09 Απριλίου 2021

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, χρωτός τοῦ ἐμοῦ θεραπεία· χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία»

(Χαίρε Παναγία, που είσαι η θεραπεία του σώματός μου και η σωτηρία της ψυχής μου).

Σε κάθε πρόβλημα αρρώστιας και πόνου, το πρώτο όνομα που έρχεται στα χείλη των πιστών, κι ίσως και πιο μπροστά και από τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, είναι της Παναγίας. «Παναγία μου, βοήθα με», κραυγάζουν όλοι, μυστικά, νοερά, φωναχτά – ακόμη κι οι θεωρούμενοι «άθεοι» -  νιώθοντας ότι Αυτή είναι η πρώτη καταφυγή τους, Εκείνη που θα σκύψει να αφουγκραστεί το πρόβλημά τους και θα δώσει απάντηση στον όποιο πόνο και την όποια δοκιμασία τους. Και μην πει κανείς ότι αυτό δεν είναι σωστό γιατί προηγείται ο Κύριος,  διότι ο Κύριος αφενός χαίρεται όταν αναφέρονται οι άνθρωποι στην Παναγία Μητέρα Του – η Παναγία αποτελεί  τη μεγαλύτερη χαρά Του ως συνισταμένη όλων των χαρίτων και όλης της ομορφιάς του κόσμου! – αφετέρου η όποια, παρακλητική ή δοξολογική, αναφορά σ’ Εκείνην στην πραγματικότητα είναι αναφορά στον Ίδιο: η Παναγία μας παίρνει τις προσευχές και τις επικλήσεις μας για να τις καταθέσει ενώπιον του Υιού και Θεού Της.

Και πράγματι: όλη η ιστορία της χριστιανικής πίστεως έχει καταγράψει άπειρο αριθμό θαυμάτων από τις φιλεύσπλαχνες επεμβάσεις της για τη θεραπεία όλων των σωματικών ασθενειών που έχουν αναφανεί στο ανθρώπινο γένος, κάθε φορά βεβαίως που υπάρχει η απαραίτητη προς τούτο προϋπόθεση: η πίστη προς τον Κύριο και την Ίδια. Ο λαός μας το γνωρίζει πολύ καλά: «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Κι ίσως για τους περισσοτέρους ισχύει αυτό που συνέβαινε και με τον όσιο Γέροντα Παΐσιο, ο οποίος συνήθιζε να λέγει ότι στο κάθε πρόβλημά του στρεφόταν πρώτα στην Παναγία, γιατί «ντρεπόταν» να στραφεί σ’ Εκείνον που είναι ο άπειρος και παντοδύναμος Θεός. «Την Παναγία την κρατάω από το φουστάνι διαρκώς» ήταν ένας συγκινητικός και χαριτωμένος λόγος του.

Όμως η Εκκλησία μας επισημαίνει το αυτονόητο: μαζί με τις δεήσεις στην Παναγία για τη θεραπεία των σωματικών μας ασθενειών πρέπει να καταφεύγουμε σ’ Εκείνην και για την ίαση των ψυχικών πνευματικών μας ασθενειών, την ίαση δηλαδή από τα πάθη μας. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα. Είναι και ψυχή, η οποία όταν πάσχει  λόγω των παθών της οδηγεί σε ό,τι χειρότερο υπάρχει: τον χωρισμό από τον αιώνιο Θεό. Οπότε μια θεραπεία σωματική χωρίς την ψυχική ίαση τι νόημα θα είχε; Να είναι ίσως κάποιος υγιής για να μπορεί να συνεχίζει μάλλον τις αμαρτίες του!

Την Παναγία πρέπει να Την επικαλούμαστε πάντοτε: πρώτα όμως για τη σωτηρία της ψυχής μας – ό,τι μας διδάσκει η Εκκλησία μας με το «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» - κι έπειτα, αν είναι προς το συμφέρον μας, και για τη θεραπεία του σώματός μας. Μη ξεχνάμε: ο Χριστός και η Παναγία μάς θέλουν ολόκληρους κοντά Τους, δηλαδή και με την ψυχή και με το σώμα μας. Για να μη συμβαίνει αυτό που και ο όσιος Γέροντας Πορφύριος είχε παρατηρήσει σε κάποια κυρία, που προσευχόταν μόνο για τη θεραπεία οφθαλμικής της πάθησης: «Δεν μου δόθηκες πνευματικά ολόκληρη. Προσευχόσουν μόνο για τη σωματική σου θεραπεία, κι όχι και της ψυχής σου»!  

