτόν. Ό,τι ο Ίδιος απεκάλυψε: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου», το ίδιο αποκαλύπτει και εν προκειμένω. Και η αύξηση εν Χριστώ δεν σταματά ποτέ – ο πιστός πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν». Η πρόσωπον προς πρόσωπον σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό είναι γεγονός του μέλλοντος, μετά τη ζωή αυτή. Όσο ζούμε στον κόσμο τούτο τον Κύριο θα Τον βλέπουμε μόνον «αινιγματικά όπως βλέπει κανείς μέσα από καθρέπτη», θα Τον βλέπουμε και θα Τον ζούμε δηλαδή μόνο μέσω της πίστεως. Η ομολογία του μεγάλου αποστόλου Παύλου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεως: «Ό,τι τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον Εαυτό Του για χάρη μου».

Κι αυτή η δυναμική της εν Χριστώ πίστεως που οδηγεί σε κοινωνία με τον Ίδιο και όλον ασφαλώς τον Τριαδικό Θεό έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: την εκκλησιαστικότητα, την αποφασιστικότητα, την εν αγάπη πρακτική της.

Η εκκλησιαστικότητα είναι προφανής με τον απόστολο Θωμά: όσο ήταν μόνος και αποκομμένος από τους άλλους μαθητές ζούσε μέσα στην αχλύ της απιστίας του και της ταλαιπωρίας του. Μόλις κάνει την υπέρβαση και εξέρχεται του εαυτού του και της μοναξιάς του, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, ερχόμενος δηλαδή στην Εκκλησία, εκεί του αποκαλύπτεται ο Κύριος. Ο λόγος Του σε άλλο σημείο με τους μαθητές Του ήταν απόλυτος: «όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά Μου εκεί είμαι και Εγώ ανάμεσά τους».

Η αποφασιστικότητα της πίστεως καθίσταται ολοφάνερη σε όλη την αποκάλυψη του Κυρίου με την κλήση Του για απάρνηση του εαυτού μας, κατεξοχήν δε φαίνεται με τον λόγο Του εν Πνεύματι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «γίνου πιστός άχρι θανάτου». Αν δεν αποφασίσεις να μείνεις πιστός στον Κύριο και στους λόγους Του, έστω κι αν πεθάνεις, δυστυχώς θα ζεις μέσα στη διψυχία που θεωρείται ό,τι χειρότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Πρόκειται για μία απόφαση ολοκληρωτικής στροφής εν αγάπη προς τον Κύριο που οδηγεί στην έκπληξη της παρουσίας Του στην ίδια τη ζωή του πιστού – μόλις πεις: θα πεθάνω για Σένα, Κύριε, τότε Τον βλέπεις σε όλο Του το μεγαλείο.

 Και η πρακτική της αγάπης: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» σημειώνει και πάλι ο μέγας Παύλος. Η πίστις ζωντανεύει και τίθεται σε ενέργεια μόνο με την αγάπη. Διαφορετικά μία πίστη άνευρη που δεν κινητοποιεί την ύπαρξη του πιστού λίγο απέχει από την πίστη των ίδιων των δαιμόνων – είναι μία πίστη πράγματι νεκρή που δεν έχει καμία σωτηριολογική διάσταση. Γι’ αυτό και μετράμε την πίστη μας με το μέτρο της αγάπης μας. Αγαπώ σημαίνει πιστεύω ορθά και αληθινά κι όσο αυξάνω την αγάπη μου προς τον συνάνθρωπό μου, ακόμη και τον εχθρό μου, τόσο και αυξάνω και πολλαπλασιάζω την πίστη μου. «Η αγάπη είναι η πηγή της πίστεως» θα πει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Οπότε το ξέρουμε: όταν λογισμοί αμφιβολίας και απιστίας απειλούν να κλονίσουν το πνευματικό οικοδόμημά μας, είναι γιατί έχουμε αφήσει κάποια κατάλοιπα μνησικακίας και πικρίας και εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάποιους συνανθρώπους μας. Η πίστη ριζώνει πάντοτε εκεί που υπάρχει η καθαρότητα της καρδιάς. Και καθαρή γίνεται η καρδιά μόλις αρχίζει να ζει την αγάπη.   

20 Απριλίου 2025

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ

«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

(Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αφού πάτησε τον θάνατο με τον θάνατό του και χάρισε ζωή στους νεκρούς που ήταν στα μνήματα).

Χαρακτηρίστηκε και χαρακτηρίζεται ο παιάνας της Εκκλησίας, ο ύμνος (στον πανηγυρικό πλάγιο του α΄) που συνεγείρει τους πιστούς και τους καλεί να διατρανώσουν τη χαρά τους, ει δυνατόν και χορεύοντας. Γιατί διασαλπίζει τη μεγαλύτερη νίκη πάνω στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο, και βεβαίως πάνω σε ό,τι οδήγησε και συνήργησε για την εισβολή του θανάτου: την αμαρτία και τον πονηρό διάβολο. Και πώς συνέβη αυτό; Μα αναστήθηκε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, συνεπώς με την ανάστασή Του ανέστησε κι αυτήν. Ο θάνατος «οὐκέτι κυριεύει», δεν λειτουργεί πια ως ο μόνιμος και απάνθρωπος τύραννος – μετράει τις τελευταίες του ώρες μέχρι να ξανάλθει ο Κύριος στη Δευτέρα Του Παρουσία, κι αυτό για λόγους παιδαγωγικούς: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Ο θάνατος λοιπόν θανατώθηκε – «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου τήν καθαίρεσιν» - που σημαίνει περαιτέρω ότι ο φόβος ως το καθοριστικό στοιχείο της ζωής στον κόσμο τούτο εξαφανίστηκε, αφού πίσω από κάθε φόβο υφίσταται στην πραγματικότητα ο φόβος του θανάτου, συνεπώς ο άνθρωπος αναπνέει αληθινά τον αέρα της ελευθερίας. Τι ελευθερία μπορεί να έχει εκείνος που βρίσκεται κάτω από την πιο σκληρή κατοχή, του θανάτου, του διαβόλου, της αμαρτίας; Ο Άδης, ως όρος δηλωτικός του όποιου χώρου των ψυχών για τους ανθρώπους που πέθαναν, διαλύθηκε, σαν μία φυλακή που γκρεμίστηκε ολοσχερώς. Το μόνο που υφίσταται είναι η ζωή και το φως, γιατί ο Χριστός ως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, δίνει ακριβώς αυτό που είναι και έχει: φως και ζωή. «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή». «Ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ κόσμου». 

