16 Δεκεμβρίου 2024

ΣΕ Ο,ΤΙ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΑΜΕ Σ’ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΙΠΕΣΟΥΜΕ!

«Ας με ακούσετε, ας με ακούσετε όλοι εσείς οι κακοί κριτές των ξένων αμαρτιών. Εάν είναι αλήθεια, όπως και πράγματι είναι, ότι “εν ω κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε” (Ματθ. ζ΄ 2), τότε ας είστε βέβαιοι, ότι για όσα αμαρτήματα κατηγορήσαμε τον πλησίον είτε ψυχικά είτε σωματικά, θα περιπέσουμε σ’ αυτά. Και δεν είναι δυνατόν να γίνει διαφορετικά» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ι΄ 10).

Η διπλή προτροπή του οσίου – κατά τον τύπο της λειτουργικής διπλής προτροπής των εκκλησιαστικών αναγνωσμάτων «πρόσχωμεν» - αποκαλύπτει το βαρυσήμαντο του λόγου του: η κακή κρίση που κάνουμε για τις ξένες αμαρτίες λειτουργεί ως… προφητεία για τη δική μας κατοπινή ζωή! Για ό, τι αμάρτημα κατηγορήσαμε ή κατηγορούμε τον πλησίον μας θα επιτρέψει ο Κύριος το ίδιο να το γευτούμε κι εμείς: είτε ψυχικό είτε σωματικό. Κι είναι απόλυτος: «δεν είναι δυνατόν να γίνει διαφορετικά».

Γιατί; Πώς είναι τόσο βέβαιος; Πέρα προφανώς από τη μεγάλη πείρα του στα θέματα της πνευματικής ζωής – εκ νεότητός του στην άσκηση και στην αφιερωμένη ζωή στον Κύριο ήταν – πιστεύει ακράδαντα σε ό,τι έχει πει το αψευδές στόμα Εκείνου κι έχει καταγραφεί στο Ευαγγέλιο. Ο ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε: «για ό,τι κρίνετε τον συνάνθρωπό σας, γι’  αυτό θα κριθείτε και σεις». Λοιπόν, θα έλθει η ώρα, αν όχι άμεσα πάντως σίγουρα κάποια στιγμή,  που θα αλλάξουν οι συνθήκες και θα περιπέσουμε στο ίδιο αμάρτημα το οποίο κατακρίναμε. Οπότε, η όποια κακή κρίση μας για τον συνάνθρωπό μας, τελικώς θα λειτουργήσει ως κακή κρίση και για τον ίδιο τον εαυτό μας - κρίνοντας τον άλλον κρίνουμε τον εαυτό μας. Δεν είναι μία έμμεση επιβεβαίωση της απαρχής αποκάλυψης του Θεού ότι ο άλλος, ο συνάνθρωπος, δεν είναι ένας ξένος, δεν είναι ακριβώς… άλλος, αλλά ο ίδιος ο εαυτός μας; «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».

Γι’ αυτό και στην κρίση του Θεού δεν θα χρειαστεί άλλος κατήγορός μας πέρα από τον ίδιο τον εαυτό μας. Είναι βεβαίως ο Πονηρός ο οποίος πάντοτε μας κατηγορεί έτσι κι αλλιώς στον Θεό – το μίσος του για τον άνθρωπο είναι άσβεστο – αλλά ο ίδιος ο εαυτός μας θα είναι πρωτίστως το… εισαγγελικό χέρι που θα υψωθεί απειλητικά εναντίον μας!

Ένα είναι το φάρμακο! Να μετανοήσουμε αληθινά για τις κακές κρίσεις μας, να σταματήσουμε την κάκιστη αυτή συνήθεια, και να στήσουμε μονίμως στον… τοίχο μόνο τον εαυτό μας!  Αυτό όμως συνιστά τον επίμονο και επίπονο αγώνα της ταπείνωσης και της εν Χριστώ αγάπης μας, που οδηγεί με ασφάλεια στην ακατακρισία μας και από πλευράς του Θεού.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΓΓΑΙΟΣ

«Ο προφήτης Αγγαίος καταγόταν από τη φυλή Λευί. Γεννήθηκε στη Βυβυλώνα κατά την εκεί αιχμαλωσία του Ισραηλιτικού λαού (586-538 π.Χ.). Νέος ακόμη ήλθε από τη Βαβυλώνα στα Ιεροσόλυμα και προφήτευσε μαζί με τον προφήτη Ζαχαρία επί τριάντα έξι έτη. Προανήγγειλε και αυτός τη σάρκωση του Χριστού, τετρακόσια εβδομήντα έτη πριν τη Γέννησή Του, ενώ φανερά προφήτευσε για την επιστροφή του λαού από την αιχμαλωσία. Είδε μάλιστα και ένα μέρος από την οικοδομή του νέου ναού που έκτισαν οι επανακάμψαντες Ισραηλίτες. Πέθανε και ετάφη πλησίον των ιερέων, όπως αυτοί, ένδοξα, διότι και αυτός ήταν από γένος ιερατικό. Ήταν γηραιός πολύ, αξιοσέβαστος λόγω της ηλικίας του, πασίγνωστος για την αρετή του, αγαπώμενος  από όλους και τιμώμενος ως ένδοξος και μέγας προφήτης. Το όνομά του ερμηνεύεται Εορτή ή εορταζόμενος».

Με τον προφήτη Αγγαίο βρισκόμαστε στο κλίμα της πρώτης αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο, την Παλαιά Διαθήκη, εκεί που ο Θεός προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό Του ως ανθρώπου. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τόση σημασία για την Εκκλησία μας, όχι βεβαίως διότι καταγράφει την Ισραηλιτική ιστορία, αλλά διότι δι’ αυτής προφητεύει την Καινή Διαθήκη, τον ερχομό του Χριστού. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή είναι σαφώς προσανατολισμένη προς την Καινή, και μόνον κάτω από την οπτική αυτή μπορεί να κατανοήσει κανείς και τη σημασία της. Με άλλα λόγια ο χριστολογικός χαρακτήρας της φανερώνει και την ισότιμη θέση της προς την Καινή, γι’ αυτό και Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται τόσο η Παλαιά, όσο και η Καινή Διαθήκη. Ο ίδιος ο Κύριος με σαφήνεια το έδειξε, όταν μεταξύ άλλων είπε πως «ό,τι έγραψε ο Μωυσής και οι προφήτες για Εμένα το έγραψαν».

