«Αυτός ο άγιος μάρτυς έζησε κατά τους χρόνους των
βασιλέων Μαξιμιανού και Μαξίμου και καταγόταν από την Αμάσεια του
Πόντου, από ένα χωριό που λεγόταν Χουμιαλοί. Μόλις συγκαταλέχτηκε στη στρατιά
των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων στρατιωτών, υπό την εξουσία του
αξιωματικού Βρύγκα, εξετάστηκε από αυτόν, οπότε ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι
Θεός, ενώ καταχλεύασε τα σεβάσματα των ειδωλολατρών σαν άψυχα ξόανα και έργα
χειρών ανθρώπων. Κι όταν του δόθηκε η ευκαιρία, δεν έμεινε άπρακτος, αλλά
σκέφτηκε και προέβη στο μέγιστο από τα έργα: κατέκαψε το είδωλο της μητέρας των
θεών, όπως οι ειδωλολάτρες παραφρονώντας λένε. Γι’ αυτόν τον λόγο και
συνελήφθη, κι αφού ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο αυτουργός του εμπρησμού, πρώτα
μεν τον χαράκωσαν κρεμασμένο με σιδερένια νύχια, έπειτα τον έριξαν μέσα σε
καμίνι φωτιάς και εκεί τελειώθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο
Μαρτύριό του, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου, κατά το Σάββατο της
πρώτης εβδομάδας των Νηστειών, όταν έγινε και το θαύμα από αυτόν των κολύβων
και έσωσε έτσι τον ορθόδοξο λαό από τη μιασμένη βρώση των ειδωλοθύτων».
Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας
σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο
άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος
είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους
ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο
στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο
που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή
το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της
ευσέβειας». Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του
Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και τον προσέφερε έπειτα σε όλους.
Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική:
Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το «κρατάει» για τον εαυτό Του,
αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία δική μας. Του προσφέρουμε
για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής
και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του
προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως
κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει
δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία
στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον
Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο
κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους
αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας
στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο
δικό μας δώρο σε Αυτόν: την ίδια την Παναγία μας, είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή δωρίστηκε σε
Αυτόν κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει
στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά
πάντα». Συνεπώς ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος»
χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος
της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ
μέρους του Κυρίου μας.
Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρώτιστα τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι
αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και
τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του
Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου,
μάρτυς Θεόδωρε - σημειώνει για παράδειγμα - απλώνεις σε όλους που προστρέχουν
με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους
αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις
τους πλέοντες» (δοξαστικό
εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα
Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» (ωδή γ΄).
Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών». Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.