«Αυτός ο μακάριος Αρτέμιος, αφού έγινε Δούκας και
Αυγουστάλιος της Αλεξάνδρειας, τιμήθηκε και με το αξίωμα του Πατρικίου από τον
μεγάλο Βασιλέα Κωνσταντίνο. Όταν ο αποστάτης Ιουλιανός άρπαξε την βασιλεία και
άρχισε να τιμωρεί τους Χριστιανούς στην Αντιόχεια, ο μακάριος Αρτέμιος έρχεται
από μόνος του εκεί στον αγώνα. Κι αφού έλεγξε την παρανομία του βασιλιά,
άρχισαν τα μαρτύριά του: μαστιγώνεται, ξέονται τα νώτα του με αγκάθια και
τρυπιούνται οι πλευρές του και τα βλέφαρά του με σιδερένιες ακίδες. Στη
συνέχεια, αφού κόψανε στη μέση μία τεράστια πέτρα κάποιοι λιθοξόοι, τον βάλανε ανάμεσά της. Κι αφού τον άφησαν εκεί, τυφλώθηκε και τα
εντός του χύθηκαν στη γη. Στο τέλος, δέχεται τον θάνατο διά ξίφους. Τα θαύματα
που έκτοτε γίνονται με την επίκληση του ονόματός του και μάλιστα σ’ εκείνους
που προστρέχουν στο άγιο λείψανό του είναι πάμπολλα και τεράστια».
Η Εκκλησία μας, κάθε φορά που εορτάζει ένας άγιος και
μάλιστα μεγάλος, σαν τον σήμερα εορταζόμενο μεγαλομάρτυρα Αρτέμιο, είναι σαν να
παραθέτει ενώπιόν μας ένα πλούσιο τραπέζι - με εστιάτορα τον ίδιο τον άγιο - με κάθε είδους αγαθά, που σημαίνει ότι ζει ένα πανηγύρι,
στο οποίο καλεί κάθε μέλος της Εκκλησίας να το απολαύσει πλουσιοπάροχα. Και τα
αγαθά βεβαίως αυτά, είναι ευνόητο, δεν είναι υλικά, αλλά
πνευματικά, τέτοια που προκαλούν τον μετέχοντα σε δοξολογία του Θεού και του
ίδιου του αγίου. «Η φαιδρά σου, μάρτυς, εορτή, πάντας συνεκάλεσε χαρμονικώς
εις πανδαισίαν σήμερον, προθείσα τους άθλους σου, τα παλαίσματα, και την
άνδρείαν ένστασιν∙ ων κατατρυφώντες, πίστει σε και πόθω μακαρίζομεν». Αυτό
σημαίνει ότι ένας πιστός, που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του την Βασιλεία
του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου, μπορεί και χαίρεται, έστω κι αν βρίσκεται
μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες της παρούσης ζωής. Και δεν μπορεί κανείς να
χαρακτηρίσει τον χριστιανό «αιθεροβάμονα», μη ρεαλιστή, «εκτός τόπου και
χρόνου», διότι ο χριστιανός ξεκινά με την πιο αληθινή πραγματικότητα, με τον
πιο βαθύ ρεαλισμό: ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου», ότι όλα
είναι παρερχόμενα και φθαρτά, πλην βεβαίως του Θεού και των σχετιζομένων με
Αυτόν.
Ένα από τα πιο ωραία αγαθά, από τις πιο ωραίες
πνευματικές τροφές που μας προσφέρει η πανδαισία του αγίου σήμερα, είναι η
ακλόνητη σαν στέρεος πύργος καρδιά του. Ο υμνογράφος θέλοντας να μας ζωγραφίσει
ζωντανά τη σταθερή πίστη του μεγαλομάρτυρα, το ηρωικό φρόνημά του, τον σαφή
προσανατολισμό του προς μόνη την αγάπη του Θεού, τέτοια που κανένα βασανιστήριο δεν
μπορούσε να αλλάξει, αυτήν την εικόνα παρουσιάζει: «Ουκ έσεισε τον πύργον
σου της καρδίας, πάνσοφε, η σφοδροτάτη πρόσρηξις των βασάνων» (Η σφοδρότατη
επίθεση των βασάνων πάνω σου, πάνσοφε, καθόλου δεν έσεισε τον πύργο της καρδιάς
σου). Κι αυτό γιατί; Διότι ο άγιος είχε στεριώσει την καρδιά του αυτή πάνω στην
απόλυτα στέρεη νοητή πέτρα, που είναι ο Χριστός. «Και γαρ εστήρικτο νοητήν
επί πέτραν την ασάλευτον». Η αναφορά του υμνογράφου στο στέρεο σαν πέτρα
φρόνημά του επηρεάζεται και από το είδος του μαρτυρίου του: την σύνθλιψή του
μεταξύ δύο πετρών. Όπως έμεινε ακλόνητος δηλαδή, καθώς σφιγγόταν από τις
τεράστιες πέτρες, έτσι στερέωσε τα βήματα της ψυχής του πάνω στην πέτρα της
ζωής, τον Ιησού Χριστό. «Ο πέτρα ζωής της ψυχής τα βήματα πηξάμενος, ταις
πέτραις σφιγγόμενος και τοις αλγεινοίς περικυκλούμενος, αληθής αθλοφόρος,
ακλόνητος διέμεινας». Εκεί μας οδηγεί η στέρεη χωρίς ταλαντεύσεις πίστη και
αγάπη προς τον Χριστό: να είμαστε «πέτρινοι» στο φρόνημα, σταθεροί στη ζωή
αυτή, με βηματισμό ψυχής τέτοιο, που έστω κι αν όλα γύρω και δίπλα μας
«πέφτουν», εμείς συνεχίζουμε με επίγνωση και συναίσθηση την πορεία μας.