Τον χριστολογικό χαρακτήρα των προφητειών του προφήτου Αγγαίου καταγράφει και ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης. Πολλοί από τους ύμνους της ακολουθίας του αναφέρονται ακριβώς στο γεγονός του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου, της ενσάρκου οικονομίας Του. «Προφητεύεις τη σωτήρια απολύτρωση για όλους τους ανθρώπους» σημειώνει μεταξύ άλλων∙ «Χριστέ, υπέδειξες στον προφήτη σου τον έμψυχο ναό που φτιάχτηκε για σένα από Παρθένο» τονίζει αλλού∙ κι ακόμη: «Θεόπτα προφήτα Αγγαίε, προανήγγειλες με φανερό τρόπο ότι θα φανερωθεί ο άναρχος Λόγος στους εσχάτους χρόνους». Έτσι ενώ με τον προφήτη Αγγαίο μεταφερόμαστε αρκετούς αιώνες προ Χριστού, με τις εν Πνεύματι αγίω προφητείες του («Θείω Πνεύματι πεφωτισμένην την διάνοιαν έχων, προφήτα») πατάμε και πάλι στο έδαφος της Καινής, βλέποντας μαζί του τη Γέννηση του ίδιου του Κυρίου μας.

Ο προφήτης Αγγαίος «δέθηκε» με την επάνοδο των συμπατριωτών του από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος και με την ανοικοδόμηση του νέου, λόγω καταστροφής του παλαιοτέρου από τους Βαβυλωνίους,  ναού των Ιεροσολύμων. Το διπλό αυτό «δέσιμο» προβάλλεται κατά κόρον από τους ύμνους της Εκκλησίας μας, με συνεπή αναγωγή τους όμως και στην πνευματική ζωή των χριστιανών. Τι εννοούμε; Ο άγιος υμνογράφος αφενός την απελευθέρωση των Ιουδαίων την παίρνει ως αφορμή για να αναφερθεί και στην απελευθέρωση των ίδιων των χριστιανών από τη δική τους «βαβυλώνια» αιχμαλωσία, δηλαδή τα δίκτυα του διαβόλου, με την παρουσία του Χριστού («Σωτήρα Κύριε, από τον κατώτατο βυθό της αμαρτίας που ήταν αιχμαλωτισμένος ο άνθρωπος επί μακρόν τον ανύψωσες και τον ελευθέρωσες, και τον οδήγησες πάλι σαν φιλάνθρωπος προς την άνω Πόλη, τη Βασιλεία Σου»), αφετέρου την ανοικοδόμηση του ναού που κήρυσσε ο προφήτης την χρησιμοποιεί ως μέσον για να τονίσει και ότι ο ίδιος ο προφήτης έγινε ναός του Θεού («Ο Θεός που κατοικεί στα ουράνια και γεμίζει όλη την οικουμένη σε φανερώνει ναό αγιωσύνης, προφήτα») και ότι εμείς οι χριστιανοί είμαστε ναός του αγίου Πνεύματος και καλούμαστε να το επιβεβαιώνουμε διαρκώς στην καθημερινότητά μας («μακάριε Προφήτη, αξίωσέ μας να γίνουμε ναοί του ζωντανού Θεού»).

15 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

«Ο άγιος Ελευθέριος ήταν από την πόλη της Ρώμης, πολύ νέος στην ηλικία, ορφανός από πατέρα, που είχε μόνη τη μητέρα του, στο όνομα Ανθία, η οποία είχε κατηχηθεί στην πίστη του Χριστού από τον άγιο απόστολο Παύλο. Οδηγήθηκε από αυτήν στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών. Κατά το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του χειροτονείται διάκονος, κατά το δέκατο όγδοο πρεσβύτερος, στο δε εικοστό προχειρίζεται επίσκοπος του Ιλλυρικού, ενώ προηγουμένως είχε κάνει πολλά θαύματα λόγω της μεγάλης αρετής του. Επειδή όμως, με τη διδασκαλία του, μετέστρεφε πολλούς προς την πίστη του Χριστού, ο βασιλιάς Αδριανός στέλνει και τον καλεί. Κι όταν εκείνος διακήρυξε  ενώπιόν του ότι ο Χριστός είναι Θεός των όλων, δίνει προσταγή να τον βάλουν σε χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν από κάτω σωρό φωτιάς. Έπειτα να τον βάλουν σε σχάρα που είχε εκκαυθεί πάρα πολύ, και πάλι σε πυρωμένο τηγάνι, γεμάτο από λάδι και στέαρ και πίσσα. Με τη χάρη όμως και τη δύναμη του Χριστού φυλάσσεται από όλα αβλαβής. Έπειτα κατασκευάζεται κλίβανος, με τη συμβουλή του επάρχου Κορέμμονος, έχοντας από τη μία και την άλλη πλευρά μυτερούς οβελίσκους. Στον κλίβανο αυτόν εισέρχεται πρώτος ο ίδιος ο Κορέμμων, αφού γέμισε από άγιο Πνεύμα και ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός. Από αυτόν εξήλθε αβλαβής και του έκοψαν το κεφάλι. Ο άγιος Ελευθέριος ρίχτηκε στο τηγάνι, αλλά βγήκε σώος, γιατί σβήστηκε η φλόγα. Έπειτα φρουρείται και δένεται σε άρμα, που το τραβούσαν άγρια άλογα. Λύθηκε όμως από αγγέλους, που τον οδήγησαν σε όρος υψηλό, όπου έζησε μαζί με τα άγρια ζώα, τα οποία εξημερώνονταν, καθώς ο άγιος τους έλεγε λόγια του Θεού. Αργότερα νουθέτησε τους στρατιώτες που έστειλαν να τον συλλάβουν και τους βάπτισε μαζί με άλλους, περίπου πεντακόσιους, που πίστεψαν στον Χριστό. Οδηγήθηκε κάποια στιγμή προς τον βασιλέα και ρίχτηκε στα θηρία να τον φάνε, αλλά διαφυλάχθηκε σώος, οπότε φονεύεται από δύο στρατιώτες που επέπεσαν πάνω του, με προσταγή του ηγεμόνα. Η δε μητέρα του Ανθία, αφού αγκάλιασε το νεκρό σώμα του αγίου και το ασπαζόταν, φονεύεται και αυτή με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του, πλησίον του Ξηρολόφου».