Γιατί τότε υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στα δίχτυα του φόβου, της θλίψης και της δουλείας της αμαρτίας; Και μιλάμε και για χριστιανούς! Διότι ναι μεν ο Χριστός προσέφερε όλη αυτή τη χάρη και τη χαρά στους ανθρώπους, αλλά ζητάει την ανταπόκρισή τους. Και για μεν τους μη χριστιανούς, υπάρχει η προσμονή για την ενεργοποίηση της δοσμένης χάρης – περιμένουν, ανεπίγνωστα ίσως, την ώρα που θα κληθούν να μετάσχουν στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Για τους ήδη χριστιανούς όμως, τους βαπτισμένους στο άγιο όνομά Του, χρειάζεται η απόφαση της στροφής της θέλησής τους προς Αυτόν. Διότι μπορεί να έχει γίνει κανείς μέλος Χριστού ως μέλος της Εκκλησίας, μα να μη το έχει λάβει αυτό στα σοβαρά. Κι είναι η τραγική περίπτωση εκείνων που ντύθηκαν τον Χριστό, αλλά το ένδυμα αυτό μένει σαν αδειανό πουκάμισο, σαν «άδειο σακκί» - ο Χριστός περιμένει την ανταπόκριση της βαθειάς τους καρδιάς.

 Τι απαιτείται για να «σωματωθεί» το ένδυμα; Η μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, η μετοχή δηλαδή στη ζωή του Χριστού, και ο πνευματικός αγώνας για τήρηση των αγίων εντολών Αυτού, που κι αυτό μετοχή στη δική Του ζωή είναι. Κι ο Χριστός μάς θέτει την αλήθεια αυτή ενώπιόν μας ως πρόκληση για πειραματισμό: «τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε μέσα σας. Όλος ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως στην ύπαρξή σας και θα γίνετε μοναστήρι της Αγίας Τριάδος». Τυχαία λέει ο άγιος υμνογράφος ότι την ανάσταση του Χριστού, ως βίωμα της αιώνιας ζωής, τη νιώθουμε ενεργά και αισθητά στην καρδιά μας, όταν αρχίζουμε να συγχωρούμε τους συνανθρώπους μας, όταν δηλαδή αρχίζουμε να θέτουμε σε ενέργεια τη σύνοψη όλων των εντολών του Κυρίου, την αγάπη προς τον κάθε (και εχθρό) συνάνθρωπό μας; «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει καί οὕτω βοήσωμεν: Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».

19 Απριλίου 2025

ΕΙΣ ΤΟ “ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ”

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Ελισαίου Κυνούση 

Πᾶσα ἡ Κτίσις, ἠλλοιοῦτο φόβῳ, θεωροῦσά σε,

ἐν σταυρῷ κρεμάμενον Χριστέ.

         Σήμερα, όλη η κτίση αλλοιώθηκε από τον τρόμο της βλέποντας τον Κύριο της δόξης να κρέμεται στον ατιμωτικό Σταυρό. Αυτόν, που κρέμασε, ως άριστος καλλιτέχνης και δημιουργός, τη γη πάνω στα νερά και τα σύννεφα στους ουρανούς (κατά το γνωστό Παλαιοδιαθηκικό είδωλο περί κόσμου).

         Σήμερα ο Λόγος του Θεού, αν και σταυρωμένος, βροντοφωνάζει λόγους μεστούς θεϊκής αγάπης και ελέους. Εφτά λόγους εκφώνησε ο Κύριος επί του Σταυρού, λόγους πλήρεις άκρας συγκατάβασης.

Και ενώ οι σταυρωτές Του, πορωμένοι από τη φοβερά δίψα τους για το αίμα του αθώου, ακόμη φέρουν τα εργαλεία της Σταυρώσεως, Εκείνος με πόνο προφέρει το:  «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο Χριστὸς προσεύχεται πάνω από τον Σταυρό Του για τους σταυρωτές Του και παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα Του: «Πατέρα μου, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Μέσα στον πόνο, που Του προκαλούσε το φρικτό μαρτύριο, ο Κύριος συγχωρεί τους σταυρωτές Του, προσεύχεται γι’ αυτούς και τους δικαιολογεί γενόμενος το πρότυπο και το παράδειγμα για όλους μας ενώπιον εκείνων που μας πληγώνουν, που μας συκοφαντούν, που μας επιβουλεύονται.

