«Γεράσιμος κάλλιστον ἤρατο στέφος, ἐκ τῆς ἄνωθεν δεξιᾶς
τοῦ Kυρίου»
(Ο Γεράσιμος πήρε το πιο καλό στεφάνι από την
ουράνια δεξιά του Κυρίου).
«Ο Όσιος Γεράσιμος γεννήθηκε το 1509 στα Τρίκαλα της
Κορινθίας. Καταγόταν από την επίσημη οικογένεια των Νοταράδων και ήταν γιος του
Δημητρίου και της Καλής. Από μικρός έλαβε χριστιανική και αρχοντική ανατροφή
και διακρινόταν στο σχολείο για την ευστροφία και την ευφυΐα του μυαλού του.
Ευγενική ψυχή ο Γεράσιμος, συμπαθούσε τους φτωχούς συμμαθητές του και τους
βοηθούσε με κάθε τρόπο. Όταν έφτασε σε ώριμη ηλικία, περιηγήθηκε διάφορα μέρη,
όπως την Ζάκυνθο, την Κωνσταντινούπολη και τα γύρω απ' αύτη, το Άγιον Όρος,
διάφορες Μονές της Ανατολής για να μείνει στην Ιερουσαλήμ. Εκεί υπηρέτησε σαν
νεωκόρος για ένα χρόνο στον Ναό της Αναστάσεως και χειροτονήθηκε Διάκονος και
αργότερα Πρεσβύτερος, από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό. Κατόπιν έφυγε και
από 'κει και κατέληξε στην τοποθεσία Ομαλά της Κεφαλονιάς, όπου έκτισε
γυναικείο Μοναστήρι και το ονόμασε Νέα Ιερουσαλήμ. Στη Μονή αυτή λοιπόν, αφού
έζησε ασκητικά και ανέπτυξε μεγάλες αρετές, βοηθώντας πνευματικά και υλικά τους
κατοίκους της Κεφαλονιάς, απεβίωσε ειρηνικά στις 15 Αυγούστου του 1579, σε
ηλικία περίπου 70 ετών. Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε το 1580-81» (Από
ιστολόγιο «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).
(Τα μετά θάνατον θαύματά του που διαρκώς επιτελεί το
άφθαρτο ιερό λείψανό του τα αφήνουμε κατά μέρος, γιατί είναι πάμπολλα. Ένα μόνο
θα διηγηθούμε που είναι αξιομνημόνευτο. Μία γυναίκα που έμενε στο Μοναστήρι του
αγίου, από δαιμονική ενέργεια έπεσε στο πηγάδι και ο άγιος που της φανερώθηκε,
τη βάστασε και την ανέβαζε αβλαβή. Οι μοναχές όμως, επειδή άκουσαν τη συνήθη
φωνή του αγίου και μάλιστα νύκτα, σηκώθηκαν ψάχνοντας ολόγυρα μήπως τον
ξανακούσουν πάλι. Καθώς τον αναζητούσαν δεν βρήκαν και τη γυναίκα στον
συνηθισμένο τόπο που κατοικούσε. Η γυναίκα κατεχόταν από τον δαίμονα και καθώς
δεν την βρήκαν σκέφτηκαν να κοιτάξουν και σε ένα κοντινό πηγάδι που είχαν,
μήπως με επήρεια του δαίμονα έπεσε μέσα. Καθώς έσκυψαν, βλέπουν τη γυναίκα να
βρίσκεται πάνω από τα νερά, σαν να τη βαστάζει κάποιος αόρατα. Την βοήθησαν
λοιπόν να ανέβει κι έγιναν οι μοναχές αυτήκοες της γλυκύτατης και ευχάριστης
φωνής του αγίου. Αφού είδαν το παράδοξο αυτό θαύμα, ανάπεμψαν δόξα στον Δοτήρα
Θεό και στον άγιο που αντιδοξάσθηκε από τον δοξάσαντα Αυτόν μεγάλο Θεό, και όσο
ζούσε και μετά τον θάνατό του. Υπάρχουν δε και άλλα πλείστα όπως είπαμε τα
θαύματα και τα εξαίσια του αγίου. Λόγω του πλήθους τους, αυτό μόνο φέραμε στην
επιφάνεια, ενώ τα άλλα τα παραλείψαμε, αφενός διότι για τους πιστούς είναι
αρκετά να φανταστούν τα υπόλοιπα, κατά τη ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα», αφετέρου
διότι για τους άπιστους δεν υπάρχει περίπτωση να πειστούν, έστω κι αν τους
φέρουν κι ολόκληρο τον λέοντα! Για όσους όμως αμφιβάλλουν, ας προσέλθουν στο
λείψανο του αγίου και θα δουν από μόνοι τους όχι μόνο άφθορο και ακέραιο σώμα,
αλλά και πηγή ανεξάντλητη από κάθε ευωδία και ιάματα. Ο άγιος έμοιαζε κατά το
σώμα με τον άγιο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη, εκτός από το γένι του που ήταν σ’
αυτόν υπόξανθο).