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα Αίνων, ήχος δ΄).

(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια  και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).

Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια, και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του.  «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.

Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του, δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται: ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου παιδιού!

Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας, λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα. Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!  

08 Απριλίου 2021

ΠΕΜΠΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἡ χάρις σου, καί τῷ τύπῳ σου φοιτᾷ ἐλαύνουσα τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν, Σταυρέ Χριστοῦ, ὅπλον ἀπροσμάχητον» (ωδή δ΄ Τριωδίου).

(Η χάρη σου, Σταυρέ του Χριστού, που είσαι ανίκητο και ακαταμάχητο όπλο, επέρχεται και μόνο με τον τύπο και το σχήμα σου, αποδιώκοντας τη σκοτεινιά και την ταραχή των δαιμόνων).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, κινούμενος μέσα στην ατμόσφαιρα της προβολής του Σταυρού του Κυρίου και λόγω εν γένει της Σαρακοστής, αλλά κυρίως λόγω της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, στο σύντομο τροπάριο τονίζει τη δύναμη που έχει ο Σταυρός. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι η δύναμή Του οφείλεται στον επ’ αυτού αναρτηθέντα Κύριο και όχι στο ίδιο το ξύλο, όπως η Εκκλησία μας το ψάλλει διαρκώς: «Σταυρός ἐπάγη ἐπὶ γῆς, καὶ ἥψατο τῶν οὐρανῶν, οὐχ ὡς τοῦ ξύλου φθάσαντος τὸ ὕψος, ἀλλὰ σοῦ τοῦ ἐν αὐτῷ πληροῦντος τὰ σύμπαντα, Κύριε δόξα σοι» (Ο Σταυρός μπήχθηκε στη γη κι ακούμπησε τους ουρανούς, όχι επειδή το ξύλο καθεαυτό έφθασε το ουράνιο ύψος, αλλά επειδή Συ Κύριε, σταυρωμένος πάνω σ’ αυτό, γεμίζεις τα σύμπαντα. Δόξα Σοι).

Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου, που μετά τη θυσία Του πάνω στο ξύλο του σταυρού καταστάθηκε το κατεξοχήν σύμβολο του χριστιανισμού και συνυπάρχει πάντοτε με Εκείνον, έχει τεράστια δύναμη. Είναι για τον χριστιανό το όπλο με το οποίο πορεύεται στον κόσμο τούτο, όπλο μάλιστα ακαταμάχητο απέναντι στον Πονηρό διάβολο και την ταραχή που θέλει πάντοτε να δημιουργεί στον άνθρωπο, απέναντι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, απέναντι στα ίδια τα πάθη του. «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, Σταυρός Ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», μάς καθοδηγεί μέσα στην «απειρία» των ύμνων της η Εκκλησία. Όχι μόνο στα συναξάρια των αγίων μας, αλλά και στου κάθε χριστιανού την καθημερινότητα μπορεί  να δει κανείς την επέμβαση του Σταυρού, δηλαδή της θυσιαστικής αγάπης του Δημιουργού μας απέναντί μας. Ποιος χριστιανός σε δυσκολία ευρισκόμενος και επικαλούμενος τον Κύριο, προσβλέποντας μάλιστα στον Σταυρό Του, δεν πήρε δύναμη και κουράγιο; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός θεωρείται το όπλο με το οποίο κατεξοχήν κατακαίεται ο διάβολος και κάθε πονηρή του ενέργεια.