 Εν πρώτοις, πριν από οποιαδήποτε άλλη αναφορά, θα πρέπει να επισημάνουμε μία παραδοξότητα: την υπέρβαση οποιουδήποτε κανόνα της Εκκλησίας σχετικά με την είσοδο του αγίου Ελευθερίου και την εξέλιξή του στους βαθμούς της ιερωσύνης. Τι θέλουμε να πούμε; Ο άγιος Ελευθέριος κλήθηκε από την Εκκλησία να γίνει διάκονος σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, προήχθη σε επίσκοπο. Όταν κανείς γνωρίζει ότι οι ηλικίες που διαμορφώθηκαν, τα μετέπειτα βεβαίως χρόνια, για τους βαθμούς της ιερωσύνης είναι κατά πολύ μεγαλύτερες – η Εκκλησία μας καθόρισε ότι στα εικοσιπέντε του χρόνια κάποιος μπορεί να γίνει διάκονος για παράδειγμα – κοντοστέκεται, γιατί βλέπει ότι ενώπιον του αγίου Ελευθερίου η ίδια η Εκκλησία κινήθηκε με έναν εντελώς ελεύθερο τρόπο, δηλαδή με τον χαρισματικό τρόπο που καθορίζει το Πνεύμα του Θεού, που «πνει όπου θέλει», ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δέσμευση ηλικίας και φύσεως. Και το γεγονός τούτο συγκινεί ιδιαίτερα, διότι φανερώνει ότι η Εκκλησία μας δεν δεσμεύεται από κανέναν νόμο κανονιστικό, όταν βλέπει την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Για την Εκκλησία μας η σημαντικότερη κανονιστική αρχή είναι αυτή που εξήγγειλε ο ίδιος ο αρχηγός Της: «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον».

 Γιατί όμως; Τι ήταν εκείνο που έκανε την Εκκλησία την εποχή εκείνη, να θέσει «επί την λυχνίαν επισκοπής» ένα νεαρό παλληκάρι, έφηβο ακόμη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη και υπονοήθηκε και προηγουμένως: η πνευματεμφορία του αγίου Ελευθερίου. Ο άγιος Ελευθέριος, όπως σημειώνουν μάλιστα και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, «εκ θείου Πνεύματος λαβών της σοφίας τον πλούτον, μιμητής ανεδείχθη των Αποστόλων». Η αγιασμένη του ζωή, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι εκ βρέφους αποδείχθηκε «καθαρά μυροθήκη του Πνεύματος» υπήρξε η προϋπόθεση, προκειμένου να λάβει «την προσθήκην του Πνεύματος» διά της ιερωσύνης, την οποία κατέστεψε και με το στεφάνι του μαρτυρίου.

Πώς φανερωνόταν η παρουσία του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του; Μα, πρώτα από όλα, με εκείνο που ο ίδιος ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως καρπό του Πνεύματος: τις αρετές. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Ο άγιος Ελευθέριος ήταν πλήρης αρετών. «Των αρετών το τερπνόν καταγώγιον» τον ονομάζει ο υμνογράφος της Εκκλησίας. Κι έπειτα, με τα πάμπολλα θαύματα τα οποία επιτελούσε και εξακολουθεί βεβαίως να επιτελεί. Θαύματα που αποδεικνύουν την παρρησία την οποία είχε και έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος ήθελε και θέλει να προσφέρει τη χάρη Του μέσω του ταπεινού αγίου Του. Κι εκεί που κατεξοχήν θεωρείται μέχρι σήμερα ο προστάτης και ο ευεργέτης είναι στις επίτοκες γυναίκες, τις εγκύους, οι οποίες πάντοτε τον επικαλούνταν, προκειμένου να φτάσουν να «ελευθερωθούν» με τον καλύτερο τρόπο. Την παραπάνω αλήθεια επισημαίνει και ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας: «Φροντίζοντας, πάτερ, τις επίτοκες γυναίκες, δίνεις ελευθερία σ’ αυτές, που έρχονται προσκυνήτριες στον Ναό σου. Και έκανες καλοτάξιδους πάλι εκείνους που σε παρακάλεσαν θερμά, όπως και στους ασθενείς δίνεις την υγεία, λάμποντας έτσι με τα θαύματα».

Πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο αγιασμού ο άγιος Ελευθέριος, με αποτέλεσμα να χαριτωθεί τόσο πολύ από τον Θεό; Βεβαίως, με τη νόμιμη άσκησή του. Από μικρός, «εκ νεότητος» «ως ο Σαμουήλ», κατενόησε ότι εκείνο που εμποδίζει την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου είναι τα πάθη του. Γι’ αυτό και αποδύθηκε σε ασκητικούς αγώνες εξαλείψεως των παθών αυτών, καλύτερα: μεταστροφής τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή, σε αγάπη του Θεού και σε αγάπη του ανθρώπου.   Στον αγώνα αυτόν είχε συνεργό βεβαίως τον ίδιο τον Κύριο, αφού χωρίς Αυτόν «ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν», αλλά και ο ίδιος προσανατόλισε ολοκληρωτικά τον νου και την καρδιά του σ’  Εκείνον, έχοντας μάθει από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι μόνον όποιος έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της ύπαρξής του στον Θεό μπορεί και πράγματι να βρει τον Θεό και να Τον κάνει κάτοικο της ψυχής και του σώματός Του. Κατά τον υμνογράφο του, ο άγιος «προσήλωσε ολοκληρωτικά τον νου του στο ωραιότατο κάλλος του θείου εραστή, του Χριστού, και πληγώθηκε από τον γλυκό του έρωτα». Πράγματι: η ταλάντευση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, η «διψυχία» που λέει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, συνιστά ακαταστασία, που το μόνο που φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου είναι η ταραχή. Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο άγιος Ελευθέριος λοιπόν δεν «έπαιζε» με την πίστη του: αγάπησε με πάθος τον Κύριο, προσκολλήθηκε σ’  Αυτόν, γι’  αυτό και δέχτηκε τόσο πλούσια τη δύναμή Του, δύναμη τέτοια ώστε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να υπερβεί τα ανθρώπινα πάθη του. «Προσκολλήθηκες στον Θεό με καθαρότατο νου, ήδη από τη νεότητά σου, και απομάκρυνες την ψυχήν σου από το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα, οπότε και απέκτησες πλούσια την άφθονη χάρη των θαυμάτων».

 Δεν μπορούμε βεβαίως  να μην επισημάνουμε και τη βοήθεια που του παρέσχε ο πνευματικός του πατέρας, ο άγιος Ανίκητος, πάπας Ρώμης. Αν, είπαμε, έμαθε από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι σκοπός της ζωής είναι να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού και ότι αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση κατά των παθών, το έμαθε, γιατί ακριβώς καθοδηγήθηκε σωστά. Πέραν της βοήθειας σ’ αυτό από την ίδια τη μητέρα του – μαθήτρια του αποστόλου Παύλου – ο άγιος Ανίκητος ήταν εκείνος που τον μύησε στην πνευματική αυτή Παράδοση. Ο ίδιος υπήρξε φορέας αυτής, γι’  αυτό και είχε τη δυνατότητα να την μεταγγίσει στο νεαρό βλαστάρι της πίστεως, τον άγιο Ελευθέριο. Έτσι ο άγιός μας ευλογήθηκε από τον Θεό να μάθει την Παράδοση όχι από βιβλία και διαλέξεις, αλλά από ζωντανή πηγή, από τη συναναστροφή του με αγίους. Κατά τον συναξαριστή του, όπως είδαμε: «Οδηγήθηκε από τη μητέρα του στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών».

Ο άγιος Ελευθέριος προσανατολίζει και εμάς σήμερα στην ίδια με αυτόν ζωή, ζωή στην πραγματικότητα του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Και μας καλεί, δεόμενος υπέρ ημών, σε απελευθέρωση από τα πάθη μας. Όπως το θέτει και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυς Ελευθέριε, ελευθέρωσέ με τώρα, με τις ευφρόσυνες ικεσίες σου στον Κύριο, εμένα που είμαι δουλωμένος στη μαυρίλα των παθών». Είθε με τις πρεσβείες του αγίου να φτάσουμε κι εμείς σ’  αυτήν την απελευθέρωση, που μας καταξιώνει ως ανθρώπους και μας ανοίγει τη Βασιλεία του Θεού ήδη από τη ζωή αυτή.

14 Δεκεμβρίου 2024

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΑ!

 

«Το τραπέζι είναι στρωμένο. Όλα σερβιρισμένα. Τα πάντα έτοιμα. Οι θέσεις σας σάς περιμένουν». Η φωνή του υπηρέτη του Κυρίου δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής. Η παραβολή του Κυρίου δηλαδή για το μεγάλο Δείπνο δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης: είναι τέτοια η επιθυμία Κυρίου του Θεού μας για να έχει τον άνθρωπο κοντά Του, είναι τόσο σφοδρός ο πόθος Του να είναι μαζί μας που ήδη μας έχει θέσει στο τραπέζι της Βασιλείας Του. Κι αν κατανοήσουμε την αλήθεια ότι τελικώς Βασιλεία του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος – ο ερχομός Του στον κόσμο αποτελεί την είσοδο της Βασιλείας Του -, τότε κατανοούμε ότι η θέση στο τραπέζι Του είναι η θέση μας μέσα στην καρδιά Του, στο κέντρο της ύπαρξής Του – ο καθένας μας είναι ό,τι ανώτερο και ιερότερο για τον Θεό μας. Κι αυτό γιατί; Διότι μας δημιούργησε έτσι ώστε να Τον «επαναλαμβάνουμε» (όσιος Σωφρόνιος). «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του κάθε άνθρωπος, που θα πει στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου ο Δημιουργός μας «έβλεπε και βλέπει» τον εαυτό Του! Και μπορεί βεβαίως να ανταρτέψαμε και να χάσαμε την υπερβολή της προσφοράς του Πατέρα, γιατί μάλλον δεν καταλάβαμε το μεγαλείο μας, όμως Εκείνος «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», έγινε ένας από εμάς, ίδιος μ’ εμάς, για να μας δώσει εκ νέου την ευκαιρία να αποκτήσουμε και πάλι το πεταμένο δώρο: να γίνουμε θεοί με τη χάρη Του. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί».

Η θέση μας έτοιμη και μας περιμένει. Αλλά εμείς δεν έχουμε... χρόνο. Κι έχουμε απόλυτο «δίκιο»! Αυξήσαμε το βιος μας, τη γη και τα ζωντανά μας, κάναμε δηλαδή επενδύσεις – πώς θα ζήσουμε και θα κυριαρχήσουμε στον κόσμο αυτόν που μας έβαλε ο Δημιουργός μας; Εκείνος δεν είπε: «και κατακυριεύσατε της γης;». Και πιο πολύ: πώς να βρούμε χρόνο αφού παντρευτήκαμε; Ο ίδιος ο Θεός πάλι δεν είπε ότι «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος;» Να λοιπόν, παντρευτήκαμε. Κάναμε υπακοή στο θέλημά Του. Οπότε δεν γίνεται να αφήσουμε μόνο/η τον/τη σύζυγο για κάτι άλλο. Δεν είμαστε απολύτως δικαιολογημένοι; «Σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με!»

