07 Ιουνίου 2025

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (Παραμονή ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 7, 37-52. 8,12)

    Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸςαὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τήν πιό λαμπρή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στό πλῆθος καί φώναξε: «Ὅποιος διψάει, νά ’ρθεῖ σ’ ἐμένα καί νά πιεῖ. Μέσα ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ’ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θά τρέξουν». Αὐτό τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δέν εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξαστεῖ μέ τήν ἀνάσταση. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τό πλῆθος, πού ἄκουσαν αὐτά τά λόγια, ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ προφήτης πού περιμένουμε». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας». Ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὁ Μεσσίας θά ’ρθεῖ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἡ Γραφή δέν εἶπε πώς ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ καί θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, τό χωριό καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τό πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, κανείς ὅμως δέν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροί στούς ἀρχιερεῖς καί στούς Φαρισαίους, κι αὐτοί τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν τόν φέρατε;» Οἱ φρουροί ἀπάντησαν: «Ποτέ ἄνθρωπος δέ μίλησε ὅπως αὐτός». Τούς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι». Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος πού εἶχε πάει στόν Ἰησοῦ νύχτα λίγον καιρό πρίν: «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μέ τό νόμο μας νά καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν τόν ἀκούσουμε καί δέ μάθουμε τί ἔκανε;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Μελέτησε τίς Γραφές καί θά δεῖς πώς κανένας προφήτης δέν πρόκειται νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά πλανιέται στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 2, 1-11)

     Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ ̓ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύηςτῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σαν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Πνεῦμα. Στήν Ἱερουσαλήμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτούς καί ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τούς ἀποστόλους νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοί καί μέ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά αὐτοί ὅλοι πού μιλᾶνε δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε νά μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι πού εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοί καί Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τούς ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ».

05 Ιουνίου 2025

Ο ΤΡΕΛΛΟΣ ΚΙ Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ!

 

«Κάποτε πήγαν στον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη έναν άνθρωπο που βρισκόταν σε ψυχική κρίση για να τον βοηθήσει και τους είπε να τον πάνε πρώτα στο ψυχιατρείο να του σφίξουν λίγο τις βίδες και μετά να τον φέρουν να συζητήσουν. Διότι με τον τρελλό σε κρίση, όπως και με τον μεθυσμένο, δεν μπορείς να συνεννοηθείς αν δεν πιει έναν καφέ να ξεμεθύσει» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Ι. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι 2007).

Υπήρχαν κάποιοι συνάνθρωποί μας που τους οσίους Γέροντες της εποχής μας, σαν τον όσιο Παΐσιο, τους θεωρούσαν ως «πανάκεια» για κάθε νόσο και κάθε αρρώστια, είτε σωματική είτε ψυχική, μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ, θα λέγαμε, που θα πει ότι τους αντιμετώπιζαν σχεδόν ακριβώς όπως τον Ιησού Χριστό. Και ναι μεν οι άγιοι πράγματι αποτελούν μία συνέχεια του Ιησού Χριστού, όπως και κάθε πιστός από τη στιγμή μάλιστα που βαπτίζεται και γίνεται μέλος Εκείνου, όμως άλλο πράγμα είναι η αγιοσύνη τους και άλλο η εν τω κόσμω τούτω, και ενόσω ζουν, θεωρούμενη παντοδυναμία τους. Το κύριο γνώρισμα ενός αγίου που αγωνίζεται εν χάριτι να τηρεί τις άγιες εντολές του Θεού είναι η μεγάλη παρρησία που έχει ενώπιον του Θεού, η δύναμη δηλαδή της προσευχής του – χάριν αυτού επεμβαίνει τις περισσότερες φορές ο Θεός μας και για εμάς τους υπολοίπους – και όχι μία αυτόνομη παντοδυναμία του που λειτουργεί ως ένα «μαγικό ραβδί». Τι σημαίνει αυτό; Ότι και ένας άγιος μπορεί να προσεύχεται για έναν ταλαιπωρημένο συνάνθρωπό του, κι εδώ όσο ζει αλλά και μετά θάνατον ακόμη, και να μην εισακούεται η προσευχή του. Διότι η κρίση είναι του Θεού, ο Οποίος είναι ο μόνος που γνωρίζει σε όλο το πλάτος και το βάθος το κάθε πλάσμα Του και αν μία επέμβασή Του επομένως είναι για το καλό του ή όχι.

Πολύ περισσότερο μειώνεται η επέμβαση ενός αγίου, όταν διαπιστώνει ότι το πρόβλημα που του θέτουν οι άλλοι μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ ολοκλήρου με ανθρώπινο τρόπο ή απαιτεί μία δευτερογενή δική του ενέργεια. Ιδιαιτέρως ο άγιος Παΐσιος ήταν αυτός που τόνιζε πως ποτέ ο Θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα προβλήματα με άμεσο τρόπο, αν ο άνθρωπος δεν έχει εξαντλήσει όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες που υφίστανται προς επίλυσή του. Κι αυτό γιατί το ανθρώπινο, η καταφυγή δηλαδή σε έναν συνάνθρωπο, π.χ. σε έναν ιατρό, είναι άλλος τρόπος δράσεως του ίδιου του Θεού – ο Θεός έδωσε την ιατρική στον άνθρωπο, όπως ο Ίδιος φώτισε και φωτίζει τους ανθρώπους ώστε να μπορούν να επιβιώνουν μέσα στο πλαίσιο των λεγομένων «δερματίνων χιτώνων» σ’ αυτόν τον δύσκολο και πεσμένο στην αμαρτία κόσμο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει στον συνάνθρωπό του, δηλαδή σε ό,τι έχει κτιστεί συν Θεώ ως ανθρώπινος πολιτισμός, εκεί ο Θεός χαίρεται να «αποσύρεται». Αυτό δεν μας έμαθε και η ενσάρκωσή Του; Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να μας σώσει, χωρίς να προβεί σε μία άμεση «μαγική» κίνησή Του – η ταπείνωση είναι ο δρόμος Του και σ’ αυτήν την ταπείνωση πάντοτε επαναπαύεται.