Και ο υμνογράφος μας βεβαίως σημειώνει αυτό που κάνουμε όλοι οι χριστιανοί: όχι μόνο να βλέπουμε το βάθος του Σταυρού του Κυρίου, δηλαδή την άρση της αμαρτίας μας και τη διάνοιξη του Παραδείσου, αλλά και τον ίδιο τον τύπο και το σχήμα του. Και μόνο δηλαδή σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού πάνω στο σώμα μας (πόση προσοχή χρειάζεται εδώ για να κάνουμε σωστά το σημείο του Σταυρού και όχι μία «παράδοξη» και ακατανόητη κίνηση!), και μόνο κρατώντας έναν Σταυρό στο χέρι μας, και μόνον στήνοντας έναν Σταυρό σε οποιοδήποτε σημείο είτε στο σπίτι μας είτε στην εργασία μας είτε οπουδήποτε αλλού, επέρχεται αμέσως η χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου. Κι όπου υπάρχει η χάρη του Κυρίου, εκεί βεβαίως δεν έχει χώρο ύπαρξης ο Πονηρός και κάθε ενέργειά του. Αρκεί βεβαίως ο τύπος και ο σχηματισμός Του να γίνεται με πίστη, δηλαδή με έμπρακτη προσπάθεια να ζούμε σταυρικά: ταπεινά και με αγάπη. Διαφορετικά, η χρήση του Σταυρού λειτουργώντας ως ένα «μαγικό» δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε ότι η πίστη μας είναι λογική λατρεία, της λογικής εννοουμένης ως επίκλησης και ενέργειας του Λόγου του Θεού, του Χριστού.

07 Απριλίου 2021

ΤΕΤΑΡΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πυρί με καθάρισον τῶν ἐντολῶν σου, φιλάνθρωπε, και σοῦ τά σωτήρια δίδου Παθήματα νῦν θεάσασθαι, καί πόθῳ προσκυνῆσαι, Σταυρῷ τειχιζόμενον καί συντηρούμενον» (ωδή α΄Τριωδίου).

(Φιλάνθρωπε Κύριε, καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών σου, και δώσε μου να δω τώρα τα Παθήματά Σου που έσωσαν το ανθρώπινο γένος, και να τα προσκυνήσω με πόθο, καθώς ο Σταυρός είναι ο φρουρός και ο φύλακάς μου).

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης σε λίγες λέξεις περικλείει όλο το βάθος θα λέγαμε της θεολογίας του Σταυρού. Τι επισημαίνει;

Πρώτον, ότι ο Σταυρός για τον πιστό, τον ίδιο και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας, συνιστά το τείχος του, τον φύλακα και τον φρουρό του. Διότι ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας, είναι ενδεδυμένος Εκείνον – «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» - συνεπώς τον  Σταυρό έχει εγκολπωθεί, που θα πει ότι η ζωή του στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανός έχει χαρακτήρα σταυρικό. Ο ίδιος ο Κύριος δεν το απεκάλυψε; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Κι ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας το εσωτερικό του βίωμα σημείωνε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Συνεπώς, ο Σταυρός του Κυρίου δεν τελειώνει σ’ Εκείνον μόνον. Γίνεται «ζυγός», «χρηστός» όμως, για κάθε χριστιανό - Χριστός και πιστός συνθεωρούνται πάντοτε και συνορώνται.

Δεύτερον, παρ’ όλη τη συγκλονιστική αυτή θεώρηση του χριστιανού ως συνέχειας του Χριστού, απαιτείται διαρκώς η συνέργειά του για να ενεργοποιείται η δοσμένη σ’ αυτόν χάρη. Μπορεί δηλαδή ο Θεός να μας τα έχει δώσει όλα, αν όμως δεν βρίσκεται και η δική μας θέληση στην ίδια πορεία θελήσεως Εκείνου, τότε  όλα «ακυρώνονται», με την έννοια ότι ενώ υπάρχουν, παραμένουν ανενέργητα και λειτουργούν δυστυχώς προς «κρίμα και κατάκριμα» του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεοφάνης ενώ αναγνωρίζει ως πιστός ότι ο Χριστός με τη Σταυρική Του θυσία κυρίως έσωσε τον άνθρωπο: μπορεί και πάλι να έχει ζωντανή συνειδητή σχέση με τον Δημιουργό του, όμως ζητά από τον Κύριο να του δώσει τη δωρεά να δει, να μετάσχει δηλαδή, στα Παθήματά Του, με τον τρόπο που αναφέραμε παραπάνω: να ζει κι ο ίδιος σταυρικά τη ζωή του, με θυσιαστική αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, γεγονός που ισοδυναμεί με την αληθινή και με πόθο  προσκύνηση του Σταυρού.