Ο Κύριος όμως εξοργίστηκε από τη στάση μας. Μα γιατί; Διότι είμαστε τόσο τυφλοί που δεν καταλαβαίνουμε ότι περιπέσαμε και περιπίπτουμε σε βλασφημία. Τι είναι η βλασφημία; Δεν είναι η αδυναμία ιεράρχησης των προτεραιοτήτων μας; Δεν είναι να βάζουμε πρώτο αυτό που έπρεπε να ακολουθεί και δεύτερο αυτό που από τη φύση του είναι πρώτο; Ποιο είναι το πρώτο; Αυτό που γνωρίζουμε και έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλη της διανοίας, εξ όλης της ισχύος»! Να επιδιώκουμε δηλαδή πρώτα τη Βασιλεία του Θεού, τον ίδιο τον Θεό δηλαδή, κι όλα τα υπόλοιπα θα τα βλέπουμε να έρχονται σωρηδόν και με ευλογίες στη ζωή μας! Και στην πράξη τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει να θέτουμε σε προτεραιότητα της ζωής μας το άγιο θέλημα του Θεού, τις άγιες εντολές του Κυρίου, δηλαδή τελικώς την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας. Αυτή είναι η κανονική εργασία μας που μας κινητοποιεί και μας κάνει να βρούμε τη θέση μας στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, να βρούμε δηλαδή το κέντρο της ύπαρξής μας μέσα στο κέντρο της καρδιάς του Θεού μας.

Η κατανόηση της αλήθειας αυτής εννοείται πως φωτίζει την κανονική αυτή εργασία μας – «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην αλλά την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον» - αλλά με προοπτική καθημερινότητας. Τι θέλουμε να πούμε; Η αποδοχή ή η άρνηση της πρόσκλησης του Θεού μας να μένουμε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς – το βάθος ερμηνείας της παραβολής του μεγάλου Δείπνου – δεν είναι θέμα μίας φοράς. Η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή της ζωής μας είναι η ώρα πρόσκλησης του Θεού μας για να είμαστε μαζί Του – έχουμε ανοικτή πρόσκληση. Που θα πει: αδιάκοπα βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο επιλογής να είμαστε πιστοί ή άπιστοι. Όσο έχουμε χρόνο, δηλαδή όσο διαρκεί η εδώ ζωή μας.

 Η συγκεκριμένη παραβολή του Κυρίου πράγματι δεν μας αφήνει σε ησυχία. Και η απάντηση που Του δίνουμε κάθε φορά κρίνει την όποια θεωρούμενη χριστιανικότητά μας. Χριστιανός πάντως του: πότε ναι και πότε όχι, δεν υπάρχει! Γιατί «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι».

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 14, 16-24. Ματθ. 22, 14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή· «Ἕνας ἄνθρωπος ἑτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καί κάλεσε πολλούς. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, ἔστειλε τό δοῦλο του νά πεῖ στούς καλεσμένους: “ἐλᾶτε, ὅλα εἶναι πιά ἔτοιμα”. Τότε ἄρχισαν, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο, νά βρίσκουν δικαιολογίες: Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε: “ἔχω ἀγοράσει ἕνα χωράφι καί πρέπει νά πάω νά τό δῶ· σέ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον”. Ἄλλος τοῦ εἶπε: “ἔχω ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καί πάω νά τά δοκιμάσω· σέ παρακαλῶ, δικαιολόγησέ με”. Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε: “εἶμαι νιόπαντρος καί γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά ἔρθω”. Γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος καί τά εἶπε αὐτά στόν κύριό του. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ὀργισμένος εἶπε στό δοῦλο του: “πήγαινε γρήγορα στίς πλατεῖες καί στούς δρόμους τῆς πόλης καί φέρε μέσα τούς φτωχούς, τούς ἀνάπηρους, τούς κουτσούς καί τούς τυφλούς”. Ὅταν γύρισε ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε: “κύριε, αὐτό πού πρόσταξες ἔγινε καί ὑπάρχει ἀκόμη χώρος”. Εἶπε πάλι ὁ κύριος στό δοῦλο: “πήγαινε ἔξω ἀπό τήν πόλη στούς δρόμους καί στά μονοπάτια κι ἀνάγκασέ τους νά ἔρθουν, γιά νά γεμίσει τό σπίτι μου· γιατί σᾶς βεβαιώνω πώς κανένας ἀπό κείνους πού κάλεσα δέ θά γευτεῖ τό δεῖπνο μου. Γιατί πολλοί εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί ”».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Τιμ. α΄ 8-18) (ΑΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ)