Από την άποψη αυτή κατανοούμε τα λόγια του μεγάλου οσίου Γέροντα: χρειάζεται καταφυγή στην επιστήμη για έναν που είναι σε ψυχική κρίση, εν προκειμένω κλείσιμο σε ψυχιατρείο ώστε να «σφιχτούν λίγο οι βίδες», κι έπειτα μία δική του ίσως επέμβαση μέσω διαλόγου που απαιτεί ένα μίνιμουμ ψυχικής ισορροπίας. Γι’ αυτό φέρνει και το παράδειγμα με τον μεθυσμένο άνθρωπο: όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ, καμία συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αν όμως ξεμεθύσει, πίνοντας κάποιους καφέδες, τότε μπορεί να του μιλήσει και ο άλλος με κάποια καθαρότητα να τον καταλάβει. Πρόκειται για την παρόμοια κατάσταση που αντιμετώπισε ο όσιος με έναν νεαρό. Ταραγμένος ο νεαρός που τον επισκέφτηκε του ζήτησε να τον εξομολογήσει και να τον καθοδηγήσει. Και η απάντηση του οσίου πράγματι ήταν εξόχως λογική και διακριτική: στην κατάσταση που είσαι έτσι ταραγμένος, και να σου μιλήσω δεν πρόκειται να με ακούσεις και να με καταλάβεις. Πήγαινε, βρες πρώτα έναν πνευματικό, κι αφού εξομολογηθείς και λίγο ησυχάσεις τότε μπορεί να συντονιστούμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε κι ένα άλλο παράδειγμα: τι νόημα έχει να θελήσουμε να κάνουμε τραπέζι σ’ ένα καλό εστιατόριο σε άνθρωπο που βρίσκεται με γαστρορραγία; Πρώτα πρέπει να οδηγηθεί σε νοσοκομείο κι έπειτα αφού φτιαχτεί το στομάχι του να απολαύσει ίσως το καλό φαγητό.

Το θέμα που τίθεται από τον όσιο είναι τεράστιο: η ψυχική ισορροπία ως στάση ανθρώπου που μπορεί να λειτουργεί με έναν κοινά αποδεκτό τρόπο κατά τα δεδομένα των περισσοτέρων ανθρώπων, συνιστά προϋπόθεση για την ύπαρξη της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Ένας τρελλός ή ένας μεθυσμένος, κατά τον άγιο, μπορεί να αγιάσει – ο Θεός τους αγαπά και τους δύο υπέρμετρα – αφού όμως λίγο βοηθηθούν για να κατανοούν τη γύρω τους πραγματικότητα, τον εαυτό τους και τους άλλους. Διαφορετικά και οι δύο κυμαίνονται σε επίπεδα εκτός εαυτού. Το «εις εαυτόν ελθών» της παραβολής του ασώτου δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Κύριο ως πρώτος όρος για να υπάρξει η μετάνοια, η οποία παίρνει την οριστική μορφή της με το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Άνθρωπος εκτός εαυτού δηλαδή βρίσκεται έξω από την «εμβέλεια» και του ίδιου του Θεού – άλλη είναι η θεραπευτική εκεί προσέγγισή του από τον Ίδιο. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό είχε υπ' όψιν του και ο απόστολος Παύλος, όταν προέτρεπε τους χριστιανούς να μην επιμένουν να μεταστρέψουν έναν αιρετικό άνθρωπο: «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Γιατί; Διότι «εξέστραπται ο τοιούτος» - έχει εκτραπεί, δεν είναι ο εαυτός του. Κι είναι αυτό που πρέπει να λαβαίνουμε σοβαρότατα υπ’ όψιν μας σε όλες τις σχέσεις μας, πολύ περισσότερο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφή διακριτικότητα του αγίου Παϊσίου πρέπει να μας καθοδηγεί και στο συγκεκριμένο σημείο.    