Και τρίτον, η θέα του Σταυρού του Χριστού ως αληθινή προσκύνησή Του με την έννοια της συσταύρωσης του πιστού με τον Χριστό – και πάλι το τονίζουμε: βλέπει και προσκυνά τον Σταυρό μόνον εκείνος που αγωνίζεται να ζει την αγάπη του Εσταυρωμένου Χριστού – απαιτεί την κάθαρση της καρδιάς από ό,τι εμπαθές ταλαιπωρεί αυτήν στον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. «Καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών Σου», είναι η προϋπόθεση για όλες τις χαρισματικές μεγάλες δωρεές του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο. Κι αυτό διότι ο απόλυτα καθαρός από αμαρτία Θεός μπορεί να προσεγγιστεί μόνον από εκείνον που αγωνίζεται να καθαρίσει με τη δύναμη του Θεού την καρδιά του. Ο λόγος του υμνογράφου αγίου Θεοφάνους έχει την ίδια σημασία μ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε ήδη από τον πρώτο μακαρισμό του στην επί του Όρους ομιλία Του: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Θα δει τον Θεό, θα δει συνεπώς το μυστήριο και το βάθος του Σταυρού ως σωτηρίας του κόσμου, μόνον εκείνος που έχει καθαρή την καρδιά. (Θυμόμαστε εν προκειμένω την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον όταν μετανόησε και άρχισε να καθαρίζεται η καρδιά της μπόρεσε να προσεγγίσει τον Σταυρό!)

Και η συμβολή εν προκειμένω του αγίου υμνογράφου είναι η συγκεκριμενοποίηση του τρόπου καθάρσεως της καρδιάς: διά των εντολών του Χριστού, που λειτουργούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου ως φλόγα, ως πυρ. Κι αξίζει την εικόνα αυτή, εικόνα πάλι της αγίας Γραφής, να την έχουμε συχνά πυκνά μπροστά στα μάτια μας: οι εντολές του Χριστού όταν τίθενται σε εφαρμογή από τον χριστιανό, έχουν τη δύναμη του πυρός, που οδηγεί σε διπλό αποτέλεσμα: κατακαίει όλα τα αγκάθια των παθών και της αμαρτίας, φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου. Όπου είναι ο Χριστός δηλαδή: μέσα στις εντολές Του, στο σώμα και το αίμα Του, στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, εκεί έχουμε την παρουσία της καθαρτικής και φωτιστικής φωτιάς. Άλλωστε ο Ίδιος το είπε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν επί τῆς γῆς καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη». Φωτιά ήλθε να βάλει με το Πνεύμα Του και η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή!

Λοιπόν: η αγία Σαρακοστή ως η κατεξοχήν περίοδος προβολής και θέασης του Σταυρού του Κυρίου (και της ακολουθούσης βεβαίως Ανάστασής Του) είναι σαν καμίνι. Πρέπει να είμαστε φωτιά κι εμείς για να μπορούμε να πούμε ότι σωστά την «περπατάμε». Να πορευόμαστε δηλαδή στον δρόμο των αγίων εντολών του Κυρίου!  

06 Απριλίου 2021

ΤΡΙΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τίς μή θρηνήσει σε; τίς μή πενθήσει σε, ψυχή, ποθοῦσαν τά πονηρά, οὐκ ἐζητοῦσαν πόθῳ τά ἀγαθά, δικαίου Κριτοῦ δέ καταφρονοῦσαν ἀεί, μακροθυμοῦντος ἐπί σοί;» (ωδή β΄ Τριωδίου).

(Ποιος δεν θα σε θρηνήσει; Ποιος δεν θα σε πενθήσει, ψυχή μου, που ποθείς τα πονηρά, δεν εκζητείς με πόθο τα αγαθά, κι από την άλλη καταφρονείς πάντοτε τον δίκαιο Κριτή που μακροθυμεί για σένα;)