         Αυτή τη συγκατάβαση δείχνει ο Εσταυρωμένος Χριστός στον συσταυρωθέντα ληστή, που του απηύθυνε λόγο μετανοίας και συγχρόνως απόλυτης εμπιστοσύνης. Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. Κι ο Κύριος σπεύδει αμέσως να του απαντήσει: «Ἀμήν λέγω σοι· σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ». Έτσι ο λῃστὴς έγινε ο πρώτος πολίτης του Παραδείσου. Αυτό φανερώνει ότι ο Χριστὸς δέχεται κοντά Του όσους τον πλησιάζουν με ειλικρίνεια και μετανοούν με συντριβή καρδίας για τις αμαρτίες τους.

Ο Χριστός είναι καρφωμένος στον Σταυρό, ματωμένος, μέσα σε φρικτούς πόνους. Κάτω από τον Σταυρό Του, βρίσκονται γεμάτοι πόνο και θλίψη η Παναγία Μητέρα Του και ο μαθητής Του ο Ιωάννης. Ο Χριστός τους βλέπει. Ξεχνά το δικό Του μαρτύριο και σπεύδει να τους παρηγορήσει, να τους προστατέψει. Και λέει στη Μητέρα Του δείχνοντας τον Ιωάννη: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου… ἰδού ἡ μήτηρ σου». Ο Κύριος φανερώνει τον δρόμο της αυταπάρνησης, που σημαίνει να ξεχνάς τον δικό σου πόνο, για να παρηγορείς τις πονεμένες ψυχές των άλλων.

         Το Θεϊκό και Τίμιο Αίμα του Χριστού έτρεχε πάνω στον Σταυρό. Ο πυρετός Του ανέβαινε. Τα σπλάχνα Του καίγονταν από τον αφόρητο πόνο. Και τότε ο Χριστός πρόφερε μία μικρή λέξη με μεγάλο νόημα: «Διψῶ». Τότε οι στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι σε ξύδι και χολή και το έφεραν στα χείλη Του. Όμως ο Χριστός δεν ήπιε. Γιατί; Πάνω στον Σταυρό διψούσε βέβαια, αλλά συγχρόνως είχε και μία αλλιώτικη δίψα. Διψούσε, όχι τόσο για νερό, όσο για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο Χριστός διψά, δηλαδή επιθυμεί πολύ έντονα, να επικρατήσει σε όλη τη γη και σε καθεμιά ψυχή ξεχωριστά η ειρήνη Του, η αγάπη Του και το Ευαγγέλιό Του.

         Τη στιγμή αυτή βρίσκονται καθηλωμένες πάνω στον Σταυρό οι αμαρτίες όλου του κόσμου. Οι πριν τη Γέννηση του Χριστού και εκείνες που επρόκειτο να γίνουν μέχρι τη Δευτέρα παρουσία Του. Και ήταν πολλές οι κακίες που σήκωσε, ώστε φάνηκε σαν τον πιο αμαρτωλό άνθρωπος του κόσμου. Είναι η πρώτη και μοναδική φορά που ο Χριστός γεύεται την αμαρτία, όχι δική Του, καθώς ουδέποτε αμάρτησε, αλλά τις συνέπειες της αμαρτίας των ανθρώπων που σήκωσε μαζί του στον Σταυρό για Χάρη τους. Για χάρη του ανθρώπου ο Χριστός φάνηκε να στερείται, στην πιο οδυνηρή ώρα της επίγειας ζωής Του, ακόμη και την παρουσία του Ουράνιου Πατέρα Του. Αυτή είναι η συνέπεια της αμαρτίας. Και ο Κύριος τη νιώθει για μοναδική φορά τώρα κραυγάζοντας: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνα τί μέ ἐγκατέλιπες;».

                   Ο Εσταυρωμένος βρίσκεται επί Σταυρού σχεδόν τρεις ώρες. Πλησιάζει ο εκπνοή του από την επίγεια ζωή. Το φρικτό Του μαρτύριο μετ’ ολίγον θα πάρει τέλος. Το έργο Του πάνω στη γη, που ξεκίνησε όταν γεννήθηκε στη φάτνη της Βηθλεέμ, έφτασε στην ολοκλήρωσή του. Κι Εκείνος εκφράζει το: “ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ”.

         “Πάτερ, Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ιωάν. 17, 4-5), είπε στην υπερφυά προσευχή Του.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω

1. Διότι υπακούοντας στο θέλημά Σου, κατήλθα στον κόσμο και κλείστηκα ως τέλειο έμβρυο και “ου κατά δόκησιν” στην κοιλιά Παρθένου Μητέρας, γενόμενος άνθρωπος, για να ανυψώσω τον άνθρωπο και να τον μεταποιήσω σε Θεό κατά χάριν.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω

2. Διότι γεννήθηκα σε στάβλο, εγώ ο Λόγος, με μόνη παρηγοριά την άλογη φύση. Και έφυγα στην Αίγυπτο διωκόμενος από τον άφρονα Ηρώδη.

Τὸ ἔργον  ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω τετέλεσται

3. Διότι συγκατέβην τω γένει των ανθρώπων και περιετμήθηκα ως τέλειος άνθρωπος για να καταδείξω τον δρόμο της υπακοής στον Νόμο του Θεού, αν και Θεός.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω

4. Διότι βαπτίστηκα υπό ανθρώπου χειρός, αν και ουδέποτε κάποια αμαρτία μόλυνε την ανθρώπινη φύση μου και το αμάρτημα του πλάσματός μου και συγχρόνως προγόνου μου, Αδάμ, δεν κληρονομήθηκε σε μένα, καθώς η εικόνα που εκείνος αμαύρωσε ήταν η δική μου.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω

5. Διότι έγινα ο “μόσχος ο σιτευτός” για να φάει και να ευφρανθεί ο κάθε άσωτος που απομακρύνθηκε από Εσένα Πατέρα και έπειτα μετανιωμένος επέστρεψε για να πέσει στην αγκαλιά Σου και να τον καταφιλήσεις.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω

6. Διότι ανέστησα τον γιο της χήρας της Ναΐν και την κόρη του Ιαείρου και τον Λάζαρον και μετά από λίγο θα αναστηθούν πολλοί κεκοιμημένοι και την ώρα της κρίσης άπαντες για να δει ο γιος μου και συγχρόνως πατέρας μου Αδάμ ότι “εγώ ειμί η Ανάστασις και η Ζωή” και ότι “ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται”.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω

7. Διότι εκάλεσα τον άνθρωπο να ακολουθήσει το δικό μου παράδειγμα ζωής έτσι ώστε, ο καθένας με τις δικές του προϋποθέσεις, να γίνει ένα μίμημά μου, μία άλλη «εν ετέρα μορφή» παρουσία μου, είτε άνδρας είτε γυναίκα είτε μορφωμένος είτε αμόρφωτος είτε λευκός είτε μαύρος είτε γέρος είτε νέος. Όλοι ανεξαιρέτως μπορούν πια μετά τον ερχομό μου να με «επαναλαμβάνουν» - αυτό δεν είναι πράγματι ο γνήσιος μαθητής μου;

Τὸ ἔργον τετέλεσται

8. Διότι έδειξα οδόν αρίστην πλένοντας τους πόδας των μαθητών μου γενόμενος διάκονος αν και αφέντης, τελευταίος αν και πρώτος, δούλος αν και Θεός.

Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω

9. Διότι τεμαχίστηκα και διαδόθηκα στους μαθητές μου στον Μυστικό Δείπνο για να φάνε το σώμα μου και να πιουν το αίμα μου και να έχουν “άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον”.

Τετέλεσται

10. Διότι υψώθηκα με την θέλησή μου στον Σταυρό “ίνα πάντας ελκύσω προς με”. Και “ήπλωσα τας παλάμας” για να ενώσω “τα το πριν διεστώτα”, τον Θεόν με τον συνεχώς απομακρυνόμενο, λόγω της αμαρτίας άνθρωπο.

         Για αυτούς και για άπειρους ακόμη λόγους «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· » (Ιωάν. 17, 4-5).

         Και τώρα βλέπω τον Ιωσήφ και τον Νικήδημο να ικετεύουν τον Πιλάτο να τους χαρίσει το σώμα μου για να το αλείψουν με μύρα, όπως τότε η πόρνη γυναίκα, και να το ενταφιάσουν.

         Και κάτω από τον Σταυρό ακούω την Παναγία μητέρα μου να φωνάζει. “Τέκνον εμόν, σπεύσον ουν ανάστηθι όπως ίδω καγώ την εκ νεκρών σου ανάστασιν”.

Και τώρα «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τό πνεῦμα μου».


ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ (Α΄ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ)

«Μνήσθητι, εὔσπλαγχνε, καί ἡμῶν, καθώς ἐμνημόνευσας τοῦ λῃστοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Θυμήσου και εμάς, εύσπλαγχνε Κύριε, όπως θυμήθηκες τον ληστή στη βασιλεία των Ουρανών). 

Το παραπάνω μικρό τροπάριο ακούγεται «εἰς ἦχον β΄ εἱρμολογικῶς», καθώς σημειώνει το τυπικό της Εκκλησίας μας, «ἀντί τοῦ: Εἴδομεν τό φῶς» κατά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου το πρωί του Μ. Σαββάτου, όπου τελείται, όπως λέει και ο λαός μας, η «Πρώτη Ανάσταση». Κι ως γνωστόν πρόκειται για την προαναγγελία της Αναστάσεως, αφού τελείται ο εσπερινός της λαμπροφόρου αυτής εορτής που συμπλέκεται με τη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Όπως δηλαδή συμβαίνει με κάθε εσπερινό που ξεκινά την εορτή της επομένης ημέρας, κατά τον ίδιο τρόπο και η σημερινή: ξεκινά την Ανάσταση του Κυρίου, έχουμε εισέλθει στον προθάλαμο, για να προχωρήσουμε τρέχοντας στην καθαυτή εορτή με την έναρξη της επομένης ημέρας, «τῇ μιᾷ των Σαββάτων». 

Και την ώρα αυτή που έχει πάρει να χαράζει το σημαντικότερο γεγονός που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία: η Ανάσταση του Κυρίου που σηματοδοτεί και την ανάσταση των ανθρώπων καθώς νικιέται «ὁ ἔσχατος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος», (συνεπώς και  η φιλαυτία και η πονηρία από τη δύναμη της Αγάπης), η Εκκλησία μας και πάλι έρχεται να μας φέρει στη θέση του ευγνώμονος ληστού, αυτού που αισθάνθηκε τη θέση του έναντι του συσταυρωμένου Βασιλέως της Δόξης, του ανθρώπου που έστω και την τελευταία στιγμή μετάνιωσε για ό,τι άσχημο και αμαρτωλό έκανε και στράφηκε με ταπείνωση αλλά και ελπίδα στον μόνο Σωτήρα του κόσμου.  Κι αυτό γιατί; Για να τονίσει ότι ναι μεν ο Κύριος καταπατά τον θάνατο καθιστώντας τον μία απλή μετάβαση προς τη ζωή η οποία πια αυτή «κυριεύει», αλλά απαιτείται και η ανθρώπινη συμμετοχή: ο άνθρωπος να μετανιώσει, να αισθανθεί όπως και ο ευγνώμων ληστής την κατάντια του και να ελπίσει στον Κύριο. Με άλλα λόγια η Ανάσταση του Κυρίου θα φέρει μεν την ανάσταση των σωμάτων όλων των ανθρώπων, είτε πιστών είτε απίστων, κατά την ημέρα της Δευτέρας παρουσίας Του (με την ένωση των σωμάτων με τις ψυχές), όμως δεν θα είναι ανάσταση προς ζωή για όλους: οι εν πίστει και μετανοίᾳ κεκοιμημένοι ή οι εν μετανοίᾳ ζώντες την ημέρα Εκείνη θα γευτούν με τρόπο ευλογίας την ανάστασή τους, εν αντιθέσει προς τους απίστους και αμετανοήτους που θα αναστηθούν μεν, αλλά η ανάσταση θα είναι γι’ αυτούς ανάσταση κρίσεως. 