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΥΡΟΥ

«Ο άγιος Δωρόθεος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου και ήταν επίσκοπος Τύρου. Επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, λόγω του διωγμού που επρόκειτο να ξεσπάσει, άφησε την οικία του και τον τόπο του και απήλθε στη Δυσσόπολη. Μετά την καταστροφή αυτών, πήγε στην Τύρο και κατεύθυνε την Εκκλησία του μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του παραβάτη. Τότε ξαναπήγε στη Δυσσόπολη, όπου αφού συνελήφθη από τους άρχοντες του Ιουλιανού και υπέμεινε πολλά βασανιστήρια, σε βαθύτατο γήρας έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, προσφέροντας την ψυχή του στον Θεό την ώρα που έπασχε, σε ηλικία ήδη εκατόν επτά ετών. Άφησε διάφορα εκκλησιαστικά συγγράμματα και ιστορίες, στα ελληνικά και τα ρωμαϊκά. Διότι γνώριζε και τις δύο γλώσσες, από τη μεγάλη σπουδή του και την κλίση της φύσης του».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, όπως γίνεται συνήθως στην εκκλησιαστική υμνολογία, αξιοποιεί το όνομα του αγίου Δωροθέου, προκειμένου να τον τοποθετήσει από πλευράς πνευματικής: ο άγιος υπήρξε το δώρο του Θεού στην Εκκλησία για να βοηθήσει τους πιστούς στη σωτηρία τους, ο ίδιος προσφέρθηκε ως δώρο στον Θεό με την ασκητική του διαγωγή και το μαρτύριό του. «Αυτός που από την πλούσια αγάπη Του παρέχει τα δώρα ως Θεός σ᾽ αυτούς που έχουν ανάγκη, δώρισε εσένα, Δωρόθεε, σαν θεϊκό δώρο στην Εκκλησία, για τη φανερή σωτηρία των πιστών» (ωδή θ´). «Πρόσφερες τον εαυτό σου, παμμακάριστε Δωρόθεε, ως καθαρότατο δώρο στον Θεό, με τον τέλειο βίο σου και το ιερό μαρτύριό σου» (ωδή α´).

Έτσι είναι σαφές ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για τον Θεό από την αγιασμένη ζωή ενός πιστού ανθρώπου, που σημαίνει ότι ο Θεός δεν ευαρεστείται με τις υλικές προσφορές μας αλλά με τη ζωή μας τη σύμφωνη με το άγιο θέλημά Του. Πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να νομίζουμε ότι θα έχουμε τον Θεό προστάτη και συμπαραστάτη μας, αν του κάνουμε δώρα με τα οποία ευαρεστείται: ακριβά καντήλια, ωραίες εικόνες, οικοδομή ναών. Χωρίς να αρνείται κανείς και αυτές τις προσφορές, όταν πηγάζουν από την αγάπη μας  – ο ίδιος ο Κύριος δεν απέπεμψε το ακριβό δώρο της πόρνης γυναίκας που αγόρασε μύρο και το άλειψε στα πόδια Του, ως έκφραση της αγάπης της –,  όμως το καίριο και ουσιαστικό είναι η καλή και αγία ζωή μας, η θεμελιωμένη στη μετάνοια και τις εντολές του Χριστού. Θέλουμε να κάνουμε τον Θεό μας να χαίρεται; Ας ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Και η χαρά Του πολλαπλασιάζεται όταν μας βλέπει να μένουμε στο θέλημά Του αυτό, έστω και με θυσία της ζωής μας. Κι από την άλλη: δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία που δίνει ο Θεός στον κόσμο μας από την δωρεά ενός αγίου Του. Ο άγιος είναι η ευλογημένη απάντηση του Θεού στον παραπαίοντα και αμαρτωλό κόσμο μας, το ακριβότερο δώρο Του σε εμάς, αφού με την παρουσία του αγίου διακρατείται και ο ίδιος ο κόσμος. Λόγω των αγίων που σε κάθε εποχή υπάρχουν, ο Θεός μακροθυμεί και δίνει περισσότερο χρόνο, ώστε να κινητοποιηθούν περισσότεροι άνθρωποι σε μετάνοια και να σωθούν. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» (πρβλ. Αποκάλυψη Ιωάννη, κεφ. 2,21). Κι αυτό ιδιαιτέρως πρέπει να τονίζεται στην εποχή μας, την τόσο περίεργη από πλευράς πνευματικής και οικονομικής και λοιπής κρίσεως. Η απάντηση του Θεού δεν θα έρθει με τον πολλαπλασιασμό των χρημάτων και των υλικών αγαθών, αλλά με τη δημιουργία συνθηκών μετανοίας στην καρδιά μας. Αν αρχίσει η εσωτερική αλλοίωσή μας και η επιστροφή μας προς τον Θεό, τότε πράγματι θα σημαίνει ότι ήλθε η ώρα της υπέρβασης της όποιας κρίσεως.

Ο άγιος Ιωσήφ δεν επικεντρώνει την προσοχή του στο όντως παράδοξο: ένας γέροντας 107 ετών να δέχεται τη μήνη του περιβάλλοντος του παραβάτη αυτοκράτορα και να υφίσταται τόσα βασανιστήρια.  Ίσως γιατί γνωρίζει καλά ότι όταν κάποιος ξεφεύγει από την πίστη και αρνείται τον Χριστό, σαν τον Ιουλιανό τον αυτοκράτορα,  δεν έχει πια περιθώρια ανθρωπιάς μέσα του. Επικεντρώνει όμως αρκετά στα συγγράμματα που άφησε ο άγιος Δωρόθεος, διότι επίσης γνωρίζει ότι τα γραπτά που μένουν στους αιώνες, είναι εκείνα που βοηθούν τους ανθρώπους σε κάθε εποχή στο να βρίσκουν τον δρόμο του Θεού, ενώ τους απομακρύνουν από τις πλάνες του διαβόλου. «Αναδείχτηκες, θεομακάριστε Πατέρα, πυξίδα του αγίου Πνεύματος, γράφοντας τα θεία δόγματα με γνώση θεϊκή» (στιχηρό εσπερινού). «Η φωνή των λόγων σου και η δύναμη των ωραίων διδασκαλιών σου έφτασε, παμμακάριστε, σε όλη τη γη με τη χάρη του Θεού» (ωδή ς´). «Κράτησες τα ρεύματα της απάτης, Δωρόθεε, με το ρεύμα της πάνσοφης γλώσσας σου και πότισες καλά τις διάνοιες των πιστών» (ωδή α´).