Πλήρης κατανύξεως ο ύμνος του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου, ο οποίος διεκτραγωδεί την κατάσταση όχι κάποιου άλλου αμαρτωλού, αλλά του ίδιου του εαυτού του! Γιατί το σημείο του ορθοφρονούντος πιστού αυτό είναι: να κατακρίνει πρωτίστως τον εαυτό του και μόνον αυτόν, καθώς ο Θεός τού ανοίγει τα μάτια για να βλέπει την έσχατη κατάπτωσή του. Είναι καίρια αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι όσο κανείς προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και διανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί του για να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του. Διαρκώς η Εκκλησία μας, ιδίως την περίοδο της Σαρακοστής, μάς το υπενθυμίζει: «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και πώς να είναι αλλιώς τα πράγματα, όταν ο ίδιος ο Κύριος, μέσα στο πλαίσιο της άπειρης φιλανθρωπίας Του, μάς έχει πει ποιοι τελικώς είμαστε, μετά την πτώση μας στην αμαρτία; Τι είμαστε οι άνθρωποι; Επιλέγουμε τα λόγια του Κυρίου: «ἄπιστοι», «ὀλιγόπιστοι», «το τίποτε», «πονηροί», «διεστραμμένοι», «σατανάδες», «ἀχρεῖοι»! Κι όμως εμάς μάς κατέστησε η αγάπη Του ίδιους με Εκείνον! Μας ενσωμάτωσε στον Εαυτό Του και μας έδωσε και μας δίνει τις δυνάμεις Του και τα χαρίσματά Του! Και μας υποσχέθηκε την Ουράνια Βασιλεία Του και τα αγαθά Της, γιατί Εκείνος έγινε «ὁ πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»! Όπως το σημειώνει μεταξύ άλλων και ο απόστολος Παύλος: «Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν οὐκ ἀνέβη, ἅ ὁ Θεός ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν

Κι όμως! Παρ’ όλες τις δωρεές και τα χαρίσματα, παρ’ όλη την απειρία της προσφοράς του Θεού μας, εξακολουθούμε συχνά να διαγράφουμε τον Θεό μας, έστω και κατά διάνοια, και να επιλέγουμε ό,τι συνιστά καταστροφή μας – η έσχατη αφροσύνη και παράνοια! Όπως το σημειώνει το Γεροντικό της Εκκλησίας μας μέσα από τον προβληματισμό ενός παιδιού: Υπάρχει κάποιος πλούσιος που με αγαπά, αλλά εγώ δεν τον θέλω και αγαπώ έναν φτωχό που με μισεί. Αυτό δεν κάνουμε οι θεωρούμενοι πιστοί του Χριστού; Δεν επιλέγουμε όχι μία ή δύο, αλλά πολλές φορές στη ζωή μας αυτό που αποτελεί δόλωμα του Πονηρού, κάνοντας πέρα τα πλούσια αγαθά του Κυρίου μας;

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος, διαπιστώνοντας την τραγωδία της ύπαρξής του: να συνεχίζει να ποθεί τα πονηρά και όχι τα αγαθά, να καταφρονεί και να περιφρονεί τον Κύριο που τον αγαπά σε απόλυτο βαθμό, πιάνει το πένθος και τους θρήνους. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, με τέτοια παραφροσύνη, μόνον αυτό ταιριάζει. Κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, ο οποίος και αυτός, έχοντας την ίδια χάρη αυτογνωσίας, στον Μεγάλο Κανόνα του έτσι ξεκινάει: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; Ποίαν ἀπαρχήν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδίᾳ;» Η παράνοια και η ανοησία φτάνει στο απώγειο, όταν επισημαίνει ο υμνογράφος: ο Κύριος που με αγαπά υπέρμετρα, είναι και ο Κριτής μου. Και η κρίση Του, επειδή είναι Δίκαιος, θα είναι δίκαια και απέναντί μου. «Ἕκαστος περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Κυρίῳ». Ο καθένας ανάλογα με τις πράξεις, τις διαθέσεις του, τους λόγους του, τις σκέψεις και τους λογισμούς του, θα κριθεί. Τα δάκρυα έτσι πολλαπλασιάζονται!

05 Απριλίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἀρίστην ὁδόν ὑψώσεως, Χριστέ, τήν ταπείνωσιν ἔδειξας, σεαυτόν κενώσας καί μορφήν δούλου λαβών, τοῦ Φαρισαίου τήν μεγάλαυχον εὐχήν μή προσιέμενος˙ τοῦ δέ Τελώνου τόν συντετριμμένον στεναγμόν, ὡς ἱερεῖον ἄμωμον, ἐν τοῖς ὑψίστοις προσδεχόμενος˙ διό κἀγώ βοῶ σοι˙ Ἱλάσθητι ὁ Θεός, ἱλάσθητι Σωτήρ μου καί σῶσόν με» (απόστιχα Αίνων, πλ. β΄).