Οπότε η Εκκλησία μας διά της υμνογραφίας της τονίζει και πάλι, στο ξημέρωμα της Χαράς για τη νέα δημιουργία, ότι το μόνο και απόλυτο ζητούμενο από τον άνθρωπο για να μπορέσει αυτός να ζήσει τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η στάση της μετανοίας  – ό,τι συνιστά το ήθος του τελώνη, του μετανοημένου ασώτου, του ευγνώμονος ληστή. Το «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» της αρχής της δημόσιας δράσης του Κυρίου βρίσκει θα λέγαμε την ευλογημένη απόληξή της στο «μνήσθητί μου, Κύριε» πάνω σ’ έναν σταυρό. Κι αυτό το σταυρωμένο «μνήσθητι» γίνεται πια η κραυγή που σφραγίζει χωρίς καμία διακοπή τη χριστιανική πορεία κάθε ανθρώπου και του δίνει τη βεβαιότητα από τα χείλη του Ίδιου του Κυρίου ότι κι αυτός θα είναι μέλος της ευλογημένης Βασιλείας Του. Φτάνει στο σημείο μάλιστα ο μέγας Γέρων της εποχής μας, όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, ο Γέρων του Έσσεξ, να σημειώνει τα εξής καταπληκτικά γι’  αυτήν την ευλογημένη μετάνοια ως πλήρη αφοσίωση και στροφή στον δρόμο του Κυρίου: «Όταν όλο το «είναι» μας είναι συγκεντρωμένο στον Θεό, η προσευχή μας μπορεί να λάβει χαρακτήρα αιώνιο και να μην αντιληφθούμε τη στιγμή του θανάτου. Όταν είμαστε βυθισμένοι σε μια τέτοια προσευχή, δεν είμαστε πλέον σίγουροι αν θα επιστρέψουμε στη γη ή όχι. Αν περάσουμε στην άλλη όχθη σε κατάσταση προσευχής, δεν θα ζήσουμε τον θάνατό μας, αλλά θα αισθανόμαστε ότι ζούμε. Όταν βρισκόμαστε συνεχώς στην τελευταία Κρίση, περνάμε από τον θάνατο στην αιώνια ζωή, χωρίς να καταλάβουμε ότι έχουμε πεθάνει» (Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού, τόμ. Β΄, σελ. 344).

Αδιανόητο βάθος μυστηρίου της πνευματικής ζωής των αγίων. Η άβυσσος της μετανοίας που συναντά την άβυσσο του ελέους του Θεού!

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΕΩΣ

«Φοβερόν καί παράδοξον μυστήριον σήμερον ἐνεργούμενον καθορᾶται... Πιλάτῳ παρίσταται, ᾧ τρόμῳ παρίστανται οὐρανῶν αἱ δυνάμεις...» (Καί νῦν δοξαστικού στιχηρών εσπερινού αποκαθήλωσης).

(Φοβερό και παράδοξο μυστήριο φαίνεται να ενεργείται σήμερα... Παρίσταται ενώπιον του Πιλάτου Εκείνος μπροστά στον Οποίο παρίστανται με τρόμο οι Ουράνιες Δυνάμεις...).

Τα περισσότερα τροπάρια της ακολουθίας της Μεγάλης Παρασκευής (Ωρών και Εσπερινού) πατώντας στο ιστορικό έδαφος των γεγονότων που περιγράφει η Καινή Διαθήκη προβάλλουν τη διπλή διάσταση του βάθους των γεγονότων:

- αφενός δίνουν την αληθινή εικόνα Εκείνου χάριν του Οποίου τελούνται τα πάντα, του Κυρίου Ιησού Χριστού: βλέπουμε τον άνθρωπο που υφίσταται τα πάνδεινα από τους θεωρούμενους εχθρούς Του με αποκορύφωμα την εσχάτη των ποινών για την εποχή εκείνη, τον σταυρικό θάνατο, αλλά και βλέπουμε εν πίστει τη θεϊκή Του διάσταση – πρόκειται για τον Παντοδύναμο Θεό, ο Οποίος μέσα στο πλαίσιο της άφατης φιλανθρωπίας και αγάπης Του για τα πλάσματά Του «αφήνεται» να συρθεί στα Πάθη και στον θάνατο, γιατί έτσι ήταν ο μόνος τρόπος ο άνθρωπος να ξαναβρεί τον εαυτό του και να αποκτήσει την ολοκληρία του:  ο Χριστός «αἴρει τήν ἁμαρτίαν» του που κατέφερε αποφαστικό πλήγμα κατά της ύπαρξής του και ήταν το φράγμα που τον χώριζε από τον Δημιουργό του∙

- αφετέρου παρακολουθούμε τα γεγονότα «ἐνεοί», με κομμένη την ανάσα, «ακούγοντας» το δίκαιο παράπονό Του για όσα άδικα υφίσταται έναντι των ευεργετημάτων που πρόσφερε στον λαό Του, όπως και αφουγκραζόμαστε τον συγκλονισμό των αγγελικών Δυνάμεων που αδυνατούν να κατανοήσουν και αυτές το τι γίνεται και διαδραματίζεται – το σχέδιο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του κόσμου ήταν κρυμμένο και από τους αγγέλους ακόμη!