Και τι ήταν εκείνο που έγραψε ο άγιος και φώτισε τόσο πολύ τις διάνοιες των πιστών; Τους βίους των αγίων, μάλιστα των εβδομήκοντα μαθητών του Χριστού. Την πίστη της Εκκλησίας και τα δόγματα της πίστεως ο άγιος Δωρόθεος τα πρόσφερε μέσα από το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο, τη ζωή των αγίων. Κι είναι τούτο μία πολύ μεγάλη αλήθεια: σε κάθε εποχή, κι ίσως ακόμη περισσότερο στην εποχή μας, η σημαντικότερη προσφορά είναι η προσφορά της ζωής των αγίων μας. «Φανέρωσες με τις ιερές σου συγγραφές, θεόπνευστε Πατέρα, τον τρόπο ζωής των αγίων, γιατί φωτιζόσουν στην ψυχή από τη θεία γνώση» (ωδή ς´). 

03 Ιουνίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ!

«Είπε ο Γέροντας Μητροπολίτης  Λεμεσού κ. Αθανάσιος: “Ο Γέροντας Θεοφύλακτος, (που ήλθε στη συνοδεία του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού), ευλαβείτο πάρα πολύ τον Γέροντα Ιωσήφ. Τον έλεγε «ο μέγας Γέρων». Και αυτόν και τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ, (στον οποίο αρχικά είχε προσκολληθεί και για πολλά χρόνια τον ξελειτουργούσε μέχρις ότου εκείνος έφυγε από το Άγιον Όρος). Μία φορά τον ρώτησα: «Γέροντα, πες μας πώς αισθανόσουν όταν λειτουργούσε ο Γέροντας Σωφρόνιος;» «Τι να σου πω, παιδί μου», λέει. «Αν λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος, νομίζω πως ο παπα Σωφρόνης λειτουργούσε καλύτερα». Έτσι το έλεγε με την απλότητά του. Ήταν (ο Γέρων Σωφρόνιος) πολύ, πολύ, πολύ δοσμένος στη Θεία Λειτουργία. Και του λέει (του οσίου Σωφρονίου) μια φορά: «Πνευματικέ, πόσες γλώσσες ξέρεις; Και του λέει: «Πάτερ Θεοφύλακτε, ο μοναχός αν είναι δυνατόν πρέπει να ξεχάσει και τη μητρική του γλώσσα!» Και μας το ’λεγε αυτό συχνά ο Γέροντας Θεοφύλακτος σαν απόφθεγμα του οσίου Σωφρονίου”».

(Από τις τηλεοπτικές εκπομπές του Ινστιτούτου Άγιος Μάξιμος ο Γραικός «Καρδιακός Λόγος – Αγιασμένων μορφών νοσταλγία» (29), με τον Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανάσιο και συντονιστή τον κ. Νικόλαο Γκουράρο).

Ο όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης (1896-1993) (ή του Έσσεξ όπως τον γνωρίζουνε πολλοί από το γνωστό μοναστήρι που ίδρυσε στο Έσσεξ της Αγγλίας) είναι μία προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας. Τα πάμπολλα βιβλία του, ιδίως για τον Γέροντά του όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, μεταφρασμένα τα περισσότερα και στα ελληνικά, τον κατέστησαν διεθνώς γνωστό, τόσο που να επηρεάζουν όχι μόνο τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και ετεροδόξους, ακόμη δε και αλλοδόξους! Το πνευματικό βάθος των κειμένων του, η αγία βεβαιωμένη βιοτή του, τα έκδηλα χαρίσματά του, η αποδοχή και ο σεβασμός που απελάμβανε από άλλους μεγάλους οσίους της εποχής του, σαν τον όσιο Πορφύριο ή τον όσιο Παΐσιο, οδήγησαν το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο να διακηρύξει επισήμως την αγιότητά του και να τον κατατάξει στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας (27 Νοεμβρίου 2019).