Τέκνον Τιμόθεε, μὴ ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ Εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ' ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων,  φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν. Δι' ἣν αἰτίαν καὶ ταῦτα πάσχω, ἀλλ' οὐκ ἐπαισχύνομαι· οἶδα γὰρ ᾧ πεπίστευκα, καὶ πέπεισμαι ὅτι δυνατός ἐστι τὴν παραθήκην μου φυλάξαι εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ' ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν. Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ Ἀσίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελος καὶ Ἑρμογένης. Δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ Ὀνησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις με ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν μου οὐκ ἐπαισχύνθη, ἀλλὰ γενόμενος ἐν Ρώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ με καὶ εὗρε· δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν Ἐφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου Τιμόθεε, νά μην ντρέπεσαι νά ὁμολογεῖς τόν Κύριό μας, οὒτε νά ντρέπεσαι για μένα, πού εἶμαι φυλακισμένος για χάρη Του. Νά εἶσαι ἓτοιμος νά κακοπαθήσεις μαζί μ’ ἐμένα γιά τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, κι ὁ Θεός θα σοῦ δώσει τή δύναμη. Ἐκεῖνος μᾶς ἒσωσε καί μᾶς κάλεσε νά γίνουμε λαός του, ὂχι ἐξαιτίας τῶν ἒργων μας, ἀλλά γιατί ὁ ἲδιος τό θέλησε καί μᾶς ἒδωσε τή χάρη του διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ χάρη εἶχε δοθεῖ προαιώνια, φανερώθηκε ὃμως τώρα μέ τήν ἐμφάνιση στή γῆ τοῦ σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού μέ τό εὐαγγέλιο κατήργησε τόν θάνατο κι ἒκανε νά λάμψει ἡ ἂφθαρτη ζωή. Αὐτοῦ τοῦ εὐαγγελίου ὁρίστηκα νά εἶμαι ἐγώ κήρυκας κι ἀπόστολος καί διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὑποφέρω αὐτά τά δεινά. Δεν δειλιάζω ὃμως, γιατί ξέρω σέ ποιόν ἒχω στηρίξει τήν πίστη μου. Καί εἶμαι βέβαιος ὃτι αὐτός ἒχει τή δύναμη νά φυλάξει ὣς τήν ἡμέρα ἐκείνη ὃ,τι μοῦ ἒχει ἐμπιστευθεῖ. Νά ἒχεις ὡς ὑπόδειγμα τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας ὃσα ἂκουσες ἀπό μένα. Νά τά τηρεῖς μέ τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πού δίνει ὀ Ἰησοῦς Χριστός. Τήν ὀρθή πίστη πού σοῦ έμπιστεύτηκε ὁ Θεός φύλαγέ την, μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κατοικεῖ μέσα μας. Τό ξέρεις ὃτι μέ ἀπαρνήθηκαν ὃλοι αὐτοί πού ἦταν στήν Ἀσία-ἀνάμεσά τους κι ὁ Φύγελλος κι ὁ Ἑρμογένης. Ὁ Κύριος ἂς δείξει τό ἒλεός του στήν οἰκογένεια τοῦ Ὀνησιφόρου, πού μέ ἀνακούφισε πολλές φορές καί δεν ντράπηκε γιά τή φυλάκισή μου, ἀλλά ἦρθε στή Ρώμη, μέ ἀναζήτησε μέ πολλή ἐπιμονή καί μέ βρῆκε.Ἂς δώσει ὁ Κύριος νά βρεῖ ἒλεος ἀπό τόν Θεό ἐκείνη τήν ἡμέρα! Καί πόσες ὑπηρεσίες μοῦ πρόσφερε στήν Ἒφεσο, ἐσύ τό ξέρεις καλύτερα. 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΘΥΡΣΟΣ, ΛΕΥΚΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν επί της βασιλείας του Δεκίου, όταν ηγεμόνας ήταν ο Κουμβρίκιος, ο οποίος κίνησε διωγμό κατά των Χριστιανών στα μέρη της Νικομηδείας και της Νίκαιας και της Καισαρείας της Βιθυνίας. Ο άγιος Λεύκιος από μόνος του προσήλθε στον ηγεμόνα, ομολογώντας την πίστη του στον Χριστό και διακωμωδώντας τη ματαιότητα των ειδώλων. Κρεμάστηκε λοιπόν με την προσταγή του ηγεμόνα, καταξέστηκαν οι σάρκες του με φοβερό τρόπο, κι επειδή επέμενε με σταθερότητα στην ευσεβή πίστη των Χριστιανών, του κόψανε το κεφάλι. Έπειτα, καθώς πορεύτηκε ο ηγεμόνας  στον Ελλήσποντο, ο μέγας αθλητής Θύρσος τον συνάντησε, ανακηρύσσοντας με παρρησία ότι ο Χριστός είναι Θεός και ελέγχοντας τον τύραννο ότι απονέμει σεβασμό κατά παράλογο τρόπο σ’ αυτούς που δεν είναι θεοί. Γι’  αυτό γρονθοκοπείται, του σπάνε τα πλευρά, του δένουν και του συντρίβουν τα χέρια και τα πόδια, του τρυπάνε τα βλέφαρα των οφθαλμών και τους ίδιους του οφθαλμούς, του σπάνε με χάλκινους στρόβιλους τα πόδια και του χύνουν καυτό μολύβι στην πλάτη. Το μολύβι που χύθηκε μάλλον έβλαψε τους υπηρέτες παρά τον άγιο. Επειδή με τη χάρη του Χριστού διαφυλάχτηκε αβλαβής από όλα τα φοβερά που του έκαναν, τον έδεσαν με σιδερένια δεσμά. Καταστρέφει όμως με την προσευχή του όλα τα σεβάσματα των ειδώλων. Έπειτα τον έβαλαν  με το κεφάλι κάτω μέσα σε κάποιο αγγείο γεμάτο νερό, το οποίο όμως έσπασε αμέσως. Τον έριξαν στη συνέχεια από ένα ψηλό τοίχο, ενώ είχαν βάλει στο μέρος που θα έπεφτε, μυτερά καρφιά και σίδερα, αλλά και από αυτά με τη δύναμη του Χριστού διαφυλάχτηκε πάλι αβλαβής.