Ο εκκλησιαστικός ποιητής στην προσπάθειά του να εξάρει
την αγιότητα του οσίου Γερασίμου προβαίνει σε μία παρακινδυνευμένη εκτίμηση: ο
άγιος Γεράσιμος είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους νεώτερους αγίους της
Εκκλησίας! Με τις ίδιες τις λέξεις του: «Κανένας άλλος νεοφανής άγιος,
Γεράσιμε, δεν υπήρξε εφάμιλλός σου» («Μηδείς σου ἄλλος Γεράσιμε,
νεοφανής ἐφάμιλλος γέγονε»: ωδή α΄). Γιατί; Για ποιον λόγο; Μήπως λόγω του
πλήθους των θαυμάτων του, τα οποία όντως είναι πάμπολλα και ένα μεγάλο μέρος
των ύμνων της ακολουθίας του αναφέρεται σ’ αυτά; Μήπως λόγω της σοφής και
βαθειάς θεολογίας του; Μήπως λόγω κάποιου έκτακτου χαρίσματος που δεν απαντάται
στους άλλους, έστω και νεώτερους αγίους; Ασφαλώς όχι. Ο ποιητής ξέρει τι λέει
μιλώντας καθ’ υπερβολήν, γιατί γνωρίζει την πνευματική ζωή και την πνευματική
οδό της Εκκλησίας: ένας άγιος είναι μεγάλος και πρώτος στην κλίμακα της
αγιότητας όταν βρίσκεται πρώτος στην κάθοδο της εκτίμησης του εαυτού του, όταν
δηλαδή αγωνίζεται να έχει επίγνωση και αίσθηση της μικρότητας και της
αμαρτωλότητάς του. Ο μεγάλος είναι ο πρώτος στην ταπείνωση.
Το σημειώνει ο ίδιος ο Κύριός μας ήδη από την Παλαιά
Διαθήκη, πολύ περισσότερο όταν ο Ίδιος ήλθε στον κόσμο ως άνθρωπος: «ταπεινοῖς
ὁ Θεός δίδωσι χάριν». «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Κι όπως εξίσου
σημειώνει και ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας και το δικό του ύψος της
αγιότητας: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, μεταξύ των
οποίων ο πρώτος είμαι εγώ!» Πρόκειται για την παραδοξότητα της χριστιανικής
έννοιας της πρωτιάς (φανερωμένης στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Θεού μας που
ταπεινώθηκε έως εσχάτου), που ελέγχει το κοσμικό φρόνημα της πεσμένης στην
αμαρτία ανθρωπότητας, η οποία διαρκώς και αενάως επιδιώκει τον έπαινο και την
αναγνώριση από τους άλλους και την επιβολή επί των άλλων. Και να η απόδειξη,
δοσμένη από τον άγιο Γεράσιμο ως παρακαταθήκη και αδιάκοπη προτροπή στις
μαθήτριες και υποτακτικές του μοναστηριού του καλόγριες: «Αυτά είπε ο αββάς
στις μονάστριες (πριν παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο). Παιδιά μου, έχετε
ειρήνη μεταξύ σας και μη υψηλοφρονείτε. Αντίθετα, ταπεινώστε τον εαυτό σας, για
χάρη Χριστού του Θεού μας, ο Οποίος ταπεινώθηκε για μας μέχρι σημείου που πήρε
τη μορφή του δούλου» («Τάδε εἶπεν ὁ Ἀββᾶς ταῖς Μοναστρίαις· τεκνία εἰρηνεύετε
ἐν ἑαυταῖς καὶ μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονῆτε· ἀλλὰ ταπεινώσατε ἑαυτάς, διὰ τὸν μέχρι καὶ
δούλου μορφῆς, ταπεινωθέντα δι΄ἡμᾶς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν»: Δόξα αίνων).
Και τι προϋποθέτει ο συγκεκριμένος αυτός αγώνας
ταπεινώσεως που συνιστά το όριο πράγματι της αγιότητας; Την απόλυτη προσήλωση
του πιστού προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου, την απόλυτη δηλαδή αγάπη του
προς Αυτόν «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ
ὅλης τῆς ἰσχύος», που θα πει ότι ο πιστός γίνεται όντως ένα «μίμημα
Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ» για να θυμηθούμε και τον της Κλίμακος
άγιο. Κι αυτό συνέβη και με τον άγιο Γεράσιμο, κι αυτό αποδεικνύει όντως το
πνευματικό του ύψος και το ισοστάσιο με τους μεγάλους αγίους κάθε εποχής. Ο
εκκλησιαστικός ποιητής και πάλι είναι σαφής: «Πάτερ Γεράσιμε, η ολονύχτια στάση
σου στις προσευχές και η πηγή των δακρύων σου κατέσβεσε τις σαρκικές ορέξεις.
Κι αυτό γιατί έδινες φτερά στον νου και στα όμματα της καρδιάς σου για να
προστρέχει στον Θεό» («Πάτερ Γεράσιμε ἡ σή, στάσις ὁλονύκτιος, καὶ τῶν
δακρύων ἡ ἔκβλυσις, πάσας κατέσβεσε σαρκικὰς ὀρέξεις, πρὸς Θεὸν πτερούμενος, καὶ
νοῦν καὶ τῆς καρδίας τὰ ὄμματα»: στιχ. εσπ.). Είναι η ίδια γενική εκτίμηση
της ζωής του αγίου Γερασίμου που κάνει και αλλού ο υμνογράφος: «Έζησες τη ζωή
σου στη γη με ευσέβεια, γι’ αυτό και φάνηκες καθαρό δοχείο του αγίου Πνεύματος,
με αποτέλεσμα να φωτίζεις αυτούς που σε πλησιάζουν με πίστη, μακάριε» («Τὸν
βίον εὐσεβῶς, ἐπὶ γῆς ἐκτελέσας, δοχεῖον καθαρόν, σὺ τοῦ Πνεύματος ὤφθης,
φωτίζων τοὺς πίστει σοι, προσιόντας μακάριε»: δόξα καθίσματος όρθρου).