Σ’ έναν κόσμο μάλιστα «δίψυχο», άρα ακατάστατο σε όλα, καταλαβαίνουμε ότι
ο λίγο συνεπής χριστιανός αποτελεί την πυξίδα και το φως του κόσμου. Όπως το
λέει ο ίδιος ο Κύριος: «υμείς εστε το φως του κόσμου∙ ου δύναται πόλις
κρυβήναι επάνω όρους κειμένη».
Αφήνοντας σοβαρές θεολογικές επισημάνσεις της ακολουθίας
του αγίου - όπως
για παράδειγμα του ύμνου από τα στιχηρά του εσπερινού «επιπνοία του
Πνεύματος μυηθείς γνώσιν ένθεον, των των όλων Κτίστην έγνως, Αρτέμιε»,
δηλαδή ότι ο άγιος γνώρισε τον Δημιουργό Κύριο των όλων, αφού οδηγήθηκε στην
ένθεο αυτή γνώση από τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, κάτι που σημαίνει ότι
κανείς δεν γνωρίζει τον Χριστό πραγματικά, παρά μόνον με τον φωτισμό του ίδιου
του Θεού – δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, έστω δι’ ολίγων, τα πάμπολλα θαύματα που τελούνται από την ώρα του
μαρτυρίου του αγίου και μετέπειτα. Είναι αληθές: ο άγιος Αρτέμιος είναι ένας
από τους πιο θαυματουργούς αγίους (και μάλιστα για ανδρολογικές, θα λέγαμε,
παθήσεις), συνεπώς όποιος με πίστη στον Θεό τον επικαλείται, βλέπει τη θαυμαστή
ενέργειά του πάνω του, και στην ψυχή και στο σώμα του. Όπως το σημειώνει και ο
υμνογράφος: «ιατρείον αναδέδεικται σώμα το πολύαθλον, πάσαν νόσον, πάσαν
κάκωσιν, πάσαν δαιμόνων πάντοτε βλάβην αποδιώκον εκ των πιστώς προσφευγόντων
σοι» (Το πολύαθλο σώμα σου αναδείχτηκε ιατρείο, που διώχνει από τους με πίστη
προσερχομένους σε σένα, κάθε νόσο, κάθε τραύμα και πληγή, κάθε βλάβη των
δαιμόνων). Υποψία θαυμαστών επεμβάσεών του καταγράφουμε στη συνέχεια: (1)
Κάποιος άνδρας που είχε έντονο πρόβλημα στους διδύμους του, δηλαδή στους όρχεις
του, ήλθε προς τον άγιο κλαίγοντας και ζητώντας την υγεία του. Έπεσε λοιπόν σε
στρωμνή στο μέσον του ναού του, και μετά από λίγο που τον είχε πάρει ο ύπνος,
του λέγει ο άγιος: «υπόδειξέ μου το πάθος σου». Αυτός λοιπόν
το υπέδειξε στον άγιο, οπότε εκείνος αφού άγγιξε το πονεμένο μέρος του ασθενούς
και τον έσφιξε στο σημείο αυτό με δύναμη, τον έκανε να κραυγάσει από τον πόνο
και να ξυπνήσει. Καθώς λοιπόν ξύπνησε, βρήκε τον εαυτό του υγιή
κι άρχισε να δοξολογεί και να ευλογεί τον Θεό. (2) Άλλος πάλι έχοντας υδροκήλη
μεγάλη προσήλθε στον άγιο. Και σ’ αυτόν ο άγιος «έσχισε» το σημείο πάθους του με ξίφος,
την ώρα που κοιμόταν, με αποτέλεσμα να προέλθει μία τεράστια δυσωδία από το
υγρό που βγήκε. Ξύπνησε αμέσως ο ασθενής και βρήκε κι αυτός τον μεν εαυτό του
υγιή, τους δε χιτώνες του και το έδαφος γεμάτα από δυσωδία, σήψη και υγρότητα.
«Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και
σώσον ημάς».