Είπε ο μακαριστός Γέρων Ανανίας (Κουστένης): «Είχε κόσμο πολύ. Και περιμέναμε. Ήτανε
πασχάλιος περίοδος, Πεντηκοσταρίου. Και περιμέναμε να βγει ο Γέροντας
(Πορφύριος). Είχε προβλήματα, δεν μπορούσε. Σε κάποια στιγμή βγαίνει. (Ήταν στο
παλιό καλυβάκι, δεν είχε φτιάξει ακόμη το μοναστήρι). Δεν φορούσε ούτε ράσο. Είχε μια πατατούκα, την
είχε ρίξει επάνω του. Βγαίνει και περιμέναμε όλοι, χριστιανοί και μη,
περιμέναμε να πει ο Γέροντας «Χριστός Ανέστη»! Δεν είπε «Χριστός Ανέστη». Είπε:
«Καλημέρα σας!» Τι ωραία! Γιατί αργότερα μας έλεγε: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για
τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν. Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε:
“Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο,
είναι δημοκρατία».
Είναι η εμπειρία του συγχρόνου μακαριστού αγίου Γέροντα
Ανανία Κουστένη. Βρέθηκε και ο ίδιος, νεαρός κληρικός τότε, να περιμένει στην
«ουρά» μαζί με πολλούς άλλους για να δει τον όσιο μεγάλο Πορφύριο, τον Γέροντα
των Αθηνών, τον άνθρωπο του Θεού στον οποίο κατέφευγε πλήθος ανθρώπων για να
πάρουν την ευχή του, να βρουν διέξοδο στα πολλά προβλήματά τους, να «ξεθολώσει»
το οπτικό τους πεδίο. Κι εκείνος λοιπόν, ο μακαριστός Ανανίας, ταλαιπωρημένος την εποχή εκείνη από διαφόρους
πειρασμούς, που «τον είχαν κυκλώσει σαν τις μέλισσες και του προκαλούσαν
ζαλάδα», θεώρησε ως ιδανική λύση την καταφυγή του στον άγιο – είχε ακούσει
γι’ αυτόν, του είπαν και κάποιοι εν
Χριστώ αδελφοί, τα βήματά του έτσι τα έσυρε προς το ταπεινό κελί του Γέροντα.
Θύμιζε η κατάσταση μ’ αυτό που συνέβαινε και με τον άγιο Αντώνιο, όταν πλήθη
συνέρρεαν στη σπηλιά του προσμένοντας τη χαρισματική στιγμή: τη στιγμή που θα
έβγαινε για να απλωθεί το ιλαρό βλέμμα του πάνω στις κουρασμένες ψυχές τους και
να λειτουργήσει το βλέμμα αυτό ως αχτίδα ηλιακή που ρίχνει φως και διώχνει την
όποια σκοτεινιά.
Και πράγματι, βγήκε και ο όσιος Γέροντας Πορφύριος μέσα
σε όλα τα προβλήματα υγείας που είχε – δεν άντεχε η πυρωμένη από αγάπη καρδιά
του να έχει σε αναμονή τον κόσμο που τον πρόσμενε. Κι ήταν τριπλή η έκπληξη του
μακαριστού Ανανία τότε, όπως ο ίδιος συχνά το ομολογούσε και το κήρυττε: Πρώτον,
ότι κάλεσε μόνον εκείνον για να τον δει και να τον ακούσει στο κελάκι του. «Ο
κληρικός να έλθει» είπε, διακρίνοντας εν Πνεύματι ότι εκείνος κατεξοχήν είχε τη
μεγαλύτερη ανάγκη. Και στην πραγματικότητα δεν μίλησε ο Γέρων Ανανίας˙ ήταν ο
άγιος Πορφύριος που άνοιξε ευθύς το στόμα του για να του πει την κατάστασή του,
να τον παρηγορήσει, να του εξηγήσει πως ό,τι του συνέβαινε ήταν μέσα στο σχέδιο
του Θεού για τη δική του μεγάλη προκοπή. Κι «έλιωσε» τότε η καρδιά του Ανανία
και βρήκε την πηγή που θα ξεδιψούσε έκτοτε, που θα πει ότι βρήκε το μέσον για
να ριχτεί με τη μεγαλύτερη ένταση στην Πρώτη και Μοναδική Πηγή που άρδευε και
την καρδιά του οσίου του Πορφυρίου, τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Δεύτερον, ότι βγήκε ο άγιος όχι με ράσο, όπως θα έκανε ένας
κληρικός που «σέβεται» τον εαυτό του και το σχήμα του, αλλά με μία πατατούκα!
Αλλά αυτό το έκανε ο όσιος γιατί ήταν άρρωστος. Γιατί η πατατούκα ήταν εκείνη
που θέρμαινε λίγο περισσότερο το κουρασμένο του κορμί. Γιατί σηκώθηκε από το
κρεβατάκι του με πολλή δυσκολία για να βρεθεί μπροστά στους αγαπημένους του.