(Έδειξες την ταπείνωση, Χριστέ, ως την άριστη οδό που ανυψώνει τον άνθρωπο στον Ουρανό, αφού άδειασες τον εαυτό σου και έλαβες μορφή δούλου, με το να μην επιδοκιμάσεις την όλο καύχηση προσευχή του Φαρισαίου, κι από την άλλη με το να αποδεχθείς ως Θεός στον Ουρανό ως καθαρά θυσία τον γεμάτο συντριβή  στεναγμό προσευχής του Τελώνη. Γι’ αυτό κι εγώ σου φωνάζω: Ελέησέ με, Θεέ μου, ελέησέ με, Σωτήρα μου, και σώσε με).

Με απόλυτη καθαρότητα ο άγιος υμνογράφος προβάλλει ενώπιόν μας τον μόνο δρόμο που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού. Κι ο δρόμος αυτός βεβαίως είναι ο δρόμος της μετάνοιας, όπως ο Κύριος εξαρχής κήρυξε, με το κύριο χαρακτηριστικό της την αγία ταπείνωση. Και πρέπει να προσδιορίζουμε την ταπείνωση με το επίθετο αγία, διότι ως λέξη κατανοείται με πολλές κοσμικές παραλλαγές, με πιο κύρια αυτήν της αναξιότητας και της μίζερης κατάστασης. Λοιπόν, μιλάμε για την αγία ταπείνωση, όπως συνήθιζε να τονίζει και ο μεγάλος όσιος της εποχής μας  Γέροντας Πορφύριος, η οποία αποτελεί όχι απλώς μία αρετή, αλλά ό,τι εκφράζει τη μεγαλωσύνη και την παντοδυναμία του Θεού μας, κι ακόμη την απειρία της αγάπης Του. Πρόκειται λοιπόν για ένα μυστήριο που λειτουργεί στον άνθρωπο μόνον κάτω από την προϋπόθεση της μεγάλης χάρης που έχει λάβει από τον Θεό μας. Κι απόδειξη το γεγονός, κατά τον άγιο υμνογράφο, ότι συνιστά την οδό που οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού – ο άνθρωπος ταπεινούμενος, δηλαδή αναγνωρίζοντας την εσωτερική του πτώχεια και αδυναμία, υψώνεται: κατεβαίνοντας ανεβαίνει!

Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος κινείται εντελώς αγιογραφικά σε αυτό που λέει: στηρίζεται στον λόγο του ίδιου του Κυρίου, που κάθε λόγος Του συνιστά αποκάλυψη, δηλαδή μνημονεύει την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, σύμφωνα με την οποία η υπερηφάνεια του «αγίου» θεωρουμένου Φαρισαίου, έστω και «προσευχομένου», καταδικάζεται, ενώ η ταπείνωση του αμαρτωλού Τελώνου δικαιώνεται – «ἐξῆλθεν δεδικαιωμένος οὗτος (ο Τελώνης) ἤ ἐκεῖνος (ο Φαρισαίος)». Ποια άλλη απόδειξη απαιτείται, όταν έχουμε τον λόγο του ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού μας να το λέει; Και την οδό αυτή έπειτα προβάλλει διαρκώς και στους μαθητές Του μέχρι την τελευταία στιγμή. Ιδίως στον Μυστικό Δείπνο, λίγο πριν οδηγηθεί στο Πάθος Του, τους δείχνει έμπρακτα αλλά και με τον λόγο Του στη συνέχεια ότι εφεξής στη ζωή τους, αν επιθυμούν να λέγονται μαθητές Του, αυτήν την οδό θα πρέπει να ακολουθούν: πλένει τα πόδια τους και τους λέει ότι και αυτοί αντιστοίχως θα πρέπει να είναι έτοιμοι να πλένουν και τα πόδια των συνανθρώπων τους, δηλαδή με ταπείνωση και αγάπη να προσεγγίζουν τους πάντες. «Εἰ ἐγώ ὁ Διδάσκαλος ὑμῶν ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας». Όχι απλώς αν έχετε διάθεση, αλλά οφείλετε.