Λοιπόν ενεργείται, μας λέει ο άγιος υμνογράφος, ένα φοβερό και παράδοξο μυστήριο με τα γεγονότα του Πάθους και του Σταυρού του Κυρίου. Αλλά  τα γεγονότα αυτά γνωρίζουμε ότι αποτελούν την αποκορύφωση, δεδομένου ότι το Πάθος Του ξεκινά από τη στιγμή της σάρκωσής Του εν τη κοιλία της Παρθένου Μαρίας. Με τα λόγια μάλιστα του αποστόλου Παύλου που αναφέρει με θάμβος καρδίας: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί,  ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Και μάλιστα συμπληρώνει ο άγιος ποιητής ότι το μυστήριο αυτό διαδραματίζεται «σήμερον». Όχι μόνο βέβαια με την έννοια της αναγωγής μας στο «σήμερον» της εποχής εκείνης – μεταφερόμαστε στην εποχή του Χριστού – αλλά και με την έννοια του λεγομένου «λειτουργικού χρόνου», δηλαδή της μεταφοράς του παρελθόντος χρόνου στο εκάστοτε παρόν λόγω της δυνάμεως του αγίου Πνεύματος. Λοιπόν, τα γεγονότα του Πάθους τα παρακολουθούμε κι εμείς σήμερα, μετέχοντας σ’ αυτά, γι’ αυτό και πάντα στην Εκκλησία μας ο πιστός συγκλονίζεται και προκαλείται για την καλή «ἀλλοίωσιν» του εαυτού του: να γίνει και ο ίδιος «καινή κτίσις», ό,τι δηλαδή συνιστά σκοπό του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου και σκοπό του άφατου Πάθους Του.

Και ένα σημείο του μυστηρίου του Πάθους του Κυρίου σημειώνει το Καί νῦν τοῦ Δοξαστικοῦ: «...Παρίσταται ενώπιον του Πιλάτου Εκείνος μπροστά στον Οποίο παρίστανται με τρόμο οι Ουράνιες Δυνάμεις...». Η εικόνα είναι πράγματι ασύλληπτη: Ο Χριστός ως το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος έχει ενώπιόν Του τις Ουράνιες Δυνάμεις που στέκονται με δέος και τρόμο μπροστά στο μεγαλείο της Θεότητάς Του∙ και την ίδια στιγμή ο Ίδιος ως άνθρωπος στέκει εντελώς «αδύναμος» μπροστά στο δημιούργημά Του, το οποίο μάλιστα το κρατάει στην ύπαρξη με τις άκτιστες ενέργειές Του. Και τι μας αποκαλύπτει η εικόνα αυτή; Ότι το μεγαλείο του Θεού μας εκφράζεται ανθρώπινα ως η μεγαλύτερη ταπείνωση (αυτό που ο Ίδιος ενέπνευσε ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «ὅσον μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπείνου σεαυτόν»). Αν ήταν κάποιος άνθρωπος ο Χριστός και είχε δυνάμεις «κρυφές» θα έβρισκε την ευκαιρία να «ταπεινώσει» τους όποιους αντιπάλους του – έτσι δεν γίνεται σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπου κάποιος «δυνατός» όταν προσβάλλεται χρησιμοποιεί τη δύναμή του και «ὑποσκελίζει» τους εχθρούς του; Ή και ο ίδιος ο Κύριος δεν δέχτηκε παρόμοιους πειρασμούς είτε από τον πονηρό διάβολο αλλ’ είτε και από τους μαθητές Του; «Κύριε, στείλε φωτιά να κάψεις τους εχθρούς σου», ακούει αίφνης από τους μαθητές Του όταν οι Σαμαρείτες Τον παρακαλούν να φύγει από τη χώρα τους. Ο Ίδιος λέει στους εξεγερμένους μαθητές Του που αγανακτούν λόγω της εναντίωσης των Φαρισαίων ότι θα μπορούσε να στείλει μια δωδεκάδα λεγεώνων από αγγέλους να Τον υπερασπιστούν. Μα... δεν θα ήταν ο Ίδιος – Εκείνος που είναι η αγάπη και η ταπείνωση και που ήλθε «ἵνα σώσῃ τον κόσμον».

Κι όλα αυτά γίνονται για χάρη μας: να καταλάβουμε ότι με τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο, με το Πάθος Του, αλλά και μετέπειτα με την Ανάστασή Του, την Ανάληψή Του, την αποστολή του Πνεύματός Του, καλούμαστε να ζούμε σαν κι Εκείνον. Δηλαδή με τον τρόπο της δικής Του αγάπης και κυρίως με τον τρόπο της δικής Του ταπείνωσης. Διότι πολύ συχνά επέρχεται σύγχυση στον νου μας. Και νομίζουμε ότι μπορούμε να λειτουργούμε χριστιανικά με έναν κοσμικό τρόπο επίδειξης της «δύναμής» μας, με την υπεράσπιση ακόμη και του Χριστού(!) ως να είναι ο αδύναμος και ο φοβισμένος που χρειάζεται τη δική μας υπερασπιστική γραμμή – έχουμε μπει για τα καλά στο «λούκι» που λένε της εκκοσμίκευσης. Μα ό,τι δεν κινείται από την αγάπη και την ταπείνωση δεν είναι χριστιανικό – δεν μπορεί να έχει σχέση με τον Παντοκράτορα Κύριο που ίσταται «αδύναμος» ενώπιον των δημιουργημάτων Του. Είναι μάλλον ολοφάνερο έτσι ότι δεν Τον πιστεύουμε όπως ήλθε και όπως είναι, και συνεπώς ψέλνουμε τα τροπάρια της Εκκλησίας μας αλλά προφανώς λίγο επιδερμικά και επιφανειακά, χωρίς να εισερχόμαστε στο νόημά τους και το βάθος τους.