Εκείνο που συγκινεί μεταξύ των άλλων για τον μεγάλο αυτόν χαρισματούτο Γέροντα της εποχής μας, όπως συμβαίνει άλλωστε και με τους άλλους οσίους της εποχής μας, είναι η πολλαπλότητα των μαρτυριών που προβάλλουν την αγιοσύνη του. Οι υποτακτικοί και συνεργάτες του στο μοναστήρι του στην Αγγλία, εξαιρέτως ο Γέρων π. Ζαχαρίας, αλλά και πολλοί που τον έζησαν περιστασιακά, λιγότερο ή περισσότερο, σαν τον άγιο Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, (ο οποίος ας ειπωθεί ότι έγραψε ογκώδες σοφό βιβλίο για τον όσιο με τίτλο «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»), μας τον έφεραν πολύ κοντά μας, έτσι ώστε να μπορούμε κι εμείς να αναπνέουμε λίγο από τη χάρη της αγιασμένης καρδιάς του. Και να, που και ο άγιος Λεμεσού κ. Αθανάσιος έρχεται μέσα από την εκπομπή του «Καρδιακός Λόγος» να προσθέσει ένα μικρό λιθαράκι στην προσέγγιση του μεγάλου Γέροντος, καθώς αναφέρεται στον Γέροντα Θεοφύλακτο της Σκήτης του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Τον είχε γνωρίσει πολύ καλά ο παπα Θεοφύλακτος τον όσιο Σωφρόνιο, όσο ασκήτευε αυτός στην έρημο του αγίου Όρους μετά τη ζωή του στην ιερά Μονή αγίου Παντελεήμονος, και τον ξελειτουργούσε αρκετά χρόνια. Γι’ αυτό και ο άγιος Λεμεσού, όταν βρισκόταν και ο ίδιος ως μοναχός στο Όρος, κάνει το καίριο ερώτημα στον Γέροντα πώς αισθανόταν όταν λειτουργούσε ο όσιος Σωφρόνιος; – ποιος δεν θα ήθελε να γνωρίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια από τη ζωή ενός μεγάλου αγίου; Και η απρόσμενη κι ίσως παράδοξη απάντηση του παπα Θεοφύλακτου, μέσα στην απλότητά του, είναι αποκαλυπτική (ή μήπως και «βλάσφημη»;) «Ο όσιος Σωφρόνιος λειτουργούσε καλύτερο και από τον άγιο Βασίλειο», τον Μεγάλο Βασίλειο τον οικουμενικό Διδάσκαλο και Πατέρα της Εκκλησίας εννοείται!

Προφανώς, δεν είναι τυχαία η αναφορά του Γέροντα Θεοφύλακτου στον Μεγάλο Βασίλειο ως μέτρο σύγκρισης με τον όσιο Σωφρόνιο. Και τούτο, διότι πολύ συχνά ο άγιος Σωφρόνιος υποθέτουμε πως έλεγε στον Θεοφύλακτο για το ύψος και το θεολογικό βάθος της Θείας Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου, όπως ασφαλώς και για το λειτουργικό ήθος του Μεγάλου Πατέρα. Και το υποθέτουμε, νομίζουμε βασίμως, διότι ο άγιος Σωφρόνιος αρκετές φορές τόνιζε στους λόγους του, προφορικούς και γραπτούς, ότι η Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου αποτελεί «το πιο τέλειο παράδειγμα της θεολογίας ως περιεχομένου της προσευχής». Μόνο το «Ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου υπέρκειται και αυτού του παραδείγματος». Κατά τα λόγια του επακριβώς: «Ποιος βαθμός είναι πιο τέλειος από τη θεολογία ως περιεχόμενο της προσευχής; Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο νους του ανθρώπου διαμένει στον Θεό και τότε ό,τι λέει είναι θεολογία: θεολογία ως κατάσταση του πνεύματός μας, του «είναι» μας. Το πιο τέλειο παράδειγμα της θεολογίας ως περιεχομένου της προσευχής είναι η Αναφορά της Λειτουργίας του  Μεγάλου Βασιλείου, όπου το θεολογικό περιεχόμενό της παρουσιάζεται ως προσευχή προς τον Θεό» («Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας», τόμ. Β΄, σελ. 245). Κι αλλού (στο ίδιο: σελ. 416): «Ένα από τα πιο υπέροχα παραδείγματα της θεολογίας ως προσευχής αποτελεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Η αναφορά της είναι καθαρή θεολογία και συνεχής ένταση προσευχής».

Δικαιολογείται λοιπόν ο Γέροντας Θεοφύλακτος λόγω της απλότητάς του να προβαίνει σε μία τέτοια εκτίμηση. Διότι τον άγιο Σωφρόνιο ζούσε και του Σωφρονίου η προσωπικότητα τον είχε καθηλώσει. Κι είμαστε ευγνώμονες για τη μαρτυρία του αυτή, διότι ψαύουμε με τον πιο απτό τρόπο την «ουσία» της ύπαρξης ενός αγίου: την καρδιά του την αγκυροβολημένη στον Ιησού Χριστό, τον Οποίο κατεξοχήν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, ο πιστός άνθρωπος, στη Θεία Λειτουργία. Χριστιανός με άλλα λόγια που δεν νιώθει την ανάγκη να λειτουργείται, που η Θεία Λειτουργία δεν αποτελεί το κέντρο και τον πυρήνα της ζωής του, που ο Χριστός δηλαδή δεν είναι η αναπνοή του δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται χριστιανός. «Ήταν ο άγιος Σωφρόνιος πολύ, πολύ, πολύ δοσμένος στη Θεία Λειτουργία». Διότι ακριβώς η Θεία Λειτουργία είναι ο Ίδιος ο Χριστός, οπότε εκεί μετράμε την αγάπη μας προς Εκείνον. Ο άγιος Σωφρόνιος την κάθε στιγμή του την έβλεπε ως τη μοναδική ευκαιρία που του παραχωρούσε ως δωρεά ο Κύριος προκειμένου να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος» ήταν ό,τι μπορούσε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του, κάνοντάς τον, κατά τη δική του μαρτυρία, να ζει με τη μεγαλύτερη πνευματική ένταση. Γι’ αυτό και λειτουργείτο και μπορούσε να λειτουργεί ως άνθρωπος. Είναι τυχαίο ότι παρομοίως προς εκείνον ζούσαν και άλλοι μεγάλοι σύγχρονοι άγιοι; Ποιος δεν γνωρίζει για παράδειγμα ότι ο μέγας κι αυτός Γέρων όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης λειτουργούσε επί μισό αιώνα καθημερινά, ετοιμαζόμενος για την επόμενη λειτουργία πνευματικά ευθύς μόλις τελείωνε η προηγούμενη;