Και βεβαίως, ο Κύριος όχι μόνον τότε, αλλά σε ολόκληρη την επί γης ζωή Του όπως είπαμε, με αποκορύφωση τη Σταυρική θυσία Του, την ταπείνωση αυτή απεκάλυπτε, (σε σημείο να προκαλούνται διαρκώς οι μαθητές Του μέχρις ότου  λάβουν το  Πνεύμα Του και Τον κατανοήσουν), ταπείνωση όμως που παρέπεμπε και στην ίδια τη Θεότητά Του! Κι ο άγιος Ιωσήφ αυτό σημειώνει με έμφαση στον ύμνο: ο Κύριος στη ζωή Του στη γη φανέρωνε και ό,τι έκανε ως Θεός.  Ήταν ο Θεός, ο Οποίος όμως δεν θεώρησε ως κάτι υποτιμητικό γι’ Αυτόν να προσλάβει τη φύση του δημιουργήματός Του, του ανθρώπου, να γίνει κι Αυτός άνθρωπος και να φτάσει στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, να σταυρωθεί με τον πιο ατιμωτικό τρόπο –η ταπείνωσή Του «έσβηνε» την υπερηφάνεια της ανυπακοής του ανθρώπου. Είναι αυτό που σημειώνει έκθαμβος και με φόβο πολύ ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του, προβάλλοντας το φρόνημα του Χριστού μας, φρόνημα έκτοτε της Παναγίας και όλων των αγίων – δεν μπορεί κανείς να «ξεφύγει» από αυτό αν θέλει να είναι με τον Χριστό! «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Να έχετε το φρόνημα που είχε και ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, παρ’ όλο ότι είχε τον θείο τρόπο υπάρξεως, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό προϊόν αρπαγής, αλλ’ ο ίδιος με τη θέλησή του απέβαλε τον θείο τρόπο υπάρξεως και προσέλαβε τη μορφή κτίσματος, γενόμενος όμοιος με ανθρώπους, και αφού πήρε το σχήμα του ανθρώπου (εξωτερικά), ταπεινώθηκε με τη θέλησή του σε σημείο να υποβληθεί ακόμα και στον θάνατο, και μάλιστα θάνατο επί του σταυρού).

Το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «Κύριε, σῶσόν με» αποτελεί πια για τον χριστιανό, όπως το λέει ο υμνογράφος, τη μόνιμη κραυγή του.

04 Απριλίου 2021

ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ

 

«Χαίρε Ἁγίων ἅγιον βλέμμα»

(Χαίρε Σταυρέ, που είσαι το άγιο βλέμμα των Αγίων)

Από τούς ωραιότερους στίχους της ἀκολουθίας των Χαιρετισμῶν του Τιμίου Σταυρού (δ΄στάση) ο παραπάνω, μάς δίνει την οπτική της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου με διαφορετικό τρόπο από πολλούς άλλους. Τι εννοούμε; Ενώ δηλαδή οι περισσότεροι Χαιρετισμοί αποκαλύπτοουν το θεολογικό βάθος του Σταυρού, ότι δηλαδή δι’ Αυτού νικήθηκε και καταπατήθηκε η αμαρτία, ο θάνατος και ο πονηρός διάβολος  κι έγινε έτσι ο Σταυρός «θύρα τοῦ Παραδείσου», ο συγκεκριμένος μάς φέρνει στη θέση ενός αγίου της Εκκλησίας και μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε πώς θεάται και βλέπει τα πράγματα ένας πραγματικός και συνεπής πιστός, ο άγιος!