ΤΟΥΤΟ ΕΣΤΙ ΤΟ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΝ ΣΑΒΒΑΤΟΝ

«Τοῦτό ἐστι τό ὑπερευλογημένον Σάββατον, ἐν ᾧ Χριστός ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος».

(Αυτό είναι το υπερευλογημένο Σάββατο, κατά το οποίο ο Χριστός αφού κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου, θα αναστηθεί σε τρεις ημέρες)

         Ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι ἐντελῶς ξεχωριστή. ῎Οχι μόνον εἶναι Μεγάλη, ἀλλά καί ὑπερευλογημένη. Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, ἀφοῦ διῆλθε ἀπό τόν Σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε κυρίως ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέ τήν κατάργηση τοῦ σώματος τῆς ἁμαρτίας, κατέπαυσε ἀπό τά ἔργα Του καί ἐτάφη ὡς κοινός θνητός, εἰσερχόμενος ἔτσι μέ τήν ψυχή Του στό βασίλειο τοῦ θανάτου. Ὁ Κύριος, ὅπως σημειώνει καί τό γνωστό τροπάριο, εἶναι ῾ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ῞Αδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ μετά ληστοῦ καί ἐν θρόνῳ μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὡς παντοδύναμος᾽. Τά τροπάρια τοῦ Μ. Σαββάτου εἶναι καταπληκτικά στήν ἀπόδοση τῆς θεοσώμου ταφῆς τοῦ Κυρίου καί τῆς εἰς ῞Αδου καθόδου Του, χρησιμοποιώντας ἐκφράσεις ἄφθαστης ποιητικῆς σύλληψης. 

       Μέ ἐξαίσιο τρόπο καταγράφεται ἐν πρώτοις τό μυστήριο τῆς ἴδιας τῆς ταφῆς, πού προκαλεῖ τήν κατάπληξη ὄχι μόνον τῶν πιστῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων. Κι αὐτό γιατί ἀντιμετωπίζεται τό μεγαλύτερο παράδοξο: νά κηδεύεται ἡ ἴδια ἡ ζωή. ῾Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καί ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν᾽ (῾Χριστέ, που είσαι η ζωή κατατέθηκες στον τάφο, και οι στρατιές των αγγέλων εκπλήττονταν, δοξάζοντας τη συγκατάβασή Σου᾽). Ταυτόχρονα, διατρανώνεται ἡ πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας γιά τό τί διαδραματίστηκε τήν ἡμέρα αὐτή ἀπό τή συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τόν ῞Αδη, τί ὑπέστη δηλαδή ὁ θάνατος ἀπό τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη ἁγία ψυχή Του: ῾Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον, ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν ῞Αδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος᾽ (῾Όταν κατέβηκες στον θάνατο, Συ που είσαι η αθάνατη ζωή, τότε νέκρωσες τον Άδη με την αστραπή της θεότητός Σου᾽).  ῾Τέτρωται ῞Αδης, ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν, καί στένει πυρί θείῳ δαπανώμενος᾽ (῾Πληγώθηκε ο Άδης κατάστηθα, καθώς δέχτηκε Αυτόν που πληγώθηκε με τη λόγχη στην πλευρά, και στενάζει καθώς κατατρώγεται από τη θεία φωτιά᾽).  ῾Φρίττουσιν ῞Αδου οἱ πυλωροί, βλέποντες ἠμφιεσμένον στολήν ᾑμαγμένην τῆς ἐκδικήσεως᾽ (Φρίσσουν οι θυρωροί του Άδη, βλέποντάς Σε να φοράς τη ματωμένη στολή της εκδίκησης᾽).  ῾Ὁ ἐχθρός ῞Αδης ἐσκύλευται᾽ (῾Ο εχθρός Άδης απογυμνώθηκε᾽).

        Ἡ διάλυση αὐτή τοῦ βασιλείου τοῦ ῞Αδη, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου σημαίνει κατά συνέπεια τήν ἐλευθερία καί τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά θανατερά αὐτά δεσμά. ῾Ὑπνοῖ ἡ ζωή καί ῞Αδης τρέμει καί ᾽Αδάμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται᾽(῾Κοιμάται η ζωή και ο Άδης τρέμει και ο Αδάμ λύνεται από τα δεσμά του᾽). Ἡ ζωή εἶναι ἕτοιμη πιά νά βασιλεύσει καί πάλι, γιατί γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο ὁ Δημιουργός.῾Δεῦτε ἴδωμεν τήν ζωήν ἡμῶν ἐν τάφῳ κειμένην, ἵνα τούς ἐν τάφοις κειμένους ζωοποιήσῃ᾽ (῾Ελάτε να δούμε Αυτόν που είναι η ζωή μας, να βρίσκεται στον τάφο, με σκοπό να δώσει ζωή σ᾽αυτούς που βρίσκονται στους τάφους᾽). Πῶς εἶναι τό λιοντάρι πού ᾽ναι μισοκοιμισμένο κι ἕτοιμο νά ξυπνήσει; ῎Ετσι καί ὁ Χριστός,  θανατώνοντας τόν ῞Αδη καί τό θάνατο, εἶναι ἕτοιμος νά ἀναστηθεῖ. ῾᾽Αναστήσεται τριήμερος᾽. ῾Δεῦτε σήμερον, τόν ἐξ ᾽Ιούδα ὑπνοῦντα θεώμενοι, προφητικῶς αὐτῷ ἐκβοήσωμεν. ᾽Αναπεσών κεκοίμησαι ὡς λέων. Τίς ἐγερεῖ σε, βασιλεῦ; ᾽Αλλ᾽ ἀνάστηθι αὐτεξουσίως, ὁ δούς σεαυτόν ὑπέρ ἡμῶν ἑκουσίως᾽ (῾Ελάτε σήμερα, βλέποντας να κοιμάται Αυτόν που προήλθε από τη γενιά του Ιούδα, να Του φωνάξουμε δυνατά με προφητικό τρόπο: Ξάπλωσες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι. Ποιος θα σε ξυπνήσει, βασιλιά; Αλλά αναστήσου με τη θέλησή Σου, Συ που έδωσες τον εαυτό Σου για χάρη μας με τη θέλησή Σου᾽).