Αργότερα, αφού έφυγαν από τη ζωή αυτή με άσχημο τρόπο ο Κουμβρίκιος και ο Σιλβανός, ήλθε στην ηγεμονία ο Βάβδος. Αυτός βλέποντας τον άγιο να μένει σταθερός ακόμη στην πίστη του Χριστού, τον έβαλε μέσα σε σάκο και τον έριξε στη θάλασσα.  Έσπασε όμως ο σάκος με τη δύναμη αγγέλου και οδηγήθηκε ο άγιος στην ξηρά. Έπειτα τον κτύπησαν με σφοδρότητα, αλλά αυτός και πάλι με την προσευχή του έριξε κάτω τα ξόανα, ενώ όταν τον έβαλαν για να φαγωθεί από άγρια θηρία, αυτά δεν του έκαναν τίποτε. Και πάλι τον κτύπησαν τόσο πολύ, ώστε να κομματιαστούν οι σάρκες του και να πέφτουν στη γη. Τότε τράβηξε  στην πίστη του Χριστού και τον άγιο Καλλίνικο, που ήταν ιερέας των ειδώλων, γιατί σκέφτηκε αυτός ότι μεγαλύτερος από όλους είναι εκείνος ο Θεός, που με την επίκλησή Του πέφτουν τα είδωλα. Φτάνοντας ο άγιος Θύρσος στην Απολλωνία, τράνταξε τους ναούς των ματαίων θεών με την προσευχή και τα έριξε στη γη. Το ίδιο θαυματούργησε  και ο άγιος Καλλίνικος, ο οποίος αφού έριξε το είδωλο, δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Ο δε άγιος Θύρσος, αφού τον έβαλαν μέσα σε κιβώτιο, ώστε να τον κομματιάσουν με πριόνι, κι επειδή οι υπηρέτες δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το πριόνι, ο άγιος παρέμεινε και πάλι αβλαβής. Εκεί παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό, ενώ ακούστηκε από τον ουρανό εκείνη την ώρα φωνή σ’ αυτόν, που του φανέρωνε τα αγαθά που του έχουν ετοιμαστεί. Τελείται δε η σύναξη των αγίων στο Μαρτυρείο τους, που είναι κοντά στους Ελενιανούς».

Η αγία Εκκλησία μας σήμερα, επί τη μνήμη των αγίων αυτών μαρτύρων, μας προσφέρει ένα μπουκέτο από λουλούδια ευωδιαστά, που ευωδιάζουν τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για την ευωδία που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή οι πιστοί στον Χριστό αποτελούν οσμή ζωής, την οποία όμως μπορούν να οσφρανθούν μόνον οι επίσης πιστοί, ενώ  η ίδια αυτή ευωδία λειτουργεί ως οσμή θανάτου για εκείνους που έχουν αποστρέψει το πρόσωπό τους από τον Θεό, λόγω της μεταποίησης που προκαλεί στις πνευματικές αισθήσεις τους  η «χαλασμένη» διάνοιά τους. Με απλά λόγια, η αγιότητα  άλλους, τους πιστούς, τους ωθεί σε δοξολογία του Θεού, ενώ άλλους, τους απίστους και μη καλοπροαιρέτους ανθρώπους, τους ωθεί σε βλασφημία και δυσανασχέτηση. Την αλήθεια αυτή προβάλλει απαρχής σχεδόν η ακολουθία των σημερινών αγίων μας. «Οι ένδοξοι άγιοι άνθησαν σαν ωραιότατα άνθη μέσα στον κήπο των μαρτύρων, στέλνοντας τη θεϊκή ευωδία του αγίου Πνεύματος, και ευωδιάζοντας τις διάνοιες αυτών που τους τιμούν κάθε χρόνο με πίστη».

Ποια είναι η ωραιότερη ευωδία που μας έρχεται από την αγία ζωή των μαρτύρων; Ασφαλώς εκείνη που φανερώνει και το «μυστικό» τους, να μπορούν δηλαδή να αντέχουν τα βάσανα και όλες τις θλίψεις τους με τρόπο που κυριολεκτικά μας καταπλήσσει: ο πόθος της θεϊκής ομορφιάς, τέτοιος που όλα τα τερπνά και ωραία του βίου αυτού τα θεώρησαν ως ένα τίποτε. «Ποθώντας το θεϊκό κάλλος, όλα τα τερπνά της ζωής αυτής τα θεωρήσατε σαν ένα μηδενικό, αθλοφόροι του Χριστού». Κι είναι εύλογο: ποιος λογικός άνθρωπος, έχων σώας τας φρένας του, καθώς λέμε, μπορεί να θέσει σε ίση μοίρα αυτά που προσφέρει ο κόσμος αυτός με αυτά που προσφέρει ο ίδιος ο Δημιουργός; Όταν μάλιστα γνωρίζει ότι οι ομορφιές του κόσμου υφίστανται ως δωρεές του Θεού, προκειμένου μέσω αυτών να αναχθούμε σ’  Εκείνον; Αν υπάρχει τόση ωραιότητα στον κόσμο, ας φανταστούμε την απείρως μεγαλύτερη ωραιότητα Εκείνου που την δημιούργησε. Κι ακόμη: όλα τα τερπνά του βίου αυτού είναι φθαρτά και παρερχόμενα, οι προσφορές όμως του Κυρίου είναι αιώνιες και αθάνατες. Αν λοιπόν αυτονομηθούν τα τερπνά του βίου, χωρίς αναφορά στον Δημιουργό, ποιο το νόημά τους; Και βεβαίως  ο πόθος αυτός των σημερινών αγίων για τον Χριστό, που αποτελεί κοινό τόπο σε όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας, στοιχεί στο επίπεδο ζωής του αποστόλου Παύλου, ο οποίος πρώτος εξ όλων διακήρυσσε: «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.