Και τι μας αποκαλύπτει ο άγιος ποιητής, φανερώνοντας και εκείνου το πνευματικό ύψος και τον ασκητικό αγώνα; Ότι το βλέμμα ενός αγίου, γι’ αυτό και είναι «ἅγιον βλέμμα», βλέπει αδιάκοπα τον Σταυρό – ο Σταυρός αποτελεί τη διόπτρα μέσω της οποίας θεάται τον κόσμο σταυρικά. Κι εννοείται βεβαίως ότι δεν μιλάμε για μία διόπτρα εξωτερική, σαν τα γυαλιά που φοράμε, αλλά για μία διόπτρα εσωτερική, που θα πει καρδιακή και ψυχική. Με άλλα λόγια, ο άγιος βλέπει τον κόσμο μέσα από τις προϋποθέσεις της καρδιάς του, κι επειδή τον Σταυρό ζει και πάνω σ’ Αυτόν «αναπαύεται», αντιστοίχως και αναλόγως έχει και τη θέαση των πάντων μέσα στον κόσμο τούτο. (Αυτό, πρέπει να πούμε παρενθετικά, συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους: βλέπουμε τον κόσμο ανάλογα με το περιεχόμενο της καρδιάς μας, οπότε ό,τι κυριαρχεί μέσα μας αυτό και προβάλλουμε και βλέπουμε και προς τα έξω, γι’ αυτό και τόσες θεάσεις του κόσμου, όσες και οι άνθρωποι με το δεδομένο των παθών τους, ψεκτών ή ενθέων).

Το τι σημαίνει τώρα να ζει κανείς τον Σταυρό και αντιστοίχως να βλέπει σταυρικά τον κόσμο μάς πηγαίνει αφενός στα μυστήρια της Εκκλησίας, αφετέρου στον πνευματικό αγώνα που καθορίζει η ίδια. Διότι η ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία ως συσσωμάτωσή του στο σώμα του Χριστού σηματοδοτείται από τη συμμετοχή του καταρχάς στον θάνατο και στην Ανάσταση του Κυρίου διά του μυστηρίου του βαπτίσματος, ενώ στη συνέχεια η πορεία του σηματοδοτείται από την εν μετανοία συμμετοχή του στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που κι αυτό έχει σταυρικό (και αναστάσιμο ασφαλώς) χαρακτήρα. Κι ακόμη: η ίδια η προϋπόθεση της μετανοίας συνιστά τον σταυρικό πνευματικό αγώνα κατά των εγωιστικών παθών που θέτουν φράγμα στον άνθρωπο να δεχτεί και να νιώσει τη χάρη του Θεού.

Τα παραπάνω με άμεσο τρόπο κατανοούνται μόλις σκεφτεί κανείς ότι ο χριστιανός αποτελεί «μίμημα Χριστοῦ» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος), συνεπώς ό,τι παρουσίαζε ο Χριστός ως ζωή Του (κι ο Σταυρός σφραγίζει την όλη πορεία Του απαρχής μέχρι τέλους) το ίδιο καλείται να παρουσιάζει και κάθε χριστιανός στη δική του ζωή: να είναι δηλαδή ένας Χριστός μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και ο Σταυρός δεν αποτελεί μία ιδιαιτερότητα για τον χριστιανό ή ένα έκτακτο γεγονός στον δρόμο του, αλλά αυτό που χαρακτηρίζει και συνοδεύει τη ζωή του, που θα πει ότι χριστιανός που δεν είναι σταυρωμένος με τον Χριστό δεν είναι χριστιανός. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας, ιδίως την περίοδο της Σαρακοστής που ’ναι τύπος της ζωής μας, μάς καλεί να συσταυρωθούμε με τον Κύριο, για να νιώσουμε έτσι και τη δυναμική της Αναστάσεώς Του.

Εκείνος που με άμεσο τρόπο αποκαλύπτει την πραγματικότητα αυτή είναι ο απόστολος Παύλος. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι», λέει, «ζῶ δε οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Ζει μέσα του ο Χριστός, ο Χριστός αποτελεί την ταυτότητά του, γιατί ο ίδιος ως πιστός ζει σταυρωμένα. Και αυτονόητα το «σταυρωμένα» σημαίνει με θυσιαστική αγάπη προς τους άλλους, γιατί την αγάπη αυτή, την απόλυτη και χωρίς όρια, έζησε και ο Κύριος. «Καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς», όπως Εγώ σας αγάπησα, είναι εκείνο στο οποίο μάς προσανατολίζει, γι’ αυτό και Σταυρός σημαίνει αγάπη, τον Σταυρό ζουν όλοι οι άγιοι ως αγάπη, τον Σταυρό βλέπουν μέσα από τα μάτια τους – το βλέμμα τους είναι γεμάτο ανιοτέλεια και αγάπη.

Άραγε, πόσο «άγιο» είναι και το δικό μας βλέμμα;