        Ὁ Κύριος ὅμως καί στόν ῞Αδη ἀκόμη δέν ἔρχεται ἐκβιαστικά πρός τόν ὑπόδουλο ἄνθρωπο. Πράγματι, διαλύει τό βασίλειο τοῦ θανάτου, ἀλλά καλεῖ τίς ψυχές πού βρίσκονταν ἐκεῖ ν᾽ ἀνταποκριθοῦν στήν κλήση Του. Ὁ Κύριος κι ἐκεῖ ἀκόμη κηρύσσει τήν πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον, ὥστε ἐλεύθερα οἱ ψυχές νά σωθοῦν, νά ἀναστηθοῦν μαζί Του. Μᾶς τό ἀποκαλύπτει ἰδίως ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅταν μᾶς λέει ὅτι ὁ Κύριος ῾ἐκήρυξε καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι᾽, ὥστε νά μήν ὑπάρξει κανείς πού νά πεῖ ὅτι ἡ σωτηρία ἦρθε μονομερῶς στούς ἀνθρώπους, δηλαδή μόνον γιά τούς μετά Χριστόν. Εἴτε πρό Χριστοῦ εἴτε μετά Χριστόν οἱ πάντες κλήθηκαν καί καλοῦνται μέ προσωπική τους εὐθύνη νά σταθοῦνε μπροστά σ᾽ Εκεῖνον. ῎Ετσι, γιά νά ἐπανέλθουμε, τό Μ. Σάββατο μοιάζει μέ τή νηνεμία πού ἐπικρατεῖ πρίν ἀπό τήν καταιγίδα. Ὑπάρχει μιά φαινομενική ἠρεμία: ἡ ζωή εἶναι ἕτοιμη νά ξεσπάσει, τό φῶς νά ἀνατείλει. Ἡ νίκη εἶναι δεδομένη. ῾Απλῶς προσδοκοῦμε τήν ὥρα νά φανερωθεῖ. ῾Σήμερον ὁ ῞Αδης στένων βοᾶ. Κατεπόθη μου τό κράτος, ὁ ποιμήν ἐσταυρώθη, καί τόν ᾽Αδάμ ἀνέστησε. Ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι. Καί οὕς κατέπιον ἰσχύσας, πάντας ἐξήμεσα. ᾽Εκένωσε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς. Οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τό κράτος᾽ (῾Σήμερα ο Άδης φωνάζει στενάζοντας: Εξαφανίστηκε η δύναμή μου, ο ποιμένας σταυρώθηκε και ανάστησε τον Αδάμ. Στερήθηκα αυτούς στους οποίους κυριαρχούσα. Και όσους κατάπια ως ισχυρός, όλους αυτούς τους ξέρασα. Άδειασε τους τάφους Αυτός που σταυρώθηκε. Δεν έχει πια  δύναμη το κράτος του θανάτου᾽). Ἡ γνωστή εἰκόνα τῆς ὀρθόδοξης ᾽Εκκλησίας μας, τῆς εἰς ῞Αδου καθόδου τοῦ Κυρίου, φανερώνει μέ αἰσθητό τρόπο τήν πραγματικότητα αὐτή: ὁ Κύριος διαλύει τό βασίλειο τοῦ θανάτου καί ἀνασταίνεται, ἀνασταίνοντας ταυτόχρονα καί τούς ἀνθρώπους, τύποι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ᾽Αδάμ καί ἡ Εὔα. 

         Ἡ ᾽Εκκλησία μας αὐτήν τήν ἀνατολή τοῦ φωτός τῆς  ᾽Αναστάσεως πού μαρτυρεῖ ἡ σημερινή ἡμέρα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τό ἑσπέρας τῆς Μ. Παρασκευῆς, τήν προβάλλει μέ τά πανηγυρικά πιά τροπάριά της, τά γεμάτα χαρά καί φῶς – φεύγουμε ἀπό τό πένθιμο στοιχεῖο τῶν προηγουμένων ἡμερῶν – ἀλλά καί μέ τά φωτεινά ἐνδύματα τῆς ῾Αγίας Τράπεζας καί τῶν ἀμφίων τῶν ἱερέων. Ὅλα μᾶς προσανατολίζουν, μέ ρυθμό μάλιστα καταιγιστικό, στή νέα ἡμέρα, ῾τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων᾽῾τήν ἑορτήν ἑορτῶν καί τήν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων᾽.