Κι αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο θείος έρωτας προς Αυτόν, τον έκανε σαν τον απόστολο Παύλο να μπορεί να λέει «ο μοναχός αν είναι δυνατόν πρέπει να ξεχάσει και τη μητρική του γλώσσα!» Τι έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Θεωρώ τα πάντα ως σκουπίδια μπροστά στην έγνοια μου να κερδίσω τον Χριστό». Και: «Ας ξέρω όλες τις γλώσσες του κόσμου, ακόμη και τις γλώσσες των αγγέλων. Δεν έχω αγάπη; Μοιάζω με τενεκέ που τον κτυπάνε». Λοιπόν, για τον άγιο Σωφρόνιο και για τους άλλους αγίους μας, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο πέρα από την αγάπη του Χριστού. Αυτός έχει γίνει περιεχόμενο της ζωής τους, Αυτός δηλαδή φανερώνεται «εν ετέρα μορφή» μέσα από αυτούς. Ό,τι μαρτυρούσε και πάλι ο απόστολος Παύλος: «Δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Αλλά ποιος μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερος και πιο κοντά σε όλους, είτε ανθρώπους είτε ζώα είτε φύση, από εκείνον που φανερώνει τον Χριστό; Ο άγιος-Χριστός αποτελεί την ευλογία για τα πάντα, και μόνο η ανάσα του και η περπατησιά του στον κόσμο συνιστά τη μεγαλύτερη παρηγοριά και το επούλωμα της όποιας πληγής στο σώμα της ανθρωπότητας, όχι μόνο της εποχής του αλλά και διαχρονικά όπου γης και καιρού.

Τα αποφθέγματα των αγίων – ο ανασασμός στα όποια αδιέξοδά μας.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ. Πρίν γίνει χριστιανός ὑπῆρξε ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἦταν προχωρημένης ἡλικίας μέ ἄσπρα μαλλιά καί γένια, ἐνῶ κατοικοῦσε ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλη τῆς Νικομήδειας. Πίστεψε ὅμως στόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὁδηγήθηκε στόν ἄρχοντα Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος ἐπειδή ὁ ἅγιος δέν πείσθηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά ἐπανέλθει στήν προτέρα θρησκεία του, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σαγόνια του, νά κτυπηθεῖ μέ ράβδους καί νά κρεμαστεῖ ἀνάποδα. ῎Επειτα ρίχτηκε στήν φυλακή, ὅπου ἐκεῖ βρῆκε τέσσερα παιδιά πού ἐπίσης ἦταν φυλακισμένα γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μαζί μέ αὐτά ὁδηγεῖται καί πάλι στόν ἄρχοντα. ᾽Επειδή ἐπέμενε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τόν ἔβαλαν μαζί μέ τά παιδιά σέ κάμινο πυρός. ῞Ομως ἦλθε βροχή ἀπό τόν οὐρανό καί ἔσβησε τήν φλόγα, ὁπότε βγῆκαν ὅλοι ἀβλαβεῖς. Τότε ὁ κόμης πρόσταξε νά ὁδηγηθοῦν στό Βυζάντιο, κι ἐκεῖ τῶν μέν παιδιῶν ἔκοψαν τά κεφάλια, τόν δέ ἅγιο Λουκιλλιανό τόν σταύρωσαν. Στόν σταυρό παρέθεσε τήν ψυχή του στόν Θεό, ἐνῶ παρευρισκόταν καί ἡ ἁγία παρθένος Παύλα, ἡ ὁποία ὅσο ἀκόμη ζοῦσε ὁ ἅγιος φρόντιζε τίς πληγές του, ὅταν ὅμως τελειώθηκε μάζεψε τά λείψανα τῶν ἁγίων. ῾Η Παύλα ἦταν πιστή γυναίκα ἀπό τούς γονεῖς της κι ἔκανε αὐτό τό ἔργο: πήγαινε στίς φυλακές καί περιποιεῖτο αὐτούς πού ἔπασχαν ὑπέρ Χριστοῦ, τούς γιάτρευε καί τούς ἔτρεφε.