Ήταν μία «κένωση» του οσίου, όπως άλλωστε ήταν και ολόκληρη η ζωή του
ακολουθώντας τον εν κενώσει απολύτω σαρκωθέντα Θεό του. Κι ήταν τούτο η
απόδειξη ότι ο άγιος Πορφύριος δεν λειτουργούσε με κριτήρια ευσεβισμού και
ξερής ανθρώπινης ηθικής. Ήξερε, με τη δύναμη της πληροφορίας που του έδινε η
αγιασμένη βιοτή του, ότι κανείς δεν θα τον παρεξηγούσε. Παρεξηγούν μόνον
εκείνοι που έχουν χαλασμένη και διεστραμμένη καρδιά και που οι λογισμοί τους
γι’ αυτό δουλεύουν αδιάκοπα μέσα στη σαπίλα. Όπως το έλεγε ο άλλος μεγάλος
όσιος της εποχής μας Παΐσιος: «Όταν έχεις χαλασμένη καρδιά και χρυσάφι να σου
δίνουν εσύ θα το μεταποιείς σε χρυσές σφαίρες για να πυροβολείς». Λοιπόν, η
έκπληξη του νεαρού τότε Γέροντα Ανανία ήταν και η «αποκάλυψη» για το μεγαλείο
του οσίου Πορφυρίου, ότι ο άνθρωπος αυτός κινείτο με κριτήριο το θέλημα του
Θεού και όχι με το τι θα πει ο κόσμος!
Τρίτον, η μεγαλύτερη έκπληξη! Αντί του «ορθού» χαιρετισμού:
«Χριστός Ανέστη» - περίοδος Πεντηκοσταρίου ήταν, και μάλιστα Διακαινήσιμος
εβδομάδα, ο άγιος είπε «Καλημέρα σας!» Όχι ότι η Καλημέρα δεν συνιστά ευχή και
μάλιστα χαρισματική, όταν βγαίνει από καρδιά ανθρώπου και μάλιστα αγαπώντος – η
όποια καρδιακή ευχή συνιστά τη μεγαλύτερη ευλογία που μπορεί να οδηγήσει σε
μετάνοια έναν συνάνθρωπο! – αλλά περιμένεις από κληρικό και μάλιστα μοναχό να
σου πει τον κατάλληλο για την εποχή χαιρετισμό. Αλλά αυτό για εμάς τους απλούς
και αρχάριους στα πνευματικά ανθρώπους. Εδώ μιλάμε για τον μέγα όσιο, τον
διορατικό και προορατικό που οι «κεραίες» της ψυχής του συνελάμβαναν ό,τι οι
υπόλοιποι ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε και να διανοηθούμε. Προφανώς, ο
όσιος «έβλεπε» ότι όλοι οι μαζεμένοι έξω από το κελί του τότε δεν βρίσκονταν
συντονισμένοι με το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας – πάντοτε υπήρχαν μέσα
στους προσκυνητές και οι διάφοροι περίεργοι που προσήγγιζαν τον όσιο σαν να
ήτανε ένας μάγος και φακίρης. Αλλά μπορεί από την άλλη ο όσιος πράγματι να
βρισκόταν ενώπιον «ξένων» αδελφών, των οποίων αγνοεί την καρδιά – το διορατικό
και προορατικό χάρισμα δεν λειτουργεί διαρκώς σε έναν άγιο! Οπότε, θα
ομολογήσει έπειτα στον μακαριστό Γέροντα Ανανία όπως και σε άλλους: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν
μου ζητήσουν». Κι ακόμη: «Δεν πάω
γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι
αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία».
Υποκλινόμαστε για μία ακόμη φορά μπροστά στο μεγαλείο της
αγιότητας του οσίου Πορφυρίου. Γιατί βρισκόμαστε ενώπιον του ήθους του ίδιου
του Θεού μας, ο Οποίος μας δώρισε την ελευθερία ως το μεγαλύτερο αγαθό μας και
το σέβεται απεριόριστα. Και βλέπουμε ανάγλυφα το θεμέλιο της στάσεως αυτής του
οσίου Γέροντα: είναι η στάση ακριβώς του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο
Οποίος ενώ αποκαλύπτει ότι «χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε», όμως
προτρέπει: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Κι είναι τούτο, κατά τον λόγο
του οσίου, «η αρχοντιά και η αγκαλιά και το μεγαλείο, κι ακόμη και η
δημοκρατία» του Κυρίου, αλλά ταυτοχρόνως και η αρχοντιά και η αγκαλιά και το
μεγαλείο όλων των αγίων, όπως και του ίδιου του αγίου Πορφυρίου. Και δεν
γίνεται αλλιώς, αφού οι άγιοι ως μέλη Χριστού αποτελούν τη χαρισματική
προέκταση Εκείνου – ό,τι συνιστά και την προοπτική του κάθε ασφαλώς πιστού.
Πόσο ελεγχόμαστε οι κληρικοί, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, όλοι από τη
«λεπτή» αυτή στάση Θεού και αγίων, όταν
θεωρούμε ως δεδομένο ότι πρέπει να ασκούμε πιέσεις για το «καλό» των άλλων, για
να «σωθούν» έστω και με το ζόρι. Απλώς τότε πιστοποιούμε το μεγάλο έλλειμμα
αγάπης που υφίσταται τελικώς μέσα μας!