Ο άγιος υμνογράφος, ο Θεοφάνης, επισημαίνει όμως και κάτι ακόμη, που πράγματι και αυτό έρχεται ως ευωδία αγιασμού. «Χαρακώνοντας το σώμα σου – λέει - με φοβερό τρόπο οι προστάτες του σκοταδιού, Θύρσε, δεν μάραναν  τον τοκετό του λογισμού σου, ο οποίος ενισχυόταν δυνατά με αγάπη, από τη θεϊκή στοργή». Η αλήθεια που προβάλλει εν προκειμένω ο άγιος Θεοφάνης είναι πράγματι εξόχως σημαντική: ο πιστός χριστιανός πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε μία κατάσταση τοκετού των λογισμών του, δηλαδή να γεννά, να προεκτείνει την αγάπη του Θεού που (πρέπει να) διακατέχει την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, ο λογισμός μας, αν είμαστε, χριστιανοί, πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Οι λογισμοί μας πρέπει να είναι αδιάκοπα σε κατάσταση «εγκυμοσύνης» του καρπού του αγίου Πνεύματος. Να μη γινόμαστε στείροι και άκαρποι. Πρόκειται για  διαφορετική διατύπωση της εικόνας που απεκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος, ότι Εκείνος είναι το αμπέλι και ο Θεός Πατέρας ο γεωργός. «Και παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη». Κάθε κλήμα, κάθε χριστιανός δηλαδή, που δεν μένει ενωμένο με το αμπέλι που είναι ο Χριστός, ο Θεός Πατέρας το κόβει και το πετά. Ενώ κάθε κλήμα που μένει ενωμένο με το αμπέλι, το καθαρίζει, ώστε να φέρει περισσότερο καρπό. Είναι μία εικόνα, που τον Χριστιανό δεν τον αφήνει σε ησυχία. Καλούμαστε να βρισκόμαστε πάντοτε σε αέναη πορεία αυξήσεως και καρποφορίας. Δεν το κάνουνε; Δεν γεννάμε αυτό που μας προσφέρει ο Χριστός; Δυστυχώς, αυτό που μας περιμένει είναι το σάπισμα και το πέταμα.

11 Δεκεμβρίου 2024

ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ;

 

«Πνευματική πρόοδος υπάρχει εκεί που υπάρχει η αίσθηση ότι όλα είναι χάλια!» (όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Πιστεύεις ότι προχωράς καλά κι ότι η πνευματική σου ζωή έχει πάρει την… ανιούσα! Γιατί εκκλησιάζεσαι, ίσως και κοινωνάς τακτικά, παρακολουθείς κηρύγματα, διαβάζεις κάποια πνευματικά βιβλία, δίνεις και κάποια ελεημοσύνη… Πώς λοιπόν να μη δέχεσαι λογισμούς ότι έχεις ανέβει επίπεδο; Πράγματι φαίνεσαι «ότι δεν είσαι σαν τους πολλούς των ανθρώπων, δεν είσαι άρπαγας, μοιχός, πόρνος!» Οπότε μπορείς να… «καμαρώσεις» το φαρισαϊκό σου ήθος! Γιατί έφτασες στα μέτρα εκείνου από τη γνωστή παραβολή του Κυρίου, που ο Κύριος τον κατέταξε στη χορεία των αδίκων που δεν μπορούν να δουν πρόσωπο Θεού! Του Φαρισαίου! «Εξήλθε δικαιωμένος ο αμαρτωλός Τελώνης από τον Ναό και όχι ο «άγιος» Φαρισαίος» (ο Κύριος).

Στη χριστιανική μας πίστη τα πράγματα πορεύονται αντίστροφα: προχωράς προς τα εμπρός όταν αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι οι άλλοι προηγούνται από εσένα˙ ανεβαίνεις όταν βλέπεις ότι κατεβαίνεις˙ πλουτίζεις από πνευματικά αγαθά όταν διαπιστώνεις τη φτώχεια σου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος πρώτα από όλα μακάρισε ακριβώς αυτόν τον άνθρωπο: όποιον αναγνωρίζει ότι δεν έχει… τίποτε καλό από πλευράς πνευματικής. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των Ουρανών». Δεν εκπλήσσει  ότι ο μέγιστος απόστολος Παύλος εκεί κατατάσσει τον εαυτό του˙ στον «πάτο» της αμαρτίας! «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ!» Ο αιώνιος λόγος του Θεού εξαγγέλλει την αλήθεια χωρίς περιστροφές: «Ο Κύριος βρίσκεται αντιμέτωπος με τους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίνει τη χάρη Του». «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν». Οπότε «θυσία αληθινή προς τον Θεό προσφέρει εκείνος που έχει συντριμμένο πνεύμα. Καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη από την επίγνωση της αμαρτίας του ο Θεός δεν πρόκειται να την αποστραφεί». Γι’ αυτό και κατανοούμε αυτό που διαχρονικά κηρύσσουν και ομολογούν όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας: η ταπείνωση αποτελεί τη βάση και την κρηπίδα όλων των αρετών. «Χωρίς αυτήν όλα τα θεωρούμενα καλά είναι μετέωρα και χωρίς στήριγμα» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).

Πώς φτάνει κανείς στο επίπεδο αυτό που αρχίζει και μπαίνει στον Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή; Όχι βεβαίως όταν κατασκευάζει  δικά του σχέδια θεωρούμενης ταπείνωσης είτε στη συμπεριφορά (ταπεινοσχημία) είτε στα λόγια (ταπεινολογία) – εκεί οσμίζεσαι την άβυσσο της υπερηφάνειας! Αλλά όταν πιστεύει στον Χριστό ζωντανά και αληθινά, που θα πει βάζει τον εαυτό του «συν πάσι τοις αγίοις» στην οδό των αγίων εντολών Εκείνου. Μόνον ο αγωνιζόμενος στο δρόμο του Κυρίου, εκεί δηλαδή που αφήνει ο πιστός κατά μέρος το δικό του εγωιστικό θέλημα για να υπακούει στο θέλημα του Χριστού, βρίσκει την αληθινή και γνήσια ταπείνωση, την αγία ταπείνωση κατά μέγα Πορφύριο, δηλαδή βρίσκει με έκπληξη και χαρά τον ίδιο τον Κύριο να κατοικεί μέσα του και να του μαθαίνει τι σημαίνει πραότητα και ταπείνωση – είναι θεοδίδακτη η ταπείνωση, χάρισμα κυριολεκτικά του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο. Το είπε ο ίδιος: «Μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά». Αλλά με την προϋπόθεση που επίσης έθεσε: «άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς», σηκώστε τον ζυγό μου, δηλαδή τηρήστε τον λόγο μου – ό,τι χαρακτηρίζεται σταυρικό ήθος που νεκρώνει τον εγωισμό για να ανατείλει η αγάπη.

Πρόκειται για τον καθημερινό αγώνα του εν επιγνώσει χριστιανού που νοηματοδοτεί την πορεία του στον κόσμο τούτο.