Συνελήφθη ὅμως κι αὐτή καί ὁδηγήθηκε πρός τόν κόμη. ᾽Επειδή βεβαίως δέν πείσθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, πρῶτον μέν τήν γύμνωσαν, ἔπειτα τήν κτύπησαν μέ ἱμάντες κι ὕστερα μέ ράβδους. Τό σῶμα της ἀπό τά κτυπήματα ἔγινε μιά πληγή, ἀλλά μέ τήν φροντίδα ἀγγέλου ἀποκαταστάθηκε ὑγιής καί πῆρε θάρρος γιά τό μαρτύριο. Πάλι ὁδηγήθηκε στόν κόμη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τῆς κτυπήσουν τό στόμα, ἐπειδή τόν ἔλεγχε γιά τήν εἰδωλολατρία του. Ρίχτηκε στήν φυλακή, καί πάλι ὁδηγήθηκε πρός ἐξέταση. Τήν ἔβαλαν μέσα σέ καμίνι, ἀπό ὅπου βγῆκε ἄφλεκτη, ὁπότε δόθηκε ἡ ἐντολή ἀπό τόν κόμη νά φονευτεῖ μέ ξίφος. Τήν ὁδήγησαν στό Βυζάντιο καί τήν πῆγαν στόν τόπο ὅπου ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός τελειώθηκε μαζί μέ τά παιδιά. ᾽Εκεῖ τῆς ἔκοψαν τό κεφάλι καί ἔτσι ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται ἡ σύναξή τους στό ἁγιότατο Μαρτυρεῖο τους, πού βρίσκεται κοντά στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ στήν ᾽Οξεῖα (ἡ ὁποία εἶναι νησί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἤδη ἔρημο).

῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες, θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη συγκίνηση  ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.

Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ἅγιος Παΐσιος, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ἅγιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἐξαιτίας αὐτῶν τυφλῶν ὡς πρός τίς πνευματικές αἰσθήσεις, λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό σημερινό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων  ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος μάλιστα μᾶς δίνει τήν πνευματική ὅρασή τους: ὄχι μόνο εἶναι ζωντανοί καί πρεσβεύουν γιά ἐμᾶς καί τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί στήν ἐποχή τους καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι σάν τόν ἥλιο πού λάμπει καί φωτίζει τούς ἀνθρώπους. «Σάν ἥλιοι φάνηκαν πραγματικά στήν ᾽Εκκλησία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἱ μάρτυρες καί λάμπουν τό φῶς τῆς ὁμολογίας» (ὠδή θ´).  Κι ἀλλοῦ: «Λυχνάρι φωτεινότατο ἔγινες γι᾽ αὐτούς πού ἀθλοῦσαν μαζί σου» (ὠδή γ´). «᾽Απαστράπτεις μέ τά λόγια σου καί φωταγωγεῖς τόν κόσμο μέ τούς ἄθλους σου» (ωδή δ´). Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι οἱ ἅγιοί μας καί μέ τά λόγια τους, κυρίως ὅμως μέ τήν ζωή τους εἶναι οἱ καθοδηγητές μας καί τά παραδείγματά μας. Ἰδίως σ᾽ ἕναν κόσμο ἀποπροσανατολισμένο σάν τόν σημερινό, ὅπου προβάλλονται ὡς πρότυπα ἄνθρωποι μέ κάθε εἴδους πάθη καί διαστροφές, ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπιμένει στήν ἀλήθεια: πρότυπα καί φωτεινοί ὁδοδεῖκτες εἶναι οἱ ἅγιοί μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι αὐτοί ἀκολούθησαν μέ κάθε δυνατή συνέπεια τόν ἴδιο τόν ἀρχηγό τῆς πίστεώς μας τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀποδεικνύοντας ὅτι προτεραιότητά τους ἦταν ἡ ἀγάπη σ᾽ ᾽Εκεῖνον. ᾽Εν προκειμένῳ γιά τόν ἅγιο Λουκιλλιανό ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής ᾽Ιγνάτιος δέν διστάζει νά τόν παραλληλίσει μέ τό ἴδιο τό ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολο Παῦλο: «Μαζί μέ τόν Παῦλο φώναζες, μάρτυς τοῦ Χριστοῦ: Δέν θά μέ χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ οὔτε ὁ κίνδυνος οὔτε ἡ λύπη οὔτε ὁ λιμός οὔτε τό ξίφος» (ὠδή ζ´).

Κι εἶναι ἡ παραπάνω ἀλήθεια αὐτή πού ἐξηγεῖ καί τήν δύναμη τήν ὁποία ἔχουν οἱ ἅγιοί μας: ζώντας τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κυρίως μέ τήν διακράτηση τοῦ λόγου Του μέσα στήν καρδιά τους – αὐτό εἶναι τό ἀποδεικτικό τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό κατά τοῦ ῎Ιδιου τήν ρήση: ῾ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε᾽ - ἔχουν ὁλοζώντανο ᾽Εκεῖνον στήν ὕπαρξή τους καί τήν δύναμή Του ἐνεργοῦσα σ᾽ αὐτούς.

῾Ο Κύριος πάλι δέν βεβαιώνει ὅτι ῾ἐάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν  μείνῃ, ὅ ἄν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν᾽;(ἐάν μείνετε ἑνωμένοι μέ Εμένα καί τά λόγια μου τά κρατήσετε στήν ὕπαρξή σας, ὅ,τι θέλετε ζητήστε το καί θά σᾶς γίνει). Αὐτό σημειώνει μεταξύ ἄλλων καί  ἅγιος ὑμνογράφος῎Εχοντας κάνει κτῆμα στήν καρδιά σου τά ρήματα ζωῆς τοῦ Κυρίουσοφέἀπονέκρωσες μέ τήν ἔνστασή σου τίς θωπεῖες καί κολακεῖες  τῶν τυράννωνἀοίδιμε» (ωδή ε´).

Ταῖς τοῦ ἁγίου σου πρεσβείαις, Χριστέ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.  

02 Ιουνίου 2025

ΑΝΑΚΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει Σου καί τῇ ἐγέρσει Σου, ἀνελήλυθας ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια˙ δόξα τῇ δόξῃ Σου» (ωδή α΄εορτής Αναλήψεως).

(Αφού ανακαίνισες με το Πάθος Σου και την Ανάστασή Σου, Κύριε, τον κόσμο που είχε γεράσει από τις πολλές αμαρτίες, ανήλθες προς τα επουράνια εποχούμενος πάνω σε νεφέλη. Δόξα στη δόξα Σου).

Ο άγιος Ιωσήφ ο Θεσσαλονίκης, ο υμνογράφος του δεύτερου κανόνα της μεγάλης Δεσποτικής εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου, νιώθει την ανάγκη να δοξολογήσει τη δόξα του Κυρίου – και πώς αλλιώς; Κάθε τι που είναι του Θεού, ιδίως το δοξαστικό απολυτρωτικό έργο Του, είναι αντικείμενο έρωτα και αγάπης προς Εκείνον: το να δοξολογείς τη δόξα του Θεού σημαίνει να είσαι σε εκστατική πορεία θείου έρωτα, δίνοντας την καρδιά σου σ’ Εκείνον που σε αγάπησε «μέχρι τέλους». Και η πρόκληση έρχεται από τον αναλαμβανόμενο Κύριο επί «νεφέλης», ο  Οποίος πηγαίνει «ὅπου ἦν τό πρότερον», εκεί από όπου ποτέ δεν έφυγε ως Θεός, στα δεξιά του Πατέρα δηλαδή, μαζί όμως πια με την ανθρώπινη φύση Του. Αυτό είναι το μέγιστο μυστήριο για το οποίο μένουν έκπληκτοι και όλοι οι άγγελοι και οι λοιπές επουράνιες δυνάμεις: ο ερχομός του Κυρίου στον κόσμο δεν ήταν μία απλή παρένθεση στη ζωή Του, όπως τα ευρήματα φαντασίας των αρχαίων ποιητών που έβαζαν τους «θεούς» να εισέρχονται στην ανθρώπινη ζωή και να επανέρχονται μετέπειτα στην «κανονικότητά» τους. Η «κανονικότητα» του Κυρίου Ιησού Χριστού είναι μετά την ενσάρκωσή Του να κρατάει διαπαντός και την ανθρώπινη φύση Του, ενωμένη με τη θεότητά Του στη μία Του θεϊκή προσωπικότητα και υπόσταση.

Ο Κύριος λοιπόν αναλαμβάνεται «μετά σαρκός», «σύσσωμος», (εκπληρώνοντας την προτύπωση (προφητεία χωρίς λόγια) της Αναλήψεώς Του με την ανάληψη του προφήτη Ηλία – είναι πολύ ωραίο το τροπάριο από την ε΄ ωδή του ίδιου κανόνα που αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό: «ανερχόταν στους ουρανούς πάνω σε άρμα ο Ηλίας, ζωοδότα Κύριε, εξεικονίζοντας την θεία Σου ανάληψη»), έχοντας εκπληρώσει το έργο Του: την ανακαίνιση του κόσμου, που πραγματοποιήθηκε με όλη τη ζωή Του, κυρίως όμως με το Πάθος και την Ανάστασή Του. Και η ανακαίνιση που έφερε προϋπέθετε ακριβώς έναν κόσμο φθοράς και γήρατος. Γιατί σ’ αυτό οδηγεί πάντοτε η αμαρτία τον άνθρωπο, απαρχής της πτώσεώς του και όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος με τη σημερινή του μορφή: στη γήρανση. Παλεύει ο άνθρωπος της κάθε εποχής, ιδίως σήμερα με τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, να διακρατηθεί διαπαντός «νέος» - στο σώμα του εξαντλεί όλη την ύπαρξή του. Και προβαίνει σε επεμβάσεις πλαστικές του σώματος, σε αλλαγές αισθητικές, προκειμένου να διατηρήσει το σώμα του ει δυνατόν «άφθαρτο» και παντοτινά «ακμαίο»! Πόση ουτοπία όμως! Και πόση ολιγοπιστία λόγω του υποκρυπτόμενου φόβου θανάτου! Γιατί το σώμα του ενδεχομένως μπορεί να τα καταφέρει και να το κάνει να φαίνεται νέο. Η ψυχή όμως και το πνεύμα του; Αυτά πώς μπορούν να διατηρηθούν σε νεότητα;

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν το υπενθυμίζει: η αιωνία νεότητα ήδη είναι γεγονός. Δεν χρειάζονται πλαστικές και αισθητικές επεμβάσεις για να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και τον ανακαίνισε από τα γηρατειά του, προσλαμβάνοντάς τον μέσα στη δική Του αιώνια ύπαρξη. Κάθε άνθρωπος που θα πιστέψει σ’ Αυτόν και θα θελήσει να Τον εντάξει σοβαρά στη δική του ζωή θα δει το αποτέλεσμα όχι της πλαστικής, αλλά της αληθινής και οντολογικής αλλαγής του: να γίνεται πράγματι νέος, στο πνεύμα και την καρδιά – εκεί που λειτουργεί ο γνήσιος άνθρωπος. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις», λέει ο απόστολος Παύλος, όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία, γιατί αυτό είπαμε φέρνει Εκείνος: «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα», να, όλα τα κάνω καινούργια.